Κάθρην Νόλτε (Katherine Nolte): Πρὶν ἀπὸ τὸ τρένο καὶ μετά

 

 

Κάθρην Νόλτε (Katherine Nolte)

 

Πρὶν ἀπὸ τὸ τρένο καὶ μετά

(Before the Train and After)

 

ΤΖΕΡΕΜΙ εἶ­πε πὼς ἤ­θε­λε ν’ ἀ­κουμ­πή­σει τὸ τρέ­νο. Ἦ­ταν σκο­τά­δι, ἀρ­γὰ τὸ ἀ­πό­γευ­μα, καὶ στε­κό­μα­σταν δί­πλα στὶς ρά­γες τοῦ τρέ­νου, ἐ­κεῖ­νες τὶς ρά­γες ποὺ περ­νᾶ­νε δί­πλα ἀ­π’ τὸ κλὰμπ ὅ­που εἴ­χα­με μό­λις δεῖ τὸν φί­λο τοῦ Τζέ­ρε­μι, τὸν Πώλ, νὰ παί­ζει μὲ τὴ μπάν­τα του, τοὺς Σαν­ντά­ουν Κίν­γκς.

       Ἦ­ταν σκο­τά­δι. Τὸ τρέ­νο ἔ­φτα­νε. Βλέ­πα­με τὰ φῶ­τα του, ἀ­κού­γα­με τὸ ρυθ­μι­κό του κού­νη­μα. Στε­κό­μα­σταν ἀ­κρι­βῶς δί­πλα στὶς ρά­γες, στὴ σκιὰ τοῦ T­he M­i­ll. Ἂν ἅ­πλω­να τὸ πό­δι μου, τὰ δά­χτυ­λά μου θὰ ἔ­φτα­ναν τὸ κρύ­ο μέ­ταλ­λο.

       Ὁ Τζέ­ρε­μι εἶ­πε, «Θὰ τ’ ἀ­κουμ­πή­σω. Λὲς νὰ μπο­ρῶ;» κι ἔ­βγα­λε τὰ χέ­ρια του ἀπ’ τὶς τσέ­πες.

       Μα­ζί μας ἦ­ταν κι ὁ Πώλ, ἀλ­λὰ καὶ ἡ και­νού­ρια του κο­πέ­λα, ἡ Μάρ­τυ. Οἱ τέσ­σε­ρίς μας στε­κό­μα­σταν στὴ σει­ρά. Ὁ Πὼλ καὶ ἡ Μάρ­τυ γε­λοῦ­σαν.

       «Κά­ν’ το Τζέ­ρε­μι», εἶ­πε ἡ Μάρ­τυ. Ἡ φω­νή της ἦ­ταν βρα­χνή. Ἀ­μέ­σως με­τὰ τὸ τρέ­νο πέ­ρα­σε ἀ­πὸ μπρός μας βρον­τε­ρὸ καὶ τρα­χύ. Ἡ δύ­να­μή του προ­κα­λοῦ­σε δό­νη­ση τό­σο ἰ­σχυ­ρὴ ποὺ τρύ­πω­νε στὰ πό­δια μου καὶ τά ‘κα­νε νὰ τρί­ζουν, σὰν ὁ ἦ­χος του νὰ δι­α­περ­νοῦ­σε τὸ κορ­μί μου. Κοί­τα­ξα τὸν Τζέ­ρε­μι. Μό­λις ποὺ μπο­ροῦ­σα νὰ δι­α­κρί­νω τὸ πρό­σω­πό του, τὴν ἄ­σπρη σὰν τὸ φεγ­γά­ρι, μα­λα­κὴ λάμ­ψη τοῦ δέρ­μα­τός του. Τὸν εἶ­δα νὰ ση­κώ­νει τὸ χέ­ρι του. Φο­βή­θη­κα πὼς θὰ τοῦ τό ‘κό­βε τὸ τρέ­νο.

      Καὶ τοῦ τό ‘κο­ψε.

 

       Αὐ­τὸ ἦ­ταν ποὺ εἶ­πε ὁ ἄν­τρας κα­θὼς ση­κώ­θη­κε ἀπ’ τὴ γῆ: «Μπο­ρῶ νὰ σὲ βο­η­θή­σω;­». Ὅ­ταν μι­λοῦ­σε χῶ­μα ἔ­πε­φτε ἀπ’ τὸ στό­μα του.

       Πό­τι­ζα τὸν κῆ­πο. Ὁ ἄν­τρας ποὺ ση­κώ­θη­κε ἀπ’ τὴ γῆ, σκού­πι­σε τὸ χῶ­μα ἀπ’ τὸ δέρ­μα του. Τοῦ ἔ­δω­σα τὸ λά­στι­χο κι ἐ­κεῖ­νος τὸ ἔ­πι­α­σε μὲ δυ­ὸ σφι­χτὲς γρο­θι­ές. Οἱ ντο­μα­τι­ὲς ἔ­λαμ­παν, τὸ δέρ­μα τους ἦ­ταν ὑ­γρὸ κι ἀ­στρα­φτε­ρό, κι ὁ τρό­πος ποὺ τὸ νε­ρὸ ἐ­πλέ­νε τὶς φλέ­βες τους ἔ­μοια­ζε μὲ μου­σι­κή.

      Ἔ­μοια­ζε μὲ μου­σι­κή. Ἔ­μοια­ζε μὲ τὸν Πώλ.

 

       Ξέ­ρω ὅ­τι τὸ γιὰ πάν­τα ση­μαί­νει στὰ εὔ­κο­λα καὶ στὰ δύ­σκο­λα, μὲ δύ­ο χέ­ρια καὶ μὲ ἕ­να. Πρὶν ἀ­πὸ τὸ τρέ­νο καὶ με­τά. Γιὰ πάν­τα ση­μαί­νει ὅ,τι κι ἂν συμ­βεῖ, ἀλ­λὰ ὅ­ταν στέ­κε­σαι φο­ρών­τας τὸ νυ­φι­κό σου καὶ ἡ οὐ­ρά του εἶ­ναι μα­κριὰ καὶ σ’ ἀγ­κα­λιά­ζει σὰν ἕ­να ὑ­πέ­ρο­χο, λευ­κὸ χά­δι, γιὰ πάν­τα δὲν ση­μαί­νει ἀ­τύ­χη­μα, δὲν ση­μαί­νει κι ὅ,τι ἤ­θε­λε προ­κύ­ψει.

       Ἕ­να κομ­μά­τι του λεί­πει. Καὶ ναί, ξέ­ρω ὅ­τι εἶ­ναι τὸ χέ­ρι του, ἀλ­λὰ εἶ­ναι καὶ κά­τι ἀ­κό­μα. Κι ἂν χά­θη­κε τὸ κα­λύ­τε­ρο κομ­μά­τι του; Κι ἂν ἐ­κεῖ­νο τὸ χέ­ρι ἦ­ταν τὸ κα­λύ­τε­ρο κομ­μά­τι του, ἐ­κεῖ­νο ποὺ πῆ­ρε τὸ τρέ­νο κα­θὼς δι­έ­σχι­ζε τὴ νύ­χτα;

 

       Ὁ Πὼλ ση­κώ­θη­κε ἀ­π’ τὴ γῆ. Τὸ κε­φά­λι του, οἱ ὦ­μοι του, τὸ στῆ­θος του βγῆ­καν ἀ­π’ τὸ χῶ­μα σὰν κλα­διὰ ἀμ­πε­λιοῦ. Με­τὰ ἔ­γι­νε ἕ­νας πλή­ρης ἄν­τρας, στε­κό­ταν ἐ­κεῖ μπρο­στά μου, καὶ μὲ ρω­τοῦ­σε ἂν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μὲ βο­η­θή­σει μὲ τὸν κῆ­πο.

       «Ἄ­λι­σον», εἶ­πε, «σ’ ἀ­γα­πῶ. Πάν­τα σ’ ἀ­γα­ποῦ­σα».

       «Πώλ», εἶ­πα, «δὲν μπο­ρῶ. Τὸ ξέ­ρεις πὼς δὲν μπο­ρῶ. Τὸ ξέ­ρεις».

       Εἶ­πε, «Ξέ­ρω ὅ­τι μπο­ρεῖς», καὶ μὲ πλη­σί­α­σε. Οἱ μπό­τες του ἀ­κούμ­πη­σαν τὶς δι­κές μου.

       Ἔ­τρι­ψα τὰ μπρά­τσα του μὲ τὰ δύ­ο χέ­ρια μου, πά­νω-κά­τω σὰν νὰ ἤ­θε­λα ν’ ἀ­νά­ψω φω­τιά.

       Καὶ ξύ­πνη­σα μὲ τὸν ἄν­τρα μου δί­πλα μου, τὸ μπα­τα­ρι­σμέ­νο μπρά­τσο του ν’ ἀ­κουμ­πά­ει τὸ γο­φό μου.

       Με­τὰ τὸ τρέ­νο, τὶς ἀ­μέ­σως ἑ­πό­με­νες ἡ­μέ­ρες, τὸ χέ­ρι τοῦ Τζέ­ρε­μι πρή­στη­κε, ἔ­γι­νε σὰν κού­τσου­ρο πα­χύ. «Εἶ­ναι τὸ τραῦ­μα, μα­μά», εἶ­πε, νο­μί­ζον­τας ὅ­τι θὰ μοῦ φα­νεῖ ἀ­στεῖ­ο. Πρή­στη­κε τὸ χέ­ρι του, τοῦ ἔ­πε­σαν οἱ τρί­χες καὶ πῆ­ρε ἕ­να χρῶ­μα ἀλ­λό­κο­το, κά­τι σὰν ὀρ­γι­σμέ­νο κόκ­κι­νο. Δὲν ἄν­τε­χα νὰ τὸ βλέ­πω πιά. Ἁ­πλῶς δὲν ἄν­τε­χα νὰ τὸ βλέ­πω.

       Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ὅ­μως κοί­τα­ζα.

 

       Δὲν ὑ­πάρ­χει χρό­νος πρὶν τὸ τρέ­νο, μο­νά­χα με­τά. Μο­νά­χα τώ­ρα. Εἴ­μα­στε στὸ αὐ­το­κί­νη­το. Ὁ Τζέ­ρε­μι κά­θε­ται στὴ θέ­ση τοῦ συ­νο­δη­γοῦ.

       Τοῦ λέ­ω, «Οἱ ζω­ές μας ἔ­χουν ἀλ­λά­ξει γιὰ πάν­τα.»

       Λέ­ει, «Εἶ­ναι ἁ­πλῶς τὸ χέ­ρι μου. Θὰ ξα­να­φυ­τρώ­σει.»

       Κρα­τῶ τὰ μά­τια μου στὸ δρό­μο.

 

       Στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο, κά­νω μα­σὰζ στὴν πλά­τη τοῦ Τζέ­ρε­μι. Τρί­βω τοὺς μῦς του μέ­χρι νὰ βογ­γή­ξει.

       «Ἐ­κεῖ», λέ­ει, «ἀ­κρι­βῶς ἐ­κεῖ. Τέ­λεια.­». Τὸ κε­φά­λι του εἶ­ναι ξα­πλω­μέ­νο στὸ μα­ξι­λά­ρι μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο, ὥ­στε νὰ βλέ­πω μο­νά­χα τὸ μι­σό του πρό­σω­πο. Φι­λά­ω τὴν ἄ­κρη τῶν χει­λι­ῶν του. «Σ’ ἀ­γα­πά­ω», λέ­ει, καὶ τὸν ξα­να­φι­λά­ω.

       Τὸ χέ­ρια μου χα­ϊ­δεύ­ουν τὸ δέρ­μα του. Τὰ δά­χτυ­λά μου ρου­φοῦν τὴ ζε­στα­σιὰ τῆς πλά­της του. Εἶ­ναι ἀρ­γά, ἔ­ξω εἶ­ναι ὅ­λα ἥ­συ­χα. Τὸ σπί­τι μας εἶ­ναι κι αὐ­τὸ ἥ­συ­χο. «Τζέ­ρε­μι», λέ­ω, «μπο­ρεῖς νὰ μοῦ πεῖς πῶς εἶ­ναι;»

       Ἀλ­λὰ τὰ μά­τια του εἶ­ναι κλει­στά, ἡ ἀ­νά­σα του βα­θιά.

       Ἔ­χουν ἤ­δη πε­ρά­σει εἴ­κο­σι τρεῖς ἡ­μέ­ρες ἀ­π’ τὸ τρέ­νο, μὰ με­ρι­κὲς φο­ρὲς νι­ώ­θω λὲς καὶ εἶ­μαι ἀ­κό­μα στὶς ρά­γες, λὲς καὶ μὲ σκε­πά­ζουν ἀ­κό­μα οἱ σκι­ές, πε­ρι­μέ­νον­τας πό­τε θὰ φτά­σει.

 

       Εἶ­μαι μὲ τὸν Πὼλ κι ὅ,τι ἤ­θε­λε προ­κύ­ψει. Φι­λά­ει τὸν ὦ­μο μου. Λέ­ει τὸ ὄ­νο­μά μου καὶ τρί­βει τὸ στό­μα του στὸ δέρ­μα μου. Αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ δὲν εἶ­ναι ὄ­νει­ρο.

       «Σὲ πα­ρα­κα­λῶ», λέ­ω, σὰν νὰ ἔ­χω χορ­τά­σει, ἀλ­λὰ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἐν­νο­ῶ, «Σὲ πα­ρα­κα­λῶ, σὲ πα­ρα­κα­λῶ, μὴ στα­μα­τᾶς.»

 

       Ὅ­ταν ἔρ­χε­ται ὁ Τζέ­ρε­μι στὸ σπί­τι, εἶ­μαι ξα­πλω­μέ­νη στὸ πά­τω­μα, τὸ μά­γου­λό μου πι­έ­ζει τὸ χα­λί. «Ἔ­χεις νι­ώ­σει πο­τὲ τό­σο πε­σμέ­νος;» ρω­τά­ω.

       Εἶ­χε πά­ει γιὰ τρέ­ξι­μο. Τὸ μπλου­ζά­κι του εἶ­ναι σκοῦ­ρο ἀπ΄τὸν ἱ­δρώ­τα. «Ἂν εἶ­σαι πά­νω ἀ­πὸ τὴ στάθ­μη τῆς θά­λασ­σας, εἶ­σαι ἐν­τά­ξει.»

       Κοι­τά­ζω τὰ πα­πού­τσια του. «Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­μαι νε­κρή.»

       «­Ὄ­χι», λέ­ει ὁ Τζέ­ρε­μι, ξα­πλώ­νον­τας στὸ πλά­ι μου, «δὲν εἶ­σαι».

 

       Ὁ Πὼλ λέ­ει πὼς θέ­λει νὰ γρά­ψει ἕ­να τρα­γού­δι γιὰ μέ­να. «Ἄ­λι­σον, εἶ­σαι τὸ γού­ρι μου», τρα­γου­δά­ει, με­τὰ λέ­ει, «Τί λές;»

       «Ὡ­ραῖ­ο», λέ­ω. Κα­θό­μα­σταν στὸ πά­τω­μα τοῦ σα­λο­νιοῦ του. Ὁ Πὼλ κρα­τά­ει μί­α ἀ­κου­στι­κὴ κι­θά­ρα στὴν πο­διά του.

       «Εἶ­ναι ὅ­λα ἐν­τά­ξει;­», ρω­τά­ει.

       «Θαυ­μά­σια», λέ­ω. «Θὲς νὰ πᾶς νὰ φέ­ρεις τί­πο­τε νὰ φᾶ­με;»

       Ὁ Πὼλ γρα­τσου­νά­ει τὴν κι­θά­ρα του. «Τὸ ξέ­ρεις πὼς δὲν μπο­ροῦ­με. Εἴ­μα­στε πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νοι σὲ αὐ­στη­ρὴ ἀ­πο­μό­νω­ση.»

       Τό ‘χα ξε­χά­σει.

       «Δὲν εἶ­ναι τό­σο χά­λια, Ἄ­λι», λέ­ει ὁ Πώλ. «Φί­λη­σέ με.»

       Τὸ κά­νω καὶ μὲ φι­λά­ει κι αὐ­τός.

 

       Ἂν οἱ Σαν­ντά­ουν Κὶν­γκς κά­νουν ἐ­πι­τυ­χί­α, ὁ Πὼλ κι ἐ­γὼ θὰ τὰ ἔ­χου­με κα­τα­φέ­ρει. Ἂν κά­νουν δί­σκο, του­λά­χι­στον θὰ ἔ­χου­με κά­τι ἁ­πτό. Ἂν ἀ­κού­σω τὸ τρα­γού­δι μου στὸ ρα­δι­ό­φω­νο, ἴ­σως νὰ ἁρ­πά­ξω τὸ τι­μό­νι καὶ νὰ ἐ­ρω­τευ­τῶ.

       «Τί σκέ­φτε­σαι;­», ρω­τά­ει ὁ Τζέ­ρε­μι. Προ­σπα­θεῖ νὰ δέ­σει τὰ κορ­δό­νια τῶν ἀ­θλη­τι­κῶν του πα­που­τσι­ῶν.

       «Τί­πο­τα», λέ­ω. «Ἐ­σέ­να.»

       Χα­μο­γε­λά­ει καὶ πα­ρα­τά­ει τὰ κορ­δό­νια, κα­λών­τας με νὰ πά­ω κον­τά του.

       Πα­ρα­μέ­νω δί­πλα στὸ πα­ρά­θυ­ρο τῆς κρε­βα­το­κά­μα­ρας. Ἔ­χω πά­ψει νὰ με­τρά­ω τὶς μέ­ρες.

       Ὅ­ταν ὁ Τζέ­ρε­μι ἔ­χει βγεῖ, χτυ­πά­ει τὸ τη­λέ­φω­νο. Λέ­ω στὸν ἑ­αυ­τό μου νὰ μὴν τὸ ση­κώ­σει.

 

       Δι­α­βά­ζω, ὅ­ταν ὁ Τζέ­ρε­μι μοῦ φω­νά­ζει ἀπ’ τὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα. Λέ­ει, «Ἔ­χω κά­τι ποὺ θὰ σοῦ φτιά­ξει τὸ κέ­φι. Πε­ρί­με­νε ἐ­κεῖ».

       «Τί;» λέ­ω, καὶ μπαί­νει στὸ σα­λό­νι, τὰ χέ­ρια του κρυμ­μέ­να πί­σω του. «Τί συμ­βαί­νει;»

       «Εἶ­ναι θαῦ­μα!» λέ­ει καὶ βγά­ζει τὰ χέ­ρια του καὶ τὰ ἀ­νε­βο­κα­τε­βά­ζει στὸν ἀ­έ­ρα.

       Φο­ρά­ει ἕ­να κόκ­κι­νο, ἀ­πὸ ἀ­φρο­λὲξ «Εἴ­μα­στε τὸ νού­με­ρο ἕ­να» χέ­ρι πά­νω ἀπ’ τὸν ἐ­πί­δε­σμό του.

       «OK, εἶ­ναι λί­γο με­γά­λο», λέ­ει, «ἀλ­λὰ πά­λι κα­λά. Θε­ρα­πεύ­τη­κα!» Κά­νει μί­α στρο­φὴ γύ­ρω ἀπ΄τὸν ἑ­αυ­τό του. Ἡ ἄ­κρη τοῦ γι­γάν­τιου ἀ­φρο­λε­ξέ­νιου χε­ριοῦ του ἀ­κουμ­πά­ει τὸ τα­βά­νι.

