Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll): Γερμανικὲς οὐτοπίες Νο 2


Böll,Heinrich-GermanikesOutopiesNo2(HelmutGrieshaber)-Eikona-0


Χά­ιν­ριχ Μπαίλ (Heinrich Böll)


Γερ­μα­νι­κὲς οὐ­το­πί­ες Νο 2

για τον Γκρή­σχάμ­περ

(Deutsche Utopien II

für Grieshaber)

 

1. Ὁ Κόπ­πικ δι­ο­ρί­ζε­ται ὁ­μο­σπον­δια­κὸς καὶ ὁ Χὸρστ Μά­λερ το­πι­κὸς ὑ­πουρ­γὸς ἐ­σω­τε­ρι­κῶν τῆς Βό­ρειας Ρη­να­νί­ας-Βε­στφα­λί­ας. Ὁ Ρούν­τι Ντοῦ­τσκε δι­ο­ρί­ζε­ται μὲ τὴ σει­ρὰ του ὑ­φυ­πουρ­γὸς ὑ­πὸ τὸν Μά­λερ, πα­ρὰ τὴ δι­α­φω­νί­α τοῦ ἀρ­χη­γοῦ τῆς ἀν­τι­πο­λί­τευ­σης, Ρά­ου, γιὰ τὰ μέ­τρα τοῦ ὁ­ποί­ου ὁ Ντοῦ­τσκε εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κὰ συν­τη­ρη­τι­κός. Κόπ­πικ καὶ Μά­λερ ἱ­δρύ­ουν ἀ­πὸ κοι­νοῦ μιὰ ὁ­μά­δα ἐρ­γα­σί­ας, ἡ ὁ­ποί­α εἰ­σέρ­χε­ται στὴν ὁ­μο­σπον­δια­κὴ ρε­πουμ­πλι­κα­νι­κὴ δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α μὲ τὴν ὀ­νο­μα­σί­α «Ὁ­μά­δα δι­α­τά­σε­ων». Κά­ποι­οι —βι­α­στι­κὰ ψη­φι­σμέ­νοι— νό­μοι ἀ­πε­δεί­χθη­σαν ὑ­πὲρ τὸ δέ­ον ἐ­λα­στι­κοί. Ἕ­να εἶ­δος δι­α­τα­τι­κοῦ πυ­ρε­τοῦ κα­τα­λαμ­βά­νει τὴ νο­μο­θε­τι­κὴ ἐ­ξου­σί­α: ὁ νό­μος πε­ρὶ συν­τά­ξε­ων, ἡ «πα­ρά­γρα­φος πε­ρὶ βί­ας», τὸ βού­λευ­μα γιὰ τὸν πρω­θυ­πουρ­γὸ (κοι­νῶς: ἀ­παλ­λα­γὴ τῶν ρι­ζο­σπα­στι­κῶν), τὰ πάν­τα τεν­τώ­νον­ται, τα­νύ­ζον­ται, τρα­βι­οῦν­ται. Στὴ Βαυ­α­ρί­α ὁ­λο­έ­να δυ­να­μώ­νουν οἱ φω­νὲς ποὺ ἀ­παι­τοῦν τὸ δι­ο­ρι­σμὸ δα­σκά­λων μαρ­ξι­στι­κῶν πε­ποι­θή­σε­ων, ἐ­νῶ σὲ ἄλ­λα ὁ­μο­σπον­δια­κὰ κρα­τί­δια (βλέ­πε Ἔσ­ση), οἱ πο­λί­τες δι­εκ­δι­κοῦν ἀν­τὶ γιὰ χρι­στι­α­νο­δη­μο­κρά­τες, ἁ­πλῶς χρι­στια­νοὺς δα­σκά­λους καὶ δα­σκά­λες. Ὁ «Γερ­μα­να­ρᾶς» ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε ἀ­πὸ τὸ δι­ε­θνῆ Τύ­πο καὶ ἡ ὁ­μο­σπον­δια­κὴ δη­μο­κρα­τί­α παί­ζει τώ­ρα τὸ ρό­λο «ἀ­να­τέλ­λου­σας» χώ­ρας.


2. Τὰ ἐρ­γο­στά­σια ἀ­το­μι­κῆς ἐ­νέρ­γειας, με­τὰ τὴν ἀ­πο­μά­κρυν­ση ὅ­λων τῶν ἐ­πι­κίν­δυ­νων πυ­ρή­νων, θὰ δο­θοῦν στὸ κοι­νὸ ὡς «τε­ρα­τουρ­γή­μα­τα μιᾶς στρε­βλω­μέ­νης ἀ­να­πτυ­ξια­κῆς ἰ­δε­ο­λο­γί­ας» πρὸς ἐ­πί­σκε­ψη, οἰ­κο­δό­μη­ση σχο­λεί­ων κλπ. Οἱ πο­λί­τες πα­ρο­τρύ­νον­ται νὰ συμ­βά­λουν στὸ χρω­μα­τι­κὸ καλ­λω­πι­σμὸ τῶν τσι­μεν­τέ­νι­ων ὄγ­κων, ἐ­νῶ τὰ ὑ­πουρ­γεῖ­α οἰ­κο­νο­μι­κῶν, ἐ­πι­στη­μῶν καὶ πο­λι­τι­σμοῦ τσα­κώ­νον­ται με­τα­ξύ τους γιὰ τὴ χρη­μα­το­δό­τη­ση τοῦ ἔρ­γου. Κα­τα­λή­γουν σὲ συμ­βι­βα­σμὸ 40-40-20 ὑ­πὲρ τοῦ ὑ­πουρ­γεί­ου πο­λι­τι­σμοῦ. Τὰ τε­ρα­τουρ­γή­μα­τα θὰ συ­νι­στοῦν ἀ­γα­πη­μέ­νο προ­ο­ρι­σμὸ ἐκ­δρο­μῶν, ἀ­φοῦ ἐμ­πλου­τι­στοῦν μὲ καν­τί­νες καὶ χώ­ρους γιὰ πὶκ-νίκ.


3. Ἀ­φό­του ἡ ἐ­ξέ­τα­ση συ­νεί­δη­σης γιὰ τοὺς ἀ­νυ­πό­τα­κτους θε­σπί­στη­κε, κα­ταρ­γή­θη­κε, ξα­να­θε­σπί­στη­κε καὶ ξα­να­κα­ταρ­γή­θη­κε, θε­σπί­ζε­ται τώ­ρα ἐκ νέ­ου, κα­θὼς ἀ­πε­δεί­χθη ὅ­τι οἱ τά­ξεις τοῦ στρα­τοῦ δὲν ἐ­πω­φε­λή­θη­καν ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­μέ­νου­σα ἀ­νερ­γί­α. Ὁ πά­λαι πο­τὲ στρα­το­λο­γι­κὸς εἰ­δή­μων, Βόρ­νερ, κα­ταγ­γέλ­λει τοὺς «ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στους νέ­ους», γιὰ νὰ ἀ­να­κα­λέ­σει ἐν συ­νέ­χεια, δι­και­ο­λο­γού­με­νος ὅ­τι ἐν­νο­οῦ­σε τοὺς «ἀ­πρό­θυ­μους νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στοῦν νέ­ους». Στὴν Ὀλ­λαν­δί­α ἡ ἐ­ξέ­τα­ση συ­νεί­δη­σης θε­σπί­στη­κε γιὰ τοὺς πρό­θυ­μους νὰ κα­τα­τα­γοῦν καὶ νὰ ὑ­πη­ρε­τή­σουν, εἰ­δι­κὰ με­τὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση ποὺ πρώ­ην ἀ­νυ­πό­τα­κτος δι­ο­ρί­στη­κε ὑ­πουρ­γὸς ἀ­μύ­νης.


4. Ὁ πά­λαι πο­τὲ ἀρ­χη­γὸς τῆς ἀν­τι­πο­λί­τευ­σης, Χέλ­μουτ Κόλ, συγ­γρά­φει μυ­θι­στό­ρη­μα πε­ρὶ πο­λι­τι­κῆς καὶ πο­λι­τι­κῶν. Ζη­τή­μα­τα ἀ­πο­στα­σι­ο­ποί­η­σης ἀ­πει­λοῦν νὰ τὸν ἐ­ξον­τώ­σουν καὶ οἱ νο­μεν­κλα­τοῦ­ρες τὸν προ­βλη­μα­τί­ζουν. Ἀ­φή­νε­ται λοι­πὸν στὰ ἔμ­πει­ρα χέ­ρια ἑ­νὸς συγ­γρα­φέ­α, ὁ ὁ­ποῖ­ος τὸν συμ­βου­λεύ­ει ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­δό­κι­μο νὰ γρά­φει ὅ­που λά­θος πά­θος, ὅ­που μέ­γα αἴ­γα, ὅ­που νό­μος δρό­μος, ὅ­που φθί­νει πί­νει, ὅ­που ὄ­φε­λος ὀ­φει­λὴ ἢ —πρὸς θε­οῦ! — ὅ­που κρά­τος πα­ρα­κρά­τος. Ἡ σύν­δε­ση ὅ­ρων μέ­σῳ τῆς ὁ­μοι­ό­τη­τας τῆς ὀ­νο­μα­σί­ας τους εἶ­ναι ἀ­να­ξι­ό­λο­γη. Ἀν­τι­θέ­τως, ὁ χα­ρα­κτη­ρι­σμὸς εἶ­ναι ἀ­πο­φα­σι­στι­κῆς ση­μα­σί­ας. Ἡ δὲ ἀλ­λα­γὴ φύ­λου συ­νι­στᾶ­ται. Ἔ­τσι, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, μπο­ρεῖ νὰ χρη­σι­μομ­ποι­η­θεῖ γιὰ τὸν Βάλ­τερ Σὲλ τοῦ Ἐ­λεύ­θε­ρου Δη­μο­κρα­τι­κοῦ Κόμ­μα­τος ἕ­νας γυ­ναι­κεῖ­ος χα­ρα­κτή­ρας μὲ τὸ ὄ­νο­μα Κυ­ρί­α Ντά­λο­γου­ε­η, ἐ­νῶ γιὰ τὸν Βίλ­λυ Μπρὰντ τοῦ Σο­σι­αλ­δη­μο­κρα­τι­κοῦ Κόμ­μα­τος ἐ­πί­σης γυ­ναι­κεῖ­ος χα­ρα­κτή­ρας, ὀ­νό­μα­τι Μαν­τὰμ Μπω­βα­ρύ. Θὰ δι­α­βά­ζουν Πρου­στ, θὰ πραγ­μα­το­ποι­οῦν πε­ρι­πά­τους σὲ νε­κρο­τα­φεῖ­α, θὰ φτιά­χνουν καὶ θὰ κα­τα­στρέ­φουν ὀ­νό­μα­τα. Ἀν­τι­θέ­τως, γιὰ λό­γους ἀ­πο­στα­σι­ο­ποί­η­σης, συ­νι­στᾶ­ται νὰ χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ τὸ ὄ­νο­μα Σμὶτ γιὰ τὸν Χέλ­μουτ Σμὶτ (ὁ Κὸλ εἶ­χε ἐ­πι­λέ­ξει τὴν πα­ρα­φθο­ρὰ Σμίτς!). Καὶ οἱ θρη­σκευ­τι­κὲς πε­ποι­θή­σεις κα­θε­νὸς ὀ­φεί­λουν νὰ ἀλ­λά­ξουν: ὁ Σμὶτ καὶ ὁ Κάρ­στενς πρέ­πει νὰ γί­νουν Κα­θο­λι­κοί, ὁ Στρά­ους —γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο συμ­φω­νή­θη­κε τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Κρούσ­μπουλ— Προ­τε­στάν­της, ὁ Βέ­νερ —προ­τει­νό­με­νο ψευ­δώ­νυ­μο Τρό­σπελ— Ρε­φορ­μι­στής. Τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα θὰ ἔ­χει Happy End, ὅ­λα τα ἐμ­πλε­κό­με­να πρό­σω­πα —ἀ­κό­μη καὶ ὡς πο­λι­τι­κοὶ ἀν­τι­πα­λοι— θὰ φι­λι­ώ­νουν καὶ θὰ τρα­γου­δοῦν ὅ­λοι μα­ζὶ μὲ μιὰ φω­νὴ σὲ μιὰ τα­βέρ­να: «Καὶ ὅ­λοι ἄ­πι­στοι νὰ γί­νουν, μέ­νω ἐ­γὼ μό­νο πι­στός.»


5. Ὁ Ντρέ­κερ, ἀ­κό­μη (ἢ πά­λι) ἀρ­χη­γὸς τῆς ἀν­τι­πο­λί­τευ­σης στὴν Ἔσ­ση, προ­τεί­νει νὰ με­το­νο­μα­στεῖ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Φραν­κφούρ­της σὲ Πα­νε­πι­στή­μιο Ρό­ζα Λού­ξεν­μπουργκ. Κα­τη­γο­ρεῖ τοὺς Σο­σι­αλ­δη­μο­κρά­τες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­πέρ­ρι­ψαν τὴν πρό­τα­σή του, γιὰ προ­δο­σί­α κα­τὰ τοῦ Μαρ­ξι­σμοῦ. Σκαν­δα­λώ­δεις οἱ δι­ε­νέ­ξεις ποὺ ἀ­κο­λού­θη­σαν στὸ κοι­νο­βού­λιο τοῦ Βήσ­μπάν­τεν.


6. Ὁ Κλά­ους Στά­εκ ἔ­χει εἰ­δι­κευ­τεῖ ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου καὶ κα­θ’ ὁ­λο­κλη­ρί­αν σὲ ἕ­να ἀν­τι­κεί­με­νο, στὴν ἐ­ξέ­τα­ση τοῦ ὁ­ποί­ου κα­τόρ­θω­σε νὰ τὸν μυ­ή­σει ὁ Γκρή­σχάμ­περ: κα­τα­γί­νε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κὰ μὲ τὶς Μαν­τό­νες καὶ φέ­ρει σχε­δὸν τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ Μαν­το­νο­λό­γου —κά­ποι­οι μά­λι­στα τὸν θε­ω­ροῦν Ἀρ­χι­μαν­το­νο­λό­γο! —. Εἰ­σχω­ρεῖ στὶς τά­ξεις τῶν Φραγ­κι­σκα­νῶν μο­να­χῶν, τὸ ρά­σο τοῦ κά­νει καὶ μά­λι­στα τοῦ πη­γαί­νει τρέ­λα. Σὲ ἁ­πλο­ϊ­κὸ κε­λί, μὲ ἁ­πλο­ϊ­κὸ φαΐ, ἀ­φο­σι­ώ­νε­ται ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ στὴ με­γί­στη Μά­να ποὺ ὣς τό­τε ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ τὴν πα­ρα­γνώ­ρι­ζε, προ­σπα­θών­τας τώ­ρα νὰ κα­τα­τά­ξει τὶς ἀ­πει­κο­νί­σεις της σὲ ἕ­να κοι­νω­νι­κὸ-ἱ­στο­ρι­κὸ-αἰ­σθη­τι­κὸ σύ­στη­μα. Ὁ Γκρή­σχάμ­περ, στὸν ὁ­ποῖ­ο τὸ ρά­σο κα­θό­λου δὲν ταί­ρια­ζε (πα­ραέ­μοια­ζε ἀ­λη­θι­νὸς μέ­σα σὲ αὐ­τό), τὸν ἔ­πει­σε νὰ πραγ­μα­το­ποι­ή­σουν ἕ­να τα­ξί­δι ὡς προ­σκυ­νη­τὲς τῆς Μαν­τό­νας τῆς Κλου­ξαμ­πού­κα, στὴν ὁ­ποί­α ὁ ἴ­διος ὑ­πέ­θε­τε τὴν ἀ­πει­κό­νι­ση τῆς Μαν­τό­νας τοῦ προ­λε­τα­ριά­του. Στὴν Κλου­ξαμ­πού­κα συμ­βαί­νει κά­τι, τὸ ὁ­ποῖ­ο φέρ­νει τὸν Στά­εκ σὲ δύ­σκο­λη θέ­ση, προ­κα­λεῖ ὅ­μως τὸ θρι­αμ­βευ­τι­κὸ γέ­λιο τοῦ Γκρή­σχάμ­περ: ἕ­να θαῦ­μα στὸν Στά­εκ! Συ­νέ­βη αὐ­τὸ ποὺ δὲν κα­τόρ­θω­σαν νὰ ἐ­πι­τύ­χουν τὸ ρά­σο καὶ οἱ τό­σες Μαν­τό­νες: Ὁ Στά­εκ ἔ­γι­νε Κα­θο­λι­κός. Ἀν­τι­θέ­τως, ὁ Γκρή­σχάμ­περ, πα­ρὰ τὸ θαῦ­μα, πα­ρα­μέ­νει πει­σμα­τι­κὰ Προ­τε­στάν­της. Ἀ­πὸ κοι­νοῦ στέλ­νουν τη­λε­γρά­φη­μα στὸν Μπό­ις καὶ τὴν ἐ­φη­με­ρί­δα «Ἑρ­μῆς τῆς Βαυ­α­ρί­ας»: «Σ. ΠΡΟ­ΣΗ­ΛΥ­ΤΙ­ΣΤΗ­ΚΕ. ΜΑΡΤΥΡΑΣ: ΓΚ.» Στὴ ρε­πουμ­πλι­κα­νι­κὴ σκη­νὴ ὁ­λό­κλη­ρής τῆς Ὁ­μο­σπον­δια­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας ξε­σπά­ει σύγ­χυ­ση ἄ­νευ προ­η­γου­μέ­νου.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Du fährst zu oft nach Heidelberg und andere Erzählungen, dtv, München, 2004.

Χά­ιν­ριχ Μπαίλ (Heinrich Böll· Κο­λω­νί­α, 21 Δε­κεμ­βρί­ου 1917 – Κρό­ι­τσα­ου-Λάγ­κεν­μπροχ, 16 Ἰ­ου­λί­ου 1985). Ἀ­πὸ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­στῶν κα­θο­λι­κῶν, με­γά­λω­σε μὲ φι­λε­λεύ­θε­ρες ἰ­δέ­ες κι ἔ­μα­θε νὰ μι­σεῖ τὸ να­ζι­σμό. Τὸ 1938 ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ δι­α­κό­ψει τὶς σπου­δές του στὸ πα­νε­πι­στή­μιο γιὰ νὰ κα­τα­τα­γεῖ στὸν στρα­τό. Κα­τὰ τὸν Β΄ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο ὑ­πη­ρέ­τη­σε σὲ δι­ά­φο­ρα μέ­τω­πα, ἀ­πὸ τὴ Γαλ­λί­α ὣς τὴ Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση, ὥ­σπου τὸν συ­νέ­λα­βαν αἰχ­μά­λω­το οἱ Ἀ­με­ρι­κα­νοί. Λό­γῳ κρυ­ο­πα­γη­μά­των ἔ­χα­σε τὰ δά­χτυ­λα τῶν πο­δι­ῶν του μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ τα­λα­νί­ζε­ται σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ὴ στὰ νο­σο­κο­μεῖ­α. Τὸ 1945 ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν Κο­λω­νί­α καὶ σύν­το­μα κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ὡς ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς με­γα­λύ­τε­ρους συγ­γρα­φεῖς τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς γε­νιᾶς καὶ ἀ­να­γνω­ρί­στη­κε ὡς μιὰ ἀ­πὸ τὶς φω­νὲς συ­νεί­δη­σης καὶ τοὺς ὀ­ξυ­δερ­κέ­στε­ρους πα­ρα­τη­ρη­τὲς τῆς γερ­μα­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας. Οἱ πρῶ­τες του νου­βέ­λες, Τὸ τρέ­νο ἦρ­θε στὴν ὥ­ρα του καὶ Ἀ­δάμ, ποῦ ἤ­σουν; μι­λοῦν γιὰ τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἔ­χουν ἐμ­πλα­κεῖ στὸν πό­λε­μο. Τὰ με­τα­γε­νέ­στε­ρα ἔρ­γα του, ὅ­πως τὸ Γνω­ρι­μί­α μὲ τὴ νύ­χτα καὶ Τὸ ἀ­φύ­λα­χτο σπί­τι, μι­λοῦν γιὰ τὸ ἠ­θι­κὸ κε­νὸ πί­σω ἀ­πὸ τὸ “οἰ­κο­νο­μι­κὸ θαῦ­μα” τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς Γερ­μα­νί­ας, ἐ­νῶ Τὸ ψω­μὶ τῶν πρώ­των χρό­νων ἀ­πει­κο­νί­ζει τὴ φτώ­χεια, τὸ ζό­φο καὶ τὴν πεί­να τῶν πρώ­των με­τα­πο­λε­μι­κῶν χρό­νων. Ἄλ­λα ση­μαν­τι­κὰ ἔρ­γα του εἶ­ναι: Οἱ ἀ­πό­ψεις ἑ­νὸς κλό­ουν, Ὁ­μα­δι­κὸ πορ­τραῖ­το μὲ μί­α κυ­ρί­α, Ἡ χα­μέ­νη τι­μὴ τῆς Κα­τε­ρί­νας Μπλούμ, Γυ­ναῖ­κες σὲ το­πί­ο μὲ πο­τά­μι. Πο­λέ­μιος τοῦ ΝΑΤΟ ἀλ­λὰ καὶ τοῦ σο­βι­ε­τι­κοῦ κα­θε­στῶ­τος, σο­σι­αλ­δη­μο­κρά­της καὶ εἰ­ρη­νι­στής, ἐ­πέ­συ­ρε δρι­μύ­τα­τες ἐ­πι­κρί­σεις ἀ­πὸ τοὺς συν­τη­ρη­τι­κοὺς κύ­κλους, οἱ ὁ­ποῖ­ες δὲν κάμ­φθη­καν οὔ­τε ὅ­ταν τι­μή­θη­κε μὲ τὸ βρα­βεῖ­ο Νόμ­πελ Λο­γο­τε­χνί­ας, τὸ 1972. (Πη­γή: http://www.perizitito.gr )

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά: 

Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): Με­τα­φρά­στρια καὶ κρι­τι­κὸς θε­ά­τρου, ἐκ­πρό­σω­πος τοῦ Δι­ε­θνοῦς Κι­νή­μα­τος Ποι­η­τρι­ῶν γιὰ τὴν κα­τα­πο­λέ­μη­ση τῆς βί­ας κα­τὰ τῶν γυ­ναι­κῶν. Σπού­δα­σε με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ κρά­τους στὴ Χα­ϊλ­δελ­βέρ­γη τῆς Γερ­μα­νί­ας. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἱ­σπα­νι­κά.

Εἰ­κό­να: Ὁ δρό­μος πρὸς τὸν Γολ­γο­θᾶ (1967). Ἔρ­γο τοῦ γερ­μα­νοῦ χα­ρά­κτη Χέλ­μουτ Γρή­σχάμ­περ (1909-1981), ἀν­τι­φα­σί­στα, εἰ­ρη­νι­στῆ καὶ πο­λι­τι­κοῦ ἀ­κτι­βι­στῆ.


			

Χά­ιν­ριχ Μπαίλ (Heinrich Böll): Γερ­μα­νι­κὲς οὐ­το­πί­ες Νο 1


 Gollwitzer, Prof. Dr. Helmut Einer der bekanntesten evangelischen Theologen Deutschlands, Helmut Gollwitzer, ist am Sonntag, 17.10.93, im Alter von 84 Jahren in Berlin an den Folgen eines Schlaganfalles gestorben. Der am 29.12.1908 als Sohn eines Pfarrers im bayerischen Pappenheim geborene Gollwitzer trat 1936 der Bekennenden Kirche bei, wandte sich während der Nazi-Diktatur öffentlich gegen die Ver folgung der Juden und galt nach 1945 als streitbarer Kämpfer im Dienste der Friedensbewegung.Foto: Auf einer Friedensdemonstration während des Kirchentages 1983 in Hannover.

