Clara Sereni: Ἀτραζίνη

 

 

Κλά­ρα Σε­ρέ­νι (C­l­a­ra S­e­r­e­ni)

 

Ἀ­τρα­ζί­νη

(A­t­r­a­z­i­na)

 

ΟΓΩ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ὅ­ταν ἦ­ταν νέ­α εἶ­χε γυ­ρί­σει πολ­λὰ μέ­ρη. Εἶ­χε μπεῖ σὲ σπί­τια πλού­σια ἢ ἂν μὴ τὶ ἄλ­λο μὲ ἀ­νέ­σεις, ἀ­κό­μη καὶ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Δι­α­νο­ού­με­νοι καὶ πρέ­σβεις, ἀ­ρι­στο­κρά­τισ­σες ἐ­λα­φρῶς ξε­πε­σμέ­νες, τρα­γου­δι­στές, ἠ­θο­ποι­οί: ἀ­πὸ ὅ­λους εἶ­χε μά­θει κά­τι χά­ρη στὴ ἱ­κα­νό­τη­τά της νὰ ρου­φά­ει κουλ­τού­ρα —κα­λαι­σθη­σί­α, φι­νέ­τσα, γνώ­σεις— ὁ­που­δή­πο­τε δι­έ­κρι­νε κά­ποι­ο ἴ­χνος.

         Ἔ­πει­τα ἕ­νας γά­μος ἀ­πὸ ἔ­ρω­τα, ὁ σύ­ζυ­γος τὴν ἤ­θε­λε ὅ­λη γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του κι ἐ­κεί­νη ἔ­νι­ω­θε πὼς εἶ­χε μά­θει ἀρ­κε­τά. Ἔ­τσι ὅ­λες τὶς ἱ­κα­νό­τη­τες μιᾶς ἄ­ψο­γης ὑ­πη­ρέ­τριας (μα­γεί­ρισ­σας, πλύ­στρας καὶ γκου­βερ­νάν­τας ἐ­πί­σης), τὴν ἀ­γά­πη γιὰ τὸ ὡ­ραῖ­ο καὶ τὴν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση ποὺ ἀ­πο­κό­μι­ζε ἀ­πὸ τὴν ἁρ­μο­νί­α, ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ εἶ­χε δι­ο­χε­τεύ­σει στὸ σπί­τι, σ’ ἕ­να σπί­τι ποὺ τὴν πε­ρί­με­νε νὰ τὸ ὀ­μορ­φύ­νει, νὰ τὸ τρί­ψει, νὰ τὸ γυ­α­λί­σει.

        Σὰν κα­θρέ­φτη. Ἡ κα­θα­ρι­ό­τη­τα ἦ­ταν γιὰ κεί­νη ἀ­λη­θι­νό, με­γά­λο πά­θος. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ κοί­τα­ζε τὶς ἀ­στρα­φτε­ρὲς ἐ­πι­φά­νει­ες τῶν ἐ­πί­πλων τὴν κυ­ρί­ευ­ε κά­τι σὰ μέ­θη· τὸ ἴ­διο καὶ τὶς ἀ­νο­ξεί­δω­τες βρύ­σες, τὰ ὁ­λό­λευ­κα ἀ­σπρό­ρου­χα, τὰ ἀ­στρα­φτε­ρὰ φω­τι­στι­κὰ καὶ πα­ρά­θυ­ρα.

        Στὸ σπί­τι ἐ­κεῖ­νος κι­νοῦν­ταν προ­σε­κτι­κά, προ­σπα­θών­τας γε­μά­τος ἀ­γά­πη νὰ μὴν κα­τα­στρέ­ψει τοὺς κό­πους της. Στὶς ἀρ­γί­ες ἀ­να­καί­νι­ζε καὶ ἐ­πι­δι­όρ­θω­νε, στό­κα­ρε καὶ ἔ­τρι­βε· μα­ζὶ με­λε­τοῦ­σαν κα­τα­λό­γους καὶ προ­θῆ­κες, μα­ζὶ φαν­τά­ζον­ταν δι­α­κο­σμή­σεις καὶ βελ­τι­ώ­σεις γιὰ τὸ σπί­τι.

