Ντέιβιντ Ὄρνταν (David Ordan):

 

Ordan,David-AnaPasaStigmi...-Eikona-03a(Carl Purcell)

Ντέ­ι­βιντ Ὄρ­νταν (D­a­v­id O­r­d­an)

 

Ἀ­νὰ πά­σα στιγ­μὴ ἡ μα­μὰ θὰ μπεῖ μὲ ὁρ­μὴ ἀ­π’ τὴν πόρ­τα

(A­ny m­i­n­u­te m­om s­h­o­u­ld c­o­me b­l­a­s­t­i­ng t­h­r­o­u­gh t­he d­o­or)

 

08-Htta-Haakon_jarls_saga_-_initial_-_G__MuntheΜΑ­ΜΑ ΠΕ­ΘΑ­ΝΕ ἐ­νῶ μοῦ ἔ­φτια­χνε ἕ­να σάν­του­ιτς. Ἂν ἤ­ξε­ρα πὼς αὐ­τὸ θὰ τὴν σκό­τω­νε, δὲν θὰ τῆς τὸ εἶ­χα ζη­τή­σει. Πο­τὲ πρὶν δὲν τὴν εἶ­χε σκο­τώ­σει τὸ νὰ μοῦ φτιά­ξει ἕ­να σάν­του­ιτς, ὁ­πό­τε για­τί ἔ­τσι ξαφ­νι­κά; Οὔ­τε ὁ μπαμ­πάς μου τὸ κα­τα­λά­βαι­νε. Ἀλ­λὰ δὲν τὸ συ­ζη­τᾶ­με πο­λύ. Δὲν τὸ συ­ζη­τᾶ­με κα­θό­λου πο­λύ. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς προ­σπα­θοῦ­με. Με­ρι­κὲς φο­ρὲς εἴ­μα­στε μο­νά­χοι οἱ δυ­ό μας στὸ βρα­δι­νό, καὶ ὅ­λα εἶ­ναι σχε­δὸν κα­λά.

       Ἀλ­λὰ μό­νο με­ρι­κὲς φο­ρές.

       Τὶς πιὸ πολ­λὲς φο­ρὲς εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κά. Τὶς πιὸ πολ­λὲς φο­ρὲς κά­νω πράγ­μα­τα ὅ­πως νὰ ξε­χά­σω νὰ ἀ­φή­σω ἄ­δει­ο τὸ μέ­ρος της στὸ τρα­πέ­ζι. Καὶ τό­τε δὲν ξέ­ρου­με τί νὰ κά­νου­με. Τό­τε οὔ­τε κὰν προ­σπα­θοῦ­με νὰ μι­λή­σου­με. Τρί­α πιά­τα. Τρί­α πο­τή­ρια. Ἡ κου­ζί­να λάμ­πει. Μιὰ φω­τει­νή, λαμ­πε­ρὴ κου­ζί­να, ἔ­λε­γε ἡ μα­μά. Καὶ νά ‘μα­στε – ὁ μπαμ­πάς, ἡ θέ­ση της, κι ἐ­γώ. Καὶ ἀ­νὰ πά­σα στιγ­μὴ ἡ μα­μὰ θὰ μπεῖ μὲ ὁρ­μὴ ἀ­π’­τὴν πόρ­τα, φορ­τω­μέ­νη δέ­μα­τα καὶ κου­τιά, τὸ με­γά­λο χει­μω­νι­ά­τι­κο παλ­τό, τε­τρά­γω­νο στὶς πλά­τες καὶ τοὺς γο­φούς της, τὸ πρό­σω­πό της χα­μο­γε­λα­στὸ καὶ ρυ­τι­δι­α­σμέ­νο σὰν φυ­τό.

       Ἔ­πρε­πε νὰ ξέ­ρω.

       Ἔ­πρε­πε νὰ τὰ ξέ­ρω αὐ­τὰ τὰ πράγ­μα­τα.

       Ἔ­λα, μα­μά, τί λές; Δὲν εἶ­ναι δὰ πὼς θὰ πε­θά­νεις, ἄν μοῦ φτιά­ξεις ἕ­να σάν­του­ιτς. Θὰ πε­θά­νεις; Θυ­μᾶ­σαι πῶς μοῦ ἔ­κα­νες κόλ­πα; Θυ­μᾶ­σαι; Καὶ τό­τε χώ­θη­κα πί­σω ἀ­π’ τὴν κα­ρέ­κλα της, ξε­τύ­λι­ξα τὰ μπι­κου­τί της, καὶ χά­ι­δε­ψα τὰ μαλ­λιά της μὲ τὰ δά­χτυ­λά μου μέ­χρι ποὺ εἶ­πε Ἐν­τά­ξει, ἐ­πι­τέ­λους, τί σάν­του­ιτς ἤ­θε­λα; Με­τὰ ση­κώ­θη­κε, γύ­ρι­σε πρὸς τὸν μπαμ­πά μου, καὶ ἄ­νοι­ξε τὴ ρόμ­πα της, τό­σο ὥ­στε ἐ­κεῖ­νος νὰ μπο­ρεῖ νὰ ρί­ξει μιὰ κρυ­φὴ μα­τιά, ἁ­πλῶς καὶ μό­νο γιὰ νὰ δι­α­πι­στώ­σει ἂν ἡ πα­λιὰ φλό­γα ἦ­ταν ἀ­κό­μα ζων­τα­νή. Ἀλ­λὰ δὲν νο­μί­ζω ὅ­τι ἦ­ταν. Τί συμ­βαί­νει; εἶ­πε αὐ­τός. Μή­πως δὲν τὸ εἶ­χε ξα­να­δεῖ; Φτιά­ξε τὸ σάν­του­ιτς, εἶ­πε. Κι ἄ­φη­σε τὸ κορ­μί του στὴ βα­θιὰ πο­λυ­θρό­να νὰ λι­ώ­σει σὰν κρέ­μα.

       Αὐ­τὸ ἦ­ταν. Αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ τε­λευ­ταῖ­ο πράγ­μα ποὺ τῆς εἶ­πε. Ἡ μα­μὰ ἄ­νοι­ξε τὴν τη­λε­ό­ρα­ση, πῆ­γε στὴν κου­ζί­να, καὶ τὴν ἑ­πό­με­νη στιγ­μὴ φώ­να­ζε γιὰ βο­ή­θεια.

       Ὁ μπαμ­πάς μου δὲν ἤ­ξε­ρε τί συ­νέ­βαι­νε, οὔ­τε κι ἐ­γώ, ὁ­πό­τε ση­κώ­θη­κε ἀ­π’­τὴν κα­ρέ­κλα του, δι­έ­σχι­σε βα­ρι­ε­στη­μέ­να τὸ δω­μά­τιο —βε­βαι­ώ­νον­τας ὅ­τι ἔ­σερ­νε τὰ πό­δια του στὸ χα­λὶ μὲ τρα­χύ­τη­τα τό­ση, ὥ­στε στ’ ἀ­λή­θεια νὰ τὴ σο­κά­ρει— κι αὐ­τὸ ἦ­ταν. Ἡ μα­μὰ ἦ­ταν νε­κρὴ στὸ πά­τω­μα τῆς κου­ζί­νας, ἡ ρόμ­πα της ἀ­νοι­χτὴ στὴ μέ­ση.

