Σέρζι Πάμιες (Serzi Pàmies): Τὸ πηγάδι

Σέρ­ζι Πά­μι­ες (Sergi Pàmies)

 

Τὸ πη­γά­δι

(El pou)

 

 ΤΣΑΡΛΑΤΑΝΟΣ δι­α­λα­λεῖ μπρο­στὰ στὸ πη­γά­δι. «Ὅ­ποι­ος πέ­σει μέ­σα», λέ­ει, «θὰ εἶ­ναι εὐ­τυ­χι­σμέ­νος». Ὅ­λοι ὅ­σοι κον­το­στε­κό­μα­στε νὰ τὸν ἀ­κού­σου­με, τι­θα­σεύ­ου­με τὴν πε­ρι­έρ­γειά μας μὲ μιὰ ἔκ­φρα­ση δυ­σπι­στί­ας. Ἀλ­λὰ τὸν πα­ρα­κο­λου­θοῦ­με προ­σε­κτι­κά. Ἀ­πὸ τὴ μιά, για­τὶ ὁ ἄν­θρω­πος αὐ­τὸς ξέ­ρει νὰ τρα­βᾶ τὴν προ­σο­χὴ καί, ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, για­τὶ δὲν ἔ­χου­με τί­πο­τα κα­λύ­τε­ρο νὰ κά­νου­με. Ἀν­τί­θε­τα ἀ­πὸ ἄλ­λα πη­γά­δια, αὐ­τὸ ἔ­γι­νε δι­ά­ση­μο ὅ­ταν, μὲ τὴ βο­ή­θεια τῶν πύ­ρι­νων λό­γων τῆς ντουν­τού­κας του, ὁ τσαρ­λα­τά­νος ἄρ­χι­σε νὰ τὸ δι­α­φη­μί­ζει σὰν νὰ ἐ­πρό­κει­το γιὰ παι­χνί­δι λού­να πάρκ. Δὲν χρε­ώ­νει εἴ­σο­δο, ζη­τᾶ μό­νο γιὰ ἀν­τί­τι­μο ὅ,τι ἔ­χει εὐ­χα­ρί­στη­ση ὁ κα­θέ­νας. Ἀ­φοῦ τὸ σκέ­φτη­κα γιὰ βδο­μά­δες, μιὰ μέ­ρα ρί­χνο­μαι στὸ κε­νό. Προ­η­γου­μέ­νως τοῦ πλη­ρώ­νω τὸ ἀν­τί­τι­μο ποὺ κρί­νω δί­και­ο γιὰ νὰ τὸν ἀ­κού­σω νὰ μοῦ λέ­ει «θὰ εἶ­σαι εὐ­τυ­χι­σμέ­νος», ἔ­τσι ἁ­πλά, δί­χως νὰ μπεῖ σὲ λε­πτο­μέ­ρει­ες. Ἀρ­χι­κά, ἡ δι­έ­γερ­ση δὲν μοῦ ἐ­πι­τρέ­πει νὰ νι­ώ­σω κά­τι ἰ­δι­αί­τε­ρο. Πέ­φτω, αὐ­τὸ ὄν­τως τὸ νι­ώ­θω· ἐ­πί­σης ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι ὅ­τι τὸ πη­γά­δι εἶ­ναι πο­λὺ σκο­τει­νὸ καὶ πὼς ἡ τρύ­πα ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α μπῆ­κα ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται γρή­γο­ρα. Δί­χως νὰ βλέ­πω ἀ­πο­λύ­τως τί­πο­τα, νιώ­θω ὅ­τι τὸ σκο­τά­δι ἐ­ξα­πλώ­νε­ται καὶ ὅ­τι, ἂν καὶ δὲν ἔ­χω κα­νέ­να στοι­χεῖ­ο ποὺ νὰ τὸ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει, δὲν εἶ­μαι μό­νος. Φω­νά­ζω. Φω­νά­ζω ξα­νά. Κα­θὼς δὲν ἀ­παν­τᾶ κα­νείς, συμ­πε­ραί­νω ὅ­τι καὶ οἱ ἄλ­λοι φω­νά­ζουν καὶ ὁ λό­γος ποὺ δὲν τοὺς ἀ­κού­ω εἶ­ναι ἐ­πει­δὴ ὁ κα­θέ­νας φω­νά­ζει μᾶλ­λον γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του. Πέ­φτω· πέ­φτω κι ἄλ­λο. Πο­τὲ δὲν εἶ­χα φαν­τα­στεῖ ὅ­τι θὰ ἦ­ταν ἕ­να ἀ­πύθ­με­νο πη­γά­δι. Ἀλ­λά, ὅ­ταν ὁ τσαρ­λα­τά­νος μὲ πα­ρα­κί­νη­σε νὰ πέ­σω, δὲν ἔ­δω­σε δι­ευ­κρι­νί­σεις, εἶ­πε μό­νο πώς, ἅ­μα τὸ ἔ­κα­να, θὰ ἤ­μουν εὐ­τυ­χι­σμέ­νος. Καὶ εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι, κα­θὼς ἐ­δῶ καὶ ὥ­ρα —ἢ μῆ­νες ἢ χρό­νια, δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α—, βυ­θί­ζο­μαι σ’ ἕ­να σκο­τά­δι πιὸ πυ­κνὸ ἀ­πὸ πρίν, συ­νο­δευ­ό­με­νος ἀ­πὸ ἄλ­λα ὄν­τα τὰ ὁ­ποῖ­α ἁ­πλῶς καὶ μό­νο δι­αι­σθά­νο­μαι, ἴ­σως νὰ εἶ­μαι πιὸ εὐ­τυ­χι­σμέ­νος ἀ­πὸ πρίν. Ἀλ­λὰ εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ τὸ πῶ για­τί πλέ­ον δὲν θυ­μᾶ­μαι τί­πο­τα, κοί­τα νὰ δεῖς.



Πη­γή: α­πό τη συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των Si menges una llimona sense fer ganyotes (Εκ­δό­σεις Quaderns Crema, Βαρ­κε­λώ­νη, 2006).

Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies) (Πα­ρί­σι, 1960). Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ γράμ­μα­τα μὲ τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των T’hauria de caure la cara de vergonya τὸ 1986 καὶ Infecció τὸ 1987. Μὲ τὸ La primera pedra (1990) ὁ Πά­μι­ες θὰ ξε­κι­νή­σει τὸ μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό του ἔρ­γο γιὰ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν τὰ L’instint τὸ 1992 καὶ τὸ Sentimental τὸ 1995. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας θὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴ σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση μὲ τὶς συλ­λο­γὲς La gran novel·la sobre Barcelona τὸ 1997, L’últim llibre del Sergi Pàmies τὸ 2000, Si menges una llimona sense fer ganyotes τὸ 2006 [Μπο­ρεῖς νὰ φᾶς λε­μό­νι καὶ νὰ μὴν ξι­νί­σεις τὰ μοῦ­τρα σου;, Ἐκ­δό­σεις Πά­πυ­ρος, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος, Εὐ­ρυ­βιά­δης Σο­φός], La bicicleta estàtica (Τὸ στα­τι­κὸ πο­δή­λα­το, Ἐκ­δό­σεις Μι­χά­λη Σι­δέ­ρη, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος) καὶ Cancons d’amor i de pluja τὸ 2013. Ἀρ­θρο­γρα­φεῖ στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα τῆς Βαρ­κε­λώ­νης La Vanguardia. Ὁ Σέρ­ζι Πά­μι­ες ἔ­χει με­τα­φρά­σει στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Guillaume Apollinaire, Jean-Philippe Toussaint, Agota Kristof, Frédéric Beigbeder κ.ἄ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ κα­τα­λα­νι­κά: Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος καὶ Εὐ­ρυ­βιά­δης Σο­φός.

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (Ἀ­θή­να 1963). Ἐ­πί­κου­ρος κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, ἰ­σπα­νι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ε. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ι. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Α. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.

Εὐ­ρυ­βιά­δης Σο­φός: Δι­δά­σκει Ἰ­σπα­νι­κὴ Γλώσ­σα στὸ Δι­δα­σκα­λεῖο Ξέ­νων Γλωσ­σῶν τοῦ ΕΚΠΑ καὶ ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ κα­τα­λα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Pàmies, Monzó καὶ Cabré.

Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies): Ἐπιβίωση

Pàmies,Sergi-Epibiosi-Eikona-01


Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies)


Ἐ­πι­βί­ω­ση

(Supervivencia)

 