       «Λοι­πόν, τί λές;» ρω­τά­ει, καὶ πέ­φτει στὰ γό­να­τα. Τὸ χέ­ρι γλι­στρά­ει καὶ τοῦ φεύ­γει, καὶ εἶ­ναι ἁ­πλῶς καὶ πά­λι ὁ Τζέ­ρε­μι, γο­να­τι­στὸς μπρο­στά μου. Κοι­τά­ω τὸ χέ­ρι του, τὸ μέ­ρος ὅ­που κά­πο­τε ἦ­ταν καὶ τὸ ὑ­πό­λοι­πο, ὅ­που ὁ καρ­πός του δὲν ἔ­χει πιὰ συ­νέ­χεια.

        «Μὴν μὲ κοι­τᾶς, σὲ πα­ρα­κα­λῶ», λέ­ει καὶ σκε­πά­ζει τὸ πρό­σω­πό του μὲ τὸ κα­λό του χέ­ρι.

 

       Τσα­κώ­νο­μαι μὲ τὸν Πώλ. Εἴ­μα­στε γυ­μνοὶ στὴν κου­ζί­να. Οὐρ­λιά­ζει. «Τί θές, γα­μῶ­ ‘το; Δὲν κα­τα­λα­βαί­νω!»

       Ἔ­χου­με πε­ρά­σει τὴν τε­λευ­ταί­α ὥ­ρα τυ­λιγ­μέ­νοι σὲ σεν­τό­νια, νὰ τσα­κω­νό­μα­στε στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα. Ἀ­πο­φα­σί­σα­με νὰ με­τα­κι­νη­θοῦ­με καὶ πή­γα­με στὴν κου­ζί­να.

       «Τί; Τί εἶ­ναι; Ποι­ό εἶ­ναι τὸ πρό­βλη­μά σου;»

       «Τοῦ Τζέ­ρε­μι τοῦ λεί­πει ἕ­να χέ­ρι», λέ­ω.

       «Ἄν­τε! Δὲν τό ‘ξε­ρα!­», φω­νά­ζει ὁ Πώλ.

       Βγά­ζει μί­α βά­ση γιὰ κό­ψι­μο καὶ τὴν ἀ­κουμ­πά­ει στὸν πάγ­κο. «Λύ­θη­κε τὸ πρό­βλη­μα.» Το­πο­θε­τεῖ τὸ χέ­ρι του στὴ βά­ση.

       Κοι­τά­ω τὰ μα­κριά του δά­χτυ­λα.

       «Λοι­πόν; Τί πε­ρι­μέ­νεις; Ἂς τε­λει­ώ­νου­με μ’ αὐ­τὸ τὸ ζή­τη­μα.»

       «Δὲν ἔ­χω μα­χαί­ρι», λέ­ω.

       «Κα­θυ­στε­ρεῖς.» Ἀ­νοί­γει τὸ συρ­τά­ρι κον­τὰ στὸ γο­φό του καὶ μοῦ δί­νει ἕ­να μα­χαί­ρι.

       Τὸ πι­έ­ζω στὴν πα­λά­μη μου.

       «Πρό­σε­χε!­», λέ­ει. «Εἶ­ναι κο­φτε­ρό.»

 

       Ὅ­ταν μπαί­νω μέ­σα, ὁ Τζέ­ρε­μι μὲ πε­ρι­μέ­νει. Στέ­κε­ται στὸ χα­λί, μὲ τὸ τη­λέ­φω­νο στὸ χέ­ρι.

       «Γύ­ρι­σα», λέ­ω καὶ τὸν ἀγ­κα­λιά­ζω. Τὸ κορ­μί του σφίγ­γε­ται, ἀλ­λὰ δὲν μὲ σπρώ­χνει μα­κριά του. «Θὰ φτιά­ξω φα­γη­τό, ἂν θές.»

       «Ὁ για­τρὸς τη­λε­φώ­νη­σε σή­με­ρα.» Ἡ φω­νὴ τοῦ Τζέ­ρε­μι εἶ­ναι στρω­τή. «Εἶ­πε πὼς μπο­ρῶ νὰ βγά­λω τοὺς ἐ­πι­δέ­σμους.»

       Θά­βω τὸ πρό­σω­πό μου στὸ στῆ­θος του.

 

       Κά­τι ἔ­χει ἀ­πο­μεί­νει ἀ­πὸ τὸ πα­ρελ­θόν. Αὐ­τό: Εἶ­ναι κα­λο­καί­ρι, πέ­ρυ­σι. Ὁ Τζέ­ρε­μι κι ἐ­γὼ ξα­πλω­μέ­νοι στὸ πάρ­κο. Μ’ ἕ­να χέ­ρι πε­τά­ει ἕ­να φρίσ­μπι πά­νω ἀπ’ τὸ κε­φά­λι του καὶ τὸ πιά­νει μὲ τὸ ἄλ­λο. Τὸ γρα­σί­δι στὸ λαι­μό μου εἶ­ναι κρύ­ο.

       Εἶ­ναι ἡ πρώ­τη μας ἐ­πέ­τει­ος. «Πές μου για­τί μὲ ἀ­γα­πᾶς», λέ­ω.

       «Ποι­ός ξέ­ρει;» λέ­ει ὁ Τζέ­ρε­μι καὶ γε­λά­ει.       

       Γε­λά­ω κι ἐ­γώ, για­τὶ εἶ­ναι ἐν­τά­ξει, ὅ­λα μιὰ χα­ρά, ἔ­χου­με πο­λὺ χρό­νο. Ὁ οὐ­ρα­νὸς ἁ­πλώ­νε­ται χί­λια μί­λια πά­νω μας.

 

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. New Sud­den Fi­ction, Short-Short Sto­ri­es from A­me­ri­ca and Be­yond,New York,Lon­don: W.W. Nor­ton and Com­pa­ny, 2007.

 

Κά­θρην Νόλ­τε (K­a­t­h­e­r­i­ne N­o­l­te). Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ Glim­mer T­r­a­in, Con­fron­ta­tion, F­e­n­ce, B­l­ue M­e­sa R­e­v­i­ew, N­a­t­u­r­al B­r­i­d­ge, B­e­l­o­it F­i­c­t­i­on J­o­u­r­n­al, Q­u­i­ck F­i­c­t­i­on καὶ ἀλ­λοῦ. Τὸ δι­ή­γη­μα «Πρὶν ἀ­πὸ τὸ Τρέ­νο καὶ Με­τά» κέρ­δι­σε τὴν πρώ­τη θέ­ση στὸν 4ο ἐ­τή­σιο δι­α­γω­νι­σμὸ δι­η­γή­μα­τος τοῦ W­r­i­t­e­r­’s D­i­g­e­st τὸ 2004. Ἔ­λα­βε τὴν ὑ­πο­τρο­φί­α Τρού­μαν Κα­πό­τε γιὰ τὸ Συγ­γρα­φι­κὸ Ἐρ­γα­στή­ρι τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Ἄι­ο­βα τὸ 2003-4.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Μαί­ρη Ἀ­λε­ξο­πού­λου (Κα­λα­μά­τα). Σπού­δα­σε Πλη­ρο­φο­ρι­κὴ καὶ Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α. Ποι­ή­μα­τά της ἔ­χουν πα­ρου­σια­στεῖ στὸ Συμ­πό­σιο Ποί­η­σης τῆς Πά­τρας, στὸν χῶ­ρο τέ­χνης «Ash in Art», στὸ φι­λο­σο­φι­κὸ κα­φε­νεῖ­ο «da­sein» καὶ ἀλ­λοῦ, καὶ ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῶν ΗΠΑ. Τὸ κα­λο­καί­ρι τοῦ 2009 συμ­με­τεῖ­χε στὸ Συμ­πό­σιο Ποί­η­σης τῆς Πά­ρου. Πρῶ­το βι­βλί­ο της: Ἐ­ρῶ­μαι (Ποι­ή­μα­τα, ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2005).