Τὸμ Χόκινς (Tom Hawkins): Ἡ νύχτα τοῦ γάμου

 

 

Τὸμ Χόκινς (Tom Hawkins)

 

Ἡ νύχτα τοῦ γάμου

(W­e­d­d­i­ng N­i­g­ht)

 

ΧΩ ΔΟΥΛΕΨΕΙ στὸν πάγ­κο μὲ τὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ σὲ αὐ­τὸ τὸν σταθ­μὸ λε­ω­φο­ρεί­ων ἀ­πὸ τὸ 1953, ἀ­να­μέ­νον­τας τὸ κα­τάλ­λη­λο κο­ρί­τσι νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ. Ὅ­ταν πῆ­ρα αὐ­τὴ τὴν δου­λειά, ἡ μπο­γιὰ ἐ­κεί­νου ἐ­κεῖ τοῦ τοί­χου ἦ­ταν φρέ­σκια, εἶ­χε ἕ­να ἁ­πα­λὸ πρά­σι­νο χρῶ­μα τό­τε. Οἱ στρα­τι­ῶ­τες ἀ­πὸ τὸν πό­λε­μο τῆς Κο­ρέ­ας θὰ στα­μα­τοῦ­σαν νὰ ἀ­γο­ρά­σουν τσι­γά­ρα καὶ ἔ­μα­θα τὰ ἐμ­βλή­μα­τα τοῦ στρα­τοῦ, τῆς ἀ­κτο­φυ­λα­κῆς, τοῦ ναυ­τι­κοῦ καὶ τῆς ναυ­τι­λί­ας.

       Μιὰ φο­ρὰ μὲ εἶ­χε λη­στέ­ψει ἕ­νας στι­βα­ρὸς λευ­κὸς ἄν­τρας μὲ κα­φὲ σα­κά­κι. Μοῦ εἶ­χε δεί­ξει τὰ δύο δόν­τια ποὺ τοῦ εἶ­χαν μεί­νει στὸ στό­μα καὶ ἡ σκαν­δά­λη ἐ­νὸς μι­κροῦ αὐ­τό­μα­του τυ­λιγ­μέ­νου μὲ ται­νί­α στό­χευ­ε τὴν καρ­διά μου. Τοῦ ἔ­δω­σα ὅ­λα τὰ χρή­μα­τα, ἀλ­λὰ δὲν φο­βή­θη­κα κα­θό­λου. Κα­τα­λά­βαι­να κοι­τά­ζον­τας τον πὼς ἦ­ταν ἀ­κρι­βῶς σὰν ἐ­μέ­να. Θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ πε­θά­νω πί­σω ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸν πάγ­κο καὶ αὐ­τὸς ἁ­πλὰ θὰ ἔ­φευ­γε κρυμ­μέ­νος μέ­σα στὸ ἴ­διο του τὸ δέρ­μα, μὲ με­ρι­κὰ δολ­λά­ρια γιὰ ξό­δε­μα. Εἴ­μα­σταν ὅ­λοι ἕ­να πράγ­μα. Ἔ­τσι τοῦ ἔ­δω­σα τὰ λε­φτά, νι­ώ­θον­τας πλου­σι­ό­τε­ρος ἀ­μέ­σως —τρι­α­κό­σια εἴ­κο­σι τρί­α δολ­λά­ρια— καὶ τὸν ἄ­φη­σα νὰ ξε­φύ­γει πρὶν κα­λέ­σω τοὺς μπά­τσους.

      Ἄ­κου­σα πὼς δὲν τὸν ἔ­πια­σαν πο­τέ, ἀρ­γό­τε­ρα ἄ­κου­σα πὼς τὸν ἔ­πια­σαν σὲ μιὰ ἄλ­λη πο­λι­τεί­α —στὴν Γιού­τα νο­μί­ζω— καὶ πιὸ με­τὰ ἄ­κου­σα πὼς τὸν βρῆ­καν νε­κρὸ σὲ ἕ­να ὑ­παί­θριο πάρ­κινκ ἀ­ε­ρο­δρο­μί­ου στὸ Κάν­σας. Δὲν ξέ­ρω. Μπο­ρεῖ νὰ βρί­σκε­ται ἐ­κεῖ ἔ­ξω ἀ­κό­μα. Μπο­ρεῖ νὰ γυ­ρί­σει. Μπο­ρεῖ νὰ μὲ λη­στέ­ψει ἀ­πό­ψε ἢ ἁ­πλὰ νὰ μὲ σκο­τώ­σει πυ­ρο­βο­λών­τας με, ἢ καὶ τὰ δύο.

