
L’ecrivain et journaliste italien Dino Buzzati (1906-1972) a Cervinia 1954 — Italian journalist and writer Dino Buzzati (1906-1972) in Cervinia 1954
Corrado Farina (Κορράντο Φαρίνα)
Συνέντευξη μὲ τὸν Ντίνο Μπουτζάτι
(Interviste Dino Buzzati)
ΕΡΑΣΑΝ πολλὰ χρόνια ἀπὸ κείνη τὴ μέρα ποὺ πῆγα νὰ βρῶ τὸν Ντίνο Μπουτζάτι γιὰ νὰ τὸν ρωτήσω ἂν ἤθελε νὰ γυρίσουμε μιὰ ταινία μικροῦ μήκους γιὰ τὸν ἴδιο. Μοῦ τὸν εἴχανε περιγράψει ὡς ἕναν ἄνθρωπο ἰδιόρρυθμο, δύστροπο καὶ ἀπότομο. Ἰδιόρρυθμο, σὲ τελικὴ ἀνάλυση, μοῦ φάνηκε τὸ σπίτι του, κατάμεστο ἀπὸ τὰ πιὸ ἑτερόκλιτα ἀντικείμενα καὶ καλυμμένο, στοὺς τοίχους καὶ τὴ σοφίτα, ἀπὸ πίνακες ὅλων των διαστάσεων καὶ ὅλων των εἰδῶν – μερικοὶ πολὺ ἄσχημοι, ἄλλοι ἐξαιρετικὰ ὄμορφοι. Περιέργως, στὸν ἄνθρωπο αὐτὸ εἶδα μόνο μιὰ κάποια δυσπιστία ποὺ ἐξαφανίστηκε μόλις διαπιστώσαμε —καὶ δὲ μᾶς πῆρε πολὺ χρόνο— ὅτι ἀγαπούσαμε τὰ ἴδια βιβλία, τοὺς ἴδιους ζωγράφους, τὰ ἴδια πράγματα…
Ἀφοῦ ἔπεσε αὐτὴ ἡ προστατευτικὴ μάσκα —ποὺ ὑποθέτω ὅτι πηγάζει ἀπὸ μιὰ ἔμφυτη ντροπαλότητα— ἔμεινε μόνο ἕνας μεσήλικας κύριος, εὐγενέστατος, φιλικός, ποὺ τὸ ντύσιμό του, ἡ συμπεριφορά του, ἀκόμα καὶ ὁ τρόπος ποὺ μιλοῦσε ἦταν, περιέργως, ντεμοντέ. Ἕνας κύριος μὲ ἀριστοκρατικοὺς τρόπους, πολὺ μοντανελλιάνο, πολὺ «Κορριέρε ντὲ λὰ Σέρα» παλιᾶς κοπῆς, γιὰ νὰ συνεννοούμαστε· τόσο, ποὺ νὰ μοῦ μιλάει, σ’ ἐμένα, ποὺ ἤμουν πολὺ νεότερος ἀπ΄ αὐτόν, στὸν ἑνικό.
Τὴν ταινία μικροῦ μήκους τὴν γύρισα, ἀλλά, δυστυχῶς, δὲν εὐδόκησε νὰ εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα πράγματα ποὺ ἔχω κάνει, ἔτσι ὥστε ἀκόμα καὶ σήμερα προσπαθῶ νὰ τὴ δείχνω ὅσο τὸ δυνατὸν λιγότερο. Ὡστόσο, ἴσως ἀξίζει τὸν κόπο νὰ ξανακούσουμε καὶ νὰ μεταγράψουμε μερικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ μιὰ ταινία ἠχογραφημένη σὲ κείνη τὴν περίσταση, κομμάτια ἀπὸ τὴ συνομιλία ποὺ ἔμειναν ἀναλλοίωτα καὶ ξαναζωντανεύουν τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν καλλιτέχνη.
***
Μιλώντας γιὰ τὸν ἑαυτό του
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ σχετικὰ μὲ τὸ ἔργο ἑνὸς συγγραφέα δὲν εἶναι σωστὸ νὰ γίνονται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν συγγραφέα. Ὅταν μὲ ρωτοῦν ποιό εἶναι τὸ κύριο θέμα μου, δὲν ξέρω νὰ πῶ ποιό εἶναι. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ πεῖτε ἐσεῖς. Γιατί, συνήθως, ὁ καλλιτέχνης (θεέ μου! ἡ λέξη καλλιτέχνης κρύβει πάντα μέσα της μιὰ κάποια ἔπαρση) πιστεύει ὅτι κάνει κάτι, εἶναι πεπεισμένος ὅτι κάνει κάτι, κι ὕστερα γεννιέται κάτι ἄλλο ποὺ εἶναι διαφορετικό, δὲν ξέρω κατὰ πόσο γίνομαι κατανοητός. Γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο, ἡ ἑρμηνεία, ὄχι μόνο ἡ ἑρμηνεία, ἀλλὰ καὶ ἡ περιγραφή, ὁ ἀκριβὴς ὁρισμὸς ἑνὸς ἔργου, πρέπει νὰ δίνεται ἀπὸ ἐσᾶς, ὄχι ἀπ΄τὸν δημιουργό.
Τὸ σπίτι στὸ Μπελλοῦνο
ΔΕΝ ΖΟΥΣΑ στὸ Μπελλοῦνο ἀπὸ μικρός, ζοῦσα πάντα στὸ Μιλάνο· γεννήθηκα σὲ διακοπές, μπορεῖ νὰ πεῖ κανείς. Τὸ σπίτι στὸ Μπελλοῦνο εἶναι ἕνα σπίτι ποὺ βρίσκεται περίπου ἑνάμισι χιλιόμετρο ἀπ΄ τὴν πόλη τοῦ Μπελλοῦνο, ποὺ σήμερα σιγὰ-σιγὰ θὰ τὴν καταπιεῖ ἡ πόλη ποὺ ἐπεκτείνεται πάνω στὴν ἀριστερὴ ὄχθη τοῦ Πιάβε. Σὲ κεῖνο τὸ σπίτι, ποὺ κάποτε ἦταν ἐξοχικὸ (ὄχι πιὰ σήμερα, ἀφοῦ τὰ σπίτια ἀρχίζουν νὰ πλησιάζουν), μέναμε περίπου τρεῖς μῆνες τὸ χρόνο, γιατὶ ὁ πατέρας μου ἦταν, οὐσιαστικά, καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο καὶ δικαιοῦταν τρεῖς μῆνες διακοπῶν. Καὶ εἶναι λογικὸ —ἢ, τουλάχιστον, σύνηθες— οἱ ἀναμνήσεις ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια σὲ κεῖνα τὰ μέρη νὰ εἶναι οἱ πιὸ δυνατὲς ποὺ ἀπόχτησα στὴ ζωή μου… καὶ οἱ πιὸ χαρούμενες, κατὰ βάθος.