02-TaphΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΣΤΗΣΕΙ τό­σες φο­ρὲς νὰ ἀ­να­ζη­τή­σει τὶς ἀ­παν­τή­σεις μέ­σα του πού, μιὰ μέ­ρα, ὀρ­γα­νώ­νει μιὰ ἀ­πο­στο­λή. Ἐ­ξο­πλι­σμέ­νος μὲ κρά­νος σπη­λαι­ο­λό­γου, μα­τσέ­τα, σκα­πά­νη καὶ σχοι­νιὰ ὀ­ρει­βα­σί­ας ἀρ­χί­ζει τὴν πο­ρεί­α. Τὸ πρῶ­το βῆ­μα εἶ­ναι τὸ πιὸ δύ­σκο­λο. Πρέ­πει νὰ συγ­κεν­τρω­θεῖ πο­λὺ γιὰ νὰ βρεῖ τὴν κα­τάλ­λη­λη σχι­σμὴ καί, ἀ­σκών­τας πί­ε­ση, νὰ μπεῖ μέ­σα στὸ ἴ­διο του τὸ δέρ­μα. Ἡ με­τά­βα­ση ἀ­πὸ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κὸ στὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ τὸν κά­νει νὰ ἱ­δρώ­σει καὶ νὰ βλα­στη­μή­σει ἀλ­λά, μὲ τὴ βο­ή­θεια ἑ­νὸς ἐ­πι­δέ­ξιου ἑ­λιγ­μοῦ ποὺ θυ­μί­ζει ἀ­κρο­βά­τη καὶ τῆς τε­χνη­τῆς ὤ­θη­σης ποὺ τοῦ δί­νουν τὰ ἀν­τι­κα­τα­θλι­πτι­κά, τὰ κα­τα­φέρ­νει (κα­τά­πλη­κτος ἀ­πὸ τὴν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα τῆς μα­τσέ­τας κα­θὼς ἀ­νοί­γει δρό­μο καὶ κάμ­πτει ἀν­τι­στά­σεις). Ὁ χῶ­ρος ποὺ τὸν ὑ­πο­δέ­χε­ται δὲν ἔ­χει κα­μί­α σχέ­ση μὲ ὅ,τι εἶ­χε φαν­τα­στεῖ. Τοῦ εἶ­χαν μι­λή­σει γιὰ μιὰ ἐ­πι­κρά­τεια σχε­δὸν ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στη καί, γιὰ κά­θε ἐν­δε­χό­με­νο, εἶ­χε πά­ρει μα­ζί του ἕ­να σὲτ ἐ­πι­βί­ω­σης. Τώ­ρα, ἀν­τι­θέ­τως, κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι του γιὰ νὰ φω­τί­σει ἕ­να χῶ­ρο κλει­στό, σὲ σχῆ­μα ντου­λά­πας. Χά­ρη στὴν αὐ­το­πει­θαρ­χί­α ποὺ δι­δά­χτη­κε σὲ πλῆ­θος θε­ρα­πει­ῶν, ἀ­πο­φεύ­γει νὰ βγά­λει συμ­πε­ρά­σμα­τα. Ξέ­ρει ὅ­τι δὲν τὸν συμ­φέ­ρει νὰ κά­νει βι­α­στι­κὲς ἐ­νέρ­γει­ες καὶ ἐ­να­πο­θέ­τει ὅ­λες τὶς ἐλ­πί­δες του στὴν πι­θα­νό­τη­τα νὰ βρεῖ, ξε­περ­νών­τας αὐ­τὴ τὴν ἀρ­χι­κὴ κλει­στο­φο­βί­α, ἄλ­λους χώ­ρους. Μὲ σκο­πὸ νὰ μπο­ρέ­σει νὰ κι­νη­θεῖ μὲ με­γα­λύ­τε­ρη εὐ­κο­λί­α, ἀ­φή­νει κά­τω τὸ σα­κί­διο καὶ τὰ σχοι­νιά. Δι­α­πι­στώ­νει τὴ συ­νο­χὴ τῶν ὁ­ρί­ων ποὺ τὸν πε­ρι­κλεί­ουν μὲ τὴ μύ­τη τῆς σκα­πά­νης: τάκ, τάκ. Αὐ­τὸ ποὺ βλέ­πει —ἐ­πι­κα­λυ­πτό­με­να στρώ­μα­τα ἡ­μί­φω­τος ποὺ πε­ρι­βάλ­λουν τὸ πε­ρί­γραμ­μα ἄ­δει­ων ρα­φι­ῶν καὶ κρε­μά­στρες δί­χως ροῦ­χα— δὲν τὸν κα­θη­συ­χά­ζει. Ἂν αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ ντου­λά­πα στὴν ὁ­ποί­α θὰ ἔ­πρε­πε νὰ βρεῖ ἀ­παν­τή­σεις, σκέ­φτε­ται: Ἄ­σ’ τα νὰ πᾶ­νε. Ὅ­πως συμ­βαί­νει κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἀγ­χώ­νε­ται, τὸν πιά­νει πεί­να. Βγά­ζει ἀ­πὸ τὸ σα­κί­διο δύ­ο πρω­τε­ϊ­νοῦ­χες μπά­ρες δη­μη­τρια­κῶν καὶ τὶς κα­τα­βρο­χθί­ζει μὲ τὴ λαι­μαρ­γί­α ναυα­γοῦ. Ὅ­λα ὅ­σα περ­νοῦν ἀ­πὸ τὸ μυα­λό του τὸν ἱ­κα­νο­ποι­οῦν τό­σο λί­γο ὅ­σο καὶ αὐ­τὰ ποὺ βλέ­πει. Δὲν ξέ­ρει τί πε­ρί­με­νε νὰ βρεῖ, ἀλ­λὰ οἱ προσ­δο­κί­ες ποὺ τὸν ἔ­φε­ραν ὣς ἐ­δῶ δὲν πε­ρι­λάμ­βα­ναν ἕ­να ἄ­δει­ο ἔ­πι­πλο. Δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ προ­σπα­θή­σει πο­λὺ γιὰ νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σει τὰ συμ­πτώ­μα­τα τῆς ἀ­πο­γο­ή­τευ­σης. Μπαί­νει στὸν πει­ρα­σμὸ νὰ ρί­ξει μιὰ φω­το­βο­λί­δα γιὰ νὰ δεῖ ἄν, πέ­ρα ἀ­πὸ τὴν ὀ­ρο­φή, ὑ­πάρ­χει κά­τι ἐ­κτὸς ἀ­πὸ αὐ­τὸν τὸ χῶ­ρο πού, ἐ­πι­πλέ­ον, τοῦ φαί­νε­ται πὼς ὅ­λο καὶ στε­νεύ­ει. Εἶ­ναι ἁ­πλῶς μιὰ ἐν­τύ­πω­ση, ἀλ­λὰ τοῦ ἀρ­κεῖ γιὰ νὰ κα­τα­λά­βει ὅ­τι, παρ’ ὅ­λο ποὺ θυ­μᾶ­ται πὼς ἦρ­θε γιὰ νὰ ἀ­να­ζη­τή­σει ἀ­παν­τή­σεις, τώ­ρα πλέ­ον δὲν ξέ­ρει σὲ τί ἐ­ρω­τή­σεις ἀν­τι­στοι­χοῦ­σαν. Ὅ­ταν, μὲ ἀ­δι­α­φο­ρί­α ἢ πα­τερ­να­λι­σμό, τοῦ μι­λοῦ­σαν γιὰ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ «μέ­σα σου», πο­τέ του δὲν εἶ­χε φαν­τα­στεῖ ἕ­να χῶ­ρο σὰν αὐ­τόν. Τώ­ρα ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται τὸ πό­σο λά­θος ἔ­κα­νε ποὺ πί­στε­ψε ὅ­τι ὅ­λα θὰ ἦ­ταν ἄ­νε­τα, εὐ­ρύ­χω­ρα, ἀ­χα­νῆ. Τὸ ὅ­τι ὅ­λα τε­λι­κὰ ἦ­ταν τό­σο σκο­τει­νὰ καὶ ἀ­σή­μαν­τα ἴ­σως εἶ­ναι, συλ­λο­γί­ζε­ται, μιὰ ἀ­πάν­τη­ση. Ἐ­άν, ὅ­ταν ἄρ­χι­σε αὐ­τὸ τὸ τα­ξί­δι, δὲν ἦ­ταν δι­α­τε­θει­μέ­νος νὰ δε­χτεῖ τὰ πάν­τα, τώ­ρα ἦ­ταν ἀ­κό­μα λι­γό­τε­ρο. Γι’ αὐ­τὸν τὸ λό­γο, το­νω­μέ­νος ἀ­πὸ τὶς μπά­ρες δη­μη­τρια­κῶν καὶ τὴν πρω­τε­ϊ­νι­κή τους δρά­ση, ση­κώ­νε­ται καὶ ἀρ­χί­ζει νὰ κο­πα­νά­ει βί­αι­α τὴν πλά­τη τῆς ντου­λά­πας. Ἐ­κτὸς ἀ­πὸ ὀρ­γή, τὰ χτυ­πή­μα­τα τῆς σκα­πά­νης τοῦ ξυ­πνοῦν κί­νη­τρα πιὸ ἐν­δό­μυ­χα. Σι­γὰ σι­γά, κα­τα­φέρ­νει νὰ ἀ­νοί­ξει μιὰ τρύ­πα καί, στὴν ἄλ­λη πλευ­ρά, δι­α­κρί­νει τὸ γνώ­ρι­μό του κό­σμο. Ἔ­χον­τας πά­ρει κου­ρά­γιο, συ­νε­χί­ζει νὰ κο­πα­νά­ει. Ἡ μα­νί­α τῶν ἀ­στυ­νο­μι­κῶν νὰ μα­ζέ­ψουν χρή­μα­τα βά­ζον­τας πρό­στι­μα τοῦ προ­ξε­νεῖ σχε­τι­κὴ τρυ­φε­ρό­τη­τα καὶ ἡ θά­λασ­σα, ποὺ ἔ­χει πή­ξει ἀ­πὸ σέρ­φερ καὶ τζὲτ-σκί, τοῦ με­τα­δί­δει μιὰ ζω­τι­κό­τη­τα τό­σο το­νω­τι­κὴ ὅ­σο καὶ ἡ μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ ἁ­λά­τι, καρ­βου­νι­α­σμέ­νες σαρ­δέ­λες καὶ ἀν­τη­λια­κό. Ὅ­ταν κα­τα­φέρ­νει νὰ ἀ­νοί­ξει μιὰ τρύ­πα ἀρ­κε­τὰ με­γά­λη ὥ­στε νὰ βγεῖ ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό του, τὸ βά­ζει στὰ πό­δια, λὲς καὶ δρα­πε­τεύ­ει ἀ­πὸ πυρ­κα­γιά, δί­χως νὰ νοια­στεῖ γιὰ τὸ σα­κί­διο, τὰ σχοι­νιά, τὴ μα­τσέ­τα, τὴ σκα­πά­νη καὶ τὶς δί­χως ἀ­πάν­τη­ση ἐ­ρω­τή­σεις ποὺ ἀ­φή­νει πί­σω του.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των La bicicleta estàtica (Τὸ στα­τικὸ πο­δή­λα­το) (Ἐκ­δό­σεις Quaderns Crema, Βαρ­κε­λώ­νη, 2010). Τώρα καὶ στὰ ἑλ­λη­νι­κά: Τὸ στα­τι­κὸ πο­δη­λά­το (ἐκδ. Μιχάλη Σιδέρη, 2013).

 Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies) (Πα­ρί­σι, 1960). Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ γράμ­μα­τα μὲ τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των T’hauria de caure la cara de vergonya τὸ 1986 καὶ Infecció τὸ 1987. Μὲ τὸ La primera pedra (1990) ὁ Πά­μι­ες θὰ ξε­κι­νή­σει τὸ μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό του ἔρ­γο γιὰ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν τὰ L’instint τὸ 1992 καὶ τὸ Sentimental τὸ 1995. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας θὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴ σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση μὲ τὶς συλ­λο­γὲς La gran novel·la sobre Barcelona τὸ 1997, L’últim llibre del Sergi Pàmies τὸ 2000, Si menges una llimona sense fer ganyotes τὸ 2006 [Μπο­ρεῖς νὰ φᾶς λε­μό­νι καὶ νὰ μὴν ξι­νί­σεις τὰ μοῦ­τρα σου;, Ἐκ­δό­σεις Πά­πυ­ρος, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος, Εὐ­ρυ­βιά­δης Σο­φός], La bicicleta estàtica (Τὸ στα­τι­κὸ πο­δή­λα­το, Ἐκ­δό­σεις Μι­χά­λη Σι­δέ­ρη, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος) καὶ Cancons d’amor i de pluja τὸ 2013. Ἀρ­θρο­γρα­φεῖ στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα τῆς Βαρ­κε­λώ­νης La Vanguardia. Ὁ Σέρ­ζι Πά­μι­ες ἔ­χει με­τα­φρά­σει στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Guillaume Apollinaire, Jean-Philippe Toussaint, Agota Kristof, Frédéric Beigbeder κ.ἄ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ κα­τα­λα­νι­κά:

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (Ἀ­θή­να 1963). Ἐ­πί­κου­ρος κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, ἰ­σπα­νι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ε. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ι. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Α. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.

Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies): Ὑστεροφημία

Pàmies,Sergi-Ysterofimia-Eikona-01


 

Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies)

 


Ὑ­στε­ρο­φη­μί­α

(La posteritat)


 

02-Htta ΚΗΔΕΙΑ ΣΟΥ εἶ­ναι ἡ τε­λευ­ταί­α εὐ­και­ρί­α ποὺ ἔ­χεις νὰ κά­νεις κου­μάν­το καὶ νὰ ὀρ­γα­νώ­σεις τὰ πράγ­μα­τα. Δι­ά­λε­ξες τὸ νε­κρο­φυ­λακεῖο, τὸν τύ­πο φε­ρέ­τρου, τὴ σει­ρὰ τῶν ἐ­πι­κή­δει­ων λό­γων, τὴ μου­σι­κὴ ποὺ θὰ παί­ξει καὶ τὰ ἀ­πο­σπά­σμα­τα τῆς Βί­βλου ποὺ θὰ δι­α­βά­σει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας. Ἄ­φη­σες τὰ πάν­τα ση­μει­ω­μέ­να μὲ κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια σὲ ἕ­να φύλ­λο χαρ­τὶ μὲ ὅ­λες τὶς τε­λευ­ταῖ­ες ἐ­πι­θυ­μί­ες σου ὥ­στε νὰ μὴν φορ­τώ­σεις μὲ αὐ­τὰ οὔ­τε τὰ παι­διά σου οὔ­τε τὴν τρί­τη σύ­ζυ­γό σου. Ἐ­ξα­σφά­λι­σες μα­ζι­κὴ προ­σέ­λευ­ση, ἂν καὶ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι το ἔ­κα­ναν ἀ­πὸ ὑ­πο­χρέ­ω­ση πα­ρὰ ἀ­πὸ φι­λί­α. Δὲν θέ­λη­σες νὰ σὲ ἀ­πο­τε­φρώ­σουν: κα­πά­ρω­σες τὸ πιὸ ὡ­ραῖ­ο νε­κρο­στά­σιο γιὰ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο ἀν­τί­ο καὶ ξό­δε­ψες πολ­λὰ χρή­μα­τα γιὰ νὰ καλ­λω­πί­σουν τὸ πτῶ­μα σου γε­γο­νὸς ποὺ θὰ σοῦ ἐ­πι­τρέ­ψει νὰ ὑ­πο­δε­χτεῖς τοὺς προ­σκε­κλη­μέ­νους ἔ­χον­τας κά­νει τὸ μα­νι­κιούρ σου, μὲ ἔκ­φρα­ση πιὸ κα­λο­συ­νά­τη ἀ­πὸ ἐ­κεί­νη ποὺ εἶ­χες ζων­τα­νὸς καί, φυ­σι­κά, τὸ πιὸ ἀ­κρι­βὸ κου­στού­μι ἀ­πὸ τὶς ντου­λά­πες σου. Ἀ­κό­μα καὶ γιὰ τὴ συγ­γρα­φὴ τοῦ κει­μέ­νου στὸ ἀ­ναγ­γελ­τή­ριο θα­νά­του προ­σέ­λα­βες ἕ­ναν ποι­η­τὴ ὁ ὁ­ποῖ­ος, μέ­σα σὲ μό­λις τρεῖς γραμ­μές, συ­νέ­πτυ­ξε τὴ θλί­ψη τῶν οἰ­κεί­ων σου. Οὔ­τε λα­τι­νι­κὰ ἀ­πο­φθέγ­μα­τα οὔ­τε στί­χοι ἐ­θνι­κῶν ποι­η­τῶν. Μό­νο ἕ­να ἐ­πι­τά­φιο ἐγ­κώ­μιο ποὺ θὰ λα­ξευ­τεῖ καὶ στὴ μαρ­μά­ρι­νη πλά­κα ἑ­νὸς μνή­μα­τος μὲ προ­νο­μια­κὴ θέ­α στὴ θά­λασ­σα. Ἂν μπο­ροῦ­σες νὰ ἔ­βλε­πες ὅ­λα αὐ­τὰ θὰ εἶ­χες νι­ώ­σει ἱ­κα­νο­ποί­η­ση ἐ­πει­δή, γιὰ ἄλ­λη μιὰ φο­ρά, εἶ­χες προ­βλέ­ψει τὰ πάν­τα. Ἢ σχε­δόν. Δὲν μπο­ροῦ­σες νὰ εἶ­χες προ­βλέ­ψει ὅ­τι θὰ ἔ­ρι­χνε κα­ρε­κλο­πό­δα­ρα καὶ ὅ­τι ὁ κό­σμος θὰ ἔ­φτα­νε κα­θυ­στε­ρη­μέ­νος, κα­κό­κε­φος καὶ μὲ βρό­μι­κα πα­πού­τσια. Οὔ­τε ὅ­τι, τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ παι­ζό­ταν τὸ Πρε­λού­διο σὲ σὶ μπε­μὸλ τοῦ Μπλὰνς-Μον­τέν, θὰ ἔ­πε­φτε τυ­χαῖα τὸ δο­ξά­ρι ἑ­νὸς μου­σι­κοῦ. Καὶ βέ­βαι­α δὲν μπο­ροῦ­σες νὰ εἶ­χες προ­βλέ­ψει ὅ­τι ὁ βή­χας θὰ με­τα­δι­δό­ταν ἀ­πὸ σει­ρὰ σὲ σει­ρά, οὔ­τε τὶς φο­ρὲς ποὺ κά­ποι­ος θὰ κά­λυ­πτε τὸ στό­μα του γιὰ νὰ κρύ­ψει κά­ποι­ο χα­σμου­ρη­τό. Γιὰ νὰ μὴν μι­λή­σου­με γιὰ ἐ­κεί­νους ποὺ ἔ­φυ­γαν πρὶν ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ ἡ τε­λε­τή, δί­χως νὰ δώ­σουν τὰ συλ­λυ­πη­τή­ριά τους, τρέ­χον­τας πρὸς τὸ πάρ­κινγκ γιὰ νὰ γλυ­τώ­σουν τὸ μπο­τι­λι­ά­ρι­σμα. Ἂν μπο­ροῦ­σες νὰ τοὺς δεῖς θὰ εἶ­χες κα­τα­λά­βει πολ­λὰ πράγ­μα­τα σχε­τι­κὰ μὲ τὴ ζω­ή σου, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἂν εἶ­χες ἀ­νέ­βει μα­ζί τους στὸ αὐ­το­κί­νη­το καὶ τοὺς εἶ­χες πα­ρα­τη­ρή­σει, τσαν­τι­σμέ­νους ἐ­ξαι­τί­ας τῆς βρο­χῆς, νὰ βά­ζουν τὸ ρα­δι­ό­φω­νο γιὰ νὰ ἀ­κού­σουν τὶς εἰ­δή­σεις —ἀ­θλη­τι­κὲς καὶ οἰ­κο­νο­μι­κές— καί, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ δύ­ο φα­νά­ρια καὶ κά­τι λί­γα λε­πτὰ ὁ­δή­γη­σης, νὰ σὲ ξε­χνοῦν γιὰ πάν­τα.

 


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


 

Πη­γή: Cancons d’amor i de pluja (Quaderns Crema, 2013).

 


Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies) (Πα­ρί­σι, 1960). Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ γράμ­μα­τα μὲ τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των T’hauria de caure la cara de vergonya τὸ 1986 καὶ Infecció τὸ 1987. Μὲ τὸ La primera pedra (1990) ὁ Πά­μι­ες θὰ ξε­κι­νή­σει τὸ μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό του ἔρ­γο γιὰ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν τὰ L’instint τὸ 1992 καὶ τὸ Sentimental τὸ 1995. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας θὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴ σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση μὲ τὶς συλ­λο­γὲς La gran novel·la sobre Barcelona τὸ 1997, L’últim llibre del Sergi Pàmies τὸ 2000, Si menges una llimona sense fer ganyotes τὸ 2006 [Μπο­ρεῖς νὰ φᾶς λε­μό­νι καὶ νὰ μὴν ξι­νί­σεις τὰ μοῦ­τρα σου;, Ἐκ­δό­σεις Πά­πυ­ρος, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος, Εὐ­ρυ­βιά­δης Σο­φός], La bicicleta estàtica (Τὸ στα­τι­κὸ πο­δή­λα­το, Ἐκ­δό­σεις Μι­χά­λη Σι­δέ­ρη, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος) καὶ Cancons d’amor i de pluja τὸ 2013. Ἀρ­θρο­γρα­φεῖ στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα τῆς Βαρ­κε­λώ­νης La Vanguardia. Ὁ Σέρ­ζι Πά­μι­ες ἔ­χει με­τα­φρά­σει στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Guillaume Apollinaire, Jean-Philippe Toussaint, Agota Kristof, Frédéric Beigbeder κ.ἄ.


Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ κα­τα­λα­νι­κά:

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (Ἀ­θή­να 1963). Ἐ­πί­κου­ρος κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, ἰ­σπα­νι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ε. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ι. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Α. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.

Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies): Ἔπρεπε νὰ εἶχες ἐπιμείνει


Pàmies,Sergi-EprepeNaEichesEpimeinei-Eikona-01


Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies)


Ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­χες ἐ­πι­μεί­νει

(Hauries hagut d’insistir)


