Γκὺ Ντὲ Μωπασσάν (Guy de Maupassant): Ὄνειρα

 

 

Γκὺ Ντὲ Μωπασσάν (Guy de Maupassant)

 

Ὄνειρα

(Rêves)

 

ΤΑΝ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΔΕΙΠΝΟ μὲ φί­λους, πα­λιοὺς φί­λους. Ἦ­ταν πέν­τε: ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας, ἕ­νας για­τρὸς καὶ τρεῖς ἀ­νύ­παν­δροι, ἀ­νε­πάγ­γελ­τοι πλού­σιοι ἄν­δρες.

       Εἴ­χα­με μι­λή­σει πε­ρὶ παν­τὸς ἐ­πι­στη­τοῦ καὶ βρι­σκό­μα­σταν σὲ μιὰ κα­τά­στα­ση νω­χέ­λειας, ἐ­κεί­νη ἡ νω­χέ­λεια ποὺ προ­η­γεῖ­ται τῆς ἀ­να­χώ­ρη­σης με­τὰ τὸ γεῦ­μα. Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς συν­δαι­τη­μό­νες ποὺ κοί­τα­ζε σι­ω­πη­λὸς ἐ­πὶ πέν­τε λε­πτὰ τὴ θο­ρυ­βώ­δη, κε­λα­ρυ­στὴ καὶ στο­λι­σμέ­νη μὲ τὰ μπὲκ γκα­ζιοῦ λε­ω­φό­ρο, λέ­ει ξαφ­νι­κά:

       «Ὅ­ταν δὲν ἀ­σχο­λεῖ­ται κα­νεὶς μὲ τί­πο­τε ἀ­πὸ τὸ πρω­ὶ ἕ­ως τὸ βρά­δυ, οἱ μέ­ρες εἶ­ναι ἀ­τε­λεί­ω­τες.»

       «Καὶ οἱ νύ­χτες ἐ­πί­σης» πρό­σθε­σε κά­ποι­ος ποὺ κα­θό­ταν δί­πλα του. «Δὲν κοι­μᾶ­μαι κα­θό­λου, οἱ ἀ­πο­λαύ­σεις μὲ κου­ρά­ζουν, οἱ συ­ζη­τή­σεις εἶ­ναι πάν­τα οἱ ἴ­δι­ες· πο­τὲ δὲν σκον­τά­φτω πά­νω σὲ μιὰ νέ­α ἰ­δέ­α καὶ πρὶν ξε­κι­νή­σω μιὰ συ­ζή­τη­ση μὲ κά­ποι­ον, αἰ­σθά­νο­μαι μιὰ σφο­δρὴ ἐ­πι­θυ­μί­α νὰ μὴ λέω, οὔ­τε ν’ ἀ­κού­ω τί­πο­τε. Δὲν ξέ­ρω τί νὰ κά­νω τὰ βρά­δια μου.»

       Καὶ ὁ τρί­τος ἄ­ερ­γος ἀ­να­φώ­νη­σε:

       «Θὰ πλή­ρω­να ὅ­σο-ὅ­σο γιὰ νὰ περ­νῶ κα­θη­με­ρι­νά, του­λά­χι­στον δύο ὧ­ρες εὐ­χά­ρι­στες.»

       Τὴ στιγ­μὴ ἐ­κεί­νη πλη­σί­α­σε ὁ συγ­γρα­φέ­ας ὁ ὁ­ποῖ­ος μό­λις εἶ­χε ἀ­πο­θέ­σει στὸ μπρά­τσο του τὸ ἐ­πα­νω­φό­ρι του.

       «Ἐ­κεῖ­νος», εἶ­πε, «ποὺ θὰ ἀ­να­κά­λυ­πτε ἕ­να και­νούρ­γιο βί­τσιο καὶ θὰ τὸ πρό­σφε­ρε στοὺς ὁ­μοί­ους του ὥ­στε νὰ συν­το­μέ­ψει κα­τὰ τὸ ἥ­μι­συ τὴ ζω­ή τους, θὰ πρό­σφε­ρε με­γα­λύ­τε­ρη ὑ­πη­ρε­σία στὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νον ποὺ θὰ ἔ­βρι­σκε ἕ­ναν νέ­ο τρό­πο γιὰ νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­σει τὴν αἰ­ώ­νια ὑ­γεί­α καὶ νε­ό­τη­τα».

       Ὁ για­τρὸς ξέ­σπα­σε σὲ γέ­λια· καὶ μα­σών­τας τὸ ποῦ­ρο του εἶ­πε:

       «Ναί, ἀλ­λὰ ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὰ ἀ­να­κα­λύ­ψει κα­νεὶς ἔ­τσι ἁ­πλά. Πα­ρ’ ὅ­λες τὶς ἐ­πι­στα­μέ­νες ἔ­ρευ­νες καὶ με­λέ­τες σχε­τι­κὰ μὲ τὴν ὕ­λη ἀ­πὸ συ­στά­σε­ως κό­σμου. Οἱ πρῶ­τοι ἄν­θρω­ποι ἔ­φτα­σαν ξαφ­νι­κὰ στὴν τε­λει­ό­τη­τα αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους. Ἐ­μεῖς, μό­λις καὶ με­τὰ βί­ας μπο­ροῦ­με νὰ συγ­κρι­θοῦ­με μα­ζί τους.»

       Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς τρεῖς ἄ­ερ­γους μουρ­μού­ρι­σε:

       «Κρί­μα.»

       Κι ἕ­να λε­πτὸ με­τὰ πρό­σθε­σε:

       «Ἂν μπο­ροῦ­με του­λά­χι­στον νὰ κοι­μό­μα­στε, νὰ κοι­μό­μα­στε κα­λὰ χω­ρὶς νὰ αἰ­σθα­νό­μα­στε οὔ­τε κρύ­ο, οὔ­τε ζέ­στη, νὰ κοι­μό­μα­στε ἐ­ξα­φα­νί­ζον­τας τὴ με­γά­λη κό­πω­ση ποὺ νι­ώ­θου­με τὰ βρά­δια, νὰ κοι­μό­μα­στε δί­χως νὰ βλέ­που­με ὄ­νει­ρα.»

       «Για­τί δί­χως ὄ­νει­ρα;» ρώ­τη­σε ὁ γεί­το­νάς του.

       Ὁ ἄλ­λος συ­νέ­χι­σε:

       «Για­τὶ τὰ ὄ­νει­ρα δὲν εἶ­ναι πάν­τα εὐ­χά­ρι­στα, εἶ­ναι πάν­τα πα­ρά­ξε­να, ἀ­πί­θα­να, ἀ­συ­νάρ­τη­τα, κι ἐ­πει­δὴ κοι­μό­μα­στε, δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με τὰ κα­λύ­τε­ρα, ὅ­πως θὰ θέ­λα­με. Πρέ­πει νὰ ὀ­νει­ρευ­ό­μα­στε ξύ­πνιοι.»

       «Καὶ ποι­ός σᾶς ἐμ­πο­δί­ζει»; ρώ­τη­σε ὁ συγ­γρα­φέ­ας.

       Ὁ για­τρὸς πέ­τα­ξε τὸ ποῦ­ρο του.