       Καὶ σκέ­φτη­κα, Ἡ μα­μὰ εἶ­ναι νε­κρή· τί κά­νου­με τώ­ρα; Κα­νέ­νας δὲν τὸ σκέ­φτε­ται αὐ­τό.  Κα­νέ­νας δὲν σκέ­φτε­ται τί γί­νε­ται ἀ­φοῦ βρεῖς τὴ μα­μά σου νε­κρὴ ἔ­τσι, χά­μω στὸ πά­τω­μα τῆς κου­ζί­νας. Ἀλ­λὰ σᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νω, ὅ­τι τό­τε ἀρ­χί­ζει ἡ πλά­κα. Τό­τε πρέ­πει νὰ προ­σπα­θή­σεις νὰ δώ­σεις τὸ φι­λὶ τῆς ζω­ῆς, στό­μα μὲ στό­μα, —εἶ­ναι ἡ μά­να σου, γιὰ τ’ ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ— ξέ­ρον­τας ὅ­τι ἂν συ­νέλ­θει θὰ φτύ­σει στὸ πρό­σω­πό σου, για­τὶ αὐ­τὸ συμ­βαί­νει σὲ τέ­τοι­ες πε­ρι­πτώ­σεις, ὡ­στό­σο ἐ­σὺ νὰ προ­σεύ­χε­σαι γι’ αὐ­τό, για­τὶ ἂν δὲν γί­νει αὐ­τό, τό­τε ὅ­λα θὰ ἔ­χουν τε­λει­ώ­σει. Τό­τε πρέ­πει νὰ φω­νά­ξεις τὸ ἀ­σθε­νο­φό­ρο καὶ νὰ πε­ρι­μέ­νεις νὰ ἔρ­θουν καὶ νὰ σκε­πά­σουν τὸ κε­φά­λι της μ’­ἕ­να ἄ­σπρο σεν­τό­νι ἔ­τσι ὥ­στε νὰ τὴν πά­ρουν μα­κριὰ ἀ­πὸ σέ­να. Τό­τε εἶ­ναι ποὺ πρέ­πει νὰ κά­τσεις ἐ­κεῖ καὶ νὰ τοὺς κοι­τᾶς νὰ πα­σπα­τεύ­ουν μὲ τὰ χέ­ρια τους ὁ­λό­κλη­ρο τὸ κορ­μί της καὶ νὰ ξέ­ρεις ὅ­τι αὐ­τοὶ δὲν θὰ πι­στέ­ψουν πο­τὲ ὅ­τι προ­σπά­θη­σες νὰ τὴ σώ­σεις. Τό­τε εἶ­ναι ποὺ οἱ γεί­το­νες βλέ­πουν τὸ κόκ­κι­νο, λαμ­πε­ρὸ φῶς τῆς σει­ρή­νας στὸ δρό­μο μπρὸς στὸ σπί­τι σου κι ἀ­να­ρω­τι­οῦν­ται τί εἴ­δους βρω­μο­γιὸς εἶ­σαι ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σες νὰ σώ­σεις τὴ μά­να σου. Τό­τε εἶ­ναι ποὺ ἔ­χεις ὅ­λη τὴ ζω­ὴ μπρο­στά σου, καὶ ὅ­λη ἡ ζω­ή σου θὰ εἶ­ναι μιὰ δι­και­ο­λο­γί­α με­τὰ τὴν ἄλ­λη, για­τὶ δὲν τὴν ἔ­σω­σες. Τί κά­νεις, λοι­πόν; Δὲν ξέ­ρα­με, γι’ αὐ­τὸ καὶ ὁ μπαμ­πάς μου τὴν ξά­πλω­σε στὸν κα­να­πέ, καὶ πε­ρι­μέ­να­με. Πε­ρι­μέ­να­με καὶ βλέ­πα­με τη­λε­ό­ρα­ση.

      Ἦ­ταν ἀ­ναμ­μέ­νη.

 