Χά­ιν­ριχ Μπαίλ (Heinrich Böll)


Γερ­μα­νι­κὲς οὐ­το­πί­ες Νο 1

γιὰ τὸν Χέλ­μουτ Γκόλ­βί­τσερ, τὸν ἀ­κα­τα­πό­νη­το

(Deutsche Utopien I

für Helmut

Gollwitzer, den Unermüdlichen)


 

1. Ο ΓΚΟΥΝΤΕΡ ΓΚΡΑΣ, προ­σκε­κλη­μέ­νος τῆς οἰ­κο­γέ­νειας Στρά­ους γιὰ κα­φέ, πα­ρα­δί­δει τὴ σκυ­τά­λη τοῦ φι­λο­ξε­νού­με­νου στὸν Ρούν­τι Ντοῦ­τσκε. Ἡ κυ­ρί­α, ὁ κύ­ριος, καὶ τὰ τέ­κνα τῆς οἰ­κί­ας Στρά­ους φω­νά­ζουν στὸν ἀ­περ­χό­με­νο Γκρὰς καὶ τὸν προ­σερ­χό­με­νο Ντοῦ­τσκε: «Νί­κη­σε ὁ Σο­σι­α­λι­σμός!» «Ὄ­χι ὁ Σο­σι­α­λι­σμός», τοὺς δι­ορ­θώ­νει ὁ Ντοῦ­τσκε, «ἀλ­λὰ ἕ­νας Σο­σι­α­λι­σμός». Ἀ­κο­λου­θοῦν ἀγ­κα­λι­ά­σμα­τα, δά­κρυ­α, ἄ­φθο­νος κα­φὲς κι ἀ­σύγ­κρι­τη θαλ­πω­ρὴ τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ Ντοῦ­τσκε ἁρ­πά­ζει μὲ τὸ χέ­ρι ἀ­πο­φα­σι­στι­κὰ τὸ φρέ­σκο γλύ­κι­σμα ποὺ ἀρ­νι­ό­ταν νὰ ὑ­πα­κού­σει στὸ κου­τα­λά­κι τοῦ γλυ­κοῦ. Οἱ υἱ­οὶ Στρά­ους ρω­τοῦν νὰ μά­θουν γιὰ τὸν Χο­ζέ­α Τσέ. Στὸ δι­πλα­νὸ δω­μά­τιο πε­ρι­μέ­νουν ντρο­πα­λὰ —μὲ δέ­ος σχε­δόν— ὁ Τάν­τλερ, ὁ Κὴσλ καὶ ὁ Σπράγ­κερ. Μό­λις συ­νέ­τα­ξαν ἕ­να φυλ­λά­διο ποὺ ξε­σκε­πά­ζει τὸν Λά­τμανν: πα­ρα­βά­της τοῦ νό­μου! Πε­ρι­μέ­νουν κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση τὸν ἔ­παι­νο, ἕ­να κά­ποι­ο εἶ­δος τέ­λος πάν­των ἀ­να­γνώ­ρι­σης, καὶ ἂς εἶ­ναι μό­νο ἕ­να φι­λι­κὸ χτύ­πη­μα στὴν πλά­τη. Θὰ ἤ­θε­λαν τό­σο πο­λὺ νὰ γί­νουν μέ­ρος αὐ­τῆς τῆς τό­σο ἐγ­κάρ­διας ὁ­μή­γυ­ρης. Ὁ Ντοῦ­τσκε, συγ­κι­νη­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ σε­βα­σμὸ πρὸς τὸ πρό­σω­πό του, τοὺς ἐ­πι­τρέ­πει τὴν εἴ­σο­δο. Ὁ Τάν­τλερ ξε­σπά­ει σὲ κλά­μα­τα, ἐ­νῶ οἱ Κὴσλ καὶ Σπράγ­κερ ἀρ­κοῦν­ται σὲ μά­τια ὑ­γρά.

 


2. Στὸ πλαί­σιο τοῦ νέ­ου ἀν­τι­τρο­μο­κρα­τι­κοῦ νό­μου, θὰ δη­μι­ουρ­γη­θεῖ μιὰ νέ­α ὑ­πη­ρε­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α θὰ λά­βει τὴν ὀ­νο­μα­σί­α «Ἔμ­βιο θερ­μό­με­τρο ‘ὑ­πο­δεί­ξε­ω­ν’». Στό­χος τῆς νέ­ας αὐ­τῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας θὰ εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­φυ­γὴ νὰ κα­τα­λή­γουν καυ­τὲς ὑ­πο­δεί­ξεις στὶς ψυ­χρὲς λί­στες τῶν ἀ­ζή­τη­των. Ἔ­τσι, ἀ­νὰ ὑ­πό­δει­ξη ἢ ἀ­νώ­νυ­μο τη­λε­φώ­νη­μα θὰ συν­δέ­ον­ται στὴ γραμ­μὴ συγ­χρο­νι­κὰ δέ­κα ψυ­χο­λό­γοι καὶ ἀ­κου­στο­λό­γοι, τῶν ὁ­ποί­ων μέ­λη­μα θὰ εἶ­ναι νὰ ἀ­πο­φαν­θοῦν ἂν ἡ ἐν λό­γῳ ὑ­πό­δει­ξη μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ καυ­τὴ ἢ ὄ­χι. Τὸ ἐν­δε­χό­με­νο νὰ κα­τα­λή­ξουν ψυ­χρὲς ὑ­πο­δεί­ξεις σὲ καυ­τὲς λί­στες πα­ρα­βλέ­πε­ται ὡς «ἄ­σχε­το».


 

3. Ἀ­κό­μη καὶ στὸν γλωσ­σι­κῶς δει­νό­τε­ρο τῶν ἐκ­φω­νη­τῶν, σχο­λια­στῶν καὶ συν­το­νι­στῶν παίρ­νει κάμ­πο­ση ὥ­ρα ὥ­σπου νὰ συ­νη­θί­σει τὴ λέ­ξη Ἑ­τε­ρο­πτε­ρο­κρα­τί­α. Ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ὑ­φί­στα­ται ὁ σχε­τι­κὸς νό­μος πε­ρὶ κα­τάρ­γη­σης τῆς ἰ­δι­ω­τι­κῆς σφαί­ρας, ὁ­πό­τε κα­θέ­νας μπο­ρεῖ —μά­λι­στα ὀ­φεί­λει— νὰ σπι­ου­νεύ­ει τὸν ἄλ­λο, ὀ­ξεί­α πλή­ξη προ­σέ­βα­λε τοὺς πο­λί­τες ἀ­νὰ τὴν ἐ­πι­κρά­τεια. Ἀ­κό­μη καὶ ἡ πα­ρα­κο­λού­θη­ση τῆς ἰ­δι­ω­τι­κό­τε­ρης ἰ­δι­ω­τι­κῆς ζω­ῆς τοῦ ἄλ­λου προ­κα­λεῖ χα­σμου­ρη­τό. Γι’ αὐ­τὸ καὶ οἱ πο­λί­τες πέ­ρα­σαν στὸ στά­διο τῆς πα­ρα­κο­λού­θη­σης τοῦ ἑ­αυ­τοῦ τους: εἰ­σή­χθη ἔ­τσι τὸ Ἔ­σω-Ἐ­τε­ρό­πτε­ρο, τὸ ὁ­ποῖ­ο στὸ στό­μα τοῦ κο­σμά­κη ἐκ­φυ­λί­ζε­ται σὲ Ψυ­χο-Ἑ­λι­κό­πτε­ρο. Ἡ σπι­ου­νευ­τι­κὴ κα­τὰ τοῦ ἐ­αυ­τοῦ ἔ­χει ἀ­να­χθεῖ σὲ μό­δα. Ἀ­πὸ τό­τε ὅ­μως ποὺ κα­νεὶς δὲν ἔ­χει πιὰ μυ­στι­κὰ —οὔ­τε κὰν ἀ­πὸ τὸν ἴ­διο του τὸν ἐ­αυ­τό—, ἔ­χει ἐ­ξα­πλω­θεῖ τέ­τοι­α ψυ­χι­κὴ ἀ­δρά­νεια, ποὺ ὁ­δη­γεῖ σὲ κα­τα­κό­ρυ­φη πτώ­ση τῆς ἀ­πο­δο­τι­κό­τη­τας. Τὸ σλόγ­καν «Ὅ,τι εἶ­ναι ἡ χλω­ρί­δα τοῦ ἐν­τέ­ρου γιὰ τὴν πέ­ψη, εἶ­ναι καὶ τὰ μυ­στι­κὰ γιὰ τὴν ψυ­χὴ» τεί­νει νὰ δη­μι­ουρ­γή­σει μιὰ και­νούρ­για ἀ­γο­ρά: τὴν ἐμ­πο­ρί­α μυ­στι­κῶν. Ὁ τζί­ρος τῶν μυ­στι­κῶν ἀ­να­κι­νεῖ πρό­σκαι­ρα τὴν οἰ­κο­νο­μί­α, δη­μι­ουρ­γεῖ ὡ­στό­σο σο­βα­ρό­τα­τη κρί­ση στὶς μυ­στι­κὲς ὑ­πη­ρε­σί­ες. Ὄ­χι μό­νο δὲν ἔ­χει κα­νέ­νας ἀ­πο­λύ­τως, ἀλ­λὰ δὲν ὑ­φί­σταν­ται κὰν μυ­στι­κά. Ὅ­πως καὶ νά ’­χει, ὁ καρ­δι­νά­λιος Χόφ­νερ ἐμ­πι­στεύ­ε­ται δη­μο­σί­ως στὴ Δω­ρο­θέ­α Ζό­λε ἕ­να μυ­στι­κό: ἦ­ταν πάν­το­τε ὑ­πὲρ τοῦ Σο­σι­α­λι­σμοῦ. Ἡ Δω­ρο­θέ­α Ζό­λε, ἐ­δῶ καὶ και­ρὸ ἐ­λεύ­θε­ρη συ­νερ­γά­τις τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας «Ὁ Ἑρ­μῆς τοῦ Ρή­νου» —τὴν πρό­τα­ση τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας «Πα­νό­ρα­μα τῆς Κο­λω­νί­ας» φέ­ρε­ται νὰ τὴν ἀ­πέρ­ρι­ψε μὲ τὶς λέ­ξεις «Ὄ­χι, μὰ αὐ­τὸ εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς καὶ ὁ­λωσ­δι­ό­λου ἀ­δύ­να­το!» — καὶ κα­τό­πιν προ­σω­πι­κῆς πα­ρά­κλη­σης τοῦ καρ­δι­νά­λιου, προ­χω­ρεῖ στὴ γνω­στο­ποί­η­ση τοῦ μυ­στι­κοῦ στὴν ἐν λό­γῳ ἐ­φη­με­ρί­δα. Ἀ­κό­μα ὑ­πάρ­χουν Κα­θο­λι­κοί, ἔ­ξαλ­λοι μὲ τὸ γε­γο­νός.

 


4. Καὶ ὅ­μως, τὰ θε­ό­ρα­τα κω­δω­νο­στά­σια τοῦ κα­θε­δρι­κοῦ της Κο­λω­νί­ας θὰ με­τα­φερ­θοῦν. Ὁ Μπό­ις —ὑ­πεύ­θυ­νος τοῦ ἔρ­γου ὡς ἐν­τε­ταλ­μέ­νος γιὰ τὴν παι­δεί­α στὸ κρα­τί­διο τῆς Βό­ρειας Ρη­να­νί­ας-Βε­στφα­λί­ας— κα­λεῖ τὴν ντό­πια κοι­νω­νί­α τῆς Κο­λω­νί­ας νὰ συμ­με­τά­σχει ἐ­νερ­γά. Ἀν­τλών­τας ἔμ­πνευ­ση ἀ­πὸ τὸν «Πύρ­γο τῆς Βα­βὲλ» τοῦ Μπρό­ιγ­κελ δι­α­τά­ζει τὴν κα­τα­σκευ­ὴ στα­θε­ρῶν σπει­ρο­ει­δῶν κα­τα­σκευ­ῶν, μέ­σῳ τῶν ὁ­ποί­ων θὰ μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ φτά­νει μὲ ἀ­σφά­λεια στὴν κο­ρυ­φὴ τῶν κω­δω­νο­στα­σί­ων καὶ νὰ κα­τέρ­χε­ται ἐκ νέ­ου μὲ δύ­ο λί­θους ἀ­νὰ χεί­ρας. Ὁ ἕ­νας ἐκ τῶν λί­θων θὰ τυγ­χά­νει χρή­σης ἐν­θυ­μί­ου, ἐ­νῶ ὁ ἄλ­λος θὰ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται στὴν ἀ­νοι­κο­δό­μη­ση τοῦ «Ἐ­λεύ­θε­ρου Κα­θο­λι­κοῦ Ἰν­στι­τού­του γιὰ τὴν Ὑ­πο­στή­ρι­ξη τῆς Θε­ο­λο­γί­ας καὶ τὴν Κα­τάρ­γη­ση τῶν Δογ­μά­των». Μά­λι­στα δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἤ­δη «Σύν­δε­σμος γιὰ τὴν Ἀ­να­δό­μη­ση τοῦ Κα­θε­δρι­κοῦ». Μύ­ρι­σε ἤ­δη και­νούρ­για κλί­κα!


 

5. Ἡ σο­βι­ε­τι­κὴ κυ­βέρ­νη­ση, ἐ­στι­ά­ζον­τας μέ­χρι πρό­τι­νος ἀ­πο­κλει­στι­κὰ στὸ χρῆ­μα καὶ τὰ σύ­νο­ρα, ζη­τᾶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ συμ­βο­λὴ τῆς ὁ­μο­σπον­δια­κῆς κυ­βέρ­νη­σης. Στὴ Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση δη­μι­ουρ­γή­θη­καν δύ­ο κόμ­μα­τα, στὰ ὁ­ποῖ­α —ὅ­πως πάν­τα, χά­ριν συν­το­μί­ας κι εὐ­κο­λί­ας— δό­θη­καν οἱ ὀ­νο­μα­σί­ες «οἱ Συ­νε­τοὶ» καὶ «οἱ Ἀ­σύ­νε­τοι». Ἐκ­πρό­σω­πος τῶν «Συ­νε­τῶν» εἶ­ναι ἀ­νώ­τα­το κομ­μα­τι­κὸ στέ­λε­χος. Ἐκ­πρό­σω­πος τῶν «Ἀ­σύ­νε­των», ἕ­νας Πα­τριά­ρχης τῆς ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας. Βε­βαί­ως, δὲν εἶ­ναι οὔ­τε τὸ κομ­μα­τι­κὸ στέ­λε­χος συ­νε­τό, οὔ­τε ὁ Πα­τριά­ρχης ἀ­σύ­νε­τος, οὔ­τε μπο­ρεῖ νὰ πεῖ κα­νεὶς εὔ­κο­λα ὅ­τι ἰ­σχύ­ει τὸ ἀν­τί­στρο­φο. Πο­λὺ ἁ­πλά, εἶ­ναι —ὡς συ­νή­θως— πο­λύ­πλο­κο. Οἱ Συ­νε­τοὶ θέ­λουν νὰ ξα­να­κά­νουν τὴν Ὀρ­θο­δο­ξί­α ἐ­πί­ση­μη θρη­σκεί­α τοῦ κρά­τους, ἐ­νῶ οἱ Ἀ­σύ­νε­τοι τὸ ἀρ­νοῦν­ται κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά. Ἡ σύγ­χυ­ση στὴ Δύ­ση μὲ ἀ­φορ­μὴ τὰ προ­βλή­μα­τα τῶν Σο­βι­ε­τι­κῶν αὐ­ξά­νει. Σὲ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, ἡ σο­βι­ε­τι­κὴ κυ­βέρ­νη­ση —μὴ ἐμ­πι­στευ­ό­με­νη τοὺς Πο­λω­νούς, τοὺς Τσέ­χους, πο­λὺ λι­γό­τε­ρο δὲ τοὺς Γερ­μα­νοὺς τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Γερ­μα­νί­ας (οἱ ὁ­ποῖ­οι γιὰ ἀ­κό­μη μιὰ φο­ρὰ δὲν ξέ­ρουν τί στά­ση νὰ κρα­τή­σουν!) — ζη­τᾶ τὴ συμ­βο­λὴ καὶ συμ­βου­λὴ τῆς ὁ­μο­σπον­δια­κῆς κυ­βέρ­νη­σης. Μὲ τὴ σει­ρά της, ἡ ὁ­μο­σπον­δια­κὴ κυ­βέρ­νη­ση κα­λεῖ τὸν Χέλ­μουτ Γκόλ­βί­τσερ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει ὁ­ρι­στεῖ εἰ­δι­κὸς ἀ­πε­σταλ­μέ­νος, νὰ συν­δρά­μει τὴ σο­βι­ε­τι­κὴ κυ­βέρ­νη­ση. Τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀ­να­μέ­νε­ται ἐ­να­γω­νί­ως. Ἡ γερ­μα­νι­κὴ βι­ο­χα­νί­α ἀ­φο­σί­ω­σης λαμ­βά­νει ἤ­δη ἐ­πεν­δυ­τι­κὰ δά­νεια. Ὁ Γκόλ­βί­τσερ πέ­φτει στὴ Μό­σχα θύ­μα ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νων ἀ­πό­πει­ρων ἐκ­βια­σμοῦ ἀ­πὸ δυ­τι­κὰ λόμ­πι. Ἀν­τι­στέ­κε­ται σθε­να­ρά. Ὡς συ­νε­τός, παίρ­νει τὸ μέ­ρος τῶν Ἀ­σύ­νε­των. Ἕ­νας —κα­τὰ τὰ ἄλ­λα πραγ­μα­τι­στής— Γερ­μα­νὸς πο­λι­τι­κὸς τοῦ ἀ­νέ­θε­σε μιὰ εἰ­δι­κὴ μυ­στι­κὴ ἀ­πο­στο­λή: νὰ φέ­ρει ἔν­ζυ­μα, βά­κι­λους καὶ βα­κτή­ρια μὲ «ρώ­σι­κη ψυ­χή», γιὰ νὰ ἐμ­ψυ­χω­θεῖ ἡ γερ­μα­νι­κὴ σκη­νὴ ποὺ ἔ­χει κα­ταν­τή­σει ἄ­ψυ­χη.

 

 


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


 

Πη­γή: Du fährst zu oft nach Heidelberg und andere Erzählungen, dtv, München, 2004.

 

 

Χά­ιν­ριχ Μπαίλ (Heinrich Böll· Κο­λω­νί­α, 21 Δε­κεμ­βρί­ου 1917 – Κρό­ι­τσα­ου-Λάγ­κεν­μπροχ, 16 Ἰ­ου­λί­ου 1985). Ἀ­πὸ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­στῶν κα­θο­λι­κῶν, με­γά­λω­σε μὲ φι­λε­λεύ­θε­ρες ἰ­δέ­ες κι ἔ­μα­θε νὰ μι­σεῖ τὸ να­ζι­σμό. Τὸ 1938 ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ δι­α­κό­ψει τὶς σπου­δές του στὸ πα­νε­πι­στή­μιο γιὰ νὰ κα­τα­τα­γεῖ στὸν στρα­τό. Κα­τὰ τὸν Β΄ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο ὑ­πη­ρέ­τη­σε σὲ δι­ά­φο­ρα μέ­τω­πα, ἀ­πὸ τὴ Γαλ­λί­α ὣς τὴ Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση, ὥ­σπου τὸν συ­νέ­λα­βαν αἰχ­μά­λω­το οἱ Ἀ­με­ρι­κα­νοί. Λό­γῳ κρυ­ο­πα­γη­μά­των ἔ­χα­σε τὰ δά­χτυ­λα τῶν πο­δι­ῶν του μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ τα­λα­νί­ζε­ται σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ὴ στὰ νο­σο­κο­μεῖ­α. Τὸ 1945 ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν Κο­λω­νί­α καὶ σύν­το­μα κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ὡς ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς με­γα­λύ­τε­ρους συγ­γρα­φεῖς τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς γε­νιᾶς καὶ ἀ­να­γνω­ρί­στη­κε ὡς μιὰ ἀ­πὸ τὶς φω­νὲς συ­νεί­δη­σης καὶ τοὺς ὀ­ξυ­δερ­κέ­στε­ρους πα­ρα­τη­ρη­τὲς τῆς γερ­μα­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας. Οἱ πρῶ­τες του νου­βέ­λες, Τὸ τρέ­νο ἦρ­θε στὴν ὥ­ρα του καὶ Ἀ­δάμ, ποῦ ἤ­σουν; μι­λοῦν γιὰ τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἔ­χουν ἐμ­πλα­κεῖ στὸν πό­λε­μο. Τὰ με­τα­γε­νέ­στε­ρα ἔρ­γα του, ὅ­πως τὸ Γνω­ρι­μί­α μὲ τὴ νύ­χτα καὶ Τὸ ἀ­φύ­λα­χτο σπί­τι, μι­λοῦν γιὰ τὸ ἠ­θι­κὸ κε­νὸ πί­σω ἀ­πὸ τὸ “οἰ­κο­νο­μι­κὸ θαῦ­μα” τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς Γερ­μα­νί­ας, ἐ­νῶ Τὸ ψω­μὶ τῶν πρώ­των χρό­νων ἀ­πει­κο­νί­ζει τὴ φτώ­χεια, τὸ ζό­φο καὶ τὴν πεί­να τῶν πρώ­των με­τα­πο­λε­μι­κῶν χρό­νων. Ἄλ­λα ση­μαν­τι­κὰ ἔρ­γα του εἶ­ναι: Οἱ ἀ­πό­ψεις ἑ­νὸς κλό­ουν, Ὁ­μα­δι­κὸ πορ­τραῖ­το μὲ μί­α κυ­ρί­α, Ἡ χα­μέ­νη τι­μὴ τῆς Κα­τε­ρί­νας Μπλούμ, Γυ­ναῖ­κες σὲ το­πί­ο μὲ πο­τά­μι. Πο­λέ­μιος τοῦ ΝΑΤΟ ἀλ­λὰ καὶ τοῦ σο­βι­ε­τι­κοῦ κα­θε­στῶ­τος, σο­σι­αλ­δη­μο­κρά­της καὶ εἰ­ρη­νι­στής, ἐ­πέ­συ­ρε δρι­μύ­τα­τες ἐ­πι­κρί­σεις ἀ­πὸ τοὺς συν­τη­ρη­τι­κοὺς κύ­κλους, οἱ ὁ­ποῖ­ες δὲν κάμ­φθη­καν οὔ­τε ὅ­ταν τι­μή­θη­κε μὲ τὸ βρα­βεῖ­ο Νόμ­πελ Λο­γο­τε­χνί­ας, τὸ 1972. (Πη­γή: http://www.perizitito.gr )

 

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά: 

 

Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): Με­τα­φρά­στρια καὶ κρι­τι­κὸς θε­ά­τρου, ἐκ­πρό­σω­πος τοῦ Δι­ε­θνοῦς Κι­νή­μα­τος Ποι­η­τρι­ῶν γιὰ τὴν κα­τα­πο­λέ­μη­ση τῆς βί­ας κα­τὰ τῶν γυ­ναι­κῶν. Σπού­δα­σε με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ κρά­τους στὴ Χα­ϊλ­δελ­βέρ­γη τῆς Γερ­μα­νί­ας. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἱ­σπα­νι­κά.

