
Λινὸρ Γκοράλικ (Linor Goralik/Лино́р Гора́лик)
Χαρτί, ψαλίδι
(Paper, Scissors)
ΚΕΦΤΟΤΑΝ τί θὰ συνέβαινε ἂν εἶχε καλέσει τὴν ἀστυνομία. Γιὰ μιὰν ἐλάχιστη στιγμὴ πέρασε ἀπὸ μπροστά του ἡ εἰκόνα τοῦ σπιτιοῦ του, γεμάτο ἀπὸ προσεγμένους, κομψευόμενους, ἐξαιρετικὰ ἐπαγγελματίες καὶ ἀπάνθρωπα εὐγενεῖς ἀνθρώπους. Τὰ πουκάμισά τους θὰ ἦταν γαμιστερά, καὶ ἡ γραβάτα ἑνὸς ἐξ αὐτῶν θά ’ταν ἀνεκτὴ πλὴν ἐλαφρῶς ἐκκεντρική, – ἂς ποῦμε, ἐλαχίστως πουὰ μὲ διάσπαρτα, σχεδὸν ἀόρατα ἔντονα κόκκινα σύμβολα τοῦ ἀπείρου. Ἡ σκέψη αὐτὴ τοῦ ἔφερε ἀναγούλα. Ἔστρεψε γιὰ ἀκόμα μία φορὰ τὸ βλέμμα του στὸ σημείωμα ποὺ ἀναγράφονταν τὰ λύτρα. Γάμα τα. Τὸ ποσὸ ποὺ ζητοῦσαν ἦταν ἀσύλληπτο. Ἄφησε κάτω τὸ σημείωμα, πλάι στὸ μαξιλάρι του, ἤλεγξε καὶ πάλι τὶς τσέπες τοῦ παλτοῦ του ἐπιμελῶς. Δὲ βρῆκε τίποτα, παρὰ τὴν ἀναμενόμενη σκόνη καὶ μιὰ μακριὰ λευκὴ κλωστὴ ποὺ κρεμόταν ἀπὸ τὶς φτηνὲς ραφές. Κι ἔπειτα ξαναδιάβασε τὸ σημείωμα. Τὸ ποσὸ ἦταν ἀπίθανο. Σκέφτηκε ὅτι τηλεφωνοῦσε στὴν πρώτη του γυναίκα – ἕνα εὐγενικό, πλούσιο, ἤπιο καὶ συναισθηματικὸ ἄτομο, ὁ πλουσιότερος ἄνθρωπος ποὺ γνώριζε. Μὰ ἀκόμα καὶ γι’ αὐτὴν τὸ ποσὸ θὰ ἦταν ἀφάνταστα ὑψηλό. Θὰ πλάνταζε στὸ κλάμα σκεπτόμενη τὴν καϋμένη Λώρα κι ἐνῶ ἡ ἀστυνομία θὰ τὴν ἀνέκρινε. Σὲ κάθε περίπτωση, δὲ θὰ λογιζόταν ὕποπτη: ἐκείνη τὴν ἡμέρα, πρὶν ἀπὸ τέσσερις μῆνες, βρισκόταν στὸ νοσοκομεῖο γιὰ νὰ γεννήσει τὸν δεύτερο γιό της, ἕναν μικροσκοπικό, δυνατὸ κοκκινομάλλη, ποὺ εἶχε τὰ στραβὰ αὐτιὰ καὶ τὴ μικρὴ σὰν κουμπὶ μύτη τοῦ νέου της συζύγου. Θυμήθηκε τὸ ἀχόρταγο συναίσθημα ποὺ βίωσε ὅταν εἶδε γιὰ πρώτη φορὰ τὴ νεογέννητη κόρη τους πρὶν ἀπὸ δεκαεπτὰ χρόνια, τὸ πρωτόγονο πάθος νὰ ἐντοπίσει τὰ χαρακτηριστικά του στὸ πορφυρό, σχεδὸν ἀσχημάτιστο πρόσωπό της. Δὲν ἦταν οὔτε κοκκινομάλλα οὔτε εἶχε στραβὰ αὐτιά· χρειάστηκαν κάνα δυὸ χρόνια γιὰ νὰ καταλάβει ὅτι τὰ φρύδια τῆς Βερόνικας ἔμοιαζαν μὲ τὰ δικά του. Ἔβγαλε τὸ παλτό του ἀπὸ τὴν ντουλάπα ἕνεκα τῆς ἀποφοίτησής της. Ἔβαλε τὰ χέρια του στὶς τσέπες καὶ βρῆκε τὸ σημείωμα γιὰ τὰ λύτρα. «Κρατᾶμε τὴ γυναίκα σου», ἔλεγε. Τὸ ποσὸ ἦταν διαστημικό. Πρὶν τέσσερις μῆνες, τὴν ἡμέρα ποὺ ἔθαβε τὴν μητέρα του, ἑκατὸ σχεδὸν ἄτομα τὸν ἄγγιξαν, τὸν ἀγκάλιασαν, τὸν ἀκούμπησαν σὲ διάφορα