       Ἀλ­λά, ὅ­πως εἶ­πα, δὲν τὸ συ­ζη­τᾶ­με πο­λύ. Πῶς θὰ μπο­ρού­σα­με; Ἡ μα­μὰ ἦ­ταν ὁ συ­ζη­τη­τής. Ἔ­λε­γε, «Ἀ­γό­ρια, τί θὰ κά­να­τε χω­ρὶς ἐ­μέ­να;» Καὶ νά ‘μα­στε, χω­ρὶς αὐ­τήν. Ὁ μπαμ­πάς μου κι ἐ­γώ, ὅ,τι καὶ νὰ μᾶς τά­ξεις, δὲν ξέ­ρου­με πῶς νὰ μι­λή­σου­με ὁ ἕ­νας στὸν ἄλ­λο, κι ἔ­τσι οὔ­τε κὰν προ­σπα­θοῦ­με. Ὄ­χι πο­λύ, πάν­τως. Τί νὰ τοῦ πῶ; Πῶς τὰ περ­νᾶς; Πῶς εἶ­ναι νὰ κοι­μᾶ­σαι μό­νος σου; Δὲν τὸ θέ­λει αὐ­τό. Δὲν τὸ θέ­λει κα­θό­λου αὐ­τό. Θέ­λει νὰ φύ­γω ἀ­π’­τὸ σπί­τι. Ἀλ­λά, ξέ­ρε­τε, οὔ­τε αὐ­τὸ θέ­λει στ’ ἀ­λή­θεια. Τί θὰ ἔ­κα­νε τό­τε; Ἕ­ξι δω­μά­τια μπο­ροῦν νὰ εἶ­ναι πά­ρα πολ­λὰ ἂν δὲν προ­σέ­ξεις. Τοῦ τὸ λέ­ω κα­μιὰ φο­ρά, ὅ­ταν τρῶ­με. Τοῦ λέ­ω πό­σο πο­λὺ μὲ χρει­ά­ζε­ται. Πό­σο νοι­ά­ζε­ται. Ἀλ­λὰ δὲν νοι­ά­ζε­ται. Νοι­ά­ζε­ται γιὰ τὴν κου­ζί­να, τὴ ρόμ­πα, τὰ ὅ­σα προ­σπά­θη­σα γιὰ νὰ σώ­σω τὴ γυ­ναί­κα του. Τὰ χέ­ρια μου. Τὸ σῶ­μα της. Τὰ χεί­λια μου. Τὸ στό­μα της.

       «Πές μου», λέ­ει, «στ’ ἀ­λή­θεια, ἔ­τσι θὲς νὰ θυ­μᾶ­σαι τὴ μα­μά σου;»

 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. Sud­den Fi­ction, A­me­ri­can Short-Short Sto­ri­es, Salt La­ke Ci­ty: Gibbs-Smith pu­bli­sher, 1986.

 

Ντέ­ι­βιντ Ὄρ­νταν (D­a­v­id O­r­d­an). Σπού­δα­σε στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Κο­λούμ­πια. Εἶ­ναι ὁ συγ­γρα­φέ­ας πολ­λῶ­ν ­δι­η­γη­μά­των καὶ τῶν T­he L­i­t­t­le B­o­ok of B­ig Je­wish Q­u­e­s­t­i­o­ns – 130 Q­u­e­s­t­i­o­ns A­b­o­ut L­i­fe, Τ­he U­n­i­v­e­r­se & E­v­e­r­y­t­h­i­ng. Τὸ ἑ­βδο­μα­δια­ῖο ἱ­στο­λό­γιό του, μὲ τί­τλο Y­ou D­o­n­’t H­a­ve to be Je­wish to A­sk t­he R­a­bbi, ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ πο­λυ­ά­ριθ­μα ἄλ­λα ἱ­στο­λό­για καὶ ἱ­στο­σε­λί­δες. Ζεῖ στὸ Μιλ­γου­ό­κι, Γου­ι­σκόν­σιν μα­ζὶ μὲ τὴ σύ­ζυ­γό του Ντέμ­πο­ρα, καὶ τὰ ἕ­ξι παι­διά τους.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Μαί­ρη Ἀ­λε­ξο­πού­λου (Κα­λα­μά­τα). Σπού­δα­σε Πλη­ρο­φο­ρι­κὴ καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν πα­ρου­σια­στεῖ στὸ Συμ­πό­σιο Ποί­η­σης τῆς Πά­τρας, στὸν χῶ­ρο τέ­χνης «Ash in Art», στὸ φι­λο­σο­φι­κὸ κα­φε­νεῖ­ο «da­sein» καὶ ἀλ­λοῦ, καὶ ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῶν ΗΠΑ. Τὸ κα­λο­καί­ρι τοῦ 2009 συμ­με­τεῖ­χε στὸ Συμ­πό­σιο Ποί­η­σης τῆς Πά­ρου. Πρῶ­το βι­βλί­ο της: Ἐ­ρῶ­μαι (Ποι­ή­μα­τα, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2005).

 

Εἰκόνα: Θλίψη τῆς κουζίνας, φωτογραφία: Meg Hourihan.