Peter Seeberg: Ἡ δημιουργία ἑνὸς δωματίου

 

 

Πῆ­τερ Σή­ημ­περκ (P­e­t­er S­e­e­b­e­rg)

 

Ἡ δη­μι­ουρ­γί­α ἑ­νὸς δω­μα­τί­ου

(Udvikling af et rum)

 

ΑΡΕ ΔΥΟ ἀ­πὸ τὰ πιὸ ἐ­πί­πε­δα ἐ­πί­πε­δα καὶ το­πο­θέ­τη­σέ τα κά­θε­τα με­τα­ξύ τους, ἔ­τσι θὰ ἔ­χεις κά­νει μιὰ κα­λὴ ἀρ­χή. Ἂν ἡ γω­νί­α δὲν βγεῖ ἀ­κρι­βῶς 90 μοῖ­ρες, τὸ δω­μά­τιο ἔ­χει ἤ­δη ἀρ­χί­σει νὰ λέ­ει κά­τι πα­ρα­πά­νω γιὰ τὸ ποι­όν του. Ἡ μὲ μέ­τρο στρε­βλό­τη­τα εἶ­ναι μιὰ ἐ­παρ­κὴς γλώσ­σα.

          Σκέ­ψου κα­λά. Δὲν χρει­ά­ζε­σαι σφυ­ρί, οὔ­τε πρό­κες. Χρη­σι­μο­ποί­η­σε τὰ ἤ­δη ὑ­πάρ­χον­τα. Στρῶ­σε ἕ­να χα­λά­κι εἰ­σό­δου ἐ­κεῖ στὴν ἄ­κρη, γιὰ νὰ ξέ­ρουν ὅ­λοι, ὅ­σοι ἔρ­θουν ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­πὸ ποῦ νὰ μποῦν – πόρ­τα δὲν εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη.

          Γρά­ψε νε­ρὸ ἢ γρά­ψε Εἰ­ρη­νι­κὸς Ὠ­κε­α­νὸς σὲ μιὰ κα­τάλ­λη­λη γω­νί­α, ἔ­τσι τὸ Σὰν Φραν­σί­σκο δὲν θὰ εἶ­ναι μα­κριά, κι ἐ­κεῖ­να τὰ κιά­λια, ποὺ ἀ­γό­ρα­σες προ­χθές, θὰ φα­νοῦν χρή­σι­μα.

          Σή­κω καὶ κοί­τα­ξε ἔ­ξω. Ἔ­χεις φτιά­ξει ἕ­να μπαλ­κό­νι.

          Ἤ­δη τὸ πρῶ­το αὐ­το­κί­νη­το περ­νά­ει τώ­ρα ἀ­π’ ἔ­ξω στὸ δρό­μο. Ἡ καγ­κε­λό­πορ­τα τρί­ζει. ­Ἕ­νας κα­λε­σμέ­νος ἀ­νε­βαί­νει μὲ βα­ριὰ βή­μα­τα τὶς σκά­λες καὶ χτυ­πά­ει. Χρη­σι­μο­ποι­εῖ τὸ χα­λά­κι εἰ­σό­δου καὶ κρα­τά­ει ἕ­να μπου­κά­λι οὐ­ί­σκι.

          Περ­νᾶ­τε κα­λά. Ὡ­στό­σο κα­τα­φθά­νουν κι ἄλ­λοι. Οἱ κά­τοι­κοι τῆς ὑ­φη­λί­ου θέ­λουν νὰ σοῦ κά­νουν ἐ­πί­σκε­ψη. Πα­ρα­λαμ­βά­νεις μπου­κέ­τα καὶ σο­κο­λά­τες, κι ἐ­κεί­νη ποὺ τό­σο πο­λὺ θέ­λεις νὰ δεῖς νὰ χα­μο­γε­λά­ει, στέ­κε­ται ἀ­κουμ­πι­σμέ­νη στὰ κάγ­κε­λα κά­τω στὴν πα­ρα­λί­α καὶ κοι­τά­ζει μὲ τὰ κιά­λια τὸν Εἰ­ρη­νι­κό.

          — Γιὰ φαν­τά­σου νὰ μπο­ρού­σα­με νὰ δοῦ­με ὣς τὴ Χα­βά­η, λέ­ει.

          Κι ἕ­νας ἄλ­λος κα­λε­σμέ­νος, ὀ­νει­ρο­πο­λών­τας: — Ἢ ἀ­κό­μη πα­ρα­πέ­ρα ὣς τὴν Ἰ­α­πω­νί­α.

 

Ὅ­μως ἐ­σὺ ξέ­ρεις πὼς αὐ­τὸ εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το, για­τὶ ἡ γῆ εἶ­ναι κυρ­τή, ἐ­νῶ τὸ δω­μά­τιό σου ὄ­χι. Συ­νε­χί­ζει ὅ­λο εὐ­θεί­α.

 

 

 

Πη­γή: A­n­t­o­l­o­gi af D­a­n­sk K­o­r­t­p­r­o­sa, Ἐ­πι­μέ­λεια J­e­p­pe B­r­i­x­v­o­ld καὶ H­a­ns O­t­to Jø­r­g­e­n­sen, Ἐκ­δό­σεις F­o­r­f­a­t­t­e­r­ne og D­a­n­s­klær­e­r­f­o­r­e­n­i­n­g­en, 1998. Πρώτη δη­μο­σί­ευ­ση: 1990.

 

P­e­t­er S­e­e­b­e­rg (1925-1999). Δα­νὸς μον­τερ­νι­στὴς συγ­γρα­φέ­ας, ποὺ στὸ ἔρ­γο του ἐ­ξε­ρεύ­νη­σε κυ­ρί­ως τὰ ὅ­ρια τοῦ ὑ­παρ­ξι­σμοῦ καὶ τῆς ἴ­διας της ζω­ῆς. Ἔ­κα­νε τὸ ντεμ­ποῦ­το του τὸ 1956 μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα B­i­p­e­r­s­o­n­e­r­ne (Δευ­τε­ρεύ­ον­τα πρό­σω­πα) καὶ τι­μή­θη­κε μὲ πλῆ­θος βρα­βεί­ων.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ δανέζικα:

Εὔη Ξηρομερίτη (Ἀθήνα, 1979). Σπούδασε Μηχανικὸς Περιβάλλοντος στὸ Πο­­λυ­­τε­χνεῖο τῆς Κρή­της. Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ δανέζικα. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Κο­πεγ­χάγη.