
Συμεὼν Γρ. Σταμπουλοῦ
Γιὰ τὸν Günter Kunert
καὶ τὸ σύντομο διήγημα
GÜNTER KUNERT, πολυγραφότατος γερμανὸς συγγραφέας, ποιητής, δοκιμιογράφος καὶ ζωγράφος, γεννήθηκε τὸ 1929 στὸ Βερολῖνο. Ἡ ἑβραϊκὴ καταγωγή του καὶ ὁ πόλεμος δὲν τοῦ ἐπέτρεψαν νὰ ὁλοκληρώσει τὶς σπουδές του στὶς Γραφικὲς τέχνες. Tὸ 1948 προσχώρησε στὸ Κομμουνιστικὸ κόμμα (SED), ὅπου γνωρίστηκε μὲ τὸν Brecht, ἀπ’ τὸν ὁποῖο ἐπηρεάστηκε βαθιά. Τὸ 1976 ὑπέγραψε μεταξὺ τῶν πρώτων τὴν γνωστὴ διαμαρτυρία γιὰ τὴν δίωξη τοῦ Wolf Biermann. Τὸ 1979 κατέφυγε μὲ τὴν σύζυγό του στὴν Ὁμοσπονδιακὴ Δημοκρατία τῆς Γερμανίας. Ἐκδίδει βιβλία ἀδιαλείπτως καὶ μὲ ταχύτατους ρυθμοὺς ἀπὸ τὸ 1950 (οἱ τίτλοι ὑπερβαίνουν τοὺς διακόσιους). Ἡ γραφή του εἶναι μιὰ πολυσχιδὴς περιπλάνηση, καταβύθιση ὅσο καὶ ἀνάλαφρη ἐπίσκεψη στὴν μεταπολεμικὴ πόλη, ἐν προκειμένῳ τὸ Βερολῖνο. Καλλιεργεῖ μὲ ἐπιμονὴ τὸ μικρὸ διήγημα (kleine Prosa) ἐκλεπτύνοντάς το μέχρι τὸν ἀφορισμό. Ἐνδεικτικοὶ τίτλοι: Kurze Beschreibung eines Momentes der Ewigkeit (Σύντομη περιγραφὴ μιᾶς στιγμῆς τῆς αἰωνιότητας), Camera οbscura, Verspätete Monologe (Καθυστερημένοι μονόλογοι), Tagtraüme in Berlin und andernorts (Ὀνειροπολήματα στὸ Βερολῖνο καὶ κάπου ἀλλοῦ).
Οἱ ἀναγνῶστες καὶ σχολιαστὲς τοῦ ἔργου του ἀναρωτιοῦνται, τὶ εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα ὁ Günter Kunert. «Ἡ γραφή μου», ὑποστηρίζει, «εἶναι ἕνα εἶδος ἀναγκαστικῆς νεύρωσης». Πῶς ἀλλιῶς νὰ ἐξηγήσει κανεὶς τοὺς διακόσιους τίτλους βιβλίων; Τὸ ἀπόσταγμα, πάντως, αὐτῆς τῆς πληθωρικῆς γραφῆς εἶναι, καθ’ ὁμολογίαν του, ἡ ποίηση. Ὁ Kunert εἶναι par excellence ποιητής. Ὁλόκληρο τὸ ὑπόλοιπο ἔργο του στρέφεται γύρω ἀπ’ αὐτὸν τὸν πυρήνα. Καὶ παραδόξως σ’ αὐτὸν τὸν πυρήνα ἡ λέξη-κλειδὶ εἶναι ἡ Ἱστορία. Ἂν δὲν τὸν ἐμπόδιζε ὁ πόλεμος, θὰ σπούδαζε ἀρχαιολογία. Ἔτσι, συνέχισε ἀνασκάπτων λέξεις καὶ ἔννοιες ποὺ διέσωσε «ἡ λήθη», καὶ ἄλλες ἔννοιες λησμονημένες πίσω ἀπὸ τὶς πρῶτες. Ὁ Günter πάλεψε μὲ τὸ χῶμα, τὴν ἐπιδερμίδα, τὴν ἐπιφάνεια. Κι ὅπως συμβαίνει μ’ ἐκείνους ποὺ «βαδίζουν στὰ σκοτεινά», ἀνακάλυπτε συχνὰ τάφους καὶ ἱερὰ ἤδη συλημένα. Στὸ πληθωρικὸ ἔργο του διασώζονται σήμερα ἐλάχιστα κτερίσματα καὶ θραύσματα πρωτοτυπίας. Μᾶλλον δὲν ἐνδιαφέρθηκε γι’ αὐτό. Παρὰ τὸν θυμοσοφικό του χαρακτήρα, ἑλκύεται ἀπὸ τὴν ἀπαισιόδοξη στάση. Ἡ γραφή του ἐπιστρέφει σ’ ἕνα παρελθὸν συχνὰ σκοτεινό. Εἶναι ὁ Ἑβραῖος ποὺ δὲν μπορεῖ να σκεφτεῖ τὸ μέλλον. Τὸν πρόσεξε ὁ Brecht καὶ προσπάθησε, μέσα ἀπ’ αυτόν, νὰ καταλάβει πῶς σκέφτεται ἡ πρώτη μεταπολεμικὴ γενιά στὴν Γερμανία. Ἦταν τὸ σύντομο καλοκαίρι τῆς «ρεαλιστικῆς οὐτοπίας». Τὸ 1962 τοῦ ἀπονέμεται τὸ βραβεῖο Heinrich Mann. Εἶναι ἡ ἐποχὴ τοῦ «τείχους», τῶν πολλαπλῶν (καὶ διόλου ἀνεπαίσθητων) ἀποκλεισμῶν. Ὁ Günter ἀντιδρᾶ. Ὅταν ἀφαιρεῖται ἡ ἰθαγένεια ἀπὸ τὸν φίλο του Wolf Biermann, ὁ ἴδιος θεωρεῖ ἑαυτὸν ἄπατριν καὶ ἀναζητεῖ νέα πατρίδα στὴ Δύση. Στὴν οὐσία, ἡ γραφή του ἔχει χάσει, καὶ δὴ πρὸ πολλοῦ, τὸ ὑπόστρωμά της. Προβλέπει, ὡστόσο, τὰ δεινὰ ποὺ θ’ ἀκολουθήσουν. Τὸν βαφτίζουν «Κασσάνδρα τοῦ Kaisborstel». Kaisborstel εἶναι τὸ μικρὸ χωριό, ὅπου ἀναζήτησε καταφύγιο, ἡ Ἰθάκη του. Ἡ πένα του τὸν βοηθεῖ νὰ δεῖ τὸν “μακρόκοσμο” μὲ χειρουργικὴ ἀκρίβεια. Περιγράφει τὴν στάση του διὰ στόματος τοῦ ἐκδιωγμένου ἀπὸ τοὺς ναζιστὲς ποιητῆ Felix Bollak: «Ὁ σωστὸς μάντης πρέπει νὰ εἶναι μάντης δεινῶν». Ἑτοιμάζει τὴν αὐτοβιογραφία του διευρύνοντας ἐσχατολογικὰ τὸν “μικρόκοσμό” του σὲ ἐπίπεδο πλανητικό. «Ἡ ἐπερχόμενη καταστροφὴ θὰ εἶναι καθολική». Θεματοποιεῖ μὲ «ἱλαρὴ μελαγχολία» τὴν πτώση τοῦ τείχους τὸ 1989 στὴν ποιητικὴ συλλογὴ Fremd daheim (Ξένος ἐν οἴκῳ). Ἡ καταβύθιση μιᾶς χώρας καὶ ὁ ἀρνητικὸς θρίαμβος τοῦ πεσσιμιστῆ. Ἔκτοτε γράφει ἐπαναλαμβάνοντας σχήματα φθαρμένα.
Γιὰ τὸ λογοτεχνικό του ἔργο ἔχει τιμηθεῖ μὲ πληθώρα βραβείων (Βραβεῖο Friedrich Hölderlin τῆς πόλης Bad Homburg, Βραβεῖο Georg Trakl) καὶ ἀναδειχθεῖ σὲ Ἐπίτιμο Διδάκτορα Πανεπιστημίων στὴν Ἰταλία καὶ τὴν Ἀμερική.
«Τὸ κέρδος τῆς ἀρνητικῆς κατάστασης».
Ἡ θητεία τοῦ Kunert στὸ σύντομο διήγημα.
Ἡ ἐμμονὴ τοῦ Kunert στὸ «σύντομο διήγημα» (Kurzgeschichte) ἔχει, καθ’ ὁμολογίαν του, τὶς ρίζες της στὸ κατακερματισμένο, ἐρειπωμένο, Βερολῖνο τοῦ 1945· στὴν λογοτεχνικὴ «ὥρα μηδὲν» τῆς Γερμανίας, τὴν ἐκποίηση τῶν προγόνων ἐν ὄψει τῆς νέας ἀρχῆς. Ἡ σύντομη περιγραφὴ ταίριασε ἀπολύτως στὴν ἀσθματικὴ ἀναπνοὴ τοῦ γερμανοῦ στρατιώτη ποὺ ἐπέζησε. Τὴν υἱοθέτησε πρώτη ἡ περίφημη Gruppe 47. Ἀσφαλῶς, ἔχουν προηγηθεῖ —σημαντικοὶ ὁδοδεῖκτες— οἱ «Ἱστορίες τοῦ κυρίου Κόυνερ» («Geschichten vom Herrn Keuner») τοῦ Brecht ποὺ γράφονταν διὰ βίου ἀπὸ τὸ 1926.
Κατὰ τὸν Kunert, γενέθλιον ἔτος τοῦ εἴδους (ἂν νοοῦνται γενέθλια εἴδη στὴν λογοτεχνία) εἶναι τὸ 1833, ὅταν ὁ Poe δημοσίευσε τὸ πρῶτο του διήγημα («Μποτίλια στὸ πέλαγος», «MS. Found in a Bottle»). Παραδόξως, δὲν εἶναι ὁ Brecht οὔτε ἡ Seghers ἢ ὁ Böll (κατ’ ἐξοχὴν θαυμαστὴς τοῦ σύντομου διηγήματος), οὔτε ἀκόμη ὁ Hemingway, τὸ «Ἅγιον Πνεῦμα τῆς γερμανικῆς “σχολῆς”», αὐτοὶ ποὺ ἐπηρέασαν τὸν Kunert, ἀλλὰ ὁ Baudelaire («Ἡ μελαγχολία τοῦ Παρισιοῦ», «Le spleen de Paris», posthum 1869) καὶ τὸ κριτικὸ ὕφος τοῦ Benjamin στὸ «Τὸ καθῆκον [ἢ μήπως Ἡ παραίτηση;] τοῦ μεταφραστῆ» («Die Aufgabe des Übersetzers», 1921). Σὲ σχετικὴ «συζήτηση ἐργαστηρίου» μὲ τὸν M. Durzak (1977), ὁ Kunert ἀναφέρει ἀκόμη τοὺς Faulkner καὶ Anderson, τὸν Heine γιὰ τὴν διαβρωτικὴ εἰρωνεία του, τὸν Martin Buber τῶν παραβολῶν τῆς ἰουδαϊκῆς παράδοσης.
Ἂν ὑπάρχει μία λέξη-κλειδὶ ἱκανὴ νὰ ὁρίσει τὸ ἐκρηκτικὸ μίγμα αὐτοῦ τοῦ μικροῦ σύμπαντος, εἶναι ἡ λέξη Ἐπιφάνια (Epiphanie): ἀστραπιαία σύλληψη τῆς ἐσωτερικῆς συνάφειας τῶν πραγμάτων (μαθητεία στὸ «Δουβλινέζοι»). Ποιῶν ὅμως πραγμάτων; Μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ ἑστία του βρίσκεται «στὸν ὀμφαλὸ τοῦ κόσμου», ὁ Kunert εἰσχωρεῖ στὴν πλανητικὴ διάσταση τοῦ κακοῦ (οἱ θάλαμοι ἀερίων εἶναι ἡ κορύφωση τῆς συνεκδοχῆς του), γιὰ νὰ καρπωθεῖ «τὸ κέρδος τῆς ἀρνητικῆς κατάστασης». Ἔτσι χαρακτηρίζει, λόγου χάριν, τὶς παραμορφωμένες εἰκόνες τῶν ἀστῶν, τὸ θηριοτροφεῖο τοῦ γερμανικοῦ μικροαστισμοῦ. Ἡ ματιὰ ἐπάνω στὴν ἱστορία πρέπει νὰ εἶναι ἀποσπασματικὴ καὶ «γκροτέσκα», διαφορετικὰ δὲν θὰ εἶναι ἱστορική. Ὁ συγγραφέας παραμορφώνει τὴν γραφή του καὶ ἐπικαλεῖται τὸ φανταστικό (ὅπως τὸ ἐννοοῦσε ὁ Kafka), προκειμένου νὰ συναντήσει τὴν πραγματικότητα. Ἕνα τέτοιο «σύντομο, φανταστικό, γκροτέσκο διήγημα» μπορεῖ νὰ αἰφνιδιάσει τὸν ὁρίζοντα τοῦ εἰθισμένου στὸν ἐπίπεδο, ἄνοστο ρεαλισμὸ ἀναγνώστη. Ἰδοὺ τὸ νέο, ἐπαναστατικὸ εἶδος γραφῆς.
Ἡ ἄλλη λέξη εἶναι ἡ ἀνατροπή, τὸ ἀπροσδόκητο τέλος, ποὺ ἡ κατακλυσμικὴ ἀνὰ τὸν κόσμο χρήση του, ἰδίως στὰ σύντομα ποιήματα, ἀδυνατίζει σήμερα τὴν λογοτεχνικὴ ἀξία. Πάντως, ἡ καταγωγὴ αὐτῆς τῆς τεχνικῆς βρίσκεται στὴν ποιητικὴ τῆς τραγωδίας, στὴν περιπέτεια καὶ τὴν ἀκόλουθη κάθαρση. Κατὰ τὸν Kunert, «ἡ ἀνατροπὴ εἶναι τὸ πρωτεῦον χαρακτηριστικὸ τοῦ σύντομου διηγήματος», ἂν καὶ ἐδῶ «ἐνεδρεύει ὁ κίνδυνος, ἡ ξαφνικὴ ἀποκάλυψη νὰ σκιάσει τὸ νόημα ὑπὲρ τῆς ἐντύπωσης». Εὐτυχῶς ὁ συγγραφέας δὲν ἐτήρησε μὲ συνέπεια αὐτὴ τὴν ἀρχή, ἐπέτρεψε στὶς λέξεις νὰ τὸν «ἀποπλανήσουν», ὅπως εἶπε, ἀφέθηκε στὴν γοητεία τῆς γραφῆς, στὸ ἐνδεχόμενο νὰ αἰφνιδιασθεῖ ὁ ἴδιος. Ἐν προκειμένῳ, ὁ ἀναγνώστης ἐκτοπίστηκε ἐπιτέλους ἀπ’ τὸ ποιητικὸ ἐργαστήριο, καὶ ὁ γράφων βρῆκε τὴν θέση του στὸ κέντρο τῆς γραφῆς του.
