
Νάνσυ Ἀγγελῆ
Μάριο Μπενεδέτι (1920-2009)
ΜΑΡΙΟ ΜΠΕΝΕΔΕΤΙ εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ ἀγαπημένους καὶ πολυδιαβασμένους συγγραφεῖς τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους ἐκπροσώπους τῆς γενιᾶς τοῦ ‘45 τῆς Οὐρουγουάης μαζὶ μὲ τὸν Χουὰν Κάρλος Ὀνέτι. Γεννήθηκε στὴν πόλη Πάσο ντὲ λὸς Τόρος (Paso de los Toros) τὸ 1920, ἀλλὰ ἡ οἰκογένειά του μετακόμισε στὸ Μοντεβιδέο, ὅταν ἐκεῖνος ἦταν ἀκόμα σὲ νεαρὴ ἡλικία. Ἐργάστηκε σὰν πωλητής, ταχυγράφος, λογιστής, δημόσιος ὑπάλληλος καὶ δημοσιογράφος. Τὸ 1948 ἐκδίδει τὸ πρῶτο του βιβλίο ὡς δοκιμιογράφος, ἐνῶ τὸ 1949 γράφει τὴν πρώτη του συλλογὴ διηγημάτων γιὰ τὴν ὁποία βραβεύεται μὲ τὸ βραβεῖο τοῦ Ὑπουργείου Πολιτισμοῦ τῆς Οὐρουγουάης, διάκριση ἡ ὁποία θὰ τοῦ ἀπονεμηθεῖ ἀρκετὲς φορὲς μέχρι τὸ 1958 καὶ τὴν ὁποία θὰ ἀρνηθεῖ συστηματικὰ λόγῳ τῶν διαφορῶν του μὲ τοὺς κανονισμοὺς τοῦ θεσμοῦ. Τὸ 1964 γράφει ὡς κριτικὸς θεάτρου καὶ κινηματογράφου καὶ συνεργάζεται μὲ σημαντικὰ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ τῆς ἐποχῆς, ἐνῶ παράλληλα ξεκινᾶ καὶ ἡ πολιτική του δραστηριότητα στοὺς κόλπους τῆς Ἀριστερᾶς. Τὸ 1971 ὀργανώνει τὸ κίνημα τῶν Ἀνεξάρτητων Πολιτῶν (Movimiento de Independientes de 26 de Marzo) καὶ τὴν ἴδια περίοδο διορίζεται διευθυντὴς τοῦ Τμήματος Ἰσπανοαμερικάνικης Λογοτεχνίας τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Δημοκρατίας τῆς Οὐρουγουάης. Τὸ 1973 ξεκινᾶ γιὰ τὴν Οὐρουγουάη τὸ δικτατορικὸ καθεστὼς ποὺ θὰ διαρκέσει 11 χρόνια, διάστημα κατὰ τὸ ὁποῖο ὁ Μάριο Μπενεδέτι ἀναγκάζεται νὰ φύγει ἀπὸ τὴ χώρα. Ὡς ἐξόριστος θὰ ζήσει στὴν Ἀργεντινή, τὸ Περού, τὴν Κούβα καὶ τὴν Ἰσπανία. Ἐπιστρέφει στὴν Οὐρουγουάη τὸ 1993. Τὸ 1986 τοῦ ἀπονέμεται τὸ βραβείο Premio Jristo Botev de Bulgaria, τὸ 1987 στὶς Βρυξέλλες τὸ Premio Llama de Oro de Amnistia Internacional, ἐνῶ τὸ 1996 τιμᾶται μὲ τὸ βραβεῖο Premio Morosoli de Plata de Literatura τῆς χώρας του. Τὸ 1997 τοῦ ἀπονέμεται τὸ βραβεῖο Premio Leon Felipe, τὸ 1999 τὸ Premio Reina Sofia de poesia Iberoamericana, τὸ 2001 ἡ διάκριση Premio Iberoamericano Jose Marti καὶ τὸ 2005 τὸ βραβεῖο XIX Premio Internacional Menendez Pelayo. Ὁ Μάριο Μπενεδέτι ξεχώρισε ὡς ποιητής, διηγηματογράφος, κριτικὸς τέχνης καὶ λογοτεχνίας, νοβελίστας καὶ θεατρικὸς συγγραφέας ἀφήνοντας πίσω του πάνω ἀπὸ 80 τίτλους βιβλίων, πολλὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ περισσότερες ἀπὸ 20 γλῶσσες.
Ἡ Ζωὴ καὶ Τὸ Ἔργο Του.
Οἱ δύο καλλιτεχνικὲς περίοδοι καὶ ἡ διαδρομὴ ἀπὸ τὸ «paisito» στὸν κόσμο.
Τὸ ἔργο τοῦ Μάριο Μπενεδέτι χωρίζεται, σύμφωνα μὲ τοὺς μελετητές του, σὲ δύο φάσεις: ἡ πρώτη, ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπὸ τὸ 1945 καὶ σηματοδοτεῖται ἀπὸ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ La vispera indeleble, περιλαμβάνοντας τόσο πεζὰ κείμενα, ὅσο καὶ ἔμμετρα (Quien de nosotros, [1953], Montevideanos, Los poemas de la oficina [1956], La tregua, Gracias por el fuego [1963]), χαρακτηρίζεται κυρίως ἀπὸ τὸ στοιχεῖο τῆς κοινωνικῆς κριτικῆς, ἑστιασμένη στὴν ἔννοια τῆς ἠθικῆς. Πρόκειται γιὰ τὴν ἀποκωδικοποίηση μιᾶς «ἐθνικῆς ἠθικῆς» τῆς χώρας τῆς Οὐρουγουάης καὶ τῶν κατοίκων της, μέσα ἀπὸ τὴν πεσιμιστικὴ ματιὰ τοῦ συγγραφέα. Τὰ κουσούρια τῶν Οὐρουγουανῶν, τὰ ἐλαττώματα, οἱ ἀδυναμίες τους, ὁ τρόπος ποὺ σκέφτονται, ἐρωτεύονται καὶ λειτουργοῦν,τόσο σὲ ἐπίπεδο ἀτόμικο, ὅσο καὶ συλλογικό, γίνονται τὸ κυρίαρχο θέμα γιὰ τὰ διηγήματα, τὶς νουβέλες, τὰ ποιήματα, ἀλλὰ καὶ τὰ κριτικὰ δοκίμια ποὺ θὰ γράψει ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ὁ Μπενεδέτι. Καὶ εἶναι τὰ ἐλαττώματα, κι ὄχι τὰ τυχὸν προτερήματα, αὐτὰ ποὺ θὰ δώσουν στὸν συγγραφέα τροφὴ γιὰ σκέψη, καθὼς ἡ ἀπαισιοδοξία εἶναι τὸ δεύτερο κυρίαρχο χαρακτηριστικό της περιόδου αὐτῆς. «Ἕνας ἀπαισιόδοξος δὲν εἶναι παρὰ ἕνας αἰσιόδοξος καλὰ ἐνημερωμένος», εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς περίφημες φράσεις τοῦ Μάριο Μπενεδέτι μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία διακρίνεται ὄχι μόνο ἡ τάση του πρὸς τὴν πεσιμισμό, ἀλλὰ ταυτόχρονα μ’αὐτόν, τὸ εὐφυές, πικρὸ ἴσως κάποιες φορές, χιοῦμορ του.
Ἡ δεύτερη φάση τοῦ συγγραφικοῦ του ἔργου χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν πολιτικοποίηση τῆς σκέψης του καὶ τὸ ἄνοιγμά του πρὸς νέους ὁρίζοντες, ἔξω ἀπὸ τὰ στενὰ σύνορα τῆς τοπικῆς κοινωνίας τοῦ Μοντεβιδέο καὶ τοῦ paisito, «τῆς μικρῆς του χώρας», ὅπως ἀποκαλεῖ ὁ ἴδιος τὴν Οὐρουγουάη. Τὸ Εὐχαριστῶ γιὰ τὴ φωτιά, (ἐκδ. Καστανιώτη, 1996), τὸ μοναδικὸ ἀπὸ τὰ ἔργα του ποὺ ἔχει μεταφραστεῖ ὣς τώρα στὰ ἑλληνικά, γραμμένο τὸ 1965, εἶναι καὶ τὸ πρῶτο βιβλίο ποὺ θὰ συντελέσει στὸ χτίσιμο τῆς διεθνοῦς φήμης ποὺ ἀποκτᾶ o Μπενεδέτι, ἀφενὸς γιατὶ ἕνα μέρος τοῦ βιβλίου λάμβανει χώρα στὴν Νέα Ὑόρκη, ἀφετέρου γιατί εἶναι ὑποψήφιο γιὰ τὸ μεγάλου κύρους λογοτεχνικὸ βραβεῖο ἀπὸ τὴν Καταλανία, Seix Barral.
Οἱ σαρωτικὲς ἀλλαγὲς καὶ οἱ κοινωνικοπολιτικὲς ζυμώσεις ποὺ συμβαίνουν στὴν Λατινικὴ Ἀμερικὴ ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ ’60 καὶ μετά —ἡ Ἐπανάσταση τῆς Κούβας, ἡ εὐρύτερη ταύτιση μὲ τὴν Ἀριστερά, ἡ ἐμφάνιση μιᾶς γενιᾶς νέων καὶ καινοτόμων συγγραφέων, ἡ ἐκδοτική τους ἄνθηση καὶ ἡ διάδοσή τους στὴν Εὐρώπη (τὸ λεγόμενο «boom latinoamericano»)— θὰ ἀποτελέσουν τὰ ἐρεθίσματα καὶ τοὺς πυλῶνες τῆς πολιτικῆς συνείδησης τοῦ συγγραφέα καὶ ἐξηγοῦν τὴν σταδιακὴ μεταστροφὴ τοῦ πεσιμισμοῦ τῆς πρώτης περιόδου πρὸς τὴν αἰσιοδοξία καὶ τὸν κοσμοπολιτισμό.
Τί ἦταν, ὅμως, αὐτὸ ποῦ ἔκανε τὸν Μάριο Μπενεδέτι νὰ ἀγαπηθεῖ τόσο ὡς συγγραφέας, πρωτίστως μέσα στὴν ἴδια του τὴ χώρα, τόσο ὥστε νὰ θεωρεῖται σήμερα, ὁ «ἐθνικὸς συγγραφέας τῆς Οὐρουγουάης»;
Ἡ ἀπάντηση ποὺ τελικὰ δόθηκε στὸ ἐρώτημα αὐτὸ ἦταν ὅπως ἔχει χαρακτηριστικὰ γραφτεῖ «una razon sentimental» ποὺ διακρίνει ὅλα τα ἔργα του, μιὰ «συναισθηματικὴ δικαιοσύνη» μὲ ἄλλα λόγια, μιὰ ἐντιμότητα στὴν κατάθεση τῶν συναισθημάτων τῶν ἡρώων, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ συγγραφέα μέσῳ αὐτῶν. Ὁ μοναδικὰ ἄμεσος, λιτὸς καὶ ταυτόχρονα ἀπρόσμενα βαθὺς τρόπος του νὰ διηγεῖται τὴν καθημερινότητα, ὅλα ὅσα συμβαίνουν στὴν στάση τοῦ λεωφορείου, στὰ δευτερόλεπτα ποὺ περνοῦν μπροστὰ στὸν γκισὲ ἑνὸς ταμείου ἢ στὸ δρόμο πρὸς τὴ δουλειά, προσδίδοντάς τους ἕναν ἐπίγειο λυρισμό, ἕνα εὐαίσθητο συναισθηματικὸ ὑπόβαθρο ἀκριβείας, καταφέρνει ὄχι μόνο νὰ εἶναι ρεαλιστικός, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀγγίζει προσωπικὰ μιὰ εὐρύτατη γκάμα ἀναγνωστῶν. Ὅπως τὸ θέτει ὁ Οὐρουγουανὸς Jorge Ruffinelli τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Στάνφορντ, μιλώντας ἐκ μέρους τῆς γενιᾶς του, στὸ τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ’50 καὶ στὶς ἀρχὲς τοῦ ’60 ὁ Μπενεδέτι ἄνοιξε τὸν δρόμο πρὸς τὴν αὐτοεπίγνωση ἑνὸς ἔθνους ποὺ εἶχε μέχρι τότε συνηθίσει νὰ κοιτάζει μόνο πρὸς τὰ ἔξω, ἔχοντας ὡς πρότυπο τὴν Εὐρωπαϊκὴ κουλτούρα (ἀλλὰ καὶ τὴν Βόρεια Ἀμερικὴ πρωτίστως λόγῳ τοῦ θαυμασμοῦ πρὸς τὸν Φῶκνερ καὶ τὸν Χέμινγουεη) καὶ τὴν τάση νὰ ἀπαξιώνει τὴν ἐγχώρια πολιτιστική του ταυτότητα. Ἡ συλλογὴ τῶν διηγημάτων του μὲ πρωταγωνιστὲς τοὺς κατοίκους τοῦ Μοντεβιδέο (Montevideanos, 1959) ἔκανε τοὺς συμπατριῶτες του νὰ στρέψουν τὴν προσοχή τους στὸν διπλανό τους καὶ τοὺς Οὐρουγουανοὺς νὰ δοῦν πραγματικά, γιὰ πρώτη φορά, ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Ὁ Jorge Ruffinelli συνεχίζει, ἀναφερόμενος στὴν ἐπίδραση τῶν «Μοντεβιδεάνων» τοῦ Μπενεδέτι, λέγοντας ὅτι ἀφοροῦσαν στὸ παρὸν καὶ ἄμεσο μέλλον τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὄντας ἀπαλλαγμένα ἀπὸ τὴν σύνηθη ἱστορικὴ προοπτικὴ τῆς καταγωγῆς ἢ τῶν προγόνων. Καὶ πραγματικά, στὶς σελίδες ποὺ ἔγραψε, ὁ Μάριο Μπενεδέτι περιέγραψε, μέσα ἀπὸ ἕνα κράμα εὐαισθησίας καὶ σαρκασμοῦ ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδια τὴν προσωπική του ἐμπειρία, τὴ μικροαστικὴ ἠθικὴ τῆς χώρας του. Τὴν γκρί, καταθλιπτικὴ πραγματικότητα τῆς μεσαίας ἀστικῆς τάξης, ἕνα πλῆθος ἀπὸ διευθυντές, τομεάρχες καὶ καλλίγραμμες γραμματεῖς, ἕνα πλῆθος ἀπὸ κρατικοδίαιτους δημοσίους ὑπαλλήλους κλεισμένους σὲ ἀσφυκτικὰ γραφεῖα μουντῶν πολυκατοικιῶν. Σὲ μιὰ μεταγενέστερη συνέντευξή του, στὴν ἐρώτηση ποῦ ἀποδίδει ὁ ἴδιος τὴν ἐπιτυχία τῆς ποιητικῆς συλλογῆς Poemas de oficina (προπομπὸ τῶν διηγημάτων Montevideanos καὶ ἴδιας θεματικῆς), ὁ Μπενεδέτι ἀπαντοῦσε γλαφυρά: «Στὴν Οὐρουγουάη ἀνθοῦσε ἕνα εἶδος ποίησης μὲ γαζέλες, ζαρκάδια καὶ κοράλια, ἡ ὁποία χρησιμοποιοῦσε σὰν βάση γιὰ τὶς λογοτεχνικές της μεταφορὲς μιὰ χλωρίδα καὶ μιὰ πανίδα ἀνύπαρκτες. Κατὰ κάποιο τρόπο ἀποδίδω τὴν αἰφνίδια αὐτὴ ἐπιτυχία στὸ γεγονὸς ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ κάτι διαφορετικὸ ἀπ’ αὐτὰ ποὺ γράφονταν τότε.»
Ἔτσι, μὲ ἐφόδια τὸν ἁπλὸ τρόπο γραφῆς, ἕνα ἀεράκι θλίψης ποὺ φυσοῦσε πάντα πάνω ἀπὸ τὰ κείμενά του καὶ μιὰ «πεζὴ» θεματική, ὁ Μπενεδέτι πέρασε τὰ σύνορά του ταπεινοῦ του τόπου καταγωγῆς καὶ ἀγαπήθηκε ὅσο λίγοι σὲ ὁλόκληρη τὴν Λατινικὴ Ἀμερική, τὴν Ἰσπανία καὶ τὴν Εὐρώπη, τόσο ὥστε νὰ κερδίσει ἐπάξια τὸν τίτλο τοῦ «ἐκδοτικοῦ φαινομένου».
Πολιτικὴ Δραστηριότητα- Ἐξορία- Ἐπαναπατρισμός
Ἡ πολιτικὴ δραστηριότητα τοῦ Μάριο Μπενεδέτι συνοψίζεται σχηματικὰ σὲ δύο γεγονότα: τὴν ἵδρυση ἐκ μέρους του τοῦ κινήματος τῶν Ἀνεξάρτητων Πολιτῶν τῆς Οὐρουγουάης (Μovimiento de los Ιndependientes del 26 de marzo, 1971) λίγο πρὶν ξεσπάσει στὴ χώρα του ἡ δικτατορία τοῦ 1973 καὶ τὴν ἀμέριστη βοήθειά του στὴν Ἐπανάσταση τῆς Κούβας (ὡς πολιτικὸς ἐξόριστος διετέλεσε μέλος τοῦ διοικητικοῦ συμβουλίου τοῦ Κέντρου Λογοτεχνικῶν Σπουδῶν τῆς Κούβας, τὸ ὁποῖο ἵδρυσε ὁ ἴδιος τὸ 1968), συμβὰν κοσμοϊστορικῆς σημασίας γιὰ ὁλόκληρη τὴν Λατινικὴ Ἀμερικὴ καὶ τὸ ὁποῖο ἐπέδρασε βαθιὰ σὲ ὅλους τοὺς πολίτες της. Ἀναφέρουμε ἐδῶ τὴν πολιτικὴ ἰδεολογία καὶ συνείδηση τοῦ Μάριο Μπενεδέτι σὲ συνάρτηση μὲ τὴ ζωὴ μὲ τὸ ἔργο του, ἀφενὸς γιατὶ ἀποτέλεσε ἕναν ἀπὸ τοὺς διανοούμενους τῆς χώρας του μὲ σημαντικὴ δράση στὸν τομέα αὐτό, ἀφετέρου γιατὶ οἱ πολιτικὲς καὶ κοινωνικὲς ἀρχές του διέπουν ἔκδηλα τὰ κείμενά του καὶ τοὺς προβληματισμούς του ὡς συγγραφέα.
Ὅπως ἔχει δηλώσει χαρακτηριστικὰ ὁ ἴδιος: «Θὰ πρέπει νὰ εἶμαι ἕνα ἀπὸ τὰ λιγότερο θρησκευόμενα ἄτομα στὸν κόσμο. Ἡ μόνη ἄξια θρησκεία γιὰ μένα εἶναι ἡ συνείδηση.»
Οἱ συλλογὲς διηγημάτων τοῦ La muerte y otras sorpresas, 1968 καὶ Buzon de tiempo, 1999 ἀποτελοῦν, μεταξὺ ἄλλων, χαρακτηριστικὰ παραδείγματα τῆς πολιτικοποίησης τῶν θεμάτων του.
Ὁ Ruffinelli ἀναφέρει ἐπὶ τοῦ θέματος, «ὁ Μάριο Μπενεδέτι ἀποτέλεσε, ὅπως εἶχαν ἀποτελέσει πολλοὶ ἄλλοι πρὶν ἀπ’ αὐτόν, τὴ γέφυρα ἀνάμεσα στὸ νησὶ τῆς Κούβας καὶ τὴν ὑπόλοιπη Λατινικὴ Ἀμερική, ἀλλὰ καὶ τὴ σημαντικότερη, ἴσως, λογοτεχνικὴ φιγούρα τῆς γενιᾶς του ποὺ ἀνέλαβε, μαζὶ μὲ τὸν Γκαρθία Μάρκες, τὴν εὐθύνη νὰ διαδόσει τὶς ἰδέες καὶ τὸ μήνυμα τῆς Ἀριστερᾶς, ἂν καὶ ὁ τελευταῖος δὲν ἔγραψε στὴν πραγματικότητα ποτὲ δημοσιογραφικὰ-πολιτικὰ κείμενα».
Ἡ ἑντεκάχρονη ἐξορία, ἔδωσε στὸν Μάριο Μπενεδέτι τὸ ἐρέθισμα γιὰ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἔργα ποὺ ἔγραψε καὶ τὴν εὐκαιρία, παρὰ τὴν τραγικότητα τῶν περιστάσεων, νὰ ταξιδέψει καὶ νὰ βγεῖ ἐκτὸς τῶν συνόρων τῆς πατρίδας του. Στὸν ἀπολογισμὸ ποὺ κάνει ὁ ἴδιος ἀρκετὰ χρόνια ἀργότερα, μὲ ἀφορμὴ μιὰ σχετικὴ μὲ τὸ θέμα τοῦ ἐκπατρισμοῦ του ἐρώτηση στὴν συνέντευξή του στὴν ἐφημερίδα Clarin τὸ 2000, ὁ ὀγδοντάχρονος πιὰ Μπενεδέτι ἀπαντᾶ: «Θὰ προτιμοῦσα νὰ μὴν εἶχε χρειαστεῖ νὰ ἐκπατριστῶ, κι ὡστόσο, κατὰ κάποιο τρόπο ἡ ἐξορία μὲ βοήθησε. Ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ δείχνει ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ βιβλία μου, ἔγινα περισσότερο ἀναγνωρίσιμος καὶ αὐτὸ μοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀποκτήσω καὶ μιὰ σχετικὴ οἰκονομικὴ ἄνεση. Ἐπιπλέον, ἔμαθα πολλὰ ἀπὸ τοὺς διαφορετικοὺς λαοὺς ποὺ γνώρισα στὶς διάφορες χῶρες ποὺ χρειάστηκε νὰ ζήσω, ἀπὸ τὶς κυβερνήσεις, ὄχι, γιατί κανεὶς δὲν μαθαίνει ποτὲ τίποτα ἀπ’ αὐτές, ἀπ’ τοὺς λαούς, ὅμως, ναί». Καρπὸς τῶν χρόνων αὐτῶν ἀποτέλεσε, μεταξὺ ἄλλων, ἡ συλλογὴ διηγημάτων Geografias, 1984, τὸ διάστημα ποὺ ἔζησε στὴν Ἰσπανία, Despistes y franquezas, 1989, [Ἀπροσεξίες καὶ ἐξομολογήσεις], Buzon de tiempo 1999, [Τὸ γραμματοκιβώτιο τοῦ χρόνου], ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνθολογία Del Amor y del Exilio, 2002, [Περὶ ἔρωτος καὶ ἐξορίας] ποὺ συγκεντρώνει ὅλα τὰ διηγήματα τοῦ συγγραφέα τὰ ὁποῖα καταπιάνονται μὲ τὶς δύο θεματικὲς ὅπως φανερώνει ὁ ἴδιος ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου.
Ὅσο γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα; Αὐτή, ἴσως νὰ εἶναι πιὸ δύσκολη ἀπὸ τὴν φυγή. Ἴσως γι’ αὐτό, γιὰ νὰ περιγράψει ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ συναίσθημα, ὁ συγγραφέας ἐπινόησε μιὰ νέα λέξη, τὸ περίφημο «desexilio», ποὺ θέλει νὰ πεῖ ἀντι-εξορία, ἐξορία ἀπ’ τὴν ἀνάποδη, γιατὶ ὅταν κανεὶς γυρίζει «ἔχει ἀλλάξει μέχρι καὶ τὸ τοπίο, μέχρι καὶ τὸ βλέμμα τοῦ κόσμου». Τελειώνει, ἄραγε, ποτὲ ἡ ἐξορία; Ἂν καὶ τυπικὰ ἡ δική του ἔλαβε τέλος τὸ 1993, ὁ ἴδιος ἀπαντᾶ, μᾶλλον ὄχι, συμπληρώνοντας τὴ φράση του μὲ τὰ λόγια τοῦ Κολομβιανοῦ ποιητῆ, Alvaro Mutis, πὼς «εἶναι κανεὶς καταδικασμένος νὰ παραμείνει γιὰ πάντα ἐξόριστος».
Καί, τελικά, ποῦ βρίσκεται ἡ πατρίδα κάποιου μετὰ ἀπ’ αὐτὴ τὴ διαδρομή;
Ὁ Μάριο Μπενεδέτι ἀπαντᾶ, δανειζόμενος τὰ λόγια τοῦ Κουβανοῦ Jose Marti:
«La patria es la humanidad», πατρίδα εἶναι ἡ ἀνθρωπότητα.
[Ὁλόκληρη ἡ συνέντευξη στὴν ἐφημερίδα Clarin μὲ ἀφορμὴ τὰ ὀγδοηκοστὰ γενέθλια τοῦ συγγραφέα στὸν παρακάτω σύνδεσμο:

Νάνσυ Ἀγγελῆ (Εὔβοια 1982). Σπούδασε δημοσιογραφία στὸ Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἀπὸ τὸ 2008 ἀσχολεῖται ἐπαγγελματικὰ μὲ τὴν μετάφραση λογοτεχνικῶν ἔργων ἀπὸ τὰ ἱσπανικὰ στὰ ἑλληνικὰ καὶ ἀντίστροφα. Συνεργάστηκε μὲ τὸ Κέντρο Βυζαντινῶν, Κυπριακῶν καὶ Νεοελληνικῶν Σπουδῶν τῆς Γρανάδα καθὼς καὶ μὲ τὸ Διεθνὲς Ἰνστιτοῦτο Μετάφρασης, Institut Virtual Internacional de Traduccio, τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Ἀλικάντε. Μεταφράσεις της ἐπιλεγμένων ποιημάτων τοῦ μεγάλου σύγχρονου ἰσπανοῦ ποιητῆ Ἄνχελ Γκονθάλεθ ἔχει φιλοξενήσει τὸ ἠλεκτρονικὸ περιοδικὸ γιὰ τὴν ποίηση «Ποιεῖν», ἐνῶ ἑτοιμάζει καὶ τὴ μετάφραση ἑνὸς μυθιστορήματος ἀπὸ τὴ Λατινικὴ Ἀμερικὴ ποὺ πρόκειται νὰ κυκλοφορήσει ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Κέδρος. Ζεῖ μόνιμα στὴν Ἱσπανία.
Filed under: Benedetti Mario,ΑΝΑΦΟΡΕΣ,Αγγελή Νάνσυ | Tagged: Ισπανόγραπτο διήγημα,Νάνσυ Αγγελή,Mario Benedetti | Τὰ σχόλια στὸ Νάνσυ Ἀγγελῆ: Μάριο Μπενεδέτι (1920-2009) ἔχουν κλείσει