Ρομπέρτο Μπολάνιο & Α. Γκ. Πόρτα (Roberto Bolaño & A. G. Porta)
Ἡμερολόγιο μπάρας
Βαρκελώνη, Συνοικία 5η (χειμώνας τοῦ 1979)
(Diario de bar
Barcelona, distrito 5.o [invierno de 1979])
Πέμπτη, 8 Φεβρουαρίου 1979
ΗΤΑΝ ΓΥΡΩ ΣΤΙΣ ΕΦΤΑ τὸ πρωῒ καὶ ὁ Βίλα κάπνιζε σὲ μιὰ γωνιὰ πίσω ἀπ’ τὴν μπάρα· στηριζόταν στὴν προεξοχὴ τῆς προθήκης μὲ τὰ ποτά, τὰ μάτια του ἦταν στοχαστικὰ καὶ τὰ χέρια του διπλωμένα στὸ στομάχι. Μὲ τὸ ποὺ πέρασε τὴν πόρτα, ὁ Μάριο στάθηκε μιὰ στιγμὴ καὶ τὸν κοίταξε κι ὕστερα ἀνέβηκε στὸ σκαμπὸ κι ἀκούμπησε τὰ χέρια στὸν πάγκο. Ἕναν καφὲ σκέτο, εἶπε λὲς κι ἔλεγε καλημέρα. Ὁ Βίλα σηκώθηκε· φοροῦσε ἕνα πουκάμισο μὲ λερωμένο γιακὰ καὶ τὰ μάγουλά του ἦταν ὠχρά, λὲς καὶ δὲν τά ’χε δεῖ ποτὲ ὁ ἥλιος. Γειά, Χιλιανέ, ἀποκρίθηκε δίχως νὰ πετάξει τὴ γόπα ἀπ’ τὰ χείλη του, κατευθυνόμενος μὲ κινήσεις μπασκετμπολίστα πρὸς τὸ μέρος τῆς καφετιέρας, ἑνὸς παλιοῦ ἰταλικοῦ μοντέλου ποὺ τὸ περνοῦσε καμιὰ φορὰ μ’ ἕνα πανὶ ποὺ πάνω εἶχε λίγο γυαλιστικό. Ἕναν καφὲ σκέτο, μονολόγησε. Δὲν ἦταν κανεὶς ἄλλος στὸ μπάρ· ἔξω ἔβρεχε. Ὁ Χιλιανὸς ἔβγαλε τὸ παλτό του καὶ τὸ ἀνέμισε, κι ἔπειτα τὸ κρέμασε στὸ διπλανὸ σκαμπό. Κάτι σὰν ρίγος διαπέρασε τὸ στομάχι του καὶ τὴ σπονδυλική του στήλη. Ὕστερα κάλμα. Στάξε μου μιὰ-δυὸ σταγόνες κονιὰκ στὸν καφέ, εἶπε. Ὁ Βίλα ἔγνευσε ξεφυσώντας. Ἔπειτα ἀπὸ μιὰ νύχτα δουλειᾶς, ὁ Χιλιανὸς ἦταν χαρούμενος ποὺ ἦταν ἐκεῖ, στὸ μισοσκόταδο τοῦ στενόμακρου παραλληλόγραμμου, ποὺ τὸ πάτωμά του ἦταν καλυμμένο ἀπὸ ἀποτσίγαρα καὶ ἄδεια φακελάκια ζάχαρης ποὺ θά ’ρχόταν νὰ τὰ μαζέψει κάνα δυὸ ὧρες ἀργότερα ἡ κόρη τοῦ Βίλα. Θαμῶνες δὲν ὑπῆρχαν, ἔξω ἔβρεχε καὶ τὰ μάτια τοῦ Μάριο γυάλιζαν, ὅπως γυαλίζουν τὰ μάτια ὕστερα ἀπὸ νυχτέρι. Σκέφτηκα πὼς εἶσαι νεκρός, ἀναφώνησε ὁ Βίλα καθὼς τοποθετοῦσε μπουκάλια στὰ ράφια. Ὁ Μάριο χασμουρήθηκε. Ὕστερα ἄναψε ἕνα Ducados καὶ ἤπιε μιὰ πρώτη γουλιὰ καφέ. Ἦταν ἕνα μαῦρο ὑγρό, σκέτο φαρμάκι, μύριζε μασχαλίλα κι ὅταν τὸ κατέβαζες ἦταν λὲς κι εἶχες φάει κλοτσιὰ στὸν λαιμό. Ρίξε λιγάκι ἀκόμη κονιάκ, εἶπε. Θὰ μποροῦσε ἐπίσης νά ’χει τρίψει τὰ χέρια του· ἴσως τὸ ἔκανε νοερά. Ὁ Βίλα ποτὲ δὲν τοῦ χρέωνε