Μαίρη Μόρις (Mary Morris): Τὸ κούρεμα

 

 

Morris,Mary-ToKourema-Eikona-01

 

Μαί­ρη Μό­ρις (M­a­ry M­o­r­r­is)

 

Τὸ κούρεμα

(T­he H­a­i­r­c­ut)

 

01-GammaΝΩ­ΡΙ­ΖΑ ΤΗΝ Ω­ΡΑ ποὺ ἀ­νέ­βαι­νε στὸ ἀ­ε­ρο­πλά­νο ὅ­τι κά­τι δὲν πή­γαι­νε κα­λά, ἀλ­λὰ τί ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ μοῦ δι­έ­φευ­γε. Στά­θη­κε ἐ­κεῖ φο­ρών­τας τὸ χα­κί του κο­στού­μι, μὲ τὴ ρα­κέ­τα τοῦ τέ­νις στὸ χέ­ρι, τοὺς ἔ­φη­βους γιούς του νὰ χα­μο­γε­λοῦν στε­κό­με­νοι ἀ­ρι­στε­ρὰ καὶ δε­ξιά του. Στά­θη­κα μὲ τὴν κό­ρη μας ἀγ­κα­λιὰ ἀ­νά­με­σα στοὺς γο­νεῖς μου. Κοι­τα­χτή­κα­με μὲ τὸν τρό­πο ποὺ εἶ­χα δεῖ τὴν Ἀγ­γλί­α καὶ τὴν Γαλ­λί­α νὰ κά­νουν στὶς πα­λι­ὲς πο­λε­μι­κὲς ται­νί­ες γιὰ τὴν Ἐ­πα­νά­στα­ση.

       Τί εἶ­ναι λά­θος σ’ αὐ­τὴ τὴν εἰ­κό­να; ρώ­τη­σα τὸν ἑ­αυ­τό μου, ἀ­να­κα­λών­τας ἕ­να τὲ­στ στὸ ὁ­ποῖ­ο συ­χνὰ ἀ­πο­τύγ­χα­να ὡς παι­δί. Ἤ­μουν ἀ­φε­λής, εὐ­κο­λό­πι­στη. (Ὁ σκύ­λος μπο­ροῦ­σε νὰ τρώ­ει στὸ τρα­πέ­ζι, ἡ σύ­ζυ­γος μπο­ροῦ­σε νὰ φο­ρέ­σει τὸ κο­στού­μι τοῦ συ­ζύ­γου της.) Ἤ­ξε­ρα ὅ­τι ὅ­λοι πε­ρί­με­ναν ἀ­πὸ μέ­να νὰ ὑ­πο­δε­χτῶ αὐ­τὸν τὸν ἄν­τρα μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χα ψυ­χραν­θεῖ, αὐ­τὴ ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα τῆς ἐ­πα­νέ­νω­σης, ἡ ὥ­ρα νὰ τὰ ξα­να­βροῦ­με γιὰ ὅ,τι εἶ­χε γί­νει. Φτά­σα­με σ’ αὐ­τὴ τὴν ἀ­πό­φα­ση μα­ζὶ ἀ­φό­του ζή­σα­με χώ­ρια καὶ σὲ ἀν­τί­θε­τες ἀ­κτὲς γιὰ ἕ­να χρό­νο. Εἴ­χα­με ψυ­χραν­θεῖ μό­λις πρὶν γεν­νη­θεῖ τὸ παι­δί. Ἐ­κεῖ­νος δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ χει­ρι­στεῖ τὶς ἐ­πι­πλέ­ον εὐ­θύ­νες, ἐ­γὼ στη­ρί­χτη­κα πά­νω του πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­σο θὰ ἔ­πρε­πε. Ἤ­θε­λα οἰ­κο­γέ­νεια, αὐ­τὸς ἀ­κό­μη πά­λευ­ε νὰ τὰ βγά­λει πέ­ρα μὲ τὸ παι­δὶ ποὺ ἤ­δη εἶ­χε. Προ­σπα­θή­σα­με νὰ χω­ρί­σου­με καὶ ἀ­πο­τύ­χα­με. Πῆ­ρα μιὰ δου­λειὰ στὴν Κα­λι­φόρ­νια, ὅ­που με­τα­κό­μι­σα μὲ τὸ μι­κρὸ παι­δί μου. Ἔ­με­νε στὴν Ἀ­να­το­λι­κὴ Ἀ­κτή. Ἀλ­λὰ μι­λού­σα­με κα­θη­με­ρι­νὰ στὸ τη­λέ­φω­νο. Κά­να­με ἀρ­κε­τὰ τα­ξί­δια γιὰ νὰ βροῦ­με ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο. Συμ­φώ­νη­σα νὰ ἀ­φή­σω τὴν δου­λειά μου στὴ Δυ­τι­κὴ Ἀ­κτή. Εἶ­πε θὰ προ­σπα­θοῦ­σε ξα­νά.