S-[Sigma]-SomataΥΝΑΝΤΙΟΥΝΤΑΙ τυ­χαῖ­α βγαί­νον­τας ἀ­πὸ τὸ θέ­α­τρο. Ἔ­χουν πε­ρά­σει τριά­ντα χρό­νια καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ πε­νήν­τα κι­λά, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἀρ­κε­τὰ κομ­ψοὶ ὥστε νὰ προ­σποι­η­θοῦν πὼς δὲν τοὺς ἐν­τυ­πω­σιά­ζει ἡ πα­ρακ­μὴ καὶ τῶν δυ­ό τους. Ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ ποὺ ζοῦ­σαν μα­ζὶ δι­α­τη­ροῦν ἀ­κό­μα τὴ φω­νὴ καὶ τὸ βλέμ­μα, καὶ ἀ­να­κτοῦν ἀ­μέ­σως τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ μά­θουν πράγ­μα­τα ὁ ἕ­νας γιὰ τὸν ἄλ­λο, ἀν­τι­πα­ρερ­χό­με­νοι τὴν ἔν­τα­ση ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς, τό­τε πού, ἔ­πει­τα ἀ­πὸ μιὰ εὐ­τυ­χι­σμέ­νη πε­ρί­ο­δο τρι­ῶν χρό­νων ποὺ ὅ­μοι­ά της δὲν ξα­νά­ζη­σαν, χώ­ρι­σαν. Ἡ συ­ζή­τη­ση ξα­να­ζων­τα­νεύ­ει τὶς ἀ­να­μνή­σεις καὶ κα­τα­λή­γουν νὰ μι­λή­σουν γιὰ τὴν τε­λευ­ταί­α μέ­ρα ποὺ πέ­ρα­σαν μα­ζί, τό­τε πού, ἀ­νά­βον­τας τὸ ἕ­να τσι­γά­ρο με­τὰ τὸ ἄλ­λο, ἐ­κεί­νη τοῦ εἶ­χε πεῖ πὼς δὲν τὸν ἀ­γα­ποῦ­σε. Τώ­ρα, πο­λὺ κον­τὰ στὸ θέ­α­τρο ὅ­που μό­λις εἶ­δαν ἕ­να θί­α­σο νε­α­ρῶν ἠ­θο­ποι­ῶν νὰ θρι­αμ­βεύ­ει, ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται πὼς ὑ­πάρ­χουν συ­ναι­σθή­μα­τα ποὺ μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ καυ­τη­ριά­σει ἀλ­λὰ ὄ­χι καὶ νὰ ἐ­ξα­φα­νί­σει. Ἐ­πι­δει­κνύ­ουν μιὰ τρυ­φε­ρὴ ἐγ­καρ­δι­ό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α, ἂν ἦ­ταν συ­ναι­σθη­μα­τί­ες, θὰ τοὺς συγ­κι­νοῦ­σε. Ἐ­κεῖ­νος τῆς θυ­μί­ζει τὸ χρῶ­μα ποὺ εἶ­χαν οἱ βα­λί­τσες καὶ τὴν, τό­σο θλι­βε­ρή, στιγ­μὴ ποὺ τῆς ἐ­πέ­στρε­ψε τὰ κλει­διά. Κα­τε­βά­ζον­τας λίγο το βλέμ­μα της, ἐ­κεί­νη τοῦ λέ­ει: «Ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­χες ἐ­πι­μεί­νει.» Ἐ­κεῖ­νος ἀ­κού­ει τὸ σχό­λιο δί­χως νὰ ἀν­τι­δρά­σει. Στέ­κε­ται ὄρ­θιος, μὲ τὸν για­κὰ τοῦ παλ­τοῦ ἀ­να­ση­κω­μέ­νο καὶ τὰ χέ­ρια στὶς τσέ­πες, ἂν καὶ ἀ­μέ­σως αἰ­σθά­νε­ται τὴν ἀ­νάγ­κη νὰ ἀλ­λά­ξει τὴν τρο­πὴ ποὺ ἔ­χει πά­ρει ἡ συ­ζή­τη­ση καί, μὲ ἐ­πι­δε­ξι­ό­τη­τα, κα­τα­φέρ­νει νὰ μι­λή­σουν γιὰ ὅ­σα ἔ­χουν κά­νει, γιὰ τὰ παι­διὰ ποὺ ἀ­πέ­κτη­σαν (καὶ ἔχασαν) καὶ γιὰ τὰ ἐ­παγ­γέλ­μα­τα ποὺ τοὺς κρα­τοῦν ἀ­πα­σχο­λη­μέ­νους. Τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἀ­πο­χαι­ρε­τι­οῦν­ται μὲ τὴν ὑ­πό­σχε­ση νὰ ξα­να­ϊ­δω­θοῦν, ξέ­ρουν ὅ­τι δὲν πρό­κει­ται νὰ τὴν τη­ρή­σουν. Ἐ­κεί­νη για­τί δὲν εἶ­ναι θι­α­σώ­της οὔ­τε τῶν συ­ναν­τή­σε­ων μὲ πα­λαι­οὺς συμ­μα­θη­τὲς οὔ­τε τῶν εὐ­και­ρια­κῶν ἐ­ξό­δων γιὰ δεῖ­πνο μὲ κά­ποι­ον ἀ­πὸ τοὺς πρώ­ην της. Ἐ­κεῖ­νος για­τί αἰ­σθά­νε­ται ἀ­μή χα­νος καὶ λίγο πλη­γω­μέ­νος. Ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­χες ἐ­πι­μεί­νει. Πῶς νὰ ἐ­πι­μεί­νεις ὅ­ταν σου λέ­νε ὅ­τι δὲν σὲ ἀ­γα­ποῦν; Μὰ καὶ βέ­βαι­α εἶ­χε σκε­φτεῖ νὰ μὴν ὑ­πο­τα­χθεῖ στὸ προ­φα­νὲς καὶ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σει τὶς συμ­βου­λὲς ὁ­ρι­σμέ­νων κοι­νῶν φί­λων ποὺ τοῦ ἔ­λε­γαν πὼς ἦ­ταν φτι­αγ­μέ­νοι ὁ ἕ­νας γιὰ τὸν ἄλ­λο καὶ πὼς ἔ­πρε­πε νὰ πα­λέ­ψει γιὰ νὰ τὴν ξα­να­κερ­δί­σει. Ἀλ­λά, στὸ τέ­λος, ἐ­πέ­λε­ξε τὴ ρι­ζι­κὴ ἀ­πο­μά­κρυν­ση, σὰν νὰ εἶ­χε ἐν­τα­χθεῖ σὲ κά­ποι­ο πρό­γραμ­μα προ­στα­σί­ας μαρ­τύ­ρων καὶ νὰ εἶ­χε ἀλ­λά­ξει ζω­ή, ὄ­νο­μα, ἐ­πάγ­γελ­μα, πό­λη. Νὰ πα­λέ­ψει; Μὰ τί ἤ­θε­λε; Νὰ μπεῖ ξη­με­ρώ­μα­τα ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρό της ὡς φτη­νὴ ἀ­πο­μί­μη­ση τοῦ Ρω­μαί­ου; Ἢ νὰ με­ταμ­φι­ε­στεῖ σὲ κι­θα­ρω­δὸ ποῦ μπαί­νει μπρο­στά­ρης σὲ καν­τά­δα; Μή­πως νὰ προσ­λάμ­βα­νε κα­νέ­ναν ἀ­ε­ρο­πό­ρο-ἀ­κρο­βά­τη γιὰ νὰ σχε­διά­σει στὸν οὐ­ρα­νὸ μιὰ γλυ­κα­νά­λα­τη φρά­ση; Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ εἰ­δι­κὰ ἐ­φὲ τοῦ φαί­νον­ταν ὅ­τι ἁρ­μό­ζουν σὲ ἐ­κεί­νους πού, λό­γω ἐ­γω­ι­σμοῦ καὶ πε­ρη­φά­νιας, δὲν σέ­βον­ται τὴν κυ­ρι­ο­λε­ξί­α ἑ­νὸς —πιὸ ξε­κά­θα­ρο δὲν γι­νό­ταν— «Δὲν σὲ ἀ­γα­πά­ω». Ὄρ­θιος στὸ πε­ζο­δρό­μιο, πε­ρι­μέ­νει νὰ ἀλ­λά­ξει τὸ χρῶ­μα στὸ φα­νά­ρι. Δὲν θυ­μᾶ­ται πλέ­ον τὴν προ­σπά­θεια τῶν νε­α­ρῶν ἠ­θο­ποι­ῶν ἐ­πὶ σκη­νῆς, οὔ­τε τὸ γε­μά­το ἱ­κα­νο­ποί­η­ση βλέμ­μα ποὺ ἀν­τάλ­λα­ξαν τὴ στιγ­μὴ ποὺ τὸ κοι­νὸ τοὺς χει­ρο­κρο­τοῦ­σε μὲ ἐν­θου­σια­σμό. Καὶ τὸν θλί­βει ποὺ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται πό­σο κον­τὰ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ εἶ­χαν ἔρ­θει ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λο, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἐ­πί­σης τῆς γνώ­μης πώς, ὅ­ταν σοῦ λέ­νε ὅ­τι μιὰ ἱ­στο­ρί­α τε­λεί­ω­σε, εἶ­ναι ση­μαν­τι­κὸ νὰ μὴν ἐ­πι­μεί­νεις, νὰ μὴν πα­λέ­ψεις καὶ νὰ τῆς βά­λεις, μὲ ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν πιὸ ἀ­ξι­ο­πρε­πῆ καὶ γρή­γο­ρο τρό­πο, τε­λεί­α.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των La bicicleta estàtica (Τὸ στα­τικὸ πο­δή­λα­το) (Ἐκ­δό­σεις Quaderns Crema, Βαρ­κε­λώ­νη, 2010). Τώρα καὶ στὰ ἑλ­λη­νι­κά: Τὸ στα­τι­κὸ πο­δη­λά­το (ἐκδ. Μιχάλη Σιδέρη, 2013).

SergiPamies-Eikona-04Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies) (Πα­ρί­σι, 1960). Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ γράμ­μα­τα μὲ τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των T’hauria de caure la cara de vergonya τὸ 1986 καὶ Infecció τὸ 1987. Μὲ τὸ La primera pedra (1990) ὁ Πά­μι­ες θὰ ξε­κι­νή­σει τὸ μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό του ἔργο γιὰ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν τὰ L’instint τὸ 1992 καὶ τὸ Sentimental τὸ 1995. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας θὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴ σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση μὲ τὶς συλ­λο­γὲς La gran novel·la sobre Barcelona τὸ 1997, L’últim llibre del Sergi Pàmies τὸ 2000, Si menges una llimona sense fer ganyotes τὸ 2006 [Μπο­ρεῖς νὰ φᾶς λε­μό­νι καὶ νὰ μὴν ξι­νί­σεις τὰ μοῦ­τρα σου;, Ἐκ­δό­σεις Πά­πυ­ρος, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος, Εὐ­ρυ­βιά­δης Σο­φός], La bicicleta estàtica (Τὸ στα­τι­κὸ πο­δή­λα­το, Ἐκ­δό­σεις Μι­χά­λη Σι­δέ­ρη, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος) καὶ Cancons d’amor i de pluja τὸ 2013. Ἀρ­θρο­γρα­φεῖ στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα τῆς Βαρ­κε­λώ­νης La Vanguardia. Ὁ Σέρ­ζι Πά­μι­ες ἔ­χει με­τα­φρά­σει στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Guillaume Apollinaire, Jean-Philippe Toussaint, Agota Kristof, Frédéric Beigbeder κ.ἄ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ κα­τα­λα­νι­κά:

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (Ἀ­θή­να 1963). Ἐ­πί­κου­ρος κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, ἰ­σπα­νι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ε. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ι. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Α. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.

Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies): Τὰ τρα­γού­δια ποὺ ἄ­ρε­σαν στὸν Λέ­νιν


Pamies,Sergi-TaTragoudiaPouAresanStonLenin-Eikona-01


Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies)


Τὰ τρα­γού­δια ποὺ ἄ­ρε­σαν στὸν Λέ­νιν

(Les cançons que agradaven a Lenin)