τὸ κονιάκ, ὅταν τὸ ζητοῦσε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο. Ἦταν στὴν ὕλη τῆς ἐφημερίδας τῆς προηγούμενης μέρας. Ἕνας Χιλιανὸς πήδηξε ἀπ’ τὸν ἕβδομο ὄροφο τοῦ διπλανοῦ κτιρίου· ἐδῶ, ἔδειξε ὁ Βίλα ὥστε νὰ ἔχει ὁ Μάριο μιὰ ἰδέα ποῦ συνέβη τὸ περιστατικό. Ἦταν γείτονας, κανένας ὅμως δὲν τὸν γνώριζε, ἐξήγησε ὁ Βίλα σκαλίζοντας τὸ δόντι του μ’ ἕνα σπίρτο. Ἔπειτα ἄναψε κι ἄλλο τσιγάρο κι ἦρθε πρὸς τὸ μέρος τοῦ Μάριο· στάθηκε ἀπέναντί του. Δὲν ἤξερα τί νὰ σκεφτῶ, τὴν περασμένη βδομάδα δὲν ἦρθες. Δὲν ἤξερε τί νὰ σκεφτεῖ, ἐπανέλαβε ὁ Χιλιανὸς ἀπὸ μέσα του, συνοδεύοντας τὴ σκέψη μὲ μιὰ ἀμυδρὴ κίνηση τοῦ χεριοῦ· τὰ δάχτυλα ἦταν βαριά, λὲς καὶ ἦταν ἑνωμένα μεταξύ τους μὲ μιὰ πυκνή, διαφανῆ μεμβράνη. Παρατηροῦσε τὸ χέρι του ὅλος περιέργεια τὴν ὥρα ποὺ ὁ Βίλα σκεφτόταν τὸν αὐτόχειρα, ὅλα αὐτὰ τὰ νέα παιδιὰ ποὺ περιπλανιοῦνται χαμένα στοὺς δρόμους, ἴδια κι ἀπαράλλαχτα μὲ τὸν Χιλιανό. Ὁ Μάριο εἶδε στὸν νοῦ τοῦ ἰδιοκτήτη τοῦ μπὰρ τὸν ἑαυτό του νὰ πέφτει ἀπὸ ψηλά, νὰ προσκρούει στὸ ἔδαφος, περιτριγυρισμένος ἀπὸ κραυγές, καὶ φωνὲς νὰ ρωτᾶνε γι’ αὐτόν. Κράτησε τὸ στόμα του κλειστό, δὲν εἶχε ὄρεξη νὰ μιλήσει. Ἐφόσον δὲν γνώριζαν τὴν ταυτότητά του, πῶς ἤξεραν ὅτι ἦταν Χιλιανός;
Παρασκευή, 9 Φεβρουαρίου 1979
Βρῆκαν τὸ διαβατήριο κάτω ἀπ’ τὸ στρῶμα, τυλιγμένο σὲ χαρτὶ ἐφημερίδας μαζὶ μὲ κάποιο κόσμημα. Δὲν ἄφησε διαθήκη, οὔτε χρήματα, φυσικά, οὔτε ροῦχα, οὔτε κὰν ἕνα πακέτο τσιγάρα. Τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσε, κι αὐτὸ ἦταν ὅλο.
Σάββατο, 10 Φεβρουαρίου 1979
Ὁ Βίλα σκεφτόταν τὸν αὐτόχειρα, σκεφτόταν ὅλα αὐτὰ τὰ νέα παιδιὰ ποὺ περιπλανιοῦνται χαμένα στοὺς δρόμους, σὰν νά ’ταν συμπατριῶτες τοῦ Χιλιανοῦ. Ἔμοιαζε ἀνόητο νὰ τοῦ ἐπισημάνει κανεὶς τὴν ἀνακρίβεια τῆς μηχανικῆς αὐτῆς σκέψης. Ὁ Βίλα γνώριζε ἤδη πολλὰ ἱστορικὰ παραδείγματα, ἂν θέλετε, πολέμων, ἐθνοτήτων, τάξεων κι ἔλεγε ὅτι εἶναι συμπατριῶτες τοῦ Μάριο δίχως νὰ τὸ σκεφτεῖ καὶ πολύ, γιὰ νὰ συνοψίσει ὅλα αὐτὰ τὰ λόγια πού ’χαν στοιβαχτεῖ στὸ κεφάλι του ποὺ βρισκόταν σὲ πλήρη σύγχυση τὴν ὥρα ἐκείνη, κάτι ποὺ θὰ συνεχιζόταν καὶ τὴν ὑπόλοιπη μέρα.
