Κλάρα Σερένι (Clara Sereni)
Ἀτραζίνη
(Atrazina)
ΟΓΩ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ὅταν ἦταν νέα εἶχε γυρίσει πολλὰ μέρη. Εἶχε μπεῖ σὲ σπίτια πλούσια ἢ ἂν μὴ τὶ ἄλλο μὲ ἀνέσεις, ἀκόμη καὶ στὸ ἐξωτερικό. Διανοούμενοι καὶ πρέσβεις, ἀριστοκράτισσες ἐλαφρῶς ξεπεσμένες, τραγουδιστές, ἠθοποιοί: ἀπὸ ὅλους εἶχε μάθει κάτι χάρη στὴ ἱκανότητά της νὰ ρουφάει κουλτούρα —καλαισθησία, φινέτσα, γνώσεις— ὁπουδήποτε διέκρινε κάποιο ἴχνος.
Ἔπειτα ἕνας γάμος ἀπὸ ἔρωτα, ὁ σύζυγος τὴν ἤθελε ὅλη γιὰ τὸν ἑαυτό του κι ἐκείνη ἔνιωθε πὼς εἶχε μάθει ἀρκετά. Ἔτσι ὅλες τὶς ἱκανότητες μιᾶς ἄψογης ὑπηρέτριας (μαγείρισσας, πλύστρας καὶ γκουβερνάντας ἐπίσης), τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ ὡραῖο καὶ τὴν ἱκανοποίηση ποὺ ἀποκόμιζε ἀπὸ τὴν ἁρμονία, ὅλα αὐτὰ τὰ εἶχε διοχετεύσει στὸ σπίτι, σ’ ἕνα σπίτι ποὺ τὴν περίμενε νὰ τὸ ὀμορφύνει, νὰ τὸ τρίψει, νὰ τὸ γυαλίσει.
Σὰν καθρέφτη. Ἡ καθαριότητα ἦταν γιὰ κείνη ἀληθινό, μεγάλο πάθος. Κάθε φορὰ ποὺ κοίταζε τὶς ἀστραφτερὲς ἐπιφάνειες τῶν ἐπίπλων τὴν κυρίευε κάτι σὰ μέθη· τὸ ἴδιο καὶ τὶς ἀνοξείδωτες βρύσες, τὰ ὁλόλευκα ἀσπρόρουχα, τὰ ἀστραφτερὰ φωτιστικὰ καὶ παράθυρα.
Στὸ σπίτι ἐκεῖνος κινοῦνταν προσεκτικά, προσπαθώντας γεμάτος ἀγάπη νὰ μὴν καταστρέψει τοὺς κόπους της. Στὶς ἀργίες ἀνακαίνιζε καὶ ἐπιδιόρθωνε, στόκαρε καὶ ἔτριβε· μαζὶ μελετοῦσαν καταλόγους καὶ προθῆκες, μαζὶ φαντάζονταν διακοσμήσεις καὶ βελτιώσεις γιὰ τὸ σπίτι.
Ὅταν ἔνιωθαν κουρασμένοι στὸ τέλος τῆς μέρας, τὸ μεγάλο κρεβάτι ποὺ εἶχε σκαλίσει ὁ ἴδιος ἄστραφτε καὶ τὰ σεντόνια ἦταν στὴν ἐντέλεια στρωμένα Τὰ μαλλιά της ἁπλώνονταν πάνω στὰ ἀφράτα μαξιλάρια καὶ εἶχαν ἀκόμη ὄρεξη γιὰ κουβέντα, γιὰ σχέδια, γιὰ ἐπινοήσεις.
Δὲν ἔκαναν παιδιὰ καὶ γι’ αὐτὸ ὁ μισθὸς τοῦ ἐξειδικευμένου ἐργάτη τοὺς ἔφτανε, ἀκόμη καὶ γιὰ λίγες πολυτέλειες: φρέσκα λουλούδια στὸ τραπέζι, βελούδινος καναπές, ἐπάργυρο σερβίτσιο τοῦ καφέ. Ἁπλὰ ροῦχα γιὰ ἐκεῖνον στὶς ἐξόδους τους, γιὰ κείνη παπούτσια ἀσορτὶ μὲ τὴν τσάντα.
Κοσμιότητα καὶ ἀξιοπρέπεια, καθαριότητα καὶ συνέπεια, ὅλα προσεγμένα. Αὐτὸς ἦταν ὁ τρόπος γιὰ νὰ βάλουν μαζὶ τάξη στὸν κόσμο, νὰ τὸν ἐλέγξουν, νὰ προσαρμοστοῦν σ’ αὐτόν: χωρὶς ψευδαισθήσεις, ἀποφασιστικά. Καὶ μὲ αἰσιοδοξία. (Γιὰ ἐκεῖνον ὑπῆρχε καὶ ἡ πολιτική. Ἐκείνη δὲν ἐνδιαφερόταν, ὅσα εἶχε τῆς ἔφταναν.)