        Ὅ­ταν ἔ­νι­ω­θαν κου­ρα­σμέ­νοι στὸ τέ­λος τῆς μέ­ρας, τὸ με­γά­λο κρε­βά­τι ποὺ εἶ­χε σκα­λί­σει ὁ ἴ­διος ἄ­στρα­φτε καὶ τὰ σεν­τό­νια ἦ­ταν στὴν ἐν­τέ­λεια στρω­μέ­να Τὰ μαλ­λιά της ἁ­πλώ­νον­ταν πά­νω στὰ ἀ­φρά­τα μα­ξι­λά­ρια καὶ εἶ­χαν ἀ­κό­μη ὄ­ρε­ξη γιὰ κου­βέν­τα, γιὰ σχέ­δια, γιὰ ἐ­πι­νο­ή­σεις.

        Δὲν ἔ­κα­ναν παι­διὰ καὶ γι’ αὐ­τὸ ὁ μι­σθὸς τοῦ ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­νου ἐρ­γά­τη τοὺς ἔ­φτα­νε, ἀ­κό­μη καὶ γιὰ λί­γες πο­λυ­τέ­λει­ες: φρέ­σκα λου­λού­δια στὸ τρα­πέ­ζι, βε­λού­δι­νος κα­να­πές, ἐ­πάρ­γυ­ρο σερ­βί­τσιο τοῦ κα­φέ. Ἁ­πλὰ ροῦ­χα γιὰ ἐ­κεῖ­νον στὶς ἐ­ξό­δους τους, γιὰ κεί­νη πα­πού­τσια ἀ­σορ­τὶ μὲ τὴν τσάν­τα.

        Κο­σμι­ό­τη­τα καὶ ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια, κα­θα­ρι­ό­τη­τα καὶ συ­νέ­πεια, ὅ­λα προ­σεγ­μέ­να. Αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ τρό­πος γιὰ νὰ βά­λουν μα­ζὶ τά­ξη στὸν κό­σμο, νὰ τὸν ἐ­λέγ­ξουν, νὰ προ­σαρ­μο­στοῦν σ’ αὐ­τόν: χω­ρὶς ψευ­δαι­σθή­σεις, ἀ­πο­φα­σι­στι­κά. Καὶ μὲ αἰ­σι­ο­δο­ξί­α. (Γιὰ ἐ­κεῖ­νον ὑ­πῆρ­χε καὶ ἡ πο­λι­τι­κή. Ἐ­κεί­νη δὲν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν, ὅ­σα εἶ­χε τῆς ἔ­φτα­ναν.)

        Πλη­ρό­τη­τα.

        Μέ­χρι τὸ ἀ­τύ­χη­μα. Πέν­τε συ­νά­δελ­φοί του ἔ­χα­σαν τὴ ζω­ή τους, ἐ­κεῖ­νος τὸν ἑ­αυ­τό του: τὸ μυα­λό του «ἔ­σβη­σε», ὅ­πως εἶ­πε ὁ για­τρὸς ποὺ τῆς τὸν πα­ρέ­δω­σε.

        Κα­τά­λα­βε ἀ­μέ­σως πὼς τὸ μό­νο ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ κά­νει ἦ­ταν νὰ τὸ ἀ­πο­δε­χτεῖ. Τὸ βλέμ­μα του ἦ­ταν ἄ­δει­ο, χω­ρὶς λάμ­ψη, ἴ­σως χω­ρὶς κα­νέ­να ἴ­χνος πό­νου. Δὲν τὴν ἐ­ξέ­πλη­ξε κα­θό­λου ὅ­τι ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­φο­σι­ω­θεῖ ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ σ’ αὐ­τόν, κα­τὰ βά­θος ἦ­ταν φτι­αγ­μέ­νη γι’ αὐ­τό· κά­νω τὰ πάν­τα ση­μαί­νει εἶ­μαι νο­σο­κό­μα καὶ πα­ρα­μά­να, ἀν­τέ­χω τὴν κού­ρα­ση καὶ τὴν ἀ­πο­μό­νω­ση.