17-oΤΑΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ἡ ὥ­ρα νὰ κλεί­σεις τὸ σπί­τι τῶν γο­νι­ῶν σου, εἶ­ναι σὰν νὰ βυ­θί­ζε­σαι σ’ ἕ­να χῶ­ρο ξέ­νο καί, ταυ­τό­χρο­να, οἰ­κεῖ­ο. Ὅ­σο ὅ­λα ἀ­κό­μα εἶ­ναι στὴν ἀρ­χή, ὑ­πάρ­χουν δύ­ο ἐ­ναλ­λα­κτι­κές: νὰ κρα­τή­σεις ἢ νὰ κα­τα­στρέ­ψεις. Ἂν εἶ­σαι ὑ­περ­βο­λι­κὰ συν­τη­ρη­τι­κός, θὰ κα­τα­λή­ξεις νὰ νοι­κιά­σεις μιὰ ἀ­πο­θή­κη γιὰ νὰ φυ­λά­ξεις τὰ ἔ­πι­πλα ἢ νὰ φορ­τώ­σεις τὸ δι­κό σου σπί­τι σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μὸ ποὺ νὰ ἀλ­λοι­ώ­σεις τὸ χα­ρα­κτή­ρα του. Ἂν εἶ­σαι ὑ­περ­βο­λι­κὰ ρι­ζο­σπα­στι­κός, στὴν ἀρ­χὴ θὰ ἀ­να­κου­φι­στεῖς θυ­σι­ά­ζον­τας τό­σα πράγ­μα­τα. Ὡ­στό­σο, πο­λὺ σύν­το­μα θὰ θε­λή­σεις νὰ ξα­να­δεῖς τὸ ἄλ­μπουμ μὲ τὶς φω­το­γρα­φί­ες, νὰ ἀ­να­κτή­σεις τὸ τη­γά­νι ποὺ ἔ­κα­νε τὶς ἀ­ξέ­χα­στες ὀ­με­λέ­τες ἢ νὰ ἀ­κού­σεις τοὺς δί­σκους μὲ τὴν πα­ρα­δο­σια­κὴ μου­σι­κὴ τῆς Βό­ρειας Κο­ρέ­ας. Τό­τε θὰ λυ­πη­θεῖς ποὺ τὰ ἔ­χεις πε­τά­ξει· πί­στευ­ες ὅ­τι ἦ­ταν σα­βού­ρα ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­παλ­λα­γεῖς ὁ­πωσ­δή­πο­τε, ἐ­νῶ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἦ­ταν ἡ ἄγ­κυ­ρα ποὺ σὲ βο­η­θοῦ­σε νὰ μὴν χα­θεῖς. Ἂν σὲ ὅ­λη αὐ­τὴ τὴ δι­α­δι­κα­σί­α ἐ­πεμ­βαί­νει ἡ οἰ­κο­γέ­νειά σου, τὰ πάν­τα δι­αι­ω­νί­ζον­ται. Κα­θέ­να ἀ­πὸ τὰ ἀ­δέλ­φια ξα­να­βρί­σκει ἐ­ρε­θί­σμα­τα ποὺ ἀρ­νεῖ­ται νὰ ἀ­πο­ποι­η­θεῖ. Κα­θέ­να ἀ­πὸ τὰ ἐγ­γό­νια θε­ω­ρεῖ ὅ­τι δὲν πρέ­πει νὰ πε­τα­χτεῖ τί­πο­τα, ἐ­νῶ ὑ­πάρ­χει πάν­τα κά­ποι­ος πού, μὲ πα­ρά­ται­ρη με­γα­λο­πρέ­πεια, προ­τεί­νει μιὰ δω­ρε­ὰ σὲ κά­ποι­ο μου­σεῖ­ο. Ὅ­σο κρα­τᾶ­νε οἱ ἀν­τεγ­κλή­σεις —ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ἀ­πὸ ἔλ­λει­ψη ρε­α­λι­σμοῦ καὶ μιὰ σχε­τι­κὴ μι­κρο­πρέ­πεια—, μπο­ρεῖς νὰ πε­ρά­σεις τὴν ὥ­ρα σου ἐν­το­πί­ζον­τας τὸ λί­πος στὰ πλα­κά­κια τῆς κου­ζί­νας, τὰ κα­λώ­δια ποὺ ἔ­χουν τρα­βή­ξει οἱ τε­χνι­κοὶ τῆς ἑ­ται­ρεί­ας ποὺ πῆ­ραν τὸ με­τρη­τή, τὸ πλῆ­θος συν­δε­τή­ρων στὸ πά­τω­μα καὶ τὶς ἀλ­λα­γὲς τό­νου τῆς μπο­γιᾶς στὸ τα­βά­νι, ἀ­πο­λι­θώ­μα­τα ἀ­πὸ τὶς πλημ­μύ­ρες τοῦ πά­νω δι­α­με­ρί­σμα­τος. Ἂν δὲν ἔ­χεις μὲ ποι­ὸν νὰ τσα­κω­θεῖς, ὅ­λα θὰ ἐ­ξε­λι­χθοῦν κα­τὰ τρό­πο πιὸ ἤ­ρε­μο. Θὰ ἔ­χεις χρό­νο γιὰ νὰ κον­το­στα­θεῖς μπρο­στὰ σὲ μι­σο­ξε­χα­σμέ­νους θη­σαυ­ρούς: μὲ με­γά­λη προ­σο­χή, θὰ φυ­λά­ξεις τὶς φω­το­γρα­φί­ες τῆς σι­ω­πη­λῆς καὶ ἀ­πο­σι­ω­πη­μέ­νης ἀ­δελ­φῆς. Θὰ τὴν ἀ­να­κα­λύ­ψεις μὲ τὴ συγ­κί­νη­ση καὶ τὴν ἔκ­πλη­ξη τῆς πρώ­της φο­ρᾶς, πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νη ἀ­πὸ τσε­χοσ­λο­βά­κι­κα δέν­τρα, τό­σο ἀ­σπρό­μαυ­ρη ὅ­σο καὶ ἡ στο­λὴ ποὺ φο­ροῦ­σαν οἱ κα­λό­γρι­ες τοῦ Ἐ­ρυ­θροῦ Σταυ­ροῦ οἱ ὁ­ποῖ­ες τὴ φρόν­τι­σαν μέ­χρι τὸ τέ­λος· ἢ μ’ ἕ­να κλα­δά­κι ἀ­νά­με­σα στὰ κα­τα­ναγ­κα­στι­κὰ νευ­ρώ­δη δά­χτυ­λά της, χα­μο­γε­λών­τας δί­χως νὰ τὸ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται, μὲ τὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ δι­ε­θνι­στι­κοῦ συν­δρό­μου, κοι­τά­ζον­τας πέ­ρα ἀ­πὸ τὴν κοι­λά­δα μὲ τοὺς μι­κροὺς λό­φους. Καί, πα­ρ’ ὅ­λο ποὺ θὰ εἶ­σαι εὐ­γνώ­μων ποὺ δὲν εἶ­ναι κά­ποι­ος ἄλ­λος κον­τά σου ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή, ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι θὰ σοῦ λεί­πει ἡ ἀν­ταλ­λα­γὴ ἀ­πό­ψε­ων καί, σὲ πε­ρί­πτω­ση ποὺ ἔ­χεις ἀ­δέλ­φια, τὰ γέ­λια ποὺ θὰ μοι­ρα­ζό­σουν μα­ζί τους. Μιὰ συμ­βου­λή: Ἂν κά­ποι­α φο­ρὰ σοῦ τύ­χει ὁ κλῆ­ρος νὰ ἀ­δειά­σεις τὸ σπί­τι τῶν γο­νιῶν σου, μὴν δι­α­νο­η­θεῖς νὰ σε­βα­στεῖς τοὺς κα­νό­νες πε­ρὶ ἄ­χρη­στων ὑ­λι­κῶν καὶ ἀ­να­κύ­κλω­σης. Ἂν βαλ­θεῖς νὰ ξε­χω­ρί­σεις τὸ γυα­λὶ ἀ­πὸ τὰ πη­χά­κια τῶν κά­δρων ἢ ἀ­πὸ τὶς κορ­νί­ζες καὶ τὰ πα­σπαρ­τοὺ ὅ­λων τῶν φω­το­γρα­φι­ῶν —ποὺ πλέ­ον ἔ­χουν με­τα­τρα­πεῖ σὲ ἑ­βδο­μήν­τα ὀ­χτὼ καρ­φιὰ ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α τώ­ρα κρέ­μον­ται μό­νο πα­ραλ­λη­λό­γραμ­μα πε­ρι­γράμ­μα­τα ἀ­πὸ σκου­ρό­χρω­μη σκό­νη—, στὸ τέ­λος θὰ τρε­λα­θεῖς. Τὸ στρογ­γυ­λὸ ἄ­νοιγ­μα τοῦ κά­δου γιὰ ἀ­να­κύ­κλω­ση γυα­λιοῦ εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κὰ μι­κρὸ καὶ δὲν παίρ­νει με­γά­λα ἀν­τι­κεί­με­να, συ­νε­πῶς, προ­η­γου­μέ­νως, θὰ πρέ­πει νὰ τὰ σπά­σεις καί, ἂν εἶ­σαι ἀ­δέ­ξιος, θὰ κο­πεῖς ἢ θὰ ἀ­κρω­τη­ρια­στεῖς. Τὸ νὰ δι­α­λέ­ξεις ἀ­νά­με­σα στὸν κά­δο ἀ­πορ­ριμ­μά­των καὶ στὶς κοῦ­τες ὅ­που φυ­λᾶς ὅ­λα τὰ ἀν­τι­κεί­με­να στὰ ὁ­ποῖ­α ἔ­χει ἀ­πο­νε­μη­θεῖ χά­ρη —ὅ­πως γί­νε­ται μὲ τοὺς πιὸ γεν­ναί­ους ταύ­ρους στὶς κα­λύ­τε­ρες ταυ­ρο­μα­χί­ες— εἶ­ναι, μὲ δι­α­φο­ρά, τὸ πιὸ συ­ναρ­πα­στι­κό. Μὲ κά­θε ἀ­πό­φα­ση εἶ­ναι σὰν νὰ περ­νᾶς ἐ­ξε­τά­σεις ποὺ σοῦ φτύ­νουν κα­τά­μου­τρα πράγ­μα­τα πα­σι­φα­νῆ ποὺ ὅ­μως δὲν τὰ εἶ­χες σκε­φτεῖ πο­τέ. Πῶς ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται κα­νεὶς τὴν πα­τρι­κὴ κλη­ρο­νο­μιὰ σ’ ἕ­να νοι­κι­α­σμέ­νο δι­α­μέ­ρι­σμα; Πῶς νὰ αἰ­σθαν­θεῖς μέ­ρος ἑ­νὸς σπι­τιοῦ ὅ­ταν σὲ ἔ­χουν γα­λου­χή­σει μὲ τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι ἡ ἰ­δι­ο­κτη­σί­α εἶ­ναι κλο­πή; Καί, ξαφ­νι­κά, σὰν καί­ρια ἀ­νά­μνη­ση ποὺ θὰ ξε­πη­δή­σει ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια σου τὴ ζω­ή, θὰ ἀ­παγ­γεί­λεις νο­ε­ρὰ τὸ ποί­η­μα τοῦ Γκαμ­πρι­ὲλ Ἀ­ρέ­στι ποὺ ἔ­μα­θες στὴ διά­ρκεια τῆς θη­τεί­ας σου ἀ­πὸ τοὺς πιὸ Βά­σκους ἀ­πὸ τοὺς Βά­σκους φί­λους σου, ὅ­ταν μό­λις εἶ­χες ἀρ­χί­σει νὰ δι­αι­σθά­νε­σαι ὅ­τι, ἴ­σως κά­ποι­α μέ­ρα, θὰ γι­νό­σουν συγ­γρα­φέ­ας. Θὰ ὑ­πε­ρα­σπι­σθῶ τὸ σπί­τι τοῦ πα­τέ­ρα μου. / Ἐ­νάν­τια στοὺς λύ­κους, / ἐ­νάν­τια στὴν ξη­ρα­σία, / ἐ­νάν­τια στὴν το­κο­γλυ­φί­α, / ἐ­νάν­τια στὴ δι­και­ο­σύ­νη, / θὰ ὑ­πε­ρα­σπι­σθῶ τὸ σπί­τι τοῦ πα­τέ­ρα μου. / Θὰ χά­σω τὰ κο­πά­δια, / τὰ πε­ρι­βό­λια, / τοὺς πευ­κῶ­νες. / Θὰ χά­σω τοὺς τό­κους, / τὰ εἰ­σο­δή­μα­τα, / τὰ με­ρί­σμα­τα, / ἀλ­λὰ θὰ ὑ­πε­ρα­σπι­σθῶ τὸ σπί­τι τοῦ πα­τέ­ρα μου. Ἐ­δῶ, ἀν­τι­θέ­τως, οἱ λύ­κοι δὲν ἔ­χουν τὸ με­γα­λεῖ­ο των με­τα­φο­ρῶν. Εἶ­ναι μύ­γες με­θυ­σμέ­νες ἀ­πὸ τὴν κου­φό­βρα­ση. Εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­τα­μί­ευ­ση γιὰ τὴν ἀ­πο­τα­μί­ευ­ση, ποὺ συγ­χέ­ε­ται μὲ τὴ σύ­νε­ση. Καὶ δὲν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­να μέ­ρι­σμα. Ἀν­τὶ γιὰ κο­πά­δια, πε­ρι­βό­λια καὶ πευ­κῶ­νες, εἶ­χες μό­νο δυ­νά­μεις γιὰ νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖς χι­λιά­δες βι­βλί­α —ἀ­νά­με­σά τους καὶ ἕ­να τοῦ Ἀ­ρέ­στι—, βου­νὰ ἀ­πὸ χαρ­τιὰ καὶ ἔγ­γρα­φα. Τὰ δι­λήμ­μα­τα ποὺ σοῦ γεν­νι­οῦν­ται τὴν ὥ­ρα ποὺ πρέ­πει νὰ κα­τα­δι­κά­σεις ἢ νὰ ἀ­πο­νεί­μεις χά­ρη ἐ­ξαρ­τῶν­ται ἀ­πὸ πραγ­μα­τι­κό­τη­τες κα­θό­λου ποι­η­τι­κὲς καὶ ντρο­πι­α­στι­κὰ μύ­χι­ες. Τὸ πι­ο­λὲ-θερ­μό­με­τρο, ἀ­να­μνη­στι­κὸ ἀ­πὸ τὴν Κρι­μαί­α; Τοῦ ἀ­πο­νέ­με­ται χά­ρη. Ἡ πέν­θι­μη λι­θο­γρα­φί­α τοῦ Ἀν­τό­νι Τά­πι­ες; Στὸν κά­δο ἀ­πορ­ριμ­μά­των. Τὸ δα­χτυ­λί­δι ποὺ φτι­ά­χτη­κε ἀ­πὸ συν­τρίμ­μια ἑ­νὸς ἀ­με­ρι­κα­νι­κοῦ βομ­βαρ­δι­στι­κοῦ Β-52 ποῦ εἶ­χε κα­ταρ­ρι­φθεῖ στὸ Βι­ετ­νάμ; Τοῦ ἀ­πο­νέ­με­ται χά­ρη. Ὁ δί­σκος Τὰ τρα­γού­δια ποῦ ἄ­ρε­σαν στὸν Λέ­νιν; Στὸν κά­δο ἀ­πορ­ριμ­μά­των. Πρὶν φτά­σεις σὲ αὐ­τὴ τὴ φά­ση, θὰ ἔ­χεις ἐ­πι­ζή­σει μιᾶς μα­κρᾶς δι­α­δι­κα­σί­ας ἐ­πι­λο­γῶν. Οἱ κοῦ­τες θὰ γε­μί­σουν μὲ ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α, ἀν­τί­γρα­φα κί­νη­σης λο­γα­ρια­σμῶν καὶ ταυ­τό­τη­τες —νό­μι­μες καὶ πλα­στές— καὶ τὴ χαρ­τού­ρα ποὺ κα­θι­στᾶ ἐ­πί­ση­μη τὴν ὕ­παρ­ξη κά­θε οἰ­κο­γέ­νειας – ἄ­ρα καὶ αὐ­τῆς. Σ’ ἕ­να προ­γε­νέ­στε­ρο στά­διο, τὰ χρή­σι­μα πράγ­μα­τα θὰ ἔ­χουν κα­ταλ­λή­λως ἀ­ξι­ο­ποι­η­θεῖ —καὶ ἐ­νί­ο­τε λη­στευ­θεῖ— ἀ­πὸ συγ­γε­νεῖς, φί­λους, γεί­το­νες καὶ μὴ κερ­δο­σκο­πι­κοὺς ὀρ­γα­νι­σμούς. Πιά­τα, κα­τσα­ρό­λες, μα­χαι­ρο­πί­ρου­να, πο­δι­ές, μπουρ­νού­ζια, τά­περ, πλε­χτὰ κου­βερ­λὶ ἀλ­λὰ καὶ ἐκ­δό­σεις ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τῆς πρώ­της ἢ τῆς δεύ­τε­ρης πα­ρα­νο­μί­ας (μιὰ πε­ρί­ο­δος ποὺ πάν­τα εἶ­χε γε­ω­λο­γι­κὴ δι­ά­στα­ση: πλει­στό­και­νος, ὁ­λό­και­νος, πα­ρα­νο­μί­α). Τὰ ροῦ­χα θὰ ἔ­χουν δω­ρι­στεῖ γιὰ τὴν ἀ­γα­θο­ερ­γί­α, ποὺ τώ­ρα ἔ­χει με­το­νο­μα­στεῖ, χά­ρη σὲ μιὰ ση­μα­σι­ο­λο­γι­κὴ μα­νού­βρα, σὲ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η. Εἶ­ναι ση­μαν­τι­κὸ νὰ μὴν σὲ πά­ρει ἀ­πὸ κά­τω. Ἡ δύ­να­μη κά­ποι­ων ἀ­να­μνή­σε­ων εἶ­ναι ὀ­λέ­θρια. Κερ­δί­ζεις θύ­μι­σες, χά­νεις τὴν ἰ­σορ­ρο­πί­α σου. Πρέ­πει νὰ θω­ρα­κι­στεῖς ἀ­πέ­ναν­τί σε αὐ­τὲς τὶς ἐ­νέ­δρες, ἀ­κό­μα καὶ ἂν γι’ αὐ­τὸ θὰ πρέ­πει νὰ πι­εῖς —κα­τὰ προ­τί­μη­ση τὴ σλι­βο­βί­τσα ἀ­πὸ τὸ ἔ­πι­πλο-μπάρ, ἕ­να λι­κὲρ πού, πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἀ­πὸ ζα­λά­δα, προ­κα­λεῖ βαλ­κα­νι­κὴ ἀ­μνη­σί­α—, νὰ ἀ­πο­τι­νά­ξεις τὶς ἀ­να­στο­λές σου καὶ νὰ ἀ­παλ­λα­γεῖς ἀ­πὸ τὰ προ­σκόμ­μα­τα ποὺ μπο­ρεῖ νὰ σὲ ἐμ­πο­δί­σουν νὰ φέ­ρεις σὲ πέ­ρας τὸ πρό­γραμ­μά σου (τρί­α δρο­μο­λό­για μέ­χρι τὸν κά­δο ἀ­πορ­ριμ­μά­των γιὰ κά­θε κού­τα ποὺ τῆς ἀ­πο­νε­μή­θη­κε χά­ρη εἶ­ναι μιὰ λο­γι­κὴ ἀ­να­λο­γί­α). Τὰ ἔ­πι­πλα θὰ τὰ ἀ­να­λά­βει κά­ποι­α ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ Δή­μου ποὺ θὰ στεί­λει μιὰ ὁ­μά­δα ἀ­πὸ ἐρ­γά­τες. Τὸ νὰ τοὺς βλέ­πεις νὰ ἐρ­γά­ζον­ται εἶ­ναι ἕ­να θέ­α­μα ποὺ δὲν πρέ­πει νὰ χά­σεις: πέν­τε ὧ­ρες χο­ρο­γρα­φί­ας σὲ ἀ­σαν­σὲρ καὶ σκά­λες, μὲ ξε­μον­τα­ρι­σμέ­να ρά­φια, μὲ πράγ­μα­τα πού, ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως εἶ­χαν μπεῖ μὲ πί­ε­ση, πρέ­πει ἐ­πί­σης νὰ βγοῦν μὲ πί­ε­ση, μὲ ται­νί­ες συ­σκευ­α­σί­ας ποὺ οὐρ­λιά­ζουν ἀ­πὸ πό­νο καί, ὡς μου­σι­κὴ ὑ­πό­κρου­ση, ἕ­να ρε­περ­τό­ριο ἀ­πὸ τρα­γού­δια ποὺ σφυ­ρί­ζει ὁ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τῆς ὁ­μά­δας – κα­μί­α σχέ­ση μὲ ἐ­κεῖ­να ποὺ ἄ­ρε­σαν στὸν Λέ­νιν. Καί, ἀ­φοῦ πλέ­ον ἀ­δειά­σει τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα, θὰ εἶ­σαι πε­πει­σμέ­νος ὅ­τι δὲν ἦ­ταν τε­λι­κὰ ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ σοῦ κλέ­ψουν τὰ ὅ­πλα γιὰ νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖς, μὲ τὰ ἴ­δια σου τὰ χέ­ρια, τὸ σπί­τι τοῦ πα­τέ­ρα σου. Καὶ κα­νέ­νας δὲν θὰ χρεια­στεῖ νὰ που­λή­σει τὴν ψυ­χή του καὶ νὰ χά­σει τοὺς ἀ­πο­γό­νους του γιὰ νὰ κρα­τη­θεῖ ὄρ­θιος. Δὲν θὰ μπο­ρεῖς πλέ­ον νὰ κα­θί­σεις που­θε­νὰ για­τί δὲν θὰ ὑ­πάρ­χουν κα­ρέ­κλες, οὔ­τε κρε­βά­τια καὶ τὸ πά­τω­μα θὰ εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κὰ βρό­μι­κο καὶ σκο­νι­σμέ­νο. Καὶ τό­τε, σὰν μιὰ ἀ­να­πάν­τε­χη ἀ­λή­θεια, θὰ σὲ κα­τα­κλύ­σει ἡ αἴ­σθη­ση ὅ­τι μιὰ πε­ρί­ο­δος ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε, ὅ­τι φαι­νο­με­νι­κὰ πέ­ρα­σες τὶς ἐ­ξε­τά­σεις, ἀλ­λά, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἔ­χεις κο­πεῖ (θὰ ἀ­να­ρω­τη­θεῖς ἄν, τὸ νὰ κλεί­σεις τὸ σπί­τι κά­ποι­ου ποὺ πλέ­ον δὲν εἶ­ναι στὴ ζω­ὴ ἢ ποὺ ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ φύ­γει γιὰ ἀλ­λοῦ για­τί πλέ­ον δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὰ βγά­λει πέ­ρα μό­νος του, ση­μαί­νει, κα­τὰ βά­θος, ὅ­τι πα­ρα­δί­νε­σαι). Καὶ θὰ νι­ώ­σεις ὅ­πως οἱ νι­κη­μέ­νοι τῶν με­γά­λων ἀ­θλη­τι­κῶν τε­λι­κῶν πού, πα­ρὰ τὴν ἥτ­τα, εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι, λό­γω πρω­το­κόλ­λου, νὰ πα­ρα­μεί­νουν στὸν ἀ­γω­νι­στι­κὸ χῶ­ρο, πε­ρι­μέ­νον­τας τὴ χει­ρα­ψί­α τῶν ἀρ­χῶν καὶ τὸ με­τάλ­λιο τῆς πα­ρη­γο­ριᾶς. Πα­ρη­γο­ριὰ ποὺ ἔ­κλει­σες ἐ­πι­τέ­λους τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα, τε­λευ­ταί­α ἐκ­κρε­μό­τη­τα σὲ μιὰ μα­κρὰ λί­στα τε­λευ­ταί­ων ἐ­πι­θυ­μι­ῶν. Πα­ρη­γο­ριὰ γι’ αὐ­τὸ ποὺ εἶ­ναι —θὰ τὸ αἰ­σθαν­θεῖς ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ κλεί­νεις ὁ­ρι­στι­κὰ τὴν πόρ­τα— ἡ ἀ­πό­λυ­τη θλί­ψη για­τί τε­λι­κὰ δὲν βρῆ­κες τρό­πο νὰ τι­μή­σεις μὲ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη ζέ­ση καὶ πί­στη οὔ­τε τὸ σπί­τι οὔ­τε τοὺς γο­νεῖς σου.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των La bicicleta estàtica (Τὸ στα­τικὸ πο­δή­λα­το) (Ἐκ­δό­σεις Quaderns Crema, Βαρ­κε­λώ­νη, 2010). Τώρα καὶ στὰ ἑλ­λη­νι­κά: Τὸ στα­τι­κὸ πο­δη­λά­το (ἐκδ. Μιχάλη Σιδέρη, 2013).