Πληρότητα.
Μέχρι τὸ ἀτύχημα. Πέντε συνάδελφοί του ἔχασαν τὴ ζωή τους, ἐκεῖνος τὸν ἑαυτό του: τὸ μυαλό του «ἔσβησε», ὅπως εἶπε ὁ γιατρὸς ποὺ τῆς τὸν παρέδωσε.
Κατάλαβε ἀμέσως πὼς τὸ μόνο ποὺ μποροῦσε νὰ κάνει ἦταν νὰ τὸ ἀποδεχτεῖ. Τὸ βλέμμα του ἦταν ἄδειο, χωρὶς λάμψη, ἴσως χωρὶς κανένα ἴχνος πόνου. Δὲν τὴν ἐξέπληξε καθόλου ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀφοσιωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ σ’ αὐτόν, κατὰ βάθος ἦταν φτιαγμένη γι’ αὐτό· κάνω τὰ πάντα σημαίνει εἶμαι νοσοκόμα καὶ παραμάνα, ἀντέχω τὴν κούραση καὶ τὴν ἀπομόνωση.
Δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ἀγοράσει λουλούδια κι ἔβαλε ἕνα γεράνι στὸ παράθυρο. Ἄνοιγε πιὸ συχνὰ τὸ ραδιόφωνο γιὰ νὰ καλύπτει τὴ σιωπὴ καὶ γιὰ νὰ ἐνημερώνεται.
Ἐκεῖνος δὲν ἦταν ἐπικίνδυνος ἢ βίαιος. Μιλοῦσε λίγο καὶ γιὰ τὸ ἐργοστάσιο μόνο, σὰν νὰ πήγαινε ἀκόμα κάθε μέρα.
Πράγματι κούρδιζε κάθε βράδυ τὸ ξυπνητήρι καὶ κάθε πρωὶ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπίτι τὴν ἴδια ἐκείνη ὥρα μὲ τὴ φόρμα, τὸν σκοῦφο, τὰ σάντουιτς ποὺ τοῦ ἑτοίμαζε. Ἐπέστρεφε τὸ σούρουπο, μὲ λερωμένα τὰ χέρια, τὸ πρόσωπο, ἀκόμη καὶ τὸ φανελάκι. Χωρὶς νὰ τὸν μαλώνει, τὸν βοηθοῦσε νὰ κάνει μπάνιο, νὰ ξαναγίνει καθαρός.
Ποιὸς ξέρει ποὺ πήγαινε καὶ λερωνόταν ἔτσι! Δοκίμασε νὰ τὸν ρωτήσει, μὰ ἐκεῖνος ἐκνευρίστηκε. Ἀποφάσισε νὰ τὸν ἀφήσει νὰ ἔχει ἐκεῖνο τὸ μυστικό, τὸ τελευταῖο καταδικό του πράγμα ποὺ τοῦ εἶχε ἀπομείνει.
Ἔκανε τὶς ἀπαραίτητες ἐνέργειες, ἔβγαλε σύνταξη ἀναπηρίας. Ἡ ζωὴ στὸ σπίτι δὲν ἦταν τόσο διαφορετικὴ ἀπὸ πρίν. Ὁ πόνος ὅμως τῆς ἔτρωγε τὰ σωθικὰ (ἡ ἐγγύτητα μὲ τὴν τρέλα θέτει σὲ ἀμφιβολία κάθε κανονικότητα, ἡ συναναστροφὴ μὲ τὸ παράλογο τὰ κάνει ὅλα νὰ χάνουν τὰ ὅριά τους, νὰ ξεθωριάζουν)· πολλὲς φορὲς μπροστὰ στὶς λίγες δικές του βεβαιότητες, ἐκείνη σκεφτόταν μήπως κατὰ βάθος τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ἦταν ἀληθινό, μήπως ἦταν ἐκείνη ποὺ ἔκανε λάθος καὶ τὰ ἔβλεπε μπερδεμένα. Ἔπειτα ἐκεῖνος ἀκουμποῦσε ἀπρόσεκτα τὸ βρόμικο χέρι του πάνω στὸ φρεσκοπλυμένο τραπεζομάντιλο ἢ ἄφηνε τὶς σανίδες τοῦ παρκὲ νὰ ξεκολλήσουν ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη. Καθαρίζοντας καὶ βάζοντας σὲ τάξη ἔνιωθε σίγουρη γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἐνῶ τὰ ἄχρηστα χέρια του τῆς ἐπιβεβαίωναν τὸ ἀντίθετο.
