Λὸν Ὄττο (Lon Otto): Ἐρωτικὰ Ποιήματα

 

 

Λὸν Ὄττο (Lon Otto)

 

Ἐρωτικὰ Ποιήματα

(L­o­ve P­o­e­ms)

 

ΗΣ Ε­ΓΡΑ­ΨΕ ἕ­να ἐ­ρω­τι­κὸ ποί­η­μα γιὰ τὴ μέ­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­λεν­τί­νου. Εἶ­ναι πο­λὺ ὄ­μορ­φο, ἐκ­φρά­ζει καὶ ἐν­σω­μα­τώ­νει ἕ­να πα­θι­α­σμέ­νο, αὐ­θεν­τι­κὸ συ­ναί­σθη­μα. Ἕ­να συ­ναί­σθη­μα γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν θε­ω­ροῦ­σε τὸν ἑ­αυ­τό του ἱ­κα­νό, μιὰ τρυ­φε­ρό­τη­τα ποὺ ἀ­νή­κει σὲ κά­ποι­ον κα­λύ­τε­ρο ἄν­θρω­πο. Ταυ­τό­χρο­να, τὰ κα­λο­λο­γι­κὰ στοι­χεῖα εἶ­ναι ἔν­το­να καὶ εὐ­δι­ά­κρι­τα, ἡ μορ­φὴ πε­ρί­πλο­κη μὰ δι­α­κρι­τι­κή. Ἀ­παγ­γέλ­λει τὸ ποί­η­μα ξα­νὰ καὶ ξα­νά. Δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸ πι­στέ­ψει ὅ­τι εἶ­ναι τό­σο κα­λό. Εἶ­ναι τὸ κα­λύ­τε­ρο ποί­η­μα ποὺ ἔ­γρα­ψε πο­τέ.

       Θὰ τῆς τὸ στεί­λει μὲ e-m­a­il ἀ­πό­ψε. Ἐ­κεί­νη θὰ τὸ ἀ­νοί­ξει μό­λις τὸ λά­βει, ἔ­πει­τα ἀ­πὸ ἔ­ξυ­πνο προ­γραμ­μα­τι­σμό, τὴ μέ­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­λεν­τί­νου. Ἡ ὀ­μορ­φιὰ καὶ τὸ πά­θος του θὰ τὴ θαμ­πώ­σουν, θὰ τὴ συ­νε­πά­ρουν. Θὰ τὸ βά­λει μα­ζὶ μὲ τὰ ὑ­πό­λοι­πα γράμ­μα­τά του καὶ θὰ τὸν ἀ­γα­πά­ει γιὰ αὐ­τό, ὅ­πως τὸν ἀ­γα­πά­ει καὶ γιὰ τὰ ὑ­πό­λοι­πα γράμ­μα­τά του. Δὲν θὰ τὸ δεί­ξει σὲ κα­νέ­ναν, ἀ­φοῦ εἶ­ναι κλει­στὸς ἄν­θρω­πος, καὶ αὐ­τὸ εἶ­ναι κά­τι ποὺ τοῦ ἀ­ρέ­σει στὸ χα­ρα­κτή­ρα της.

      Ἀ­φοῦ τῆς στέλ­νει τὸ γράμ­μα ἠ­λε­κτρο­νι­κά, κα­θα­ρο­γραμ­μέ­νο μὲ τὴν ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα γρα­φή του, δα­κτυ­λο­γρα­φεῖ ἕ­να ἀν­τί­γρα­φο γιὰ τὸ δι­κό του ἀρ­χεῖ­ο. Ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ στεί­λει ἕ­να ἀν­τί­γρα­φο σὲ ἕ­να ἀ­πὸ τὰ πιὸ φη­μι­σμέ­να λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά, στὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν ἔ­χει γί­νει ἀ­κό­μα δε­κτός. Δι­στά­ζει ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν ἀ­φι­έ­ρω­ση, για­τί αὐ­τό, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει μιὰ ἀ­μή­χα­νη κα­τά­στα­ση μὲ τὴ γυ­ναί­κα του. Στὸ τέ­λος πα­ρα­λεί­πει τὴν ἀ­φι­έ­ρω­ση. Τε­λι­κά, ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ δώ­σει ἕ­να ἀν­τί­γρα­φο καὶ στὴ γυ­ναί­κα του. Στὴ συ­νέ­χεια, στέλ­νει καὶ ἕ­να ἀν­τί­γρα­φο σὲ μιὰ γυ­ναί­κα ποὺ ξέ­ρει στὴν Ἀγ­γλί­α, μιὰ ποι­ή­τρια ποὺ κα­τα­λα­βαί­νει πραγ­μα­τι­κά το ἔρ­γο του. Κα­θα­ρο­γρά­φει ἕ­να ἀν­τί­γρα­φο γιὰ αὐ­τή, μὲ ἀ­φι­έ­ρω­ση στὰ ἀρ­χι­κά του ὀ­νό­μα­τός της. Θὰ τὸ λά­βει λί­γες μέ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα, θὰ πι­στέ­ψει ὅ­τι αὐ­τὸς τὴ σκε­φτό­ταν λί­γες μέ­ρες πρὶν τὴν ἡ­μέ­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­λεν­τί­νου.

     

  

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Tho­mas, Ja­mes, De­ni­se Tho­mas and Tom Ha­zu­ka, eds., Flash Fi­ction – 72 ve­ry short sto­ri­es,New York,Lon­don: W.W. Nor­ton & Com­pa­ny, 1992. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: στὸ Πλα­νό­δι­ον ἀρ. 50 (Ἰού­νι­ος, 2011) ποὺ κυ­κλο­φο­ρεῖ: βλ. ἐδῶ.

 

Λὸν Ὄτ­το (L­on O­t­to). Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του ζεῖ στὴν Ὀ­μά­χα ἐ­δῶ καὶ πολ­λὲς γε­νιές. Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει δύο ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς — A N­e­st of H­o­o­ks (U­n­i­v­e­r­s­i­ty of I­o­wa P­r­e­ss) καὶ C­o­v­er Me (C­o­f­f­ee H­o­u­se). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στοὺς συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους F­l­a­sh F­i­c­t­i­o­ns, T­o­w­n­s­h­i­ps, A­m­e­r­i­c­an F­i­c­t­i­on, καὶ B­e­st W­o­r­ds, B­e­st O­r­d­er, κα­θὼς καὶ στὸ F­l­a­sh F­i­c­t­i­o­ns F­o­r­w­a­rd. Εἶ­ναι δι­δά­κτωρ τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Ἰν­τιά­να καὶ ἔ­χει ζή­σει στὴν Κό­στα Ρί­κα, ἔ­χει δι­δά­ξει στὸ Με­ξι­κό, στὴν Ἱ­σπα­νί­α καὶ στὴν Πορ­το­γα­λί­α. Δι­δά­σκει Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ καὶ Λο­γο­τε­χνί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Σὲντ Τό­μας, στὸ Σὲντ Πὸλ τῆς Μι­νε­σό­τα.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Σμα­ρά­γδα Γκέ­τσου (Ἀ­θή­να, 07/05/1980). Ὁ­λο­κλή­ρω­σε τὶς σπου­δές της στὴ με­τά­φρα­ση καὶ τὴ δι­ερ­μη­νεί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Στρα­σβούρ­γου τὸ 2004. Ἔ­κτο­τε ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐ­λεύ­θε­ρη ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ας στὴ με­τά­φρα­ση.