 

 

Εἰ­κό­να: Ὁ Γκόλ­βί­τσερ σὲ φοι­τη­τι­κὴ κα­θι­στι­κὴ δι­α­δή­λω­ση στὴν δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’60. Ὁ Γερ­μα­νὸς θε­ο­λό­γος καὶ συγ­γρα­φέ­ας Χέλ­μουτ Γκόλ­βί­τσερ (1908-1993), ὑ­πῆρ­ξε σο­σι­α­λι­στής, εἰ­ρη­νι­στὴς καὶ ἀν­τι­κα­πι­τα­λι­στής, φί­λος τοῦ Ρούν­τι Ντοῦ­τσκε καὶ πά­στο­ρας τῆς Οὐλ­ρί­κε Μά­ιν­χοφ. Τὸ βι­βλί­ο του, στὸ ὁ­ποῖ­ο κα­τα­γρά­φει τὶς ἐμ­πει­ρί­ες του ὡς αἰχ­μα­λώ­του πο­λέ­μου στὴν Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση (1945-1949) [«…und führen wohin Du nicht willst», 1951] εἶ­χε με­γά­λη ἐ­πι­τυ­χί­α στὴν Γερ­μα­νί­α τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ‘50. Σὲ δι­ά­λε­ξή του στὸ Ἐ­λεύ­θε­ρο Πα­νε­πι­στή­μιο τοῦ Βε­ρο­λί­νου ὁ Γκόλ­βί­τσερ ὑ­πο­στή­ρι­ξε τὴν δι­ά­κρι­ση ἀ­νά­με­σα στὴν «βί­α κα­τὰ τῆς ι­δι­ο­κτη­σί­ας» και τὴν «βί­α ἐ­ναν­τί­ον ἀν­θρώ­πων», γιὰ τὴν ὁ­ποί­α ὑ­πέ­στη πολ­λές ε­πι­κρί­σεις.

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll): Κάτι θὰ γίνει: Μιὰ ὑπερδραστήρια ἱστορία

 

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll)

 

Κά­τι θὰ γί­νει: Μιὰ ὑ­περ­δρα­στή­ρια ἱ­στο­ρί­α

(Es wird etwas geschehen: Eine handlungsstarke Geschichte)

 

ΤΙΣ ΠΙΟ ΞΕΧΩΡΙΣΤΕΣ πε­ρι­ό­δους τῆς ζω­ῆς μου θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ κα­τα­τά­ξει ἐ­κεί­νη, ὅ­ταν ἐρ­γα­ζό­μουν στὸ ἐρ­γο­στά­σιο τοῦ Ἄλ­ρεντ Βούν­ζην­τελ. Ἐκ φύ­σε­ως τεί­νω μᾶλ­λον πρὸς τὴν πε­ρί­σκε­ψη καὶ τὴν ἀ­πρα­γί­α πα­ρὰ πρὸς τὴν δου­λειά, ἀλ­λὰ ὅ­λο κι ἀ­ναγ­κά­ζο­μαι λό­γῳ δια­ρκοῦς οἰ­κο­νο­μι­κῆς δυ­σπρα­γί­ας —ἡ πε­ρί­σκε­ψη ἐ­ξάλ­λου ἀ­πο­φέ­ρει τό­σα ἀ­κρι­βῶς ὅ­σα καὶ ἡ ἀ­πρα­γί­α— ν’ ἀ­πο­δέ­χο­μαι μιὰ, ὡς εἴ­θι­σται ν’ ἀ­πο­κα­λεῖ­ται, θέ­ση ἐρ­γα­σί­ας. Ἔ­χον­τας φτά­σει λοι­πὸν γι’ ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ σὲ τέ­τοι­ο ση­μεῖ­ο πα­ρακ­μῆς, ἐμ­πι­στεύ­τη­κα τὴν τύ­χη μου στὰ χέ­ρια τοῦ γρα­φεί­ου εὑ­ρέ­σε­ως ἐρ­γα­σί­ας, τὸ ὁ­ποῖ­ο μ’ ἔ­στει­λε μα­ζὶ μὲ ἄλ­λους ἑ­πτὰ στὸ ἐρ­γο­στά­σιο τοῦ Βούν­ζην­τελ, ὅ­που θὰ ὑ­πο­βαλ­λό­μα­σταν καὶ σὲ ἐ­ξε­τά­σεις κα­ταλ­λη­λό­τη­τος… Ἡ ἴ­δια ἡ ὄ­ψη τοῦ ἐρ­γο­στα­σί­ου ξύ­πνη­σε τὴ δυ­σπι­στί­α μέ­σα μου: τὸ ἐρ­γο­στά­σιο ἦ­ταν κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο ἐξ ὁ­λο­κλή­ρου ἀ­πὸ γυ­ά­λι­να τοῦ­βλα, καὶ ἡ ἀ­πέ­χθειά μου γιὰ τ’ ἀ­νοι­χτό­χρω­μα κτί­ρια καὶ τοὺς φω­τει­νοὺς χώ­ρους εἶ­ναι τό­σο με­γά­λη ὅ­σο αὐ­τὴ γιὰ τὴ δου­λειά. Ἀ­κό­μα πιὸ δύ­σπι­στος ἔ­γι­να σάν μᾶς σέρ­βι­ραν (στὸ φω­τει­νὸ καὶ ἀ­νοι­χτό­χρω­μο κυ­λι­κεῖ­ο) καὶ πρω­ι­νό. Ὄ­μορ­φες σερ­βι­τό­ρες μᾶς ἔ­φε­ραν αὐ­γά, κα­φὲ καὶ τό­στ, γου­στό­ζι­κες κα­νά­τες πε­ρι­εῖ­χαν χυ­μὸ πορ­το­κά­λι καὶ τὰ χρυ­σό­ψα­ρα πλη­σί­α­ζαν στὸ τζά­μι τοῦ ἐ­νυ­δρεί­ου ἀ­να­δει­κνύ­ον­τας τὰ σὰν σὲ λή­θαρ­γο ἀ­δι­ά­φο­ρα μά­τια τους. Οἱ δὲ σερ­βι­τό­ρες τό­σο εὔ­θυ­μες, ποὺ κόν­τευ­αν, θαρ­ρεῖς, νὰ σκά­σουν ἀ­πὸ τὴν τό­ση εὐ­φο­ρί­α. Μό­νο μὲ τὴν κα­τα­βο­λὴ ὑ­περ­βο­λι­κῆς προ­σπά­θειας καὶ τὴν ἐ­πί­δει­ξη ἐκ­πλη­κτι­κῆς ἐγ­κρά­τειας —αὐ­τὴν τὴν ἐν­τύ­πω­ση εἶ­χα του­λά­χι­στον— κα­τά­φερ­ναν νὰ μὴν ξε­σπά­σουν σὲ κε­λα­ϊ­δη­τὸ δι­αρ­κεί­ας. Τό­σο γε­μά­τες ἔ­μοια­ζαν ἀ­πὸ τρα­γού­δια μὴ τρα­γου­δι­σμέ­να, ὅ­σο καὶ κό­τες ἀ­πὸ κυ­ο­φο­ρού­με­να ἀ­κό­μα αὐ­γά.

         Ἀ­μέ­σως δι­έ­βλε­ψα αὐ­τὸ ποὺ οἱ ἄλ­λοι ὑ­πο­ψή­φιοι φαί­νε­ται πὼς ἀ­γνο­οῦ­σαν: ὅ­τι δη­λα­δὴ τὸ πρω­ι­νὸ ἀ­πο­τε­λοῦ­σε μέ­ρος τῆς ἐ­ξέ­τα­σής μας. Ἔ­τσι, μα­σοῦ­σα λοι­πὸν κι ἐ­γὼ στω­ι­κά, μὲ ὕ­φος ἀν­θρώ­που ποὺ συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ὅ­τι εἰ­σφέ­ρει στὸ σῶ­μα του τρο­φὲς ἀ­νε­κτί­μη­της ἀ­ξί­ας. Μέ­χρι ποὺ ἔ­φτα­σα νὰ κά­νω καὶ αὐ­τό, γιὰ τὸ ὁ­ποῖ­ο δὲ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πα­ρα­κι­νή­σει κα­μί­α δύ­να­μη —γνω­στὴ καὶ ἄ­γνω­στη— αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου: μὲ ἄ­δει­ο στο­μά­χι, ἤ­πια τὸ χυ­μό, δὲν ἄγ­γι­ξα κὰν τὸν κα­φὲ καὶ τ’ αὐ­γά, ἐ­νῶ ἄ­φη­σα στὸ πιά­το τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ τό­στ. Ἔ­πει­τα ση­κώ­θη­κα κι ἄρ­χι­σα νὰ βα­δί­ζω πά­νω κά­τω στὸ κυ­λι­κεῖ­ο, μὲ τὸν ἀ­έ­ρα ἀν­θρώ­που ποὺ κα­τα­στρώ­νει στὸ μυα­λό του σχέ­διο δρά­σης γιὰ ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χει νὰ κά­νει.

        Ἔ­τσι, ὁ­δη­γή­θη­κα πρῶ­τος στὴν αἴ­θου­σα τῆς ἐ­ξέ­τα­σης, ὅ­που ἤ­δη μᾶς πε­ρί­με­ναν πά­νω σὲ φί­να τρα­πέ­ζια τὰ ἐ­ρω­τη­μα­το­λό­για. Οἱ τοῖ­χοι δὲ βαμ­μέ­νοι σὲ τέ­τοι­ο τό­νο τοῦ πρά­σι­νου, ποὺ θὰ ἔ­κα­νε κά­θε φα­να­τι­κὸ τῆς δι­α­κό­σμη­σης ν’ ἀ­να­φω­νή­σει μὲ δέ­ος «θαῦ­μα!». Κα­νεὶς δὲ φαι­νό­ταν τρι­γύ­ρω, ὡ­στό­σο ἤ­μουν τό­σο σί­γου­ρος ὅ­τι μὲ πα­ρα­κο­λου­θοῦν, ποὺ συμ­πε­ρι­φε­ρό­μουν ὅ­πως ἕ­νας πο­λυ­πράγ­μων ἄν­θρω­πος ποὺ ἀ­γνο­εῖ ὅ­τι τὸν πα­ρα­κο­λου­θοῦν: ἀ­νυ­πό­μο­να ἔ­βγα­λα ἀ­π’ τὴν τσέ­πη τὴν πέ­να μου, ἀ­φαί­ρε­σα τὸ κα­πά­κι, κά­θη­σα στὸ πλη­σι­έ­στε­ρο τρα­πέ­ζι καὶ τρά­βη­ξα πρὸς τὸ μέ­ρος μου τὸ ἐ­ρω­τη­μα­το­λό­γιο, ὅ­πως τρα­βᾶ τὸ λο­γα­ρια­σμὸ στὸ ἑ­στι­α­τό­ριο ὁ ἰ­δι­ό­τρο­πος. Ἐ­ρώ­τη­ση πρώ­τη: Θε­ω­ρεῖ­τε σω­στὸ ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος δι­α­θέ­τει μό­νο δύο χέ­ρια, δύο πό­δια, δύο μά­τια καὶ δύο ἀ­φτιά; Ἐ­πι­τέ­λους, νὰ μιὰ φο­ρὰ ποὺ χρει­ά­στη­κε ν’ ἀ­δρά­ξω τοὺς καρ­ποὺς τῆς κο­πι­ώ­δους πε­ρί­σκε­ψής μου, γρά­φον­τας χω­ρὶς κα­νέ­να δι­σταγ­μό: «Ἀ­κό­μα καὶ τέσ­σε­ρα χέ­ρια, πό­δια, μά­τια κι ἀ­φτιὰ νὰ εἶ­χε ὁ ἄν­θρω­πος, ἐ­μέ­να δὲ θὰ μοῦ ἔ­φτα­ναν. Τό­ση ἡ πο­λυ­πραγ­μο­σύ­νη μου, ἀλ­λὰ τί νὰ κά­νω; Ἐλ­λι­πὴς ὁ ἐ­ξο­πλι­σμὸς τοῦ ἀν­θρώ­που.» Ἐ­ρώ­τη­ση δεύ­τε­ρη: «Πό­σα τη­λε­φω­νή­μα­τα εἶ­στε σὲ θέ­ση ν’ ἀ­παν­τή­σε­τε ταυ­το­χρό­νως;» Ἡ ἀ­πάν­τη­ση καὶ αὐ­τῆς τῆς ἐ­ρώ­τη­σης ἦ­ταν τό­σο εὔ­κο­λη, ὅ­σο μιὰ ἐ­ξί­σω­ση πρώ­του βαθ­μοῦ. «Μὲ ἑ­φτὰ μό­νο τη­λε­φω­νή­μα­τα», ἔ­γρα­ψα, «εἶ­μαι ἀ­νυ­πό­μο­νος. Μό­νο ὅ­ταν γί­νουν ἐν­νιά, αἰ­σθά­νο­μαι ὅ­τι ἀγ­γί­ζω τὴ μέ­γι­στη ἀ­πό­δο­ση.» Ἐ­ρώ­τη­ση τρί­τη: «Τί κά­νε­τε με­τὰ τὸ σχό­λα­σμα;» Ἡ ἀ­πάν­τη­σή μου: «Δὲν ξέ­ρω πιὰ τί ση­μαί­νει ἡ λέ­ξη ‘σχό­λα­σμα’. Τὴ δι­έ­γρα­ψα ἀ­π’ τὸ λε­ξι­λό­γιό μου στὰ δέ­κα­τα πέμ­πτα γε­νέ­θλιά μου για­τί ἐν ἀρ­χῇ ἦν ἡ πρά­ξις.» Ἡ δου­λειὰ ἦ­ταν δι­κή μου. Πραγ­μα­τι­κά, οὔ­τε καὶ μὲ τὰ ἐν­νιὰ τη­λε­φω­νή­μα­τα αἰ­σθα­νό­μουν ὅ­τι προ­σέγ­γι­ζα τὴ μέ­γι­στη ἀ­πό­δο­ση. Φώ­να­ζα μὲς στὸ ἀ­κου­στι­κό: «Ἀ­να­λά­βα­τε ἀ­μέ­σως δρά­ση!» ἢ «Κά­νε­τε κά­τι!» ἢ «Κά­τι πρέ­πει νὰ γί­νει! Κά­τι θὰ γί­νει! Κά­τι ἔ­γι­νε! Κά­τι θὰ ἔ­πρε­πε νὰ γί­νει!». Τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρὲς ὅ­μως (κα­θὼς αὐ­τὸ φαι­νό­ταν ν’ ἁρ­μό­ζει στὴ γε­νι­κό­τε­ρη ἀ­τμό­σφαι­ρα) χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σα τὴν προ­στα­κτι­κή. Ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον πα­ρου­σί­α­ζαν τὰ δι­α­λείμ­μα­τα γιὰ τὸ με­ση­με­ρια­νὸ φα­γη­τό, ὁ­πό­τε ὅ­λοι στὸ κυ­λι­κεῖ­ο, πε­ρι­βαλ­λό­με­νοι ἀ­πὸ ἄ­φω­νη εὐ­φο­ρί­α, κα­τα­να­λώ­να­με πλού­σι­ες σὲ βι­τα­μί­νες τρο­φές. Τὸ ἐρ­γο­στά­σιο τοῦ Βούν­ζην­τελ ἔ­βρι­θε ἀν­θρώ­πων ποὺ ἔ­κα­ναν σὰν πα­λα­βοὶ γιὰ νὰ δι­η­γη­θοῦν στὸν ἄλ­λο τὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς ζω­ῆς τους, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἁρ­μό­ζει σὲ πο­λυ­πράγ­μο­νες ἀν­θρώ­πους. Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς ζω­ῆς τους εἶ­ναι γιὰ κεί­νους ση­μαν­τι­κό­τε­ρη ἀ­πὸ τὴ ζω­ή τους τὴν ἴ­δια. Δὲν ἔ­χει πα­ρὰ νὰ πι­έ­σει κα­νεὶς ἕ­να κουμ­πὶ καὶ νά σου, ξε­χύ­νε­ται σὰν χεί­μαρ­ρος ὁ δρό­μος τους, γε­μά­τος δάφ­νες καὶ τι­μές.

        Ὁ ἀν­τι­κα­τα­στά­της τοῦ Βούν­ζην­τελ ἦ­ταν ἕ­νας ἄν­δρας ὀ­νό­μα­τι Μπρό­σεκ, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε ἀ­πο­κτή­σει φή­μη σε­βα­στή, κα­θώς, ὄν­τας φοι­τη­τής, δού­λευ­ε νύ­χτα γιὰ νὰ θρέ­ψει τὰ ἑ­φτὰ παι­διὰ καὶ τὴν πα­ρά­λυ­τη γυ­ναί­κα του, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα εἶ­χε δι­εκ­πε­ραι­ώ­σει ἐ­πι­τυ­χῶς τέσ­σε­ρις ἐμ­πο­ρι­κὲς ἀ­πο­στο­λὲς καὶ μέ­σα σ’ ὅ­λα αὐ­τά, εἶ­χε πε­ρά­σει ἐ­πι­τυ­χῶς δύο φο­ρὲς μέ­σα σὲ δύο χρό­νια τὶς κρα­τι­κὲς ἐ­ξε­τά­σεις καὶ μά­λι­στα μὲ ἔ­παι­νο. Ὅ­ταν ρω­τή­θη­κε ἀ­πὸ δη­μο­σι­ο­γρά­φους «Καὶ πό­τε κοι­μᾶ­στε, κύ­ρι­ε Μπρό­σεκ;» ἐ­κεῖ­νος ἀ­πάν­τη­σε: «Ὕ­πνος ἴ­σον ἁ­μαρ­τί­α!» Ἡ δὲ γραμ­μα­τέ­ας τοῦ Βούν­ζην­τελ ἔ­τρε­φε τὸν πα­ρά­λυ­το σύ­ζυ­γό της καὶ τὰ τέσ­σε­ρά τους παι­διὰ ζω­γρα­φί­ζον­τας, εἶ­χε ἐκ­πο­νή­σει δι­α­τρι­βὴ πα­ράλ­λη­λα στὴν ψυ­χο­λο­γί­α καὶ τὴν ἐ­θνο­γρα­φί­α, ἐ­ξέ­τρε­φε λυ­κό­σκυ­λα καί, δου­λεύ­ον­τας ὡς τρα­γου­δί­στρια σὲ μπάρ, εἶ­χε γί­νει γνω­στὴ μὲ τὸ ὄ­νο­μα «Βὰμπ 7». Ἀλ­λὰ κι ὁ ἴ­διος ὁ Βούν­ζην­τελ ἀ­νῆ­κε σ’ ἐ­κεί­νους ποὺ πρω­ὶ-πρω­ί, πρὶν κὰν ξυ­πνή­σουν γιὰ τὰ κά­λα, εἶ­ναι ἕ­τοι­μοι γιὰ δρά­ση. «Πρέ­πει νὰ δρά­σω», σκέ­φτον­ται, τὴ στιγ­μὴ ποὺ σφίγ­γουν στὴ μέ­ση τους τὴ ζώ­νη τοῦ μπουρ­νου­ζιοῦ τους. «Πρέ­πει νὰ δρά­σω», σκέ­φτον­ται, ἐ­νῶ ξυ­ρί­ζον­ται, κοι­τά­ζον­τας θρι­αμ­βευ­τι­κὰ τὶς τρί­χες ποὺ ξε­πλέ­νει τὸ νε­ρὸ ἀ­π’ τὴν ξυ­ρι­στι­κὴ μη­χα­νὴ μα­ζὶ μὲ τὸν ἀ­φρὸ ξυ­ρί­σμα­τος. Αὐ­τὲς οἱ τρί­χες εἶ­ναι τὰ πρῶ­τα θύ­μα­τα τῆς ὁρ­μῆς τους γιὰ δρά­ση. Ἀ­κό­μα καὶ οἱ πιὸ ἰ­δι­ω­τι­κὲς ἐ­νέρ­γει­ες προ­κα­λοῦν ἱ­κα­νο­ποί­η­ση στοὺς ἀν­θρώ­πους αὐ­τούς. Τὸ νε­ρὸ τρέ­χει ἀ­π’ τὸ κα­ζα­νά­κι, χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται χαρ­τί. Κά­τι γί­νε­ται. Ἐ­κεῖ­νοι τρῶ­νε ψω­μί, κα­θα­ρί­ζουν τὸ αὐ­γό. Ἡ πα­ρα­μι­κρὴ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα συ­νι­στοῦ­σε γιὰ τὸν Βούν­ζην­τελ δρά­ση. Τὸ πῶς ἔ­βα­ζε τὸ κα­πέ­λο του, τὸ πῶς —σφύ­ζον­τας ἀ­πὸ ἐ­νέρ­γεια— κούμ­πω­νε τὸ παλ­τό του, τὸ πῶς φι­λοῦ­σε τὴ γυ­ναί­κα του φεύ­γον­τας, ὅ­λα γιὰ τὸν Βούν­ζην­τελ ἦ­ταν δρά­ση.

        Μπαί­νον­τας στὸ γρα­φεῖ­ο του, χαι­ρε­τοῦ­σε τὴ γραμ­μα­τέ­α του λέ­γον­τάς της: «Κά­τι πρέ­πει νὰ γί­νει!» Κι ἐ­κεί­νη ἀ­παν­τοῦ­σε εὔ­θυ­μη: «Κά­τι θὰ γί­νει!» Πή­γαι­νε τό­τε ὁ Βούν­ζην­τελ ἀ­πὸ τὸ ἕ­να τμῆ­μα τοῦ ἐρ­γο­στα­σί­ου στὸ ἄλ­λο φω­νά­ζον­τας μὲ εὐ­φο­ρί­α: «Κά­τι πρέ­πει νὰ γί­νει!» Κι ὅ­λοι ἀ­παν­τοῦ­σαν: «Κά­τι θὰ γί­νει!» Ἀ­κό­μα κι ἐ­γὼ τοῦ φώ­να­ζα λάμ­πον­τας, ὅ­ταν ἐ­κεῖ­νος ἐρ­χό­ταν καὶ στὸ δι­κό μου γρα­φεῖ­ο: «Κά­τι θὰ γί­νει!»

        Τὴν πρώ­τη κι­ό­λας ἑ­βδο­μά­δα ὁ ἀ­ριθ­μὸς τῶν τη­λε­φω­νη­μά­των ποὺ ἀ­παν­τοῦ­σα ἔ­φτα­σε τὰ ἕν­τε­κα καὶ τὴ δεύ­τε­ρη τὰ δε­κα­τρί­α. Εἶ­χε πλά­κα ν’ ἀ­να­κα­λύ­πτω κά­θε πρω­ὶ στὸ τρὰμ νέ­ες προ­στα­γὲς καὶ νὰ βρί­σκω νέ­ους τρό­πους νὰ παί­ζω μὲ τὸ ρῆ­μα «γί­νο­μαι», χρη­σι­μο­ποι­ών­τας το σὲ δι­ά­φο­ρους χρό­νους, πρό­σω­πα καὶ φω­νές. Δυὸ μέ­ρες συ­νε­χό­με­να ἔ­λε­γα μί­α καὶ μό­νο φρά­ση για­τὶ μοῦ ἄ­ρε­σε πά­ρα πο­λύ: «Κά­τι θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἔ­χει γί­νει.» Δυὸ ἄλ­λες μέ­ρες ἔ­λε­γα: «Αὐ­τὸ δὲν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νὰ ἔ­χει γί­νει.» Ἔ­τσι, ἄρ­χι­σα νὰ αἰ­σθά­νο­μαι ὅ­τι φτά­νω πραγ­μα­τι­κὰ τὸν ὕ­ψι­στο βαθ­μὸ ἀ­πό­δο­σης, ὅ­ταν ξαφ­νι­κὰ κά­τι ἔ­γι­νε στ’ ἀ­λή­θεια. Μιὰ Τρί­τη πρω­ί, πρὶν κα­λὰ κα­λὰ ἀρ­χί­σω τὴ δου­λειά, μπῆ­κε σὰν σί­φου­νας ὁ Βούν­ζην­τελ στὸ γρα­φεῖ­ο μου μὲ τὸ οἰ­κεῖ­ο του «Κά­τι πρέ­πει νὰ γί­νει!». Κι ὅ­μως, κά­τι ἀ­νε­ξή­γη­το στὸ πρό­σω­πό του μ’ ἔ­κα­νε νὰ δι­στά­σω καὶ νὰ μὴν ἀ­παν­τή­σω μ’ εὐ­χά­ρι­στο καὶ ζων­τα­νὸ ὕ­φος, ὅ­πως προ­βλε­πό­ταν, μὲ τὴ φρά­ση «Κά­τι θὰ γί­νει!». Κα­τὰ τὰ φαι­νό­με­να, ὁ δι­σταγ­μός μου αὐ­τὸς δι­ήρ­κε­σε πο­λύ, κα­θὼς ὁ Βούν­ζην­τελ, ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πὸ κα­νο­νι­κὲς συν­θῆ­κες σπα­νί­ως σή­κω­νε τὸν τό­νο τῆς φω­νῆς του, μοῦ φώ­να­ξε ἐ­ξορ­γι­σμέ­νος: «Ἀ­παν­τῆ­στε! Ἀ­παν­τῆ­στε τώ­ρα, ὅ­πως προ­βλέ­πε­ται κι ἁρ­μό­ζει!» Κι ἐ­γὼ ἀ­πάν­τη­σα χα­μη­λό­φω­να, ἀν­τι­δρα­στι­κός, σὰν παι­δὶ ποὺ τὸ βά­ζουν νὰ πεῖ «Εἶ­μαι κα­κὸ παι­δί.» Κα­τό­πιν με­γά­λης προ­σπά­θειας κα­τά­φε­ραν νὰ προ­φέ­ρουν τὰ χεί­λη μου τὴ μα­γι­κὴ φρά­ση «Κά­τι θὰ γί­νει!» Δὲν πρό­λα­βα νὰ τε­λει­ώ­σω τὴ φρά­ση κι ἐ­κεῖ ἀ­πά­νω ἔ­γι­νε πραγ­μα­τι­κὰ κά­τι. Σω­ρι­ά­στη­κε στὸ πά­τω­μα ὁ Βούν­ζην­τελ, κύ­λη­σε πέ­φτον­τας στὸ πά­τω­μα καὶ στα­μά­τη­σε μπρο­στὰ ἀ­κρι­βῶς στὴν ἀ­νοι­χτὴ πόρ­τα, φρά­ζον­τάς την. Ἀ­μέ­σως κα­τά­λα­βα αὐ­τὸ ποὺ σὲ λί­γο δι­α­πί­στω­σα μὲ βε­βαι­ό­τη­τα σὰν τὸν πλη­σί­α­σα, βγαί­νον­τας ἀρ­γὰ ἀρ­γὰ πί­σω ἀ­π’ τὸ γρα­φεῖ­ο μου: ἦ­ταν νε­κρός.

        Κου­νών­τας τὸ κε­φά­λι πέ­ρα­σα ἀ­πὸ πά­νω του κι ἀ­φοῦ δι­έ­σχι­σα τὸ δι­ά­δρο­μο, ἔ­φτα­σα στὸ γρα­φεῖ­ο τοῦ Μπρό­σεκ, ὅ­που μπῆ­κα χω­ρὶς νὰ χτυ­πή­σω στὴν πόρ­τα. Ὁ Μπρό­σεκ κα­θό­ταν στὸ γρα­φεῖ­ο του, σὲ κά­θε χέ­ρι κι ἀ­πὸ ἕ­να ἀ­κου­στι­κὸ καὶ στὸ στό­μα ἕ­να στυ­λό, μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο κρα­τοῦ­σε ση­μει­ώ­σεις σὲ ἕ­να ση­μει­ω­μα­τά­ριο. Μὲ γυ­μνὰ τὰ πό­δια χει­ρι­ζό­ταν μί­α πλε­κτο­μη­χα­νὴ το­πο­θε­τη­μέ­νη κά­τω ἀ­π’ τὸ γρα­φεῖ­ο, κα­θὼς αὐ­τὸς ἦ­ταν ὁ τρό­πος του νὰ συμ­βάλ­λει στὴν ἔν­δυ­ση τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. «Κά­τι ἔ­γι­νε» τοῦ εἶ­πα σι­γά. Ὁ Μπρό­σεκ ἔ­φτυ­σε τὸ στυ­λὸ ἀ­π’ τὸ στό­μα, ἔ­κλει­σε καὶ τὰ δυ­ὸ τη­λέ­φω­να, τρά­βη­ξε δι­στα­κτι­κὰ τὰ δά­χτυ­λα τῶν πο­δι­ῶν του ἀ­π’ τὴν πλε­κτο­μη­χα­νὴ καὶ ρώ­τη­σε: «Τί ἔ­γι­νε;» «Ὁ κύ­ριος Βούν­ζην­τελ εἶ­ναι νε­κρός» ἀ­πάν­τη­σα. «Ἀ­πο­κλεί­ε­ται» ἀν­τέ­δρα­σε ὁ Μπρό­σεκ. «Κι ὅ­μως» εἶ­πα «ἐ­λᾶ­τε μα­ζί μου». «Ὄ­χι, ἀ­δύ­να­τον», δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε ὁ Μπρό­σεκ, ἀλ­λὰ φό­ρε­σε τὶς παν­τό­φλες του καὶ μ’ ἀ­κο­λού­θη­σε στὸ δι­ά­δρο­μο. «Ὄ­χι» ἀ­να­φώ­νη­σε φτά­νον­τας στὸ πτῶ­μα τοῦ Βούν­ζην­τελ, «ἀ­δύ­να­τον!» Δὲν ἀν­τέ­δρα­σα. Κύ­λη­σα ἀ­νά­σκε­λα τὸν Βούν­ζην­τελ μὲ προ­σο­χή, τοῦ ἔ­κλει­σα τὰ μά­τια καὶ τὸν κοί­τα­ξα σκε­πτι­κός.

        Αἰ­σθα­νό­μουν σχε­δὸν τρυ­φε­ρό­τη­τα γιὰ ἐ­κεῖ­νον καὶ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ συ­νει­δη­το­ποι­οῦ­σα ὅ­τι πο­τέ μου δὲν τὸν εἶ­χα μι­σή­σει. Στὸ πρό­σω­πό του ἦ­ταν ἀ­πο­τυ­πω­μέ­νη ἡ ἔκ­φρα­ση ποὺ ἀν­τι­κρί­ζει κα­νεὶς στὰ πρό­σω­πα μι­κρῶν παι­δι­ῶν ποὺ ἀρ­νοῦν­ται πει­σμα­τι­κὰ νὰ πα­ρα­τή­σουν τὴν πί­στη τους στὸν Ἅι-Βα­σί­λη, πα­ρὰ τὴν πει­στι­κό­τη­τα τῶν ἐ­πι­χει­ρη­μά­των τῶν φί­λων τους ποὺ τὰ πει­ρά­ζουν. «Ὄ­χι», ἐ­πα­νέ­λα­βε ὁ Μπρό­σεκ, «ἀ­δύ­να­τον». «Κά­τι πρέ­πει νὰ γί­νει» εἶ­πα χα­μη­λό­φω­να. «Ναί», συμ­φώ­νη­σε ἐ­κεῖ­νος, «κά­τι πρέ­πει νὰ γί­νει». Κι ὄν­τως κά­τι ἔ­γι­νε: Ὁ Βούν­ζην­τελ κη­δεύ­τη­κε κι ἐ­πέ­λε­ξαν ἐ­μέ­να ἀ­π’ ὅ­λους νὰ κου­βα­λῶ ἕ­να στε­φά­νι ψεύ­τι­κα τρι­αν­τά­φυλ­λα πί­σω ἀ­π’ τὸ φέ­ρε­τρό του, κα­θὼς πέ­ρα ἀ­π’ τὴν τά­ση μου πρὸς πε­ρί­σκε­ψη κι ἀ­πρα­γία, δι­α­θέ­τω καὶ τὴν ἰ­δα­νι­κὴ κορ­μο­στα­σιὰ καὶ τὸ ἰ­δα­νι­κὸ πρό­σω­πο γιὰ τὰ μαῦ­ρα κου­στού­μια. Προ­φα­νῶς ἤ­μουν χάρ­μα ὀ­φθαλ­μῶν μὲ αὐ­τὸ τὸ στε­φά­νι ἀ­πὸ ψεύ­τι­κα τρι­αν­τά­φυλ­λα στὰ χέ­ρια, πί­σω ἀ­π’ τὸ φέ­ρε­τρο τοῦ Βούν­ζην­τελ. Ἔ­τσι, ἕ­να γρα­φεῖ­ο τε­λε­τῶν μοῦ πρό­τει­νε ἔμ­μι­σθη θέ­ση ἐ­παγ­γελ­μα­τί­α πεν­θοῦν­τος. «Εἶ­στε γεν­νη­μέ­νος γι’ αὐ­τὴν τὴ θέ­ση», εἶ­πε ὁ δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ γρα­φεί­ου καὶ πρό­σθε­σε: «Τὰ ροῦ­χα τ’ ἀ­να­λαμ­βά­νου­με ἐ­μεῖς. Ἄχ τὸ πρό­σω­πό σας: ἁ­πλὰ ὑ­πέ­ρο­χο!»

        Ὑ­πέ­βα­λα στὸν Μπρό­σεκ τὴν πα­ραί­τη­σή μου μὲ τὴν αἰ­τι­ο­λο­γί­α ὅ­τι δὲ φτά­νω στὸ ἐρ­γο­στά­σιο τὸν ὕ­ψι­στο βαθ­μὸ ἀ­πο­δο­τι­κό­τη­τάς μου κι ὅ­τι, πα­ρὰ τὰ δε­κα­τρί­α τη­λε­φω­νή­μα­τα, ἕ­να μέ­ρος τῶν ἱ­κα­νο­τή­των μου πα­ρα­μέ­νει ἀ­νε­κμε­τάλ­λευ­το. Με­τὰ τὴν πρώ­τη κι­ό­λας ἐμ­φά­νι­σή μου ὡς ἐ­παγ­γελ­μα­τί­α πιὰ σὲ κη­δεί­α, εἶ­πα στὸν ἑ­αυ­τό μου: «Ἐ­δῶ ἀ­νή­κεις! Αὐ­τὸς εἶ­ναι ὁ προ­ο­ρι­σμός σου.» Στέ­κο­μαι σκε­πτι­κὸς πί­σω ἀ­π’ τὸ φέ­ρε­τρο τοῦ νε­κροῦ μέ­σα στὴν ἐκ­κλη­σί­α καὶ κρα­τῶ μιὰ ἁ­πλὴ ἀν­θο­δέ­σμη ἐ­νῶ ἀ­κού­γε­ται τὸ «Λάρ­γο» τοῦ Χαῖν­τελ, ἕ­να ἔρ­γο πραγ­μα­τι­κὰ πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­νο. Τὸ κα­φε­νεῖ­ο τοῦ νε­κρο­τα­φεί­ου ἔ­χει γί­νει τὸ στέ­κι μου κι ἐ­κεῖ περ­νῶ τὸ χρό­νο μου ἀ­νά­με­σα στὶς δι­ά­φο­ρες ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κές μου ἐμ­φα­νί­σεις. Ὡ­στό­σο, με­ρι­κὲς φο­ρὲς ἐμ­φα­νί­ζο­μαι καὶ σὲ κη­δεῖ­ες ποὺ δὲ μ’ ἔ­χουν πα­ραγ­γεί­λει, ἀ­γο­ρά­ζω ἀ­π’ τὴ δι­κή μου τσέ­πη μιὰ ἁ­πλὴ ἀν­θο­δέ­σμη καὶ πλη­σιά­ζω τὸν ὑ­πάλ­λη­λο τῆς Πρό­νοι­ας ποὺ ἀ­κο­λου­θεῖ μό­νος τὸ φέ­ρε­τρο κά­ποιου ἀ­πά­τρι­δος. Συ­χνὰ πυ­κνὰ ἐ­πι­σκέ­πτο­μαι καὶ τὸν τά­φο τοῦ Βούν­ζην­τελ για­τί σὲ τε­λι­κὴ ἀ­νά­λυ­ση χρω­στά­ω σ’ ἐ­κεῖ­νον τὴ νέ­α μου δου­λειά, ὅ­που ἡ πε­ρί­σκε­ψη εἶ­ναι ἐ­πι­θυ­μη­τή, ἡ δὲ ἀ­πρα­γί­α ὑ­πο­χρέ­ω­σή μου. Ἦ­ταν πιὰ πο­λὺ ἀρ­γὰ ὅ­ταν μοῦ πέ­ρα­σε ἀ­π’ τὸ μυα­λὸ ὅ­τι στὴν οὐ­σί­α δὲν ἐν­δι­α­φέρ­θη­κα πο­τὲ γιὰ τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο ποὺ πα­ρα­γό­ταν στὸ ἐρ­γο­στά­σιο τοῦ Βούν­ζην­τελ. Θὰ πρέ­πει νά ‘ταν μᾶλ­λον σα­πού­νι.

 

 

Πη­γή: Kurzgeschichten fur den Deutsch-Unterricht.

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll· Κο­λω­νί­α, 21 Δε­κεμ­βρί­ου 1917 – Κρό­ι­τσα­ου-Λάγ­κεν­μπροχ, 16 Ἰ­ου­λί­ου 1985). Ἀ­πὸ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­στῶν κα­θο­λι­κῶν, με­γά­λω­σε μὲ φι­λε­λεύ­θε­ρες ἰ­δέ­ες κι ἔ­μα­θε νὰ μι­σεῖ τὸ να­ζι­σμό. Τὸ 1938 ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ δι­α­κό­ψει τὶς σπου­δές του στὸ πα­νε­πι­στή­μιο γιὰ νὰ κα­τα­τα­γεῖ στὸν στρα­τό. Κα­τὰ τὸν Β΄ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο ὑ­πη­ρέ­τη­σε σὲ δι­ά­φο­ρα μέ­τω­πα, ἀ­πὸ τὴ Γαλ­λί­α ὣς τὴ Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση, ὥ­σπου τὸν συ­νέ­λα­βαν αἰχ­μά­λω­το οἱ Ἀ­με­ρι­κα­νοί. Λό­γῳ κρυ­ο­πα­γη­μά­των ἔ­χα­σε τὰ δά­χτυ­λα τῶν πο­δι­ῶν του μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ τα­λα­νί­ζε­ται σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ὴ στὰ νο­σο­κο­μεῖ­α. Τὸ 1945 ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν Κο­λω­νί­α καὶ σύν­το­μα κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ὡς ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς με­γα­λύ­τε­ρους συγ­γρα­φεῖς τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς γε­νιᾶς καὶ ἀ­να­γνω­ρί­στη­κε ὡς μιὰ ἀ­πὸ τὶς φω­νὲς συ­νεί­δη­σης καὶ τοὺς ὀ­ξυ­δερ­κέ­στε­ρους πα­ρα­τη­ρη­τὲς τῆς γερ­μα­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας. Οἱ πρῶ­τες του νου­βέ­λες, Τὸ τρέ­νο ἦρ­θε στὴν ὥ­ρα του καὶ Ἀ­δάμ, ποῦ ἤ­σουν; μι­λοῦν γιὰ τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἔ­χουν ἐμ­πλα­κεῖ στὸν πό­λε­μο. Τὰ με­τα­γε­νέ­στε­ρα ἔρ­γα του, ὅ­πως τὸ Γνω­ρι­μί­α μὲ τὴ νύ­χτα καὶ Τὸ ἀ­φύ­λα­χτο σπί­τι, μι­λοῦν γιὰ τὸ ἠ­θι­κὸ κε­νὸ πί­σω ἀ­πὸ τὸ “οἰ­κο­νο­μι­κὸ θαῦ­μα” τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς Γερ­μα­νί­ας, ἐ­νῶ Τὸ ψω­μὶ τῶν πρώ­των χρό­νων ἀ­πει­κο­νί­ζει τὴ φτώ­χεια, τὸ ζό­φο καὶ τὴν πεί­να τῶν πρώ­των με­τα­πο­λε­μι­κῶν χρό­νων. Ἄλ­λα ση­μαν­τι­κὰ ἔρ­γα του εἶ­ναι: Οἱ ἀ­πό­ψεις ἑ­νὸς κλό­ουν, Ὁ­μα­δι­κὸ πορ­τραῖ­το μὲ μία κυ­ρί­α, Ἡ χα­μέ­νη τι­μὴ τῆς Κα­τε­ρί­νας Μπλούμ, Γυ­ναῖ­κες σὲ το­πί­ο μὲ πο­τά­μι. Πο­λέ­μιος τοῦ ΝΑΤΟ ἀλ­λὰ καὶ τοῦ σο­βι­ε­τι­κοῦ κα­θε­στῶ­τος, σο­σι­αλ­δη­μο­κρά­της καὶ εἰ­ρη­νι­στής, ἐ­πέ­συ­ρε δρι­μύ­τα­τες ἐ­πι­κρί­σεις ἀ­πὸ τοὺς συν­τη­ρη­τι­κοὺς κύ­κλους, οἱ ὁ­ποῖ­ες δὲν κάμ­φθη­καν οὔ­τε ὅ­ταν τι­μή­θη­κε μὲ τὸ βρα­βεῖ­ο Νόμ­πελ Λο­γο­τε­χνί­ας, τὸ 1972. (Πηγή: http://www.perizitito.gr )

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά: 

Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): Σπού­δα­σε με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ κρά­τους στὴ Χα­ϊλ­δελ­βέρ­γη τῆς Γερ­μα­νί­ας. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἱ­σπα­νι­κά.

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll): Βήχας σὲ συναυλία

 

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll)

 

Βή­χας σὲ συ­ναυ­λί­α

(Husten im Konzert)

 

ΞΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ ὁ Μπέρ­τραμ ἀ­νή­κει σ’ αὐ­τὴν τὴν κα­τη­γο­ρί­α ἀν­θρώ­πων, πού, νευ­ρω­τι­κοὶ κα­θὼς εἶ­ναι, μὴ ὄν­τας κα­τὰ τὸ ἐ­λά­χι­στο κρυ­ω­μέ­νοι, αἴφ­νης ξε­σποῦν σὲ βή­χα ἐν μέ­σῳ συ­ναυ­λι­ῶν. Ὁ βή­χας ξε­κι­νᾶ ὕ­που­λα, σὰν ἁ­πα­λό, φι­λι­κὸ σχε­δόν, θρό­ι­σμα ποὺ σὲ τί­πο­τα —λές— δι­α­φέ­ρει ἀ­π’ τὸ ρύθ­μι­σμα μου­σι­κοῦ ὀρ­γά­νου. Στὴ συ­νέ­χεια ὅ­μως αὐ­ξά­νει στα­δια­κὰ γιὰ νὰ φτά­σει νὰ γί­νει —ὑ­πα­κού­ον­τας σὲ μιὰ νο­μο­τέ­λεια ἀ­δι­ό­ρα­τη— ἔ­κρη­ξη ἠ­χη­τι­κὴ ποὺ κά­νει τὰ μαλ­λιὰ τῆς μπρο­στι­νῆς κυ­ρί­ας νὰ λι­κνί­ζον­ται σὰν ἀ­νά­λα­φρα πα­νιὰ ἱ­στι­ο­φό­ρου.

         Ὅ­πως ἁρ­μό­ζει στὴν εὐ­αι­σθη­σί­α του, ὁ Μπέρ­τραμ βή­χει δυ­να­τά, ὅ­ταν ἡ μου­σι­κὴ ἠ­χεῖ ἀ­πα­λά, καὶ ἠ­πι­ό­τε­ρα , ὅ­ταν ἡ μου­σι­κὴ δυ­να­μώ­νει. Μὲ τὸ ἄ­χα­ρο φω­νη­τι­κό του ὄρ­γα­νο ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ ἄ­κρον ἄ­ω­τον τῆς δυ­σαρ­μο­νί­ας. Κα­θὼς μά­λι­στα δι­α­θέ­τει λαμ­πρὴ μνή­μη καὶ ξέ­ρει ἀ­π’ ἔ­ξω κι ἀ­να­κα­τω­τὰ τὶς παρ­τι­τοῦ­ρες, παί­ζει γιὰ ’­μέ­να —τὸν ἀ­νί­δε­ο— τὸ ρό­λο τοῦ μέν­το­ρα. Σὰν ἀρ­χί­ζει νὰ ἱ­δρώ­νει καὶ τὰ ἀ­φτιά του κοκ­κι­νί­ζουν κι ἐ­κεῖ­νος συγ­κρα­τεῖ τὴν ἀ­να­πνο­ή του βγά­ζον­τας νευ­ρι­κὰ ἀ­π’ τὴν τσέ­πη του τὶς κα­ρα­μέ­λες γιὰ τὸ βή­χα, ἐ­νῶ ἡ δι­εισ­δυ­τι­κὴ μυ­ρω­διὰ εὐ­κα­λύ­πτου δι­α­χέ­ε­ται στὸ χῶ­ρο τρι­γύ­ρω, ἔ, τό­τε ξέ­ρω πὼς ἡ μου­σι­κὴ περ­νᾶ σὲ δυ­να­τὸ ντι­μι­νου­έν­το. Κι ὄν­τως: τὸ δο­ξά­ρι τοῦ βι­ο­λι­στῆ μό­λις ποὺ χα­ϊ­δεύ­ει τὶς χορ­δὲς κι ὁ πι­α­νί­στας δί­νει τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς μᾶλ­λον γη­τεύ­ει καὶ κα­θη­συ­χά­ζει τὸ πιά­νο του· μιά, ἂς ποῦ­με, ὁ­λό­τε­λα οἰ­κεί­α γερ­μα­νι­κὴ ἐ­σω­τε­ρι­κό­τη­τα δι­α­χέ­ε­ται τό­τε στὴν αἴ­θου­σα καὶ νὰ ποὺ ὁ Μπέρ­τραμ κά­θε­ται δί­πλα μὲ τὰ μά­γου­λα φου­σκω­μέ­να, ἕ­τοι­μα νὰ ἐ­κρα­γοῦν, στὰ μά­τια βα­ριὰ ἡ δυ­σθυ­μί­α καὶ ξαφ­νι­κά… ἡ ἔ­κρη­ξη!

        Κα­θὼς μό­νο ἄν­θρω­ποι ἀ­ρί­στου ἀ­γω­γῆς συ­χνά­ζουν σὲ συ­ναυ­λί­ες στὴν πό­λη μας, κα­νεὶς δὲ γυ­ρί­ζει βε­βαί­ως νὰ κοι­τά­ξει, οὔ­τε καὶ κά­νει ὑ­πο­δεί­ξεις καὶ μα­θή­μα­τα κα­λῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς. Ὡ­στό­σο, εὔ­κο­λα ἀν­τι­λαμ­βά­νε­σαι πὼς τὸ κοι­νὸ βρί­σκε­ται ἕ­να μό­λις βῆ­μα πρὶν τὴν ἔ­κρη­ξη καὶ τὸ πα­ρα­κο­λου­θεῖς νὰ τι­νά­ζε­ται κά­θε φο­ρὰ ποὺ ὁ Μπέρ­τραμ βή­χει ἐκ νέ­ου. Ἕ­να ἀ­δι­ά­κο­πο γά­βγι­σμα βγαί­νει θαρ­ρεῖς ἀ­π’ τὸ στό­μα του, γά­βγι­σμα ποὺ στα­δια­κὰ ἁ­πα­λύ­νε­ται, κα­θὼς τε­λει­ώ­νει ἐ­πι­τέ­λους τὸ ντι­μι­νου­έν­το. Τό­τε, ἐ­κεῖ­νος κα­τα­πί­νει μὲ μιᾶς τὸ χυ­μὸ εὐ­κα­λύ­πτου τῆς κα­ρα­μέ­λας, ἔ­τσι ποὺ τὸ μῆ­λο τοῦ Ἀ­δὰμ στὸ λαι­μό του μοιά­ζει μὲ σβέλ­το ἀ­νελ­κυ­στή­ρα.

        Τὸ φρι­κτὸ εἶ­ναι ὅ­τι ὁ Μπέρ­τραμ φαί­νε­ται νὰ δί­νει μὲ τὸ βή­χα του τὸ πα­ράγ­γελ­μα καὶ στοὺς ὑ­πό­λοι­πους νευ­ρω­τι­κούς, ἀ­νε­ξαρ­τή­τως βαθ­μοῦ νεύ­ρω­σής τους. Σὰν σκύ­λοι ποὺ ἀ­να­γνω­ρί­ζουν ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λο ἀ­π’ τὸ γά­βγι­σμα, τοῦ ἀ­παν­τοῦν ἀ­π’ ὅ­λες τὶς γω­νι­ὲς τῆς αἴ­θου­σας. Πα­ρά­ξε­νο, ἀλ­λὰ κι ἐ­γὼ ἀ­κό­μα, ποὺ ὑ­πὸ κα­νο­νι­κὲς συν­θῆ­κες οὔ­τε ἀρ­ρω­σταί­νω, οὔ­τε καὶ τὰ νεῦ­ρα μου πά­σχουν, ναί, ἀ­κό­μα κι ἐ­γὼ αἰ­σθά­νο­μαι ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὅ­σο προ­χω­ρᾶ ἡ συ­ναυ­λί­α, μιὰ ἀ­κα­τα­νί­κη­τη τά­ση γιὰ βή­χα. Νι­ώ­θω τὰ χέ­ρια μου νὰ ἱ­δρώ­νουν καὶ ἐ­μέ­να τὸν ἴ­διο νὰ γί­νο­μαι θύ­μα μιᾶς ἐ­σω­τε­ρι­κῆς πα­ρά­λυ­σης. Καὶ ξαφ­νι­κὰ κα­τα­λα­βαί­νω πὼς κά­θε προ­σπά­θεια εἶ­ναι μά­ται­η: θὰ βή­ξω. Αἰ­σθά­νο­μαι ἕ­να γαρ­γα­λη­τὸ στὸ λαι­μό, σχε­δὸν δὲν παίρ­νω ἀ­νά­σα πιά, τὸ σῶ­μα μου εἶ­ναι λου­σμέ­νο στὸν ἱ­δρώ­τα, τὸ πνεῦ­μα μου ἀ­πὸν καὶ ἡ ψυ­χή μου ὑ­πο­χεί­ρια μιᾶς ἀ­γω­νί­ας ὑ­παρ­ξια­κῆς. Στα­μα­τῶ ν’ ἀ­να­σαί­νω κα­νο­νι­κά, πε­ρι­ερ­γά­ζο­μαι νευ­ρι­κὰ τὸ μαν­τή­λι στὴν πα­λά­μη μου, ἕ­τοι­μος νὰ τὸ φέ­ρω μπρο­στὰ στὸ στό­μα μου ἂν χρεια­στεῖ κι ἔ­τσι, ἀν­τὶ ν’ ἀ­κού­ω τὴ μου­σι­κή, ἀ­φουγ­κρά­ζο­μαι τὸ νευ­ρω­τι­κὸ γά­βγι­σμα τῶν ὑ­πε­ρευ­αί­σθη­των συ­να­κρο­α­τῶν μου, ποὺ ἀ­κο­λου­θοῦν μὲ μιᾶς τὸ πα­ράγ­γελ­μα τοῦ ἑ­νός.

        Λί­γο πρὶν τὸ δι­ά­λειμ­μα εἶ­μαι βέ­βαι­ος πιὰ γιὰ τὴ με­τά­δο­ση τῆς νεύ­ρω­σης: δὲν ἀν­τέ­χω ἄλ­λο. Ἀρ­χί­ζω νὰ σι­γον­τά­ρω τὸν Μπέρ­τραμ, βή­χον­τας σύγ­κορ­μος μέ­χρι νὰ φτά­σει τὸ δι­ά­λειμ­μα, ὁ­πό­τε μὲ τὸ πο­λυ­πό­θη­το χει­ρο­κρό­τη­μα τρέ­χω στὴν γκαρ­ντα­ρόμ­πα. Λου­σμέ­νος στὸν ἱ­δρώ­τα ἀ­π’ τὸ κε­φά­λι ὣς τὰ νύ­χια κι ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος ἀ­π’ τοὺς σπα­σμοὺς τοῦ βή­χα, προ­σπερ­νῶ τὸν πορ­τι­έ­ρη καὶ βγαί­νω στὸν κα­θα­ρὸ ἀ­έ­ρα.

        Ἑ­πό­με­νο εἶ­ναι ποὺ ἄρ­χι­σα ν’ ἀρ­νοῦ­μαι, εὐ­γε­νι­κὰ μέν, πει­σμα­τι­κὰ δέ, τὶς προ­σκλή­σεις τοῦ Μπέρ­τραμ σὲ συ­ναυ­λί­ες. Μό­νο ἀ­ραι­ὰ καὶ ποὺ πιὰ τὸν συ­νο­δεύ­ω στὶς κο­ρυ­φαῖ­ες ἐκ­δη­λώ­σεις τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ μας. Ἀλ­λὰ καὶ τό­τε ἀ­κό­μα, μό­νο ὑ­πὸ τὴν προ­ϋ­πό­θε­ση ὅ­τι οἱ τρομ­πέ­τες θὰ ὑ­περ­κα­λύ­πτουν κά­θε ἄλ­λο ἦ­χο ἢ ὅ­τι ἀν­τρι­κὴ χο­ρω­δί­α θὰ βά­ζει κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ τὰ δυ­να­τά της σὲ κομ­μά­τια ὅ­πως «Κα­ται­γι­σμὸς βρον­τῶν» ἢ «Ἡ χι­ο­νο­στι­βά­δα». Ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει, σὲ ἔρ­γα ὅ­που εἶ­ναι δε­δο­μέ­να ἡ ὑ­ψη­λὴ ἠ­χη­τι­κὴ ἔν­τα­ση κι ἕ­να κά­ποι­ο φορ­τί­σι­μο. Μό­νο ποὺ ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὸ τὸ εἶ­δος μου­σι­κῆς δὲ μ’ ἐν­δι­α­φέ­ρει.

        Εἶ­ναι παν­τε­λῶς ἄ­σκο­πο νὰ προ­σπα­θοῦν οἱ για­τροὶ ντὲ καὶ κα­λὰ νὰ μὲ πεί­σουν ὅ­τι ἔ­χουν πει­ρα­χτεῖ τὰ νεῦ­ρα μου κι ὅ­τι πρέ­πει νὰ ἐ­λέγ­χω τὸν ἑ­αυ­τό μου. Χαί­ρω πο­λύ, ξέ­ρω ὅ­τι φταῖ­νε τὰ νεῦ­ρα μου. Ἔ­λα ὅ­μως ποὺ ἐ­κεῖ­να μ’ ἐγ­κα­τα­λεί­πουν ὅ­ταν κά­θο­μαι δί­πλα στὸν Μπέρ­τραμ. Ὅ­σο γιὰ τὸν αὐ­το­έ­λεγ­χο, τζάμ­πα χά­νουν τὰ λό­για τους. Μοῦ εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἀ­δύ­να­το. Τί νὰ πῶ, ἴ­σως μω­ρὸ νὰ μὲ να­νού­ρι­ζαν λέ­γον­τάς μου ὅ­τι δὲ θὰ γί­νω πο­τὲ ἄν­θρω­πος μὲ αὐ­το­έ­λεγ­χο.

        Κα­τη­φὴς ξε­φυλ­λί­ζω πιὰ τὰ δι­α­φη­μι­στι­κὰ φυλ­λά­δια τῶν δι­α­φό­ρων συ­ναυ­λι­ῶν. Ἀ­δύ­να­το νὰ ἐν­δώ­σω στὸν πει­ρα­σμό τους, ἀ­φοῦ γνω­ρί­ζω ὅ­τι ὁ Μπέρ­τραμ θά ’­ναι ἐ­κεῖ καὶ θὰ μὲ πε­ρι­μέ­νει. Καὶ μὲ τὸ ποὺ ἀ­κού­σω τὸν πρῶ­το του ψί­θυ­ρο, ὁ αὐ­το­έ­λεγ­χος πά­ει πε­ρί­πα­το.

 

 

Πηγή: „Du fährst zu oft nach Heidelberg und andere Erzählungen“, Heinrich Böll, Deutscher Taschen­buch Verlag, München, 2004, S. 41-44.

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll· Κο­λω­νί­α, 21 Δε­κεμ­βρί­ου 1917 – Κρό­ι­τσα­ου-Λάγ­κεν­μπροχ, 16 Ἰ­ου­λί­ου 1985). Ἀ­πὸ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­στῶν κα­θο­λι­κῶν, με­γά­λω­σε μὲ φι­λε­λεύ­θε­ρες ἰ­δέ­ες κι ἔ­μα­θε νὰ μι­σεῖ τὸ να­ζι­σμό. Τὸ 1938 ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ δι­α­κό­ψει τὶς σπου­δές του στὸ πα­νε­πι­στή­μιο γιὰ νὰ κα­τα­τα­γεῖ στὸν στρα­τό. Κα­τὰ τὸν Β΄ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο ὑ­πη­ρέ­τη­σε σὲ δι­ά­φο­ρα μέ­τω­πα, ἀ­πὸ τὴ Γαλ­λί­α ὣς τὴ Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση, ὥ­σπου τὸν συ­νέ­λα­βαν αἰχ­μά­λω­το οἱ Ἀ­με­ρι­κα­νοί. Λό­γῳ κρυ­ο­πα­γη­μά­των ἔ­χα­σε τὰ δά­χτυ­λα τῶν πο­δι­ῶν του μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ τα­λα­νί­ζε­ται σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ὴ στὰ νο­σο­κο­μεῖ­α. Τὸ 1945 ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν Κο­λω­νί­α καὶ σύν­το­μα κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ὡς ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς με­γα­λύ­τε­ρους συγ­γρα­φεῖς τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς γε­νιᾶς καὶ ἀ­να­γνω­ρί­στη­κε ὡς μιὰ ἀ­πὸ τὶς φω­νὲς συ­νεί­δη­σης καὶ τοὺς ὀ­ξυ­δερ­κέ­στε­ρους πα­ρα­τη­ρη­τὲς τῆς γερ­μα­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας. Οἱ πρῶ­τες του νου­βέ­λες, Τὸ τρέ­νο ἦρ­θε στὴν ὥ­ρα του καὶ Ἀ­δάμ, ποῦ ἤ­σουν; μι­λοῦν γιὰ τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἔ­χουν ἐμ­πλα­κεῖ στὸν πό­λε­μο. Τὰ με­τα­γε­νέ­στε­ρα ἔρ­γα του, ὅ­πως τὸ Γνω­ρι­μί­α μὲ τὴ νύ­χτα καὶ Τὸ ἀ­φύ­λα­χτο σπί­τι, μι­λοῦν γιὰ τὸ ἠ­θι­κὸ κε­νὸ πί­σω ἀ­πὸ τὸ “οἰ­κο­νο­μι­κὸ θαῦ­μα” τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς Γερ­μα­νί­ας, ἐ­νῶ Τὸ ψω­μὶ τῶν πρώ­των χρό­νων ἀ­πει­κο­νί­ζει τὴ φτώ­χεια, τὸ ζό­φο καὶ τὴν πεί­να τῶν πρώ­των με­τα­πο­λε­μι­κῶν χρό­νων. Ἄλ­λα ση­μαν­τι­κὰ ἔρ­γα του εἶ­ναι: Οἱ ἀ­πό­ψεις ἑ­νὸς κλό­ουν, Ὁ­μα­δι­κὸ πορ­τραῖ­το μὲ μία κυ­ρί­α, Ἡ χα­μέ­νη τι­μὴ τῆς Κα­τε­ρί­νας Μπλούμ, Γυ­ναῖ­κες σὲ το­πί­ο μὲ πο­τά­μι. Πο­λέ­μιος τοῦ ΝΑΤΟ ἀλ­λὰ καὶ τοῦ σο­βι­ε­τι­κοῦ κα­θε­στῶ­τος, σο­σι­αλ­δη­μο­κρά­της καὶ εἰ­ρη­νι­στής, ἐ­πέ­συ­ρε δρι­μύ­τα­τες ἐ­πι­κρί­σεις ἀ­πὸ τοὺς συν­τη­ρη­τι­κοὺς κύ­κλους, οἱ ὁ­ποῖ­ες δὲν κάμ­φθη­καν οὔ­τε ὅ­ταν τι­μή­θη­κε μὲ τὸ βρα­βεῖ­ο Νόμ­πελ Λο­γο­τε­χνί­ας, τὸ 1972. (Πηγή: http://www.perizitito.gr )

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά: 

Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): Σπού­δα­σε με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ κρά­τους στὴ Χα­ϊλ­δελ­βέρ­γη τῆς Γερ­μα­νί­ας. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἱ­σπα­νι­κά.

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll): Στὴ γέφυρα

 

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll) 

 

Στὴ γέφυρα

(An der Brücke)

 

ΟΥ ΕΚΑΝΑΝ ΡΑΜΜΑΤΑ στὰ πό­δια καὶ μοῦ ἔ­δω­σαν τέ­τοι­ο πό­στο ποὺ νὰ μπο­ρῶ νὰ κά­θο­μαι. Τί πό­στο; Με­τρῶ τοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ περ­νοῦν ἀ­π’ τὴν και­νού­ρια γέ­φυ­ρα. Τὸ χαί­ρον­ται νὰ μπο­ροῦν ν’ ἀ­πο­δεί­ξουν τὴν ἀ­ξι­ο­σύ­νη τους μὲ νού­με­ρα, ξε­τρε­λαί­νον­ται μὲ αὐ­τὸ τὸ ἀ­νού­σιο Τί­πο­τα, φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ με­ρι­κὰ ψη­φί­α, καὶ ὅ­λη μέ­ρα, ναί, ὅ­λη μέ­ρα πη­γαί­νει τὸ ἄ­λα­λο στό­μα μου σὰν μη­χα­νι­σμὸς ρο­λο­γιοῦ ποὺ κα­τα­γρά­φει τὸ ἕ­να ψη­φί­ο με­τὰ τὸ ἄλ­λο γιὰ νὰ τοὺς χα­ρί­σει κα­τὰ τὸ βρά­δυ τὸ θρί­αμ­βο ἑ­νὸς ἀ­ριθ­μοῦ.

         Τὰ πρό­σω­πά τους λάμ­πουν σὰν τοὺς ἀ­να­κοι­νώ­νω τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ὅ­σο δὲ με­γα­λύ­τε­ρος ὁ ἀ­ριθ­μός, τό­σο πε­ρισ­σό­τε­ρο λάμ­πουν ἐ­κεῖ­νοι, ἔ­χον­τας πλέ­ον ἕ­να λό­γο νὰ ξα­πλώ­σουν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι στὸ κρε­βά­τι τους. Πῶς ἀλ­λι­ῶς, ἀ­φοῦ πολ­λὲς χι­λιά­δες ἀν­θρώ­πων περ­νοῦν κα­θη­με­ρι­νῶς ἀ­πὸ τὴν και­νού­ρια τους γέ­φυ­ρα;

        Κι ὅ­μως, οἱ στα­τι­στι­κές τους δὲν εὐ­στα­θοῦν. Νὰ μὲ συγ­χω­ρή­σουν, ἀλ­λὰ δὲν ἀ­λη­θεύ­ουν. Εἶ­μαι ἀ­να­ξι­ό­πι­στος, ἂν καὶ κα­τα­φέρ­νω νὰ προ­κα­λῶ στοὺς ἄλ­λους τὴν ἐν­τύ­πω­ση τοῦ εὐ­συ­νεί­δη­του.

        Κα­τὰ βά­θος μὲ χα­ρο­ποι­εῖ νὰ κα­τα­πί­νω ποῦ καὶ ποῦ κα­νέ­ναν πε­ρα­στι­κό, ἐ­νῶ ἄλ­λες φο­ρὲς πά­λι, αἰ­σθα­νό­με­νος συμ­πό­νια, τοὺς χα­ρί­ζω με­ρι­κούς. Κρα­τῶ τὴν τύ­χη τους στὰ χέ­ρια μου. Ὅ­ταν εἶ­μαι ὀρ­γι­σμέ­νος ἢ δὲν ἔ­χω νὰ κά­νω τσι­γά­ρο, τοὺς δί­νω μό­νο τὸ μέ­σο ὅ­ρο, ἴ­σως καὶ κά­τω ἀ­π’ τὸ μέ­σο ὅ­ρο. Ὅ­ταν πά­λι ἡ καρ­διά μου ἀ­γαλ­λιᾶ καὶ εἶ­μαι χα­ρού­με­νος, ἐ­πι­τρέ­πω στὴ γεν­ναι­ο­δω­ρί­α μου νὰ με­του­σι­ω­θεῖ σὲ ἀ­ριθ­μοὺς πεν­τα­ψή­φιους. Καὶ εἶ­ναι τό­τε τό­σο εὐ­τυ­χεῖς! Μοῦ ἁρ­πά­ζουν τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀ­π’ τὰ χέ­ρια, μὲ χτυ­ποῦν ἐ­πι­δο­κι­μα­στι­κὰ στὸν ὦ­μο καὶ τὰ μά­τια τους λάμ­πουν. Δὲν ἔ­χουν ἰ­δέ­α! Καὶ με­τὰ ρί­χνον­ται στοὺς πολ­λα­πλα­σια­σμοὺς καὶ τὶς δι­αι­ρέ­σεις καὶ τὶς πο­σο­στο­ποι­ή­σεις καὶ ξέ­ρω ’­γὼ τί ἄλ­λο. Λο­γα­ριά­ζουν πό­σοι ἄν­θρω­ποι περ­νοῦν ἀ­π’ τὴ γέ­φυ­ρα κά­θε λε­πτὸ καὶ πό­σοι θὰ ἔ­χουν πε­ρά­σει ἀ­π’ αὐ­τὴ σὲ δέ­κα χρό­νια. Ἀ­γα­ποῦν τὸ συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα, λα­τρεύ­ουν τὸν συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα, εἰ­δι­κεύ­ον­ται στὸν συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα. Κι ὅ­μως, νὰ μὲ συγ­χω­ρή­σουν, ἀλ­λὰ ὅ­λα αὐ­τὰ δὲν ἰ­σχύ­ουν…

        Σὰν περ­νᾶ ἀ­π’ τὴ γέ­φυ­ρα ἡ μι­κρή μου ἀ­γα­πη­μέ­νη
—καὶ περ­νᾶ δυ­ὸ φο­ρὲς ἡ­με­ρη­σί­ως—, τό­τε ἡ καρ­διά μου στα­μα­τᾶ. Ὁ ἀ­κού­ρα­στος χτύ­πος τῆς καρ­διᾶς μου ἁ­πλῶς παύ­ει, ἕ­ως ὅ­του ἐ­κεί­νη στρί­ψει στὴν ἀ­λέ­α καὶ χα­θεῖ. Καὶ ὅ­λους, ὅ­σοι τυ­χαί­νει νὰ περ­νοῦν στὸ με­τα­ξύ, τοὺς ἀ­πο­σι­ω­πῶ. Αὐ­τὰ τὰ δύο λε­πτὰ ἀ­νή­κουν σ’ ἐ­μέ­να, εἶ­ναι δι­κά μου καὶ δὲν τοὺς ἐ­πι­τρέ­πω νὰ μοῦ τὰ πά­ρουν. Καὶ τὸ βρά­δυ πά­λι, κα­θὼς ἐ­κεί­νη ἐ­πι­στρέ­φει ἀ­π’ τὸ πα­γω­το­πω­λεῖ­ο, κα­θὼς ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ τοῦ πε­ζο­δρο­μί­ου προ­σπερ­νᾶ τὸ στό­μα μου —αὐ­τὸ τὸ στό­μα ποὺ συ­νε­χῶς με­τρᾶ καὶ με­τρᾶ—, στα­μα­τᾶ καὶ πά­λι ἡ καρ­διά μου κι ἐ­γὼ ἀρ­χί­ζω ξα­νὰ νὰ με­τρῶ μο­νά­χα σὰν τὴ χά­σω ἀ­π’ τὰ μά­τια μου. Καὶ ὅ­λοι ὅ­σοι ἔ­χουν τὴν τύ­χη νὰ πε­ρά­σουν σὲ αὐ­τὰ ἀ­κρι­βῶς τὰ λε­πτὰ ἐμ­πρὸς ἀ­π’ τὰ τυ­φλά μου μά­τια, δὲν περ­νοῦν στὴν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τῶν στα­τι­στι­κῶν. Ἄν­δρες-σκι­ές, γυ­ναῖ­κες-σκι­ές, ἀ­νύ­παρ­κτες ὀν­τό­τη­τες ποὺ δὲ θὰ βα­δί­σουν πο­τὲ στὸ συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα τῶν στα­τι­στι­κῶν…

        Φῶς φα­νά­ρι πὼς τὴν ἀ­γα­πῶ. Ἐ­κεί­νη ὅ­μως δὲ γνω­ρί­ζει τί­πο­τα κι οὔ­τε θὰ ἤ­θε­λα νὰ τὸ μά­θει. Δὲν πρέ­πει κὰν νὰ δι­α­νο­η­θεῖ κα­τὰ τί ἀ­παί­σιο τρό­πο ἀλ­λοι­ώ­νει τοὺς ὑ­πο­λο­γι­σμούς· ἀν­τι­θέ­τως, πρέ­πει νὰ πα­ρα­μεί­νει ἀ­θώ­α κι ἀ­νυ­πο­ψί­α­στη καὶ μὲ τὰ μα­κριὰ κα­στα­νά της μαλ­λιὰ καὶ τὰ ντε­λι­κά­τα πό­δια της νὰ συ­νε­χί­σει νὰ πη­γαί­νει στὸ πα­γω­το­πω­λεῖ­ο καὶ νὰ παίρ­νει γε­ρὸ φι­λο­δώ­ρη­μα. Τὴν ἀ­γα­πῶ. Εἶ­ναι ὁ­λο­φά­νε­ρο, τὴν ἀ­γα­πῶ.

        Πρό­σφα­τα μοῦ ἔ­κα­ναν ἔ­λεγ­χο. Τὸ παι­δὶ ποὺ κά­θε­ται ἀ­πέ­ναν­τι καὶ με­τρᾶ τ’ αὐ­το­κί­νη­τα μοῦ τὸ σφύ­ρι­ξε ἐγ­καί­ρως καὶ πρό­σε­χα ὅ­σο δὲν πά­ει ἄλ­λο. Με­τροῦ­σα μα­νι­ω­δῶς. Χι­λι­ο­με­τρη­τὴς δὲ θὰ με­τροῦ­σε κα­λύ­τε­ρα. Ὁ ἴ­διος ὁ προ­ϊ­στά­με­νος τῆς στα­τι­στι­κῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας στά­θη­κε ἀ­πέ­ναν­τι, ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη με­ριὰ τοῦ δρό­μου, καὶ συ­νέ­κρι­νε ἀρ­γό­τε­ρα τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς δι­κῆς του κα­τα­μέ­τρη­σης γιὰ μί­α ὁ­ρι­σμέ­νη ὥ­ρα μὲ τὸ δι­κό μου ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Μοῦ ἔ­λει­πε μό­νον ἕ­νας. Πέ­ρα­σε ἡ μι­κρή μου ἀ­γα­πη­μέ­νη καὶ πο­τὲ μὰ πο­τὲ δὲ θὰ ἐ­πέ­τρε­πα νὰ με­τα­φερ­θεῖ τὸ ὄ­μορ­φο αὐ­τὸ κο­ρί­τσι σὲ συν­τε­λε­σμέ­νο μέλ­λον­τα. Αὐ­τήν, τὴ μι­κρή μου ἀ­γα­πη­μέ­νη, δὲν τὴν πολ­λα­πλα­σιά­ζει, οὔ­τε τὴ δια­ιρεῖ κα­νείς, κα­νεὶς δὲν τὴν με­τα­τρέ­πει σὲ πο­σο­στια­ῖο Τί­πο­τα. Αἱ­μορ­ρα­γοῦ­σε ἡ καρ­διά μου ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ συ­νε­χί­σω τὸ μέ­τρη­μα καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὴν κοι­τά­ζω κα­θὼς περ­νοῦ­σε, ἀλ­λὰ καὶ στὸ παι­δὶ ἀ­πέ­ναν­τι ποὺ με­τρά­ει τ’ αὐ­το­κί­νη­τα εἶ­μαι εὐ­γνώ­μων. Ἦ­ταν γιὰ ‘μέ­να θέ­μα ζω­ῆς καὶ θα­νά­του.

