Φρανσὶν Πρόουζ (Francine Prose): Κολοκύθες

 

 

Φρανσὶν Πρόουζ (Francine Prose)

 

Κο­λο­κύ­θες

(P­u­m­p­k­i­ns)

 

ΓΙΝΕ ἕ­να φο­βε­ρὸ δυ­στύ­χη­μα. Ἕ­να φορ­τη­γὸ γε­μά­το κο­λο­κύ­θες γιὰ τὸ Χα­λο­γου­ὶν μπαί­νει γρή­γο­ρα σὲ μιὰ στρο­φὴ καὶ ὁ ὁ­δη­γὸς δὲν προ­λα­βαί­νει νὰ δεῖ ἕ­να ἄλ­λο αὐ­το­κί­νη­το ποὺ ἀ­πε­ρί­σκε­πτα κά­νει μιὰ φουρ­κέ­τα. Μέ­σα στὸ αὐ­το­κί­νη­το βρί­σκε­ται μιὰ νε­α­ρὴ γυ­ναί­κα, παν­τρε­μέ­νη, μὲ τρί­α παι­διά, ἡ ὁ­ποί­α πε­θαί­νει με­τὰ τὴ σύγ­κρου­ση τῶν ὀ­χη­μά­των.

       Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς κό­πη­κε τὸ κε­φά­λι. Τὸ κορ­μί της ἐκ­σφεν­δο­νί­ζε­ται ἀ­πὸ τὸ αὐ­το­κί­νη­το καὶ ἀ­πο­κε­φα­λί­ζε­ται μὲ τό­ση δύ­να­μη ποὺ τὸ κε­φά­λι της πλα­νᾶ­ται στὸν ἀ­έ­ρα καὶ προ­σγει­ώ­νε­ται σὲ μιὰ στοί­βα ἀ­πὸ χυ­μέ­νες κο­λο­κύ­θες στὸ δρό­μο.

       Ὁ ἄν­τρας της δὲν γνω­ρί­ζει αὐ­τὴ τὴ λε­πτο­μέ­ρεια μέ­χρι τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα, ὅ­ταν τὸ βλέ­πει στὴν πρω­το­σέ­λι­δη ἱ­στο­ρί­α τῆς το­πι­κῆς ἐ­φη­με­ρί­δας.

       Αὐ­τὴ ἡ ἐ­φη­με­ρί­δα ἀ­γο­ρά­ζε­ται ἀ­πὸ μιὰ γυ­ναί­κα ποὺ ἑ­τοι­μά­ζε­ται νὰ φύ­γει ἀ­πὸ τὸ σπί­τι της γιὰ τα­ξί­δι. Τό­σο πο­λὺ ἀ­να­στα­τώ­νε­ται ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν τρα­γω­δί­α ποὺ βγαί­νει βι­α­στι­κὰ ἀ­π’ τὸ τρέ­νο καὶ τη­λε­φω­νεῖ στὸν ἄν­τρα της στὴ δου­λειά. Ὅ­ταν ἀ­να­φέ­ρει τὸ δυ­στύ­χη­μα μὲ τὸ φορ­τη­γό, αὐ­τὸς λέ­ει, «Δυ­στύ­χη­μα μὲ φορ­τη­γὸ μὲ κο­λο­κύ­θες;» ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ὁ πεν­τά­χρο­νος γιὸς τους θὰ ἔ­λε­γε, «Τσί­χλα πά­νω στὸ κα­να­πέ;»

       Ἡ γυ­ναί­κα ἀρ­χί­ζει νὰ τρέ­μει, συ­νει­δη­το­ποι­ών­τας τώ­ρα αὐ­τὸ ποὺ θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­χε συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει (καὶ ἐ­πει­δὴ ἀ­κο­λου­θεῖ ψυ­χο­θε­ρα­πεί­α, πι­στεύ­ει ὅ­τι ὄν­τως τὸ συ­νει­δη­το­ποί­η­σε, γι’ αὐ­τὸ ἄλ­λω­στε ἦ­ταν ἀ­να­στα­τω­μέ­νη!­). Τὸ δυ­στύ­χη­μα συ­νέ­βη λί­γο πο­λὺ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι μιᾶς γυ­ναί­κας μὲ τὴν ὁ­ποί­α ὁ ἄν­τρας της εἶ­χε ἐ­ρω­τι­κὴ σχέ­ση ἀλ­λὰ τῆς ἔ­χει ὑ­πο­σχε­θεῖ ὅ­τι ἔ­χει στα­μα­τή­σει νὰ βλέ­πει.

       Αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι ὁ ἄν­τρας της γνω­ρί­ζει γι’ αὐ­τὸ τὸ δυ­στύ­χη­μα – ἀλ­λὰ ὄ­χι ἀ­πὸ τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα. Γι’ αὐ­τὸ καὶ ἀ­κού­γε­ται ἔ­νο­χος. Πι­θα­νὸν νὰ ἦ­ταν μὲ τὴν ἐ­ρω­μέ­νη του ὅ­ταν συ­νέ­βη, πι­θα­νὸν ἐ­κεί­νη ἡ γυ­ναί­κα νὰ τοῦ τη­λε­φώ­νη­σε γιὰ πα­ρη­γο­ριά, ὅ­πως αὐ­τὴ τοῦ τη­λε­φω­νεῖ τώ­ρα. Κα­θὼς ἀρ­χί­ζει νὰ τὸν ρω­τά­ει γι’ αὐ­τό, ὁ ἄν­τρας της δι­α­κό­πτει συ­νε­χῶς γιὰ νὰ ἀ­παν­τή­σει ἐ­ρω­τή­σεις στὸ γρα­φεῖ­ο του.

      Τὸ ἑ­πό­με­νο πρω­ὶ ἡ γυ­ναί­κα πη­γαί­νει στὸν θε­ρα­πευ­τή της ἐ­πει­γόν­τως. Τοῦ λέ­ει ὅ­λη τὴν ἱ­στο­ρί­α, ἀ­πὸ τὸ ὅ­τι ἀ­γό­ρα­σε τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα καὶ δι­ά­βα­σε γιὰ τὸ φορ­τη­γό, μέ­χρι ὅ­τι τη­λε­φώ­νη­σε στὸν ἄν­τρα της καὶ ὅ­τι αὐ­τὸς ξα­να­έ­φυ­γε ἀ­πὸ τὸ σπί­τι τὸ προ­η­γού­με­νο βρά­δυ.

       Ὁ θε­ρα­πευ­τὴς λέ­ει ὅ­τι λυ­πᾶ­ται, δὲν μπο­ρεῖ νὰ μι­λή­σει γι’ αὐ­τό. Τῆς λέ­ει ὅ­τι, συμ­πτω­μα­τι­κά, ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ἀ­σθε­νεῖς του εἶ­ναι ὁ ἄν­τρας τῆς γυ­ναί­κας ποὺ σκο­τώ­θη­κε ἀ­πὸ τὸ φορ­τη­γό. Οὕ­τως ἢ ἄλ­λως, ἡ πό­λη εἶ­ναι μι­κρή. Ὁ θε­ρα­πευ­τὴς λέ­ει ὅ­τι ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ αὐ­τὴ τὴν τρα­γω­δί­α ἐ­δῶ καὶ δύ­ο μέ­ρες —λό­γῳ πραγ­μα­τι­κῆς κρί­σης, πραγ­μα­τι­κῆς ἔ­κτα­κτης ἀ­νάγ­κης— καὶ εἰ­λι­κρι­νὰ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴν ἀ­κού­σει νὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται σὰν ἀ­κό­μα μιὰ δευ­τε­ρεύ­ου­σα πλο­κὴ στὸ συ­νε­χό­με­νο ἐ­ρω­τι­κὸ μπέρ­δε­μα αὐ­τῆς τῆς γυ­ναί­κας.