      Ὅ­λα μπο­ροῦν νὰ συμ­βοῦν σὲ ἕ­να σταθ­μὸ λε­ω­φο­ρεί­ου. Τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ‘60 εἴ­χα­με τοὺς ἀ­πο­κα­λού­με­νους χί­πη­δες, νε­α­ρὰ ἄ­το­μα μὲ κου­ρε­λι­α­σμέ­νη ἀμ­φί­ε­ση. Συ­νή­θι­ζαν νὰ κοι­μοῦν­ται πά­νω σὲ ὅ­λα τὰ κα­θί­σμα­τα μέ­σα σὲ ὑ­πνό­σα­κους μὲ σα­κί­δια καὶ σκη­νές.

      Τό­τε ἦ­ταν ποὺ ἄρ­χι­σα νὰ σκέ­φτο­μαι πὼς τὸ κα­τάλ­λη­λο κο­ρί­τσι μπο­ρεῖ νὰ ἐμ­φα­νι­ζό­ταν τε­λι­κά, κά­ποι­ο κο­ρί­τσι ποὺ βα­ρέ­θη­κε τὰ μα­κρυ­μάλ­λι­κα ἀ­γό­ρια, καὶ κου­ρά­στη­κε ἀ­πὸ τὸν δρό­μο, καὶ θὰ περ­πα­τοῦ­σε ὣς τὸ σπί­τι μα­ζί μου κρα­τών­τας μου τὸ χέ­ρι, καὶ θὰ κου­λου­ρι­α­ζό­ταν μα­ζί μου στὸ κρε­βά­τι μου μὲ τοὺς σο­μιέ­δες ποὺ ἔ­τρι­ζαν. Εἶ­χα τὰ μά­τια μου ἀ­νοι­χτά. Μιὰ μέ­ρα εἶ­δα μιὰ νε­α­ρὴ κυ­ρί­α: φαι­νό­ταν τό­σο κου­ρα­σμέ­νη καὶ ἔ­μοια­ζε νὰ χρει­ά­ζε­ται ἕ­να φί­λο. Τῆς ἀ­γό­ρα­σα ἕ­να σάν­του­ιτς καὶ κα­φὲ καὶ ἕ­να βα­ζά­κι φυ­στι­κο­βού­τυ­ρο. Τῆς ἀ­γό­ρα­σα με­ρι­κὲς ἀ­σπι­ρί­νες καὶ μι­σὸ λί­τρο γά­λα, ψα­λι­δά­κι νυ­χι­ῶν καὶ ἕ­να ἀ­να­μνη­στι­κὸ που­κά­μι­σο.

      Τῆς εἶ­πα πὼς εἶ­χα ἕ­να μέ­ρος ὅ­που μπο­ροῦ­σε νὰ μεί­νει καὶ νὰ ξε­κου­ρα­στεῖ, ὅ­σο ἤ­θε­λε. Τῆς εἶ­πα πὼς δὲν ἦ­ταν κά­τι τὸ πο­λυ­τε­λές, πα­ρὰ μό­νο ἕ­να δω­μά­τιο, ἀλ­λὰ ὅ,­τι ἦ­ταν δι­κό μου ἦ­ταν καὶ δι­κό της. Ἤ­ξε­ρα πὼς ἦ­ταν κα­θα­ρό. Τὸ εἶχα κα­θα­ρί­σει τὴν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα ὅ­ταν εἶ­δα τὸ κο­ρί­τσι νὰ συ­χνά­ζει ἐ­δῶ.

