Ἴαν Φρέιζιερ (Ian Frazier): Τὸ πουλὶ τοῦ αὔριο

 

 

Ἴαν Φρέιζιερ (IanFrazier)

 

Τὸ πουλὶ τοῦ αὔριο

(T­o­m­o­r­r­o­w­’s b­i­rd)

 

ΟΥΛΕΥΩ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΡΑΚΙΑ ἀ­πὸ τὸ Μά­ι­ο, καί, μέ­χρι στιγ­μῆς, εἶ­ναι ἡ κα­λύ­τε­ρη δου­λειὰ ποὺ εἶ­χα πο­τέ. Τὸ ὅ­τι τὴ βρῆ­κα ὀ­φεί­λε­ται σ’ ἕ­να συν­δυα­σμὸ ἑ­τοι­μό­τη­τας καὶ τύ­χης. Ἔ­ψα­χνα ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ γιὰ ἕ­να δι­ά­στη­μα, γυ­ρεύ­ον­τας κά­ποι­α ἀλ­λα­γὴ πλεύ­σης στὴν κα­ρι­έ­ρα μου, κι ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα, ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­κα­να τὸν πε­ρί­πα­τό μου, εἶ­δα κά­τι κό­ρα­κες νὰ μὲ προ­σπερ­νοῦν πε­τών­τας. Ὁ ἕ­νας ἀ­π’ αὐ­τοὺς προ­σγει­ώ­θη­κε σ’ ἕ­να τη­λε­φω­νι­κὸ σύρ­μα, ἀ­κρι­βῶς πά­νω ἀ­π’ τὸ κε­φά­λι μου. Τὸν κοί­τα­ξα γιὰ μιὰ στιγ­μὴ κι ἔ­πει­τα, πα­ρορ­μη­τι­κὰ τε­λεί­ως, ἔ­κα­να ἕ­να συ­ρι­στι­κὸ θό­ρυ­βο μὲ τὰ δόν­τια καὶ τὰ χεί­λια. Αὐ­του­νοῦ φά­νη­κε νὰ τοῦ ἀ­ρέ­σει: εἶ­δα τὴν οὐ­ρά του νὰ ἀ­να­ση­κώ­νε­ται γορ­γὰ καὶ νὰ φου­σκώ­νει στὸ ἄ­κου­σμα τοῦ ἤ­χου. Παίρ­νον­τας θάρ­ρος ἐ­γώ, ἐ­πα­νέ­λα­βα τὸ σφύ­ριγ­μα καὶ πά­λι ὕ­ψω­σε αὐ­τὸς τὴν οὐ­ρά. Μὲ κοί­τα­ξε ἐ­ξε­τα­στι­κὰ μὲ τὸ ἕ­να μά­τι κι ὕ­στε­ρα ἔ­στρε­ψε τὸ ράμ­φος καὶ μὲ κοί­τα­ξε μὲ τὸ ἄλ­λο, με­τα­το­πί­ζον­τας τὰ πό­δια του πά­νω στὸ σύρ­μα. Ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἕ­να-δυὸ λε­πτά, ἔ­κρω­ξε καὶ πέ­τα­ξε νὰ προ­λά­βει τοὺς συν­τρό­φους του. Εἶ­χα ἕ­να κα­λὸ προ­αί­σθη­μα ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ἐκ­φρά­σω μὲ λέ­ξεις. Βα­σι­κά, σκε­φτό­μουν ὅ­τι ἡ συ­νάν­τη­ση εἶ­χε πά­ει μιὰ χα­ρά, καὶ ὅ­πως ἀ­πο­δεί­χτη­κε, εἶ­χα δί­κιο. Μό­λις γύ­ρι­σα σπί­τι, μὲ πε­ρί­με­νε ἕ­να μή­νυ­μα ἀ­πὸ τὰ κο­ρά­κια ὅ­τι εἶ­χα πά­ρει τὴ θέ­ση.

       Ἐ­κεί­νη ἡ πρώ­τη συ­νέν­τευ­ξη ἦ­ταν ἐν­δει­κτι­κὴ τοῦ ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κοῦ στὺλ τῶν κο­ρα­κι­ῶν. Εἶ­ναι πο­λὺ χα­λα­ρὰ καὶ φι­λι­κά, σὲ ἀν­τί­θε­ση μὲ τὴ δη­μό­σια εἰ­κό­να τους, καί, σὲ γε­νι­κὲς γραμ­μές, μὲ ἀ­φή­νουν στὴν ἡ­συ­χί­α μου. Μοῦ δί­νουν μιὰ γε­νι­κὴ κα­τεύ­θυν­ση τοῦ πῶς θέ­λουν νὰ γί­νον­ται τὰ πράγ­μα­τα, ἀλ­λὰ τὶς λε­πτο­μέ­ρει­ες καὶ τὴ μέ­θο­δο τὰ ἀ­φή­νουν πά­νω μου. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, τὰ κο­ρά­κια ἦ­ταν ἐ­δῶ καὶ πο­λὺ και­ρὸ δυ­σα­ρε­στη­μέ­να μὲ τὶς ἀρ­νη­τι­κὲς φῆ­μες ποὺ κυ­κλο­φο­ροῦ­σαν γύ­ρω ἀ­π’ τὸ ὄ­νο­μά τους: ὅ­τι, ἂς ποῦ­με, κά­νουν ἐ­πι­δρο­μὲς στὶς φω­λι­ὲς ἄλ­λων που­λι­ῶν, ὅ­τι δι­ώ­χνουν τὰ ὠ­δι­κὰ πτη­νά, ὅ­τι τρῶ­νε σκου­πί­δια καὶ ψο­φί­μια, ὅ­τι εἶ­ναι φάλ­τσα καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς – τί­πο­τε ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων δὲν ἀ­λη­θεύ­ει, ὅ­πως δι­α­πι­στώ­νει κα­νεὶς μό­λις τὰ γνω­ρί­σει κα­λύ­τε­ρα. Τὸ πρῶ­το μου κα­θῆ­κον ἦ­ταν νὰ πά­ρω τὴν πα­ρε­ξη­γη­μέ­νη τους εἰ­κό­να καὶ νὰ τῆς δώ­σω θε­τι­κὴ χροι­ά. Ἀ­πο­φά­σι­σα ὅ­τι τὰ κο­ρά­κια εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ ἕ­να σλόγ­καν ποὺ θὰ τό­νι­ζε τὰ δυ­να­τά τους ση­μεῖ­α ὡς εἴ­δους. Τὸ σλόγ­καν ποὺ ἐ­πι­νό­η­σα ἦ­ταν τό: «Κο­ρά­κια: Θέ­λου­με νὰ Γί­νου­με τὸ Ἀ­πο­κλει­στι­κό σας Που­λί». Τὸ εἶ­πα αὐ­τὸ στοὺς κό­ρα­κες, αὐ­τοὶ ξε­τρε­λά­θη­καν κι ἔ­κτο­τε τὸ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με.

      Οἱ κό­ρα­κες μι­λοῦν μιὰ ἀγ­γλι­κὴ δι­ά­λε­κτο ποὺ μοιά­ζει πο­λὺ μὲ ἐ­κεί­νη τῶν ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νων ὀ­ρε­σί­βι­ων τῶν Ἀ­πα­λα­χί­ων. Ἂν δὲν τὴν ἔ­χει συ­νη­θί­σει τὸ αὐ­τί σας, θὰ δυ­σκο­λευ­τεῖ­τε νὰ τὴν κα­τα­λά­βε­τε. Ἡ ἐ­πί­ση­μη ἐκ­φο­ρὰ τοῦ λό­γου τους εἶ­ναι ἐ­ξί­σου προ­σε­κτι­κὴ καὶ εὐ­κρι­νὴς ὅ­σο κι αὐ­τὴ ἑ­νὸς ρα­δι­ο­φω­νι­κοῦ πα­ρου­σια­στῆ ἀ­πὸ τὶς Με­σο­δυ­τι­κὲς Πο­λι­τεῖ­ες – πα­ρό­λο πού, ὅ­πως σᾶς εἶ­πα, μ’ ἐ­μέ­να δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου τυ­πι­κοί. (Στὸ κα­θη­με­ρι­νὸ πά­ρε-δῶ­σε, φυ­σι­κά, ἁ­πλῶς κρώ­ζουν.) Νο­μι­σμα­τι­κή τους μο­νά­δα εἶ­ναι τὸ ἄ­δει­ο μπου­κά­λι σό­δας, μὲ τι­μὴ συ­ναλ­λάγ­μα­τος εἴ­κο­σι ἀ­νὰ δο­λά­ριο. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τῆς οἰ­κο­νο­μι­κῆς ἀ­νό­δου, οἱ κό­ρα­κες ἔ­χουν σι­ω­πη­ρὰ συγ­κεν­τρώ­σει με­γά­λη δύ­να­μη. Ἐ­φό­σον ὁ­τι­δή­πο­τε πα­ρα­σύ­ρε­ται ἀ­πὸ αὐ­το­κί­νη­τα στὶς ἐ­θνι­κὲς ὁ­δοὺς ἐμ­πί­πτει στὴ δι­και­ο­δο­σί­α τους, ἀ­πέ­κτη­σαν ἱ­κα­νὸ κε­φά­λαι­ο ὥ­στε νὰ ἐ­πεν­δύ­σουν σὲ δι­ά­φο­ρες πο­λυ­ε­θνι­κὲς ἐ­ται­ρί­ες. Ἡ Pe­psi-Co­la εἶ­ναι πλέ­ον δι­κή τους, τὸ ἴ­διο καὶ ὁ Ἐκ­δο­τι­κὸς Ὅ­μι­λος Kni­ght Rid­der, ἀλ­λὰ καὶ ἡ βι­ο­μη­χα­νί­α κα­τε­ψυγ­μέ­νων τρο­φί­μων Tomb­sto­ne Fro­zen Piz­zas. Ἡ Μη­τρο­πο­λι­τι­κὴ Ὄ­πε­ρα τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης ἀ­νή­κει ἐ­πί­σης ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου στὰ κο­ρά­κια.

       Ὅ­πως οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι γνω­ρί­ζε­τε, οἱ κό­ρα­κες συγ­χω­νεύ­τη­καν πρό­σφα­τα μὲ τὶς κου­ροῦ­νες οὕ­τως ὥ­στε νὰ δι­α­τη­ρή­σουν τὴν ἀν­τα­γω­νι­στι­κό­τη­τά τους. Αὐ­τὸ ἔ­γι­νε ὄ­χι μό­νο γιὰ λό­γους ἀ­νά­πτυ­ξης, ἀλ­λὰ καὶ γιὰ νὰ ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦν­ται κα­λύ­τε­ρα τὰ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια τῶν πο­λι­τῶν ποὺ ζοῦν καὶ ἐρ­γά­ζον­ται κον­τὰ σὲ κο­ρά­κια. Στὸ μέλ­λον, καὶ τὰ κο­ρά­κια καὶ οἱ κου­ροῦ­νες θὰ ὀ­νο­μά­ζον­ται Κο­ρά­κια, ὁ­πό­τε ἂν δεῖ­τε ἕ­να που­λὶ κι ἀ­να­ρω­τη­θεῖ­τε τί ἀ­πὸ τὰ δυ­ὸ εἶ­ναι, δὲν ὑ­πάρ­χει λό­γος νὰ σπα­τα­λᾶ­τε τὸ χρό­νο σας: ἐ­πι­σή­μως καὶ νο­μί­μως, πρό­κει­ται γιὰ κο­ρά­κι. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα, φυ­σι­κά, εἶ­ναι ὅ­τι τώ­ρα ὑ­πάρ­χουν πο­λὺ πε­ρισ­σό­τε­ρα κο­ρά­κια – κι αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς ἤ­θε­λαν ἐ­ξαρ­χῆς οἱ κό­ρα­κες. Ἔ­ρευ­νες ποὺ ἔ­χουν οἱ ἴ­διοι χρη­μα­το­δο­τή­σει, ἔ­δει­ξαν ὅ­τι θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ὑ­πάρ­χουν ἀ­πὸ δέ­κα ἕ­ως χί­λι­ες φο­ρὲς πε­ρισ­σό­τε­ρα κο­ρά­κια ἀ­π’ ὅ­σα ὑ­πάρ­χουν τώ­ρα, χω­ρὶς νὰ ἐ­πι­βα­ρυν­θεῖ ὁ πλη­θυ­σμός τους. Μιὰ ὑ­γι­ὴς αὔ­ξη­ση τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ τῶν κο­ρα­κι­ῶν θὰ ἔ­κα­νε προ­σι­τὲς σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο βα­σι­κὲς ὑ­πη­ρε­σί­ες, ὅ­πως τὸ δυ­να­τὸ κρώ­ξι­μο ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο τῆς κρε­βα­το­κά­μα­ράς μας στὶς ἕ­ξι ἡ ὥ­ρα τὸ πρω­ί. Σὲ αὐ­τὸ τὸν το­μέ­α, ὅ­πως καὶ σὲ πολ­λοὺς ἀ­κό­μα, τὰ κο­ρά­κια θέ­τουν ἰ­δι­αί­τε­ρα μα­κρο­πρό­θε­σμους στό­χους.