       «Ἀ­γα­πη­τέ μου, γιὰ νὰ ὀ­νει­ρευ­τεῖς, χρει­ά­ζε­ται με­γά­λη δύ­να­μη καὶ πο­λὺ δου­λειὰ ὥ­στε νὰ ἔ­χεις τὴν ἀ­ναγ­καί­α θέ­λη­ση, καὶ συ­νε­πῶς ἡ κό­πω­ση ποὺ θὰ προ­κύ­ψει ἀ­πὸ ὅ­λη τὴν προ­σπά­θεια, θὰ εἶ­ναι με­γά­λη.

       »Ὅ­μως, τὸ πραγ­μα­τι­κὸ ὄ­νει­ρο, ἐ­κεῖ­νος ὁ πε­ρί­πα­τος τῆς σκέ­ψης μας μέ­σα ἀ­πὸ γο­η­τευ­τι­κὰ ὁ­ρά­μα­τα, εἶ­ναι ἀ­ναμ­φί­βο­λα, ὅ,τι πιὸ ἀ­πο­λαυ­στι­κὸ ὑ­πάρ­χει στὸν κό­σμο· ἀλ­λὰ πρέ­πει νὰ ἔρ­θει μὲ φυ­σι­κὸ τρό­πο, νὰ μὴν τὸ προ­κα­λοῦ­με ἐ­μεῖς βε­βι­α­σμέ­να καὶ νὰ συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὴν ἀ­πό­λυ­τη σω­μα­τι­κὴ εὐ­ε­ξί­α. Τὸ ὄ­νει­ρο αὐ­τὸ μπο­ρῶ νὰ σᾶς τὸ προ­σφέ­ρω, ὑ­πὸ τὸν ὅρο ὅ­τι θὰ μοῦ ὑ­πο­σχε­θεῖ­τε πὼς δὲν θὰ κά­νε­τε κα­τά­χρη­ση.»

       Ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἀ­να­σή­κω­σε τοὺς ὤ­μους:

       «Ἄ, ξέ­ρω, τὸ χα­σίς, τὸ ὄ­πιο, ἡ πρά­σι­νη μαρ­με­λά­δα, οἱ τε­χνη­τοὶ πα­ρά­δει­σοι. Δι­ά­βα­σα τὸν Μπων­τλαίρ· καὶ μά­λι­στα δο­κί­μα­σα τὸ πε­ρί­φη­μο ναρ­κω­τι­κὸ ποὺ μὲ ἔ­ρι­ξε βα­ριὰ ἄρ­ρω­στο.»

       Ὁ για­τρὸς κά­θι­σε.

       «Ὄ­χι, αἰ­θέ­ρα, μό­νον αἰ­θέ­ρα, τί­πο­τε ἄλ­λο, καὶ θὰ πρό­σθε­τα ὅ­τι ἐ­σεῖς οἱ ἄν­θρω­ποι τῶν γραμ­μά­των, θὰ ἔ­πρε­πε ποῦ καὶ ποῦ νὰ κά­νε­τε χρή­ση.»

       Οἱ τρεῖς πλού­σιοι ἄν­δρες πλη­σί­α­σαν. Ὁ ἕ­νας ρώ­τη­σε:

       «Ἐ­ξή­γη­σέ μας λοι­πὸν τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ἀ­πὸ τὴ χρή­ση του.»

       Ὁ για­τρὸς ἀ­πάν­τη­σε:

       «Ἂς ἀ­φή­σου­με κα­τὰ μέ­ρος τὰ με­γά­λα λό­για, ἐν­τά­ξει; Δὲν μι­λῶ μὲ ὅ­ρους ἰ­α­τρι­κῆς, οὔ­τε ἠ­θι­κῆς· μι­λῶ γιὰ τὴν ἀ­πό­λαυ­ση. Κα­θη­με­ρι­νὰ ἐ­πι­δί­δε­στε σὲ ὑ­περ­βο­λὲς ποὺ ρο­κα­νί­ζουν τὴ ζω­ή σας. Θέ­λω νὰ σᾶς ὑ­πο­δεί­ξω μιὰ νέ­α ἐμ­πει­ρί­α τὴν ὁ­ποί­αν μό­νο οἱ εὐ­φυ­εῖς ἄν­θρω­ποι μπο­ροῦν νὰ βι­ώ­σουν, θὰ ἔ­λε­γα μά­λι­στα: οἱ πο­λὺ εὐ­φυ­εῖς, για­τί εἶ­ναι ἐ­πι­κίν­δυ­νη ὅ­πως καὶ κά­θε τὶ ποὺ προ­κα­λεῖ ὑ­περ­δι­έ­γερ­ση τῶν ἐ­σω­τε­ρι­κῶν ὀρ­γά­νων μας, ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κή. Θὰ πρό­σθε­τα δὲ ὅ­τι χρει­ά­ζε­ται μιὰ κά­ποι­α προ­ε­τοι­μα­σί­α, δη­λα­δὴ θὰ πρέ­πει νὰ μᾶς γί­νει συ­νή­θεια προ­κει­μέ­νου νὰ αἰ­σθαν­θοῦ­με ἀ­πό­λυ­τα τὰ μο­να­δι­κὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ αἰ­θέ­ρα.

       »Τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά του δι­α­φέ­ρουν ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να τοῦ χα­σίς, τοῦ ὀ­πί­ου ἢ τῆς μορ­φί­νης καὶ στα­μα­τοῦν ἀ­μέ­σως μό­λις δι­α­κό­πτε­ται ἡ εἰ­σπνο­ή του, ἐ­νῶ τὰ ἄλ­λα ποὺ πα­ρά­γουν ὀ­νει­ρι­κὲς κα­τα­στά­σεις, συ­νε­χί­ζουν τὴ δρά­ση τους ἐ­πὶ πολ­λὲς ὧ­ρες ἀ­κό­μα.

       »Τώ­ρα θὰ προ­σπα­θή­σω νὰ ἀ­να­λύ­σω ὅ­σο γί­νε­ται μὲ με­γα­λύ­τε­ρη σα­φή­νεια αὐ­τὸ ποὺ αἰ­σθά­νε­ται κα­νείς. Ἀλ­λὰ τὰ πράγ­μα­τα δὲν εἶ­ναι εὔ­κο­λα, εἶ­ναι πο­λὺ εὔ­θραυ­στες, σχε­δὸν ἀ­σύλ­λη­πτες αὐ­τὲς οἱ αἰ­σθή­σεις.

       »Εἶ­χα ἀρ­χί­σει νὰ χρη­σι­μο­ποι­ῶ αὐ­τὸ τὸ φάρ­μα­κο, ὅ­ταν εἶ­χα προ­σβλη­θεῖ ἀ­πὸ πο­λὺ δυ­να­τὲς νευ­ραλ­γί­ες, ἀλ­λὰ ἔ­κτο­τε μᾶλ­λον ἔ­κα­να μιὰ κά­ποι­α κα­τά­χρη­ση.

       »Ὑ­πέ­φε­ρα ἀ­πὸ πο­λὺ δυ­να­τοὺς πο­νο­κε­φά­λους καὶ πο­νό­λαι­μους, κα­θὼς καὶ ἀ­πὸ μιὰ ἀ­φό­ρη­τη θερ­μό­τη­τα στὸ δέρ­μα μου, ἕ­ναν ἀ­νη­συ­χη­τι­κὸ πυ­ρε­τό. Πῆ­ρα ἕ­να με­γά­λο φι­α­λί­διο αἰ­θέ­ρα καὶ ἀ­φοῦ ξά­πλω­σα, εἶ­χα ἀρ­χί­σει νὰ τὸν εἰ­σπνέ­ω σι­γὰ-σι­γά. Σὲ λί­γα λε­πτά, εἶ­χα τὴν αἴ­σθη­ση ὅ­τι ἄ­κου­γα θο­λὰ ἕ­να μουρ­μου­ρη­τὸ ποὺ πο­λὺ γρή­γο­ρα ἔ­γι­νε ἕ­να εἶ­δος βου­η­τοῦ, καὶ ὅ­τι ὅ­λο τὸ μέ­σα μου γι­νό­ταν ἐ­λα­φρύ, ἐ­λα­φρὺ σὰν ἀ­έ­ρας ποὺ ἐ­ξα­τμι­ζό­ταν.

       »Με­τά, αἰ­σθα­νό­μουν ἕ­να εἶ­δος ψυ­χι­κοῦ λή­θαρ­γου, μιᾶς ὑ­πνω­τι­κῆς εὐ­ε­ξί­ας πα­ρὰ τοὺς πό­νους ποὺ ἐ­πέ­με­ναν, ἀλ­λὰ ποὺ εἶ­χαν πά­ψει πλέ­ον νὰ εἶ­ναι ἀ­φό­ρη­τοι. Ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­πὸ ἐ­κεί­νους τοὺς πό­νους ποὺ δέ­χε­ται κα­νεὶς νὰ τοὺς ὑ­πο­μέ­νει καὶ ὄ­χι πιὰ ἐ­κεῖ­νος ὁ φρι­κτὸς σπα­ραγ­μὸς ἐ­νάν­τια στὸν ὁ­ποῖ­ον δι­α­μαρ­τύ­ρε­ται τὸ βα­σα­νι­σμέ­νο κορ­μί μας.

       »Ἀ­μέ­σως, ἡ πα­ρά­ξε­νη καὶ γο­η­τευ­τι­κὴ αἴ­σθη­ση κε­νοῦ ποὺ εἶ­χα στὸ στῆ­θος μου, ἐ­πε­κτά­θη­κε καὶ στὰ ὑ­πό­λοι­πα μέ­λη μου, ποὺ ἔ­γι­ναν κι αὐ­τὰ μὲ τὴ σει­ρά τους πο­λὺ ἐ­λα­φριά, ἐ­λα­φριὰ σὰν νὰ εἶ­χαν συγ­χω­νευ­θεῖ ἡ σάρ­κα καὶ τὰ ὀ­στά μου καὶ εἶ­χε μεί­νει μό­νο τὸ δέρ­μα, ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ νὰ μὲ κά­νει νὰ γευ­τῶ τὴ γλύ­κα τῆς ζω­ῆς καὶ νὰ γέρ­νω μέ­σα της μὲ εὐ­ε­ξί­α. Τό­τε δι­α­πί­στω­σα ὅ­τι δὲν ὑ­πέ­φε­ρα πιά. Ὁ πό­νος εἶ­χε φύ­γει, συγ­χω­νεύ­τη­κε κι αὐ­τὸς καὶ ἐ­ξα­τμί­στη­κε. Καὶ τό­τε ἄ­κου­σα φω­νές, τέσ­σε­ρις φω­νές, δύο δι­α­λό­γους ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σα ὅ­μως νὰ δι­α­κρί­νω τὰ λό­για. Ἄλ­λο­τε ἦ­ταν δυσ­δι­ά­κρι­τοι ἦ­χοι κι ἄλ­λο­τε ἔ­φτα­νε στ’ αὐ­τιά μου κά­ποι­α λέ­ξη ποὺ ξε­χώ­ρι­ζε. Ἀλ­λὰ ἀ­να­γνώ­ρι­σα ὅ­τι ἦ­ταν μό­νο τὸ ὀ­ξυ­μέ­νο βου­η­τὸ στ’ αὐ­τιά μου. Δὲν κοι­μό­μουν, ἤ­μουν ξύ­πνιος· κα­τα­λά­βαι­να, αἰ­σθα­νό­μουν, ἤ­μουν σὲ θέ­ση νὰ σκέ­πτο­μαι λο­γι­κά, κα­θα­ρά, καὶ βα­θιά, μὲ μιὰ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ δύ­να­μη καὶ μιὰ χα­ρὰ τῆς ζω­ῆς καὶ μιὰ πα­ρά­ξε­νη μέ­θη ποὺ ἦ­ταν ἀ­πο­τέ­λε­σμα τοῦ δε­κα­πλα­σια­σμοῦ τῶν νο­η­τι­κῶν ἱ­κα­νο­τή­των μου.

       »Δὲν ἦ­ταν ὄ­νει­ρο ὅ­πως συμ­βαί­νει μὲ τὸ χα­σίς, δὲν ἦ­ταν οὔ­τε τὰ κά­πως νο­ση­ρὰ ὁ­ρά­μα­τα τοῦ ὀ­πί­ου· ἦ­ταν μιὰ ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ ὄ­ξυν­ση τῆς σκέ­ψης, ἕ­νας νέ­ος τρό­πος νὰ βλέ­πω, νὰ κρί­νω, νὰ ἐ­κτι­μῶ τὰ πράγ­μα­τα τῆς ζω­ῆς, νὰ εἶ­μαι σί­γου­ρος καὶ νὰ ἔ­χω ἀ­πό­λυ­τη συ­νεί­δη­ση ὅ­τι αὐ­τὸς ὁ τρό­πος ἦ­ταν ὁ ἀ­λη­θι­νός.

       »Καὶ ξαφ­νι­κά, μοῦ πέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὸ μυα­λὸ ἡ ἀρ­χαί­α εἰ­κό­να τῆς Γρα­φῆς. Μοῦ φαι­νό­ταν ὅ­τι εἶ­χα γευ­τεῖ τὸν καρ­πὸ τῆς Ἐ­πι­στή­μης καὶ ὅ­τι μοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτον­ταν ὅ­λα τὰ μυ­στή­ρια, τό­σο πο­λὺ βρι­σκό­μουν ὑ­πὸ τὸ κρά­τος μιᾶς νέ­ας, πα­ρά­ξε­νης καὶ ἀ­ναν­τίρ­ρη­της λο­γι­κῆς.

       »Καὶ τὰ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, οἱ συλ­λο­γι­σμοί, οἱ ἀ­πο­δεί­ξεις ἔ­φτα­ναν σω­ρη­δὸν καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ ἀ­να­τρέ­πον­ταν ἀ­μέ­σως ἀ­πὸ μιὰ ἀ­πό­δει­ξη, ἕ­ναν λο­γι­κὸ συλ­λο­γι­σμό, ἕ­να ἰ­σχυ­ρό­τε­ρο ἐ­πι­χεί­ρη­μα. Τὸ κε­φά­λι μου εἶ­χε γί­νει ἡ πα­λαί­στρα νέ­ων ἰ­δε­ῶν. Ἤ­μουν ἕ­να ἀ­νώ­τε­ρο ὄν, ἐ­ξο­πλι­σμέ­νο μὲ μιὰ ἀ­ήτ­τη­τη εὐ­φυί­α καὶ γευ­ό­μουν μιὰ ὑ­πέρ­με­τρη ἡ­δο­νή, δι­α­πι­στώ­νον­τας τὴν δύ­να­μή μου.

       »Αὐ­τὸ κρά­τη­σε πο­λύ. Εἰ­σέ­πνε­α πάν­το­τε τὸν αἰ­θέ­ρα μου ἀ­πὸ τὸ στό­μιο τοῦ φι­α­λι­δί­ου μου. Ξαφ­νι­κὰ ἀν­τι­λή­φθη­κα ὅ­τι ἦ­ταν ἄ­δει­ο καὶ ἔ­νι­ω­σα μιὰ τρο­μα­κτι­κὴ θλί­ψη.»

       Οἱ τέσ­σε­ρις ἄν­δρες ἀ­να­φώ­νη­σαν μὲ μιὰ φω­νή: «Για­τρὲ γρή­γο­ρα μιὰ συν­τα­γὴ γιὰ ἕ­να λί­τρο αἰ­θέ­ρα!!» Ἀλ­λὰ ὁ για­τρὸς φο­ρών­τας τὸ κα­πέ­λο του ἀ­πάν­τη­σε:

       «Ἄ, ὅ­λα κι ὅ­λα, πᾶ­τε νὰ σᾶς δη­λη­τη­ριά­σουν οἱ ἄλ­λοι!»

       Καὶ βγῆ­κε.

       Κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, ἂν τὸ ἀν­τέ­χει ἡ καρ­διά σας!!!!

                                                                                                           

8 Ἰ­ου­λί­ου 1882

 

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο Contes Fantastiques Complets, ἐπι­λογὴ κει­μέ­νων, πα­ρου­σί­α­ση, ση­μει­ώ­σεις: ἐκ­δό­σεις Marabout. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: 8 Ἰ­ου­λί­ου 1882, στὸ Gil Blas.

 

Γκὺ ντὲ Μω­πασ­σάν (Guy de Maupassant) (Tourville-sur-Arques 5.8.1850-Πα­ρί­σι 6.7.1893). Δι­η­γη­μα­το­γρά­φος καὶ νο­βε­λί­στας, συν­δε­ό­ταν μὲ φι­λί­α μὲ τὸν Ἐ­μὶλ Ζο­λὰ καὶ τὸν Γου­σταῦ­ο Φλωμ­πέρ. Τὰ ἔρ­γα του χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται, πα­ρὰ τὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ καὶ τὸν πε­σι­μι­σμὸ ποὺ ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πὸ αὐ­τό, ἀ­πὸ με­γά­λη ρε­α­λι­στι­κὴ δύ­να­μη καὶ ἔ­λεγ­χο τῶν ἐκ­φρα­στι­κῶν του μέ­σων. Ἡ πα­ρου­σί­α του στὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ στε­ρέ­ω­μα τῆς Γαλ­λί­ας, διαρ­κεῖ μί­α δε­κα­ε­τί­α, ἀ­πὸ τὸ 1880 ἕ­ως τὸ 1890, πρὶν τρε­λα­θεῖ καὶ πε­θά­νει σὲ ἡ­λι­κί­α 42 ἐ­τῶν. Ἀ­πέ­κτη­σε φή­μη πρὶν τὸ θά­να­τό του καὶ ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα νὰ θε­ω­ρεῖ­ται με­γά­λος συγγραφέας ἐ­νῶ τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ τὸ ἔρ­γο του ἀ­να­ζω­πυ­ρώ­θη­κε καὶ ἀ­πὸ τὴ με­τα­φο­ρὰ ἔργων του στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο.

 

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γαλ­λι­κά:

Ἰ­ω­άν­να Ἀ­βρα­μί­δου (Δρά­μα, 1951). Φι­λό­λο­γος, με­τα­φρά­στρια. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς με­τα­φρά­στρια στὴν ΕΕ ἀ­πὸ τὸ 1980 ἕ­ως τὸ 2001. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνί­ας, ποί­η­σης, καὶ φι­λο­σο­φί­ας ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά, ἀγ­γλι­κὰ καὶ ἰ­τα­λι­κά.

 

Εἰ­κό­να: Τὸ γρα­φεῖο τοῦ Γκὺ ντὲ Μω­­πασ­σὰν στὸ Πα­ρί­σι.

 

Γκὺ ντὲ Μωπασσάν (Guy de Maupassant): Ὁ θρύλος τοῦ ὄρους Σαὶν-Μισέλ

.

.

Γκὺ ντὲ Μωπασσάν(Guy de Maupassant)

.

Ὁ θρύλος τοῦ ὄρους Σαὶν-Μισέλ

(La légend dy mont Saint-Michel)

.

ΑΤ’ ΑΡΧΗΝ τὸ εἶ­δα ἀ­πὸ τὴν Καν­κάλ, τὸν πα­ρα­μυ­θέ­νιο πύρ­γο ποὺ εἶ­ναι φυ­τε­μέ­νος μέ­σα στὴ θά­λασ­σα. Τὸ εἶ­χα δεῖ θο­λὰ σὰν μιὰ γκρί­ζα σκιὰ ὑ­ψω­μέ­νη πρὸς τὸν νε­φε­λώ­δη οὐ­ρα­νό.

       Τὸ ξα­να­εῖ­δα ἀ­πὸ τὴν Ἀ­βάνς, τὸ δεί­λι. Ἡ ἀ­τε­λεί­ω­τη ἄμ­μος ἦ­ταν κόκ­κι­νη, ὁ ὁ­ρί­ζον­τας ἦ­ταν κόκ­κι­νος, ὅ­λος ὁ ἀ­τε­λεί­ω­τος κάμ­πος ἦ­ταν κόκ­κι­νος· μό­νο τὸ ἀ­πό­κρη­μνο ἀ­βα­εῖ­ο ποὺ ἦ­ταν σφη­νω­μέ­νο ἐ­κεῖ κά­τω, μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴ στε­ριά, σὰν μιὰ φαν­τα­στι­κὴ ἀ­γρέ­παυ­λη, σὰν ἕ­να ἐ­ξαί­σιο ὀ­νει­ρε­μέ­νο πα­λά­τι, ἀ­πί­στευ­τα πα­ρά­ξε­νο καὶ ὄ­μορ­φο, πα­ρέ­με­νε σχε­δὸν μαῦ­ρο μέ­σα στὴν πορ­φύ­ρα τῆς μέ­ρας ποὺ ψυ­χορ­ρα­γοῦ­σε.

       Τὴν ἑ­πο­μέ­νη, ξε­κί­νη­σα τὴν αὐ­γὴ γιὰ νὰ τὸ δῶ, δι­α­σχί­ζον­τας τὴν ἄμ­μο καὶ μὲ τὸ μά­τι στραμ­μέ­νο πρὸς αὐ­τὸ τὸ τε­ρα­τῶ­δες κό­σμη­μα ποὺ ἦ­ταν με­γά­λο ὅ­σο κι ἕ­να βου­νὸ σμι­λευ­μέ­νο σὰν μιὰ κα­μέ­α καὶ ἀ­έ­ρι­νο σὰν μου­σε­λί­να. Ὅ­σο πλη­σί­α­ζα, τό­σο αἰ­σθα­νό­μουν μιὰ ἀ­νά­τα­ση ἀ­πὸ τὸν θαυ­μα­σμό, για­τὶ τί­πο­τε στὸν κό­σμο δὲν εἶ­ναι, κα­τὰ τὴν ἄ­πο­ψή μου, τό­σο ἐκ­πλη­κτι­κὸ καὶ τό­σο τέ­λει­ο.