       Πέ­ρα­σαν δύ­ο μῆ­νες ποὺ δὲν εἴ­χα­με εἰ­δω­θεῖ. Ἀ­κό­μη ἔ­νι­ω­θα ἐ­νο­χλη­μέ­νη ποὺ χά­λα­σε τὰ σχέ­δια μας γιὰ τὴ μέ­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου Βα­λεν­τί­νου (προ­έ­κυ­ψε μιὰ ἐκ­δρο­μὴ γιὰ σκὶ ποὺ εἶ­χε ὑ­πο­σχε­θεῖ στὰ ἀ­γό­ρια). Πει­ρά­χτη­κα ὅ­ταν δὲν τη­λε­φω­νοῦ­σε ἐ­νῶ ἔ­λε­γε πὼς θὰ τὸ ἔ­κα­νε. Πέ­ρα­σα ἀ­πὸ πολ­λὲς ἀ­πο­γο­η­τεύ­σεις, μι­κρὲς καὶ με­γά­λες, ἀλ­λὰ τώ­ρα εἶ­χα ἔρ­θει μὲ τὴν κό­ρη μας στὸ σπί­τι τῶν γο­νι­ῶν μας στὴ Φλό­ριν­τα, καὶ εἶ­χε φέ­ρει καὶ τὰ ἀ­γό­ρια. Ἦ­ταν σὰν οἰ­κο­γε­νεια­κὲς δι­α­κο­πές, ἡ ὥ­ρα νὰ συμ­φι­λι­ω­θοῦ­με.

       Κοί­τα­ξε ξα­νά, εἶ­πα στὸν ἑ­αυ­τό μου, μὴν μπο­ρών­τας ἀ­κό­μη νὰ ἀ­πο­φα­σί­σω τί μὲ ἐ­νο­χλοῦ­σε, τί φαι­νό­ταν λά­θος. Τὸ πρό­σω­πό του φαι­νό­ταν ὄ­μορ­φο, σχε­δὸν μαυ­ρι­σμέ­νο. Τὸ κο­στού­μι του ἦ­ταν κα­θα­ρὸ καὶ σι­δε­ρω­μέ­νο. Τὰ μά­τια του ἦ­ταν κα­θα­ρὰ καὶ φω­τει­νά, τὰ πα­πού­τσια του γυ­α­λι­σμέ­να. Τὸ γέ­νι καὶ τὰ μαλ­λιὰ του ἦ­ταν κα­θα­ρὰ καὶ κου­ρε­μέ­να.

 

       Ἔ­κα­να μιὰ παύ­ση ἐ­κεῖ. Για­τὶ ὅ­ταν περ­νᾶς πέν­τε χρό­νια τῆς ζω­ῆς σου μὲ κά­ποι­ον, προ­σέ­χεις κά­ποι­α πράγ­μα­τα. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­τρας μὲ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὲς συ­νή­θει­ες, μι­κρὲς ἰ­δι­ορ­ρυθ­μί­ες ποὺ δὲν μπο­ρεῖς νὰ ξε­χά­σεις. Δὲν θὰ ἔ­τρω­γε πλι­γού­ρι βρώ­μης, ἂν πε­ρι­εῖ­χε γρόμ­πους. Δὲν θὰ φο­ροῦ­σε ρο­λό­ι. Ὅ­ταν πο­νᾶ, κλεί­νε­ται στὸν ἑ­αυ­τό του. Πρέ­πει νὰ παί­ζει τέ­νις κα­θη­με­ρι­νά. Ἔ­χει ἕ­να τρό­πο νὰ καμ­που­ριά­ζει, ὅ­ταν λέ­ει ἕ­να ψέ­μα. Καὶ δὲν θὰ ἔμ­παι­νε πο­τὲ σὲ κου­ρεῖ­ο. Γιὰ τὴν ἀ­κρί­βεια πε­ρη­φα­νεύ­ε­ται πὼς ἔ­χει εἰ­κο­σι­πέν­τε χρό­νια νὰ μπεῖ σὲ κου­ρεῖ­ο. Τοῦ ἔ­κο­βα τὰ μαλ­λιὰ τὰ τε­λευ­ταῖ­α πέν­τε χρό­νια, ἡ πρώ­ην γυ­ναί­κα του ἔ­κα­νε τὸ ἴ­διο γιὰ πολ­λὰ χρό­νια πρὶν ἀ­πὸ μέ­να. Ἀν­τί­θε­τα μὲ τὸν Σαμ­ψών, αὐ­τὸς ἤ­θε­λε μιὰ γυ­ναί­κα νὰ τοῦ κό­βει τὰ μαλ­λιά. Εἶ­χα νὰ τὸν δῶ δύ­ο μῆ­νες, καὶ τὰ μαλ­λιά του ἦ­ταν κα­θα­ρὰ καὶ κου­ρε­μέ­να.