        Ὁ προ­ϊ­στά­με­νος μὲ χτύ­πη­σε ἐ­πι­δο­κι­μα­στι­κὰ στὸν ὦ­μο καὶ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι εἶ­μαι κα­λός, πι­στὸς κι εὐ­συ­νεί­δη­τος. «Ἕ­νας λι­γό­τε­ρος δὲν εἶ­ναι τί­πο­τε» εἶ­πε. «Εἶ­ναι στὰ ὅ­ρια τοῦ στα­τι­στι­κοῦ σφάλ­μα­τος. Θὰ ζη­τή­σω νὰ με­τα­τε­θεῖ­τε στὶς ἅ­μα­ξες.»

        Ἅ­μα­ξες; Τώ­ρα ἔ­πια­σα τὴν κα­λή! Ἅ­μα­ξες ση­μαί­νει ἀ­ρα­λί­κι δί­χως προ­η­γού­με­νο. Περ­νοῦν τὸ πο­λὺ 25 ἅ­μα­ξες τὴ μέ­ρα καὶ δὲν εἶ­ναι δὰ καὶ δύ­σκο­λο νὰ περ­νᾶς στὸ ἑ­πό­με­νο νού­με­ρο κά­θε μι­σὴ ὥ­ρα. Γι’ αὐ­τὸ λέ­ω: ἀ­ρα­λί­κι!

        Στὶς ἅ­μα­ξες θὰ ἦ­ταν ἐκ­πλη­κτι­κά. Με­τα­ξὺ τέσ­σε­ρις κι ὀ­χτὼ ἀ­πα­γο­ρεύ­ε­ται ἡ κυ­κλο­φο­ρί­α τους στὴ γέ­φυ­ρα καὶ θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ πη­γαί­νω γιὰ πε­ρί­πα­το ἢ στὸ πα­γω­το­πω­λεῖ­ο, νὰ τὴν κοι­τά­ζω μὲ τὶς ὧ­ρες ἢ ἀ­κό­μα καὶ νὰ τὴ συ­νο­δεύ­ω στὸ δρό­μο γιὰ τὸ σπί­τι ἕ­ως ἑ­νὸς ση­μεί­ου, τὴ μι­κρή μου ἀ­κα­τα­μέ­τρη­τη ἀ­γα­πη­μέ­νη…

 

  

Πηγή: http://www.lehrerbarth.de/Deutsch/D10/Boell-An%20der%20Bruecke.pdf

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll· Κο­λω­νί­α, 21 Δε­κεμ­βρί­ου 1917 – Κρό­ι­τσα­ου-Λάγ­κεν­μπροχ, 16 Ἰ­ου­λί­ου 1985). Ἀ­πὸ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­στῶν κα­θο­λι­κῶν, με­γά­λω­σε μὲ φι­λε­λεύ­θε­ρες ἰ­δέ­ες κι ἔ­μα­θε νὰ μι­σεῖ τὸ να­ζι­σμό. Τὸ 1938 ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ δι­α­κό­ψει τὶς σπου­δές του στὸ πα­νε­πι­στή­μιο γιὰ νὰ κα­τα­τα­γεῖ στὸν στρα­τό. Κα­τὰ τὸν Β΄ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο ὑ­πη­ρέ­τη­σε σὲ δι­ά­φο­ρα μέ­τω­πα, ἀ­πὸ τὴ Γαλ­λί­α ὣς τὴ Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση, ὥ­σπου τὸν συ­νέ­λα­βαν αἰχ­μά­λω­το οἱ Ἀ­με­ρι­κα­νοί. Λό­γῳ κρυ­ο­πα­γη­μά­των ἔ­χα­σε τὰ δά­χτυ­λα τῶν πο­δι­ῶν του μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ τα­λα­νί­ζε­ται σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ὴ στὰ νο­σο­κο­μεῖ­α. Τὸ 1945 ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν Κο­λω­νί­α καὶ σύν­το­μα κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ὡς ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς με­γα­λύ­τε­ρους συγ­γρα­φεῖς τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς γε­νιᾶς καὶ ἀ­να­γνω­ρί­στη­κε ὡς μιὰ ἀ­πὸ τὶς φω­νὲς συ­νεί­δη­σης καὶ τοὺς ὀ­ξυ­δερ­κέ­στε­ρους πα­ρα­τη­ρη­τὲς τῆς γερ­μα­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας. Οἱ πρῶ­τες του νου­βέ­λες, Τὸ τρέ­νο ἦρ­θε στὴν ὥ­ρα του καὶ Ἀ­δάμ, ποῦ ἤ­σουν; μι­λοῦν γιὰ τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἔ­χουν ἐμ­πλα­κεῖ στὸν πό­λε­μο. Τὰ με­τα­γε­νέ­στε­ρα ἔρ­γα του, ὅ­πως τὸ Γνω­ρι­μί­α μὲ τὴ νύ­χτα καὶ Τὸ ἀ­φύ­λα­χτο σπί­τι, μι­λοῦν γιὰ τὸ ἠ­θι­κὸ κε­νὸ πί­σω ἀ­πὸ τὸ “οἰ­κο­νο­μι­κὸ θαῦ­μα” τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς Γερ­μα­νί­ας, ἐ­νῶ Τὸ ψω­μὶ τῶν πρώ­των χρό­νων ἀ­πει­κο­νί­ζει τὴ φτώ­χεια, τὸ ζό­φο καὶ τὴν πεί­να τῶν πρώ­των με­τα­πο­λε­μι­κῶν χρό­νων. Ἄλ­λα ση­μαν­τι­κὰ ἔρ­γα του εἶ­ναι: Οἱ ἀ­πό­ψεις ἑ­νὸς κλό­ουν, Ὁ­μα­δι­κὸ πορ­τραῖ­το μὲ μία κυ­ρί­α, Ἡ χα­μέ­νη τι­μὴ τῆς Κα­τε­ρί­νας Μπλούμ, Γυ­ναῖ­κες σὲ το­πί­ο μὲ πο­τά­μι. Πο­λέ­μιος τοῦ ΝΑΤΟ ἀλ­λὰ καὶ τοῦ σο­βι­ε­τι­κοῦ κα­θε­στῶ­τος, σο­σι­αλ­δη­μο­κρά­της καὶ εἰ­ρη­νι­στής, ἐ­πέ­συ­ρε δρι­μύ­τα­τες ἐ­πι­κρί­σεις ἀ­πὸ τοὺς συν­τη­ρη­τι­κοὺς κύ­κλους, οἱ ὁ­ποῖ­ες δὲν κάμ­φθη­καν οὔ­τε ὅ­ταν τι­μή­θη­κε μὲ τὸ βρα­βεῖ­ο Νόμ­πελ Λο­γο­τε­χνί­ας, τὸ 1972. (Πηγή: http://www.perizitito.gr )

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά: 

Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): Σπού­δα­σε με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ κρά­τους στὴ Χα­ϊλ­δελ­βέρ­γη τῆς Γερ­μα­νί­ας. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἱ­σπα­νι­κά.

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll): Ἀνταπόκριση ἀπὸ τὴ Βηθλεέμ

 

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll)

 

Ἀνταπόκριση ἀπὸ Βηθλεέμ

(Die Kunde von Bethlehem)

 

ΥΤΟ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΕΥΕ γιὰ πόρ­τα δὲν ἦ­ταν πόρ­τα σω­στή: κάμ­πο­σες σα­νί­δες καρ­φω­μέ­νες ἀ­ραι­ὰ καὶ ἕ­να συρ­μά­τι­νο θη­λύ­κι, πι­α­σμέ­νο σὲ ἕ­να καρ­φί, νὰ κρα­τᾶ ἐ­κεῖ­νο τὸ ὑ­πο­κα­τά­στα­το πόρ­τας κλει­στό. Ὁ ἄν­τρας κον­το­στά­θη­κε καὶ πε­ρί­με­νε: «Εἶ­ναι ντρο­πή», ἀ­να­λο­γί­στη­κε, «νὰ γεν­νά­ει γυ­ναί­κα σὲ τέ­τοι­ο μέ­ρος». Ξε­μάγ­κω­σε προ­σε­κτι­κὰ τὸ συρ­μά­τι­νο θη­λύ­κι ἀ­π’ τὸ καρ­φί, ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα κι ἔ­μει­νε ἐμ­βρόν­τη­τος ἐμ­πρὸς στὸ θέ­α­μα ποὺ ἀν­τί­κρι­σε. Τὸ βρέ­φος ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο στὸ ἄ­χυ­ρο καὶ ἡ νε­ό­τα­τη μη­τέ­ρα, κου­λου­ρι­α­σμέ­νη δί­πλα του, νὰ τοῦ χα­μο­γε­λᾶ… Πί­σω, στὸν τοῖ­χο, στε­κό­ταν κά­ποι­ος, μὰ ὁ ἄν­τρας δὲν τολ­μοῦ­σε νὰ τὸν κοι­τά­ξει. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­π’ αὐ­τοὺς ποὺ οἱ βο­σκοὶ τοὺς περ­νοῦν γιὰ ἀγ­γέ­λους. Γερ­μέ­νος στὸν τοῖ­χο, φο­ροῦ­σε ἕ­ναν γκρι­ζω­πὸ χι­τώ­να καὶ κρα­τοῦ­σε στὰ δυ­ό του χέ­ρια λου­λού­δια: κομ­ψά, κί­τρι­να κρί­να. Ὁ ἄν­τρας αἰ­σθάν­θη­κε τὸ φό­βο νὰ τὸν κυ­ρι­εύ­ει καὶ σκέ­φτη­κε: «Ἴ­σως ν’ ἀ­λη­θεύ­ουν τὰ ὅ­σα δι­α­δί­δουν οἱ βο­σκοὶ στὴν πό­λη.»

         Ἡ νέ­α γυ­ναί­κα σή­κω­σε τὸ βλέμ­μα της καὶ τοῦ ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ φι­λι­κὴ καὶ ὅ­λο ἀ­πο­ρί­α. Ὁ νέ­ος ἄν­τρας εἶ­πε τό­τε: «Ἐ­δῶ μέ­νει ὁ μα­ραγ­κός;»

        Ἡ νέ­α γυ­ναί­κα κού­νη­σε ἀρ­νη­τι­κὰ τὸ κε­φά­λι. «Δὲν εἶ­ναι μα­ραγ­κός. Ἐ­πι­πλο­ποι­ὸς εἶ­ναι.»

        «Δὲν πει­ρά­ζει», ἀ­πάν­τη­σε ὁ ἄν­τρας, «μιὰ πόρ­τα θὰ μπο­ρεῖ νὰ τὴν ἐ­πι­δι­ορ­θώ­σει, ἂν ἔ­χει ἐρ­γα­λεῖ­α μα­ζί του».

        «Ἔ­χει ἐρ­γα­λεῖ­α», ἀ­πάν­τη­σε ἡ Μα­ρί­α, «καὶ ξέ­ρει νὰ ἐ­πι­δι­ορ­θώ­νει καὶ πόρ­τες. Κι αὐ­τὸ τὸ ἔ­κα­νε στὴ Να­ζα­ρέτ».

        Ὥ­στε ἔρ­χον­ταν λοι­πὸν ὄν­τως ἀ­π’ τὴ Να­ζα­ρέτ.

        Ἐ­κεῖ­νος μὲ τὰ λου­λού­δια στὰ χέ­ρια κοί­τα­ξε τὸν ἄν­τρα κι εἶ­πε: «Μὴ φο­βᾶ­σαι.» Ἡ φω­νή του ἠ­χοῦ­σε τό­σο ὄ­μορ­φα, ποὺ ὁ ἄν­τρας ἀ­να­τρί­χια­σε, τολ­μών­τας ὡ­στό­σο αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ νὰ ση­κώ­σει τὸ βλέμ­μα. Ντυ­μέ­νος στὰ γκρί­ζα, εἶ­χε ὄ­ψη ἰ­δι­αί­τε­ρα φι­λι­κή, μὰ λυ­πη­μέ­νη.

        «Στὸν Ἰ­ω­σὴφ μί­λη­σε» εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα. «Θὰ τὸν ξυ­πνή­σω, κοι­μᾶ­ται. Νὰ τοῦ πῶ νὰ ἔρ­θει νὰ φτιά­ξει τὴν πόρ­τα;»

        «Ναί, στὸ παν­δο­χεῖ­ο ‘Στὸν κόκ­κι­νο κα­βα­λά­ρη‘. Ἡ πόρ­τα μαγ­κώ­νει καὶ πρέ­πει νὰ τρο­χί­σει τὴν κά­σα καὶ νὰ ἐ­λέγ­ξει ἂν εἶ­ναι κα­λὰ στε­ρε­ω­μέ­νη. Πε­ρι­μέ­νω ἔ­ξω μέ­χρι νὰ τὸν φω­νά­ξεις.»

        «Μπο­ρεῖς νὰ πε­ρι­μέ­νεις κι ἐ­δῶ» τοῦ εἶ­πε ἡ γυ­ναί­κα.

        «Ὄ­χι, κα­λύ­τε­ρα ἔ­ξω.» Κοί­τα­ξε φευ­γα­λέ­α Ἐ­κεῖ­νον στὰ γκρί­ζα ποὺ τοῦ ἔ­γνε­ψε μὲ τὴ σει­ρά του χα­μο­γε­λών­τας, βγῆ­κε ἀ­π’ τὸ χῶ­ρο πι­σω­πα­τών­τας κι ἔ­κλει­σε προ­σε­κτι­κὰ τὴν πόρ­τα, στε­ρε­ώ­νον­τας καὶ πά­λι τὸ συρ­μά­τι­νο θη­λύ­κι στὸ καρ­φί. Ἄν­τρες μὲ λου­λού­δια τὸν πα­ρα­ξέ­νευ­αν πάν­τα, ἀλ­λὰ ὁ συγ­κε­κρι­μέ­νος οὔ­τε ἔ­μοια­ζε μὲ ἄν­τρα ἀ­κρι­βῶς —οὔ­τε ὅ­μως καὶ μὲ γυ­ναί­κα— κι οὔ­τε τοῦ φά­νη­κε πα­ρά­ξε­νος.

        Ὅ­ταν ξε­πρό­βα­λε ὁ Ἰ­ω­σὴφ μὲ τὴν ἐρ­γα­λει­ο­θή­κη στὸ χέ­ρι, τὸν ἔ­πια­σε ἀ­π’ τὸ βρα­χί­ο­να κι εἶ­πε: «Ἔ­λα, ἀ­πὸ ’­δῶ ἀ­ρι­στε­ρά.» Προ­χώ­ρη­σαν στ’ ἀ­ρι­στε­ρὰ καὶ μό­νο τό­τε βρῆ­κε ὁ ἄν­τρας ἐ­πι­τέ­λους τὸ θάρ­ρος νὰ πεῖ αὐ­τὸ ποὺ ἤ­θε­λε ἤ­δη νὰ πεῖ νω­ρί­τε­ρα στὴ νέ­α γυ­ναί­κα καὶ θὰ τὸ εἶ­χε κά­νει, ἂν δὲν τὸν φό­βι­ζε ἐ­κεῖ­νος μὲ τὰ λου­λού­δια. «Οἱ βο­σκοὶ στὴν πό­λη» ξε­κί­νη­σε, «λέ­νε δι­ά­φο­ρα γιὰ σᾶς». Ὁ Ἰ­ω­σὴφ ὅ­μως δὲν ἀ­πάν­τη­σε, εἶ­πε μό­νο: «Ἐλ­πί­ζω νὰ ἔ­χε­τε του­λά­χι­στον σκαρ­πέ­λο, για­τί ἡ λα­βὴ τοῦ δι­κοῦ μου ἔ­χει σπά­σει. Εἶ­ναι πολ­λὲς πόρ­τες;»

        «Μί­α» ἀ­πάν­τη­σε ὁ ἄν­τρας «κι ἔ­χου­με καὶ σκαρ­πέ­λο». «Ἡ ἐ­πι­σκευ­ὴ ἐ­πεί­γει. Ἔρ­χε­ται στρα­τός.»

        «Στρα­τός; Αὐ­τὴν τὴν ὥ­ρα; Ἄ­σκη­ση θὰ κά­νουν;»

        «Ὄ­χι, δὲν εἶ­ναι ἄ­σκη­ση, ἀλ­λὰ φτά­νει στὴ Βη­θλε­ὲμ ἕ­νας ὁ­λό­κλη­ρος λό­χος.» «Καὶ σὲ μᾶς» πρό­σθε­σε πε­ρή­φα­να, «σὲ μᾶς θὰ μέ­νει ὁ λο­χα­γός.» «Οἱ βο­σκοί…», δὲν πρό­λα­βε ὅ­μως νὰ τε­λει­ώ­σει τὴ φρά­ση του καὶ στα­μά­τη­σε. Τὸ ἴ­διο κι ὁ Ἰ­ω­σήφ. Στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου στε­κό­ταν Ἐ­κεῖ­νος στὰ γκρί­ζα, μὲ μιὰ ἀγ­κα­λιὰ λου­λού­δια, κρί­να λευ­κά, ποὺ τὰ μοί­ρα­ζε σὲ μι­κρὰ παι­διὰ ποὺ ἴ­σα ἴ­σα περ­πα­τοῦ­σαν. Ἔρ­χον­ταν μά­λι­στα ὅ­λο καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρα παι­διὰ καὶ μη­τέ­ρες μὲ μω­ρὰ ποὺ δὲν περ­πα­τοῦ­σαν ἀ­κό­μα. Ὁ ἄν­τρας ποὺ εἶ­χε ἔρ­θει γιὰ νὰ φω­νά­ξει τὸν Ἰ­ω­σὴφ τρό­μα­ξε πο­λύ, καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­κό­μα σὰν εἶ­δε Ἐ­κεῖ­νον νὰ κλαί­ει. Ἡ φω­νὴ καὶ τὰ μά­τια του τὸν εἶ­χαν ἤ­δη τρο­μά­ξει, ἀλ­λὰ τὰ δά­κρυ­ά του ἦ­ταν ἀ­κό­μα πιὸ τρο­μα­χτι­κά. Χά­ι­δευ­ε τὸ στό­μα τῶν παι­διῶν, τὸ μέ­τω­πό τους, φι­λοῦ­σε τὰ βρώ­μι­κά τους χε­ρά­κια κι ἔ­δι­νε στὸ κα­θέ­να ἀ­πὸ ἕ­να κρί­νο.

        «Σ’ ἔ­ψα­χνα», εἶ­πε ὁ Ἰ­ω­σὴφ σ’ Ἐ­κεῖ­νον μὲ τὰ γκρί­ζα, «τώ­ρα δά, κα­θὼς κοι­μό­μουν, ὀ­νει­ρεύ­τη­κα…»

        «Ξέ­ρω» ἀ­πάν­τη­σε ἐ­κεῖ­νος. «Πρέ­πει νὰ φύ­γου­με ἀ­μέ­σως.»

        Πε­ρί­με­νε μιὰ στιγ­μή, μέ­χρι νὰ πε­ρά­σει κι ἕ­να πο­λὺ μι­κρό, βρώ­μι­κο κο­ρι­τσά­κι.

        «Νὰ μὴ φτιά­ξω τὴν πόρ­τα γιὰ τὸ λο­χα­γὸ ποὺ ἔρ­χε­ται;»

        «Ὄ­χι, πρέ­πει νὰ φύ­γου­με ἀ­μέ­σως.» Ἄ­φη­σε τό­τε τὰ παι­διά, ἔ­πια­σε τὸν Ἰ­ω­σὴφ ἀ­π’ τὸ βρα­χί­ο­να κι ὁ Ἰ­ω­σὴφ εἶ­πε στὸν ἄν­τρα ποὺ τὸν εἶ­χε φέ­ρει ὣς ἐ­κεῖ: «Λυ­πᾶ­μαι, ἀλ­λὰ μᾶλ­λον δὲ γί­νε­ται».

        «Ἐν­τά­ξει, δὲν πει­ρά­ζει» εἶ­πε ὁ ἄν­τρας. Κοί­τα­ζε τοὺς δυ­ὸ ν’ ἀ­πο­μα­κρύ­νον­ται, ἐ­πι­στρέ­φον­τας στὸ στά­βλο, καὶ με­τὰ στρά­φη­κε πρὸς τὸ δρό­μο ὅ­που τὰ παι­διὰ χα­ρού­με­να περ­πα­τοῦ­σαν ἐ­δῶ κι ἐ­κεῖ μὲ τὰ με­γά­λα λευ­κά τους κρί­να. Τό­τε ξαφ­νι­κὰ ἄ­κου­σε πί­σω του ὁ­μο­βρον­τί­α ἀ­πὸ ὁ­πλὲς ἀ­λό­γων, γύ­ρι­σε πρὸς τὰ κεῖ καὶ εἶ­δε τὸ λό­χο νὰ μπαί­νει στὴν πό­λη. «Πά­λι θὰ φά­ω βρί­σι­μο», σκέ­φτη­κε, «ἀ­φοῦ δὲν ἔ­φτια­ξα τὴν πόρ­τα».

        Τὰ παι­διὰ στέ­κον­ταν στὸ χεῖ­λος τοῦ δρό­μου κι ἔ­γνε­φαν στοὺς στρα­τι­ῶ­τες μὲ τὰ λου­λού­δια τους. Ἔ­τσι ἔ­φτα­σαν οἱ στρα­τι­ῶ­τες στὴν Βη­θλε­έμ, καλ­πά­ζον­τας σ’ ἕ­να δι­ά­δρο­μο ἀ­πὸ λευ­κὰ κρί­να κι ὁ ἄν­τρας ποὺ εἶ­χε φω­νά­ξει τὸν Ἰ­ω­σὴφ σκέ­φτη­κε: «Νο­μί­ζω ὅ­τι δί­κιο ἔ­χουν οἱ βο­σκοὶ μὲ τὰ ὅ­σα λέ­νε…»

 

 

 

Πηγή: „Du fährst zu oft nach Heidelberg und andere Erzählungen“, Heinrich Böll, Deutscher Taschenbuch Verlag, München, 2004, S. 41-44.

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll· Κο­λω­νί­α, 21 Δε­κεμ­βρί­ου 1917 – Κρό­ι­τσα­ου-Λάγ­κεν­μπροχ, 16 Ἰ­ου­λί­ου 1985). Ἀ­πὸ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­στῶν κα­θο­λι­κῶν, με­γά­λω­σε μὲ φι­λε­λεύ­θε­ρες ἰ­δέ­ες κι ἔ­μα­θε νὰ μι­σεῖ τὸ να­ζι­σμό. Τὸ 1938 ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ δι­α­κό­ψει τὶς σπου­δές του στὸ πα­νε­πι­στή­μιο γιὰ νὰ κα­τα­τα­γεῖ στὸν στρα­τό. Κα­τὰ τὸν Β΄ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο ὑ­πη­ρέ­τη­σε σὲ δι­ά­φο­ρα μέ­τω­πα, ἀ­πὸ τὴ Γαλ­λί­α ὣς τὴ Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση, ὥ­σπου τὸν συ­νέ­λα­βαν αἰχ­μά­λω­το οἱ Ἀ­με­ρι­κα­νοί. Λό­γῳ κρυ­ο­πα­γη­μά­των ἔ­χα­σε τὰ δά­χτυ­λα τῶν πο­δι­ῶν του μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ τα­λα­νί­ζε­ται σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ὴ στὰ νο­σο­κο­μεῖ­α. Τὸ 1945 ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν Κο­λω­νί­α καὶ σύν­το­μα κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ὡς ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς με­γα­λύ­τε­ρους συγ­γρα­φεῖς τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς γε­νιᾶς καὶ ἀ­να­γνω­ρί­στη­κε ὡς μιὰ ἀ­πὸ τὶς φω­νὲς συ­νεί­δη­σης καὶ τοὺς ὀ­ξυ­δερ­κέ­στε­ρους πα­ρα­τη­ρη­τὲς τῆς γερ­μα­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας. Οἱ πρῶ­τες του νου­βέ­λες, Τὸ τρέ­νο ἦρ­θε στὴν ὥ­ρα του καὶ Ἀ­δάμ, ποῦ ἤ­σουν; μι­λοῦν γιὰ τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἔ­χουν ἐμ­πλα­κεῖ στὸν πό­λε­μο. Τὰ με­τα­γε­νέ­στε­ρα ἔρ­γα του, ὅ­πως τὸ Γνω­ρι­μί­α μὲ τὴ νύ­χτα καὶ Τὸ ἀ­φύ­λα­χτο σπί­τι, μι­λοῦν γιὰ τὸ ἠ­θι­κὸ κε­νὸ πί­σω ἀ­πὸ τὸ “οἰ­κο­νο­μι­κὸ θαῦ­μα” τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς Γερ­μα­νί­ας, ἐ­νῶ Τὸ ψω­μὶ τῶν πρώ­των χρό­νων ἀ­πει­κο­νί­ζει τὴ φτώ­χεια, τὸ ζό­φο καὶ τὴν πεί­να τῶν πρώ­των με­τα­πο­λε­μι­κῶν χρό­νων. Ἄλ­λα ση­μαν­τι­κὰ ἔρ­γα του εἶ­ναι: Οἱ ἀ­πό­ψεις ἑ­νὸς κλό­ουν, Ὁ­μα­δι­κὸ πορ­τραῖ­το μὲ μία κυ­ρί­α, Ἡ χα­μέ­νη τι­μὴ τῆς Κα­τε­ρί­νας Μπλούμ, Γυ­ναῖ­κες σὲ το­πί­ο μὲ πο­τά­μι. Πο­λέ­μιος τοῦ ΝΑΤΟ ἀλ­λὰ καὶ τοῦ σο­βι­ε­τι­κοῦ κα­θε­στῶ­τος, σο­σι­αλ­δη­μο­κρά­της καὶ εἰ­ρη­νι­στής, ἐ­πέ­συ­ρε δρι­μύ­τα­τες ἐ­πι­κρί­σεις ἀ­πὸ τοὺς συν­τη­ρη­τι­κοὺς κύ­κλους, οἱ ὁ­ποῖ­ες δὲν κάμ­φθη­καν οὔ­τε ὅ­ταν τι­μή­θη­κε μὲ τὸ βρα­βεῖ­ο Νόμ­πελ Λο­γο­τε­χνί­ας, τὸ 1972. (Πηγή: http://www.perizitito.gr )

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά: 

Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): Σπού­δα­σε με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ κρά­τους στὴ Χα­ϊλ­δελ­βέρ­γη τῆς Γερ­μα­νί­ας. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἱ­σπα­νι­κά.

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll): Περὶ τῆς πτώσεως τοῦ ἠθικοῦ τῶν ἐργαζομένων

 

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll) 

 

Πε­ρὶ τῆς πτώ­σε­ως τοῦ ἠ­θι­κοῦ τῶν ἐρ­γα­ζο­μέ­νων

(Zur Senkung der Arbeitsmoral)

 

Ε ΕΝΑ ΛΙΜΑΝΙ κά­ποι­ας ἀ­κτῆς στὴ δυ­τι­κὴ Εὐ­ρώ­πη βρί­σκε­ται ξα­πλω­μέ­νος μέ­σα στὴ βάρ­κα του καὶ χου­ζου­ρεύ­ει ἕ­νας φτω­χι­κὰ ντυ­μέ­νος ψα­ράς. Ἕ­νας κα­λον­τυ­μέ­νος του­ρί­στας ἀλ­λά­ζει τὸ φὶλμ στὴ φω­το­γρα­φι­κή του μη­χα­νὴ γιὰ νὰ ἀ­πα­θα­να­τί­σει αὐ­τὴν τὴν εἰ­δυλ­λια­κὴ εἰ­κό­να: γα­λα­νὸς ὁ οὐ­ρα­νός, πρά­σι­να τὰ νε­ρά, μὲ εἰ­ρη­νι­κά, χι­ο­νό­λευ­κα κύ­μα­τα, μαύ­ρη ἡ βάρ­κα, κόκ­κι­νος ὁ σκοῦ­φος τοῦ ψα­ρά. Κλίκ! Καὶ πά­λι: κλίκ! Φύ­λα­γε τὰ ροῦ­χα σου νὰ ἔ­χεις τὰ μι­σά, λέ­ει ὁ λα­ὸς καὶ προ­κει­μέ­νου νὰ σι­γου­ρέ­ψει ὁ του­ρί­στας τὸ στιγ­μι­ό­τυ­πο, τρα­βά­ει καὶ τρί­τη φω­το­γρα­φί­α. Κλίκ!

         Τρί­τη καὶ φαρ­μα­κε­ρή, λέ­ει ὅ­μως ἐ­ξί­σου ὁ λα­ὸς καὶ νά ποὺ ὁ ξαφ­νι­κὸς καὶ σχε­δὸν ἐ­χθρι­κὸς ἦ­χος ξυ­πνᾶ τὸν ψα­ρὰ ἀ­π’ τὸ χου­ζού­ρε­μά του. Νυ­σταγ­μέ­νος ἀ­να­κα­θί­ζει καὶ νυ­σταγ­μέ­νος ψη­λα­φί­ζει τρι­γύ­ρω νὰ βρεῖ τὰ τσι­γά­ρα του. Πρὶν προ­λά­βει ὅ­μως νὰ βρεῖ αὐ­τὸ ποὺ ἔ­ψα­χνε, ἤ­δη τοῦ κρα­τᾶ μὲς στὴ μού­ρη ὁ ὑ­περ­δρα­στή­ριος του­ρί­στας ἕ­να ἄλ­λο πα­κέ­το τσι­γά­ρα. Μό­νο στὸ στό­μα ποὺ δὲν τοῦ ἔ­βα­λε ὁ του­ρί­στας τὸ τσι­γά­ρο. Ἀρ­κέ­στη­κε στὸ νὰ τοῦ τὸ ἀ­φή­σει στὸ χέ­ρι, καὶ κλίκ! ἀ­κού­γε­ται αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ ὁ ἀ­να­πτή­ρας, ὁ­λο­κλη­ρώ­νον­τας τὴν ὑ­πέρ­με­τρα ἴ­σως εὐ­γε­νι­κὴ χει­ρο­νο­μί­α τοῦ του­ρί­στα. Αὐ­τὴ ἡ τό­ση δά, ἀ­νε­παί­σθη­τη ὑ­περ­βο­λὴ προ­κά­λε­σε ἕ­να ἀ­νά­μι­κτο αἴ­σθη­μα ἀ­μη­χα­νί­ας κι ἐ­κνευ­ρι­σμοῦ, τὸ ὁ­ποῖ­ο ὁ του­ρί­στας, ὁ­μι­λῶν τὴν ντό­πια γλώσ­σα, ἐ­πι­χει­ρεῖ τώ­ρα νὰ ξε­πε­ρά­σει μὲ τὴν ἔ­ναρ­ξη μιᾶς συ­ζή­τη­σης.

        «Κα­λὴ ψα­ριὰ θὰ κά­νε­τε σή­με­ρα.»

        Ἀρ­νη­τι­κὰ κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι του ὁ ψα­ράς.

        «Μὰ πῶς, ἀ­φοῦ, ὅ­πως μοῦ εἶ­παν, ὁ και­ρὸς θὰ εἶ­ναι εὐ­νο­ϊ­κός.» Κα­τα­φα­τι­κὰ κου­νά­ει τὸ κε­φά­λι του ὁ ψα­ράς.

        «Δη­λα­δὴ δὲ θὰ βγεῖ­τε γιὰ ψά­ρε­μα;» Ἀρ­νη­τι­κὰ κου­νά­ει καὶ πά­λι τὸ κε­φά­λι ὁ ψα­ράς, αὐ­ξά­νον­τας τὸν ἐ­κνευ­ρι­σμὸ τοῦ του­ρί­στα. Ἐ­ξάλ­λου, ὁ του­ρί­στας φαί­νε­ται νὰ νοι­ά­ζε­ται εἰ­λι­κρι­νὰ γιὰ τὸ κα­λό τοῦ φτω­χον­τυ­μέ­νου ψα­ρᾶ καὶ τὸν λυ­πεῖ τὸ ἐν­δε­χό­με­νο μιᾶς χα­μέ­νης εὐ­και­ρί­ας.

        «Μή­πως, τό­τε, δὲν αἰ­σθά­νε­στε κα­λά;» Ὁ ψα­ρὰς ἀ­φή­νει ἐ­πι­τέ­λους κα­τὰ μέ­ρους τὴ νο­η­μα­τι­κὴ καὶ περ­νᾶ σὲ λό­γο ἀρ­θρω­μέ­νο: «Αἰ­σθά­νο­μαι ὑ­πέ­ρο­χα» ἀ­παν­τᾶ. «Πο­τὲ δὲν ἤ­μουν κα­λύ­τε­ρα.» Ση­κώ­νε­ται καὶ τεν­τώ­νε­ται μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο, σὰν νὰ ἤ­θε­λε νὰ δεί­ξει πό­σο κα­λὰ γυ­μνα­σμέ­νος εἶ­ναι. «Αἰ­σθά­νο­μαι κα­τα­πλη­κτι­κά.»

        Ἡ ἔκ­φρα­ση στὸ πρό­σω­πο τοῦ του­ρί­στα γί­νε­ται ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ λυ­πη­μέ­νη καὶ ὁ ἴ­διος δὲν μπο­ρεῖ πιὰ νὰ κα­τα­πνί­ξει τὴν ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ ἀ­πει­λεῖ νὰ τὸν κά­νει νὰ σκά­σει. Ρω­τά­ει λοι­πόν: «Μά, τό­τε, για­τί δὲ βγαί­νε­τε γιὰ ψά­ρε­μα;»

        Ἡ ἀ­πάν­τη­ση, ἁ­πλὴ καὶ σύν­το­μη: «Για­τί τὸ ἔ­κα­να ἤ­δη σή­με­ρα, νω­ρὶς τὸ πρω­ί.»

        «Ἦ­ταν κα­λὴ ἡ ψα­ριά;»

        «Ἦ­ταν τό­σο κα­λή, ὥ­στε νὰ μὴ χρει­ά­ζε­ται νὰ ξα­να­βγῶ σή­με­ρα. Ἔ­πια­σα τέσ­σε­ρεις ἀ­στα­κοὺς καὶ σχε­δὸν δυ­ὸ ντου­ζί­νες σκουμ­πριά.» Ὁ ψα­ράς, ξύ­πνιος πλέ­ον γιὰ τὰ κα­λά, παίρ­νει θάρ­ρος καὶ χτυ­πά­ει στὴν πλά­τη τὸν του­ρί­στα, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἔκ­φρα­ση τοῦ φαί­νε­ται ἔν­δει­ξη ἀ­χρεί­α­στης μέν, συγ­κι­νη­τι­κῆς δὲ ἔ­γνοι­ας.

        «Γιὰ τὴν ἀ­κρί­βεια, αὐ­τὰ φτά­νουν καὶ γι’ αὔ­ριο καὶ γιὰ με­θαύ­ριο» λέ­ει ὁ ψα­ράς, γιὰ νὰ εὐ­θυ­μή­σει λι­γά­κι τὸν ξέ­νο. «Νὰ σᾶς κε­ρά­σω ἀ­π’ τὰ δι­κά μου;» «Ναί, θὰ κα­πνί­σω ἕ­να, εὐ­χα­ρι­στῶ», ἀ­παν­τᾶ ὁ του­ρί­στας.

        Τὰ τσι­γά­ρα βρί­σκον­ται στὰ στό­μα­τα, ἀ­κού­γε­ται ἕ­να πέμ­πτο κλὶκ καὶ ὁ του­ρί­στας κα­θί­ζει στὸ χεῖ­λος τῆς βάρ­κας κου­νών­τας τὸ κε­φά­λι. Ὕ­στε­ρα ἀ­φή­νει τὴ μη­χα­νὴ στὴν ἄ­κρη, ὥ­στε νὰ ἔ­χει καὶ τὰ δυ­ό του χέ­ρια ἐ­λεύ­θε­ρα, πράγ­μα ἀ­πα­ραί­τη­το προ­κει­μέ­νου νὰ δώ­σει στὰ λε­γό­με­νά του με­γα­λύ­τε­ρη βα­ρύ­τη­τα.

        «Δὲ θέ­λω ν’ ἀ­να­μει­χθῶ στὶς προ­σω­πι­κές σας ὑ­πο­θέ­σεις», ξε­κι­νᾶ, «ἀλ­λὰ φαν­τα­στεῖ­τε νὰ βγαί­να­τε γιὰ ψά­ρε­μα σή­με­ρα καὶ δυ­ὸ καὶ τρεῖς, ἴ­σως καὶ τέσ­σε­ρις φο­ρές, πι­ά­νον­τας τρεῖς, τέσ­σε­ρις, πέν­τε, ἴ­σως ἀ­κό­μα καὶ δέ­κα ντου­ζί­νες σκουμ­πριά. Μό­νο αὐ­τὸ σᾶς λέ­ω, φαν­τα­στεῖ­τε το!» Ὁ ψα­ρὰς γνέ­φει μὲ τὸ κε­φά­λι.

         «Κι ὄ­χι μό­νο σή­με­ρα» συ­νε­χί­ζει ὁ του­ρί­στας, «ὄ­χι μό­νο σή­με­ρα, ἀλ­λὰ καὶ αὔ­ριο καὶ με­θαύ­ριο, ναί, κά­θε μέ­ρα, εὐ­νο­ϊ­κὴ γιὰ τὸ ψά­ρε­μα, θὰ πη­γαί­να­τε δυ­ό, τρεῖς ἴ­σως καὶ τέσ­σε­ρις φο­ρὲς γιὰ ψά­ρε­μα. Ξέ­ρε­τε τί θὰ γι­νό­ταν;» Ὁ ψα­ρὰς κου­νά­ει ἀρ­νη­τι­κὰ τὸ κε­φά­λι.

        «Τὸ ἀρ­γό­τε­ρο σὲ ἕ­ναν χρό­νο θὰ μπο­ρού­σα­τε νὰ ἀ­γο­ρά­σε­τε μη­χα­νὴ γιὰ τὴ βάρ­κα, σὲ δυ­ὸ χρό­νια μιὰ δεύ­τε­ρη βάρ­κα, σὲ τρί­α ἢ τέσ­σε­ρα χρό­νια θὰ μπο­ρού­σα­τε ἴ­σως ν’ ἀ­γο­ρά­σε­τε με­γα­λύ­τε­ρο κα­ΐ­κι, μὲ δυ­ὸ βάρ­κες ἢ ἕ­να κα­ΐ­κι θὰ εἴ­χα­τε φυ­σι­κὰ με­γα­λύ­τε­ρες ψα­ρι­ές, μιὰ μέ­ρα θὰ εἴ­χα­τε δυ­ὸ κα­ΐ­κια, θά…» Ἀ­πὸ τὸν τό­σο ἐν­θου­σια­σμὸ χά­θη­κε πρὸς στιγ­μὴν ἡ φω­νή του, ἀλ­λὰ τὸ ξε­πέ­ρα­σε καὶ συ­νέ­χι­σε: «Θὰ χτί­ζα­τε μί­α μι­κρὴ ἀ­πο­θή­κη μὲ δι­κά σας ψυ­γεῖ­α, ἴ­σως με­τὰ μιὰ βι­ο­τε­χνί­α γιὰ κα­πνι­στὰ ψά­ρια, ἀρ­γό­τε­ρα γιὰ πα­στά, θὰ πε­τού­σα­τε τρι­γύ­ρω μὲ τὸ ἰ­δι­ω­τι­κό σας ἑ­λι­κό­πτε­ρο γιὰ νὰ ἐν­το­πί­σε­τε τὰ κο­πά­δια ψα­ρι­ῶν καὶ νὰ ἐ­νη­με­ρώ­σε­τε μὲ ἀ­σύρ­μα­το τὰ κα­ΐ­κια σας ποῦ νὰ τὰ βροῦν, θὰ μπο­ρού­σα­τε ν’ ἀ­πο­κτή­σε­τε ἀ­πο­κλει­στι­κὰ δι­και­ώ­μα­τα γιὰ τὸ σο­λο­μὸ καὶ ν’ ἀ­νοί­ξε­τε ἑ­στι­α­τό­ριο, νὰ ἐ­ξά­γε­τε ἀ­στα­κοὺς στὴ Γαλ­λί­α χω­ρὶς δι­α­με­σο­λα­βη­τὲς ἐμ­πό­ρους, με­τά…» καὶ πά­λι χά­θη­κε ἡ φω­νή του ἀ­πὸ τὸ με­γά­λο του ἐν­θου­σια­σμὸ καὶ τὴ φό­ρα ποὺ εἶ­χε πά­ρει.

        Κου­νών­τας τὸ κε­φά­λι, αἰ­σθα­νό­με­νος μιὰ θλί­ψη ὣς τὰ βά­θη τῆς ψυ­χῆς του καὶ τὴ χα­ρὰ τῶν δι­α­κο­πῶν του νὰ ἔ­χει πά­ει πε­ρί­πα­το, κοι­τά­ζον­τας νο­σταλ­γι­κὰ τὸ νε­ρὸ νὰ κυ­λά­ει εἰ­ρη­νι­κά, τὸ ἴ­διο νε­ρὸ ὅ­που χα­ρι­τω­μέ­να χο­ρο­πη­δοῦν τὰ ἐ­λεύ­θε­ρα ψά­ρια, προ­σπα­θεῖ νὰ συ­νε­χί­σει: «Καὶ τό­τε…» Ποῦ ν’ ἀρ­θρώ­σει ὅ­μως λέ­ξη πα­ρα­πέ­ρα, μὲς στὴν τό­ση συγ­κί­νη­ση.

        Ὁ ψα­ρὰς τὸν χτυ­πᾶ στὴν πλά­τη ὅ­πως χτυ­ποῦ­με τὰ παι­διὰ ὅ­ταν στρα­βο­κα­τα­πιοῦν.

        «Τό­τε τί;» ρω­τά­ει σι­γα­νά.

         «Τό­τε», λέ­ει ὁ του­ρί­στας μὲ ἀ­νεί­πω­το ἐν­θου­σια­σμό, «τό­τε θὰ μπο­ρού­σα­τε νὰ κά­θε­στε ἥ­συ­χος ἐ­δῶ στὸ λι­μά­νι, νὰ χου­ζου­ρεύ­ε­τε στὸν ἥ­λιο καὶ ν’ ἀ­γναν­τεύ­ε­τε τὴ θά­λασ­σα.»

        «Μὰ αὐ­τὸ ἀ­κρι­βῶς κά­νω καὶ τώ­ρα», ἀ­παν­τᾶ ὁ ψα­ράς, «κά­θο­μαι ἥ­συ­χος στὸ λι­μά­νι καὶ χου­ζου­ρεύ­ω. Τὸ ‘κλίκ’ σας μό­νο μ’ ἐ­νό­χλη­σε.»

 

        Ἔ­χον­τας πά­ρει πλέ­ον τὸ μά­θη­μά του, ὁ του­ρί­στας ἔ­φυ­γε σκε­πτι­κός. Βλέ­πε­τε, πρὶν πί­στευ­ε κι ὁ ἴ­διος ὅ­τι δού­λευ­ε, προ­κει­μέ­νου μιὰ μέ­ρα νὰ μπο­ρεῖ νὰ μὴ δου­λεύ­ει. Ἔ­τσι, δὲν ἔ­μει­νε μέ­σα του οὔ­τε ἴ­χνος συμ­πό­νιας γιὰ τὸ φτω­χον­τυ­μέ­νο ψα­ρά· μό­νο μιὰ μι­κρὴ δό­ση ζή­λειας.

 

 

 

Πηγή: http://www.uni-flensburg.de/asta/pol_kultur_anekdote.htm

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll· Κο­λω­νί­α, 21 Δε­κεμ­βρί­ου 1917 – Κρό­ι­τσα­ου-Λάγ­κεν­μπροχ, 16 Ἰ­ου­λί­ου 1985). Ἀ­πὸ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­στῶν κα­θο­λι­κῶν, με­γά­λω­σε μὲ φι­λε­λεύ­θε­ρες ἰ­δέ­ες κι ἔ­μα­θε νὰ μι­σεῖ τὸ να­ζι­σμό. Τὸ 1938 ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ δι­α­κό­ψει τὶς σπου­δές του στὸ πα­νε­πι­στή­μιο γιὰ νὰ κα­τα­τα­γεῖ στὸν στρα­τό. Κα­τὰ τὸν Β΄ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο ὑ­πη­ρέ­τη­σε σὲ δι­ά­φο­ρα μέ­τω­πα, ἀ­πὸ τὴ Γαλ­λί­α ὣς τὴ Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση, ὥ­σπου τὸν συ­νέ­λα­βαν αἰχ­μά­λω­το οἱ Ἀ­με­ρι­κα­νοί. Λό­γῳ κρυ­ο­πα­γη­μά­των ἔ­χα­σε τὰ δά­χτυ­λα τῶν πο­δι­ῶν του μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ τα­λα­νί­ζε­ται σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ὴ στὰ νο­σο­κο­μεῖ­α. Τὸ 1945 ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν Κο­λω­νί­α καὶ σύν­το­μα κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ὡς ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς με­γα­λύ­τε­ρους συγ­γρα­φεῖς τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς γε­νιᾶς καὶ ἀ­να­γνω­ρί­στη­κε ὡς μιὰ ἀ­πὸ τὶς φω­νὲς συ­νεί­δη­σης καὶ τοὺς ὀ­ξυ­δερ­κέ­στε­ρους πα­ρα­τη­ρη­τὲς τῆς γερ­μα­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας. Οἱ πρῶ­τες του νου­βέ­λες, Τὸ τρέ­νο ἦρ­θε στὴν ὥ­ρα του καὶ Ἀ­δάμ, ποῦ ἤ­σουν; μι­λοῦν γιὰ τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἔ­χουν ἐμ­πλα­κεῖ στὸν πό­λε­μο. Τὰ με­τα­γε­νέ­στε­ρα ἔρ­γα του, ὅ­πως τὸ Γνω­ρι­μί­α μὲ τὴ νύ­χτα καὶ Τὸ ἀ­φύ­λα­χτο σπί­τι, μι­λοῦν γιὰ τὸ ἠ­θι­κὸ κε­νὸ πί­σω ἀ­πὸ τὸ “οἰ­κο­νο­μι­κὸ θαῦ­μα” τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς Γερ­μα­νί­ας, ἐ­νῶ Τὸ ψω­μὶ τῶν πρώ­των χρό­νων ἀ­πει­κο­νί­ζει τὴ φτώ­χεια, τὸ ζό­φο καὶ τὴν πεί­να τῶν πρώ­των με­τα­πο­λε­μι­κῶν χρό­νων. Ἄλ­λα ση­μαν­τι­κὰ ἔρ­γα του εἶ­ναι: Οἱ ἀ­πό­ψεις ἑ­νὸς κλό­ουν, Ὁ­μα­δι­κὸ πορ­τραῖ­το μὲ μία κυ­ρί­α, Ἡ χα­μέ­νη τι­μὴ τῆς Κα­τε­ρί­νας Μπλούμ, Γυ­ναῖ­κες σὲ το­πί­ο μὲ πο­τά­μι. Πο­λέ­μιος τοῦ ΝΑΤΟ ἀλ­λὰ καὶ τοῦ σο­βι­ε­τι­κοῦ κα­θε­στῶ­τος, σο­σι­αλ­δη­μο­κρά­της καὶ εἰ­ρη­νι­στής, ἐ­πέ­συ­ρε δρι­μύ­τα­τες ἐ­πι­κρί­σεις ἀ­πὸ τοὺς συν­τη­ρη­τι­κοὺς κύ­κλους, οἱ ὁ­ποῖ­ες δὲν κάμ­φθη­καν οὔ­τε ὅ­ταν τι­μή­θη­κε μὲ τὸ βρα­βεῖ­ο Νόμ­πελ Λο­γο­τε­χνί­ας, τὸ 1972. (Πηγή: http://www.perizitito.gr )

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά: 

Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): Σπού­δα­σε με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ κρά­τους στὴ Χα­ϊλ­δελ­βέρ­γη τῆς Γερ­μα­νί­ας. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἱ­σπα­νι­κά.

 

Δραματοποίηση:

 

 

Συντελεστές: Ἠθοποιοί: Τό­μας Χάι­ντσε (Tho­mas Hein­ze, του­ρί­στας), Χέλ­μουτ Ρούλ (Hel­mut Rühl, ψα­ράς). Σκη­νο­θε­σία: Μπά­στιαν Μπρόκ­μαν (Ba­sti­an Brοck­mann), Γιού­λια Χίρς-Χόφ­μαν (Ju­lia Hirsch-Hoff­mann). Παραγωγή: Ἀν­νί­κα Γκόλμς (An­ni­ka Golms), Στέ­φαν Μάρ­τιν (Ste­fan Mar­tin). Δ/νση πα­ρα­γω­γῆς: Ἀν­νί­κα Γκόλμς (An­ni­ka Golms).

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll): Λίγα λόγια γιὰ τὸν ἑαυτό μου

 

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll)

 

Λί­γα λό­για γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μου

(Über mich selbst) 

 

ΕΝΝΗΘΗΚΑ στὴν Κο­λω­νί­α, ἐ­κεῖ ὅ­που ὁ Ρῆ­νος, ἀ­πηυ­δι­σμέ­νος ἀ­π’ τοὺς πε­ρι­ο­ρι­σμοὺς ποὺ τὸν θέ­λουν χα­ρι­τω­μέ­νο πο­τα­μά­κι ἕ­ως τὰ μι­σά, φαρ­δαί­νει καί, δι­α­σχί­ζον­τας μιὰν ἀ­πέ­ραν­τη πε­διά­δα, κα­τα­λή­γει στὴν ὁ­μί­χλη τῆς Βό­ρειας Θά­λασ­σας· ἐ­πί­σης ἐ­κεῖ ὅ­που ἡ ἐγ­κό­σμια ἐ­ξου­σί­α πο­τὲ δὲν ἐ­λή­φθη πραγ­μα­τι­κὰ στὰ σο­βα­ρά, ἡ δὲ πνευ­μα­τι­κὴ ἀ­κό­μη λι­γό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ,τι εἴ­θι­σται νὰ θε­ω­ρεῖ­ται στὴ χώ­ρα τῶν Γερ­μα­νῶν· ἀ­κό­μη ἐ­κεῖ ὅ­που πῆ­ραν τὸν Χίτ­λερ μὲ τὶς γλά­στρες καὶ γε­λοι­ο­ποί­η­σαν εὐ­θαρ­σῶς τὸν Γκέ­ρινγκ, τὸν αἰ­μο­δι­ψῆ αὐ­τὸν λι­μο­κον­τό­ρο ποὺ κα­τά­φερ­νε μέ­σα σὲ μί­α ὥ­ρα νὰ πα­ρου­σια­στεῖ μὲ τρεῖς δι­α­φο­ρε­τι­κὲς στο­λὲς – ἐ­γώ, μα­ζὶ μὲ χι­λιά­δες ἄλ­λα παι­διὰ τῆς Κο­λω­νί­ας, στε­κό­μα­σταν κα­τὰ πα­ρά­τα­ξη σχη­μα­τί­ζον­τας ἕ­να δι­ά­δρο­μο, μέ­σα ἀ­πὸ τὸν ὁ­ποῖ­ο πέ­ρα­σε μὲ τὴν τρί­τη στο­λή, μιὰ λευ­κή, δι­α­σχί­ζον­τας τὴν πό­λη· δι­αι­σθα­νό­μουν ὅ­τι ἡ πα­σί­γνω­στη εὐ­θυ­μί­α τῆς Κο­λω­νί­ας δὲν θὰ κα­τόρ­θω­νε ν’ ἀ­να­κό­ψει τὴν ἀ­να­δυ­ό­με­νη δύ­να­μη τοῦ Κα­κοῦ· γεν­νη­μέ­νος λοι­πὸν στὴν Κο­λω­νί­α, πε­ρί­φη­μη γιὰ τὸν γοτ­θι­κὸ κα­θε­δρι­κὸ να­ό της, ἂν καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο θ’ ἄ­ξι­ζε νὰ φη­μί­ζε­ται γιὰ τοὺς ρο­μα­νι­κοὺς να­ούς της· στὴν Κο­λω­νί­α, ἕ­δρα τῆς πα­λαι­ό­τε­ρης ἑ­βρα­ϊ­κῆς κοι­νό­τη­τας στὴ Γερ­μα­νί­α, τὴν ὁ­ποί­α καὶ πρό­δω­σε· οὔ­τε ἡ πο­λι­τι­κὴ συ­νεί­δη­ση, οὔ­τε τὸ χι­οῦ­μορ μπό­ρε­σαν ν’ ἀ­να­κό­ψουν τὴν ἐ­πέ­λα­ση τοῦ Κα­κοῦ – ἐ­κεῖ­νο τὸ χι­οῦ­μορ, τὸ ξα­κου­στὸ ὅ­σο καὶ ὁ κα­θε­δρι­κὸς τῆς πό­λης, ποὺ εἶ­ναι τό­σο καυ­στι­κὸ στὶς δη­μό­σι­ες ἐκ­δη­λώ­σεις του ἀλ­λὰ καὶ τό­σο με­γα­λει­ῶ­δες καὶ σο­φό, κά­πο­τε, στὶς γει­το­νι­ὲς καὶ τοὺς δρό­μους.

         Γεν­νή­θη­κα στὴν Κο­λω­νί­α, στὶς 21 Δε­κεμ­βρί­ου 1917, ἐ­νό­σῳ ὁ πα­τέ­ρας μου —φρου­ρός— φυ­λοῦ­σε σκο­πιὰ στὴ γέ­φυ­ρα· τὴ χρο­νιὰ τοῦ πο­λέ­μου μὲ τὴ με­γα­λύ­τε­ρη πεί­να ἀ­πέ­κτη­σε τὸ ὄ­γδο­ο παι­δί του· δύο ἀ­π’ αὐ­τὰ ἀ­ναγ­κά­στη­κε ἤ­δη νω­ρὶς νὰ τὰ κη­δέ­ψει· ἀ­κό­μη, ἐ­νό­σῳ κα­τα­ρι­ό­ταν τὸν πό­λε­μο καὶ τὸν αὐ­το­κρα­το­ρι­κὸ τρε­λό, τὸν ὁ­ποῖ­ο μοῦ ἔ­δει­χνε ἀρ­γό­τε­ρα ὡς ἄ­γαλ­μα. «Ἐ­κεῖ πά­νω» ἔ­λε­γε «ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ἱπ­πεύ­ει τὸ χάλ­κι­νο ἄ­λο­γό του κα­τευ­θυ­νό­με­νος στὴ δύ­ση, ἐ­νῶ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τε­λεῖ χρέ­η ξυ­λο­κό­που στὸ Ντὸρν ἐ­δῶ καὶ και­ρό.» Οἱ πρό­γο­νοι ἀ­π’ τὴν πλευ­ρὰ τοῦ πα­τέ­ρα μου ἦρ­θαν πρὶν αἰ­ῶ­νες ἀ­π’ τὶς Βρε­τα­νι­κὲς Νή­σους· κα­θο­λι­κοὶ στὸ θρή­σκευ­μα, προ­τί­μη­σαν τὴν ἐ­ξο­ρί­α πα­ρὰ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ τῆς ἐ­πί­ση­μης θρη­σκεί­ας τοῦ κρά­τους ποὺ ἐ­πέ­βα­λε ὁ Ἐρ­ρί­κος ὁ V­I­II. Ἄν­θρω­ποι τῆς θά­λασ­σας, ἄ­φη­σαν πί­σω τους τὴν Ὀλ­λαν­δί­α ἀ­κο­λου­θών­τας ἀ­να­πό­τα­μα τὸν Ρῆ­νο· πάν­τα προ­τι­μοῦ­σαν τὴ ζω­ὴ στὶς πό­λεις πα­ρὰ στὴν ὕ­παι­θρο καί, κα­θὼς ἀ­πο­μα­κρύν­θη­καν ἀ­πὸ τὴ θά­λασ­σα, ἔ­γι­ναν μα­ραγ­κοί. Οἱ πρό­γο­νοι ἀ­π’ τὴν πλευ­ρὰ τῆς μη­τέ­ρας μου ἦ­ταν χω­ρι­κοὶ καὶ ζυ­θο­ποι­οί: μιὰ γε­νιὰ ἀ­ξι­ο­σύ­νης κι εὐ­μά­ρειας, ἡ ἑ­πό­με­νη τῆς σπα­τά­λης, ἡ με­θε­πό­με­νη τῆς φτώ­χειας κι ἀ­π’ αὐ­τὴν πά­λι νὰ ξε­πη­δοῦν οἱ ἄ­ξιοι κ.ο.κ. ἕ­ως ὅ­του ὁ τε­λευ­ταῖ­ος κλῶ­νος, ἀ­π’ τὸν ὁ­ποῖ­ο κα­τα­γό­ταν ἡ μη­τέ­ρα μου, νὰ πε­ρι­πέ­σει σὲ με­γά­λη ἀ­νυ­πο­λη­ψί­α καὶ κα­τα­φρό­νια κι ἔ­τσι τὸ ὄ­νο­μα νὰ σβη­στεῖ.

        Ἡ πρώ­τη μου ἀ­νά­μνη­ση: Ὁ ἐ­πα­να­πα­τρι­ζό­με­νος στρα­τὸς τοῦ Χίν­τεμ­πουργκ, γκρί­ζος, μὲ τά­ξη, ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τος νὰ σέρ­νει ἄ­λο­γα καὶ κα­νό­νια μπρο­στὰ ἀ­π’ τὰ πα­ρα­θύ­ρια μας· μὲς ἀ­π’ τὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς μά­νας μου κοι­τοῦ­σα στὸ δρό­μο, ἀ­π’ ὅ­που περ­νοῦ­σαν οἱ ἀ­τέ­λει­ω­τες φά­λαγ­γες κα­τευ­θυ­νό­με­νες στὶς γέ­φυ­ρες τοῦ Ρή­νου. Ἀρ­γό­τε­ρα: τὸ ἐρ­γα­στή­ριο τοῦ πα­τέ­ρα μου: μυ­ρω­διὰ ξύ­λου, κόλ­λας, λά­κας καὶ βερ­νι­κι­ῶν, ἡ ὄ­ψη φρε­σκο­τριμ­μέ­νων σα­νί­δων, ἡ πί­σω ὄ­ψη τοῦ συγ­κρο­τή­μα­τος ὅ­που βρι­σκό­ταν τὸ ἐρ­γα­στή­ριο – πε­ρισ­σό­τε­ροι ἄν­θρω­ποι ζοῦ­σαν ἐ­κεῖ, τρα­γου­δοῦ­σαν, ἔ­βρι­ζαν καὶ κρε­μοῦ­σαν σὲ σχοι­νιὰ τὴ μπου­γά­δα τους, ἀ­π’ ὅ,τι σὲ ὁ­λό­κλη­ρα χω­ριά. Ἀ­κό­μα πιὸ με­τά, οἱ βα­ρύ­γδου­πες γερ­μα­νι­κὲς ὀ­νο­μα­σί­ες τῶν δρό­μων ὅ­που ἔ­παι­ζα, Τό­ι­τομ­πουρ­γκερ, Ἐμ­που­ρό­νεν, Βε­λέν­τα, καὶ ἡ ἀ­νά­μνη­ση με­τα­κο­μί­σε­ων, τὸ πό­σο ἄ­ρε­σαν στὸν πα­τέ­ρα μου, τὰ με­τα­φο­ρι­κὰ ὀ­χή­μα­τα, οἱ ἐρ­γά­τες νὰ φορ­τώ­νουν καὶ νὰ πί­νουν μπύ­ρα, ἡ μη­τέ­ρα μου νὰ κου­νᾶ ἀ­πο­δο­κι­μα­στι­κὰ τὸ κε­φά­λι, κα­θὼς ἄ­φη­νε τὴν ἑ­στί­α ποὺ τό­σο ἀ­γα­ποῦ­σε κι ἀ­πὸ ὅ­που κα­τόρ­θω­νε νὰ βγά­ζει ἀ­π’ τὴ φω­τιὰ τὸ νε­ρὸ γιὰ τὸν κα­φὲ μιὰ στιγ­μὴ μό­λις πρὶν πά­ρει βρά­ση. Πο­τὲ δὲν μεί­να­με μα­κριὰ ἀ­π’ τὸν Ρῆ­νο, παί­ζα­με πά­νω σὲ σχε­δί­ες, στὶς τά­φρους πα­λι­ῶν φρου­ρί­ων, σὲ πάρ­κα, τῶν ὁ­ποί­ων οἱ κη­που­ροὶ ἀ­περ­γοῦ­σαν. Ἡ ἀ­νά­μνη­ση τῶν πρώ­των χρη­μά­των ποὺ ἔ­βγα­λα· ἕ­να χαρ­το­νό­μι­σμα, τοῦ ὁ­ποί­ου τὸ ἀ­να­γρα­φό­με­νο πο­σὸ θὰ ἦ­ταν ἄ­ξιο ἑ­νὸς Ροκ­φέ­λερ: ἕ­να δι­σε­κα­τομ­μύ­ριο μάρ­κα· μοῦ ἔ­φτα­σε γιὰ νὰ πά­ρω μό­λις ἕ­να γλει­φιτ­ζού­ρι· ὁ πα­τέ­ρας μου με­τέ­φε­ρε ἀ­πὸ τὴν τρά­πε­ζα τὰ χρή­μα­τα γιὰ τὴν πλη­ρω­μὴ τῶν βο­η­θῶν του μὲ κα­ρο­τσά­κι· λί­γα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα τὸ μάρ­κο ἀ­νέ­κτη­σε μὲν τὴν ἀ­ξί­α του, σώ­θη­καν δὲ καὶ οἱ τε­λευ­ταῖ­ες δε­κά­ρες· οἱ συμ­μα­θη­τές μου μὲ πα­ρα­κα­λοῦ­σαν στὸ δι­ά­λειμ­μα γιὰ ἕ­να κομ­μά­τι ψω­μί, οἱ γο­νεῖς τους ἦ­ταν ἄ­νερ­γοι· δι­α­μαρ­τυ­ρί­ες, ἀ­περ­γί­ες, κόκ­κι­νες ση­μαῖ­ες παν­τοῦ, κα­θὼς περ­νοῦ­σα μὲ τὸ πο­δή­λα­το, στὸ δρό­μο γιὰ τὸ σχο­λεῖ­ο, ἀ­π’ τὶς πιὸ πυ­κνο­κα­τοι­κη­μέ­νες γει­το­νι­ὲς τῆς πό­λης· με­τὰ ἀ­πὸ με­ρι­κὰ χρό­νια, οἱ ἄ­νερ­γοι τα­κτο­ποι­ή­θη­καν: ἄλ­λοι ὄρ­γα­να τῆς τά­ξε­ως, ἄλ­λοι στρα­τι­ῶ­τες, ἄλ­λοι δή­μιοι, ἄλ­λοι ἐρ­γά­τες σὲ σκα­λω­σι­ὲς – οἱ ὑ­πό­λοι­ποι με­τα­φέρ­θη­καν σὲ στρα­τό­πε­δα συγ­κέν­τρω­σης· οἱ στα­τι­στι­κὲς ἐ­πα­λη­θεύ­ον­ταν, τὸ γερ­μα­νι­κὸ μάρ­κο ἔ­ρε­ε πλέ­ον ἄ­φθο­νο. Ἀρ­γό­τε­ρα ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα τῆς πλη­ρω­μῆς τῶν ὀ­φει­λῶν, ἀ­πὸ ἐ­μᾶς, κα­θὼς —ἄν­τρες πιὰ ἀ­πὸ και­ρό— προ­σπα­θού­σα­με νὰ ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σου­με τὸ Κα­κό, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ βρί­σκου­με τὸ σω­στὸ τύ­πο· τὸ πο­σὸ τοῦ πό­νου ἦ­ταν πο­λὺ με­γά­λο γιὰ τοὺς λί­γους μό­νο ποὺ ἀ­να­γνω­ρί­στη­καν ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­τα ὡς φταῖ­χτες· ἔ­μει­νε ἕ­να ὑ­πό­λοι­πο ποὺ ἀ­κό­μα καὶ σή­με­ρα δὲν ἔ­χει ἀ­πο­δο­θεῖ.

        Ν’ ἀ­σχο­λη­θῶ μὲ τὸ γρά­ψι­μο τὸ ἤ­θε­λα ἀ­νέ­κα­θεν, τὸ προ­σπά­θη­σα ἤ­δη νω­ρίς, ἀλ­λὰ τὰ λό­για τὰ σω­στὰ τὰ βρῆ­κα ἀρ­γό­τε­ρα μό­νον.

 

 

Πηγή: Ἀ­πὸ το Ἀρχεῖο Χάινριχ Μπαὶλ (Hein­rich Böll Archiv) στὴ σε­λί­δα:
http://www.heinrich-boell.de/HeinrichBoellUebermich.htm

 

Χάινριχ Μπαίλ (Heinrich Böll· Κο­λω­νί­α, 21 Δε­κεμ­βρί­ου 1917 – Κρό­ι­τσα­ου-Λάγ­κεν­μπροχ, 16 Ἰ­ου­λί­ου 1985). Ἀ­πὸ οἰ­κο­γέ­νεια ἀ­στῶν κα­θο­λι­κῶν, με­γά­λω­σε μὲ φι­λε­λεύ­θε­ρες ἰ­δέ­ες κι ἔ­μα­θε νὰ μι­σεῖ τὸ να­ζι­σμό. Τὸ 1938 ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ δι­α­κό­ψει τὶς σπου­δές του στὸ πα­νε­πι­στή­μιο γιὰ νὰ κα­τα­τα­γεῖ στὸν στρα­τό. Κα­τὰ τὸν Β΄ Παγ­κό­σμιο Πό­λε­μο ὑ­πη­ρέ­τη­σε σὲ δι­ά­φο­ρα μέ­τω­πα, ἀ­πὸ τὴ Γαλ­λί­α ὣς τὴ Σο­βι­ε­τι­κὴ Ἕ­νω­ση, ὥ­σπου τὸν συ­νέ­λα­βαν αἰχ­μά­λω­το οἱ Ἀ­με­ρι­κα­νοί. Λό­γῳ κρυ­ο­πα­γη­μά­των ἔ­χα­σε τὰ δά­χτυ­λα τῶν πο­δι­ῶν του μὲ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νὰ τα­λα­νί­ζε­ται σὲ ὅ­λη του τὴ ζω­ὴ στὰ νο­σο­κο­μεῖ­α. Τὸ 1945 ἐ­πέ­στρε­ψε στὴν Κο­λω­νί­α καὶ σύν­το­μα κα­θι­ε­ρώ­θη­κε ὡς ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς με­γα­λύ­τε­ρους συγ­γρα­φεῖς τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς γε­νιᾶς καὶ ἀ­να­γνω­ρί­στη­κε ὡς μιὰ ἀ­πὸ τὶς φω­νὲς συ­νεί­δη­σης καὶ τοὺς ὀ­ξυ­δερ­κέ­στε­ρους πα­ρα­τη­ρη­τὲς τῆς γερ­μα­νι­κῆς κοι­νω­νί­ας. Οἱ πρῶ­τες του νου­βέ­λες, Τὸ τρέ­νο ἦρ­θε στὴν ὥ­ρα του καὶ Ἀ­δάμ, ποῦ ἤ­σουν; μι­λοῦν γιὰ τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α τῶν ἀν­θρώ­πων ποὺ ἔ­χουν ἐμ­πλα­κεῖ στὸν πό­λε­μο. Τὰ με­τα­γε­νέ­στε­ρα ἔρ­γα του, ὅ­πως τὸ Γνω­ρι­μί­α μὲ τὴ νύ­χτα καὶ Τὸ ἀ­φύ­λα­χτο σπί­τι, μι­λοῦν γιὰ τὸ ἠ­θι­κὸ κε­νὸ πί­σω ἀ­πὸ τὸ “οἰ­κο­νο­μι­κὸ θαῦ­μα” τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς Γερ­μα­νί­ας, ἐ­νῶ Τὸ ψω­μὶ τῶν πρώ­των χρό­νων ἀ­πει­κο­νί­ζει τὴ φτώ­χεια, τὸ ζό­φο καὶ τὴν πεί­να τῶν πρώ­των με­τα­πο­λε­μι­κῶν χρό­νων. Ἄλ­λα ση­μαν­τι­κὰ ἔρ­γα του εἶ­ναι: Οἱ ἀ­πό­ψεις ἑ­νὸς κλό­ουν, Ὁ­μα­δι­κὸ πορ­τραῖ­το μὲ μία κυ­ρί­α, Ἡ χα­μέ­νη τι­μὴ τῆς Κα­τε­ρί­νας Μπλούμ, Γυ­ναῖ­κες σὲ το­πί­ο μὲ πο­τά­μι. Πο­λέ­μιος τοῦ ΝΑΤΟ ἀλ­λὰ καὶ τοῦ σο­βι­ε­τι­κοῦ κα­θε­στῶ­τος, σο­σι­αλ­δη­μο­κρά­της καὶ εἰ­ρη­νι­στής, ἐ­πέ­συ­ρε δρι­μύ­τα­τες ἐ­πι­κρί­σεις ἀ­πὸ τοὺς συν­τη­ρη­τι­κοὺς κύ­κλους, οἱ ὁ­ποῖ­ες δὲν κάμ­φθη­καν οὔ­τε ὅ­ταν τι­μή­θη­κε μὲ τὸ βρα­βεῖ­ο Νόμ­πελ Λο­γο­τε­χνί­ας, τὸ 1972. (Πηγή: http://www.perizitito.gr )

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά: 

Ἕ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): Σπού­δα­σε με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ κρά­τους στὴ Χα­ϊλ­δελ­βέρ­γη τῆς Γερ­μα­νί­ας. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἱ­σπα­νι­κά.