        Δὲν μπο­ροῦ­σε πιὰ νὰ ἀ­γο­ρά­σει λου­λού­δια κι ἔ­βα­λε ἕ­να γε­ρά­νι στὸ πα­ρά­θυ­ρο. Ἄ­νοι­γε πιὸ συ­χνὰ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο γιὰ νὰ κα­λύ­πτει τὴ σι­ω­πὴ καὶ γιὰ νὰ ἐ­νη­με­ρώ­νε­ται.

        Ἐ­κεῖ­νος δὲν ἦ­ταν ἐ­πι­κίν­δυ­νος ἢ βί­αι­ος. Μι­λοῦ­σε λί­γο καὶ γιὰ τὸ ἐρ­γο­στά­σιο μό­νο, σὰν νὰ πή­γαι­νε ἀ­κό­μα κά­θε μέ­ρα.

        Πράγ­μα­τι κούρ­δι­ζε κά­θε βρά­δυ τὸ ξυ­πνη­τή­ρι καὶ κά­θε πρω­ὶ ἔ­βγαι­νε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι τὴν ἴ­δια ἐ­κεί­νη ὥ­ρα μὲ τὴ φόρ­μα, τὸν σκοῦ­φο, τὰ σάν­του­ιτς ποὺ τοῦ ἑ­τοί­μα­ζε. Ἐ­πέ­στρε­φε τὸ σού­ρου­πο, μὲ λε­ρω­μέ­να τὰ χέ­ρια, τὸ πρό­σω­πο, ἀ­κό­μη καὶ τὸ φα­νε­λά­κι. Χω­ρὶς νὰ τὸν μα­λώ­νει, τὸν βο­η­θοῦ­σε νὰ κά­νει μπά­νιο, νὰ ξα­να­γί­νει κα­θα­ρός.

        Ποι­ὸς ξέ­ρει ποὺ πή­γαι­νε καὶ λε­ρω­νό­ταν ἔ­τσι! Δο­κί­μα­σε νὰ τὸν ρω­τή­σει, μὰ ἐ­κεῖ­νος ἐ­κνευ­ρί­στη­κε. Ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ τὸν ἀ­φή­σει νὰ ἔ­χει ἐ­κεῖ­νο τὸ μυ­στι­κό, τὸ τε­λευ­ταῖ­ο κα­τα­δι­κό του πράγ­μα ποὺ τοῦ εἶ­χε ἀ­πο­μεί­νει.

        Ἔ­κα­νε τὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες ἐ­νέρ­γει­ες, ἔ­βγα­λε σύν­τα­ξη ἀ­να­πη­ρί­ας. Ἡ ζω­ὴ στὸ σπί­τι δὲν ἦ­ταν τό­σο δι­α­φο­ρε­τι­κὴ ἀ­πὸ πρίν. Ὁ πό­νος ὅ­μως τῆς ἔ­τρω­γε τὰ σω­θι­κὰ (ἡ ἐγ­γύ­τη­τα μὲ τὴν τρέ­λα θέ­τει σὲ ἀμ­φι­βο­λί­α κά­θε κα­νο­νι­κό­τη­τα, ἡ συ­να­να­στρο­φὴ μὲ τὸ πα­ρά­λο­γο τὰ κά­νει ὅ­λα νὰ χά­νουν τὰ ὅ­ριά τους, νὰ ξε­θω­ριά­ζουν)· πολ­λὲς φο­ρὲς μπρο­στὰ στὶς λί­γες δι­κές του βε­βαι­ό­τη­τες, ἐ­κεί­νη σκε­φτό­ταν μή­πως κα­τὰ βά­θος τί­πο­τε ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν ἦ­ταν ἀ­λη­θι­νό, μή­πως ἦ­ταν ἐ­κεί­νη ποὺ ἔ­κα­νε λά­θος καὶ τὰ ἔ­βλε­πε μπερ­δε­μέ­να. Ἔ­πει­τα ἐ­κεῖ­νος ἀ­κουμ­ποῦ­σε ἀ­πρό­σε­κτα τὸ βρό­μι­κο χέ­ρι του πά­νω στὸ φρε­σκο­πλυ­μέ­νο τρα­πε­ζο­μάν­τι­λο ἢ ἄ­φη­νε τὶς σα­νί­δες τοῦ παρ­κὲ νὰ ξε­κολ­λή­σουν ἡ μί­α με­τὰ τὴν ἄλ­λη. Κα­θα­ρί­ζον­τας καὶ βά­ζον­τας σὲ τά­ξη ἔ­νι­ω­θε σί­γου­ρη γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό της, ἐ­νῶ τὰ ἄ­χρη­στα χέ­ρια του τῆς ἐ­πι­βε­βαί­ω­ναν τὸ ἀν­τί­θε­το.

        Ἔ­ψα­ξε γιὰ βο­ή­θεια, ἀ­να­ζή­τη­σε κοι­νω­νι­κοὺς λει­τουρ­γοὺς καὶ ψυ­χιά­τρους ἀλ­λὰ δὲν ὠ­φέ­λη­σαν σὲ τί­πο­τα, ὁ σύ­ζυ­γος μπρο­στὰ στὰ και­νού­ρια πρό­σω­πα τρό­μα­ζε καὶ γι­νό­ταν σὰ μω­ρό, μό­νο μα­ζί της κα­τά­φερ­νε ποῦ καὶ ποῦ νὰ ξα­να­γί­νει ἄν­τρας.

        Ὅ­ταν τῆς εἶ­παν νὰ ξα­να­φτιά­ξει τὴ ζω­ή της, τοὺς ἔ­δι­ω­ξε ὅ­λους, τοὺς ἔ­κλει­σε τὴν πόρ­τα ὁ­ρι­στι­κὰ καὶ ἀ­να­ζή­τη­σε ἄλ­λα λό­για.

        Οἱ γυ­ναῖ­κες ποὺ συ­ναν­τοῦ­σε στὴ λα­ϊ­κή, φορ­τω­μέ­νες μὲ ψώ­νια καὶ κα­κί­ες, ἦ­ταν βι­α­στι­κές, γε­μά­τες ὑ­πεκ­φυ­γές· γι’ αὐ­τὸ τοὺς μι­λοῦ­σε γιὰ ἀ­πορ­ρυ­παν­τι­κά, πῶς νὰ γυ­α­λί­ζεις τὰ μπα­κι­ρέ­νια σκεύ­η μὲ νέ­ους, κα­τα­πλη­κτι­κοὺς τρό­πους, γιὰ τὸ σα­πού­νι Μασ­σα­λί­ας ποὺ δὲν εἶ­ναι πιὰ αὐ­τὸ ποὺ ξέ­ρα­με. Μοι­ρά­στη­κε μα­ζί τους τὴν ἐ­πι­στη­μο­σύ­νη της καὶ λί­γη ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α της, τῆς ἀ­να­γνώ­ρι­σαν τὴν αὐ­θεν­τί­α καὶ αὐ­τὴ ἔ­γι­νε τὸ στή­ριγ­μά της.

        Ἀ­πέ­κτη­σε συ­νή­θει­ες, ἔ­βα­λε μι­κροὺς στό­χους: τὸ φα­γη­τὸ ποὺ τοῦ ἀ­ρέ­σει γιὰ νὰ τοῦ ἀ­πο­σπᾶ ἕ­να χα­μό­γε­λο, ἕ­νας πε­ρί­πα­τος μα­ζί του γιὰ νὰ νι­ώ­θουν ἀ­κό­μη πὼς εἶ­ναι ζευ­γά­ρι.

        Τὸ μέλ­λον ἀ­πέ­φευ­γε νὰ τὸ σκέ­φτε­ται, τὸ πα­ρὸν τὴν ἀ­πα­σχο­λοῦ­σε ἐ­παρ­κῶς.

        Τὰ σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα ἦ­ταν δύ­σκο­λα, ὅ­ταν τὰ ἐρ­γο­στά­σια ἦ­ταν κλει­στὰ κι ἐ­κεῖ­νος ἔ­με­νε στὸ σπί­τι: τα­ρα­ζό­ταν, ἀ­να­κά­τευ­ε ἀ­σπρό­ρου­χα καὶ πι­α­τι­κά, τὰ πράγ­μα­τα τοῦ ἔ­πε­φταν ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια καὶ ἔ­σπα­γαν, ἔ­νι­ω­θε ἄ­σχη­μα, με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἔ­κλαι­γε καὶ ἐ­κεί­νη ἔ­πρε­πε νὰ τὸν πα­ρη­γο­ρή­σει.

        Ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος ἔ­σπα­σε τὸ σί­δε­ρο, ἐ­κεί­νη ἔ­γι­νε ξαφ­νι­κὰ ἠ­λε­κτρο­λό­γος· γιὰ νὰ σβή­σει τὶς δα­χτυ­λι­ὲς ἀ­πὸ τοὺς τοί­χους, ἔ­γι­νε μπο­για­τζής, γο­να­τι­σμέ­νη στὸ πά­τω­μα ἔ­τρι­βε γιὰ νὰ βγά­λει τὶς πα­τη­μα­σι­ὲς λά­σπης καὶ τὴ σκό­νη ἀ­πὸ τὶς γω­νί­ες. Ἔ­χον­τας κα­τὰ νοῦ πὼς τὸ σπί­τι τους —ἡ κα­θα­ρι­ό­τη­τα, ἡ τά­ξη, ἡ ἄ­ψο­γη στιλ­πνό­τη­τα καὶ λευ­κό­τη­τα, ἡ αἴ­σθη­ση τοῦ ἀ­κη­λί­δω­του καὶ τοῦ ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νου— ἦ­ταν καὶ γιὰ τοὺς δύ­ο κά­τι σὰν κου­κού­λι, ἕ­να πε­ρί­βλη­μα ποὺ μπο­ροῦ­σε ἀ­πὸ μό­νο του νὰ κρα­τή­σει ἑ­νω­μέ­να τὸ ἄ­σπρο καὶ τὸ γκρί­ζο της ζω­ῆς τους.

        Ἡ ἀ­φαί­ρε­ση τῶν λε­κέ­δων τὴν ἔ­κα­νε νὰ νι­ώ­θει ἀ­σφα­λής, τὸ κα­θά­ρι­σμα τῆς μουτ­ζού­ρας ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια του τὴν πα­ρη­γο­ροῦ­σε. Γυ­μνὸς καὶ κα­θα­ρὸς μπρο­στά της πά­νω στὸ χα­λά­κι τοῦ μπά­νιου, μὲ τὸ δέρ­μα κοκ­κι­νι­σμέ­νο ἀ­πὸ τὸ τρί­ψι­μο, τὰ γυ­α­λι­στε­ρὰ βρεγ­μέ­να μαλ­λιά του, ἔ­μοια­ζε σὰν νὰ μὴν εἶ­χε πά­θει τί­πο­τα. Νὰ τὸν σώ­ζει κά­θε μέ­ρα, νὰ βγά­ζει μα­ζὶ μὲ τὴ βρο­μιὰ καὶ τὸ κα­κό.

        Νὰ γυ­α­λί­ζει, νὰ μπα­λώ­νει, νὰ λευ­καί­νει, νὰ ξε­σκο­νί­ζει, νὰ κα­θα­ρί­ζει, νὰ ξε­βγά­ζει: οἱ μέ­ρες της περ­νοῦ­σαν ἔ­τσι, καὶ εἶ­χαν ἕ­να σκο­πό.

        Μιὰ Κυ­ρια­κὴ ἔ­πλε­νε μὲ τὴ συ­νη­θι­σμέ­νη φρον­τί­δα τὰ πιά­τα μέ­σα στὴν πλα­στι­κὴ λε­κά­νη. Ὁ ἄν­τρας της ἦ­ταν ἀ­κό­μη μὲ τὶς πιτ­ζά­μες, στὸ ρα­δι­ό­φω­νο μι­λοῦ­σαν γιὰ τὴν ἀ­τρα­ζί­νη: ἕ­να δη­λη­τή­ριο ὕ­που­λο, ἄ­χρω­μο, ἀ­ό­ρα­το, θα­να­τη­φό­ρο ἔ­τρε­χε καὶ ἀ­πὸ τὴ δι­κή της βρύ­ση.