Κυριακή, 11 Φεβρουαρίου 1979
Καταμεσῆς τῆς κυριακάτικης ἡσυχίας, ὁ Βίλα περίμενε τὴ συνέχεια τῆς κουβέντας, παρότι στὸν Μάριο φαινόταν σὰν νὰ μὴν ἔχει καὶ πολλὴ ὄρεξη νὰ μιλήσει. Κατὰ διαστήματα, ἕνα ρεῦμα κρύου ἀέρα ἔμπαινε στὸ δωμάτιο ἀπὸ κάποιο ἄνοιγμα τῆς τζαμόπορτας. Ἡ ἐκδοχὴ τῆς δολοφονίας δὲν εἶχε ἀποκλειστεῖ, εἶπε ρίχνοντας —χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήσει ὁ Χιλιανός— λιγάκι ἀκόμη κονιὰκ σ’ ὅσο καφὲ εἶχε ἀπομείνει. Σάλταρε ἁπλῶς ἢ τὸν ἔσπρωξαν κι ἔπεσε ἀπ’ τὸ παράθυρο στὸ αἴθριο. Σὰν νά ’χει θάλασσα ἀποκάτω, σκέφτηκε ὁ Μάριο, κατανοώντας τὸ τετριμμένο τοῦ ὅλου πράγματος. Συνειδητοποίησε ὅτι ἕως τότε δὲν εἶχε μπορέσει νὰ φανταστεῖ τὸ πρόσωπο ἢ τὸν σωματότυπό του ἢ ἂν εἶχε μεγάλα αὐτιά. Βουτιὰ ἔκανε, ἐπανέλαβε δύο ἢ καὶ περισσότερες φορές, καὶ ἡ λέξη αὐτὴ τοῦ θύμισε τὴν παιδική του ἡλικία, τὰ χρόνια ποὺ πέρασε σὰν παιδὶ στὴν Βίνια ντὲλ Μάρ, στὸ σπίτι τῆς γιαγιᾶς του ποὺ κρατοῦσε συντροφιὰ σ’ αὐτὸν καὶ στὴν ἀδελφή του, τὶς βουτιὲς ποὺ ἔκαναν στὴν πισίνα Ρεκρέο. Καὶ τὶς ἀτελείωτες περαντζάδες μὲ τὴ γιαγιά του στὴν προβλήτα τοῦ Βαλπαραΐσο, καὶ τὸν βράχο τῶν ἐρωτευμένων, ποὺ τὸν λένε καὶ Σάλτο ἢ Βράχο τῶν αὐτοχείρων: ἕνα κομμάτι γῆς ποὺ κρέμεται πάνω ἀπ’ τὴ θάλασσα, ὅπου πᾶνε γιὰ ν’ αὐτοκτονήσουν οἱ ντόπιοι ποὺ εἶναι ἀπελπισμένοι, θεμελιώνοντας μὲ τὰ κορμιά τους —ποὺ τ’ ἀνασύρουν οἱ πυροσβέστες μέσ’ ἀπ’ τοὺς πέτρινους ὄγκους— τὴν αὔρα ἑνὸς πράγματος ἱεροῦ, τῆς σπουδαίας πέτρας, τόπου ἱεροῦ γιὰ τοὺς ἐρωτευμένους ποὺ ἀγκαλιάζονται στὶς γωνιές του ἢ ἑνὸς μέρους σχεδὸν τουριστικοῦ, ὅπου γηραιὲς κυρίες κρατᾶνε φοβισμένες τὰ ἐγγόνια τους γερὰ ἀπὸ τὸ χέρι. Ὁ Βίλα εἶπε πὼς εἶχε ἀναγνωρίσει τὸν αὐτόχειρα σὲ μιὰ φωτογραφία ποὺ τοῦ ἔδειξαν τὴν Παρασκευὴ οἱ ἀστυνομικοί. Ἔμενε δίπλα στὸ μπάρ, ὅμως δὲν ἦταν θαμώνας του. Τὸν εἶχε δεῖ ὁρισμένες φορὲς νὰ διασχίζει τὸν δρόμο. Ὁ Μάριο ἤπιε ἄλλη μιὰ γουλιὰ καφέ. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἰατροδικαστὴς ἐξέταζε τὸ πτῶμα, οἱ ἀστυνομικοὶ μπούκαραν στὸ διαμέρισμα. Τὸ καθιστικὸ ἦταν ἄδειο. Τίποτα, δὲν εἶχε ἀπομείνει τίποτα· σκόνη, ἕνα κρεβάτι κι ἕνας Ὁδηγὸς τῆς πόλης τῆς Βαρκελώνης. Ὑπάρχουν καὶ τέτοιοι ἄνθρωποι. Ἴσως ἦταν θλιμμένος, ὁ Βίλα ὅμως δὲν τὸ πίστευε.