Στὴ διάρκεια τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου αὐτὸ τὸ σπίτι λεηλατήθηκε ἐντελῶς καὶ εἶχαν μείνει μόνο οἱ τοῖχοι. Παρ΄ ὅλα αὐτά, ἀφοῦ πρῶτα διακοσμήθηκε μὲ διάφορα ἔπιπλα πιὸ ἁπλῆς φόρμας, διατήρησε — καὶ ἀκόμα διατηρεῖ— αὐτὴ τὴ μαγικὴ δύναμη ποὺ αἰσθανόμουν ἀπὸ παιδί. Ἀκόμα καὶ σήμερα, τὸ ὁμολογῶ, ὅταν πηγαίνω ἐκεῖ, ἰδιαίτερα σὲ ὁρισμένες περιστάσεις, ὁρισμένες ὧρες, αἰσθάνομαι ἀκόμα αὐτὸν τὸν ἀέρα, αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα ποὺ εἶχα βιώσει, καὶ ποὺ τὴν εἶχα κάνει δική μου, ὅταν ἤμουν παιδί.
Τὰ βουνά
ΑΠΟ ΠΑΙΔΙ εἶχα ἕνα εἶδος φοβεροῦ πάθους γιὰ τὰ βουνά· τόσο ὥστε νὰ κλαίω τὶς νύχτες, ὅταν δὲν μποροῦσα νὰ πάω. Ἔκλαιγα νύχτες ὁλόκληρες. Ἀργότερα ἄρχισα νὰ πηγαίνω. Ποτὲ δὲν ὑπῆρξα μεγάλος ἀλπινιστής, ὡστόσο ἀναρριχήθηκα πολύ, στὴν ἀρχὴ μὲ φίλους, μετὰ μὲ ὁδηγούς, ἀκόμα καὶ μὲ κείνους ποὺ βαθμολογοῦνται μὲ ἑπτὰ στὴν κλίμακα ἐπικινδυνότητας τῆς ἀναρρίχησης καὶ κατάγονταν ἀπὸ τὸ Μπελλοῦνο, ὅπου καὶ ὑπῆρχε ἕνας πυρήνας τέτοιων ἀξιόλογων καὶ σημαντικῶν ἀλπινιστῶν στὴ δεκαετία τοῦ ΄20 καὶ τοῦ ΄30.
Τώρα γιὰ νὰ πῶ πόσες ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀναμνήσεις ἔχουν μείνει στὰ γραπτά μου, θὰ χρειαζόταν νὰ ἀνατρέξω σὲ ὅλα μου τὰ βιβλία ἕνα πρὸς ἕνα.
Τὸ πρῶτο βιβλίο, ποὺ ὀνομάζεται Ὁ Μπάρναμπο τῶν βουνῶν (Barnabo delle montagne), εἶναι μιὰ ἱστορία μὲ δασοφύλακες ποὺ ἐκτυλίσσεται σὲ μιὰ περιοχὴ δολομιτικῶν βουνῶν ποὺ δὲν ὑπάρχουν. Αὐτὸς ὁ Μπάρναμπο ἔχει καθαρὲς ἀναμνήσεις ἀπὸ τὰ βουνά, ἀλλὰ ποιά εἶναι αὐτὰ τὰ βουνά; Θά ΄λεγα ὄχι οἱ πολὺ ψηλοὶ Δολομίτες, οἱ πλαγιὲς τύπου Τσιβέττα (Civetta), τύπου Πέλμο (Pelmo). Ὄχι. Μᾶλλον βουνά… πῶς νὰ τὰ ποῦμε; Ὅπως τὰ βουνὰ ποὺ βρίσκονται στὴν ἀριστερὴ ὄχθη τοῦ Πιάβε, ἡ ὁροσειρὰ ποὺ ὀνομάζεται Μονφαλκόνε ντὶ Τόρο (Μonfalcone di Toro), ποὺ βρίσκεται οὐσιαστικὰ πάνω ἀπὸ τὸ Καλάλτσο (Calalzo), ἀνατολικὰ τοῦ Καλάλτσο: ὁροσειρὰ ποὺ σήμερα ἔχει περισσότερο κόσμο, ἐπειδὴ ὑπάρχουν πιὸ πολλὰ καταφύγια. Τότε ποὺ πήγαινα ἐγὼ —δηλαδὴ τὸ ΄29 καὶ τὸ ΄30— πολὺ λίγος κόσμος πήγαινε ἐκεῖ, στὴν οὐσία ἦταν μιὰ ὁροσειρὰ ἐγκαταλειμμένη.
Τὸ δεύτερο βιβλίο ὀνομαζόταν: Τὸ μυστικὸ τοῦ Γέρικου Δάσους (Il Segreto del Bosco Vecchio) καὶ ἀναφερόταν σὲ ἕνα δάσος στὸ βουνό, ἀλλὰ τὰ βουνὰ δὲν ἔπαιζαν κανένα ἰδιαίτερο ρόλο. Ἀντίθετα τὸ δάσος εἶχε σημασία. Αὐτὸ τὸ φανταστικὸ δάσος ἔχει νὰ κάνει μὲ τὶς ἐμπειρίες μου; Ὄχι. Θά ΄λεγα ὄχι. Βέβαια, οἱ ἀναμνήσεις ἀπὸ τὰ δάση ποὺ διέσχισα γιὰ νὰ βρεθῶ στὰ βουνά, οἱ ἀναμνήσεις ἀπὸ τὰ βουνὰ καὶ τὶς κοιλάδες, συσσωρεύονται στὴν μνήμη καὶ εἶναι φυσικὸ νὰ ἐξάγεις ἀπὸ αὐτὴν κάτι καινούργιο, ποὺ νὰ μὴν ἀναφέρεται σὲ κάποια συγκεκριμένη τοποθεσία.
Μιὰ ἀσαφῆ τοπογραφικὴ ἀναφορά, στὴν οὐσία ἡ αἴσθηση, ἡ ἰδέα ἐκείνης τῆς ἐρήμου τοῦ βορρᾶ ποὺ ἁπλωνόταν στὰ ριζὰ τοῦ φρουρίου Μπαστιάνη —φρούριο ποὺ βρισκόταν πάνω σ΄ ἕνα πέρασμα ἀνάμεσά σε κρημνώδη βουνά— μοῦ ἦρθε στὸ μυαλὸ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς πεδιάδας τοῦ βορρᾶ, ποὺ φαίνεται ἀπὸ τὶς κορυφὲς τῶν Δολομιτῶν τοῦ Σέστο (Dolomiti di Sesto), ὅπως ἡ κορυφὴ Κρόντα Ρόσσα ντὶ Σέστο (Croda Rossa di sesto), ἡ Κρόντα ντέι Τρὲ Σκάπερι (Croda dei Tre Scaperi), ἡ Κορυφὴ 11 (Cima 11). Στὴν κορυφὴ Κρόντα ντέι τρὲ Σκάπερι πήγαινα ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν πολὺ νεαρός: πέρα ἀπὸ αὐτὲς τὶς κορυφές, ἀπὸ κάτω, ὑπάρχει ἡ κοιλάδα Πουστέρια (Pusteria), μετὰ ἕνας λόφος, μιὰ σειρὰ ἀπὸ μικροὺς πράσινους λόφους ποὺ σηκώνονται ὁμαλά, ἀλλὰ δὲν εἶναι ψηλοὶ κι ἀμέσως μετὰ ἐκείνη ἡ πεδιάδα, ἢ καλύτερα μοιάζει νὰ εἶναι πεδιάδα, ποὺ χάνεται μέσα στὴν καταχνιὰ καὶ τὶς ὁμίχλες τοῦ βορρᾶ.