        Κοί­τα­ξε τὰ πιά­τα, ἔ­λαμ­παν. Τί πά­ει νὰ πεῖ βρό­μι­κο, τί ση­μαί­νει κα­θα­ρό; Τὰ χέ­ρια της ἔ­πε­σαν κά­τω ἄ­ψυ­χα. Ἔ­κλει­σε τὸ νε­ρό, τὰ σκού­πι­σε, τὰ κοί­τα­ξε: χέ­ρια τα­λαι­πω­ρη­μέ­να, ἄ­χρη­στα, ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα βρό­μι­κα.

        Σφά­λι­σε πόρ­τες καὶ πα­ρά­θυ­ρα, ἔ­ψα­ξε νὰ δεῖ ἂν ὅ­λα ἦ­ταν στὴ θέ­ση τους. Ἔ­μει­νε μὲ τὰ πρό­χει­ρα ροῦ­χα καὶ βο­ή­θη­σε τὸν ἄν­τρα της νὰ φο­ρέ­σει τὴ φόρ­μα του.

        Ξέ­ρον­τας πὼς εἶ­ναι ἀρ­γί­α ἐ­κεῖ­νος ἄρ­χι­σε νὰ δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται. Μει­λί­χια καὶ πει­στι­κὴ τοῦ μί­λη­σε γιὰ ὑ­πε­ρω­ρί­ες καὶ ἐ­πεί­γου­σες πα­ραγ­γε­λί­ες κι ἔ­τσι πεί­στη­κε, ἔ­νι­ω­σε ἀ­πα­ραί­τη­τος καὶ τὸ βλέμ­μα του ἔ­λαμ­ψε γιὰ μιὰ στιγ­μὴ προ­τοῦ σβή­σει καὶ πά­λι.

        Κοί­τα­ξε τὸ θο­λό του βλέμ­μα, τρά­βη­ξε τὸ πρό­σω­πό του κον­τά της γιὰ νὰ τὴ δεῖ, νὰ τὴν ἀ­κού­σει, νὰ τὴν κα­τα­λά­βει.

        Μὲ γλυ­κύ­τη­τα, γε­μά­τη τρυ­φε­ρό­τη­τα καὶ ἀ­πελ­πι­σί­α, τοῦ εἶ­πε ἀ­πο­φα­σι­στι­κά: «Μὴ μ’ ἀ­φή­σεις πο­τὲ πιὰ μό­νη, πά­ρε με μα­ζί σου στὸ ἐρ­γο­στά­σιο.»

 

 

Πη­γή: C­l­a­ra S­e­r­e­ni, C­a­s­a­l­i­n­g­h­i­t­u­d­i­ne, E­i­n­a­u­di, 1987.

 

C­l­a­ra S­e­r­e­ni (Ρώ­μη, 1946). Ἰ­τα­λί­δα συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει καὶ ἐ­πι­με­λη­θεῖ ἔρ­γα τῶν Μπαλ­ζάκ, Σταν­τάλ, Μαν­τὰμ Ντὲ Λα­φα­γι­έτ.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κά:

Μα­ρί­α Σπυ­ρι­δο­πού­λου (Ἀ­θή­να, 1961). Σπού­δα­σε γαλ­λι­κὴ καὶ ἰ­τα­λι­κὴ φι­λο­λο­γί­α. Δι­δά­σκει στὸ Τμῆ­μα Θε­α­τρι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Παν/μί­ου Πε­λο­πον­νή­σου στὸ Ναύ­πλιο. Πρώ­τη της με­τά­φρα­ση, Ἡ σει­ρή­να καὶ τὰ ἄλ­λα δι­η­γή­μα­τα τοῦ Το­μά­ζι ντὶ Λαμ­πεν­τού­ζα (1993) καὶ ἡ πιὸ πρό­σφα­τη, Ἕ­να σύν­το­μο αἰ­σθη­μα­τι­κὸ τα­ξί­δι τοῦ Ἴ­τα­λο Σβέ­βο (2007).