SergiPamies-Eikona-04Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies) (Πα­ρί­σι, 1960). Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ γράμ­μα­τα μὲ τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των T’hauria de caure la cara de vergonya τὸ 1986 καὶ Infecció τὸ 1987. Μὲ τὸ La primera pedra (1990) ὁ Πά­μι­ες θὰ ξε­κι­νή­σει τὸ μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό του ἔρ­γο γιὰ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν τὰ L’instint τὸ 1992 καὶ τὸ Sentimental τὸ 1995. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας θὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴ σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση μὲ τὶς συλ­λο­γὲς La gran novel·la sobre Barcelona τὸ 1997, L’últim llibre del Sergi Pàmies τὸ 2000, Si menges una llimona sense fer ganyotes τὸ 2006 [Μπο­ρεῖς νὰ φᾶς λε­μό­νι καὶ νὰ μὴν ξι­νί­σεις τὰ μοῦ­τρα σου;, Ἐκ­δό­σεις Πά­πυ­ρος, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος, Εὐ­ρυ­βιά­δης Σο­φός], La bicicleta estàtica (Τὸ στα­τι­κὸ πο­δή­λα­το, Ἐκ­δό­σεις Μι­χά­λη Σι­δέ­ρη, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος) καὶ Cancons d’amor i de pluja τὸ 2013. Ἀρ­θρο­γρα­φεῖ στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα τῆς Βαρ­κε­λώ­νης La Vanguardia. Ὁ Σέρ­ζι Πά­μι­ες ἔ­χει με­τα­φρά­σει στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Guillaume Apollinaire, Jean-Philippe Toussaint, Agota Kristof, Frédéric Beigbeder κ.ἄ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ κα­τα­λα­νι­κά:

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (Ἀ­θή­να 1963). Ἐ­πί­κου­ρος κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, ἰ­σπα­νι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ε. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ι. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Α. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.



