Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan): Ἡ μι­κρό­τε­ρη κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη χι­ο­νο­θύ­ελ­λα



Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan)


Ἡ μι­κρό­τε­ρη κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη χι­ο­νο­θύ­ελ­λα

(The smallest snowstorm on record)


Η ΜΙΚΡΟΤΕΡΗ κα­τα­γε­γραμ­μέ­νη χι­ο­νο­θύ­ελ­λα συ­νέ­βη μιὰ ὥ­ρα πρὶν στὴν αὐ­λή μου. Ἦ­ταν δύ­ο μό­λις νι­φά­δες. Πε­ρί­με­να νὰ ρί­ξει κι ἄλ­λο χι­ό­νι, ὅ­μως αὐ­τὸ ἦ­ταν ὅ­λο. Ὁ­λό­κλη­ρη ἡ θύ­ελ­λα ἦ­ταν δύ­ο μό­νο νι­φά­δες.

       Ἔ­πε­σαν ἀ­π’ τὸν οὐ­ρα­νὸ μ’ ἕ­να στὶλ πού ’­φερ­νε στὸν νοῦ τὶς σπιρ­τό­ζι­κες γκά­φες τοῦ Χον­τροῦ καὶ τοῦ Λι­γνοῦ καί, τώ­ρα ποὺ τὸ σκέ­φτο­μαι, οἱ δυ­ὸ χι­ο­νο­νι­φά­δες τοὺς ἔ­μοια­ζαν. Ἦ­ταν λὲς κι ὁ Χον­τρὸς κι ὁ Λι­γνὸς εἶ­χαν με­τα­μορ­φω­θεῖ σὲ χι­ο­νο­νι­φά­δες καὶ πρω­τα­γω­νι­στοῦ­σαν στὴ μι­κρό­τε­ρη χι­ο­νο­θύ­ελ­λα τοῦ κό­σμου.

       Οἱ δυ­ὸ νι­φά­δες ἔ­πε­φταν μὲ τὸ πά­σο τους, μὲ τοῦρ­τες στὸ πρό­σω­πο, ἀ­γω­νι­ώ­δεις προ­σπά­θει­ες νὰ βγά­λουν γέ­λιο καὶ νὰ δι­α­τη­ρή­σουν τὴν ἀ­ξι­ο­πρέ­πειά τους σ’ ἕ­ναν κό­σμο ποὺ ἤ­θε­λε νὰ τοὺς τὴ στε­ρή­σει, ἕ­ναν κό­σμο ποὺ ἦ­ταν μα­θη­μέ­νος σὲ με­γα­λύ­τε­ρες χι­ο­νο­θύ­ελ­λες, ἑ­ξήν­τα πόν­τους καὶ πά­νω, καὶ θὰ μπο­ροῦ­σε πο­λὺ εὔ­κο­λα νὰ δυ­σα­να­σχε­τή­σει βλέ­πον­τας μιὰ θύ­ελ­λα μὲ δύ­ο νι­φά­δες.

       Ἀ­φοῦ προ­σγει­ώ­θη­καν κω­μι­κὰ πά­νω στὸ χι­ό­νι πού ’­χε μεί­νει στρω­μέ­νο ἀ­πὸ κα­μιὰ δε­κα­ριὰ χι­ο­νο­πτώ­σεις ἐ­τοῦ­το τὸν χει­μώ­να, πε­ρί­με­να λι­γά­κι μὲ τὸ βλέμ­μα στὸν οὐ­ρα­νὸ νὰ δῶ ἂν θὰ ρί­ξει κι ἄλ­λο χι­ό­νι, κι ὕ­στε­ρα συ­νει­δη­το­ποί­η­σα πὼς οἱ δυ­ὸ νι­φά­δες ἦ­ταν ἀ­πὸ μό­νες τους θύ­ελ­λα σω­στή, ὅ­πως ὁ Χον­τρὸς κι ὁ Λι­γνός.

       Βγῆ­κα ἔ­ξω κι ἐ­πι­χεί­ρη­σα νὰ τὶς βρῶ. Θαύ­μα­σα τὸ θάρ­ρος τους νὰ μεί­νουν ἴ­δι­ες πα­ρὰ τὶς δυ­σκο­λί­ες. Τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­ψα­χνα νὰ τὶς βρῶ, σκαρ­φι­ζό­μουν τρό­πους νὰ τὶς βά­λω στὴν κα­τά­ψυ­ξη, νὰ νι­ώ­σουν ἄ­νε­τα καὶ νὰ δε­χτοῦν τὴν προ­σο­χή, τὸν θαυ­μα­σμὸ καὶ τὶς τι­μὲς ποὺ τοὺς ἄ­ξι­ζαν γιὰ τὴν τό­ση ὀ­μορ­φιά τους.

       Ἔ­χε­τε πο­τὲ ἐ­πι­χει­ρή­σει νὰ βρεῖ­τε δυ­ὸ χι­ο­νο­νι­φά­δες σ’ ἕ­να χει­μω­νι­ά­τι­κο το­πίο σκε­πα­σμέ­νο γιὰ μῆ­νες ἀ­π’ τὸ χι­ό­νι;

       Πῆ­γα στὴν εὐ­ρύ­τε­ρη πε­ρι­ο­χὴ τῆς προ­σγεί­ω­σης. Ἀ­να­ζη­τοῦ­σα δύ­ο χι­ο­νο­νι­φά­δες σ’ ἕ­ναν κό­σμο δι­σε­κα­τομ­μυ­ρί­ων. Ἐ­πι­πλέ­ον, θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ τὶς πα­τή­σει, κι αὐ­τὸ δὲν ἦ­ταν κα­λὴ ἰ­δέ­α.

       Μοῦ πῆ­ρε λί­γη μό­νο ὥ­ρα νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω τὴ μα­ται­ό­τη­τα ὅ­λου αὐ­τοῦ. Ἡ μι­κρό­τε­ρη χι­ο­νο­θύ­ελ­λα τοῦ κό­σμου εἶ­χε χα­θεῖ γιὰ πάν­τα. Ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νὰ τὴν ξε­χω­ρί­σω.

       Μοῦ δί­νει χα­ρὰ ἡ σκέ­ψη πὼς ἴ­σως τὸ ἀ­πα­ρά­μιλ­λο θάρ­ρος τῶν δύ­ο αὐ­τῶν νι­φά­δων ἔ­χει βρεῖ τρό­πο νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σει σ’ ἕ­ναν κό­σμο στὸν ὁ­ποῖ­ο τέ­τοι­α πράγ­μα­τα δὲν ἐ­κτι­μῶν­ται πάν­τα.

       Γύ­ρι­σα στὸ σπί­τι, κι ἄ­φη­σα τὸν Χον­τρὸ καὶ τὸν Λι­γνὸ χα­μέ­νους στὸ χι­ό­νι.



Πη­γή: Richard Brautigan, The TokyoMon­tana Ex­press, Λον­δί­νο, Pi­cador (Pan Books), 1982 [πρώ­τη ἔκ­δο­ση: Νέ­α Ὑ­όρ­κη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).


			

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan): Τί θὰ τὶς κά­νεις 390 φω­το­γρα­φί­ες χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων;



Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan)


Τί θὰ τὶς κά­νεις 390 φω­το­γρα­φί­ες

χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων;

(What are you going to do with 390

photographs of Christmas trees?)


ΕΝ ΞΕΡΩ. Ἔ­μοια­ζε ὅ­μως νά ’­ναι ὅ,τι κα­λύ­τε­ρο μπο­ροῦ­σα νὰ κά­νω τὴν πρώ­τη ἑ­βδο­μά­δα τοῦ Ἰ­α­νου­α­ρί­ου τοῦ 1964, κι ἔ­πει­σα ἄλ­λους δύ­ο νά ’ρ­θουν μα­ζί μου. Ὁ ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο θέ­λει νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὴν ἀ­νω­νυ­μί­α του, κι ἔ­τσι θὰ γί­νει.

       Θε­ω­ρῶ πὼς δὲν εἴ­χα­με συ­νέλ­θει ἀ­κό­μη ἀ­πὸ τὸ σὸκ τῆς δο­λο­φο­νί­ας τοῦ προ­έ­δρου Κέ­νεν­τι. Ἴ­σως αὐ­τὸ ἔ­χει κά­ποι­α σχέ­ση μ’ ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς φω­το­γρα­φί­ες τῶν χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων.

       Τὰ Χρι­στού­γεν­να τοῦ 1963 εἶ­χαν φρι­χτὴ ὄ­ψη, φω­τα­γω­γη­μέ­νη ἀ­π’ ὅ­λες τὶς ση­μαῖ­ες στὴν Ἀ­με­ρι­κὴ ποὺ κυ­μά­τι­ζαν με­σί­στι­ες ὅ­λον τὸν Δε­κέμ­βριο κι ἔ­φτια­χναν μιὰ σή­ραγ­γα πέν­θους.

       Ζοῦ­σα μό­νος μου σ’ ἕ­να πο­λὺ πα­ρά­ξε­νο δι­α­μέ­ρι­σμα καὶ φρόν­τι­ζα ἕ­να με­γά­λο κλου­βὶ μὲ που­λιὰ γιὰ λο­γα­ρια­σμὸ κά­ποι­ων ἄλ­λων ποὺ ἦ­ταν στὸ Με­ξι­κό. Τά­ϊ­ζα τὰ που­λιὰ κα­θη­με­ρι­νὰ καὶ τοὺς ἄλ­λα­ζα τὸ νε­ρό, ἐ­νῶ εἶ­χα καὶ μιὰ μι­κρὴ ἠ­λε­κτρι­κὴ σκού­πα γιὰ νὰ κα­θα­ρί­ζω τὸ κλου­βὶ ὅ­πο­τε χρει­α­ζό­ταν.

       Ἀ­νή­με­ρα τὰ Χρι­στού­γεν­να κά­θι­σα μό­νος μου νὰ φά­ω. Ἔ­φα­γα κάμ­πο­σα χὸτ ντὸγκ καὶ φα­σό­λια καὶ ἤ­πια ἕ­να μπου­κά­λι ρού­μι μὲ Coca-Cola. Ἦ­ταν μο­να­χι­κὰ τὰ Χρι­στού­γεν­να αὐ­τὰ καὶ ἡ δο­λο­φο­νί­α τοῦ προ­έ­δρου Κέ­νεν­τι ἦ­ταν θαρ­ρεῖς ἕ­να ἀ­κό­μη ἀ­π’ τὰ που­λιὰ ποὺ ἔ­πρε­πε κα­θη­με­ρι­νὰ νὰ τα­ΐ­ζω.

       Τὰ λέ­ω αὐ­τὰ μό­νο καὶ μό­νο γιὰ νὰ θέ­σω, ἂς ποῦ­με, τὸ ψυ­χο­λο­γι­κὸ πλαί­σιο ποὺ θὰ χω­ρέ­σει 390 φω­το­γρα­φί­ες χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων. Δὲν ξε­κι­νά­ει κα­νεὶς νὰ κά­νει κά­τι τέ­τοι­ο ἂν δὲν δι­α­θέ­τει ἰ­σχυ­ρὸ κί­νη­τρο.

       Ἕ­να βρά­δυ, ἀρ­γὰ ἦ­ταν, γυρ­νοῦ­σα μὲ τὰ πό­δια ἀ­πὸ μιὰ ἐ­πί­σκε­ψη στὸ Νὸμπ Χίλ. Εἴ­χα­με ἀ­ρά­ξει καὶ πί­να­με τὸν ἕ­ναν κα­φὲ με­τὰ τὸν ἄλ­λον ὥ­σπου τὰ νεῦ­ρα μας γί­ναν τσα­τά­λια.

       Ἔ­φυ­γα γύ­ρω στὰ με­σά­νυ­χτα καὶ κα­τη­φό­ρι­σα σ’ ἕ­ναν ἥ­συ­χο, σκο­τει­νὸ δρό­μο ποὺ ἔ­βγα­ζε στὸ σπί­τι μου, καὶ εἶ­δα ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο πα­ρα­τη­μέ­νο δί­πλα σ’ ἕ­ναν πυ­ρο­σβε­στι­κὸ κρου­νό.

       Τὸ δέν­τρο γυ­μνό, χω­ρὶς τὰ στο­λί­δια του, ἦ­ταν πε­σμέ­νο ἐ­κεῖ, θλι­βε­ρό, σὰν νε­κρὸς στρα­τι­ώ­της ποὺ ἔ­πε­σε στὴ μά­χη. Τὴν πε­ρα­σμέ­νη ἑ­βδο­μά­δα ἦ­ταν κά­τι σὰν ἥ­ρω­ας.

       Ἔ­πει­τα εἶ­δα ἕ­να ἀ­κό­μη χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο, μ’ ἕ­να ἁ­μά­ξι παρ­κα­ρι­σμέ­νο κα­τα­πά­νω του. Κά­ποι­ος εἶ­χε ἀ­φή­σει τὸ δέν­τρο στὴ μέ­ση του δρό­μου καὶ τὸ ἁ­μά­ξι τὸ εἶ­χε κα­βα­λή­σει. Ἐ­κεῖ ποὺ ἦ­ταν τὸ δέν­τρο, ἦ­ταν πο­λὺ δύ­σκο­λο νὰ τὸ προ­σέ­ξουν τὰ παι­διὰ καὶ νὰ τ’ ἀ­γα­πή­σουν. Κά­τι λί­γα κλα­διὰ ξε­πρό­βαλ­λαν μέ­σα ἀ­π’ τὸν προ­φυ­λα­κτή­ρα.

       Ἦ­ταν ἡ ἐ­πο­χὴ τοῦ χρό­νου κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α στὸ Σὰν Φραν­σί­σκο οἱ ἄν­θρω­ποι ξε­φορ­τώ­νον­ται τὰ δέν­τρα τους βγά­ζον­τάς τα στοὺς δρό­μους ἢ το­πο­θε­τών­τας τα στὸν ἀ­κά­λυ­πτο ἢ ὁ­που­δή­πο­τε μπο­ροῦν, προ­κει­μέ­νου νὰ τὰ ξε­φορ­τω­θοῦν. Ταξι­διῶ­τες ποὺ ξε­μα­κραί­νουν ἀπ’ τὰ Χρι­στού­γεν­να.

       Τὰ θλι­βε­ρὰ αὐ­τὰ καὶ πα­ρα­τη­μέ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα δὲν ἄ­φη­ναν μὲ τί­πο­τα τὴ συ­νεί­δη­σή μου νὰ ἡ­συ­χά­σει. Εἶ­χαν δώ­σει ὅ,τι εἶ­χαν γιὰ χά­ρη τῶν δο­λο­φο­νη­μέ­νων αὐ­τῶν Χρι­στου­γέν­νων καὶ βρέ­θη­καν τώ­ρα πε­τα­μέ­να σὰν ζη­τιά­νοι στὸν δρό­μο.

       Εἶ­δα δε­κά­δες τέ­τοι­α δέν­τρα περ­πα­τών­τας πρὸς τὸ σπί­τι στὸ ἔμ­πα τοῦ νέ­ου ἔ­τους. Ὁ­ρι­σμέ­νοι πα­ρα­τᾶ­νε ἁ­πλῶς τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα ἔ­ξω ἀ­κρι­βῶς ἀ­πὸ τὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ σπι­τιοῦ τους. Ἕ­νας φί­λος μου λέ­ει τὴν ἑ­ξῆς ἱ­στο­ρί­α: ἦ­ταν 26 Δε­κεμ­βρί­ου, περ­πα­τοῦ­σε στὸν δρό­μο κι ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο πέ­ρα­σε ξυ­στὰ ἀ­π’ τὸ κε­φά­λι του, ἄ­κου­σε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ ἀ­έ­ρα στ’ αὐ­τί του καὶ μιὰ πόρ­τα ἀ­πό­το­μα νὰ κλεί­νει. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν ἔ­χει σκο­τώ­σει.

       Ἄλ­λοι πά­λι εἶ­ναι ἀ­πὸ τὴ φύ­ση τοὺς πο­λὺ ἱ­κα­νοὶ στὸ νὰ πα­ρα­τᾶ­νε τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα τους. Τὸ βρά­δυ ἐ­κεῖ­νο σχε­δὸν εἶ­δα τοὺς πάν­τες νὰ βγά­ζουν ἔ­ξω ἀ­πὸ ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο, χω­ρὶς ἀ­κρι­βῶς νὰ τοὺς δῶ. Ἦ­ταν ἀ­ό­ρα­τοι σὰν τὸν Σκάρ­λετ Πίμ­περ­νελ. Μπο­ροῦ­σα σχε­δὸν ν’ ἀ­κού­σω τὸ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο τὴν ὥ­ρα ποὺ τὸ ἔ­βγα­ζαν.

       Σὲ κά­θε γω­νί­α ἔ­βρι­σκα μὲς στὴ μέ­ση του δρό­μου κι ἀ­πὸ ἕ­να δέν­τρο, κι ἐ­κεῖ γύ­ρω δὲν ὑ­πῆρ­χε ψυ­χή. Πάν­τα θὰ βρε­θοῦν κά­ποι­οι νὰ κά­νουν κά­τι πά­ρα πο­λὺ κα­λά, ὅ,τι κι ἂν εἶ­ναι αὐ­τό.

       Μό­λις γύ­ρι­σα στὸ σπί­τι, πῆ­ρα τη­λέ­φω­νο ἕ­ναν φί­λο μου πού ’­ναι φω­το­γρά­φος καὶ ἀ­νοι­χτὸς στὰ πα­ρά­ξε­να ἐ­νερ­γεια­κὰ πε­δί­α τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να. Πρέ­πει νὰ ἦ­ταν γύ­ρω στὴ μί­α με­τὰ τὰ με­σά­νυ­χτα. Τὸν ξύ­πνη­σα κι ἡ φω­νὴ του ἦ­ταν φυ­γὰς πού ’χει ἔρ­θει ἀ­π’ τὸν ὕ­πνο.

       «Ποιός εἶ­ναι;», εἶ­πε.

       «Τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα», εἶ­πα.

       «Τί πράγ­μα;»

       «Τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα.»

       «Ρί­τσαρντ, ἐ­σὺ εἶ­σαι;», ρώ­τη­σε.

       «Ναί.»

       «Τί πράγ­μα τὰ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα;»

       «Τὰ Χρι­στού­γεν­να εἶ­ναι σκέ­τη βι­τρί­να», εἶ­πα. «Τί λὲς νὰ τρα­βή­ξου­με ἑ­κα­τον­τά­δες φω­το­γρα­φί­ες μὲ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα πα­ρα­τη­μέ­να στοὺς δρό­μους; Θὰ φα­νε­ρώ­σου­με τὴν ἀ­πό­γνω­ση καὶ τὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη τῶν Χρι­στου­γέν­νων δεί­χνον­τας πῶς οἱ ἄν­θρω­ποι πα­ρα­τᾶ­νε τὰ δέν­τρα τους.»

       «Μπο­ρῶ νὰ τὸ κά­νω ὅ­πως κά­νω τὸ κα­θε­τί», εἶ­πε. «Θὰ ξε­κι­νή­σω αὔ­ριο στὸ με­ση­με­ρια­νὸ δι­ά­λειμ­μά μου.»

       «Θέ­λω νὰ τὰ φω­το­γρα­φί­σεις σὰν νά ’­ναι νε­κροὶ στρα­τι­ῶ­τες», εἶ­πα. «Νὰ μὴν τὰ ἀγ­γί­ξεις οὔ­τε νὰ τὰ στή­σεις γιὰ νὰ σ’ ἀ­ρέ­σει ἡ πό­ζα. Φω­το­γρά­φι­σέ τα ἁ­πλῶς, ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως εἶ­ναι με­τὰ τὴν πτώ­ση τους.»

       Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα ὁ φί­λος μου φω­το­γρά­φι­σε χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα στὸ με­ση­με­ρια­νὸ δι­ά­λειμ­μά του. Δού­λευ­ε στὰ Macy’s ἐ­κεῖ­νον τὸν και­ρὸ κι ἀ­νη­φό­ρι­σε στὶς πλα­γι­ὲς τοῦ Νὸμπ Χὶλ καὶ στὴν Τσά­ι­να­τά­ουν καὶ τρά­βη­ξε ἐ­κεῖ φω­το­γρα­φί­ες μὲ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα.

       1, 2, 3, 4, 5, 9, 11, 14, 21, 28, 37, 52, 66.

       Τοῦ τη­λε­φώ­νη­σα τὸ ἴ­διο βρά­δυ.

       «Πῶς πῆ­γε;»

       «Θαυ­μά­σια», εἶ­πε.

       Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τρά­βη­ξε κι ἄλ­λες φω­το­γρα­φί­ες χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων στὸ με­ση­με­ρια­νὸ δι­ά­λειμ­μά του.

       72, 85, 117, 128, 137.

       Τοῦ ξα­να­τη­λε­φώ­νη­σα κι ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δυ.

       «Πῶς πῆ­γε;»

       «Κα­λύ­τε­ρα δὲν γί­νε­ται», εἶ­πε. «Ἔ­χω 150 πε­ρί­που φω­το­γρα­φί­ες.»

       «Συ­νέ­χι­σε ἔ­τσι», εἶ­πα. Εἶ­χα δου­λειά, μόν­τα­ρα ἕ­να αὐ­το­κί­νη­το γιὰ νὰ μπο­ρέ­σου­με τὸ Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο νὰ πᾶ­με κι ἀλ­λοῦ νὰ φω­το­γρα­φί­σου­με χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα.

       Πί­στευ­α πὼς ἕ­να κα­λὸ δεῖγ­μα τῆς προ­σφο­ρᾶς πα­ρα­τη­μέ­νων χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων στὸ Σὰν Φραν­σί­σκο θὰ μᾶς ἦ­ταν ἀ­ναγ­καῖ­ο.

       Ὁ ὁ­δη­γός μας τῆς ἑ­πό­με­νης μέ­ρας ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὴν ἀ­νω­νυ­μί­α του. Φο­βᾶ­ται ὅ­τι θὰ χά­σει τὴ δου­λειά του καὶ θὰ δε­χτεῖ πι­έ­σεις οἰ­κο­νο­μι­κὲς καὶ κοι­νω­νι­κὲς ἂν βγεῖ πα­ρα­έ­ξω ὅ­τι συ­νερ­γα­στή­κα­με τὴ μέ­ρα ἐ­κεί­νη.

       Τὸ ἑ­πό­με­νο πρω­ῒ βά­λα­με μπρο­στὰ κι ὀρ­γώ­σα­με το Σὰν Φραν­σί­σκο τρα­βών­τας παν­τοῦ φω­το­γρα­φί­ες πα­ρα­τη­μέ­νων χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων. Ἐ­κτε­λέ­σα­με τὸ σχέ­διο μὲ τὴ θέρ­μη μιᾶς τριά­δας ἐ­πα­να­στα­τῶν.

       142, 159, 168, 175, 183.

       Γυρ­νού­σα­με μὲ τ’ ἁ­μά­ξι καὶ ἐν­το­πί­ζα­με χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα νὰ στέ­κον­ται γιὰ πα­ρά­δειγ­μα στὴν αὐ­λὴ ἑ­νὸς ὑ­πέ­ρο­χου σπι­τιοῦ στὸ Πα­σί­φικ Χά­ιτς ἢ στὸ πλά­ι κά­ποι­ου ἰ­τα­λι­κοῦ μπα­κά­λι­κου στὸ Νὸρθ Μπίτς. Στα­μα­τού­σα­με ἀ­πό­το­μα καὶ πη­δού­σα­με ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ ἁ­μά­ξι καὶ ὁρ­μού­σα­με μὲ μα­νί­α στὸ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο καὶ ἀρ­χί­ζα­με νὰ τὸ φω­το­γρα­φί­ζου­με ἀ­π’ ὅ­λες τὶς γω­νί­ες λή­ψης.

       Οἱ ἁ­πλοὶ ἄν­θρω­ποι τοῦ Σὰν Φραν­σί­σκο θὰ μᾶς πέ­ρα­σαν γιὰ τε­λεί­ως πα­ρά­φρο­νες: ἐκ­κεν­τρι­κούς. Ἀ­πο­τε­λού­σα­με ἀ­τρα­ξιόν, μὲ ὅ­λη τὴ ση­μα­σί­α τῆς λέ­ξης.

       199, 215, 227, 233, 245.

       Πε­τύ­χα­με τὸν ποι­η­τὴ Λό­ρενς Φερ­λιν­γκέ­τι νά ’­χει βγά­λει βόλ­τα τὸν σκύ­λο του στὸ Πο­τρέ­ρο Χίλ. Μᾶς εἶ­δε νὰ πε­τα­γό­μα­στε μ’ ἕ­να σάλ­το ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ αὐ­το­κί­νη­το καὶ ν’ ἀρ­χί­ζου­με με­μιᾶς νὰ φω­το­γρα­φί­ζου­με ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο ποὺ ἦ­ταν πε­σμέ­νο στὸ πε­ζο­δρό­μιο.

       277, 278, 279, 280, 281.

       Περ­νών­τας ἀ­πὸ δί­πλα, εἶ­πε: «Φω­το­γρα­φί­ζε­τε χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κα δέν­τρα;»

       «Πε­ρί­που», εἴ­πα­με κά­νον­τας ὅ­λοι μας τὴν ἴ­δια πα­ρα­νο­ϊ­κὴ σκέ­ψη: Ξέ­ρει ἄ­ρα­γε τί εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ κά­νου­με; Θέ­λα­με νὰ τὸ κρα­τή­σου­με ἑ­πτα­σφρά­γι­στο μυ­στι­κό. Τὸ πι­στεύ­α­με ὅ­τι εἴ­μα­στε σὲ κα­λὸ δρό­μο καὶ μιὰ κά­ποι­α ἐ­χε­μύ­θεια ἦ­ταν ἀ­πα­ραί­τη­τη ἕ­ως ὅ­του φτά­σου­με ἐ­κεῖ ποὺ θέ­λα­με.

       Κά­πως ἔ­τσι πέ­ρα­σε ἡ μέ­ρα καὶ ἡ σού­μα μας ἀ­πὸ φω­το­γρα­φί­ες χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κων δέν­τρων ξε­πέ­ρα­σε ἀ­θό­ρυ­βα τὸ φράγ­μα τῶν 300.

       «Τί λές; Ἀρ­κε­τὲς δὲν εἶ­ναι τώ­ρα;», εἶ­πε ὁ Μπόμπ.

       «Ὄ­χι, λί­γες ἀ­κό­μη κι εἴ­μα­στε ἐν­τά­ξει.», εἶ­πα.

       317, 332, 345, 356, 370.

       «Τώ­ρα;», εἶ­πε ὁ Μπόμπ.

       Εἴ­χα­με ἀ­φή­σει πί­σω μας τὸ Σὰν Φραν­σί­σκο πολ­λὴ ὥ­ρα καὶ ἤ­μα­στε στὸ Τέ­λεγ­κραφ Χίλ, σκαρ­φα­λω­μέ­νοι σὲ μιὰ σκά­λα γιὰ νὰ ἑ­λι­χθοῦ­με ὣς τὸν ἀ­κά­λυ­πτο, ὅ­που κά­ποι­ος εἶ­χε σφη­νώ­σει ἕ­να χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο δέν­τρο σ’ ἕ­να συρ­μα­τό­πλεγ­μα. Τὸ δέν­τρο ἔ­βγα­ζε τὴν ἴ­δια ἁ­γνό­τη­τα μὲ τὸν Ἅ­γιο Σε­βα­στια­νό, μὲ τὰ βέ­λη του, μὲ τὰ ὅ­λα του.

       «Ὄ­χι, λί­γες μο­νά­χα ἀ­κό­μη», εἶ­πα.

       386, 387, 388, 389, 390.

       «Τώ­ρα πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἀρ­κε­τές», εἶ­πε ὁ Μπόμπ.

       «Ἔ­τσι νο­μί­ζω», εἶ­πα.

       Εἴ­χα­με ὅ­λοι μας με­γά­λη χα­ρά. Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη ἑ­βδο­μά­δα τοῦ 1964. Πα­ρά­ξε­νοι και­ροὶ στὴν Ἀ­με­ρι­κή.



Πη­γή: Richard Brautigan, The TokyoMon­tana Ex­press, Λον­δί­νο, Pi­cador (Pan Books), 1982 [πρώ­τη ἔκ­δο­ση: Νέ­α Ὑ­όρ­κη, Targ Editions, 1979].

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).


Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν (Richard Brautigan): Εἶδα τὸν κόσμο νὰ μοῦ γνέφει ἀντίο


Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan)


Εἶ­δα τὸν κό­σμο νὰ μοῦ γνέ­φει ἀν­τί­ο

καὶ νὰ κυ­λᾶ ἀ­βί­α­στα μα­κριά μου

(I Watched The World Glide Effortlessly Bye)


ΗΜΑΣΤΕ ὅλοι κά­πο­τε μι­κρὰ παι­διά.


Βι­βλί­ο πρῶ­το


κε­φά­λαι­ο 1ο

        Μιὰ φο­ρὰ

κε­φά­λαι­ο 2ο

        κι ἕ­ναν και­ρὸ ἤ­μουν ἀ­γο­ρά­κι

κε­φά­λαι­ο 3ο

        ἐ­ρω­τευ­μέ­νο μ’ ἕ­να κα­φὲ ἀρ­κου­δά­κι.

κε­φά­λαι­ο 4ο

        Ἔ­πει­τα

κε­φά­λαι­ο 5ο

        ἤ­μουν δε­κα­ο­χτὼ χρο­νῶν

κε­φά­λαι­ο 6ο

        καὶ κα­θό­μουν σὲ μιὰ αἴ­θου­σα στὸ δι­κα­στι­κὸ μέ­γα­ρο τῆς κο­μη­τεί­ας τοῦ Λέ­ιν.

κε­φά­λαι­ο 7ο

        Μέ­σα στὴν αἴ­θου­σα ἦ­ταν κά­τι ἄν­τρες.

κε­φά­λαι­ο 8ο

        Οἱ ἄν­τρες

κε­φά­λαι­ο 9ο

        μοῦ εἶ­παν γιὰ τὸν ἐ­πι­κεί­με­νο ἐγ­κλει­σμό μου

κε­φά­λαι­ο 10ο

        στὸ κρα­τι­κὸ ψυ­χι­α­τρεῖ­ο.

κε­φά­λαι­ο 11ο

        Ἔ­πει­τα στε­κό­μουν ἔ­ξω ἀ­π’ τὴν αἴ­θου­σα.

κε­φά­λαι­ο 12ο

        Θυ­μᾶ­μαι τὴ μη­τέ­ρα μου νὰ ἔρ­χε­ται

κε­φά­λαι­ο 13ο

        σὰν σὲ ὄ­νει­ρο

κε­φά­λαι­ο 14ο

        κον­τά μου

κε­φά­λαι­ο 15ο

        καὶ νὰ κλαί­ει.

κε­φά­λαι­ο 16ο

        Τὰ χεί­λη της σχη­μά­τι­σαν τὴ λέ­ξη Τό­μι

κε­φά­λαι­ο 17ο

        ὅ­μως κα­νέ­νας ἦ­χος δὲν βγῆ­κε ἀ­π’ αὐ­τὰ

κε­φά­λαι­ο 18ο

        πα­ρὰ μό­νο κλά­μα.

κε­φά­λαι­ο 19ο

        Ὁ πα­τέ­ρας μου εἶ­πε

κε­φά­λαι­ο 20ο

        «Ὅ­λα θὰ πᾶ­νε κα­λά».

κε­φά­λαι­ο 21ο

        «Ναί», εἶ­πα.

κε­φά­λαι­ο 22ο

        «Μὲ ξα­πο­στέλ­νουν

κε­φά­λαι­ο 23ο

        στὸ τρε­λά­δι­κο.

κε­φά­λαι­ο 24ο

        Ὅ­λα

κε­φά­λαι­ο 25ο

        θὰ πᾶ­νε μιὰ χα­ρά.

κε­φά­λαι­ο 26ο

        Θά ’­θε­λες».


Βι­βλί­ο δεύ­τε­ρο

κε­φά­λαι­ο 1ο

        …καὶ

κε­φά­λαι­ο 2ο

        κα­θό­μουν στὸ μπρο­στι­νὸ κά­θι­σμα ἑ­νὸς αὐ­το­κι­νή­του.

κε­φά­λαι­ο 3ο

        Ἕ­νας δε­σμο­φύ­λα­κας

κε­φά­λαι­ο 4ο

        κα­θό­ταν δί­πλα μου.

κε­φά­λαι­ο 5ο

        Τὸ αὐ­το­κί­νη­το

κε­φά­λαι­ο 6ο

        ξε­κί­νη­σε ἀ­πὸ τὴ γε­νέ­τει­ρά μου, τὸ Γι­ού­τζιν τοῦ Ὄ­ρεγ­κον

κε­φά­λαι­ο 7ο

        μὲ κα­τεύ­θυν­ση τὸ Σά­λεμ,

κε­φά­λαι­ο 8ο

        ὅ­που βρί­σκε­ται τὸ κρα­τι­κὸ ψυ­χι­α­τρεῖ­ο.

κε­φά­λαι­ο 9ο

        Ἔ­βρε­χε.

κε­φά­λαι­ο 10ο

        Ἡ βρο­χὴ ἔ­πε­φτε ἁ­πα­λὰ ἀ­πὸ ἕ­ναν γκρί­ζο χει­μω­νι­ά­τι­κο οὐ­ρα­νό.

κε­φά­λαι­ο 11ο

        Στὸ πί­σω κά­θι­σμα

κε­φά­λαι­ο 12ο

        κα­θό­ταν ὁ Χρι­στός.

κε­φά­λαι­ο 13ο

        Τοῦ εἶ­χαν πε­ρά­σει χει­ρο­πέ­δες.

κε­φά­λαι­ο 14ο

        Δί­πλα του

κε­φά­λαι­ο 15ο

        κα­θό­ταν ἕ­νας δε­σμο­φύ­λα­κας.

κε­φά­λαι­ο 16ο

        «Θε­έ, τὴ μη­τέ­ρα μας για­τί;»,

κε­φά­λαι­ο 17ο

        εἶ­πε ὁ Χρι­στός.

κε­φά­λαι­ο 18ο

        «Θε­έ, τὴ μη­τέ­ρα μας για­τί;»,

κε­φά­λαι­ο 19ο

        εἶ­πε ὁ Χρι­στός.

κε­φά­λαι­ο 20ο

        Ὁ Χρι­στὸς ἦ­ταν πρά­ος σὰν τὸν ἀ­μνό.

κε­φά­λαι­ο 21ο

        Κου­νή­θη­κε κι οἱ χει­ρο­πέ­δες του κου­δού­νι­σαν.

κε­φά­λαι­ο 22ο

        Ἔ­κα­νε πολ­λὴ ὥ­ρα

κε­φά­λαι­ο 23ο

        νὰ ξα­να­κου­νη­θεῖ.