       Ἡ γυ­ναί­κα ξε­σπά­ει σὲ κλά­μα­τα. Ὁ θε­ρα­πευ­τὴς ζη­τᾶ συγ­γνώ­μη γιὰ τὴν ἀν­τι­ε­παγ­γελ­μα­τι­κή του συμ­πε­ρι­φο­ρὰ καὶ λέ­ει ὅ­τι ἡ ὅ­λη κα­τά­στα­ση τὸν ἔ­χει κα­τα­βά­λει μὲ τρό­πους ποὺ οὔ­τε κὰν αὐ­τὸς δὲν κα­τα­λα­βαί­νει.

       Ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ ὁ θε­ρα­πευ­τὴς μι­λᾶ στὴ γυ­ναί­κα του γι’ αὐ­τό. Γιὰ ἠ­θι­κοὺς λό­γους πα­ρα­λεί­πει τὰ ὀ­νό­μα­τα. Πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει τί εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα, τί εἶ­πε ὁ ἴ­διος καὶ τί συ­νέ­βη.

       Ἐ­κτὸς τοῦ ὅ­τι αὐ­τὴ τὴ φο­ρά, ἀν­τὶ νὰ λέ­ει «κο­λο­κύ­θες», λέ­ει «χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα δέν­τρα.»

       «Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα;» ρω­τᾶ ἡ γυ­ναί­κα του.

       «Εἶ­πα Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα;» ἀ­παν­τᾶ αὐ­τός. «Πό­σο ἀ­στεῖ­ο. Ἐν­νο­οῦ­σα κο­λο­κύ­θες.» Φυ­σι­κὰ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται ὅ­τι αὐ­τὸ τὸ γλωσ­σι­κὸ ὀ­λί­σθη­μα εἶ­ναι μία ἀ­πό­δει­ξη γιὰ ποιὸ λό­γο αὐ­τὸ τὸ πε­ρι­στα­τι­κὸ τὸν ἐ­νο­χλεῖ τό­σο.

       Ἀρ­γό­τε­ρα, στὸ κρε­βά­τι, σκέ­φτε­ται σο­βα­ρὰ τὸ λά­θος του. Δὲν περ­νά­ει πολ­λὴ ὥ­ρα καὶ τὸ κα­τα­λα­βαί­νει. Για­τὶ γιὰ μιὰ μο­να­δι­κὴ φο­ρὰ ἡ ἀ­λή­θεια δὲν μέ­νει βυ­θι­σμέ­νη, ἀλ­λὰ βγαί­νει στὴν ἐ­πι­φά­νεια, σὰν ση­μα­δού­ρα, συν­δε­δε­μέ­νη μὲ μιὰ ἐ­πο­χὴ ποὺ συ­χνὰ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται ἀ­να­λο­γι­ζό­με­νος τὴ ζω­ή του.

       Στὰ πέν­τε ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πὸ μα­γου­λά­δες, μιὰ πε­ρί­πτω­ση ποὺ ἐ­ξε­λί­χτη­κε σὲ κά­τι σο­βα­ρό­τε­ρο. Θυ­μᾶ­ται νὰ τρέ­χει στὸ δω­μά­τιο τῶν γο­νι­ῶν του, τὰ μά­γου­λά του νὰ κρέ­μον­ται σὰν σά­κοι σάρ­κι­νοι ἀ­πὸ τὸ πρό­σω­πό του. Θυ­μᾶ­ται νὰ πέ­φτει. Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος γιὰ μῆ­νες – ἀ­πὸ τὸ φθι­νό­πω­ρο μέ­χρι τὶς ἀρ­χὲς τοῦ χει­μώ­να. Ὁ συμ­βο­λι­σμὸς εἶ­ναι τό­σο φα­νε­ρός: Χα­λο­γου­ὶν ὅ­ταν ἀρ­ρώ­στη­σε, Χρι­στού­γεν­να ὅ­ταν ἀ­νάρ­ρω­σε.

       Τώ­ρα ἡ γυ­ναί­κα του πέ­φτει στὸ κρε­βά­τι, ἀλ­λὰ αὐ­τὸς δὲν τὸ προ­σέ­χει. Για­τί νι­ώ­θει, ὅ­πως πο­τὲ πρίν, πό­σο προ­χώ­ρη­σε ἡ ζω­ή του: ὅ­λα τὰ χρό­νια ποὺ τὸν χω­ρί­ζουν ἀ­πὸ τὸ ἀ­γό­ρι μὲ τὸ πρη­σμέ­νο πρό­σω­πο. Σκέ­φτε­ται πό­σο γλυ­κιὰ ἦ­ταν ἐ­κεί­νη ἡ πε­ρί­ο­δος, τὸν ρυθ­μὸ ἐ­κεί­νων τῶν ἡ­με­ρῶν, ὕ­πνος, ρα­δι­ό­φω­νο, δρο­σε­ρὰ κον­σερ­βο­ποι­η­μέ­να ἀ­χλά­δια, τὸ βα­σί­λει­ο τῆς ζε­στα­σιᾶς, τὸ βα­σί­λει­ο τοῦ κρύ­ου ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν κου­βέρ­τα.

       Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἀ­να­κτᾶ σχε­δὸν ἐ­κεί­νη τὴ θο­λού­ρα τῆς ἀ­σφά­λειας, τῆς σύγ­χυ­σης καὶ τῆς βα­ρε­μά­ρας, ὅ­ταν ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε κοι­τά­ζον­τας τὶς κο­λο­κύ­θες καὶ ξύ­πνη­σε βλέ­πον­τας ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο, ὅ­ταν τί­πο­τα δὲν τὸν φό­βι­ζε, οὔ­τε κὰν ὁ χρό­νος, εἶ­χαν τα­κτο­ποι­η­θεῖ ὅ­λα. Με­τὰ ὑ­πο­χω­ρεῖ ὅ­πως οἱ πλο­κὲς τῶν ὀ­νεί­ρων ποὺ εἶ­ναι ἤ­δη ξε­χα­σμέ­νες ὅ­ταν ξυ­πνά­ει.

 

       Εἶ­ναι σὰν τὴν ἐμ­πει­ρί­α του νὰ τρέ­χει σὲ μιὰ ἐ­θνι­κὴ ὁ­δό, καὶ κά­ποι­α σπα­σμέ­νη πι­να­κί­δα ἢ ἐ­ρει­πω­μέ­νο κα­φε­στι­α­τό­ριο νὰ τοῦ θυ­μί­σει ξαφ­νι­κὰ τὸ πα­ρελ­θόν του, ἀλ­λὰ πρὶν νὰ μπο­ρέ­σει νὰ τὸ πεῖ στὴ γυ­ναί­κα του, ἔ­χουν ἤ­δη προ­σπε­ρά­σει. Ξέ­ρει ὅ­τι ἂν γυ­ρί­σει πί­σω, αὐ­τὸ ποὺ ἔ­πε­σε στὴν ἀν­τί­λη­ψή του θὰ ἔ­χει ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ – πα­ρό­λο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ τὸ δεῖ μὲ τὴν ἄ­κρη τοῦ μα­τιοῦ του νὰ χά­νε­ται πί­σω του στὸ δρό­μο.

 

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Tho­mas, Ja­mes, De­ni­se Tho­mas and Tom Ha­zu­ka, eds., Flash Fi­ction – 72 ve­ry short sto­ri­es, New York, Lon­don: W.W. Nor­ton & Com­pa­ny, 1992.

 

Φρανσὶν Πρόουζ (Francine Prose). Γεν­νή­θη­κε στὴ Νέ­α Ὑ­όρ­κη. Εἶ­ναι με­τα­φρά­στρια καὶ συγ­γρα­φέ­ας μυ­θι­στο­ρη­μά­των, δι­η­γη­μά­των καὶ παι­δι­κῶν βι­βλί­ων. Ἔ­χει δι­δά­ξει Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ σὲ δι­ά­φο­ρα πα­νε­πι­στή­μια.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Μα­ρί­νος Εὐ­στα­θί­ου. Φοι­τη­τὴς τοῦ τμή­μα­τος Ἀγ­γλι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κύ­πρου. Ἡ με­τά­φρα­ση ἔ­γι­νε στὰ πλαί­σια τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τά­φρα­ση πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να». Δι­δά­σκων: Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης.