Πάμπλο Χένρικ Λαμπίας (Pablo Henrik Llambías): Οἱ Χιβίτατς

 

 

Πάμ­πλο Χέν­ρικ Λαμ­πί­ας (P­a­b­lo H­e­n­r­ik L­l­a­m­b­í­as)

 

Ο Χι­βί­τατς

(T­he H­i­v­i­t­a­ts)

 

ΗΤΑΝ Η ΜΕΡΑ πρὶν ἐ­κεί­νη φύ­γει σὲ τα­ξί­δι – θὰ ἔ­λει­πε γιὰ τέσ­σε­ρις μῆ­νες.

 

         Τὸ ὄ­νει­ρο

 

Εἴ­χα­με πά­ει νὰ φᾶ­με ἔ­ξω. Ἐ­ξε­ζη­τη­μέ­να πιά­τα ποὺ ἀ­κρο­βα­τοῦ­σαν ἀ­νά­με­σα στὸ ἐ­ξαί­σιο καὶ τὸ πε­νι­χρό. Ἀρ­γό­τε­ρα πή­γα­με σι­νε­μὰ καὶ εἴ­δα­με τὸ A­r­i­z­o­na D­r­e­am. Ὅ­ταν πιὰ κα­θί­σα­με ἐ­κεῖ μέ­σα συ­νει­δη­το­ποί­η­σα πὼς τὴν ται­νί­α τὴν εἶ­χα ξα­να­δεῖ. Ὅ­σο ἔ­βλε­πα τὴν ται­νί­α ἀ­πο­φά­σι­σα πὼς αὐ­τὴ θὰ ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α μου ται­νί­α, δὲν ἤ­θε­λα νὰ δῶ ἄλ­λες: «Ὄ­νει­ρα στὸ σκο­τά­δι», ὅ­πως λέ­νε ὅ­σοι θέ­λουν νὰ ἐ­πεν­δύ­σουν μὲ λί­γη ποί­η­ση αὐ­τὸ τὸ ἐν­τρύ­φη­μα καὶ νὰ ζή­σουν τὴ ζω­ή τους ἀ­πὸ δεύ­τε­ρο χέ­ρι.

 

        Περ­πα­τή­σα­με γιὰ λί­γο στὴ βρο­χή. Τὸ φθι­νό­πω­ρο εἶ­χε ἔρ­θει νω­ρὶς θὰ ἔ­λε­γε κα­νείς, μὰ ὄ­χι ἐ­γώ. Ἀν­τ’ αὐ­τοῦ εἶ­πα πὼς μοῦ ἄ­ρε­σε τὸ ὅ­λο πράγ­μα μὲ τὸ ὄ­νει­ρο, στὴν ται­νί­α.

        Ἦ­ταν μι πο­λὺ ἐ­πι­τυ­χὴς ἀ­πει­κό­νι­ση το ὀ­νεί­ρου, εἶ­πα, καὶ ἔ­νι­ω­σα τὰ λό­για μου νὰ μπερ­δεύ­ον­ται μὲ ρή­σεις βι­βλι­ο­θη­κά­ρι­ων δε­κα­ε­τί­ας. Δὲν τὸ ἐν­νο­οῦ­σα ἔ­τσι. Αὐ­τὸ πο ἐν­νο­οῦ­σα, ἄρ­χι­σα νὰ ἐ­ξη­γῶ, εἶ­ναι πς ται­νί­α ἀ­πει­κο­νί­ζει πρῶ­τα κα κύ­ρια τν ἀ­πο­κα­θή­λω­ση το Ἀ­με­ρι­κα­νι­κοῦ Ὀ­νεί­ρου, ὡ­στό­σο ἀ­κο­λου­θεῖ τ εὐ­ρω­πα­ϊ­κό, T­he E­u­r­o­p­ä­i­s­he R­ê­ve: Τ ὄ­νει­ρο πε­ρὶ ἑ­νὸς τα­ξι­διοῦ πο πε­ραι­ώ­νε­ται, ἑ­νὸς χει­ρο­γρά­φου πο ἀγ­κα­λιά­ζει τ πάν­τα, πε­ρὶ τς σύν­τη­ξης το πνεύ­μα­τος, πε­ρὶ τς ἐγ­γύ­τη­τας το Θε­οῦ. «Τ ὄ­νει­ρα εἶ­ναι ὄ­μορ­φα», λέ­ει δυ­τι­κὸς κό­σμος ἀ­να­μει­γνύ­ον­τας στ συ­νη­θι­σμέ­νο του χαρ­μά­νι τ μοι­ρο­λα­τρι­κὴ με­λαγ­χο­λί­α μ τν εὐ­οί­ω­νο συ­ναι­σθη­μα­τι­σμό. Κι ἔ­τσι ἐ­κεῖ­νος πη­γαί­νει δι­α­κο­πὲς μᾶλ­λον στν ἐ­ρη­μιά, συν­θέ­τει ἕ­να χει­ρό­γρα­φο ἔρ­γο κα βρί­σκει ἐ­ρω­μέ­νη – κι ἔ­πει­τα κα­ταρ­ρέ­ει σν ἕ­να κομ­μά­τι πα­νί. Για­τὶ ν δν ἦ­ταν αὐ­τό, τό­τε τί ἦ­ταν;