		

	

Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies): «Unplugged»

.

Pamies,Sergi-Unplugged-Eikona-01-παιδί που κοιμάται

.

Σέρ­ζι Πά­μι­ες (Sergi Pàmies)

 .

«Unplugged»

 .

12-Omikron-Hymnus_in_Romam_61_2ΓΥΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΔΙΗΓΗΜΑ: μι­λά­ει ἀ­κό­μα καὶ ὅ­ταν κοι­μᾶ­ται. Τοῦ ἀ­κουμ­πά­ω τὸ μέ­τω­πο: ἔ­χει ἱ­δρώ­σει. Ἀ­γνο­ῶ τὸ πὼς θὰ τε­λει­ώ­σει, τὸ μό­νο ποὺ ξέ­ρω εἶ­ναι ὅ­τι μὲ συ­ναρ­πά­ζει. Τό­σο πο­λύ, πού μοῦ προ­κα­λεῖ πα­νι­κὸ νὰ πά­ρω ἀ­πο­φά­σεις ποὺ μπο­ρεῖ νὰ τὸν βλά­ψουν. Ἂν τοῦ μά­θω νὰ πυ­ρο­βο­λεῖ, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, μπο­ρεῖ νὰ αὐ­το­τραυ­μα­τι­στεῖ μὲ τὸ του­φέ­κι, ἀλ­λά, ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη, τὸ ὅ­πλο θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τοῦ σώ­σει τὴ ζω­ή. Κά­νει πράγ­μα­τα ποὺ δὲν εἶ­χα προ­βλέ­ψει: τὴ νύ­χτα, ση­κώ­νει τὸ χέ­ρι του καὶ τὸ ξύ­νει, λὲς καὶ παί­ζει ἕ­να φαν­τα­στι­κὸ βι­ο­λί. Φο­ρά­ει πιτ­ζά­μα φλίς, μὲ κου­νέ­λια, ἀρ­κοῦ­δες, ἐ­λέ­φαν­τες, ἕ­να σχέ­διο τό­σο ἐ­ξω­πραγ­μα­τι­κὸ ὅ­σο καὶ ἡ τα­πε­τσα­ρί­α τοῦ δω­μα­τί­ου. Ὅ­ταν χτυ­πά­ει, τὸν πα­ρη­γο­ρῶ. Ὅ­ταν ἀρ­ρω­σταί­νει, τὸν φρον­τί­ζω. Ὅ­ταν κά­νει λά­θος, τὸν δι­ορ­θώ­νω. Συ­χνὰ τοῦ ζη­τά­ω πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ ὅ­σα μπο­ρεῖ νὰ μοῦ δώ­σει καί, σχε­δὸν πάν­τα, ἀ­παι­τεῖ ἀ­πὸ ἐ­μέ­να πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ ὅ­σα μπο­ρῶ νὰ τοῦ προ­σφέ­ρω. Μι­λά­ει ὥ­στε ἐ­γὼ νὰ σω­πά­σω καὶ ἀ­να­γνω­ρί­ζω τὸν ἑ­αυ­τό μου μό­νο ὅ­ταν ἐκ­φρά­ζο­μαι μέ­σα ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον. Γιὰ νὰ με­γα­λώ­σει, πρέ­πει νὰ συρ­ρι­κνω­θῶ ἐ­γώ. Γιὰ νὰ ὡ­ρι­μά­σει, πρέ­πει νὰ μα­ρα­θῶ. Ἐ­ξαρ­τι­ό­μα­στε ὁ ἕ­νας ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο. Ὅ­ταν τσα­κω­νό­μα­στε, ἐ­γὼ ἐ­πι­βάλ­λω τὴν ἄ­πο­ψή μου, ἂν καὶ τὸ δί­κιο εἶ­ναι μὲ τὸ μέ­ρος του. Τὸ τέ­λος θὰ ἐ­πέλ­θει ὅ­ταν οὔ­τε τὸ δι­ή­γη­μα οὔ­τε ὁ γιὸς θὰ μὲ χρει­ά­ζον­ται πλέ­ον καὶ θὰ πρέ­πει νὰ ὑ­πο­κρι­θῶ πὼς δὲν μὲ ἐ­νο­χλεῖ νὰ ζή­σουν τὴ ζω­ή τους. Ἂν ἔ­χουν μνή­μη καὶ τύ­χη, θὰ τοὺς φα­νοῦν ἐ­πω­φε­λῆ τὰ προ­σχέ­δια, οἱ τό­σες δο­κι­μές, οἱ στιγ­μὲς εὐ­φο­ρί­ας καὶ ἀ­πο­γο­ή­τευ­σης, τὰ τσα­λα­κω­μέ­να χαρ­τιὰ μέ­σα καὶ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ κα­λά­θι ἀ­χρή­στων. Ἂν εἶ­ναι ἀρ­κε­τὰ ξύ­πνιοι, θὰ ξέ­ρουν πῶς νὰ κερ­δί­σουν τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων ποὺ θὰ συ­νε­χί­σουν τὴν ἱ­στο­ρί­α. Τώ­ρα κοι­μοῦν­ται μα­ζί: ὁ γιὸς καὶ τὸ δι­ή­γη­μα. Ἄν, ὅ­ταν ξυ­πνή­σουν, ἐ­γὼ δὲν εἶ­μαι πιὰ ἐ­δῶ, καὶ μὲ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση ὅ­τι δὲν θὰ ὑ­πάρ­χει κα­νεὶς μπρο­στὰ ποὺ νὰ μπο­ρεῖ νὰ τοὺς κά­νει νὰ ντρα­ποῦν ἢ νὰ αἰ­σθαν­θοῦν ἄ­βο­λα, πεῖ­τε τους ὅ­τι τοὺς ἀ­γα­πά­ω.

 .

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 .

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των La bicicleta estàtica (Τὸ στα­τικὸ πο­δή­λα­το) (Ἐκ­δό­σεις Quaderns Crema, Βαρ­κε­λώ­νη, 2010).

SergiPamies-Eikona-04Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies) (Πα­ρί­σι, 1960). Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ γράμ­μα­τα μὲ τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των T’hauria de caure la cara de vergonya τὸ 1986 καὶ Infecció τὸ 1987. Μὲ τὸ La primera pedra (1990) ὁ Πά­μι­ες θὰ ξε­κι­νή­σει τὸ μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό του ἔρ­γο γιὰ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν τὰ L’instint τὸ 1992 καὶ τὸ Sentimental τὸ 1995. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας θὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴ σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση μὲ τὶς συλ­λο­γὲς La gran novel·la sobre Barcelona τὸ 1997, L’últim llibre del Sergi Pàmies τὸ 2000, Si menges una llimona sense fer ganyotes τὸ 2006 [Μπο­ρεῖς νὰ φᾶς λε­μό­νι καὶ νὰ μὴν ξι­νί­σεις τὰ μοῦ­τρα σου;, Ἐκ­δό­σεις Πά­πυ­ρος, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος, Εὐ­ρυ­βιά­δης Σο­φός], La bicicleta estàtica (Τὸ στα­τι­κὸ πο­δή­λα­το, Ἐκ­δό­σεις Μι­χά­λη Σι­δέ­ρη, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος, ὑ­πὸ ἔκ­δο­ση) καὶ Cancons d’amor i de pluja τὸ 2013. Ἀρ­θρο­γρα­φεῖ στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα τῆς Βαρ­κε­λώ­νης La Vanguardia. Ὁ Σέρ­ζι Πά­μι­ες ἔ­χει με­τα­φρά­σει στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Guillaume Apollinaire, Jean-Philippe Toussaint, Agota Kristof, Frédéric Beigbeder κ.ἄ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ κα­τα­λα­νι­κὰ:

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (Ἀ­θή­να 1963). Ἐ­πί­κου­ρος κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, ἰ­σπα­νι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ε. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ι. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Α. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.

.

Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies): Ἐθελοντές

.

Pamies,Sergi-Ethelontes-Eikona-02

.

Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies)

 .

Ἐ­θε­λον­τές

(Voluntaris)

 .