       Ἦ­ταν σὰν νὰ ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε ἡ ση­μα­σί­α τοῦ ὀ­νεί­ρου ἀ­πό­το­μα, σὰν ἕ­νας ἄ­γνω­στος κω­δι­κὸς νὰ εἶ­χε σπά­σει. Ἡ ἀ­θέ­τη­ση τῆς ὑ­πό­σχε­σης γιὰ τὸ Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο τοῦ Ἁγ. Βα­λεν­τί­νου, οἱ χα­μέ­νες κλή­σεις, ὁ συ­νά­δελ­φος ποὺ πάν­τα ἔ­πρε­πε νὰ δεῖ. Ξαφ­νι­κὰ σὲ μιὰ στιγ­μὴ ἐ­πι­φοί­τη­σης, κα­θὼς στε­κό­μουν ἀ­κί­νη­τη ἐ­κεῖ στὸ ἀ­ε­ρο­δρό­μιο μὲ τὴν οἰ­κο­γέ­νειά μου δί­πλα μου, τὴ δι­κή του δί­πλα του, ἐ­νῶ ὅ­λοι μας ἤ­μα­σταν χα­ρού­με­νοι ποὺ βρι­σκό­μα­στε σὲ ἕ­να μέ­ρος ἡ­λι­ό­λου­στο καὶ ζε­στό, τὰ κομ­μά­τια τοῦ πὰζλ ἑ­νώ­θη­καν με­τὰ ἀ­πὸ πο­λύ­χρο­νη προ­σπά­θεια. Ἦ­ταν ἕ­να ξε­κα­θά­ρι­σμα, μιὰ συ­νέ­νω­ση, μιὰ ἀ­πο­κά­λυ­ψη, σὰν μιὰ ὁ­μί­χλη νὰ εἶ­χε δι­α­λυ­θεῖ, ἂν θέ­λε­τε. Δὲν εἶ­χα κα­μί­α ἀμ­φι­βο­λί­α. Τί­πο­τα δὲν ἦ­ταν ἀ­βέ­βαι­ο. Ὅ­ταν προ­χώ­ρη­σε νὰ μ’ ἀγ­κα­λιά­σει, εἶ­πα, «Ποι­ός ἔ­κο­ψε τὰ μαλ­λιά σου;» Τρα­βή­χτη­κε λί­γο πί­σω, ἀλ­λὰ ἐ­γὼ ἐ­πέ­με­να. «Πές μου», εἶ­πα σπρώ­χνον­τας τὸ παι­δί μας πρὸς τὸν ὦ­μο μου, «Ποιός ἔ­κο­ψε τὰ μαλ­λιά σου;»

 

Bonsai-03c-GiaIstologio-04 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Tho­mas, Ja­mes, De­ni­se Tho­mas and Tom Ha­zu­ka, eds., Flash Fi­ction – 72 ve­ry short sto­ri­es, New York, Lon­don: W.W. Nor­ton & Com­pa­ny, 1992.

 

Μαί­ρη Μό­ρις (M­a­ry M­o­r­r­is). Συγ­γρα­φέ­ας τα­ξι­δι­ω­τι­κῶν χρο­νι­κῶν καὶ δι­η­γη­μά­των. Ζεῖ στὸ Μπρού­κλιν μὲ τὸν σύ­ζυ­γο καὶ τὴν κό­ρη της καὶ δι­δά­σκει Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ στὸ Κο­λέ­γιο Σά­ρα Λῶ­ρενς. Κεν­τρι­κὸ θέ­μα στὰ δι­η­γή­μα­τά της ἀ­πο­τε­λοῦν οἱ τα­ξι­δι­ω­τι­κὲς ἐμ­πει­ρί­ες.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλικά:

Ἀν­τω­νί­α Ἱ­ε­ρί­δου. Φοι­τή­τρια τοῦ τμή­μα­τος Ἀγ­γλι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κύ­πρου. Ἡ με­τά­φρα­ση ἔ­γι­νε στὰ πλαί­σια τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τά­φρα­ση πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να». Δι­δά­σκων: Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης.