Πιὲρ Μπεντεκούρ (Pierre Bettencourt)
Ἡ κατάλπη
ΔΩ, ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ πηγαίνουν στὶς κηδεῖες. Κυκλοφοροῦν τὴ νύχτα, ὅταν ὅλοι κοιμοῦνται, προχωρώντας λίγο-λίγο, τὸ ἕνα πίσω ἀπὸ τ’ ἄλλο, στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου, ἢ περνώντας μέσ’ ἀπὸ τὰ χωράφια. Καὶ στὴν πλατεία τῆς ἐκκλησίας, τὸ πρωΐ, βρίσκουν καμιὰ φορὰ μιὰ βελανίδια καὶ πέντε-ἕξι ἐλάτια, ποὺ ἔχουν ἔρθει ἐκεῖ πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας.
Γιὰ τὴν κηδεία ἑνὸς μικροῦ κοριτσιοῦ εἶχαν μετακινηθεῖ τουλάχιστον τριάντα λεῦκες, μιὰ κλαίουσα ἰτιὰ καὶ μιὰ ἀνθισμένη κατάλπη, ποὺ πρέπει νὰ ἦρθε ἀπὸ μακριά, ἀφοῦ τέτοια δέντρα δὲν ὑπάρχουν στὴν περιοχή.
Μοῦ εἶπαν πὼς τὴ στιγμὴ ποὺ ἔφτασε τὸ φέρετρο τοῦ μικροῦ κοριτσιοῦ, ἡ κατάλπη ἔριξε κάτω ὅλα τὰ λουλούδια της, καὶ ἡ νεκρικὴ συνοδεία περπατοῦσε πάνω τους, ὅπως σ’ ἕνα χαλὶ ποὺ ἀνάδινε μυρωδιὰ κουφέτου.
Στὴν κηδεία τοῦ παπποῦ μου ἐμφανίστηκε ἕνας κέδρος τοῦ Λιβάνου, ποὺ τὸν εἶχε φέρει ὅταν ἦταν νέος ἀπὸ ἕνα ταξίδι του στὴν Ἀνατολὴ καὶ τὸν εἶχε φυτέψει στὸν κῆπο του. Εἶχε στηθεῖ τόσο κοντὰ στὴ μεσαία πύλη τοῦ ναοῦ, ὥστε χρειάστηκε νὰ μπάσουν τὸ φέρετρο ἀπὸ μιὰ πλαϊνὴ πόρτα.
Τὴν ἑπόμενη νύχτα τὰ δέντρα ξαναγυρίζουν ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ἦρθαν ὅμως πολλὰ ἀπὸ αὐτά, ἔχοντας ἀνακαλύψει ἕναν ἑλκυστικὸ τόπο ἢ φιλόξενους συντρόφους συγκεντρωμένους κάπου, μπαίνουν στὴν ὁμάδα τους καὶ στεριώνουν ἐκεῖ, ἄγνωστο γιὰ πόσον καιρό.
Ὁ κέδρος ὅμως τοῦ παπποῦ μου δὲν ξαναφάνηκε ποτὲ στὸν κῆπο. Εἶπαν πὼς εἶχε πνιγεῖ, μὰ κάποιοι τὸν εἶχαν δεῖ νὰ ἐπιπλέει στὸν ἀμμουδερὸ κόλπο καὶ νὰ ταξιδεύει πρὸς τὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος.
Πηγή: Τὰ πλοῖα βγῆκαν σεργιάνι, μτφ. Ἐ. Χ. Γονατᾶς (ἐκδ. Στιγμή, 2001).
Πιὲρ Μπεντεκούρ (Pierre Bettencourt) (Νορμανδία, Γαλλία, Saint-Maurice d’Etelan, 1917 – Stigny, Γαλλία, 2006). Ποιητής, πεζογράφος, ζωγράφος καὶ ἐκδότης-τυπογράφος. Ἀπὸ τὸ 1963 ἐγκαταστάθηκε στὸ Stigny (διαμέρισμα Yonne) τῆς Βουργουνδίας. Δημοσίευσε πεζὰ ποιήματα, μικρὲς ἱστορίες, διηγήματα, μύθους καὶ ἀφηγήσεις φανταστικῶν ταξιδιῶν. Ἐπισκέφθηκε δύο φορὲς τὴν Ἑλλάδα, τὸ 1939 καὶ τὸ 1962, καὶ συνδέθηκε μὲ τὸν Ἐ. Χ. Γονατᾶ. Πέθανε στὶς 13 Ἀπριλίου τοῦ 2006, σὲ ηλικία 89 ἐτῶν, στὸ Stigny.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ γαλλικά:
Ἐ. Χ. Γονατᾶς (Ἀθήνα 1924-2006). Σπούδασε Νομικά, ποιητὴς καὶ δοκιμιογράφος τῆς πρώτης μεταπολεμικῆς γενιᾶς, διακρίθηκε κυρίως ὡς «λογοτέχνης τοῦ παράδοξου». Πρώτη του ἐμφάνιση στὰ γράμματα μὲ τὸ ἀφήγημα Ὁ ταξιδιώτης (1945), τελευταῖο βιβλίο του Τρεῖς δεκάρες (ἀφηγήματα, Στιγμή, 2006). Τὸ 1994 τιμήθηκε μὲ τὸ Κρατικό Βραβεῖο.
Εἰκόνα: Κατάλπη, ἔργο τῆς Tina Oršolić Dalessio.
Filed under: Bettencourt Pierre,Γαλλικά,Γονατᾶς Ἐ. Χ.,Θάνατος,Μυστήριο,Πόλη-Χώροι,Συμβολισμός,Φύση-Ζώα,Φανταστικό | Tagged: Διήγημα,Ε.Χ.Γονατάς,Λογοτεχνία,Pierre Bettencourt | Τὰ σχόλια στὸ Πιὲρ Μπεντεκούρ (Pierre Bettencourt): Ἡ κατάλπη ἔχουν κλείσει