10-hΤΑΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ μιὰ φορὰ ποὺ δὲν ἦ­ταν σὰν τὶς ἄλ­λες. Οὔ­τε τὰ παι­διά, οὔ­τε οἱ βα­σι­λιά­δες, οὔ­τε οἱ πριγ­κί­πισ­σες (μὲ τὶς ξαν­θὲς μα­κρι­ὲς πλε­ξοῦ­δες τους) δὲν ἤ­θε­λαν νὰ ξέ­ρουν τί­πο­τα γι’ αὐ­τή, οὔ­τε κὰν τὰ πιὸ ἄ­σχη­μα καὶ μαλ­λια­ρὰ ζῶ­α ποὺ συ­νή­θως εἶ­ναι δι­α­τε­θει­μέ­να νὰ συμ­με­τέ­χουν στὶς πιὸ ἀ­πί­θα­νες ἱ­στο­ρί­ες. Γιὰ νὰ ἀν­τι­λη­φθοῦν τὴν ὕ­παρ­ξή της, ἡ φο­ρὰ ποὺ δὲν ἦ­ταν σὰν τὶς ἄλ­λες ἔ­πρε­πε νὰ κά­νει αἰ­σθη­τὴ τὴν πα­ρου­σί­α της καί, μὲ ἀ­δε­ξι­ό­τη­τα καὶ ἐ­πώ­δυ­νη συ­στο­λή, χαι­ρε­τοῦ­σε κου­νών­τας τὸ χέ­ρι σὲ ὅ­λους ὅ­σοι —δὲν ξέ­ρου­με ἂν ἐ­πί­τη­δες ἢ χω­ρὶς νὰ τὸ θέ­λουν— τὴν ἀ­γνο­οῦ­σαν. Ὅ­ταν με­γά­λω­σε, ἄρ­χι­σε νὰ αἰ­σθά­νε­ται ζή­λια γιὰ τὶς φο­ρὲς ἐ­κεῖ­νες ποὺ ἦ­ταν σὰν τὶς ἄλ­λες. Καὶ ἐ­κεί­νης θὰ τῆς ἄ­ρε­σε νὰ ἦ­ταν μιὰ φο­ρὰ μὲ κά­στρο στὴν κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς βου­νοῦ καὶ νὰ ἀ­νέ­βει στὸν πιὸ ψη­λὸ πύρ­γο καὶ νὰ δεῖ πῶς, ἀ­πὸ πο­λὺ μα­κριὰ καὶ καλ­πά­ζον­τας, πλη­σί­α­ζαν γα­λα­ζο­αί­μα­τοι πρίγ­κι­πες (ἢ ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἄλ­λου χρώ­μα­τος) φορ­τω­μέ­νοι πλού­τη καὶ τε­στο­στε­ρό­νη. Θὰ εἶ­χε μά­λι­στα συμ­βι­βα­στεῖ μὲ τὸ νὰ εἶ­ναι μιὰ φο­ρὰ ἀ­πε­χθὴς ἢ τρο­μα­κτι­κὴ ἢ κά­ποι­ων ψυ­χο­πα­θῶν ποὺ ξε­κοί­λια­ζαν πόρ­νες, ἂς ποῦ­με, στὸ Λον­δί­νο ἢ στὴ Βο­στό­νη. Ἀ­πὸ μιὰ φο­ρὰ ποὺ εἶ­ναι ὅ­πως πρέ­πει, ὀ­φεί­λει κα­νεὶς νὰ ἀ­παι­τεῖ μιὰ σχε­τι­κὴ δρα­μα­τι­κὴ δι­ά­στα­ση καὶ τὴν ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ βά­ζει τὰ γε­γο­νό­τα σὲ μιὰ σει­ρὰ σὰν σὲ πα­ρα­μύ­θι. Ἐ­κεί­νη, ἀν­τι­θέ­τως, δὲν εἶ­χε τὴ δι­ά­θε­ση ποὺ χρει­α­ζό­ταν ὥ­στε νὰ ἀ­να­λά­βει τὴν εὐ­θύ­νη νὰ με­τα­δί­δε­ται ἀ­πὸ τοὺς γο­νεῖς στὰ παι­διὰ μέ­σῳ μιᾶς γρα­πτῆς ἢ προ­φο­ρι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας μὲ ἠ­θι­κὸ δί­δαγ­μα στὸ τέ­λος. Δί­χως ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ πά­ει μπρο­στὰ καὶ μὲ τὶς ἴ­δι­ες τὶς ἀ­δυ­να­μί­ες της νὰ τῆς κα­τα­τρῶ­νε τὰ σω­θι­κά, γε­μά­τη κόμ­πλεξ λό­γῳ τῶν ἀ­μέ­τρη­των μει­ο­νε­κτη­μά­των της, ἐγ­κα­τέ­λει­ψε στα­δια­κὰ τὸν ἑ­αυ­τό της. Κοι­μό­ταν στὸ δρό­μο, ἔ­παιρ­νε νο­θευ­μέ­να ναρ­κω­τι­κὰ καὶ περ­νοῦ­σε με­γά­λα χρο­νι­κὰ δι­α­στή­μα­τα δί­χως νὰ ἀρ­θρώ­νει λέ­ξη, ἐ­κτὸς τό­που καὶ χρό­νου, συσ­σω­ρεύ­ον­τας μνη­σι­κα­κί­α, κοι­τά­ζον­τας τὸν κό­σμο μὲ μά­τια γε­μά­τα ὀρ­γὴ καὶ μὲ κα­τα­βα­ρα­θρω­μέ­νη τὴν αὐ­το­ε­κτί­μη­σή της. Ὑ­πέ­φε­ρε ἀ­πὸ ἀ­ϋ­πνία καὶ πα­ραι­σθή­σεις μέ­χρι πού, ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα, ἕ­να συ­νερ­γεῖ­ο κα­θα­ρι­σμοῦ τοῦ Δή­μου τὴ βρῆ­κε, βα­ριὰ τραυ­μα­τι­σμέ­νη, με­τα­ξὺ ἑ­νὸς κά­δου ἀ­να­κύ­κλω­σης γυα­λιοῦ (πρά­σι­νο) καὶ ἑ­νὸς κά­δου ἀ­να­κύ­κλω­σης ἀ­λου­μι­νί­ου καὶ πλα­στι­κοῦ (κί­τρι­νο). Τὴν πῆ­γαν στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο καί, κα­θὼς δὲν ὑ­πῆρ­χαν δι­α­θέ­σι­μα κρε­βά­τια, τε­λι­κὰ τὴν πα­ρα­πέ­τα­ξαν στὴν πιὸ ἀ­φι­λό­ξε­νη γω­νιὰ ἑ­νὸς λυ­ό­με­νου πα­ρα­πήγ­μα­τος, δί­πλα στὴν πτέ­ρυ­γα τοῦ παι­δι­κοῦ ὀγ­κο­λο­γι­κοῦ τμή­μα­τος. Ἐ­κεῖ τὴ γνώ­ρι­σα. Δύ­ο φο­ρὲς τὴν ἑ­βδο­μά­δα μιὰ ὁ­μά­δα ἐ­θε­λον­τῶν μα­ζευ­ό­μα­σταν γιὰ νὰ δι­α­βά­σου­με πα­ρα­μύ­θια στοὺς πιὸ μι­κροὺς ἀ­πὸ τοὺς ἀ­σθε­νεῖς. Δὲν ἔ­χου­με τὴν ἐ­νέρ­γεια τῶν κλό­ουν, ποὺ εἶ­ναι ἱ­κα­νοὶ νὰ με­τα­μορ­φώ­σουν τοὺς δι­α­δρό­μους τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου σὲ σκη­νι­κὸ τσίρ­κου, οὔ­τε τὴ χα­ρὰ τῶν μου­σι­κῶν, ποὺ κά­νουν νὰ πάλ­λον­ται ἀ­κό­μα καὶ τὰ πιὸ ἀ­πα­θῆ φῶ­τα φθο­ρί­ου, οὔ­τε τὴν ἐ­πι­ση­μό­τη­τα τῶν ἱ­ε­ρέ­ων, ὅ­ταν ἔρ­χον­ται γιὰ νὰ ἀ­ναγ­γεί­λουν ἕ­ναν ἐ­πι­κεί­με­νο θά­να­το. Ἀν­τι­θέ­τως, ἂν βροῦ­με τὸν κα­τάλ­λη­λο τό­νο καὶ τὸ κα­τάλ­λη­λο κεί­με­νο, κα­τορ­θώ­νου­με με­ρι­κὲς φο­ρὲς νὰ κυ­ρι­αρ­χή­σει ἡ φω­νὴ τοῦ ἀ­φη­γη­τῆ καὶ οἱ ἀ­σθε­νεῖς νὰ πε­ρι­μέ­νουν μὲ ἀ­δη­μο­νί­α τὴν ἔκ­βα­ση μιᾶς ἱ­στο­ρί­ας πού, συ­χνά, ἀρ­χί­ζει μὲ ἕ­να «Μιὰ φο­ρὰ καὶ ἕ­ναν και­ρό…». Μιὰ μέ­ρα, πα­ρα­ξε­νε­μέ­νος ἀ­πὸ τὴν ἀ­πό­μα­κρη στά­ση τῆς ἀ­σθε­νοῦς, τὴ ρώ­τη­σα ποι­ὰ ἦ­ταν, ἀλ­λὰ οὔ­τε κὰν κα­τά­φε­ρα νὰ κα­τα­λά­βω τὴν ἀ­πάν­τη­σή της. Ἔ­κτο­τε, τὴν ἐ­πι­σκε­πτό­μουν ποῦ καὶ ποῦ, με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἀ­πὸ οἶ­κτο καὶ ἄλ­λες ἀ­πὸ τὸ πα­θο­λο­γι­κό, θὰ ἔ­λε­γα, ἐν­δι­α­φέ­ρον αὐ­τῶν ποὺ ἀ­να­ζη­τοῦ­με στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τὶς ἱ­στο­ρί­ες ποὺ εἴ­μα­στε ἀ­νί­κα­νοι νὰ ἐ­πι­νο­ή­σου­με. Μέ­χρι πού, ἕ­να βρά­δυ, πέ­θα­νε μὲ τὸ χει­ρό­τε­ρο τρό­πο: μό­νη, πα­ρα­λη­ρών­τας καὶ πα­τών­τας ἀ­πελ­πι­σμέ­να τὸ δο­σο­με­τρη­τὴ μορ­φί­νης. Δὲν ἦ­ταν καὶ κα­νέ­να δρά­μα, για­τὶ δὲν γνω­ρι­ζό­μα­σταν καὶ πο­λὺ κα­λὰ καὶ για­τὶ, ἀ­πὸ τό­τε ποὺ εἶ­μαι ἐ­θε­λον­τής, ἔ­χω μά­θει νὰ ἀ­πο­στα­σι­ο­ποι­οῦ­μαι ἀ­πὸ τὶς ὑ­περ­βο­λι­κὰ κα­τα­στρο­φι­κὲς συγ­κι­νή­σεις. Με­ρι­κὲς ὧ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­φοῦ εἶ­χα ἤ­δη δι­α­λέ­ξει τὰ πα­ρα­μύ­θια ποὺ θὰ δια­βά­ζα­με τὸ ἑ­πό­με­νο πρω­ί, τα­κτο­ποί­η­σα τὶς ση­μει­ώ­σεις ποὺ εἶ­χα κρα­τή­σει στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο καὶ ἄρ­χι­σα νὰ γρά­φω τὴν ἱ­στο­ρί­α αὐ­τῆς τῆς φο­ρᾶς ποὺ δὲν ἦ­ταν σὰν τὶς ἄλ­λες, για­τὶ οὔ­τε τὰ παι­διά, οὔ­τε οἱ βα­σι­λιά­δες, οὔ­τε οἱ πριγ­κί­πισ­σες (μὲ τὶς ξαν­θὲς μα­κρι­ὲς πλε­ξοῦ­δες τους), οὔ­τε τὰ πιὸ ἄ­σχη­μα καὶ μαλ­λια­ρὰ ζῶ­α δὲν ἤ­θε­λαν νὰ ξέ­ρουν τί­πο­τα γι’ αὐ­τή, καὶ για­τὶ ὑ­πάρ­χουν φο­ρὲς ποὺ περ­νοῦν δί­χως νὰ ἀ­φή­σουν ἴ­χνος, λὲς καὶ δὲν ὑ­πῆρ­ξαν πο­τέ.

 .

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

 .

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των La bicicleta estàtica (Τὸ στα­τικὸ πο­δή­λα­το) (Ἐκ­δό­σεις Quaderns Crema, Βαρ­κε­λώ­νη, 2010).

SergiPamies-Eikona-04ΣέρζιΠάμιες (Sergi Pàmies) (Πα­ρί­σι, 1960). Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ γράμ­μα­τα μὲ τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των T’hauria de caure la cara de vergonya τὸ 1986 καὶ Infecció τὸ 1987. Μὲ τὸ La primera pedra (1990) ὁ Πά­μι­ες θὰ ξε­κι­νή­σει τὸ μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό του ἔρ­γο γιὰ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν τὰ L’instint τὸ 1992 καὶ τὸ Sentimental τὸ 1995. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας θὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴ σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση μὲ τὶς συλ­λο­γὲς La gran novel·la sobre Barcelona τὸ 1997, L’últim llibre del Sergi Pàmies τὸ 2000, Si menges una llimona sense fer ganyotes τὸ 2006 [Μπο­ρεῖς νὰ φᾶς λε­μό­νι καὶ νὰ μὴν ξι­νί­σεις τὰ μοῦ­τρα σου;, Ἐκ­δό­σεις Πά­πυ­ρος, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος, Εὐ­ρυ­βιά­δης Σο­φός], La bicicleta estàtica (Τὸ στα­τι­κὸ πο­δή­λα­το, Ἐκ­δό­σεις Μι­χά­λη Σι­δέ­ρη, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος, ὑ­πὸ ἔκ­δο­ση) καὶ Cancons d’amor i de pluja τὸ 2013. Ἀρ­θρο­γρα­φεῖ στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα τῆς Βαρ­κε­λώ­νης La Vanguardia. Ὁ Σέρ­ζι Πά­μι­ες ἔ­χει με­τα­φρά­σει στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Guillaume Apollinaire, Jean-Philippe Toussaint, Agota Kristof, Frédéric Beigbeder κ.ἄ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ κα­τα­λα­νι­κά:

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (Ἀ­θή­να 1963). Ἐ­πί­κου­ρος κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, ἰ­σπα­νι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ε. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ι. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Α. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.

 .