Ντέιβιντ Ὄρνταν (David Ordan)
Ἀνὰ πάσα στιγμὴ ἡ μαμὰ θὰ μπεῖ μὲ ὁρμὴ ἀπ’ τὴν πόρτα
(Any minute mom should come blasting through the door)
ΜΑΜΑ ΠΕΘΑΝΕ ἐνῶ μοῦ ἔφτιαχνε ἕνα σάντουιτς. Ἂν ἤξερα πὼς αὐτὸ θὰ τὴν σκότωνε, δὲν θὰ τῆς τὸ εἶχα ζητήσει. Ποτὲ πρὶν δὲν τὴν εἶχε σκοτώσει τὸ νὰ μοῦ φτιάξει ἕνα σάντουιτς, ὁπότε γιατί ἔτσι ξαφνικά; Οὔτε ὁ μπαμπάς μου τὸ καταλάβαινε. Ἀλλὰ δὲν τὸ συζητᾶμε πολύ. Δὲν τὸ συζητᾶμε καθόλου πολύ. Μερικὲς φορὲς προσπαθοῦμε. Μερικὲς φορὲς εἴμαστε μονάχοι οἱ δυό μας στὸ βραδινό, καὶ ὅλα εἶναι σχεδὸν καλά.
Ἀλλὰ μόνο μερικὲς φορές.
Τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς εἶναι διαφορετικά. Τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς κάνω πράγματα ὅπως νὰ ξεχάσω νὰ ἀφήσω ἄδειο τὸ μέρος της στὸ τραπέζι. Καὶ τότε δὲν ξέρουμε τί νὰ κάνουμε. Τότε οὔτε κὰν προσπαθοῦμε νὰ μιλήσουμε. Τρία πιάτα. Τρία ποτήρια. Ἡ κουζίνα λάμπει. Μιὰ φωτεινή, λαμπερὴ κουζίνα, ἔλεγε ἡ μαμά. Καὶ νά ‘μαστε – ὁ μπαμπάς, ἡ θέση της, κι ἐγώ. Καὶ ἀνὰ πάσα στιγμὴ ἡ μαμὰ θὰ μπεῖ μὲ ὁρμὴ ἀπ’τὴν πόρτα, φορτωμένη δέματα καὶ κουτιά, τὸ μεγάλο χειμωνιάτικο παλτό, τετράγωνο στὶς πλάτες καὶ τοὺς γοφούς της, τὸ πρόσωπό της χαμογελαστὸ καὶ ρυτιδιασμένο σὰν φυτό.
Ἔπρεπε νὰ ξέρω.
Ἔπρεπε νὰ τὰ ξέρω αὐτὰ τὰ πράγματα.
Ἔλα, μαμά, τί λές; Δὲν εἶναι δὰ πὼς θὰ πεθάνεις, ἄν μοῦ φτιάξεις ἕνα σάντουιτς. Θὰ πεθάνεις; Θυμᾶσαι πῶς μοῦ ἔκανες κόλπα; Θυμᾶσαι; Καὶ τότε χώθηκα πίσω ἀπ’ τὴν καρέκλα της, ξετύλιξα τὰ μπικουτί της, καὶ χάιδεψα τὰ μαλλιά της μὲ τὰ δάχτυλά μου μέχρι ποὺ εἶπε Ἐντάξει, ἐπιτέλους, τί σάντουιτς ἤθελα; Μετὰ σηκώθηκε, γύρισε πρὸς τὸν μπαμπά μου, καὶ ἄνοιξε τὴ ρόμπα της, τόσο ὥστε ἐκεῖνος νὰ μπορεῖ νὰ ρίξει μιὰ κρυφὴ ματιά, ἁπλῶς καὶ μόνο γιὰ νὰ διαπιστώσει ἂν ἡ παλιὰ φλόγα ἦταν ἀκόμα ζωντανή. Ἀλλὰ δὲν νομίζω ὅτι ἦταν. Τί συμβαίνει; εἶπε αὐτός. Μήπως δὲν τὸ εἶχε ξαναδεῖ; Φτιάξε τὸ σάντουιτς, εἶπε. Κι ἄφησε τὸ κορμί του στὴ βαθιὰ πολυθρόνα νὰ λιώσει σὰν κρέμα.
Αὐτὸ ἦταν. Αὐτὸ ἦταν τὸ τελευταῖο πράγμα ποὺ τῆς εἶπε. Ἡ μαμὰ ἄνοιξε τὴν τηλεόραση, πῆγε στὴν κουζίνα, καὶ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ φώναζε γιὰ βοήθεια.
Ὁ μπαμπάς μου δὲν ἤξερε τί συνέβαινε, οὔτε κι ἐγώ, ὁπότε σηκώθηκε ἀπ’τὴν καρέκλα του, διέσχισε βαριεστημένα τὸ δωμάτιο —βεβαιώνοντας ὅτι ἔσερνε τὰ πόδια του στὸ χαλὶ μὲ τραχύτητα τόση, ὥστε στ’ ἀλήθεια νὰ τὴ σοκάρει— κι αὐτὸ ἦταν. Ἡ μαμὰ ἦταν νεκρὴ στὸ πάτωμα τῆς κουζίνας, ἡ ρόμπα της ἀνοιχτὴ στὴ μέση.
Καὶ σκέφτηκα, Ἡ μαμὰ εἶναι νεκρή· τί κάνουμε τώρα; Κανένας δὲν τὸ σκέφτεται αὐτό. Κανένας δὲν σκέφτεται τί γίνεται ἀφοῦ βρεῖς τὴ μαμά σου νεκρὴ ἔτσι, χάμω στὸ πάτωμα τῆς κουζίνας. Ἀλλὰ σᾶς διαβεβαιώνω, ὅτι τότε ἀρχίζει ἡ πλάκα. Τότε πρέπει νὰ προσπαθήσεις νὰ δώσεις τὸ φιλὶ τῆς ζωῆς, στόμα μὲ στόμα, —εἶναι ἡ μάνα σου, γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ— ξέροντας ὅτι ἂν συνέλθει θὰ φτύσει στὸ πρόσωπό σου, γιατὶ αὐτὸ συμβαίνει σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ὡστόσο ἐσὺ νὰ προσεύχεσαι γι’ αὐτό, γιατὶ ἂν δὲν γίνει αὐτό, τότε ὅλα θὰ ἔχουν τελειώσει. Τότε πρέπει νὰ φωνάξεις τὸ ἀσθενοφόρο καὶ νὰ περιμένεις νὰ ἔρθουν καὶ νὰ σκεπάσουν τὸ κεφάλι της μ’ἕνα ἄσπρο σεντόνι ἔτσι ὥστε νὰ τὴν πάρουν μακριὰ ἀπὸ σένα. Τότε εἶναι ποὺ πρέπει νὰ κάτσεις ἐκεῖ καὶ νὰ τοὺς κοιτᾶς νὰ πασπατεύουν μὲ τὰ χέρια τους ὁλόκληρο τὸ κορμί της καὶ νὰ ξέρεις ὅτι αὐτοὶ δὲν θὰ πιστέψουν ποτὲ ὅτι προσπάθησες νὰ τὴ σώσεις. Τότε εἶναι ποὺ οἱ γείτονες βλέπουν τὸ κόκκινο, λαμπερὸ φῶς τῆς σειρήνας στὸ δρόμο μπρὸς στὸ σπίτι σου κι ἀναρωτιοῦνται τί εἴδους βρωμογιὸς εἶσαι ποὺ δὲν μποροῦσες νὰ σώσεις τὴ μάνα σου. Τότε εἶναι ποὺ ἔχεις ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά σου, καὶ ὅλη ἡ ζωή σου θὰ εἶναι μιὰ δικαιολογία μετὰ τὴν ἄλλη, γιατὶ δὲν τὴν ἔσωσες. Τί κάνεις, λοιπόν; Δὲν ξέραμε, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μπαμπάς μου τὴν ξάπλωσε στὸν καναπέ, καὶ περιμέναμε. Περιμέναμε καὶ βλέπαμε τηλεόραση.
Ἦταν ἀναμμένη.