σημεῖα τοῦ σώματός του. Κοίταξε τὴ γυναίκα του. Ἡ Λώρα κοιμόταν μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό, ὡς συνήθως. Ἕνα ἀπογευματινὸ ἁπαλὸ φῶς ποὺ ἔπεφτε ἀπ’ τὶς καφὲ κουρτίνες ἔκανε τὸ πρησμένο ἀπ’ τὸν ὕπνο πρόσωπό της νὰ μοιάζει βαθυκόκκινο. Ἑκατὸ περίπου ἄτομα ἦταν ἐκεῖ, ἕνα πραγματικὰ μεγάλο πλῆθος, γεμάτο μὲ τσέπες. Δὲ θὰ κατάφερνε ποτὲ νὰ συγκεντρώσει τὸ ποσό αὐτό. Τράβηξε τὸ ψαλιδάκι γιὰ τὰ νύχια ἀπὸ τὴ δερμάτινή του θήκη, ἔκοψε τὸ σημείωμα σὲ μεγάλα ἀκανόνιστα κομμάτια καὶ τὰ τοποθέτησε πάνω στὴν γκριζωπὴ στεγνὴ γλώσσα τῆς Λώρας. Ἔλα, σκέφτηκε, ρούφα τα μέσα. Ἄντε, ρούφα τα.

Πηγή: Ἀπὸ τὴν ἑνότητα Κάποιες πραγματικὰ σύντομες ἱστορίες (Some very short stories), ποὺ δημοσιεύτηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὰ ἀγγλικά, στὸν ἱστότοπο τῆς συγγραφέως (http://linorgoralik.com/eng_shorts.html).
Ἡ Λινὸρ Γκοράλικ (Linor Goralik / Лино́р Гора́лик) γεννήθηκε τὸ 1975 στὸ Ντνιπροπετρὸφσκ τῆς Οὐκρανίας ἐπὶ ΕΣΣΔ· προέρχεται ἀπὸ ἑβραϊκὴ οἰκογένεια. Ἀσχολεῖται μὲ τὴ συγγραφὴ μικροδιηγημάτων, ποίησης καὶ δοκιμίων. Ἔζησε γιὰ χρόνια στὸ Ἰσραὴλ ὅπου καὶ σπούδασε Πληροφορική. Ἐργάζεται στὴ Μόσχα ὡς συγγραφέας, δημοσιογράφος καὶ ἀναλύτρια ἐπιχειρήσεων. Ἔχει ἀκτιβιστικὴ δράση στὸν χῶρο τοῦ LGBTQ+ κινήματος.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Θανάσης Γαλανάκης (Ἀθήνα, 1993): Σπούδασε Μεσαιωνικὴ καὶ Νεοελληνικὴ Φιλολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν. Ἀσχολεῖται μὲ τὴν Ἱστορία καὶ τὴ Θεωρία τῆς Λογοτεχνίας, τὴ Μετάφραση θεωρητικῶν καὶ λογοτεχνικῶν κειμένων καὶ τὴν Ποίηση. Μελέτες, μεταφράσεις καὶ ποιήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ ἐπιστημονικά, φιλολογικὰ καὶ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ καὶ ἱστοτόπους. Πρῶτο του βιβλίο: Τὰ Καναρίνια (ποίηση, Σμίλη, 2019). Ἀγαπάει τὰ ζῶα· εἰδικότερα τὰ πτηνά. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Ἀθήνα.
Filed under: Goralik Linor,Αγγλικά,Γαλανάκης Θανάσης,Ερωτας,Οικογένεια,Παραβατικότητα,Περιγραφή,Χαρακτήρες,Ψυχογραφία | Tagged: Ελληνικό διήγημα,Θανάσης Γαλανάκης,Λογοτεχνία,Linor Goralik | Τὰ σχόλια στὸ Λινὸρ Γκοράλικ (Linor Goralik/Лино́р Гора́лик): Χαρτί, ψαλίδι ἔχουν κλείσει