Ὁ χρόνος κι ὁ θάνατος
Η ΑΙΣΘΗΣΗ τοῦ ἀμετακίνητου χρόνου δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ πῶ ἀπὸ ποῦ προέρχεται, εἶναι ἕνα εἶδος ἐφιάλτη, μιὰ ἔμμονη ἰδέα, ἕνα ἐπίμονο συναίσθημα ποὺ ἄρχισα νὰ αἰσθάνομαι ἀπὸ παιδί. Ποῦ νὰ ξέρω ἀπὸ ποῦ προέρχεται; Κατὰ βάθος εἶναι ἕνα ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς ζωῆς, ἕνα θεμελιῶδες συστατικό της ζωῆς.
Θυμᾶμαι ἀπὸ τότε ἀκόμη ποὺ ἤμουν μικρός, ὅταν ἔπρεπε νὰ ἀποχωριστῶ κάτι… Τέλειωνε μιὰ χρονικὴ περίοδος, ἀκόμη κι ὅταν ἔκλεινε τὸ σχολεῖο κι ἤμουν χαρούμενος, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ εἶχα αὐτὴν τὴν αἴσθηση γιὰ κάτι ποὺ τέλειωνε μιὰ γιὰ πάντα, ποὺ δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπαναληφθεῖ ποτέ.
Τώρα μὲ ρωτᾶτε γιὰ τὸν θάνατο – τὸν εἶχα ρωτήσει, φυσικά, γιατί αὐτὸ τὸ θέμα ἐπαναλαμβανόταν τόσο συχνὰ στὸ ἀφηγηματικό του ἔργο. Ἀναμφίβολα αὐτὴ ἦταν πάντα μιὰ ἀπὸ τὶς ἐμμονές μου: ὁ χρόνος ποὺ φεύγει καὶ ὁ θάνατος πού, ἀναπόφευκτα, πλησιάζει. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, κυρίως καθὼς ἡ ζωὴ προχωροῦσε, ἕνα ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ μὲ ἐξέπληττε ἦταν ὅτι οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν σὰ νὰ μὴν ὑπῆρχε κὰν ὁ θάνατος.
Γενικὰ ὅλοι πάντα μὲ ἐπέπλητταν: «Θεέ μου, συνεχίζεις ἀκόμη νὰ γράφεις γιὰ τὸ θάνατο, γράψε καὶ γιὰ κάτι ἄλλο.» Μὰ στὴν οὐσία αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο, τὸ πιὸ σημαντικὸ θέμα ποὺ ὑπάρχει, νομίζω, ἀπὸ καλλιτεχνικὴ καὶ λογοτεχνικὴ σκοπιά. Χωρὶς ἄλλο, μπορεῖ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι εἶναι τὸ μοναδικὸ θέμα ποὺ ἔχει σημασία. Τὸ σημαντικότερο ὅλων.
Τώρα, πράγματι, γράφω ἕνα βιβλίο – μὰ δὲν εἶναι καθόλου ἕνα φιλοσοφικὸ δοκίμιο, πρὸς θεοῦ! Εἶναι ἕνα ἀφήγημα – ὅπου ὁ θάνατος εἶναι τὸ βασικὸ θέμα. Ἕνα ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ θὰ μοῦ ἄρεσε πολὺ νὰ ἐκφράσω εἶναι ἡ ἀπόλυτη βλακεία τῆς πλειονότητας τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦν (μιλῶ γιὰ τὸν δυτικὸ κόσμο ὅπου ζῶ κι ἐγώ) λὲς κι ὁ θάνατος δὲν θὰ τοὺς βρεῖ ποτέ.
Βλέπω, περισσότερο ἀνθρώπους μιᾶς κάποιας ἡλικίας, ἀνθρώπους μὲ ἀσπρισμένα τὰ μαλλιά τους καὶ μὲ τὸ ἕνα πόδι στὸν τάφο, ποὺ ἀκόμα τοὺς ἀπασχολεῖ τὸ μέλλον, τοὺς ἀπασχολοῦν οἱ ἐπιχειρηματικὲς δραστηριότητες, βασανίζονται γιατὶ δὲν ἔχουν πάρει ἕναν ἔπαινο, γιατὶ οἱ ἐφημερίδες δὲν ἀναφέρουν τὸ ὄνομά τους… – ὅταν μετὰ πεθαίνουν, ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ σοῦ ΄ρχεται νὰ γελάσεις. Ἴσως εἶναι σκληρό, ὡστόσο σοῦ ΄ρχεται νὰ γελάσεις. Γύρω μου συνέβησαν περιστατικὰ ἐντελῶς γελοῖα ἀπὸ ἀνθρώπους (μιλῶ γιὰ συγγραφεῖς, δημοσιογράφους…) ποὺ ἀποταμίευαν χρήματα, τὰ ἐπένδυαν μὲ ἀσυνήθιστη καπατσοσύνη, ἔπαιρναν πληροφορίες γιὰ τὸ χρηματιστήριο καὶ τὴν ἀγορὰ ἀκινήτων, ἐπένδυαν σὲ πίνακες ζωγραφικῆς, κι ὅλα αὐτὰ γιὰ τὸ μέλλον τους, γιὰ νὰ ἔχουν ἥσυχα καὶ ἄνετα γηρατειά… – κι ὕστερα τοὺς ἔπιανε ἕνα βηχαλάκι, ἐπισκέπτονταν ἕνα γιατρὸ καὶ μετὰ δεκαπέντε μέρες ἦταν κάτω ἀπὸ τὸ χῶμα. Λοιπόν; Λοιπόν, ἄν σοῦ ΄ρχεται νὰ γελάσεις, εἶναι κι αὐτὸ ἀνθρώπινο… αὐτὸ εἶναι ὅλο.
Φυσικά, ἀναφέρομαι στὸ θάνατο χρησιμοποιώντας ἀλληγορίες, καὶ γιὰ αὐτὸ τὸ λόγο —στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων— ὁ κόσμος δὲν καταλαβαίνει.
Πρόσφατα ἔγραψα ἕνα βιβλίο… ὄχι, ἕνα διήγημα ποὺ τὸ δημοσίευσε ἡ Corriere della sera, καὶ ποὺ ὀνομαζόταν, νομίζω, «Μιὰ ἀνησυχητικὴ ἐπίσκεψη» («Una visita sconcertante»). Τὸν τίτλο δὲν τὸν βάζω ἐγώ – ἔτσι κι ἀλλιῶς τὸν ἀλλάζουν στὴν ἐφημερίδα. Οὐσιαστικὰ ἦταν ὁ ἀγγελιοφόρος ποὺ φέρνει τὸ προάγγελμα τοῦ θανάτου· ἔλαβα δυὸ-τρία γράμματα ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ ἔλεγαν: «Μά, τί πάει νὰ πεῖ αὐτό, τί σημαίνει;». Εἶναι ἄλλη μιὰ ἀπόδειξη ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν σκέφτεται καθόλου τὸ θάνατο, λὲς κι εἶναι κάτι ξένο πρὸς τὸ πεπρωμένο του. Γιατὶ ἂν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι στὶς ἐπιστολές, ποὺ κρίνοντας ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα πρέπει νὰ εἶναι κάποιας ἡλικίας, ἂν πραγματικὰ εἶχαν τὴν ἰδέα τοῦ θανάτου, ὅπως ὅλοι θά ΄πρεπε νὰ ἔχουν… ὡστόσο, ὄχι μὲ τὴν μορφὴ φόβου, ἐφιάλτη, ἀλλὰ μὲ τὴν μορφὴ τῆς ἐπίγνωσης. Πιστεύω ὅτι σὲ ὁρισμένα μέρη τῆς ἀνατολῆς ὑπάρχει πιὸ πολὺ ἡ συνείδηση τοῦ θανάτου ἀπὸ ὅτι σὲ μᾶς ἐδῶ, κι ὅτι ὁ θάνατος τρομοκρατεῖ λιγότερο.
Ὅταν τὸν σκέφτεται κανεὶς ὅλη του τὴ ζωή, κάποια στιγμὴ φτάνει, καὶ ἴσως θά ΄πρεπε νὰ τὸν φοβᾶται, ὅπως ἐγώ. Σὲ μᾶς, ἀντιθέτως, κάθε φορὰ ποὺ συναντᾶ κανεὶς τὸ θάνατο, μοιάζει σὰν νὰ γκρεμίζεται ὁ κόσμος γύρω του, σὰν νὰ συναντᾶ κάτι ἐντελῶς ἀπροσδόκητο, μιὰ τρομερὴ ἀδικία, γιὰ νὰ μὴν πῶ ὅτι ὕστερα ἀπὸ δυὸ μέρες ὅλοι εἶναι τόσο καθησυχασμένοι, ὅσο ἦταν καὶ πρὶν νὰ συμβεῖ. Πράγματι, κάτι ἄλλο ὑπερβολικὰ γελοῖο σὲ μᾶς σχετικὰ μὲ τὸ θάνατο εἶναι ὅτι, ὅταν κάποιος πεθαίνει, πρόκειται γιὰ τραγωδία, θρῆνο, ἀπελπισία, τέλος τῶν πάντων κλπ. – περνᾶνε εἴκοσι τέσσερις ὧρες κι ὅλα γίνονται ὅπως πρίν, ὅλοι ἀδιαφοροῦν.
Τὸ φανταστικό
ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΙΑ ΜΟΥ πεποίθηση —εὐτυχῶς, δὲ μοῦ τὴν ἔχει διδάξει κανένας— ὅτι ὅταν πρόκειται νὰ πραγματευτεῖς ἕνα φανταστικὸ θέμα, τὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα πρέπει νὰ εἶναι σαφές, ἁπλό, στρωτό, σχεδὸν ὑπηρεσιακό, ἐν ὀλίγοις δημοσιογραφικό. Γιατί; Γιατὶ σὲ αὐτὴ τὴν φανταστικὴ ἐπινόηση χρειάζεται νὰ δώσεις τὴ μέγιστη δυνατὴ ρεαλιστικὴ ὑπόσταση. Μιὰ ἀπόδειξη σὲ αὐτὸ ποὺ λέω εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ μεγάλοι ζωγράφοι τοῦ φανταστικοῦ πάντα ζωγράφιζαν χρησιμοποιώντας μιὰ φόρμα πολὺ ἀκριβῆ, σχεδὸν σχολαστική, σχεδὸν τέλεια, σχεδὸν φωτογραφική. Γιὰ παράδειγμα: ἀπὸ τὸν παλιὸ τοῦ ρομαντισμοῦ Γερμανὸ Γιόχαν Χάινριχ Φίσλι, καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὸν προηγούμενο αἰώνα, γιὰ νὰ φτάσουμε μέχρι τοὺς δικούς μας μεγάλους ὑπερρεαλιστές, πρῶτος μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ Τζόρτζιο Ντὲ Κίρικο, ποὺ ἐκφράζει τὴ μεταφυσική του μέσῳ μιᾶς ζωγραφικῆς μὲ μεγάλη ἀκρίβεια, εἴτε ζωγραφίζει τὶς πλατεῖες τῆς Ἰταλίας, εἴτε ζωγραφίζει κοῦκλες βιτρίνας, ἄλογα στὴ ὄχθη τῆς θάλασσας, ἢ ἐκεῖνα τὰ μεταφυσικὰ δωμάτια μὲ τὴ σοφίτα τους γεμάτη ἀπὸ παράξενα καὶ ἑτερόκλιτα ἀντικείμενα. To ἴδιο καὶ οἱ ἄλλοι ὑπερρεαλιστές: ὁ Μαγκρίτ, ὁ Μὰξ Ἔρνστ, —ὁ πιὸ ἀξιόλογος— ὁ Ντελβό, ἢ ὁ Νταλί – ἡ πρώιμη περίοδος τοῦ Νταλί, ἐννοεῖται. Εἶναι πράγματα φτιαγμένα μὲ μεγάλη ἀκρίβεια. Κι ὕστερα ὅταν οἱ ἴδιοι ζωγράφοι ἀρχίζουν νὰ ζωγραφίζουν μὲ πιὸ ἐλεύθερο τρόπο, πιὸ κλασικό, ὅλη αὐτὴ ἡ μαγικὴ ἀτμόσφαιρα διαλύεται ἐντελῶς. Γιὰ παράδειγμα ὁ ὄψιμος Μὰξ Ἐρνστ, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη μου δὲν ἀξίζει πιὰ τίποτα, ἄρχισε νὰ κάνει πολὺ κομψὰ καὶ ἐξεζητημένα παιχνίδια εἰκονογραφικοῦ χαρακτήρα, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὸ ποὺ κατάφερνε νὰ πεῖ κάποτε, τώρα νὰ μὴν τὸ λέει πιά. Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει στὸ λογοτεχνικὸ χῶρο. Γιὰ νὰ δώσεις μαγικὴ δύναμη στὰ πράγματα καὶ στὰ πρόσωπα χρειάζεται νὰ τὰ περιγράφεις μέχρι κεραίας, ποὺ λένε… Ἕνα παράδειγμα στὸ λογοτεχνικὸ χῶρο τὴν ἔχουμε στὰ διηγήματα τοῦ Πόε, ποὺ εἶναι γραμμένα μὲ ἕνα πολὺ ἁπλὸ τρόπο, μὲ λεπτομερεῖς καὶ ἀκριβεῖς περιγραφές, ἔτσι ὥστε αὐτὲς οἱ παράξενες καὶ φαινομενικὰ ἀντιφατικὲς εἰκόνες παρουσιάζονται στὸν ἀναγνώστη μὲ τὴν παραμικρὴ λεπτομέρεια. Ἕνα ἀρνητικὸ παράδειγμα, ἀντίθετα, εἶναι αὐτὸ τοῦ Λάβκραφτ, ποὺ πολλοὶ κριτικοὶ τοῦ πλέκουν τώρα τὸ ἐγκώμιο, ἀλλὰ ποὺ γιὰ μένα εἶναι ἕνας συγγραφέας δεύτερης, ἂν ὄχι τρίτης, κατηγορίας. Ἔγραψε διηγήματα τρόμου, υἱοθετώντας συχνὰ ἕνα γλωσσικὸ ἰδίωμα συγκεχυμένο, ποὺ προκαλεῖ ταραχή, ἕνα φανταστικὸ γλωσσικὸ ἰδίωμα γιὰ νὰ διηγηθεῖ φανταστικὰ πράγματα, κι ἔτσι τὰ πάντα καταστρέφονται.
Τὸ φανταστικὸ καὶ ἡ ἐπιστημονικὴ φαντασία
ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΛΕΤΕ [τοῦ εἶχα ἐπισημάνει τὴν κοινωνιολογικὴ συνιστώσα ὁρισμένων ἀμερικάνικων διηγημάτων ἐπιστημονικῆς φαντασίας στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ΄50], εἶναι μιὰ πολὺ ἐνδιαφέρουσα διεύρυνση τῆς ἔννοιας τῆς ἐπιστημονικῆς φαντασίας, δὲ διαφωνῶ, ποὺ πράγματι ἔχει πολὺ ἐλαστικὰ ὅρια.
Ὅλη ἡ φανταστικὴ λογοτεχνία ποὺ εἶναι ἀξιόλογη, ἀκόμα καὶ τὰ διηγήματα ποὺ πραγματεύονται ἀπίθανες καταστάσεις, μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ἐπιστημονικὴ φαντασία, γιατὶ προτίθενται νὰ μιλήσουν γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὅπως πραγματικὰ εἶναι: ὄχι τόσο γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο, ὅσο γιὰ τὸν αἰώνιο ἄνθρωπο, ποὺ πιστεύω ὅτι στὴν οὐσία δὲν ἔχει ἀλλάξει κατ΄ ἐλάχιστον στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων…
Ὁμολογῶ ὅτι δὲν εἶμαι ἀναγνώστης βιβλίων ἐπιστημονικῆς φαντασίας. Ἴσως τὸ λιγότερο ἀξιόλογο βιβλίο ποὺ ἔχω γράψει εἶναι Τὸ τέλειο ἀντίγραφο (Il grande ritratto): ἕνα μηχάνημα (ποὺ ἔχει διάνοια καὶ αἴσθηση, ὅπως ὁ ἄνθρωπος), δημιούργησε τὸν κατάλληλο χῶρο ὅπου καθορίστηκε αὐτὸ ποὺ κοινῶς ὀνομάζουμε ψυχή. Καὶ τότε, σὲ αὐτὸ τὸ περιχαρακωμένο ὀχυρό, σὲ μιὰ ἀπομονωμένη κοιλάδα τῶν Ἄλπεων, γεννιέται πραγματικὰ ἕνα ἀνθρώπινο πλάσμα μὲ ψυχὴ ἀληθινῆς γυναίκας. Ἐπειδή, ὡστόσο, βρίσκεται φυλακισμένη μέσα σὲ ἕνα τερατῶδες μηχάνημα, παραφρονεῖ γιατὶ —ἀφοῦ ἔχει κεφάλι καὶ ψυχὴ γυναίκας, ὅπως τὴν ἔχουν κατασκευάσει— θέλει νὰ συμπεριφέρεται ὅπως οἱ ἄλλες γυναῖκες, καὶ γιαυτὸ κάνει τὰ πάντα γιὰ νὰ αὐτοκαταστραφεῖ. Καὶ τὸ καταφέρνει: δὲν μπορεῖ ἡ ἴδια, φυσικά, νὰ καταστρέψει τὸν ἑαυτό της, ἀλλὰ κανονίζει νὰ τὴν καταστρέψει κάποιος ἄλλος.
Δὲν θεωρῶ ὅτι εἶμαι συγγραφέας ἐπιστημονικῆς φαντασίας, ὡστόσο Τὸ τέλειο ἀντίγραφο θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι εἶναι ἕνα μυθιστόρημα ἐπιστημονικῆς φαντασίας: ἐπιστημονικὴ φαντασία παλιοῦ στύλ, ἀλλὰ πάντως ἐπιστημονικὴ φαντασία. Κάποιος ποὺ δὲ θυμᾶμαι τὸ ὄνομά του ἐπέλεξε καμιὰ τριανταριὰ ἀπὸ τὰ διηγήματά μου, τὰ ὁποῖα κατὰ τὴ γνώμη του εἶναι ἐπιστημονικῆς φαντασίας ἢ τουλάχιστον τὴν προσεγγίζουν, ὅλα διηγήματα φαντασίας ποὺ ἀναφέρονται στὸ σύγχρονο τρόπο ζωῆς: ὅπως τὸ «Ὁ ἱπτάμενος δίσκος προσγειώθηκε» («Il disco si posό»), ἢ ὅπως τὸ «Κυνηγοὶ γερόντων» («Cacciatori di vecchi») – ἐκείνη ἡ ἱστορία ποὺ κυνηγοῦν ἕνα μοτοσικλετιστή· ἢ ἐκείνη ἡ σειρὰ διηγημάτων ποὺ ἦταν στὸ Κολόμπρε (Colombre), «Ταξίδι στὰ κολαστήρια του αἰώνα» («Viaggio negli inferni del secolo»).
Ἡ ζωγραφική
ΟΤΑΝ ΜΕ ΡΩΤΟΥΝ ἂν ζωγραφίζω ἀπὸ χόμπι ἀπαντῶ: ὄχι, δὲ ζωγραφίζω ἀπὸ χόμπι· ὅταν ζωγραφίζω κάνω ἀκριβῶς τὴν ἴδια δουλειὰ ποὺ κάνω ὅταν γράφω, κάνω δηλαδὴ ἀκριβῶς τὴν ἴδια διανοητικὴ ἐργασία, γιὰ νὰ μὴ τὴν ὀνομάσουμε, ἀλαζονικά, καλλιτεχνική. Μόνο ποὺ στὴ μιὰ περίπτωση ἐκφράζομαι μὲ λέξεις, ἐνῶ στὴν ἄλλη μὲ σχέδια καὶ χρῶμα.
Ἁπλῶς, αὐτὸ τὸ πράγμα τὸ ἔκανα ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν παιδί. Ἄρχισα νὰ σχεδιάζω καὶ νὰ ζωγραφίζω πρὶν ἀρχίσω νὰ γράφω, ἀλλὰ μετὰ στὴν πράξη… ἡ δουλειὰ τοῦ συγγραφέα καὶ τοῦ δημοσιογράφου ἔκαναν ἔτσι, ὥστε ὅλη μου τὴ ζωὴ νὰ ἀφοσιωθῶ περισσότερο στὴ συγγραφὴ παρὰ στὴ ζωγραφική. Εἶναι λογικὸ ποὺ στὴ συγγραφὴ ἀπέκτησα πείρα μέσῳ τῆς δουλειᾶς, πράγμα ποὺ στὴν ζωγραφικὴ μοῦ λείπει ἤ, τουλάχιστον, εἶναι ἀνεπαρκής. Στὸ σχέδιο πιστεύω ὅτι τὰ καταφέρνω ἀρκετὰ καλά. Τὸ σχέδιο εἶναι ἕνα ἀπὸ κεῖνα τὰ πράγματα ποὺ δύσκολα μπορεῖ κανεὶς νὰ σοῦ μάθει. Ὅσο καὶ νὰ μελετήσει κανεὶς σχέδιο, ἂν δὲν ἔχει κλίση σ’ αὐτό, δὲν καταφέρνει νὰ κάνει τίποτα ἀπολύτως. Ἀντίθετα, στὴ ζωγραφικὴ ὑπάρχει μιὰ τεχνικὴ ποὺ ἐμένα τουλάχιστον δὲ μοῦ τὴ δίδαξε κανεὶς κι αὐτὸ τὸ λίγο ποὺ καταφέρνω νὰ κάνω, τὸ καταφέρνω μέσῳ τῆς πείρας, τῶν δοκιμῶν, τῶν λαθῶν, καὶ οὕτω καθεξῆς, ποὺ ἔχω κάνει μέχρι τώρα. Ὡς ἐκ τούτου σὲ μερικοὺς πίνακές μου μπορεῖ νὰ παρατηρήσει κανεὶς κάποια ἀτολμία ἢ ἀπειρία ζωγραφικοῦ χαρακτήρα. Μὰ στὴ δικιά μου περίπτωση δὲν ἔχει καὶ μεγάλη σημασία, γιατὶ ἡ οὐσία τῶν πινάκων μου δὲν εἶναι αὐτὴ καθαυτὴ ἡ ζωγραφική, ἀλλὰ μιὰ ἱστορία, καὶ μπορῶ κάλλιστα νὰ κατορθώσω νὰ διηγηθῶ μιὰ ἱστορία πάνω στὸν καμβά, πάνω στὸ χαρτόνι, ἀκόμη καὶ πάνω σὲ ἕνα τραπέζι, χωρὶς νὰ κάνω ἐπίδειξη τῶν χρωματικῶν δεξιοτήτων μου. Μόνο καὶ μόνο ὁ συνδυασμὸς τοῦ ἄσπρου μὲ τὸ μαῦρο μπορεῖ νὰ δώσει ἕνα ἀξιόλογο ἀποτέλεσμα.
Αὐτὴ τὴν ἱκανότητά μου —ἂν μπορῶ νὰ τὸ πῶ ἔτσι—, αὐτὸ τὸ ἀσαφὲς προσὸν τοῦ σχεδιαστῆ, τὸ ἐκμεταλλεύτηκα γιὰ νὰ γράψω ἕνα βιβλίο ποὺ ἀπὸ καιρὸ σκεφτόμουν, δηλαδὴ ἕνα ἀφήγημα, ἕνα μακροσκελὲς ἀφήγημα φτιαγμένο μὲ εἰκόνες. Τοῦ ἔδωσα τὸν τίτλο: Εἰκονογραφημένο Ποίημα, ἀκριβῶς γιατί ἡ λέξη ποίημα ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀποδοκιμαστέα λέξη εἰκονογραφημένο, καὶ μοῦ φαινόταν ὡς τίτλος πολὺ πνευματώδης. Στὴν πραγματικότητα ὅμως τὸ δικό μου δὲν εἶναι ἀκριβῶς τὸ κλασικὸ κόμικ, ἀλλὰ ἕνα κόμικ μᾶλλον ἰδιόμορφο, ἑτερόδοξο: κατ΄ ἀρχάς, ἐπειδὴ σὲ κάθε σελίδα ὑπάρχει μόνο μιὰ εἰκόνα —ἐκτὸς ἀπὸ λίγες ἐξαιρέσεις— καὶ ὕστερα, ἐπειδὴ χρησιμοποιῶ στὸ ἐλάχιστο τὰ συννεφάκια τῶν διαλόγων ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα τῶν ἡρώων. Ἐπιπλέον ὑπάρχουν λεζάντες γραμμένες μέσα στὸ σχέδιο. Ἐν τούτοις, τὸ βιβλίο αὐτό, ποὺ τὸ ὑποδέχτηκαν μὲ διάφορους τρόπους —καὶ ἦταν λογικὸ νὰ τὸ ὑποδεχτοῦν ἔτσι—, πῆγε ἀρκετὰ καλά.
Ζωγραφίζοντας τοὺς Δολομίτες
ΤΑ ΒΟΥΝΑ τοῦ Μπάρναμπο τῶν βουνῶν δὲν τὰ ἔχω ποτὲ ζωγραφίσει. Πιστεύω ὅτι δὲ θὰ μποροῦσα ποτὲ νὰ τὰ ζωγραφίσω. Ὅπως κανεὶς μέχρι τώρα δὲ μπόρεσε νὰ ζωγραφίσει τοὺς Δολομίτες. Δὲν ξέρω ἀκριβῶς γιὰ ποιό λόγο, ἀλλὰ δὲν ὑπῆρξε ζωγράφος στὸν κόσμο ποὺ νὰ κατάφερε νὰ ζωγραφίσει καλὰ τοὺς Δολομίτες. Εἴτε γιατὶ πετύχαιναν τὸ χρῶμα, ἀλλὰ ἀποτύγχαναν στὸ νὰ φτιάξουν τὴ δομὴ —ποὺ εἶναι πολὺ σημαντική, ἀφοῦ ἡ προσωπικότητα τοῦ βουνοῦ ὀφείλεται στὴ δομή του— εἴτε ὑπῆρχε ἡ δομὴ τοῦ σχεδίου —ὅπως σὲ κεῖνα τὰ ὡραιότατα σχέδια τοῦ Ἄγγλου Κόμπτον τοῦ προηγούμενου αἰώνα— ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχε χρῶμα. Τώρα τὸ χρῶμα ποὺ ἔχουν οἱ Δολομίτες εἶναι ἐντελῶς ἰδιαίτερο, δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ μὲ λόγια καὶ εἶναι ἐξαιρετικὰ δύσκολο νὰ ἀποδοθεῖ μὲ τὴ ζωγραφική. Αὐτὰ ποὺ ζωγραφίζω ἐγὼ εἶναι ἄλλου εἴδους βουνὰ σὲ σχέση μὲ κεῖνα τοῦ Μπάρναμπο… κι ὕστερα ἐγὼ δὲ ζωγραφίζω συχνὰ βουνά: συνήθως τὰ βουνὰ ποὺ ζωγραφίζω εἶναι στὸ βάθος τῆς εἰκόνας, κάπως μυστηριακά, καὶ δὲν ἔχουν καμιὰ ἀξίωση νὰ θεωρηθοῦν ρεαλιστικά.
Ὁ ἐρωτισμός
ΟΤΑΝ ΜΕ ΡΩΤΑΕΙ κανεὶς γιατί ὁ ἐρωτισμός, ὁ ἔρωτας, ἦρθε τόσο ἀργά, καὶ δὲν ὑπῆρχε τόσο συχνὰ στὸ ἔργο μου, παρὰ μόνο στὸ μυθιστόρημα Ἕνας ἔρωτας (Un amore) καὶ εἰκαστικὰ στὸ Εἰκονογραφημένο Ποίημα (Poema a Fumetti), δὲν ξέρω νὰ ἀπαντήσω. Προφανῶς, δὲν εἶχα ἀπὸ πρὶν αὐτὸ τὸ ἐρέθισμα. Γιὰ ποιό λόγο; Ποιός ξέρει… Δὲ γνωρίζω· ὁμολογῶ ὅτι δὲν τὸ ξέρω. Εἶναι προφανές, ὡστόσο, ὅτι στὸ σχέδιο τὸ ἐρωτικὸ στοιχεῖο εἶναι εὔκολο νὰ προβληθεῖ. Γιατί, τί εἶναι αὐτὸ πού… κάνω πάντα ἕνα συλλογισμὸ: βλέπω ὅλους αὐτοὺς τοὺς ζωγράφους, τὴν πλειοψηφία τῶν μοντέρνων ζωγράφων, ποὺ ἀποφεύγουν συστηματικὰ νὰ ζωγραφίζουν ὡραῖες γυναῖκες, ἰδιαίτερα τὶς γυμνές. Καὶ ἀναρωτιέμαι: τί προσπαθεῖ νὰ κάνει ἕνας ζωγράφος: Ἕνας ζωγράφος προσπαθεῖ νὰ κάνει ἕνα πίνακα ποὺ θεωρητικὰ θὰ τοῦ ἄρεσε περισσότερο ἀπὸ ἄλλους νὰ τὸν δεῖ κρεμασμένο στὸν τοῖχο. Κάθε ζωγράφος ἔχει μιὰ αὐταπάτη: ἡ αὐταπάτη κάθε ζωγράφου εἶναι νὰ φτιάξει τὸν ὡραιότερο πίνακα στὸν κόσμο. Ποιὸς εἶναι ὁ ὡραιότερος πίνακας στὸν κόσμο; Ὁ ὡραιότερος πίνακας στὸν κόσμο εἶναι ὁ πίνακας ποὺ ὁ ἴδιος θὰ ἤθελε, περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο, νὰ θαυμάζει κρεμασμένο σ΄ἕνα τοῖχο.Τώρα ἀναρωτιέμαι: τί εἶναι αὐτὸ πού, περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο, ἀρέσει ἀναντίρρητα σὲ κάποιον νὰ βλέπει; Αὐτὸ πού, περισσότερο ἀπὸ ὁτιδήποτε ἄλλο, ἀρέσει ἀναντίρρητα σὲ ἕναν ἄνθρωπο νὰ βλέπει, εἶναι μιὰ ὄμορφη καὶ νέα γυμνὴ γυναίκα. Πῶς ἐξηγεῖται τὸ γεγονὸς ὅτι σήμερα κανεὶς δὲν ζωγραφίζει νέες καὶ ὡραῖες γυμνὲς γυναῖκες; Ἔχω τὴ σοβαρὴ ὑποψία ὅτι δὲν τὸ κάνουν, γιατὶ τὸ νὰ ζωγραφίζεις νέες καὶ ὄμορφες γυμνὲς γυναῖκες εἶναι πολὺ δύσκολο. Εἶναι πολὺ πιὸ δύσκολο νὰ ζωγραφίσει κανεὶς καλὰ ἕνα γυναικεῖο γυμνὸ ἀπὸ τὸ νὰ κάνει τέρατα, ὅπως συνηθίζεται σήμερα.Τέρατα ποὺ οὐρλιάζουν, κάνουν φασαρία, σὲ ζαλίζουν, σὲ βασανίζουν καὶ οὕτω καθεξῆς. Εἶναι ἕνα περίεργο φαινόμενο, γιατὶ στὸ παρελθόν, ἀκόμα καὶ στὴν περίοδο τῆς ἀντιμεταρρύθμισης, ποὺ εἶχε γεμίσει ὁ κόσμος μὲ ἁγίους, Παναγίες κι Ἐσταυρωμένους, οἱ ζωγράφοι ἔκαναν καλὰ γυμνά, ἔτσι δὲν εἶναι; Ὄχι· σήμερα κανεὶς δὲν τὸ κάνει· μόνο: τὰ πιὸ τρομερὰ τέρατα, ἀνθρώπους τερατώδεις σὰν φαντάσματα, ποὺ φορᾶνε τερατόμορφες μάσκες· κανεὶς δὲν κάνει πιὰ γυναῖκες. Μόνο σπάνια, πολὺ σπάνια. Προφανῶς κάτι δὲν πάει καλά, κάτι εἶναι λάθος…
Γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ σχέδιο, εἶναι φανερὸ ὅτι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ εὐχάριστα θέματα, γιὰ νὰ ἀσχοληθεῖ κανείς, εἶναι τὸ γυμνό. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ ἀνάδυση τοῦ ἐρωτικοῦ στοιχείου στὸ βιβλίο μου Εἰκονογραφημένο Ποίημα (Poema a fumetti), δικαιολογεῖται περισσότερο καὶ ἐξηγεῖται καλύτερα, σὲ σχέση μὲ τὴν ἀργοπορημένη ἀνάδυση τοῦ ἐρωτικοῦ στοιχείου (eros) στὸ ἀφηγηματικό μου ἔργο.
Νωρίτερα δὲν εἶχες ἀσχοληθεῖ μὲ αὐτό. Γιατί; Ἐντάξει! Δὲν ἦταν ὅτι ἤμουν παντελῶς ἀνίκανος νὰ τὸ κάνω νωρίτερα. Ποιός μπορεῖ νὰ γνωρίζει γιατί, σὲ μιὰ δεδομένη στιγμή, γράφει κανεὶς αὐτὰ ποὺ τοῦ ἔρχονται νὰ γράψει. Θὰ ἦταν τὸ πιὸ ἠλίθιο πράγμα στὸν κόσμο ἂν ἔλεγα: «μὰ πῶς, ἐγὼ δὲν ἀσχολοῦμαι μὲ τὸν ἔρωτα, ἂς γράψω γιὰ τὸν ἔρωτα…» Ἂν δὲν μοῦ ἐρχόταν νὰ γράψω γιὰ τὸν ἔρωτα, αὐτὸ πάει νὰ πεῖ πὼς δὲ μοῦ ἐρχόταν νὰ γράψω γιὰ τὸν ἔρωτα. Ἔτσι, σὲ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση, ποὺ προφανῶς οὔτε ὁ ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ ἀπαντήσει, δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ δώσω μιὰ ἀπάντηση.