κε­φά­λαι­ο 24ο

        Ἔ­κα­νε πολ­λὴ ὥ­ρα

κε­φά­λαι­ο 25ο

        νὰ ξα­να­μι­λή­σει.

κε­φά­λαι­ο 26ο

        Κοί­τα­ξα ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο.

κε­φά­λαι­ο 27ο

        «Βρέ­χει», εἶ­πε ὁ δε­σμο­φύ­λα­κας τοῦ πί­σω κα­θί­σμα­τος.

κε­φά­λαι­ο 28ο

        «Ναί», εἶ­πε ὁ δε­σμο­φύ­λα­κας τοῦ μπρο­στι­νοῦ κα­θί­σμα­τος.

κε­φά­λαι­ο 29ο

        Εἶ­χαν τὴ φω­νὴ τοῦ δε­σμο­φύ­λα­κα.

κε­φά­λαι­ο 30ο

        Ὁ ὑ­α­λο­κα­θα­ρι­στή­ρας

κε­φά­λαι­ο 31ο

        πή­γαι­νε πά­νω-κά­τω,

κε­φά­λαι­ο 32ο

        πά­νω-κά­τω,

κε­φά­λαι­ο 33ο

        πά­νω-κά­τω,

κε­φά­λαι­ο 34ο

        πά­νω-κά­τω.

κε­φά­λαι­ο 35ο

        «Θε­έ, ὄ­χι τὴ μη­τέ­ρα μας», οὔρ­λια­ξε ὁ Χρι­στός.

κε­φά­λαι­ο 36ο

        «Ὄ­χι τὴ μη­τέ­ρα μας».

κε­φά­λαι­ο 37ο

        «Βγά­λε τὸν σκα­σμό!»,

κε­φά­λαι­ο 38ο

        εἶ­πε ὁ δε­σμο­φύ­λα­κας τοῦ πί­σω κα­θί­σμα­τος.

κε­φά­λαι­ο 39ο

        Ὁ Χρι­στὸς ἔ­κα­νε πολ­λὴ ὥ­ρα

κε­φά­λαι­ο 40ο

        νὰ πεῖ τὸ πα­ρα­μι­κρό.

κε­φά­λαι­ο 41ο

        Ὁ­μοί­ως καὶ οἱ δε­σμο­φύ­λα­κες.

κε­φά­λαι­ο 42ο

        Ἐ­γὼ ἄ­κου­γα τὸν ὑ­α­λο­κα­θα­ρι­στή­ρα

κε­φά­λαι­ο 43ο

        καὶ κοι­τοῦ­σα ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο

κε­φά­λαι­ο 44ο

        καὶ σκε­φτό­μουν τὸ κο­ρί­τσι ποὺ ἀ­γα­πῶ.

κε­φά­λαι­ο 45ο

        Ἔ­βλε­πα τὸ πρό­σω­πό της, ἄ­κου­γα τὴ φω­νή της.

κε­φά­λαι­ο 46ο

        Φαν­τα­ζό­μουν

κε­φά­λαι­ο 47ο

        τί νὰ σκέ­φτε­ται

κε­φά­λαι­ο 48ο

        τώ­ρα ποὺ μὲ παίρ­νουν γιὰ νὰ μὲ κλεί­σουν

κε­φά­λαι­ο 49ο

        στὸ κρα­τι­κὸ ψυ­χι­α­τρεῖ­ο.

κε­φά­λαι­ο 50ο

        Ἔ­βα­λα τὰ δυ­να­τά μου γιὰ νὰ συγ­κρα­τή­σω τὰ δά­κρυ­ά μου.

κε­φά­λαι­ο 51ο

        Κοί­τα­ξα ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο.

κε­φά­λαι­ο 52ο

        Εἶ­δα ἕ­να ἀ­γο­ρά­κι

κε­φά­λαι­ο 53ο

        κα­θι­σμέ­νο στὴν μπρο­στι­νὴ βε­ράν­τα ἑ­νὸς πα­λιοῦ σπι­τιοῦ.

κε­φά­λαι­ο 54ο

        Τὸ ἀ­γο­ρά­κι βα­στοῦ­σε μί­αν ἄ­σπρη γά­τα στὴν ἀγ­κα­λιά του.

κε­φά­λαι­ο 55ο

        Ἔ­βα­λα τὰ δυ­να­τά μου γιὰ νὰ συγ­κρα­τή­σω τὰ δά­κρυ­ά μου.

κε­φά­λαι­ο 56ο

        Κοί­τα­ξα ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο

κε­φά­λαι­ο 57ο

        κι εἶ­δα τὸν κό­σμο νὰ μοῦ γνέ­φει ἀν­τί­ο καὶ νὰ κυ­λᾶ ἀ­βί­α­στα μα­κριά μου.



Πη­γή: Richard Brautigan, The Ed­na Web­ster Col­lection of Un­di­sco­ve­red Wri­tings, εἰ­σαγ. Keith Ab­bott, Βο­­στό­­νη / Νέ­α Ὑ­όρ­κη, A Ma­ri­ner o­ri­gi­nal (Hough­ton Mif­flin Com­pany), 1999.

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα-1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὑ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­της (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σεις καὶ ἀλ­λοῦ. Τακτικὸς συνεργάτης, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱστολογίου μας Ἱστορίες Μπον­ζάι. Πρῶ­το του βι­βλίο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).



		

	

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan): Ὁ ἐ­πι­ταγ­μέ­νος πα­ρα­μυ­θάς



Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan)


Ὁ ἐ­πι­ταγ­μέ­νος πα­ρα­μυ­θάς

(The Conscripted Storyteller)


«ΤΡΥΠΟΚΑΡΥΔΟΣ εἶ­σαι;» ρώ­τη­σα.

            «Ὄ­χι», εἶ­πε. «Εἶ­μαι κο­ρι­τσά­κι. Ποῦ χά­θη­κες τώ­ρα τε­λευ­ταῖ­α, Κύ­ρι­ε;»

            Στε­κό­μουν στὸ τμῆ­μα λο­γο­τε­χνί­ας τῆς δη­μο­τι­κῆς βι­βλι­ο­θή­κης καὶ δι­ά­βα­ζα ἕ­να βι­βλί­ο τοῦ Γου­ό­τσον Τ. Σμὶθ Μπρά­ουν­λι στὸ ὁ­ποῖ­ο δι­α­τύ­πω­νε, μὲ ἀ­πο­λύ­τως λο­γι­κὸ τρό­πο, τὴν ἰ­δέ­α ὅ­τι ὅ­λοι οἱ συγ­γρα­φεῖς καὶ ποι­η­τὲς θὰ ἔ­πρε­πε νὰ στα­μα­τή­σουν νὰ γρά­φουν κι ἀν­τὶ γι’ αὐ­τὸ νὰ ἐ­πι­δο­θοῦν στὸ χτί­σι­μο μὲ τοῦ­βλα. Ἤ­μουν πά­ρα πο­λὺ ἀ­πορ­ρο­φη­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο, τὴν ὥ­ρα ποὺ κά­ποι­ος ἄρ­χι­σε νὰ μοῦ χτυ­πᾶ ἐ­λα­φρά το πό­δι. Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ ἐ­νῶ δι­ά­βα­ζα κά­ποι­ο βι­βλί­ο στὴ βι­βλι­ο­θή­κη κά­ποι­ος μοῦ χτυ­ποῦ­σε τὸ πό­δι. Ἤ­μουν πε­ρί­ερ­γος νὰ δῶ τί συμ­βαί­νει. Κοί­τα­ξα πρὸς τὰ κά­τω καὶ εἶ­δα ἕ­να κο­ρι­τσά­κι μὲ ξαν­θὰ μαλ­λιά, πρά­σι­νο φό­ρε­μα καὶ μπλὲ μά­τια νὰ χτυ­πᾶ ἐ­λα­φρά το πό­δι μου μὲ τὸν δεί­κτη τοῦ χε­ριοῦ του.

            «Ποῦ ’­ναι ἡ μη­τέ­ρα σου, κο­ρι­τσά­κι;» ρώ­τη­σα.

            «Γιὰ ψώ­νια», ἀ­πάν­τη­σε.

            «Κι ἐ­σὺ τί κά­νεις ἐ­δῶ;» εἶ­πα. «Καὶ στα­μά­τα, σὲ πα­ρα­κα­λῶ, νὰ σκουν­τᾶς τὸ πό­δι μου.»

            «Ἡ μη­τέ­ρα μου μὲ ἄ­φη­σε ἐ­δῶ νὰ δι­α­βά­σω μέ­χρι νὰ κά­νει τὰ ψώ­νια της. Ἔ­χω ξε­κι­νή­σει νὰ δι­α­βά­ζω ἕ­να βι­βλί­ο.»

            «Για­τί δὲν πᾶς πί­σω τό­τε νὰ δι­α­βά­σεις τὸ βι­βλί­ο σου;» πρό­τει­να.

            «Εἶ­ναι σα­χλα­μά­ρα», εἶ­πε.

            «Καὶ τί ὑ­πο­τί­θε­ται ὅ­τι πρέ­πει νὰ κά­νω ἐ­γὼ γι’ αὐ­τό;»

            «Πές μου μιὰ ἱ­στο­ρί­α», εἶ­πε.

            «Τί;»

            «Ἥ­συ­χα,» εἶ­πε «ἀλ­λι­ῶς θὰ τοὺς ξε­ση­κώ­σεις ὅ­λους».

            «Δὲν θέ­λω νὰ σοῦ πῶ κα­μιὰ ἱ­στο­ρί­α,» εἶ­πα. «Θέ­λω νὰ δι­α­βά­σω τὸ βι­βλί­ο μου.»

            «Θὰ μοῦ πεῖς μιὰ ἱ­στο­ρί­α.»

            «Για­τί ἐ­γώ;»

            «Για­τί ἔ­ψα­ξα νὰ δῶ ποι­ὸς ἔ­χει τὸ με­γα­λύ­τε­ρο στό­μα ἐ­δῶ μέ­σα καὶ τὸ ἔ­χεις ἐ­σύ.»

            «Τί θὰ κά­νεις ἂν ἀρ­νη­θῶ νὰ σοῦ πῶ τὴν ἱ­στο­ρί­α σου;» ρώ­τη­σα.

            «Ἄ, τί­πο­τα», εἶ­πε γλυ­κά. «Ἁ­πλῶς θὰ ἀρ­χί­σω νὰ οὐρ­λιά­ζω ὅ­σο πιὸ δυ­να­τὰ μπο­ρῶ καὶ μό­λις ἔρ­θουν ὅ­λοι ἐ­δῶ πέ­ρα, θὰ τοὺς πῶ ὅ­τι εἶ­σαι ὁ πα­τέ­ρας μου. Μοῦ ’­χουν πεῖ ὅ­τι ὅ­ταν οὐρ­λιά­ζω ἀ­κού­γε­ται σὰ νὰ ἐ­πί­κει­ται τὸ τέ­λος τοῦ κό­σμου. Δὲν ἀ­πο­κλεί­ε­ται νὰ δαγ­κώ­σω καὶ κα­νέ­ναν: μιὰ ἀ­γα­θὴ κι ἀ­θώ­α γρι­ού­λα λό­γου χά­ρη. Σ’ ἔ­χουν ἁ­λυ­σο­δέ­σει πο­τὲ σὲ γα­λέ­ρα νὰ κά­νεις κου­πί, Κύ­ρι­ε;»

            Ἤ­ξε­ρα ὅ­τι τὴν εἶ­χα πα­τή­σει κι ἔ­τσι, ἀ­πρό­θυ­μα, ἔ­βα­λα τὸ βι­βλί­ο πί­σω στὸ ρά­φι. «Θὰ σοῦ πῶ μιὰ ἱ­στο­ρί­α ἔ­ξω στὰ σκα­λιά», εἶ­πα μὲ τὴ φω­νὴ τοῦ ἡτ­τη­μέ­νου.

            «Τὸ ’­ξε­ρα ὅ­τι θὰ τὰ βροῦ­με», εἶ­πε.

            Βγῆ­κα περ­πα­τών­τας ἀ­πὸ τὴ βι­βλι­ο­θή­κη καὶ κρα­τι­ό­μουν ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι ἑ­νὸς μι­κροῦ κο­ρι­τσιοῦ ποὺ γνώ­ρι­ζα χω­ρὶς κα­μιὰ ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι θὰ δι­έ­ψευ­δε τὴ θε­ω­ρί­α τῆς σχε­τι­κό­τη­τας τοῦ Ἀ­ϊν­στά­ιν.

            Κά­θι­σα στὰ σκα­λιὰ τῆς βι­βλι­ο­θή­κης κι ἐ­κεί­νη κά­θι­σε ἀ­νέ­με­λα στὰ πό­δια μου. Σή­κω­σα τὸ βλέμ­μα μου κι εἶ­δα τὸ πα­λιὸ δη­μαρ­χεῖ­ο σκε­πα­σμέ­νο ἀ­πὸ κλή­μα­τα καὶ πε­ρι­στέ­ρια νὰ στέ­κον­ται στὴν ὀ­ρο­φή του καὶ νὰ γουρ­γου­ρί­ζουν.

            «Τί θὰ ἔ­λε­γες νὰ ἀ­κού­σεις μιὰ ἱ­στο­ρί­α γιὰ ἕ­να πε­ρι­στέ­ρι;» ρώ­τη­σα.

            «Ἕ­να ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να τὰ πε­ρι­στέ­ρια;» εἶ­πε δεί­χνον­τας τὴν ὀ­ρο­φὴ τοῦ δη­μαρ­χεί­ου.

            «Ναί», εἶ­πα.

            «Ὄ­χι», εἶ­πε.

            «Για­τί ὄ­χι;» εἶ­πα.

            «Μοῦ μοιά­ζουν μὲ ἕ­να μά­τσο μπού­φους», εἶ­πε.

            «Τό­τε τί εἴ­δους ἱ­στο­ρί­α θὲς νὰ ἀ­κού­σεις;»

            «Νά, μιὰ ἱ­στο­ρί­α μὲ μιὰ ὡ­ραι­ό­τα­τη ἀν­θρω­πο­κτο­νί­α μὲ τὰ ὅ­λα της· καὶ νὰ ’­ναι σύν­το­μη καὶ κο­φτὴ ὅ­πως αὐ­τὲς τοῦ Χέ­μιν­γου­ε­ϊ. Σι­χαί­νο­μαι τὶς πα­ρεκ­βά­σεις.»

            «Ἔ;»

            «Λοι­πόν, βιά­σου», εἶ­πε ἀ­νυ­πό­μο­να.

            «Ξέ­ρεις τὴν ἱ­στο­ρί­α μὲ τὸν Δρά­κου­λα;»

            «Ναί», εἶ­πε. «Αὐ­τὴ ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι πα­λιὰ ὅ­σο καὶ τὰ Καρ­πά­θια.»

            «Τί θὰ ἔ­λε­γες γιὰ μιὰ ἱ­στο­ρί­α ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς φαν­τα­σί­ας;»

            «Ὄ­χι ἀ­π’ αὐ­τὲς μ’ ἐ­κεί­νους τοὺς τύ­πους ποὺ προ­σπα­θοῦν νὰ γί­νουν ἀ­στρο­ναῦ­τες», εἶ­πε μὲ πε­ρι­σπού­δα­στο ὕ­φος.

            «Μιὰ φο­ρὰ κι ἕ­ναν και­ρό,» ξε­κί­νη­σα νὰ λέ­ω, «ἦ­ταν μιὰ φυ­λὴ πεν­τα­κέ­φα­λων σκορ­πι­ῶν ποὺ ζοῦ­σαν στὸν Πο­σει­δώ­να.»

            «Πό­σο κοι­νό­το­πο», εἶ­πε. «Αὐ­τὴ ἡ ἀρ­χὴ εἶ­ναι τό­σο μὰ τό­σο πα­λι­ο­μο­δί­τι­κη… Ἄ­σε ποὺ ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα στὸν Πο­σει­δώ­να εἶ­ναι πα­γω­μέ­νη στὸ ἐ­πί­πε­δο τοῦ ἐ­δά­φους. Πῶς θὰ μπο­ροῦ­σαν πεν­τα­κέ­φα­λοι σκορ­πιοὶ νὰ ζή­σουν χω­ρὶς ἀ­τμό­σφαι­ρα, μοῦ λές;»

            Γιὰ πολ­λὴ ὥ­ρα ἀ­κο­λού­θη­σε σι­ω­πή.

            «Εἶ­σαι σί­γου­ρη ὅ­τι θὲς ὄν­τως νὰ ἀ­κού­σεις ἱ­στο­ρί­α;» ρώ­τη­σα. «Για­τί δὲν πᾶς πί­σω στὴ βι­βλι­ο­θή­κη νὰ δι­α­βά­σεις Νί­τσε ἢ Γιοὺνγκ ἢ κά­τι τέ­τοι­ο;»

            «Θέ­λω νὰ ἀ­κού­σω μιὰ ἱ­στο­ρί­α.»

            «Κα­λά… κα­λά», εἶ­πα δου­λο­πρε­πῶς.

            Τῆς εἶ­πα μιὰ ἱ­στο­ρί­α γιὰ κά­τι βα­τρά­χια μὲ ὑ­ψη­λὴ νο­η­μο­σύ­νη καὶ πὼς αὐ­τὰ εἶ­χαν ἀ­να­κα­λύ­ψει ἕ­ναν τρό­πο νὰ τα­ξι­δεύ­ουν στὴν τέ­ταρ­τη δι­ά­στα­ση κι ὅ­τι θὰ εἶ­χαν κα­τα­λά­βει τὸν κό­σμο ἂν δὲν εἶ­χαν δι­α­πρά­ξει τὸ ἑ­ξῆς σφάλ­μα: ἔ­φτα­σαν τό­σο βα­θιὰ στὴν τέ­ταρ­τη δι­ά­στα­ση ποὺ κα­τρα­κύ­λη­σαν μέ­σα στὴν πέμ­πτη δι­ά­στα­ση καὶ δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ γυ­ρί­σουν πί­σω στὴν τέ­ταρ­τη δι­ά­στα­ση κι ἔ­τσι δὲν μπο­ροῦ­σαν νὰ βλά­ψουν μὲ κα­νέ­ναν τρό­πο τὴ γῆ για­τί αὐ­τὴ βα­σί­ζε­ται αὐ­στη­ρὰ στὶς τρεῖς καὶ στὶς τέσ­σε­ρις δι­α­στά­σεις. Μό­λις τε­λεί­ω­σα τὴν ἱ­στο­ρί­α μὲ εἶ­χε πιά­σει πο­νο­κέ­φα­λος.

            Τὸ κο­ρι­τσά­κι συλ­λο­γί­στη­κε γιὰ λί­γη ὥ­ρα σι­ω­πη­λὸ μὲ τὸ πρό­σω­πό του νὰ ἔ­χει πά­ρει μιὰ πο­λὺ σο­βα­ρὴ ἔκ­φρα­ση. Ἔ­πει­τα ση­κώ­θη­κε ἀ­πό­το­μα ἀ­π’ τὰ πό­δια μου καὶ εἶ­πε ἀρ­γά,

            «Κύ­ρι­ε, για­τί δὲν πᾶς πά­λι μέ­σα νὰ δι­α­βά­σεις τὸ βι­βλί­ο σου;»

            Ἔ­τρε­ξα μὲ μι­κρὰ βι­α­στι­κὰ βή­μα­τα, σὰν πλη­γω­μέ­νος κά­βου­ρας, πί­σω στὴ βι­βλι­ο­θή­κη. Δό­ξα τῷ θε­ῶ δὲν ξα­να­εῖ­δα πο­τὲ τὸ κο­ρι­τσά­κι!



Πη­γή: Richard Brautigan, The Edna Webster Collection of Un­di­sco­ve­red Wri­tings, εἰ­σαγ. Keith Abbott, Βο­στό­νη / Νέ­α Ὑ­όρ­κη, A Ma­ri­ner o­ri­gi­nal (Houghton Mifflin Company), 1999.

Ρί­τσαρντ Μπρό­τιγ­καν (Richard Brautigan) (1935, Τα­κό­μα – 1984, Σὰν Φραν­σί­σκο). Ἀ­με­ρι­κα­νὸς πε­ζο­γρά­φος καὶ ποι­η­τής. Τὸ ἔρ­γο του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ ἕν­τε­κα νου­βέ­λες, δέ­κα ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ μί­α συλ­λο­γὴ σύν­το­μων πε­ζο­γρα­φη­μά­των. Ἡ πρω­το­πρό­σω­πη ἀ­φή­γη­ση, τὸ παι­γνι­ῶ­δες καὶ γλυ­κό­πι­κρο ὕ­φος καὶ ἡ εὐ­ρη­μα­τι­κό­τη­τά του εἶ­ναι στοι­χεῖ­α ποὺ θὰ συ­ναν­τή­σει κα­νεὶς στὸ σύ­νο­λο τοῦ ἔρ­γου του. Ἔ­δω­σε ὁ ἴ­διος τέ­λος στὴ ζω­ή του.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­της (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σεις καὶ ἀλ­λοῦ.