Ἀλλά, ὅπως εἶπα, δὲν τὸ συζητᾶμε πολύ. Πῶς θὰ μπορούσαμε; Ἡ μαμὰ ἦταν ὁ συζητητής. Ἔλεγε, «Ἀγόρια, τί θὰ κάνατε χωρὶς ἐμένα;» Καὶ νά ‘μαστε, χωρὶς αὐτήν. Ὁ μπαμπάς μου κι ἐγώ, ὅ,τι καὶ νὰ μᾶς τάξεις, δὲν ξέρουμε πῶς νὰ μιλήσουμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, κι ἔτσι οὔτε κὰν προσπαθοῦμε. Ὄχι πολύ, πάντως. Τί νὰ τοῦ πῶ; Πῶς τὰ περνᾶς; Πῶς εἶναι νὰ κοιμᾶσαι μόνος σου; Δὲν τὸ θέλει αὐτό. Δὲν τὸ θέλει καθόλου αὐτό. Θέλει νὰ φύγω ἀπ’τὸ σπίτι. Ἀλλά, ξέρετε, οὔτε αὐτὸ θέλει στ’ ἀλήθεια. Τί θὰ ἔκανε τότε; Ἕξι δωμάτια μποροῦν νὰ εἶναι πάρα πολλὰ ἂν δὲν προσέξεις. Τοῦ τὸ λέω καμιὰ φορά, ὅταν τρῶμε. Τοῦ λέω πόσο πολὺ μὲ χρειάζεται. Πόσο νοιάζεται. Ἀλλὰ δὲν νοιάζεται. Νοιάζεται γιὰ τὴν κουζίνα, τὴ ρόμπα, τὰ ὅσα προσπάθησα γιὰ νὰ σώσω τὴ γυναίκα του. Τὰ χέρια μου. Τὸ σῶμα της. Τὰ χείλια μου. Τὸ στόμα της.
«Πές μου», λέει, «στ’ ἀλήθεια, ἔτσι θὲς νὰ θυμᾶσαι τὴ μαμά σου;»
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds. Sudden Fiction, American Short-Short Stories, Salt Lake City: Gibbs-Smith publisher, 1986.
Ντέιβιντ Ὄρνταν (David Ordan). Σπούδασε στὸ Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Εἶναι ὁ συγγραφέας πολλῶν διηγημάτων καὶ τῶν The Little Book of Big Jewish Questions – 130 Questions About Life, Τhe Universe & Everything. Τὸ ἑβδομαδιαῖο ἱστολόγιό του, μὲ τίτλο You Don’t Have to be Jewish to Ask the Rabbi, ἀναφέρεται σὲ πολυάριθμα ἄλλα ἱστολόγια καὶ ἱστοσελίδες. Ζεῖ στὸ Μιλγουόκι, Γουισκόνσιν μαζὶ μὲ τὴ σύζυγό του Ντέμπορα, καὶ τὰ ἕξι παιδιά τους.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Μαίρη Ἀλεξοπούλου (Καλαμάτα). Σπούδασε Πληροφορικὴ καὶ Ἀγγλικὴ Φιλολογία. Ποιήματά της ἔχουν παρουσιαστεῖ στὸ Συμπόσιο Ποίησης τῆς Πάτρας, στὸν χῶρο τέχνης «Ash in Art», στὸ φιλοσοφικὸ καφενεῖο «dasein» καὶ ἀλλοῦ, καὶ ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ τῶν ΗΠΑ. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 2009 συμμετεῖχε στὸ Συμπόσιο Ποίησης τῆς Πάρου. Πρῶτο βιβλίο της: Ἐρῶμαι (Ποιήματα, ἐκδ. Γαβριηλίδης, Ἀθήνα, 2005).
Εἰκόνα: Θλίψη τῆς κουζίνας, φωτογραφία: Meg Hourihan.
Filed under: Αγγλικά,Αλεξοπούλου Μαίρη,Ερωτας,Θάνατος,Μονόλογος,Οικογένεια,Ψυχογραφία,Ordan David | Tagged: David Ordan,Λογοτεχνία,Μαίρη Αλεξοπούλου. Διήγημα | Τὰ σχόλια στὸ Ντέιβιντ Ὄρνταν (David Ordan): ἔχουν κλείσει