Ἡ πίστη
ΑΝΑΤΡΑΦΗΚΑ ὡς Καθολικός. Ἡ μάνα μου ἦταν Καθολική —ὄχι ἐπιδεικτικὰ καθολική—, καὶ μᾶς μεγάλωσε —καὶ τὰ τέσσερα ἀδέλφια— μὲ τὸν Καθολικὸ τρόπο. Πάντως ἐγὼ δὲν πιστεύω στὸ Θεὸ οὔτε στὴ ζωὴ μετὰ θάνατον. Εἶμαι σίγουρος ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτα μετὰ τὸ θάνατο. Θὰ μοῦ πεῖτε: γιατί τότε γράφεις τόσο συχνὰ γιὰ τὴν μετὰ θάνατον ζωή; Γιατί κάνεις φανταστικὰ διηγήματα ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴ ζωὴ μετὰ θάνατον; Δυὸ εἶναι οἱ λόγοι: κατ΄ ἀρχὰς γιατὶ θὰ ἤθελα νὰ ὑπάρχει μετὰ θάνατον ζωή —γιὰ αὐτὸ καὶ στὰ γραπτά μου ὑπάρχει ἕνα εἶδος πίκρας, νοσταλγίας, ἐπιθυμίας γιὰ κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει—, κι ὕστερα γιατὶ πολλὲς φορὲς —κι ὄχι μόνο γιὰ μένα ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλοὺς ἄλλους συγγραφεῖς— ἡ μετὰ θάνατον ζωὴ ἐπιτρέπει καταστάσεις ποὺ προωθοῦν ἀποτελεσματικὰ τὴ δράση, εἴτε ὡς γεγονότα αὐτὰ καθαυτά εἴτε ὡς ἀλληγορίες. Εἶναι ἄλλοι ποὺ μὲ ρωτοῦν: γιατί, τέλος πάντων, μιλᾶς συνέχεια γιὰ τὸ Θεό; Ὁ Θεὸς ἐδῶ, ὁ Θεὸς ἐκεῖ, οἱ ἅγιοι κλπ; Προφανῶς γιατὶ θὰ ἤθελα νὰ πιστέψω, ἀλλὰ δὲν μπορῶ. Γιατὶ εἶναι σαφὲς πὼς ὅταν ἔχει κανεὶς πραγματικὴ πίστη —ὄχι βέβαια τέτοιου εἴδους, ὥστε νὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο τῆς Παντοβας νὰ τοῦ βρεῖ τὸ πορτοφόλι του—, ὅταν ἔχει κανεὶς πραγματικὴ πίστη, ἔχει καὶ μιὰ ἐκπληκτικὴ δύναμη νὰ ἀντιμετωπίζει τὴ ζωή… δύναμη ποὺ ἐγὼ δὲν ἔχω.
[Αὐτὴ ἡ συνέντευξη καταγράφηκε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1971. Ὁ Ντίνο Μπουζάτι πέθανε λίγο παραπάνω ἀπὸ τρεῖς μῆνες ἀργότερα, στὶς 23 Ἰανουαρίου τοῦ 1972, σὲ μιὰ κλινική του Μιλάνου.]

Κορράντο Φαρίνα (Corrado Farina) (Τορίνο, 18 Μαρτίου 1939 – 11 Ιουλίου 2016). Σκηνοθέτης, σεναριογράφος καὶ συγγραφέας, ἄνθρωπος μὲ ἐξαιρετικὴ πνευματικὴ καλλιέργεια. Διηύθυνε τὸ Διεθνὲς Κέντρο Κινηματογράφου (Centro Universitario Cinematografico) καὶ μετὰ δούλεψε στὸ Στούντιο Τέστα (Studio Testa), γράφοντας καὶ σκηνοθετώντας 500 Caroselli (ἐκπομπὲς στὴν ἰταλικὴ τηλεόραση ποὺ διαφημίζουν προϊόντα μέσα ἀπὸ θεατρικὰ σκὲτς καὶ μουσικὰ διαλείμματα. Μερικὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ σκὲτς ποὺ σκηνοθέτησε ὁ Κορράντο Φαρίνα εἶναι ἀξιομνημόνευτa, ὅπως τὸ «Τrenino Saiwa»(1) καὶ τὸ «La pancia non c’è»(2). Ἔγραψε ἐπίσης δοκίμια γιὰ τὸν κινηματογράφο καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὰ κόμικ. Τὸ 1969 ἐγκαταστάθηκε στὴ Ρώμη καὶ ξεκίνησε τὴν καριέρα του ὡς σκηνοθέτης. Μὲ τὴν ταινία μεγάλου μήκους Ἄλλαξαν προσωπο (Hanno cambiato faccia) κέρδισε τὸ 1971 τὸ βραβεῖο τῆς Χρυσῆς Λεοπάρδαλης στὸ Διεθνὲς Φεστιβὰλ Κινηματογράφου ποὺ γίνεται κάθε χρόνο στὸ Λοκάρνο τῆς Ἐλβετίας (πρόκειται γιὰ σατυρικὴ ταινία: ἡ σύγχρονη ἐκδοχὴ τοῦ δράκουλα στὴν καπιταλιστικὴ κοινωνία). Ἀργότερα ξαναγύρισε στὴν τηλεόραση, ἔγραψε ἐπίσης 9 βιβλία μὲ πρῶτο τὸ Μιὰ θέση στὸ σκοτάδι (Un posto al buio). Πρὶν ἀπὸ λίγους μῆνες κυκλοφόρησε ἡ αὐτοβιογραφία του μὲ τίτλο Μέσῳ τῆς ὀθόνης.
+
Ντίνο Μπουτζάτι (Dino Buzzati) (San Pellegrino di Belluno, 1906 – Milano, 1972). Ἰταλὸς συγγραφέας καὶ δημοσιογράφος. Ἔγραψε θεατρικὰ ἔργα, μυθιστορημάτα καὶ διηγήματα. Γνωστότερο ἔργο του: Il deserto dei tartari (Ἡ ἔρημος τῶν Ταρτάρων). Τὸ 1942 δημοσιεύει τὴ συλλογὴ διηγημάτων I sette messaggeri (Οἱ ἑπτὰ ἀγγελιοφόροι) καὶ τὸ 1958 κερδίζει τὸ βραβεῖο Στρέγκα μὲ τὸ βιβλίο Sessanta racconti (Ἑξήντα διηγήματα). Ἔχει παραλληλιστεῖ μὲ τὸν Κάφκα λόγῳ τῆς ἐφιαλτικῆς ἀτμόσφαιρας πολλῶν ἔργων του, τὰ ὁποῖα συνδυάζουν τὴν καθημερινότητα μὲ παράδοξες καταστάσεις ποὺ παρεισφρέουν στὴν κανονικότητα τῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀνατρέπουν. (Γιὰ περισσότερα βλ. ἐδῶ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ.) Στὸ ἱστολόγιό μας ἔχουν ἤδη παρουσιαστεῖ τὰ διηγήματά του «Δήλωση εἰσοδήματος», «Ὁμαδικὴ φωτογραφία» καὶ «Ἡ μαθήτρια».
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Πέτρος Φούρναρης (Ἀθήνα, 1963). Διήγημα, μετάφραση. Σπούδασε στὴν Ἀνωτάτη Γεωπονικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν. Ζεῖ μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴ Λέρο, τὸ νησὶ τῆς καταγωγῆς του, ὅπου ἐργάζεται ὡς γεωπόνος στὸ Κρατικὸ Θεραπευτήριο Λέρου καὶ τὶς ἐλεύθερες ὧρες του γράφει διηγήματα. Πεζά του ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Ἔκφραση Λόγου καὶ Τέχνης, στὸ περιοδικὸ Πλανόδιον (ἀρ. 37, Δεκέμβριος 2004) καὶ στὸ Ἱστολόγιο Ἱστορίες Μπονζάι («Συμφιλίωση» καὶ «100%»), ἐνῶ μεταφράσεις του στὴν Ἐπιθεώρηση Λεριακῶν Μελετῶν τοῦ Ἱστορικοῦ Ἀρχείου Λέρου.

Filed under: Buzzati Dino,Corrado Farina,ΑΝΑΦΟΡΕΣ,Φούρναρης Π. | Tagged: Corrado Farina,Dino Buzzati,Διήγημα. Λογοτεχνία,Πέτρος Φούρναρης | Τὰ σχόλια στὸ Corrado Farina (Κορράντο Φαρίνα): Συνέντευξη μὲ τὸν Ντίνο Μπουτζάτι ἔχουν κλείσει