Δευτέρα, 12 Φεβρουαρίου 1979
Στὶς δέκα καὶ μισὴ περίπου τὸ πρωῒ ὁ Μάριο πέρασε τὸ κατώφλι καὶ κάθισε στὴν μπάρα ἀκουμπώντας τὰ χέρια στὸν πάγκο. Ἦταν πολὺ ἀργά, ἔγραφε ὅλη νύχτα, ὥσπου νὰ ξημερώσει, καὶ ξύπνησε στὸ γραφεῖο του, ὅπου εἶχε ἀποκοιμηθεῖ. Ἕναν καφὲ σκέτο, εἶπε λὲς κι ἔλεγε καλημέρα. Ὕστερα κοιτάχτηκε στὸν καθρέφτη ἀνάβοντας ἕνα Ducados. Πίσω του, ἕνας φοιτητὴς καὶ μιὰ φοιτήτρια φιλιόντουσαν σ’ ἕνα ἀπ’ τὰ τραπέζια, ἔχοντας ἀκουμπήσει σὲ μιὰ ἄκρη κάτι φακέλους γεμάτους χαρτιὰ καὶ κλεισμένους μὲ λάστιχο. Ἡ κόρη τοῦ Βίλα σκούπιζε ἐκεῖ δίπλα. Στὶς ἕντεκα παρὰ εἴκοσι μπῆκε μιὰ γυναίκα ποὺ φοροῦσε ἕνα χοντρὸ καὶ μακρὺ παλτὸ ποὺ ἔφτανε χαμηλὰ μέχρι τὰ ζωηρόχρωμα καὶ ζεστὰ παπούτσια της. Ρώτησε, τρέμοντας, ἂν μπορεῖ νὰ καλέσει τὴν ἀστυνομία. Ὁ Βίλα τὴν παρατήρησε σαστισμένος. Ὁ Μάριο καὶ τὸ ζευγάρι ποὺ καθόταν στὸ τραπέζι σήκωσαν τὸ βλέμμα. Ἡ κόρη τοῦ ἰδιοκτήτη συνέχισε τὸ ἔργο της. «Χρειάζεστε βοήθεια;», ρώτησε ὁ Βίλα ἐνῶ προσπαθοῦσε νὰ πιάσει γραμμή. Ἀπ’ τὴν κίνηση τῆς γυναίκας συμπέραναν ὅλοι πὼς κάτι τέτοιο δὲν χρειαζόταν. Κάλεσε τὸν ἀριθμὸ ποὺ ἦταν γραμμένος σ’ ἕνα κομμάτι χαρτὶ καὶ ζήτησε τὸν ἐπιθεωρητὴ Ἀνδράδε. Ὕστερα, συστήθηκε ὡς ἡ θυρωρίνα τοῦ κτιρίου στὸ ὁποῖο ἔμενε ὁ αὐτόχειρας. Ὁ αὐτόχειρας, ἐπανέλαβε, εἶχε λάβει ἕνα γράμμα.
Τρίτη, 13 Φεβρουαρίου 1979
Μπῆκε ἕνα νέο παιδὶ ἐντελῶς μουσκεμένο, κάθισε στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς μπάρας καὶ παρήγγειλε μιὰ κόκα κόλα. Ἡ πόρτα ἄργησε νὰ κλείσει κι ὁ Μάριο ἔνιωσε τὸ ψύχος. Ὁ Βίλα ἦρθε πάλι κοντά του. Ἔμαθαν ἀπὸ τὴ θυρωρίνα ὅτι εἶναι Χιλιανός, ἐξοῦ καὶ σκέφτηκα ὅτι ἴσως πρόκειται γιὰ σένα. Τὴν πρώτη μέρα κανεὶς δὲν σκέφτηκε νὰ ψάξει κάτω ἀπ’ τὸ στρῶμα. Ἐκεῖ φυλοῦσε τὸ διαβατήριό του. Ἐσύ, ποῦ τὸ φυλᾶς; Ὁ Μάριο τὸ κουβαλοῦσε πάντοτε πάνω του. Ἕνα παλιό, ταλαιπωρημένο διαβατήριο γαλάζιου χρώματος στὴν κωλότσεπη. Ὁ Μάριο δὲν ἐξωτερίκευσε καμιὰ χειρονομία ποὺ ν’ ἀποκαλύπτει τί σκεφτόταν ἐκείνη τὴ στιγμή. Σήκωσε τὸ κεφάλι καὶ ἔστρεψε τὴ ματιά του στὸν Βίλα, κοιτώντας τὸν κατάματα. Ἦταν σκεπτικός, ἀναρωτιόταν τί εἴδους ἔρευνες μπορεῖ νὰ εἶχε ξεκινήσει ἡ ἀστυνομία, στὴν περίπτωση ποὺ ὑπῆρχαν ὑποψίες ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ αὐτόχειρας. Ὁ Βίλα ἔπαψε νὰ στηρίζεται στὴν μπάρα, πέταξε τὸ πανὶ ἀπ’ τὸν ὦμο του καὶ πληρώθηκε ἀπ’ τὸν νεαρὸ τὴν κόκα κόλα. Ἄνοιξε τὸ ταμεῖο μ’ ἕναν ἐκκωφαντικὸ μεταλλικὸ θόρυβο καὶ τὸ ἔκλεισε πάλι μόλις ἔφυγε ὁ νεαρός. Ἔξω ἔβρεχε. Κοίταξε ἀπ’ τὸ παράθυρο τὸν δρόμο, δίχως διαβάτες, γκρίζο ἐπάνω σε γκρίζο, γεμάτο αὐτοκίνητα ποὺ κινοῦνταν ἀργὰ πέρα-δῶθε· ὁρισμένα παράθυρα ἦταν τόσο θαμπά, ποὺ δὲν μποροῦσες νὰ διακρίνεις τίποτα στὸ ἐσωτερικό τους. Ἔλειψες μιὰ βδομάδα καὶ δὲν ἤμουν σίγουρος ἂν μένουν κι ἄλλοι Χιλιανοὶ στὴ γειτονιά. Ὁ Μάριο σκέφτηκε πὼς ἂν τυχὸν ἀνησυχοῦσε κανεὶς γι’ αὐτόν, θὰ τοῦ ξέφευγε καμιὰ χοντράδα. Ἴσως δὲν φανερώνει ἐνδιαφέρον γιὰ κάποιον τὸ νὰ ψάξεις νὰ βρεῖς ἂν εἶναι νεκρός. Σὲ κάθε περίπτωση θὰ πρόκειται περὶ ἀνησυχίας γιὰ τοὺς οἰκείους του ἢ τὰ νούμερα στὴν ἀπογραφή, γιὰ κάποια κληρονομιά, γιὰ τὸ ἄμεσο μέλλον ἢ γιὰ τὴ σύνθεση κάποιας ἐλεγείας. Εἰλικρινά, σκέφτηκε ὁ Χιλιανός, ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχουν καὶ πολλὴ σημασία.
Τετάρτη, 14 Φεβρουαρίου 1979
Κατὰ βάθος ἡ ἱστορία εἶναι γνωστή, σκέφτηκε ὁ Χιλιανός: ἡ πάλη τῆς κάθε μέρας, στὸν ἔξω κόσμο κι ἐντὸς τοῦ καθενός, ἡ ἐξωτερικὴ πάλη κι αὐτὴ ποὺ τρώει τὰ σωθικά. Ἔκλειναν τὰ μάτια του. Ἀποκοιμιόταν. Στὸ πίσω κάθισμα κάποιου αὐτοκινήτου ἕνα κορίτσι κατέβασε τὸ τζάμι, ἔβγαλε ἔξω το κεφάλι καὶ κοίταξε γιὰ λίγο πρὸς τὸ μέρος του, δίχως νὰ τὸν δεῖ. Θὰ ἦταν τὸ πολὺ ἐννιὰ χρόνων, τὰ μαλλιά της ἦταν πιασμένα πλεξοῦδες κι ἔπεφταν στὸ γαλάζιο κολλεγιακὸ φοῦτερ ποὺ φοροῦσε σκεπάζοντας τοὺς ὤμους της. Τὸ ἁμάξι ξεκίνησε, τὸ κορίτσι πέταξε ἔξω κάτι χαρτάκια ποὺ βράχηκαν ἀμέσως μόλις ἔπεσαν κάτω, ὕστερα ἀνέβασε τὸ τζάμι. Πρόλαβε νὰ δεῖ ἄλλη μιὰ πλεξούδα, ἴσως ἦταν ἕνα ἄλλο παιδί, κουρνιασμένο πιὸ πέρα στὸ πίσω κάθισμα. Κι ὕστερα κι ἄλλα ἁμάξια. Ὅλα ἑρμητικὰ κλειστά. Ὁ Μάριο ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ δὲν ἤξερε ἂν ὅλο αὐτὸ τὸ εἶχε ὀνειρευτεῖ. Ἔμεινε μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ κοριτσιοῦ.
Πέμπτη, 15 Φεβρουαρίου 1979
Ἦταν φοιτητὴς κι εἶχε σύντροφο. Μιὰ κοπέλα τοῦ εἶχε γράψει ἕνα γράμμα. Μιὰ κοπέλα ἀπ’ τὴ Χιρόνα. Ἦταν φοιτητὴς καὶ στὸ διαμέρισμα τὸ μόνο ποὺ βρῆκαν ἦταν ἕνας Ὁδηγὸς τῆς πόλης τῆς Βαρκελώνης. Τὸ διαμέρισμα αὐτὸ ἦταν γιὰ ἄλλη δουλειά, εἶπε ὁ Βίλα. Μπορεῖ καὶ νὰ τὸν σκότωσαν. Ὅλα αὐτὰ παραῆταν παράξενα. Ὑπάρχουν καὶ τέτοιοι ἄνθρωποι. Μιὰ κοπέλα εἶχε γράψει καὶ τοῦ εἶχε στείλει ἐρωτικὸ γράμμα. Πιθανότατα ἦταν ἡ κοπέλα του. Ἦταν φοιτητὴς καὶ τὸ γράμμα ἄργησε νὰ φτάσει.
Παρασκευή, 16 Φεβρουαρίου 1979
Σκέφτηκε ὅτι, ἔχοντας βρεῖ ἕνα πρῶτο στοιχεῖο (τὸ γράμμα ἀποτελεῖ στοιχεῖο), θὰ ξεχνοῦσαν πὼς ὁ ἴδιος, ὁ πρῶτος ποὺ ὑποψιάστηκαν ὅτι μπορεῖ νὰ ἔχει αὐτοκτονήσει, δὲν διέθετε κὰν ἄδεια παραμονῆς. Τίποτα, οὔτε μιὰ ἀτζέντα, τοῦ εἶπε ὁ Βίλα καθὼς προσέθετε λίγο ἀκόμη κονιὰκ στὸν καφέ. Λὲς καὶ ὁ τύπος δὲν εἶχε καθόλου φίλους σ’ ὁλόκληρη τὴ Βαρκελώνη. Νὰ ἔχεις φίλους· νὰ εἶσαι μόνος· νὰ κάνεις σχέσεις· μιὰ κοπέλα· ἕνα γράμμα. Ἂν ὅμως ἔμπαιναν στὸ δικό του σπίτι, χαμογέλασε ὁ Χιλιανός, θά ’βρισκαν περισσότερα: βιβλία, μυθιστορήματα γραμμένα μὲ τὸ χέρι σὲ τετράδια δίχως καμία ἔνδειξη. Ἀναρωτήθηκε τί τύχη θά ’χε τὸ ἡμερολόγιό του, ἂν θὰ ἐπιχειροῦσαν νὰ τὸ ἀποκρυπτογραφήσουν λέξη πρὸς λέξη ντετέκτιβ διψασμένοι γιὰ πληροφορία, πάνω στὴ φούρια νὰ κλείσουν μιὰ ὑπόθεση, τὴ δική του ὑπόθεση. Ἂν ἔμπαιναν στὸ σπίτι του, εἶπε μὲ σιγουριὰ ὁ Βίλα, θὰ γέμιζαν φορτηγὸ ὁλόκληρο μὲ τιμολόγια καὶ ἀποδείξεις παραλαβῆς μὲ τὴ μυρωδιὰ τοῦ μπάρ. Ὁ Χιλιανὸς σκέφτηκε τί θλιβερὸ ποὺ ἦταν. Φαντάστηκε τὸν αὐτόχειρα νὰ περπατᾶ κουβαλώντας τὸν περίφημο Ὁδηγό. Σὲ ἀντίθεση μὲ ὅ,τι εἶχε συμβεῖ λίγες μέρες νωρίτερα, τώρα μποροῦσε νὰ τὸν δεῖ: καφετὶ ριγωτὸ πανωφόρι, ὁ ὁδηγὸς στὸ δεξὶ χέρι, τὸ ἀριστερὸ χέρι χωμένο στὴν τσέπη· νὰ ὀνειροπολεῖ συλλογιζόμενος πὼς τοῦ στέλνουν γράμμα. Ὁ Βίλα ἔκανε νὰ ἰσιώσει μὲ τὸ χέρι τὰ μαλλιά του, ἐπιχειρώντας νὰ βάλει τάξη στὸ χάος. Ὁ Μάριο τὸν κοίταξε στὰ μάτια. Νύσταζε, ὅπως πάντα. Τὸ γράψιμο τὸν εἶχε κρατήσει ξύπνιο μέχρι πολὺ ἀργά, φυσικά, ἴσαμε τὸ ξημέρωμα.
Σάββατο, 17 Φεβρουαρίου 1979
Ὁ Βίλα ἄναψε τὴν καφετιέρα. Ἦρθε μπροστὰ ἀπὸ τὴν μπάρα κι ἀνέβασε τὸ ρολὸ τῆς πόρτας. Πέρασε τὰ τραπέζια μὲ τὸ πανί. Ἔβαλε πάνω τασάκια. Τοποθέτησε μηχανικὰ στὴ σειρὰ τὰ σκαμπὸ καὶ ἐπέστρεψε πίσω ἀπ’ τὴν μπάρα. Ἄνοιξε τὸ ψυγεῖο κι ἔβγαλε μικρὰ πιατάκια μὲ τάπας τὰ ὁποῖα ἄφησε στὴν προθήκη προστατευμένα κάτω ἀπὸ μιὰ τζαμαρία. Ἔβαλε λάδι στὸ τηγάνι καὶ τὸ ἄφησε νὰ κάψει, ἔβγαλε λίγες πατάτες ποὺ ἦταν ἕτοιμες, κομμένες γιὰ τηγάνισμα καὶ τὶς ἄφησε δίπλα στὴν κουζίνα. Ἄναψε τσιγάρο καὶ πέταξε τὸ σπίρτο στὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς μπάρας, κάτω στὸ πάτωμα, μαζὶ μὲ τ’ ἀποτσίγαρα καὶ τ’ ἄδεια φακελάκια ζάχαρης. Ἡ κόρη τοῦ Βίλα θὰ ἐρχόταν νὰ τὰ μαζέψει σὲ κάνα-δυὸ ὧρες. Περίμενε πρῶτα νὰ ζεσταθεῖ ἡ καφετιέρα κι ἑτοίμασε ἕναν καφὲ δυνατό. «Τί πρωϊνὸ κι αὐτό», εἶπε δίχως νὰ ξέρει τὸ γιατί. Ἔξω ἔκανε κρύο κι ἦταν ἀκόμη σκοτάδι, ὅταν ἔφτασε ὁ Μάριο φανερὰ νυσταγμένος.
Κυριακή, 18 Φεβρουαρίου 1979
Ὁ δρόμος δὲν εἶχε ξυπνήσει ἀκόμη καλά. Ἦταν πολὺ ἀργὰ ὅταν ὁ Βίλα ἄνοιξε τὸ μαγαζὶ γιὰ τὸ κοινό. Ὁ Μάριο διασταυρώθηκε στὴν εἴσοδο μὲ δυὸ ἡλικιωμένους ποὺ πήγαιναν στὴ λειτουργία. Ζήτησε τὸ ἴδιο ὅπως πάντα, ἕναν καφὲ σκέτο, λὲς κι ἔλεγε καλημέρα.
Δευτέρα, 19 Φεβρουαρίου 1979
Πέρασε ἕνα κόκκινο ἁμάξι. Κατακόκκινο κι ἀστραφτερό. Ἔπειτα ἕνα πράσινο ἀποχρωματισμένο. Ἕνας κουτσοδόντης γέρος ποὺ φοροῦσε ἕνα κλασικὸ γκρίζο κοστούμι ἔπινε καφὲ μὲ γάλα· τὸ καπέλο του τὸ εἶχε ἀφήσει πάνω στὸν πάγκο. Ἔξω ἔβρεχε, ὅπως κάθε μέρα σχεδόν. Ἡ πολιτεία σιγὰ-σιγὰ ξυπνοῦσε. Ὁ Μάριο παρατήρησε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πήγαιναν στὶς δουλειές τους, σκεπασμένους ἀπ’ τὶς ὀμπρέλες τους, νὰ βαστοῦν στὸ ἐλεύθερο χέρι ἕνα σάντουιτς τυλιγμένο σὲ ἀλουμινόχαρτο, μὲ τὰ μάτια μισάνοιχτα· τὸν χαρακτηριστικὸ ἥσυχο ρυθμὸ τὶς πρῶτες ὧρες τὶς μέρας. Μπῆκε ὁ γιὸς τοῦ φούρναρη ἀνοίγοντας τὴν πόρτα μὲ τὸ πόδι· κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕναν δίσκο μὲ γλυκὰ σκεπασμένα μὲ διαφανῆ μεμβράνη. Καλημέρα, εἶπε. Καλημέρα, ἀπάντησαν ὁ Βίλα, ὁ γέρος μὲ τὸ γκρίζο κοστούμι καὶ ὁ Μάριο, μὲ μιὰ φωνή. Μόλις ξεμπέρδεψε μὲ τὸ παιδί, ὁ Βίλα πλησίασε τὸν Μάριο. Τώρα λένε ὅτι πέθανε προτοῦ πέσει ἀπ’ τὸ παράθυρο. Οἱ γείτονες κουτσομπολεύουν καὶ βγάζουν τὰ συμπεράσματά τους κάθε φορὰ ποὺ τοὺς προσεγγίζει κάποιος ντετέκτιβ καὶ τοὺς ρωτᾶ γιὰ τοῦτο καὶ γιὰ κεῖνο, μήπως καὶ θυμηθοῦν κάποια λεπτομέρεια. Ὁ Χιλιανὸς ρουφοῦσε ἀργὰ τὸν καφέ του, τραβοῦσε τὶς τελευταῖες τζοῦρες τοῦ τσιγάρου του καὶ χάζευε τὴ βροχὴ νὰ πέφτει στὸ πεζοδρόμιο. Γκρίζο πάνω σε γκρίζο, ξανά. Κουτσομπολιὸ στὴ γειτονιά. Δυὸ Ἄραβες ντυμένοι μὲ κελεμπίες σταμάτησαν στὴν εἴσοδο, ἔριξαν μιὰ ματιὰ στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ μπὰρ καὶ συνέχισαν τὴν πορεία τους. Ὁ Μάριο φαντάστηκε ὅτι θά ’χουν κι αὐτοὶ τὸν θαυμάσιο Ὁδηγὸ τῆς πόλης τῆς Βαρκελώνης. Σὰν παλιὸς ἐραστὴς τοῦ νουὰρ ποὺ ἦταν, ὄφειλε νὰ γράψει κάτι γιὰ τὸν «Ἄνθρωπο ποὺ διάβαζε μόνο τὸν Ὁδηγὸ τῆς πόλης τῆς Βαρκελώνης». Ὁ Χιλιανὸς ἔχωσε τὸ χέρι στὴν τσέπη ψάχνοντας λεφτὰ γιὰ νὰ πληρώσει τὸν λογαριασμό. Ὁ Βίλα, ποὺ στηριζόταν στὴν πρεξοχὴ τῆς προθήκης μὲ τὰ ποτὰ βρῆκε ἀφορμὴ νὰ σηκωθεῖ· ὁ γιακάς του ἦταν λερωμένος καὶ τὰ μάγουλά του ἦταν ὠχρά, λὲς καὶ δὲν τὰ ’χε δεῖ ποτὲ ὁ ἥλιος. Ἅρπαξε τὰ λεφτὰ καὶ δίχως νὰ πετάξει τὴ γόπα ἀπ’ τὸ στόμα ἔγνευσε ἀντίο. Ὁ Μάριο κατέβηκε ἀπ’ τὸ σκαμπὸ κι ἔκανε λίγα βήματα πρὸς τὴν πόρτα. Σκέφτηκε νὰ γυρίσει στὸ σπίτι, κάνοντας ἴσως πρῶτα ἕναν μικρὸ κύκλο, γιὰ τὴ βόλτα, ἀντὶ νὰ πάρει τὸν πιὸ σύντομο δρόμο. Γιὰ νὰ περάσει ἡ ὥρα, εἶπε. Στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, τὰ μάτια του στάθηκαν στὸ ἀστραφτερὸ πλακόστρωτο ποὺ ἀντανακλοῦσε θραύσματα τῶν παλιῶν τοίχων, τῶν γκρίζων προσόψεων καὶ τῶν μαύρων σιδερένιων μπαλκονιῶν· σὰν χαλάσματα ποὺ τὰ μελετοῦν εὐλαβικὰ οἱ εὐαίσθητοι ἀρχιτέκτονες τοῦ μέλλοντος. Ἡ βροχὴ ἦταν σὰν μιὰ μπάρα ποὺ θόλωνε τὸν προορισμό του. «Θὰ κοιμηθεῖς;», τὸν ρώτησε ἡ ἀδελφή του ἀφοῦ πρῶτα ἄνοιξε τὴν πόρτα. Βγάλ’ τὰ αὐτὰ τὰ ροῦχα. Ὁ Μάριο φταρνίστηκε μερικὲς φορές. Καὶ συμπλήρωσε: «Στέγνωσε, ἀγόρι μου, τὰ μαλλιά σου πρὶν ξαπλώσεις». Ὁ Μάριο θυμήθηκε τί καλὰ ποὺ ἦταν στὴ Βίλα, μὲ τὴ γιαγιά τους στὴ Βίνια ντὲλ Μάρ, ἔριξε μιὰ τελευταία ματιὰ στὸ γραφεῖο του, τσαλάκωσε τὰ χαρτιὰ μὲ τ’ ἀκροδάχτυλά του ἐνῶ μὲ τὸ ἄλλο χέρι ἔσβηνε τὸ τσιγάρο στὸ τασάκι, κι ὕστερα μὲ τὸ πάσο του καὶ δίχως κανέναν δισταγμό, σάλταρε στὸ κενὸ ἀπ’ τὸ παράθυρο στὸ αἴθριο. Σὰν νὰ βγαίνει ἀπ’ τὴν πίσω πόρτα, σκέφτηκε, ἔτσι ἁπλά, σὰν νὰ ’χει θάλασσα ἀποκάτω.
Πηγή: Roberto Bolano & A. G. Porta, Consejos de un discípulo de Morisson a un fanático de Joyce. Diario de bar, σειρά: Narrativa Hispánica / Biblioteca Roberto Bolaño, Μαδρίτη, Alfaguara, 2018 [α΄ ἔκδοση: 2006].
Ρομπέρτο Μπολάνιο (Roberto Bolaño) (1953, Σαντιάγκο – 2003, Βαρκελώνη): Χιλιανὸς πεζογράφος καὶ ποιητής. Ἐξέδωσε ποιητικὲς συλλογές, συλλογὲς διηγημάτων, νουβέλες καὶ μυθιστορήματα, καθὼς καὶ συλλογὲς ἀπὸ ἄρθρα. Ἐκ τῶν σπουδαιότερων μορφῶν τῆς σύγχρονης ἱσπανόφωνης λογοτεχνίας, ἔχει τιμηθεῖ μὲ σημαντικὰ λογοτεχνικὰ βραβεῖα καὶ ἔχει μεταφραστεῖ σὲ πολλὲς γλῶσσες.
Ἀ. Γκ. Πόρτα (Antoni García Porta ) (1954, Βαρκελώνη): Βραβευμένος Ἱσπανὸς πεζογράφος καὶ στενὸς φίλος τοῦ Μπολάνιο. Ἔγραψαν μαζὶ τὸ Consejos de un discípulo de Morisson a un fanático de Joyce, στὸ ὁποῖο ἀπονεμήθηκε τὸ βραβεῖο Ámbito Literario de Narrativa τὸ 1984, καθὼς καὶ τὸ «Ἡμερολόγιο μπάρας», κείμενο ποὺ γράφτηκε τὴν ἴδια περίπου ἐποχὴ μὲ τὸ πρῶτο, παρέμεινε ὅμως ἀνέκδοτο ἕως τὸ 2006.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἱσπανικά:
Γιῶργος Ἀποσκίτης (1984). Γεννήθηκε καὶ ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Πραγματοποίησε σπουδὲς στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ Ἐδιμβοῦργο. Ἔχει ἀσχοληθεῖ, μεταξὺ ἄλλων, μὲ τὴ λεξικογραφία καὶ μὲ τὰ κινούμενα σχέδια. Δουλειά του ἔχει δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Σημειώσεις καὶ ἀλλοῦ. Τακτικὸς συνεργάτης, μὲ πρωτότυπα κείμενα καὶ μεταφράσεις, τοῦ ἱστολογίου μας Ἱστορίες Μπονζάι. Πρῶτο του βιβλίο ἡ συλλογὴ μὲ μικρὰ πεζὰ Στιγμόμετρο (Σμίλη, 2021).
Filed under: Bolano Roberto,Αποσκίτης Γ.,Θρίλερ,Θάνατος,Ισπανικά,Καθημερινά,Ξένοι-Ξενιτειά,Πόλη-Χώροι,Περιγραφή,Πολιτική,Τέχνη,Χαρακτήρες,Ψυχογραφία | Tagged: Γιώργος Αποσκίτης,Διήγημα,Λογοτεχνία,Roberto Bolano | Τὰ σχόλια στὸ Ρομπέρτο Μπολάνιο & Α. Γκ. Πόρτα (Roberto Bolaño & A. G. Porta): Ἡμερολόγιο μπάρας ἔχουν κλείσει