 

        «Πρέ­πει νὰ συ­νε­χί­σου­με νὰ πι­στεύ­ου­με στὸ ὄ­νει­ρο» εἶ­πα ἔ­χον­τας τὴ γλυ­κε­ρί­νη τῆς χα­ρᾶς καὶ τοῦ πό­νου κά­τω ἀ­πὸ τὸ δε­ξὶ μά­τι.

 

        Ἡ γλώσ­σα τῆς ἀ­γά­πης

 

Μὲ τὸ κέ­λυ­φος ἀ­π’ τὰ μύ­δια στὸ στό­μα μου ἄρ­χι­σα νὰ κλαί­ω στὸν ὦ­μο της. Ἔ­πε­φτε ἕ­να ἥ­συ­χο, δρο­σε­ρὸ πρω­το­βρό­χι κι αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ τε­λευ­ταῖ­ο μας βρά­δυ μα­ζί. Προ­σπά­θη­σα νὰ ἐ­ξη­γη­θῶ ψελ­λί­ζον­τας πὼς φο­βό­μουν τὴ γλώσ­σα ποὺ ἀρ­θρώ­νε­ται μὲ ἀ­σφα­λι­στι­κὲς δι­κλί­δες. Θ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς ν πνι­γεῖ ἐ­κεῖ μέ­σα, πρν προ­λά­βει ν μι­λή­σει τ γλώσ­σα τς ἀ­γά­πης, εἶ­πα χω­ρὶς νὰ ξέ­ρω ἂν μί­λη­σα.  

 

        Οἱ Χι­βί­τατς

 

Εἴ­χα­με ξα­πλώ­σει στὸ κρε­βά­τι κι αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ τε­λευ­ταῖ­ο μας βρά­δυ. Αἰ­σθα­νό­μουν ἀ­πό­γνω­ση στὴ σκέ­ψη πὼς θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἴ­χα­με σκί­σει ὁ ἕ­νας τὰ ροῦ­χα τοῦ ἄλ­λου, πὼς ἡ γλώσ­σα μου θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἦ­ταν θαμ­μέ­νη ἀ­νά­με­σα στὰ χεί­λη τοῦ αἰ­δοί­ου της, πὼς θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἴ­χα­με κά­νει ἔ­ρω­τα μέ­χρι οἱ κα­θρέ­φτες νὰ θρυμ­μα­τι­στοῦν στὸ πά­τω­μα. Ἦ­ταν τὸ τε­λευ­ταῖ­ο μας βρά­δυ πρὶν ἀ­πὸ ἕ­ναν τε­τρά­μη­νο, βα­σα­νι­στι­κὸ χω­ρι­σμό. Κι ἐ­μεῖς βουρ­τσί­σα­με τὰ δόν­τια μας καὶ ξα­πλώ­σα­με ἀγ­κα­λιὰ νὰ ζε­στα­θοῦ­με, χα­ϊ­δέ­ψα­με τὸ δέρ­μα καὶ τὰ μαλ­λιὰ ὁ ἕ­νας του ἄλ­λου, μὰ δέν… Πές μου μι ἱ­στο­ρί­α, μὲ πα­ρα­κά­λε­σε ἐ­κεί­νη χα­μο­γε­λών­τας.  Ἐν­τά­ξει, ἀ­πάν­τη­σα χω­ρὶς δεύ­τε­ρη σκέ­ψη. Θ σο π ἐ­κεί­νη γι Τ Κόκ­κι­να Βου­νά. Εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὴ ἱ­στο­ρί­α ἢ ἐ­σὺ τν ἐ­πι­νό­η­σες; ρώ­τη­σε ἐ­κεί­νη. Εἶ­ναι μι ἱ­στο­ρί­α πο θ ἐ­πι­νο­ή­σω τώ­ρα, εἶ­πα ἐ­γώ, κα­θὼς ἀν­τι­λή­φθη­κα ὅ­λο τὸν ἄ­πλε­το χρό­νο, ποὺ τώ­ρα εἶ­χα. Ἤλ­πι­ζα πὼς θὰ ἔ­βγαι­νε μιὰ ἱ­στο­ρί­α μὲ νό­η­μα, ἂν καὶ κα­τὰ βά­θος δὲν μ’ ἔ­νοια­ζε κα­θό­λου.

        Ὅ­ταν τα­ξί­δευ­α στς ἑ­πτὰ θά­λασ­σες, ἄρ­χι­σα νὰ δι­η­γοῦ­μαι, εἶ­χα πά­ρει τν ἀ­πό­φα­ση ν φτά­σω στ Κόκ­κι­να Βου­νά, γι τ ὁ­ποῖ­α εἶ­χα ἀ­κού­σει τό­σα πολ­λά. Κά­πο­τε ἔ­πια­σα στε­ριὰ κα βρέ­θη­κα ν πε­ρι­πλα­νι­έ­μαι στς με­γά­λες πε­διά­δες, πί­σω ἀ­π’ τς ὁ­ποῖ­ες μπο­ροῦ­σα ν δ τ Κόκ­κι­να Βου­νά. 

        Στν πε­διά­δα ὑ­πῆρ­χαν με­ρι­κοὶ με­γά­λοι κά­κτοι. Ἦ­ταν ψη­λοὶ ὅ­σο ἕ­να ἑ­ξα­ώ­ρο­φο σπί­τι. Ἐ­κεῖ ὑ­πῆρ­χε ἀ­κό­μα ἕ­νας αὐ­τό­χθων λα­ός, ο Χι­βί­τατς. Ο Χι­βί­τατς δν ἦ­ταν πο­λὺ ψη­λοί, μό­νο ἕ­να μέ­τρο κα εἴ­κο­σι. Φο­ροῦ­σαν ὡ­στό­σο κά­τι τε­ρά­στια σομ­πρέ­ρο, πο τος ἔ­κα­ναν ν μοιά­ζουν μ κον­τὸ ζυ­γὸ κά­ρου μ ρό­δες,  πο ἔ­χει στη­θεῖ ὄρ­θιος κα χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ς τρα­πε­ζά­κι κή­που σ ἐ­ξο­χι­κό.

        Ο Χι­βί­τατς ἔ­με­ναν μέ­σα σ αὐ­τοὺς τος κά­κτους, ο ὁ­ποῖ­οι ἦ­ταν τό­σο εὐ­ρύ­χω­ροι, ὥ­στε σ κα­θέ­ναν ἀ­π’ αὐ­τοὺς μπο­ροῦ­σε ν μεί­νει μι ὁ­λό­κλη­ρη οἰ­κο­γέ­νεια. Ο Χι­βί­τατς ζοῦ­σαν πα­ράλ­λη­λα ἀ­π’ τος κά­κτους. Ἔ­τρω­γαν κά­κτους κα ἔ­πι­ναν κά­κτους. κά­θε οἰ­κο­γέ­νεια ἔ­τρω­γε κα ἔ­πι­νε τν κά­κτο μέ­σα στν ὁ­ποῖ­ο ἔ­με­νε. κά­θε κά­κτος μπο­ροῦ­σε ν τρο­φο­δο­τή­σει μι ὁ­λό­κλη­ρη οἰ­κο­γέ­νεια γι μι ὁ­λό­κλη­ρη ζω­ή.  Συ­νε­πῶς ο Χι­βί­τατς δν ἔ­κα­ναν ἀ­πο­λύ­τως τί­πο­τα. Μό­νο ἔ­τρω­γαν κι ἔ­πι­ναν κα τν ὑ­πό­λοι­πη μέ­ρα τρι­γυρ­νοῦ­σαν ἄ­σκο­πα στν πε­διά­δα σν σβοῦ­ρες, τύ­φλα ἀ­πὸ τν εὐ­φο­ρι­κὸ χυ­μὸ το κά­κτου – πη­δι­όν­του­σαν κα ἔ­κα­ναν πε­ρισ­σό­τε­ρους Χι­βί­τατς.  

        Κά­πο­τε ἦρ­θε στν πε­διά­δα ἕ­να κι­νη­μα­το­γρα­φι­κὸ συ­νερ­γεῖ­ο γι ν γυ­ρί­σει μι ται­νί­α σχε­τι­κὰ μ τν συ­ναρ­πα­στι­κὸ ἀ­γώ­να ἐ­πι­βί­ω­σης τν Χι­βί­τατς, μ κα­θὼς ο Χι­βί­τατς δν ἔ­κα­ναν ἄλ­λο στ ζω­ὴ τος ἀ­π’ τ ν τρῶ­νε τ σπί­τι στ ὁ­ποῖ­ο ἔ­με­ναν κα κα­τό­πιν ν πη­γαί­νουν σ και­νού­ριο, πά­λι ν τρι­γυρ­νοῦν ἄ­σκο­πα στ πε­διά­δα ν πη­δι­οῦν­ται κα ν κά­νουν πε­ρισ­σό­τε­ρους Χι­βί­τατς, ναί, ἔ­τσι τ συ­νερ­γεῖ­ο τ μά­ζε­ψε γρή­γο­ρα κα γύ­ρι­σε πί­σω.

        Ἀρ­γό­τε­ρα τ συ­νερ­γεῖ­ο ἐ­πέ­στρε­ψε στν πε­διά­δα, ἀ­φοῦ ὁ κό­σμος ἤ­θε­λε τώ­ρα ν ἀ­κού­σει τος συ­ναρ­πα­στι­κοὺς μύ­θους κα τς τε­λε­τουρ­γί­ες πε­ρὶ τς ἁ­πλό­τη­τας κα τς ὁ­μό­νοι­ας πο λε­γό­ταν πς χα­ρα­κτή­ρι­ζε τος Χι­βί­τατς. σκη­νο­θέ­της εἶ­χε δι­α­βά­σει κά­τι γι τ συ­ναρ­πα­στι­κὴ μυ­θο­λο­γί­α τν ἰν­διά­νων τς Βο­ρεί­ου Ἀ­με­ρι­κῆς κα ἦ­ταν πε­πει­σμέ­νος πς ο Χι­βί­τατς θ εἶ­χαν ἀ­νά­λο­γες ἱ­στο­ρί­ες, τς ὁ­ποῖ­ες θ μπο­ροῦ­σε ν χρη­σι­μο­ποι­ή­σει στν ται­νί­α του. Ὡ­στό­σο δν εἶ­χαν. Δν ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε μί­α ἱ­στο­ρί­α γι τν Θε­ὸ το Ἥ­λιου, γι τ μη­τέ­ρα γ γι τν πα­νοῦρ­γο σκί­ου­ρο, ἔ­τσι τ συ­νερ­γεῖ­ο πῆ­ρε πι­κρα­μέ­νο τ δρό­μο τς ἐ­πι­στρο­φῆς.

 

        Οὔ­τε ἐ­μέ­να μ ἐν­δι­έ­φε­ραν ο Χι­βί­τατς, ἤ­θε­λα μό­νο ν πε­ρά­σω ἀ­πέ­ναν­τι στ Κόκ­κι­να Βου­νά.  

 

Με­σο­λά­βη­σε μιὰ μι­κρὴ παύ­ση, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς ὁ­ποί­ας ἐ­γὼ κοί­τα­ζα τρι­γύ­ρω γε­νι­κὰ καὶ ἀ­ό­ρι­στα. Ἔ­τσι τε­λει­ώ­νει; ρώ­τη­σε ἐ­κεί­νη. Ναί, ἀ­πάν­τη­σα.

 

 

Πη­γή: A­n­t­o­l­o­gi af D­a­n­sk K­o­r­t­p­r­o­sa, Ἐ­πι­μέ­λεια J­e­p­pe B­r­i­x­v­o­ld καὶ H­a­ns O­t­to J­ø­r­g­e­n­s­en, Ἐκ­δό­σεις F­o­r­f­a­t­t­e­r­ne og D­a­n­s­k­l­æ­r­e­r­f­o­r­e­n­i­n­g­en, 1998. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση: 1996.

 

P­a­b­lo H­e­n­r­ik L­l­a­m­b­í­as (Ἄλ­μπορκ, Δα­νί­α, 1964). Γεν­νή­θη­κε ἀ­πὸ μη­τέ­ρα Δα­νὴ καὶ πα­τέ­ρα Ἀρ­γεν­τί­νο. Ἐμ­φα­νί­στη­κε τὸ 1996 μὲ μιὰ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των καὶ ἔ­χει γρά­ψει σει­ρὰ μυ­θι­στο­ρη­μά­των κα­θὼς καὶ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές. Δί­δα­ξε δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φὴ σὲ δι­ά­φο­ρα πα­νε­πι­στή­μια καὶ τὸ φθι­νό­πω­ρο τοῦ 2009 ἔ­γι­νε πρύ­τα­νης τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Συγ­γρα­φι­κῆς Τέ­χνης τῆς Κο­πεγ­χά­γης.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ δα­νέ­ζι­κα:

Εὔ­η Ξη­ρο­με­ρί­τη (Ἀ­θή­να, 1979). Σπού­δα­σε Μη­χα­νι­κὸς Πε­ρι­βάλ­λον­τος στὸ Πο­λυ­τε­χνεῖ­ο τῆς Κρή­της. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κὰ καὶ τὰ δα­νέ­ζι­κα. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Κο­πεγ­χά­γη.