       Ἂν δο­θεῖ καὶ σὲ ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους στὸ μέλ­λον ἡ εὐ­και­ρί­α νὰ γνω­ρί­σουν τὰ κο­ρά­κια ὅ­πως ἐ­γώ, ἂς ἀρ­χί­σουν ἀ­πὸ τώ­ρα νὰ χαί­ρον­ται. Για­τί, πρέ­πει νὰ σᾶς πῶ ὅ­τι οἱ κό­ρα­κες μοῦ ἔ­χουν φερ­θεῖ ἐ­ξαι­ρε­τι­κά. Τοὺς συμ­πα­θῶ ὄ­χι μό­νο ὡς πο­λύ­τι­μους ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κοὺς συ­νερ­γά­τες ἀλ­λὰ καὶ ὡς φί­λους. Τὴν ἐ­πι­θε­τι­κή τους πλευ­ρά, ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως ἰ­δι­αί­τε­ρα ἔν­το­νη ὅ­ταν δι­α­πλη­κτί­ζον­ται μὲ ἐ­ρυ­θρό­πτε­ρους καρ­δι­νά­λιους, μ’ ἐ­μέ­να πο­τὲ δὲν τὴν ἔ­χουν ἐκ­δη­λώ­σει. Δὲν θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ ἐλ­πί­ζω σὲ πιὸ γο­η­τευ­τι­κοὺς ἑ­ταί­ρους. Τὶς προ­άλ­λες γευ­μά­τι­ζα στὸ πάρ­κο μ’ ἕ­ναν ἐ­ξέ­χον­τα κό­ρα­κα – ἐ­γὼ σι­γό­πι­να πό­σι­μο νε­ρὸ ἀ­πὸ ἕ­να σιν­τρι­βά­νι κι ἐ­κεῖ­νος ἔ­τρω­γε τὰ φι­στί­κια ποὺ εἶ­χε κλέ­ψει ἀ­πὸ ἕ­να σκί­ου­ρο. Στὰ ἐν­δι­ά­με­σα τῶν κο­φτῶν χτυ­πη­μά­των τοῦ ράμ­φους του πά­νω στὸ τσό­φλι γιὰ νὰ τὸ σπά­σει, μὲ προ­σέγ­γι­ζε μὲ ἀ­φε­λεῖς, φαι­νο­με­νι­κά, ἐ­ρω­τή­σεις. Πό­τε-πό­τε ὁ ἀ­έ­ρας ἔ­σπρω­χνε τὸ τσό­φλι πρὸς τὴ μί­α με­ριά, ὁ­πό­τε ἐ­κεῖ­νος τὸ ἀ­κι­νη­το­ποι­οῦ­σε μὲ τὸ πό­δι του, δί­χως νὰ δι­α­κό­πτει τὸ ράμ­φι­σμα. Καὶ ὅ­λη αὐ­τὴ τὴν ὥ­ρα ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­σε τὴν προ­σε­κτι­κή του ἀ­νά­κρι­ση, κά­νον­τάς με νὰ νι­ώ­θω ὅ­τι, πέ­ρα ἀ­πὸ τὴν ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κή μας συ­νερ­γα­σί­α, ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν πραγ­μα­τι­κὰ νὰ ἀ­κού­σει ὅ,τι εἶ­χα νὰ πῶ.

       «ΚΟ­ΡΑ­ΚΙΑ: ΘΕ­ΛΟΥ­ΜΕ ΝΑ ΓΙ­ΝΟΥ­ΜΕ ΤΟ Α­ΠΟ­ΚΛΕΙ­ΣΤΙ­ΚΟ ΣΑΣ ΠΟΥ­ΛΙ». Νο­μί­ζω ὅ­τι ἀ­ξί­ζει νὰ ἐ­πα­να­λά­βω τὸ σλόγ­καν, ἐ­πει­δὴ με­τα­φέ­ρει πολ­λὰ νο­ή­μα­τα. Τὰ κο­ρά­κια, βε­βαί­ως, δὲν ἐ­πι­θυ­μοῦν (ἢ προσ­δο­κοῦν) κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ νὰ εἶ­ναι τὸ μό­νο εἶ­δος που­λιοῦ ποὺ θὰ ἀ­πο­μεί­νει πά­νω στὸν πλα­νή­τη. Θαυ­μά­ζουν καὶ συμ­πα­θοῦν κά­ποι­α ἄλ­λα εἴ­δη που­λι­ῶν καὶ μά­λι­στα ἐλ­πί­ζουν ὅ­τι θὰ δι­α­τη­ρη­θοῦν με­ρι­κὰ σὲ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο ἀ­ριθ­μό, στὴν ὕ­παι­θρο, κα­θὼς καὶ σὲ ζω­ο­λο­γι­κοὺς κή­πους καὶ μου­σεῖ­α. Στὴν κα­θη­με­ρι­νή, ὅ­μως, δι­α­βί­ω­ση, τὰ κο­ρά­κια θέ­λουν νὰ πη­γαί­νει ὁ νοῦς σας εὐ­θὺς σ’ ἐ­κεῖ­να, ὅ­ταν ἐ­πι­ζη­τεῖ­τε πράγ­μα­τα ποὺ βελ­τι­ώ­νουν τὴν ποι­ό­τη­τα τῆς ζω­ῆς καὶ ποὺ σχε­τί­ζον­ται συ­νή­θως μὲ τὰ πε­τού­με­να. Τὸ κε­λά­η­δη­μα, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ρη: σᾶς πλη­ρο­φο­ρῶ ὅ­τι τὰ κο­ρά­κια κε­λα­η­δοῦν καὶ μά­λι­στα πο­λὺ ὄ­μορ­φα – ἁ­πλῶς, μέ­χρι στιγ­μῆς δὲν τοὺς ἔ­χει δο­θεῖ ἡ εὐ­και­ρί­α νὰ τὸ ἀ­πο­δεί­ξουν. Στὸ μέλ­λον, ποὺ θὰ ὑ­πάρ­χουν πο­λὺ λι­γό­τε­ρα που­λιά, πι­στεύ­ουν ὅ­τι θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρουν.

       Εἴ­τε πα­ρε­νο­χλοῦν κα­λο­προ­αί­ρε­τα κα­μιὰ κου­κου­βά­για ποὺ ξέ­μει­νε ἔ­ξω με­τὰ τὸ ξη­μέ­ρω­μα, εἴ­τε κου­βα­λᾶ­νε κλα­ρά­κια καὶ χρη­σι­μο­ποι­η­μέ­νες γά­ζες στὰ ράμ­φη τους γιὰ νὰ κα­τα­σκευά­ζουν τὶς πο­λύ­χρω­μες, αὐ­το­σχέ­δι­ες φω­λι­ές τους, ἢ ἁ­πλῶς μὲ τὸ νὰ προ­σγει­ώ­νον­ται στὸ πε­ζο­δρό­μιο μπρο­στὰ στὰ πό­δια μας μ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ δι­πλό τους χο­ρο­πή­δη­μα, τὰ κο­ρά­κια ἔ­χουν γί­νει κομ­μά­τι ἀ­να­πό­σπα­στο τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τάς μας. Ὅ­ταν δί­να­τε τὸ πρῶ­το σας ἐ­ρω­τι­κὸ φι­λί, τὰ κο­ρά­κια ἦ­ταν ἐ­κεῖ, κά­που γύ­ρω πε­τοῦ­σαν. Ἔ­κρω­ζαν πά­νω ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λι σας τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς ἀ­πο­φοί­τη­σής σας, τρα­βο­λο­γοῦ­σαν τὸ πε­ρι­τύ­λιγ­μα ἑ­νὸς χάμ­πουρ­γκερ ποὺ προ­ε­ξεῖ­χε ἀ­πὸ τὸ κα­πά­κι κά­ποιου σκου­πι­δο­τε­νε­κὲ μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὸ κτί­ριο, ὅ­που εἴ­χα­τε πά­ει γιὰ τὴν πρώ­τη σας ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὴ συ­νέν­τευ­ξη, καὶ προ­σπερ­νοῦ­σαν φτε­ρου­γί­ζον­τας μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου, ὅ­που ἐ­σεῖς κρα­τού­σα­τε ἀγ­κα­λιὰ τὸ πρω­τό­το­κο μω­ρό σας. Τὰ κο­ρά­κια ἀ­νέ­κα­θεν ἦ­ταν κον­τά μας, καὶ ὑ­πό­σχον­ται ὅ­τι, μὲ προ­βλε­πό­με­νο ρυθ­μὸ αὔ­ξη­σης τοῦ εἴ­δους τους κα­τὰ 17% ἐ­τη­σί­ως, ἡ πα­ρου­σί­α τους θὰ γί­νε­ται ἀ­κό­μα πιὸ αἰ­σθη­τὴ στὸ μέλ­λον.

       Τὰ κο­ρά­κια δὲν εἶ­ναι ἀ­πει­λού­με­νο εἶ­δος ὅ­πως οἱ τί­γρεις τῆς Σι­βη­ρί­ας κι οὔ­τε πα­ρι­στά­νουν κά­τι τέ­τοι­ο. Δὲν φι­λο­δο­ξοῦν νὰ με­τα­τρα­ποῦν σὲ νο­σταλ­γι­κὸ κομ­μά­τι ἑ­νὸς πα­ρελ­θόν­τος ποὺ ἀ­πὸ ὥ­ρα σὲ ὥ­ρα θὰ ἐ­κλεί­ψει. Ἐ­ξάλ­λου, πό­σοι ἀ­πό μᾶς ἔ­χουν νὰ κά­νουν σὲ κα­θη­με­ρι­νὴ βά­ση μὲ τί­γρεις τῆς Σι­βη­ρί­ας; Συ­νή­θως, τὰ μὴ τε­χνο­λο­γι­κὰ προ­ϊ­όν­τα μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α κα­τα­πι­α­νό­μα­στε, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τοὺς ἀν­θρώ­πους, εἶ­ναι οἱ σκί­ου­ροι, τὰ πε­ρι­στέ­ρια, τὰ ρα­κούν, οἱ ἀ­ρου­ραῖ­οι, τὰ πον­τί­κια καὶ με­ρι­κὰ εἴ­δη ἐν­τό­μων. Τὰ κο­ρά­κια ἔ­χουν ἀρ­κε­τὴ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν ἑ­αυ­τό τους ὥ­στε νὰ ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι θὰ εἶ­ναι σὲ θέ­ση νὰ ἀν­τα­γω­νι­στοῦν ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κὰ ἀ­κό­μη κι αὐ­τοὺς τοὺς γνώ­ρι­μους καὶ δο­κι­μα­σμέ­νους προ­μη­θευ­τές μας. Πράγ­μα­τι, ἔ­χουν ἤ­δη ἀρ­χί­σει νὰ ἀν­τι­κα­θι­στοῦν τὰ πε­ρι­στέ­ρια στὴν κα­τη­γο­ρί­α τῆς βά­δι­σης γύ­ρω ἀ­πὸ παγ­κά­κια τῶν πάρ­κων μὲ τσί­χλες κολ­λη­μέ­νες κά­τω στὰ πό­δια. Ἀ­νά­με­σα στὰ σχέ­δια ἐ­πέ­κτα­σής τους εἶ­ναι τὸ νευ­ρι­κὸ ψα­χού­λε­μα σὲ σο­φί­τες, ἡ λα­θραί­α εἴ­σο­δος μέ­σα ἀ­πὸ πορ­τά­κια σκύ­λων, καὶ ἡ δι­ά­νοι­ξη μι­κρῶν τρυ­πῶν σὲ δι­ά­φο­ρα ἀν­τι­κεί­με­να.

       Δὲν θὰ εἶ­χα ἀ­να­λά­βει αὐ­τὸ τὸ πό­στο, ἂν δὲν πί­στευ­α καὶ ὁ ἴ­διος στὰ κο­ρά­κια μὲ ὅ­λη μου τὴ δύ­να­μη καὶ τὴν καρ­διά. Καὶ τὸ ἐν­νο­ῶ. Θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ μι­λά­ω συ­νέ­χεια γιὰ τὴ γεν­ναι­ο­δω­ρί­α τῶν κο­ρα­κι­ῶν, γιὰ τὸ ὑ­ψη­λὸ μου­σι­κό τους γοῦ­στο, γιὰ τὸν σε­βα­σμὸ ποὺ δεί­χνουν στὶς ἀ­ξί­ες τῆς οἰ­κο­γέ­νειας, γιὰ τὸ «σύ­στη­μα ἀλ­λη­λέγ­γυ­ας ἀ­δελ­φό­τη­τας» ποὺ ἐ­φαρ­μό­ζουν ὅ­ταν ἔ­χουν νὰ ἀν­τι­με­τω­πί­σουν ἄλ­λα που­λιά, γιὰ τὸ φι­λαν­θρω­πι­κὸ ἔρ­γο ποὺ προ­σφέ­ρουν στὰ Νο­σο­κο­μεῖ­α Παί­δων Σρί­νερς, καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς. Ὅ­μως, μὲ πλη­ρώ­νουν πολ­λὰ μπου­κά­λια γιὰ νὰ τὰ λέ­ω αὐ­τά – ἐ­δῶ ποὺ τὰ λέ­με, δὲν πε­ρι­μέ­νω νὰ μὲ πι­στέ­ψουν ὅ­λοι. Ἄν, πάν­τως, δὲν ἔ­χε­τε πει­σθεῖ, σᾶς προ­κα­λῶ νὰ κά­νε­τε τὸ ἑ­ξῆς ἁ­πλὸ τέ­στ: τὴν ἑ­πό­με­νη φο­ρὰ ποὺ στέ­κε­στε σ’ ἕ­να πα­ρά­θυ­ρο κοι­τών­τας ἔ­ξω ἢ ποὺ τα­ξι­δεύ­ε­τε μὲ αὐ­το­κί­νη­το, πα­ρα­τη­ρῆ­στε ἂν φαί­νε­ται που­θε­νὰ κα­νέ­να κο­ρά­κι. Κα­τό­πιν πολ­λα­πλα­σιά­στε αὐ­τὸ τὸ ἕ­να κο­ρά­κι ἐ­πὶ πολ­λὰ πολ­λὰ κο­ρά­κια, καὶ θὰ πά­ρε­τε μία ἰ­δέ­α τοῦ τί ἐ­πι­φυ­λάσ­σουν τὰ ἑ­πό­με­να χρό­νια. Στὸν το­μέ­α τῶν που­λι­ῶν, ὁ κό­σμος νὰ χα­λά­σει, τὸ μέλ­λον θὰ εἶ­ναι κυ­ρί­ως κο­ρά­κια καὶ τί­πο­τε ἄλ­λο, διαρ­κῶς. Δὲν χω­ρά­ει ἀμ­φι­βο­λί­α.

       Για­τί, λοι­πόν, νὰ μὴν ἀ­πο­δε­χτεῖ­τε αὐ­τὸ τὸ γε­γο­νὸς καὶ νὰ μά­θε­τε νὰ τὸ ἐ­κτι­μᾶ­τε, ὅ­πως κά­νουν ἤ­δη τό­σοι ἀ­πὸ μᾶς; Τὰ κο­ρά­κια θὰ ἐ­πη­ρε­ά­σουν τὸν πο­λι­τι­σμὸ καὶ τὴ γῆ μας μὲ τρό­πους εὐ­ερ­γε­τι­κοὺς ποὺ σή­με­ρα οὔ­τε κὰν δι­α­νο­ού­μα­στε. Δὲν ἔ­χω ἀ­κό­μη τὴν ἄ­δεια νὰ ἀ­πο­κα­λύ­ψω πολ­λὰ ἀ­πὸ τὰ σχέ­δια ποὺ ὁ­ρα­μα­τί­ζον­ται νὰ ὑ­λο­ποι­ή­σουν, ἀλ­λὰ σᾶς δι­α­βε­βαι­ώ­νω ὅ­τι εἶ­ναι κα­τα­πλη­κτι­κά. Τὰ κο­ρά­κια θὰ γί­νουν που­λιὰ ποὺ τέ­τοι­α δὲν θὰ ἔ­χου­με ξα­να­δεῖ. Τὰ μαῦ­ρα, σὰν πε­τρά­δια μά­τια τους, φλέ­γον­ται ἀ­πὸ τὴ φι­λο­δο­ξί­α νὰ γί­νουν ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρα, ὅ­λο καὶ κα­λύ­τε­ρα, καὶ νὰ πε­τᾶ­νε ἀ­πὸ δῶ κι ἀ­πὸ κεῖ παν­τοῦ καὶ ἀ­νὰ πά­σα στιγ­μή. Δι­α­θέ­τουν ἐ­ξυ­πνά­δα, κί­νη­τρο καὶ ἔρ­χον­ται ὁ­λο­τα­χῶς κα­τα­πά­νω μας. Τὰ κο­ρά­κια: ἂς κα­λω­σο­ρί­σου­με τὸ ἀ­πο­κλει­στι­κὸ που­λὶ τοῦ αὔ­ριο.

 

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. New Sud­den Fi­ction, Short-Short Sto­ri­es from A­me­ri­ca and Be­yond,New York,Lon­don: W.W. Nor­ton and Com­pa­ny, 2007.

 

­αν Φρέ­ι­ζι­ερ (I­an F­r­a­z­i­er). Στὰ βι­βλί­α τοῦ Ἴ­αν Φρέ­ι­ζι­ερ πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται τὰ On t­he R­ez, G­r­e­at P­l­a­i­ns, C­o­y­o­te v. A­c­me, F­i­s­h­’s E­ye, D­a­t­i­ng Y­o­ur M­om καὶ No­b­o­dy B­e­t­t­er, B­e­t­t­er t­h­an N­o­b­o­dy. Ἔ­γρα­φε γιὰ τὸ L­a­m­p­o­on στὸ Χάρ­βαρτ, γιὰ τὸ N­ew Y­o­r­k­er καὶ ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὴν ἀν­θο­λο­γί­α B­e­st A­m­e­r­i­c­an T­r­a­v­el W­r­i­t­i­ng τὸ 2003. Ἡ δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­θεῖ ἐ­πί­σης στὸ A­t­l­a­n­t­ic, στὸ W­a­s­h­i­n­g­ton P­o­st M­a­g­a­z­i­ne καὶ σὲ ἄλ­λα πε­ρι­ο­δι­κά. Με­γά­λω­σε στὸ Ὀ­χά­ι­ο καὶ τώ­ρα ζεῖ στὸ Μον­τκλέρ, Νιοὺ Τζέρ­σε­ϊ.

 

Τό­νιαΚο­βα­λέν­κο. M­ε­τα­φρά­στρια ἀγ­γλό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Γι­ού­ρι (ἐκδ. Χατ­ζη­νι­κο­λῆ) καὶ Πό­τε νυ­χτώ­νει; (ἐκδ. Ἠ­ρι­δα­νός).

 

Εἰ­κό­να: Κο­ρά­κι. Φω­το­γρα­φί­α τοῦ Μα­σα­χί­σα Φου­κά­σε (Ἀ­κρω­τή­ριο E­r­i­mo στὸ Χο­κά­ιν­το, 1976).