       Καὶ πε­ρι­πλα­νι­ό­μουν, ἔκ­πλη­κτος ὡ­σὰν νὰ εἶ­χα ἀ­πο­κτή­σει τὶς συ­νή­θει­ες ἑ­νὸς θε­οῦ, δι­α­μέ­σου ἐ­κεί­νων τῶν αἰ­θου­σῶν ποὺ τὶς στή­ρι­ζαν ἀ­νά­λο­γα ἐ­λα­φρι­ὲς ἢ βα­ρι­ὲς στῆ­λες, δι­α­μέ­σου τῶν δι­α­δρό­μων ποὺ τοὺς δι­α­περ­νοῦ­σε τὸ φῶς τῆς μέ­ρας, καὶ μὲ ἀ­νυ­ψω­μέ­να τὰ γε­μά­τα θαυ­μα­σμὸ μά­τια μου πρὸς τὶς καμ­πα­νοῦ­λες ποὺ φαί­νον­ται σὰν πύ­ραυ­λοι ἕ­τοι­μοι νὰ ἐ­κτο­ξευ­τοῦν στὸν οὐ­ρα­νό, καὶ σὲ ὅ­λο αὐ­τὸ τὸ μπερ­δε­μέ­νο κου­βά­ρι ἀ­πὸ πυρ­γί­σκους, ὑ­δρορ­ρό­ες, τὸν κομ­ψὸ καὶ ἑλ­κυ­στι­κὸ δι­ά­κο­σμο, τὰ λί­θι­να κομ­ψο­τε­χνή­μα­τα καὶ τὶς γρα­νι­τέ­νι­ες δαν­τέ­λες, ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τα μιᾶς κο­λοσ­σια­ίας καὶ πε­ρί­τε­χνης ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κῆς.

       Κα­θὼς στε­κό­μουν ἐκ­στα­τι­κός, μὲ πλη­σί­α­σε ἕ­νας χω­ρι­κὸς τῆς Κά­τω Νορ­μαν­δί­ας καὶ μοῦ δι­η­γή­θη­κε τὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς με­γά­λης δι­α­μά­χης του Ἁ­γί­ου Μι­χα­ὴλ μὲ τὸν δι­ά­βο­λο.

       Ἕ­νας ἰ­δι­ο­φυ­ὴς σκε­πτι­κι­στὴς εἶ­πε: «Ὁ Θε­ός, ἔ­πλα­σε τὸν ἄν­θρω­πο κα­τ’ εἰ­κό­ναν του, ἀλ­λὰ καὶ ὁ ἄν­θρω­πος τοῦ τὸ ἀν­τα­πέ­δω­σε μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω.»

       Αὐ­τὰ τὰ λό­για κρύ­βουν μιὰ αἰ­ώ­νια ἀ­λή­θεια καὶ θὰ ἦ­ταν πε­ρί­ερ­γο νὰ δη­μι­ουρ­γή­σου­με σὲ κά­θε ἤ­πει­ρο τὴν ἱ­στο­ρί­α μιᾶς το­πι­κῆς θε­ό­τη­τας, καὶ τὴν ἱ­στο­ρί­α τῶν Ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων σὲ κά­θε μιὰ ἀ­πὸ τὶς ἐ­παρ­χί­ες μας.

       Ὁ νέ­γρος προ­σκυ­νᾶ τὰ ἄ­γρια, ἀν­θρω­πο­βό­ρα εἴ­δω­λα· ὁ πο­λυ­γα­μι­κὸς Μω­α­με­θα­νός, γε­μί­ζει τὸν πα­ρά­δει­σό του μὲ γυ­ναῖ­κες· οἱ Ἕλ­λη­νες, ὡς πρα­κτι­κοὶ ἄν­θρω­ποι, εἶ­χαν θε­ο­ποι­ή­σει ὅ­λα τα πά­θη. Κά­θε χω­ριὸ στὴ Γαλ­λί­α, τε­λεῖ ὑ­πὸ τὴν προ­στα­σί­α ἑ­νὸς ἁ­γί­ου, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ εἰ­κό­να δι­α­φέ­ρει ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν εἰ­κό­να τῶν κα­τοί­κων.

       Ὅ­μως, ὁ Ἅ­γιος Μι­χα­ὴλ ἀ­γρυ­πνᾶ πά­νω ἀ­πὸ τὴν Κά­τω Νορ­μαν­δί­α, ὁ Ἄγ­γε­λος Μι­χα­ήλ, ὁ δο­ξα­σμέ­νος καὶ νι­κη­φό­ρος ἄγ­γε­λος, ὁ ρομ­φαι­ο­φό­ρος, ὁ θρι­αμ­βι­κὸς ἥ­ρω­ας τοῦ Πα­ρα­δεί­σου, αὐ­τὸς ποὺ ἐ­πι­κρά­τη­σε ἐ­πὶ τοῦ δι­α­βό­λου.

       Ἀλ­λά, ἰ­δοὺ πῶς ὁ πο­λυ­μή­χα­νος κά­τοι­κος τῆς Κά­τω Νορ­μαν­δί­ας, ὁ ὑ­πο­κρι­τι­κός, στρε­ψό­δι­κος καὶ ὕ­που­λος, κα­τα­νο­εῖ καὶ ἀ­φη­γεῖ­ται τὸν ἀ­γώ­να τοῦ Μέ­γα Ἁ­γί­ου μὲ τὸν δι­ά­βο­λο.

       Γιὰ νὰ προ­φυ­λα­χτεῖ ἀ­πὸ τὶς κα­κί­ες τοῦ δαί­μο­να γεί­το­νά του, ὁ Ἅ­γιος Μι­χα­ὴλ κα­τα­σκεύ­α­σε με­σο­πέ­λα­γα αὐ­τὴ τὴν κα­τοι­κί­α ποὺ εἶ­ναι ἀν­τά­ξια ἑ­νὸς Ἀρ­χα­γέλ­λου· καὶ πράγ­μα­τι, μό­νον ἕ­νας τέ­τοι­ος ἅ­γιος θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ κα­τα­σκευά­σει γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του μιὰ τέ­τοι­α κα­τοι­κί­α.

       Ἀλ­λὰ κα­θὼς εἶ­χε ἀ­κό­μα τὶς ἀμ­φι­βο­λί­ες του γιὰ τὶς πρά­ξεις τοῦ Κα­κοῦ, πε­ρι­έ­βα­λε τὸ βα­σί­λει­ό του μὲ κι­νού­με­νη ἄμ­μο, πιὸ κα­κό­βου­λη καὶ ἀ­πὸ τὴν θά­λασ­σα.

       Ὁ δι­ά­βο­λος κα­τοι­κοῦ­σε σὲ μιὰ τα­πει­νὴ κα­λύ­βα στὴν ἀ­κτή· ἀλ­λὰ ἦ­ταν ὁ κά­το­χός των βο­σκό­το­πων ποὺ κο­λυμ­ποῦ­σαν μέ­σα στὸ ἁλ­μυ­ρὸ νε­ρό, τὰ γό­νι­μα χω­ρά­φια μὲ τὶς γό­νι­μες σο­δει­ές, τὶς πλού­σι­ες πε­διά­δες καὶ τὶς ἐ­πί­σης γό­νι­μες πλα­γι­ὲς ὁ­λό­κλη­ρης τῆς χώ­ρας· ἐ­νῶ ὁ ἅ­γιος βα­σί­λευ­ε μό­νον στὶς ἀμ­μώ­δεις πε­ρι­ο­χές, κι ἔ­τσι, ὁ δι­ά­βο­λος ἦ­ταν πλού­σιος καὶ ὁ Ἅ­γιος Μι­χα­ὴλ ἦ­ταν φτω­χὸς σὰν ἀ­γύρ­της.

       Με­τὰ ἀ­πὸ κά­ποι­α χρό­νια νη­στεί­ας, ὁ ἅ­γιος ἄρ­χι­σε νὰ ἐ­νο­χλεῖ­ται ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν κα­τά­στα­ση καὶ σκέ­φτη­κε νὰ κά­νει ἕ­να συμ­βι­βα­σμὸ μὲ τὸν δι­ά­βο­λο· ἀλ­λὰ τὰ πράγ­μα­τα δὲν ἦ­ταν κα­θό­λου εὔ­κο­λα, για­τὶ ὁ Σα­τα­νᾶς νοια­ζό­ταν γιὰ τὴ συγ­κο­μι­δή του.

       Τὸ σκέ­φτη­κε ἕ­ξι μῆ­νες καὶ με­τά, ἕ­να πρω­ί, πῆ­ρε τὸ δρό­μο γιὰ τὴ στε­ριά. Ὁ δαί­μο­νας ἔ­τρω­γε μπρο­στὰ στὴν πόρ­τα του τὴ σού­πα του, ὅ­ταν ξαφ­νι­κὰ ἀν­τί­κρι­σε τὸν ἅ­γιο. Ἀ­μέ­σως ἔ­τρε­ξε νὰ τὸν προ­ϋ­παν­τή­σει, φί­λη­σε τὸ χέ­ρι του, τοῦ εἶ­πε νὰ πε­ρά­σει μέ­σα καὶ τοῦ πρό­σφε­ρε κά­τι νὰ δρο­σι­στεῖ.

       Ἀ­φοῦ ἤ­πι­ε μιὰ γα­βά­θα γά­λα, ὁ Ἅ­γιος Μι­χα­ὴλ πῆ­ρε τὸ λό­γο:

       «Ἦρ­θα νὰ σοῦ προ­τεί­νω μιὰ κα­λὴ δου­λειά.»

       Ὁ δι­ά­βο­λος, ἀ­θῶ­ος καὶ δί­χως κα­χυ­πο­ψί­α, ἀ­πάν­τη­σε:

       — Δέ­χο­μαι.

       — Ἰ­δού, θὰ μοῦ ἐκ­χω­ρή­σεις ὅ­λα τα κτή­μα­τά σου.

       Ὁ Σα­τα­νᾶς ἀ­νή­συ­χος, θέ­λη­σε νὰ μι­λή­σει.

       «Ναί, ἀλ­λά…»

       Ὁ ἅ­γιος συ­νέ­χι­σε:

       «Ἄ­κου πρῶ­τα. Θὰ μοῦ ἐκ­χω­ρή­σεις ὅ­λα σου τὰ κτή­μα­τα, θὰ ἀ­να­λά­βω τὴ συν­τή­ρη­ση, τὴ δου­λειά, τὸ ὄρ­γω­μα, τὴ σπο­ρά, τὸ κά­πνι­σμα, τὰ πάν­τα τέ­λος πάν­των καὶ θὰ μοι­ρα­ζό­μα­στε τὴ σο­δειά. Συμ­φω­νεῖς;»

       Ὁ δι­ά­βο­λος, τεμ­πέ­λης κα­θὼς ἦ­ταν, δέ­χτη­κε.

       Ζή­τη­σε μό­νο ἐ­πι­πλέ­ον κά­ποι­α ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να τὰ γευ­στι­κὰ μπαρ­μπού­νια ποὺ ψα­ρεύ­ουν γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ μο­να­χι­κὸ ὄ­ρος. Ὁ Ἅ­γιος Μι­χα­ὴλ τοῦ τὸ ὑ­πο­σχέ­θη­κε.

       Ἕ­σφι­ξαν τὰ χέ­ρια, ἔ­φτυ­σαν κι οἱ δυ­ὸ γιὰ νὰ δεί­ξουν ὅ­τι ἡ συμ­φω­νί­α εἶ­χε κλεί­σει, καὶ ὁ ἅ­γιος συ­νέ­χι­σε:

       «Κοί­τα, δὲν θέ­λω νὰ ἔ­χεις πα­ρά­πο­να ἀ­πὸ μέ­να. Δι­ά­λε­ξε τί προ­τι­μᾶς: τὸ τμῆ­μα τῆς σο­δειᾶς ποὺ καλ­λι­ερ­γεῖ­ται στὴν ἐ­πι­φά­νεια τῶν χω­ρα­φι­ῶν, ἢ ἐ­κεῖ­νο ποὺ φυ­τρώ­νει μέ­σα στὴ γῆ.»

       Ὁ Σα­τα­νᾶς φώ­να­ξε:

       «Θὰ πά­ρω ἐ­κεῖ­νο ποὺ καλ­λι­ερ­γεῖ­ται στὴν ἐ­πι­φά­νεια.»

       — «Σύμ­φω­νοι» εἶ­πε ὁ ἅ­γιος.

       Καὶ ἔ­φυ­γε.

       Ὅ­μως, ἕ­ξι μῆ­νες ἀρ­γό­τε­ρα, μέ­σα στὸ τε­ρά­στιο τσι­φλί­κι τοῦ δι­α­βό­λου, δὲν ἔ­βλε­πες πα­ρὰ μό­νο κα­ρό­τα, ρα­πα­νά­κια, κρεμ­μύ­δια, λα­γό­χορ­το , ὅ­λα τα φυ­τὰ ποὺ οἱ θρε­πτι­κὲς ρί­ζες τους εἶ­ναι κα­λὲς καὶ νό­στι­μες, καὶ τῶν ὁ­ποί­ων τὰ ἄ­χρη­στα φύλ­λα προ­ο­ρί­ζον­ται γιὰ ζω­ο­τρο­φές.

       Ὁ Σα­τα­νᾶς δὲν κέρ­δι­σε τί­πο­τε καὶ θέ­λη­σε νὰ σπά­σει τὸ συμ­βό­λαι­ο, χα­ρα­κτη­ρί­ζον­τας τὸν Ἅ­γιο Μι­χα­ὴλ «πο­νη­ρό».

       Ἀλ­λὰ ὁ Ἅ­γιος εἶ­χε γλυ­κα­θεῖ ἀ­πὸ τὶς καλ­λι­έρ­γει­ες· ἐ­πέ­στρε­ψε νὰ βρεῖ τὸ δι­ά­βο­λο:

       «Σὲ δι­α­βε­βαι­ῶ ὅ­τι δὲν τὸ σκέ­φτη­κα κα­θό­λου· ἔ­τσι προ­έ­κυ­ψε, δὲν φταίω σὲ τί­πο­τε ἐ­γώ. Καὶ γιὰ νὰ σὲ ἀ­πο­ζη­μι­ώ­σω, σοῦ προ­σφέ­ρω αὐ­τὴ τὴ χρο­νιά, ὅ,τι ὑ­πάρ­χει κά­τω ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­φά­νεια τῆς γῆς.»

       — Συμ­φω­νῶ, εἶ­πε ὁ Σα­τα­νᾶς.

       Τὴν ἑ­πό­με­νη Ἄ­νοι­ξη, ὅ­λη ἡ ἔ­κτα­ση τῶν χω­ρα­φι­ῶν τοῦ Πνεύ­μα­τος τοῦ Κα­κοῦ, ἦ­ταν κα­λυμ­μέ­νη μὲ πα­χὺ σι­τά­ρι, μὲ βρώ­μη με­γά­λη σὰν καμ­πα­νού­λα, λι­νά­ρι, ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ κράμ­βη, κόκ­κι­νο τρι­φύλ­λι, μπι­ζέ­λια, λά­χα­να, ἀγ­κι­νά­ρες, μὲ ὅ­λους τους σπό­ρους καὶ ὅ­λες τὶς ὀ­πῶ­ρες ποὺ εὐ­δο­κι­μοῦν ὑ­πὸ τὸ φῶς τοῦ ἥ­λιου.

       Ὁ Σα­τα­νᾶς δὲν εἶ­χε ἀ­κό­μη τί­πο­τε καὶ ἦ­ταν ἐ­ξα­γρι­ω­μέ­νος.

       Κα­τα­πι­ά­στη­κε πά­λι μὲ τὰ λι­βά­δια του καὶ μὲ τὸ ὄρ­γω­μα καὶ πα­ρέ­μει­νε κου­φὸς σὲ ὅ­λα τα νέ­α ἀ­νοίγ­μα­τα ποὺ τοῦ ἔ­κα­νε ὁ γεί­το­νάς του.

       Κύ­λη­σε ἕ­νας ὁ­λό­κλη­ρος χρό­νος. Ἀ­πὸ τὸ ὕ­ψος τοῦ ἀ­πο­μο­νω­μέ­νου ἀρ­χον­τι­κοῦ του, ὁ Ἅ­γιος Μι­χα­ὴλ κοί­τα­ζε τὴν γό­νι­μη γῆ ποὺ ἁ­πλω­νό­ταν ὣς πέ­ρα μα­κριὰ καὶ ἔ­βλε­πε τὸν δι­ά­βο­λο νὰ δι­ευ­θύ­νει τὶς ἐρ­γα­σί­ες, νὰ ἀ­πο­θη­κεύ­ει τὴ σο­δειά, νὰ ἀ­λέ­θει τοὺς σπό­ρους του. Καὶ ἦ­ταν ἔ­ξω φρε­νῶν καὶ ἐ­ξορ­γι­σμέ­νος μὲ τὴν ἀ­δυ­να­μί­α του. Μὴ μπο­ρών­τας πιὰ νὰ κο­ρο­ϊ­δέ­ψει τὸν Σα­τα­νᾶ, ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ ἐκ­δι­κη­θεῖ, καὶ πῆ­γε νὰ τὸν πα­ρα­κα­λέ­σει νὰ δει­πνή­σουν μα­ζὶ τὴν ἑ­πό­με­νη Δευ­τέ­ρα.

       «Δὲν εὐ­τύ­χη­σες μὲ τὶς δου­λει­ές σου μα­ζί μου, τοῦ εἶ­πε, τὸ ξέ­ρω· ἀλ­λὰ δὲν θέ­λω νὰ μεί­νει με­τα­ξὺ μας κά­ποι­ο αἴ­σθη­μα μνη­σι­κα­κί­ας, γι’ αὐ­τὸ σὲ προ­σκα­λῶ νὰ δει­πνή­σεις μα­ζί μου. Θὰ σοῦ προ­σφέ­ρω γιὰ γεῦ­μα ὡ­ραῖ­α πράγ­μα­τα.»

       Ὁ Σα­τα­νᾶς ποὺ ἦ­ταν τό­σο λαί­μαρ­γος ὅ­σο καὶ τεμ­πέ­λης, δέ­χτη­κε εὐ­χα­ρί­στως. Τὴν μέ­ρα ἐ­κεί­νη, φό­ρε­σε τὰ κα­λύ­τε­ρα ροῦ­χα του καὶ πῆ­ρε τὸ δρό­μο γιὰ τὸ Ὄ­ρος.

       Ὁ Ἅ­γιος Μι­χα­ὴλ τὸν ἔ­βα­λε νὰ κα­θί­σει σὲ ἕ­να κα­τα­πλη­κτι­κὸ τρα­πέ­ζι. Στὴν ἀρ­χὴ σέρ­βι­ραν βὸλ ὠ βὰν πα­ρα­γε­μι­σμέ­να μὲ νε­φρὰ κό­κο­ρα, κε­φτε­δά­κια μὲ σάρ­κα ἀ­πὸ λου­κά­νι­κα, με­τὰ δύ­ο με­γά­λα μπαρ­μπού­νια ἀ λὰ κρέμ, κα­τό­πιν μιὰ λευ­κὴ γα­λο­πού­λα πα­ρα­γε­μι­σμέ­νη μὲ κά­στα­να κον­φὶ μέ­σα σὲ κρα­σί, με­τὰ ἕ­να ἀρ­νί­σιο μπού­τι μα­ρι­να­ρι­σμέ­νο καὶ τρυ­φε­ρὸ σὰν γλυ­κό· με­τὰ λα­χα­νι­κὰ ποὺ ἔ­λι­ω­ναν στὸ στό­μα καὶ ζε­στή, νό­στι­μη, ἀ­χνι­στὴ γα­λέ­τα, ποὺ μο­σχο­μύ­ρι­ζε βού­τυ­ρο.

       Ἤ­πιαν κα­θα­ρὸ μη­λί­τη οἶ­νο, ἀ­φρώ­δη καὶ ζα­χα­ρώ­δη, καὶ κόκ­κι­νο με­θυ­στι­κὸ κρα­σί, καὶ ὕ­στε­ρα, με­τὰ ἀ­πὸ κά­θε πιά­το, ἔ­πι­ναν σὰν σφουγ­γά­ρι πε­πα­λαι­ω­μέ­νο ἀ­πό­σταγ­μα μή­λου.

       Ὁ δι­ά­βο­λος ἔ­φα­γε καὶ ἤ­πι­ε τὸν ἀ­γλέ­ο­ρα, τό­σο πο­λὺ καὶ τό­σο κα­λὰ ποὺ ἔ­νι­ω­σε δυ­σά­ρε­στα.

       Τό­τε, ὁ Ἅ­γιος Μι­χα­ήλ, ση­κώ­θη­κε φο­βε­ρὸς καὶ τρο­με­ρὸς καὶ φώ­να­ξε μὲ βρον­τε­ρὴ φω­νή:

       «Μπρο­στά μου!!! Μπρο­στά μου, κά­θαρ­μα! Τολ­μᾶς…μπρο­στά μου…»

       Ὁ Σα­τα­νᾶς τὰ ἔ­χα­σε καὶ τό ’βά­λε στὰ πό­δια καὶ ὁ ἅ­γιος, ἀρ­πά­ζον­τας μιὰ μαγ­κού­ρα, τὸν κυ­νή­γη­σε.

       Ἔ­τρε­χαν στὰ κά­τω σα­λό­νια, γυ­ρί­ζον­τας γύ­ρω ἀ­πὸ τὶς κο­λῶ­νες, ἀ­νέ­βαι­ναν τὶς ἀ­έ­ρι­νες σκά­λες, κάλ­πα­ζαν κα­τὰ μῆ­κος τῶν γει­σω­μά­των, πη­δοῦ­σαν ἀ­πὸ ὑ­δρορ­ρό­η σὲ ὑ­δρορ­ρό­η. Ὁ φτω­χὸς δαί­μο­νας, ἄρ­ρω­στος νὰ σοῦ σπα­ρά­ζει τὴν ψυ­χή, ἔ­τρε­χε νὰ φύ­γει, βρω­μί­ζον­τας τὴν κα­τοι­κί­α τοῦ ἁ­γί­ου. Ἐ­πι­τέ­λους, βρέ­θη­κε στὴν τε­λευ­ταί­α τα­ρά­τσα, πο­λὺ ψη­λά, ἀ­π’ ὅ­που ἀ­να­κα­λύ­πτει κα­νεὶς τὸν ἀ­πέ­ραν­το κόλ­πο μὲ τὶς ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νες πό­λεις, τὴν ἄμ­μο καὶ τὰ βο­σκο­τό­πια του. Δὲν μπο­ροῦ­σε πιὰ νὰ ξε­φύ­γει γιὰ πο­λύ· καὶ ὁ ἅ­γιος τοῦ κα­τά­φε­ρε ἕ­να πι­σώ­πλα­το χτύ­πη­μα, μιὰ γε­ρὴ κλω­τσιὰ ποὺ τὸν ἐκ­σφεν­δό­νι­σε σὰν μπά­λα στὸ δι­ά­στη­μα.

       Πέ­τα­ξε στὰ οὐ­ρά­νια σὰν ἀ­κόν­τιο καὶ ἔ­πε­σε μὲ ὅ­λο του τὸ βά­ρος μπρο­στὰ στὴν πό­λη Μορ­τέν. Τὰ κέ­ρα­τα στὸ μέ­τω­πό του καὶ τὰ γαμ­ψὰ νύ­χια τῶν με­λῶν του, καρ­φώ­θη­καν βα­θιὰ μέ­σα στὸ βρά­χο ὁ ὁ­ποῖ­ος κρα­τᾶ αἰ­ώ­νια τα ἴ­χνη αὐ­τῆς τῆς πτώ­σης τοῦ Σα­τα­νᾶ.

       Ση­κώ­θη­κε κου­τσαί­νον­τας, σα­κα­τε­μέ­νος στὸν αἰ­ώ­να τὸν ἅ­παν­τα· καὶ κοι­τών­τας πί­σω του τὸ μοι­ραῖ­ο Ὄ­ρος νὰ ὀρ­θώ­νε­ται σὰν ἀ­πό­κρη­μνη κορ­φὴ στὴ δύ­ση τοῦ ἡ­λί­ου, κα­τά­λα­βε κα­λὰ ὅ­τι θὰ ἔ­βγαι­νε πάν­τα ἡτ­τη­μέ­νος ἀ­πὸ αὐ­τὸν τὸν ἄ­νι­σο ἀ­γώ­να, καὶ ἀ­να­χώ­ρη­σε σέρ­νον­τας τὸ πό­δι του, κα­τευ­θυ­νό­με­νος πρὸς μα­κρι­νὲς χῶ­ρες, ἐγ­κα­τα­λεί­πον­τας στὸν ἐ­χθρό του τὰ χω­ρά­φια, τὶς πλα­γι­ές, τὰ βο­σκο­τό­πια καὶ τὶς πε­διά­δες.

       Νά λοι­πὸν πὼς ὁ Ἅ­γιος Μι­χα­ήλ, προ­στά­της τῶν Νορ­μαν­δῶν νί­κη­σε τὸν δι­ά­βο­λο.

       Ἕ­νας ἄλ­λος λα­ὸς θὰ εἶ­χε φαν­τα­στεῖ ἀλ­λι­ῶς αὐ­τὴ τὴ μά­χη.

(19 Δε­κεμ­βρί­ου 1882)

      .      

.

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο Contes Fantastiques Complets, ἐ­πι­λο­γὴ κει­μέ­νων, πα­ρου­σί­α­ση, ση­μει­ώ­σεις: ἐκ­δό­σεις Marabout. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: 19 Δε­κεμ­βρί­ου 1882, στὸ Gil Blas.

.

Γκὺ ντὲ Μω­πασ­σάν(Guy de Maupassant). Γεν­νή­θη­κε στὶς 5 Αὐ­γού­στου 1850 στὸν πύρ­γο Miromesnil στὴν Tourville-sur-Arques καὶ πέ­θα­νε στὶς 6 Ἰ­ου­λί­ου 1893 στὸ Πα­ρί­σι. Συν­δε­ό­ταν μὲ φι­λί­α μὲ τὸν Ἐ­μὶλ Ζο­λὰ καὶ τὸν Γου­σταῦ­ο Φλωμ­πέρ. Τὰ ἔρ­γα του χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται, πα­ρὰ τὸ στοι­χεῖ­ο τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ καὶ τὸν πε­σι­μι­σμὸ ποὺ ἀ­πορ­ρέ­ει ἀ­πὸ αὐ­τό, ἀ­πὸ με­γά­λη ρε­α­λι­στι­κὴ δύ­να­μη καὶ ἔ­λεγ­χο τῶν ἐκ­φρα­στι­κῶν του μέ­σων. Ἡ πα­ρου­σί­α του στὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ στε­ρέ­ω­μα τῆς Γαλ­λί­ας, δια­ρκεῖ μιὰ δε­κα­ε­τί­α—ἀ­πὸ τὸ 1880 ἕ­ως τὸ 1890—πρὶν τρε­λα­θεῖ καὶ πε­θά­νει σὲ ἡ­λι­κί­α 42 ἐ­τῶν. Ἀ­πέ­κτη­σε φή­μη πρὶν τὸ θά­να­τό του καὶ ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα νὰ θε­ω­ρεῖ­ται με­γά­λος δι­η­γη­μα­το­γρά­φος καὶ νο­βε­λί­στας, τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον γιὰ τὸ ἔρ­γο του ἀ­να­ζω­πυ­ρώ­θη­κε καὶ ἀ­πὸ τὴ με­τα­φο­ρὰ στὸν κι­νη­μα­το­γρά­φο πολ­λῶν ἀ­πὸ τὰ ἔρ­γα του.

.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κά:

Ἰ­ω­άν­να Ἀ­βρα­μί­δου (Δρά­μα, 1951). Φι­λό­λο­γος, με­τα­φρά­στρια. Ἐρ­γά­στη­κε ὡς με­τα­φρά­στρια στὴν ΕΕ ἀ­πὸ τὸ 1980 ἕ­ως τὸ 2001. Ἀ­πὸ τὸ 2003 ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὴ με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνί­ας, ποί­η­σης, καὶ φι­λο­σο­φί­ας ἀ­πὸ τὰ γαλ­λι­κά, γερ­μα­νι­κά, ἀγ­γλι­κὰ καὶ ἰ­τα­λι­κά.

.