Ἔψαξε γιὰ βοήθεια, ἀναζήτησε κοινωνικοὺς λειτουργοὺς καὶ ψυχιάτρους ἀλλὰ δὲν ὠφέλησαν σὲ τίποτα, ὁ σύζυγος μπροστὰ στὰ καινούρια πρόσωπα τρόμαζε καὶ γινόταν σὰ μωρό, μόνο μαζί της κατάφερνε ποῦ καὶ ποῦ νὰ ξαναγίνει ἄντρας.
Ὅταν τῆς εἶπαν νὰ ξαναφτιάξει τὴ ζωή της, τοὺς ἔδιωξε ὅλους, τοὺς ἔκλεισε τὴν πόρτα ὁριστικὰ καὶ ἀναζήτησε ἄλλα λόγια.
Οἱ γυναῖκες ποὺ συναντοῦσε στὴ λαϊκή, φορτωμένες μὲ ψώνια καὶ κακίες, ἦταν βιαστικές, γεμάτες ὑπεκφυγές· γι’ αὐτὸ τοὺς μιλοῦσε γιὰ ἀπορρυπαντικά, πῶς νὰ γυαλίζεις τὰ μπακιρένια σκεύη μὲ νέους, καταπληκτικοὺς τρόπους, γιὰ τὸ σαπούνι Μασσαλίας ποὺ δὲν εἶναι πιὰ αὐτὸ ποὺ ξέραμε. Μοιράστηκε μαζί τους τὴν ἐπιστημοσύνη της καὶ λίγη ἀπὸ τὴν ἱστορία της, τῆς ἀναγνώρισαν τὴν αὐθεντία καὶ αὐτὴ ἔγινε τὸ στήριγμά της.
Ἀπέκτησε συνήθειες, ἔβαλε μικροὺς στόχους: τὸ φαγητὸ ποὺ τοῦ ἀρέσει γιὰ νὰ τοῦ ἀποσπᾶ ἕνα χαμόγελο, ἕνας περίπατος μαζί του γιὰ νὰ νιώθουν ἀκόμη πὼς εἶναι ζευγάρι.
Τὸ μέλλον ἀπέφευγε νὰ τὸ σκέφτεται, τὸ παρὸν τὴν ἀπασχολοῦσε ἐπαρκῶς.
Τὰ σαββατοκύριακα ἦταν δύσκολα, ὅταν τὰ ἐργοστάσια ἦταν κλειστὰ κι ἐκεῖνος ἔμενε στὸ σπίτι: ταραζόταν, ἀνακάτευε ἀσπρόρουχα καὶ πιατικά, τὰ πράγματα τοῦ ἔπεφταν ἀπὸ τὰ χέρια καὶ ἔσπαγαν, ἔνιωθε ἄσχημα, μερικὲς φορὲς ἔκλαιγε καὶ ἐκείνη ἔπρεπε νὰ τὸν παρηγορήσει.
Ὅταν ἐκεῖνος ἔσπασε τὸ σίδερο, ἐκείνη ἔγινε ξαφνικὰ ἠλεκτρολόγος· γιὰ νὰ σβήσει τὶς δαχτυλιὲς ἀπὸ τοὺς τοίχους, ἔγινε μπογιατζής, γονατισμένη στὸ πάτωμα ἔτριβε γιὰ νὰ βγάλει τὶς πατημασιὲς λάσπης καὶ τὴ σκόνη ἀπὸ τὶς γωνίες. Ἔχοντας κατὰ νοῦ πὼς τὸ σπίτι τους —ἡ καθαριότητα, ἡ τάξη, ἡ ἄψογη στιλπνότητα καὶ λευκότητα, ἡ αἴσθηση τοῦ ἀκηλίδωτου καὶ τοῦ ὁλοκληρωμένου— ἦταν καὶ γιὰ τοὺς δύο κάτι σὰν κουκούλι, ἕνα περίβλημα ποὺ μποροῦσε ἀπὸ μόνο του νὰ κρατήσει ἑνωμένα τὸ ἄσπρο καὶ τὸ γκρίζο της ζωῆς τους.
Ἡ ἀφαίρεση τῶν λεκέδων τὴν ἔκανε νὰ νιώθει ἀσφαλής, τὸ καθάρισμα τῆς μουτζούρας ἀπὸ τὰ χέρια του τὴν παρηγοροῦσε. Γυμνὸς καὶ καθαρὸς μπροστά της πάνω στὸ χαλάκι τοῦ μπάνιου, μὲ τὸ δέρμα κοκκινισμένο ἀπὸ τὸ τρίψιμο, τὰ γυαλιστερὰ βρεγμένα μαλλιά του, ἔμοιαζε σὰν νὰ μὴν εἶχε πάθει τίποτα. Νὰ τὸν σώζει κάθε μέρα, νὰ βγάζει μαζὶ μὲ τὴ βρομιὰ καὶ τὸ κακό.
Νὰ γυαλίζει, νὰ μπαλώνει, νὰ λευκαίνει, νὰ ξεσκονίζει, νὰ καθαρίζει, νὰ ξεβγάζει: οἱ μέρες της περνοῦσαν ἔτσι, καὶ εἶχαν ἕνα σκοπό.
Μιὰ Κυριακὴ ἔπλενε μὲ τὴ συνηθισμένη φροντίδα τὰ πιάτα μέσα στὴν πλαστικὴ λεκάνη. Ὁ ἄντρας της ἦταν ἀκόμη μὲ τὶς πιτζάμες, στὸ ραδιόφωνο μιλοῦσαν γιὰ τὴν ἀτραζίνη: ἕνα δηλητήριο ὕπουλο, ἄχρωμο, ἀόρατο, θανατηφόρο ἔτρεχε καὶ ἀπὸ τὴ δική της βρύση.
Κοίταξε τὰ πιάτα, ἔλαμπαν. Τί πάει νὰ πεῖ βρόμικο, τί σημαίνει καθαρό; Τὰ χέρια της ἔπεσαν κάτω ἄψυχα. Ἔκλεισε τὸ νερό, τὰ σκούπισε, τὰ κοίταξε: χέρια ταλαιπωρημένα, ἄχρηστα, ἀνεπανόρθωτα βρόμικα.
Σφάλισε πόρτες καὶ παράθυρα, ἔψαξε νὰ δεῖ ἂν ὅλα ἦταν στὴ θέση τους. Ἔμεινε μὲ τὰ πρόχειρα ροῦχα καὶ βοήθησε τὸν ἄντρα της νὰ φορέσει τὴ φόρμα του.
Ξέροντας πὼς εἶναι ἀργία ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ διαμαρτύρεται. Μειλίχια καὶ πειστικὴ τοῦ μίλησε γιὰ ὑπερωρίες καὶ ἐπείγουσες παραγγελίες κι ἔτσι πείστηκε, ἔνιωσε ἀπαραίτητος καὶ τὸ βλέμμα του ἔλαμψε γιὰ μιὰ στιγμὴ προτοῦ σβήσει καὶ πάλι.
Κοίταξε τὸ θολό του βλέμμα, τράβηξε τὸ πρόσωπό του κοντά της γιὰ νὰ τὴ δεῖ, νὰ τὴν ἀκούσει, νὰ τὴν καταλάβει.
Μὲ γλυκύτητα, γεμάτη τρυφερότητα καὶ ἀπελπισία, τοῦ εἶπε ἀποφασιστικά: «Μὴ μ’ ἀφήσεις ποτὲ πιὰ μόνη, πάρε με μαζί σου στὸ ἐργοστάσιο.»
Πηγή: Clara Sereni, Casalinghitudine, Einaudi, 1987.
Clara Sereni (Ρώμη, 1946). Ἰταλίδα συγγραφέας καὶ δημοσιογράφος. Ἔχει μεταφράσει καὶ ἐπιμεληθεῖ ἔργα τῶν Μπαλζάκ, Σταντάλ, Μαντὰμ Ντὲ Λαφαγιέτ.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Μαρία Σπυριδοπούλου (Ἀθήνα, 1961). Σπούδασε γαλλικὴ καὶ ἰταλικὴ φιλολογία. Διδάσκει στὸ Τμῆμα Θεατρικῶν Σπουδῶν τοῦ Παν/μίου Πελοποννήσου στὸ Ναύπλιο. Πρώτη της μετάφραση, Ἡ σειρήνα καὶ τὰ ἄλλα διηγήματα τοῦ Τομάζι ντὶ Λαμπεντούζα (1993) καὶ ἡ πιὸ πρόσφατη, Ἕνα σύντομο αἰσθηματικὸ ταξίδι τοῦ Ἴταλο Σβέβο (2007).
Filed under: Αισθήματα-Πάθη,Ιταλικά,Οικογένεια,Ρεαλισμός,Σπυριδοπούλου Μαρία,Sereni Clara | Tagged: Clara Sereni,Ιταλικό διήγημα,Λογοτεχνία,Μαρία Σπυριδοπούλου | Τὰ σχόλια στὸ Clara Sereni: Ἀτραζίνη ἔχουν κλείσει