Ἴσως ὅμως, τὸ μυστικὸ τῆς γρήγορης, πυκνῆς καὶ ἀποσπασματικῆς ματιᾶς τοῦ Kunert ἐπάνω στὰ “πράγματα” βρίσκεται στὴν δημιουργία τῆς κινηματογραφικῆς εἰκόνας, στὸ μοντὰζ καὶ τὴν θεματικὴ ἀρτιότητα τῆς σεκάνς, τῆς ἀκολουθίας δηλαδὴ τῶν εἰκόνων. Ὁ ἴδιος δὲν εἶναι μόνον μανιώδης θεατὴς κινηματογράφου ἀλλά, προπάντων, κινηματογραφιστής. Τὸ μάτι του βρίσκεται σταθερὰ πίσω ἀπὸ τὴν κάμερα, καὶ στὸ χέρι κρατᾶ, παράλληλα μὲ τὴν πένα, ψαλίδι. Τεμαχίζει τὴν ἀφήγηση καὶ τὴν ξαναμοιράζει μὲ ἄλλη σειρά. Τὸ σύντομο διήγημα εἶναι ἡ σεκὰνς τῆς φιλμικῆς γραφῆς του.
Ὁ Kunert ὑποστήριξε τὸ εἶδος —μεταξὺ ἄλλων— στὸ «Σύντομη ἐξέταση τοῦ μικροῦ διηγήματος» («Kurze Betrachtung der Kurzgeschichte») ποὺ περιλαμβάνεται στὴν συλλογὴ δοκιμίων του Γιατί γράφουμε; Σημειώσεις γιὰ τὴν λογοτεχνία (Warum Schreiben? Notizen zur Literatur, Carl Hanser Verlag, München 1976, σσ. 211-213). Εἶναι ἕνα ἀπ’ τὰ ἐρωτήματα ποὺ ὁ συγγραφέας θέτει εἰς ἑαυτόν, ὅταν ἀρχίζει νὰ διαπιστώνει ὅτι «ἡ ψευδαίσθηση δὲν ἀπαντᾶ πλέον στὸ τηλέφωνο».
********
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Manfred Durzak, Die deutsche Kurzgeschichte der Gegenwart – Autorenporträts Werkstattgespräche Interpretationen, Reclam, Stuttgart 1980, ³2002.
Hans-Christoph Graf von Nayhauss (ἐπιμ.), Theorie der Kurzgeschichte, Reclam, Stuttgart 2004.
Leonie Marx, Die deutsche Kurzgeschichte, Metzler, Stuttgart-Weimar, ³2005.

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση
Συμεὼν Γρ. Σταμπουλοῦ. Διδάσκει τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ λογοτεχνία στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Λειψίας. Δημοσίευσε τὶς μελέτες Πηγὲς τῆς πεζογραφίας τοῦ Γιάννη Σκαρίμπα. Ὁ λόγος τῆς σιωπῆς στὴ σκηνὴ τοῦ μεσοπολέμου (Ἐκδ. Σύλλογος πρὸς Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων, Ἀθῆναι, 2006) καὶ Ὁ ἴσκιος τῆς γραφῆς. Μελέτες καὶ σημειώματα γιὰ τὸν Γιάννη Σκαρίμπα (Ἄγκυρα, Ἀθήνα, 2009).
Βλ. ἀκόμη ἐδῶ, Ἡμερολόγιο Καταστρώματος (ἐγγραφὴ 21-06-2010, Ἑβδομάδα Günter Kunert).
Filed under: ΑΝΑΦΟΡΕΣ,Σταμπουλού Συμ.,Kunert Gunter | Tagged: Günter Kunert,Διήγημα | Τὰ σχόλια στὸ Συμεὼν Γρ. Σταμπουλοῦ: Γιὰ τὸν Günter Kunert καὶ τὸ σύντομο διήγημα ἔχουν κλείσει