      Μοῦ χά­ι­δε­ψε τὰ μαλ­λιὰ καὶ εἶ­πε πὼς ἡ καρ­διά μου ἦ­ταν γε­μά­τη ἀ­γά­πη. Εἶ­πε πὼς ἔ­πρε­πε νὰ κοι­μη­θεῖ δώ­δε­κα ὧ­ρες πε­ρί­που καὶ με­τὰ θὰ ἔ­φευ­γε. Τὴν πῆ­γα σπί­τι. Βυ­θί­στη­κε στὸ κρε­βά­τι καὶ ἔ­κλαι­γε – μοῦ εἶ­πε πὼς εἴ­μουν «τό­σο πο­λὺ εὐ­γε­νι­κός». Καὶ με­τὰ κοι­μή­θη­κε σὰν πε­θα­μέ­νη. Ξά­πλω­σα στὸ πά­τω­μα δί­πλα της, ὅ­που εἶ­πα πὼς θὰ κοι­μό­μουν. Στὴν μέ­ση τῆς νύ­χτας ξύ­πνη­σα ξα­ναμ­μέ­νος καὶ ἔ­νι­ω­σα τὸ δω­μά­τιο νὰ στρι­φο­γυ­ρί­ζει. Δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ σκε­φτῶ. Ὁ ἀ­έ­ρας ἔ­γι­νε ἀ­πο­πνι­κτι­κός. Τό­τε σύρ­θη­κα πά­νω καὶ γλί­στρη­σα μέ­σα στὸ κρε­βά­τι δί­πλα της. Τὸ κο­ρί­τσι ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς ντυ­μέ­νο. Ἡ ἀ­να­πνο­ή της μοῦ θύ­μι­ζε τὸν ἦ­χο τῆς θά­λασ­σας. Ἄγ­γι­ξα τὸ δέρ­μα της, ἁ­πλῶς τὸ δέρ­μα κά­τω ἀ­πὸ τὰ ροῦ­χα της. Πραγ­μα­τι­κά, δὲν ξύ­πνη­σε κα­θό­λου, ἁ­πλὰ ἀ­να­στέ­να­ξε καὶ γύ­ρι­σε. Τὸ πρω­ὶ ὅ­ταν ξύ­πνη­σα στὸ κρε­βά­τι, εἶ­χε φύ­γει.

      Ἔ­χω δου­λέ­ψει ἐ­δῶ ἀ­πὸ τὸ 1953, ἀ­να­μέ­νον­τας τὸ κα­τάλ­λη­λο κο­ρί­τσι νὰ ἐμ­φα­νι­στεῖ. Ὑ­πο­θέ­τω πὼς ἦρ­θε. Κά­ποι­οι κα­λοὶ γά­μοι δὲν κρα­τοῦν γιὰ πο­λύ.

 

 

Πηγή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Tho­mas, Ja­mes, De­ni­se Tho­mas and Tom Ha­zu­ka, eds., Flash Fi­ction – 72 ve­ry short sto­ri­es, New York, Lon­don: W.W. Nor­ton & Com­pa­ny, 1992.

 

Τὸμ Χό­κινς (T­om H­a­w­k­i­ns). Συγ­γρα­φέ­ας μιᾶς συλ­λο­γῆς δι­η­γη­μά­των μὲ τί­τλο P­a­p­er C­r­o­wn (B­k­Mk P­r­e­ss). Ζεῖ στὸ Ρά­ι­λι τῆς Βό­ρειας Κα­ρο­λί­νας.

 

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Μα­ρί­α Κα­πε­τά­νου. Φοι­τή­τρια τοῦ τμή­μα­τος Ἀγ­γλι­κῶν Σπου­δῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Κύ­πρου. Ἡ με­τά­φρα­ση ἔ­γι­νε στὰ πλαί­σια τοῦ μα­θή­μα­τος «Με­τά­φρα­ση πε­ζο­γρα­φί­ας τοῦ 20οῦ αἰ­ώ­να». Δι­δά­σκων: Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης.