Ἔ­ϊ­μι Μπέν­τερ (Aimee Bender): Τέρμα



­ϊ­μι Μπέν­τερ (Aimee Bender)


Τέρ­μα

(End of the Line)


ΑΝΤΡΑΣ πῆ­γε στὸ κα­τά­στη­μα κα­τοι­κί­δι­ων ζώ­ων νὰ ἀ­γο­ρά­σει γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του ἕ­ναν μι­κρὸ ἄν­τρα νὰ τοῦ κρα­τᾶ συν­τρο­φιά. Τὸ κα­τά­στη­μα ἦ­ταν γε­μά­το πι­τσι­λω­τοὺς σκύ­λους καὶ συ­νε­σταλ­μέ­νες γά­τες ποὺ ἔ­κα­ναν νά­ζια καὶ οἱ προ­ση­νεῖς ἀ­γό­ρα­ζαν σκύ­λους καὶ οἱ ἀ­νε­ξάρ­τη­τοι ἀ­γό­ρα­ζαν γά­τες καὶ ὁ ἄν­τρας αὐ­τὸς χά­ζευ­ε ἀ­πὸ δῶ κι ἀ­πὸ κεῖ ὥ­σπου στὸ βά­θος τοῦ κα­τα­στή­μα­τος βρῆ­κε ἕ­να κλου­βὶ ποὺ εἶ­χε μέ­σα ἕ­ναν κα­να­πὲ-μι­νι­α­τού­ρα καὶ μιὰ μι­κρο­σκο­πι­κὴ τη­λε­ό­ρα­ση κι ἕ­ναν μι­κρὸ γο­η­τευ­τι­κὸ κα­στα­νὸ ἄν­τρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος φο­ροῦ­σε κο­στού­μι ἀ­πὸ του­ίντ. Κοί­τα­ξε τὸ καρ­τε­λά­κι μὲ τὴν τι­μή. Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας ἦ­ταν ἀ­κρι­βὸς ἀλ­λὰ ὁ με­γά­λος ἄν­τρας εἶ­χε στα­θε­ρὴ δου­λειὰ ὑ­ψη­λοῦ κύ­ρους καὶ θε­ώ­ρη­σε πὼς ἡ ἀ­γο­ρὰ αὐ­τὴ ἀ­ξί­ζει τὰ χρή­μα­τά της.

       Ἔ­φε­ρε τὸ κλου­βὶ στὸν μπρο­στι­νὸ χῶ­ρο τοῦ κα­τα­στή­μα­τος, πλή­ρω­σε μὲ τὴν πι­στω­τι­κή του κάρ­τα καὶ κέρ­δι­σε πόν­τους γιὰ δω­ρε­ὰν ἀ­ε­ρο­πο­ρι­κὰ εἰ­σι­τή­ρια.

       Μέ­σα στὸ αὐ­το­κί­νη­το, τὸ κλου­βὶ τοῦ μι­κροῦ ἄν­τρα ἦ­ταν δε­μέ­νο μὲ τὴ ζώ­νη ἀ­σφα­λεί­ας καὶ ἀ­να­πη­δοῦ­σε ἐ­λα­φρῶς στὴ θέ­ση τοῦ συ­νο­δη­γοῦ.

       Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας τα­κτο­ποί­η­σε τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιό του, ἐ­πά­νω στὸ κο­μο­δί­νο, καὶ ἄ­νοι­ξε τὸ κλου­βί. Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας σή­κω­σε τὸ βλέμ­μα του μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴ μι­κρὴ τη­λε­ό­ρα­ση. Ἀ­νοι­γό­κλει­σε τὰ βλέ­φα­ρα, πράγ­μα ποὺ ἦ­ταν δύ­σκο­λο νὰ τὸ δεῖ κα­νείς, κι ἔ­πει­τα μὲ τσι­ρι­χτὴ φω­νὴ ζή­τη­σε κά­τι νὰ φά­ει. Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας ἔ­φε­ρε στὸν μι­κρὸ ἄν­τρα μιὰ στα­γό­να οὐ­ί­σκι σερ­βι­ρι­σμέ­νη μέ­σα στὸ σπεί­ρω­μα μιᾶς βί­δας κι ἕ­να κομ­μά­τι κο­τό­που­λο ρο­λὸ μὲ τὴν πέ­τσα του. Δὲν εἶ­χε μα­χαι­ρο­πί­ρου­να, κι ἔ­τσι εἶ­πε στὸν μι­κρὸ ἄν­τρα νὰ φά­ει ἐ­λεύ­θε­ρα μὲ τὰ χέ­ρια του, πράγ­μα ποὺ νευ­ρί­α­σε τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα. Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας ἐ­ξή­γη­σε πὼς προ­τοῦ τὸν πιά­σουν ὑ­πῆρ­ξε ἕ­νας πο­λὺ ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νος καὶ ἐ­κλε­πτυ­σμέ­νος σύμ­βου­λος τε­χνο­λο­γί­ας ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε τα­ξι­δέ­ψει πολ­λὲς φο­ρὲς στὸ Πα­ρί­σι καὶ στὸ Μι­λά­νο καὶ πὼς τοῦ ἄ­ρε­σε νὰ τρώ­ει μὲ μα­χαι­ρο­πί­ρου­να κι εὐ­χα­ρι­στεῖ πά­ρα πο­λύ. Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας λύ­θη­κε στὰ γέ­λια, ἔ­βρι­σκε τὸν μι­κρὸ αὐ­τὸ ἄν­τρα τὸν ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε ἀ­γο­ρά­σει πο­λὺ ἀ­στεῖ­ο. Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας τοῦ εἶ­πε μὲ φω­νὴ καμ­πά­να ὅ­τι τὰ κα­τα­στή­μα­τα ποὺ δι­α­θέ­τουν κου­κλό­σπι­τα εἶ­ναι ἀ­νοι­χτὰ τὰ σαβ­βα­το­κύ­ρια­κα καὶ ὅ­τι χρει­ά­ζε­ται ἕ­να κρε­βά­τι, πα­ρα­κα­λεῖ, μ’ ἕ­να κα­νο­νι­κὸ μα­ξι­λά­ρι, πα­ρα­κα­λεῖ, κι ἕ­να φω­τι­στι­κὸ καὶ με­ρι­κὰ βι­βλί­α μὲ πραγ­μα­τι­κὲς σε­λί­δες, ἂν εἶ­ναι εὔ­κο­λο, φυ­σι­κά. Πα­ρα­κα­λεῖ. Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας κάγ­χα­σε λί­γο ἀ­κό­μη καὶ ἔ­γνε­ψε κα­τα­φα­τι­κά.

       Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας ἦ­ταν κα­θι­σμέ­νος στὸν κα­να­πέ του. Ἔ­μει­νε ξύ­πνιος μέ­χρι ἀρ­γὰ τὴν πρώ­τη ἐ­κεί­νη νύ­χτα, γε­λών­τας τσι­ρι­χτὰ μὲ τὶς βρα­δι­νὲς τη­λε­ο­πτι­κὲς ἐκ­πομ­πές, πράγ­μα ποὺ ἐ­νό­χλη­σε ὣς ἐ­κεῖ ποὺ δὲν πά­ει τὸν με­γά­λο ἄν­τρα. Προ­σπα­θοῦ­σε νὰ κοι­μη­θεῖ καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κλεί­σει μά­τι. Στὶς τέσ­σε­ρις τὰ χα­ρά­μα­τα, ἐ­ξαν­τλη­μέ­νος, ὁ με­γά­λος ἄν­τρας ἔ­ρι­ξε λί­γο ἀν­τι­ϊ­στα­μι­νι­κὸ μέ­σα στὸ σω­λη­νά­ριο μὲ τὸ νε­ρὸ τοῦ μι­κροῦ ἄν­τρα, καὶ κά­πως ἔ­τσι τε­λι­κὰ τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα τὸν ἔ­πι­α­σε ὑ­πνη­λί­α. Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας ἔ­ρι­ξε κα­τὰ λά­θος πά­ρα πο­λύ, δι­ό­τι, ἂν κά­ποι­ος πε­τύ­χαι­νε τὴ σω­στὴ ἀ­να­λο­γί­α, θὰ ἐ­πρό­κει­το πε­ρὶ ἄ­θλου, ἀ­κό­μη κι ἂν ὁ συγ­κε­κρι­μέ­νος εἶ­χε κλί­ση στὰ μα­θη­μα­τι­κά, τὰ ὁ­ποῖ­α οὕ­τως ἢ ἄλ­λως δὲν ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν τὸ δυ­να­τὸ ση­μεῖ­ο τοῦ με­γά­λου ἄν­τρα, καὶ ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας τρεῖς μέ­ρες τρέ­κλι­ζε, χου­ζου­ρεύ­ον­τας πό­τε ἐ­δῶ καὶ πό­τε ἐ­κεῖ στὸ κλου­βί του, ἐ­νῶ τὰ σά­λια του ἄ­φη­ναν μι­κρο­σκο­πι­κοὺς λε­κέ­δες στὸν κα­να­πέ. Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας πῆ­γε στὴ δου­λειὰ καὶ δὲν στα­μά­τη­σε ὅ­λη μέ­ρα νὰ σκέ­φτε­ται μὲ λα­χτά­ρα τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα, καὶ στὶς πέν­τε ἔ­τρε­ξε πί­σω στὸ σπί­τι, τό­σο ἐν­θου­σι­α­σμέ­νος ἦ­ταν ποὺ θὰ ξα­νά­βλε­πε τὸν μι­κρό του ἄν­τρα, ὅ­μως βρῆ­κε πά­λι τὸν φι­λα­ρά­κο σκο­τει­νι­α­σμέ­νο. Ὅ­ταν ἡ ἐ­πί­δρα­ση τοῦ ἀν­τι­ϊ­στα­μι­νι­κοῦ πα­ρῆλ­θε, ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας ξύ­πνη­σε μὲ τὰ ἰγ­μό­ρεια πεν­τα­κά­θα­ρα, καὶ βρι­σκό­ταν τώ­ρα πιὰ σ’ ἕ­να πλή­ρως ἐ­πι­πλω­μέ­νο δω­μά­τιο, μὲ ὅ­λες τὶς ἀ­νέ­σεις, μὲ πο­λυ­έ­λαι­ο καὶ μὲ ἀρ­κε­τά, πο­λὺ μι­κρὰ βι­βλί­α, με­τα­ξύ των ὁ­ποί­ων ἦ­ταν καὶ ἡ Στα­χτο­πού­τα στὰ ἱ­σπα­νι­κά, καὶ τὸ ὁ­λο­δι­κό του κα­τοι­κί­διο μυρ­μήγ­κι μέ­σα σὲ κλου­βί.

       Οἱ δυ­ὸ ἄν­τρες τὰ πῆ­γαν κα­λὰ γιὰ πε­ρί­που δύ­ο ἑ­βδο­μά­δες. Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας ἦ­ταν πο­λὺ κα­λὸς μὲ τοὺς ἀ­ριθ­μοὺς καὶ βο­η­θοῦ­σε τὸν με­γά­λο ἄν­τρα μὲ τὶς τρα­πε­ζι­κές του συ­ναλ­λα­γές. Ἀ­νά­με­σα στοὺς λο­γα­ρια­σμούς, ὅ­μως, τοῦ μι­κροῦ ἄν­τρα τοῦ ἄ­ρε­σε νὰ μι­λᾶ γιὰ τὴ ζω­ή του πί­σω στὸ σπί­τι του καὶ γιὰ τὸ πῶς τὸν εἶ­χαν συλ­λά­βει οἱ κυ­νη­γοὶ κε­φα­λῶν μι­κρῶν ἀν­τρῶν μέ­σα σ’ ἕ­ναν φοῦρ­νο, ἀ­π’ ὅ­λα τὰ μέ­ρη ἐ­κεῖ – ἂν εἶ­ναι δυ­να­τόν, καὶ γιὰ τὸ πό­σο πο­λὺ τοῦ ἔ­λει­παν ἡ γυ­ναί­κα του καὶ τὰ παι­διά του. Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας δὲν εἶ­χε οὔ­τε γυ­ναί­κα οὔ­τε παι­διὰ καὶ δὲν ἤ­θε­λε ν’ ἀ­κού­ει τὸ κομ­μά­τι αὐ­τό. «Εἶ­σαι δι­κός μου τώ­ρα», εἶ­πε στὸν μι­κρὸ ἄν­τρα. «Πλή­ρω­σα τρε­λὰ λε­φτὰ γιὰ πάρ­τη σου.»

       «Μὰ ἔ­χω εὐ­θύ­νες», εἶ­πε ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας στὸν ἰ­δι­ο­κτή­τη του, καὶ τὸ βλέμ­μα του, στὸ φῶς, ἔ­μοια­ζε ὑ­γρό.

       «Εἶ­πες ὅ­τι θὰ μὲ πᾶς πί­σω», εἶ­πε ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας.

       «Δὲν εἶ­πα τί­πο­τα τέ­τοι­ο», εἶ­πε ὁ με­γά­λος ἄν­τρας, ἀλ­λὰ δὲν μπο­ροῦ­σε καὶ νὰ θυ­μη­θεῖ ἂν ὄν­τως τὸ εἶ­χε πεῖ ἢ ὄ­χι. Δὲν ὑ­πῆρ­ξε πο­τὲ ἰ­δι­αί­τε­ρα κα­λὸς στὸ νὰ συγ­κρα­τεῖ ὀ­νό­μα­τα οὔ­τε στὸ νὰ ἀ­να­κα­λεῖ, γε­νι­κῶς, τὸ ὁ­τι­δή­πο­τε στὴ μνή­μη του.

       Ἀ­φοῦ πε­ρά­σα­νε τρεῖς πε­ρί­που ἑ­βδο­μά­δες, ἀ­φοῦ ἐ­νη­με­ρώ­θη­κε γιὰ τὶς προ­σω­πι­κό­τη­τες τῶν παι­δι­ῶν καὶ τῶν παπ­πού­δων καὶ τῶν θεί­ων τοῦ μι­κροῦ ἄν­τρα, ἀ­φοῦ ἄ­κου­σε γιὰ τὸ δέ­κα­το γεῦ­μα στὸ Πα­ρί­σι καὶ γιὰ τὸν σερ­βι­τό­ρο ποὺ εἶ­πε ὅ­τι ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας εἶ­χε πά­ρα πο­λὺ κα­λὴ προ­φο­ρά, ἀ­φοῦ πρῶ­τα ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας τοῦ ἀ­φη­γή­θη­κε τὴ δι­α­δρο­μὴ ἐ­κεί­νη μὲ τὸ τρέ­νο γιὰ Το­σκά­νη, κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α τρα­γου­δοῦ­σε ἄ­ρι­ες γιὰ τε­νό­ρους συ­νο­δεία μαν­το­λί­νου, ὁ με­γά­λος ἄν­τρας ἐ­πι­δό­θη­κε στὸ νὰ βα­σα­νί­σει τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα. Κά­ποι­α στιγ­μὴ ποὺ ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας εἶ­χε γυ­ρι­σμέ­νη τὴν πλά­τη, ὁ με­γά­λος ἄν­τρας ἔ­στα­ξε στὸ νε­ρό του στὰ μου­λω­χτὰ μιὰ στα­γο­νί­τσα οἰ­κια­κοῦ κα­θα­ρι­στι­κοῦ, λε­πτὴ σὰν τὴ μύ­τη τῆς βε­λό­νας, καὶ πα­ρα­κο­λού­θη­σε μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη νύ­χτα τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα νὰ βλέ­πει πα­ραι­σθή­σεις, νὰ τι­νά­ζε­ται καὶ νὰ στρι­φο­γυρ­νᾶ, ν’ ἀ­να­γου­λιά­ζει καὶ ν’ ἀ­μο­λά­ει μι­κρὰ ρὸζ βου­να­λά­κια στὶς γω­νί­ες τοῦ κλου­βιοῦ. Τὸ μι­κρὸ σῶ­μα του ἦ­ταν τό­σο μι­κρό, ὥ­στε ἦ­ταν δύ­σκο­λο νὰ φαν­τα­στεῖ κα­νεὶς πὼς πο­νοῦ­σε τό­σο πο­λύ. Πό­σος πο­λὺς πό­νος μπο­ροῦ­σε νὰ γί­νει αἰ­σθη­τὸς σ’ ἕ­ναν χῶ­ρο μι­κρο­σκο­πι­κὸ σὰν κι αὐ­τόν; Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας κοι­μή­θη­κε βα­ριά, βέ­βαι­ος πὼς τὸ κα­τοι­κί­διό του ὑ­πε­ρέ­βαλ­λε ἁ­πλῶς γιὰ νὰ κά­νει ἐ­φέ.

       Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας ἄρ­χι­σε νὰ παίρ­νει τὴν ἀ­ναρ­ρω­τι­κή του ἄ­δεια καὶ νὰ μέ­νει στὸ σπί­τι.

       Ἀ­πο­λάμ­βα­νε τὸ νὰ πε­τά­ει τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα στὸν ἀ­έ­ρα καὶ νὰ τὸν ξα­να­πιά­νει. Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε μὲ δι­ά­φο­ρους τρό­πους. Ἀρ­χι­κὰ εἶ­πε μὲ στι­βα­ρή, πα­τρι­κὴ φω­νὴ ὅ­τι δὲν τοῦ ἄ­ρε­σε αὐ­τό, ὕ­στε­ρα οὔρ­λια­ξε κι ἔ­βα­λε τὰ κλά­μα­τα. Ὁ ἄν­τρας δὲν ἀν­τέ­δρα­σε κι ἔ­τσι ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας ἐ­πι­στρά­τευ­σε τὴ λο­γι­κή, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πέ­δω­σε γιὰ λί­γο, λέ­γον­τας: «κοί­τα, κι ἐ­γὼ ἄν­τρας εἶ­μαι, εἶ­μαι ἁ­πλῶς μι­κρὸς ἄν­τρας. Εἶ­ναι πο­λὺ ἐ­πί­πο­νο αὐ­τὸ γιὰ μέ­να», εἶ­πε. «Ἀ­κό­μη κι ἂν δὲν μὲ συμ­πα­θεῖς», εἶ­πε ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας, «πο­νά­ει καὶ πά­λι». Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας στά­θη­κε ἕ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο καὶ ἄ­κου­σε, εἶ­χε ὅ­μως φτά­σει νὰ τοῦ ἀ­ρέ­σει πο­λὺ νὰ τι­νά­ζει στὸν ἀ­έ­ρα τὸν μι­κρό του ἄν­τρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος δὲν μι­λοῦ­σε πιὰ καὶ τό­σο γιὰ τὴν τέ­χνη τῆς μπαγ­κέ­τας καὶ ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας, ἐμ­φα­νί­ζον­τας με­λα­νι­ὲς καὶ οὐ­λὲς στὸ κορ­μί του, κα­τέ­λη­ξε νὰ στα­μα­τή­σει ἐν­τε­λῶς νὰ μι­λᾶ. Τὸν πο­νοῦ­σε τὸ κε­φά­λι του καὶ δὲν εἶ­χε πιὰ κα­μιὰ ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸ νε­ρό.

       Τοῦ πέ­ρα­σε ἀ­πὸ τὸ μυα­λὸ νὰ δρα­πε­τεύ­σει. Μὰ πῶς; Τὸ πό­μο­λο τῆς πόρ­τας εἶ­ναι τὸ Ἐμ­πά­ιρ Στέ­ιτ Μπίλ­ντινγκ. Ἡ πί­σω αὐ­λὴ εἶ­ναι ἀ­φρι­κα­νι­κὸ βο­σκο­τό­πι.

       Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας κά­θι­σε καὶ εἶ­δε τη­λε­ό­ρα­ση μα­ζὶ μὲ τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα. Ὅ­ση ὥ­ρα κρά­τη­σε ἡ ἐκ­πομ­πὴ μὲ τὶς σέ­ξι γυ­ναῖ­κες, ἔ­ρι­ξε τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα μέ­σα στὸ παν­τε­λό­νι του καὶ τὸν ἄ­φη­σε ἁ­πλῶς ἐ­κεῖ. Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας σκούν­τη­ξε τὸ πέ­ος τοῦ με­γά­λου ἄν­τρα τὸ ὁ­ποῖ­ο με­γά­λω­νε στὸ πλά­ι του λὲς κι ἦ­ταν ἡ φα­σο­λιὰ τοῦ Τζὰκ αὐ­το­προ­σώ­πως, ἀ­πο­πνέ­ον­τας μιὰ γή­ι­νη μυ­ρω­διὰ κλει­σού­ρας, τέ­τοι­α ποὺ ἔ­κα­νε τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα νὰ νι­ώ­θει ἀ­μη­χα­νί­α γιὰ τὸ δι­κό του μι­κρὸ πέ­ος τὸ ὁ­ποῖ­ο ἦ­ταν κα­τα­χω­νι­α­σμέ­νο στὸ παν­τε­λό­νι τοῦ συμ­βού­λου τὸ ὁ­ποῖ­ο φο­ροῦ­σε. Ἕ­σφι­ξε τὴ γρο­θιὰ του κα­τὰ πά­νω της καὶ ἡ φα­σο­λιὰ ψή­λω­σε κι ἄλ­λο καὶ ὁ με­γά­λος ἄν­τρας, ἐ­νο­χλη­μέ­νος, βού­τη­ξε τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα μέ­σ’ ἀ­πὸ τὸ παν­τε­λό­νι του καὶ τὸν ἐκ­σφεν­δό­νι­σε στὴν ἄλ­λη ἄ­κρη τοῦ δω­μα­τί­ου. Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας χτύ­πη­σε στὸ πό­δι τοῦ τρα­πε­ζιοῦ. Ξύ­πνη­σε μέ­σα στὸ κλου­βί του, τὸ κε­φά­λι του βού­ι­ζε. Δὲν τὸν εἶ­χε πτο­ή­σει καὶ τό­σο τὸ ὅ­τι βρέ­θη­κε μέ­σα στὸ ἐ­σώ­ρου­χο ἑ­νὸς με­γά­λου ἄν­τρα, δι­ό­τι ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ἀ­πὸ τό­τε ποὺ τὸν ἔπι­α­σαν, ποὺ ἔ­νι­ω­σε τὴν πα­ρα­μι­κρὴ ἀ­να­λαμ­πὴ ἰ­σχύ­ος.

       «Μὴν τὸ ξα­να­κά­νεις αὐ­τό», προ­ει­δο­ποί­η­σε ὁ με­γά­λος ἄν­τρας, μὲ τὸ κε­φά­λι του νὰ κα­τα­λαμ­βά­νει ὁ­λό­κλη­ρό το βό­ρει­ο τοί­χω­μα τοῦ κλου­βιοῦ.

       «Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ», εἶ­πε ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας, τοῦ ὁ­ποί­ου τὸ βλέμ­μα δὲν ἦ­ταν πλέ­ον ὑ­γρὸ ἀλ­λὰ ἀ­πλα­νές. «Κύ­ρι­ε. Λυ­πη­θεῖ­τε με.»

       Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας τύ­λι­ξε τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα μὲ κολ­λη­τι­κὴ ται­νί­α, ὅ­λο του τὸ κορ­μί, κι ἔ­τσι δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ κλο­τσή­σει καὶ ὑ­πῆρ­χαν μό­νο μι­κρὲς τρύ­πες γιὰ τὸ στό­μα του καὶ γιὰ τὰ μά­τια του. Ἔ­πει­τα, τὸν ἔ­βα­λε στὸ ψυ­γεῖ­ο γιὰ μί­α ὥ­ρα. Μό­λις ἐ­πέ­στρε­ψε, ὁ με­γά­λος ἄν­τρας βρῆ­κε τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα λι­πό­θυ­μο καὶ τὸν ἔ­ρι­ξε στὸ φουρ­νά­κι, σὲ πο­λύ, πο­λὺ χα­μη­λὴ θερ­μο­κρα­σί­α, ἄλ­λα δέ­κα λε­πτά. Τὸ εἶ­χε προ­θερ­μά­νει. Ὁ ἄν­τρας ξα­να­ζων­τά­νε­ψε ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ μιὰ-δυ­ὸ μέ­ρες.

       «Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ», εἶ­πε στὸν με­γά­λο ἄν­τρα, μὲ σπα­σμέ­νη φω­νή.

       Τοῦ με­γά­λου ἄν­τρα δὲν τοῦ ἄ­ρε­σε ἡ λέ­ξη πα­ρα­κα­λῶ. Δὲν τοῦ ἄ­ρε­σε ἡ εὐ­γέ­νεια καὶ δὲν τοῦ ἄ­ρε­σαν οἱ ἄν­θρω­ποι. Ἦ­ταν πλη­κτι­κὰ στὴ δου­λειὰ καὶ κα­νεὶς δὲν πρό­σε­ξε τὸ και­νού­ριο του παλ­τό. Ἀ­γό­ρα­σε στὸν ἑ­αυ­τό του ἕ­να εἰ­σι­τή­ριο γιὰ Πα­ρί­σι μὲ ὅ­λους τους πόν­τους ποὺ εἶ­χε μα­ζέ­ψει στὴν πι­στω­τι­κὴ κάρ­τα του, δὲν ἄρ­γη­σε ὅ­μως νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει ὅ­τι δὲν γνώ­ρι­ζε οὔ­τε λέ­ξη ἀ­πὸ τὴ γλώσ­σα καὶ φο­βό­ταν πο­λὺ ὅ­τι μπο­ρεῖ κα­τὰ λά­θος νὰ πα­ραγ­γεί­λει νὰ φά­ει ἀρ­νί­σια μυα­λά. Δὲν ἤ­θε­λε νὰ ζη­τή­σει ἀ­πὸ τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα νὰ τοῦ με­τα­φρά­σει, δι­ό­τι δὲν ἤ­θε­λε ν’ ἀ­κού­σει τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα νὰ μι­λᾶ μὲ προ­φο­ρά. Ἡ σκέ­ψη καὶ μό­νο τὸν ἐ­ξόρ­γι­ζε. Ἡ προ­θε­σμί­α γιὰ τὴ χρή­ση τοῦ εἰ­σι­τη­ρί­ου ἔ­λη­ξε, χω­ρὶς ἀν­τί­κρι­σμα. Στὸ ἀ­ε­ρο­πλά­νο, μιὰ νε­α­ρὴ γυ­ναί­κα ἁ­πλώ­θη­κε στὸ κά­θι­σμά της καὶ κοι­μή­θη­κε, ἐ­φό­σον δὲν ἐμ­φα­νί­στη­κε κα­νεὶς στὸ δι­πλα­νὸ κά­θι­σμα. Στὴ δου­λειά, πρό­τει­νε σὲ μιὰ γο­η­τευ­τι­κὴ συ­νά­δελ­φο ποὺ τοῦ ἄ­ρε­σε πολ­λὰ χρό­νια νὰ βγοῦν κι ἐ­κεί­νη τὸν πα­ρα­μέ­ρι­σε καὶ ἔ­τρε­ξε νὰ τὸ πεῖ ἀ­μέ­σως στοὺς συ­να­δέλ­φους της. Δὲν εἶ­πε κὰν ὄ­χι· τῆς φά­νη­κε τό­σο προ­φα­νές, ποὺ δὲν χρει­ά­στη­κε κὰν νὰ τὸ πεῖ.

       «Βγά­λε τὰ ροῦ­χα σου», εἶ­πε τὸ ἴ­διο ἀ­πό­γευ­μα στὸν μι­κρὸ ἄν­τρα.

       Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας μα­ζεύ­τη­κε καὶ ὁ με­γά­λος ἄν­τρας ὕ­ψω­σε ἕ­να μπου­κά­λι ποὺ πε­ρι­εῖ­χε κα­θα­ρι­στι­κὸ μπά­νιου ἀ­πει­λών­τας τον. Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας γδύ­θη­κε ἀρ­γά, δί­πλω­σε τὰ ροῦ­χα του καὶ στά­θη­κε ἀ­πέ­ναν­τι στὸν με­γά­λο ἄν­τρα, τὸ δέρ­μα του ἦ­ταν χλω­μό, τὸ στῆ­θος του μιὰ πυ­κνή, τρι­χω­τὴ χλό­η, τὸ πέ­ος του κρυμ­μέ­νο, τὰ χεί­λη του ἔ­τρε­μαν ἀ­νε­παί­σθη­τα, ἔ­πρε­πε νὰ κοι­τά­ξει κα­νεὶς πα­ρὰ πο­λὺ προ­σε­χτι­κὰ γιὰ νὰ τὸ πα­ρα­τη­ρή­σει.

       «Κά­νε κά­τι», εἶ­πε ὁ με­γά­λος ἄν­τρας.

       Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας κά­θι­σε στὸν κα­να­πέ. «Τί;», εἶ­πε.

       «Γί­νε ντοῦ­ρος», εἶ­πε ὁ με­γά­λος ἄν­τρας. «Δεῖ­ξε μου πῶς μοιά­ζεις.»

       Τὸ κε­φά­λι τοῦ μι­κροῦ ἄν­τρα δὲν εἶ­χε στα­μα­τή­σει νὰ πο­νά­ει ἀ­πὸ τό­τε ποὺ τὸ χτύ­πη­σε στὸ τρα­πέ­ζι· τὸ μυα­λό του τὸ ἔ­νι­ω­θε νὰ εἶ­ναι θο­λω­μέ­νο καὶ σὲ πλή­ρη σύγ­χυ­ση ἀ­πὸ τὴ στιγ­μὴ ποὺ πέ­ρα­σε μιὰ ὥ­ρα στὸ ψυ­γεῖ­ο κι ὕ­στε­ρα λί­γο χρό­νο στὸ φουρ­νά­κι. Ἔ­βα­λε τὸ πέ­ος του στὴ χού­φτα του κι ἔ­νι­ω­σε μιὰ βα­ριά, θλι­βε­ρὴ ἀ­να­λαμ­πὴ ἡ­δο­νῆς καί, στὸ φόν­το τῆς ἀ­πό­λυ­της βρα­δύ­νοι­ας, τὸ κορ­μί του ξα­να­βρῆ­κε τὴ σει­ρά του.

       Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας δὲν στα­μά­τη­σε νὰ γε­λᾶ μὲ τὴ στύ­ση τοῦ μι­κροῦ του ἄν­τρα ἡ ὁ­ποί­α ἦ­ταν μιὰ χα­ρὰ ἀ­λη­θι­νὴ ἀλ­λὰ μι­κρο­σκο­πι­κή! Τί ἀ­στεῖ­ο νὰ βλέ­πεις αὐ­τὸν τὸν ἄν­τρα σὰν ἄν­τρα. Ἔ­δει­χνε μὲ τὸ δά­χτυ­λο καὶ γε­λοῦ­σε. Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας ἔ­μει­νε στὸν κα­να­πὲ καὶ σκέ­φτη­κε τὴ γυ­ναί­κα του, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­βγαι­νε ἔ­ξω στὸν κό­σμο καὶ μά­ζευ­ε τὰ κα­πά­κια ἀ­πὸ τὰ μπου­κά­λια τὰ ὁ­ποῖ­α πε­τοῦ­σαν κά­τω οἱ με­γά­λοι ἄν­θρω­ποι καὶ τὰ ἔ­κα­νε δί­σκους σερ­βι­ρί­σμα­τος· τῆς ἔ­παιρ­νε ὧ­ρες νὰ λειά­νει τὶς αἰχ­μη­ρὲς ἄ­κρες τους κι ὕ­στε­ρα χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε με­ταλ­λι­κὸ χρῶ­μα γιὰ τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ καὶ τὰ ζή­λευ­αν ὅ­λοι οἱ μι­κροὶ ἄν­θρω­ποι ἐ­κεῖ γύ­ρω, τό­σο ὄ­μορ­φα ἦ­ταν καὶ μὲ τό­σο με­ρά­κι φτι­αγ­μέ­να. Κα­νεὶς ἄλ­λος δὲν δι­έ­θε­τε τὴν ὑ­πο­μο­νὴ νὰ κάμ­ψει τὶς αἰχ­μη­ρὲς αὐ­τὲς γω­νί­ες. Ἐ­νί­ο­τε που­λοῦ­σε καὶ κα­νέ­ναν κι ἔ­βγα­ζε γε­ρὸ χαρ­τζι­λί­κι. Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας σκέ­φτη­κε τοὺς δί­σκους αὐ­τούς, δί­σκους πά­νω σε δί­σκους, κόκ­κι­νους, μπλὲ καὶ κί­τρι­νους, ὥ­σπου στὸ τέ­λος κά­τι λί­γο ἀ­νά­βλυ­σε, ὁ ὀρ­γα­σμὸς ἦ­ταν δί­χως ἡ­δο­νὴ ἀλ­λὰ γε­μά­τος νο­σταλ­γί­α.

       Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας στα­μά­τη­σε νὰ γε­λᾶ.

       «Τί σκέ­φτε­σαι;», εἶ­πε.

       Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας δὲν εἶ­πε τί­πο­τα.

       «Πῶς εἶ­ναι ἡ γυ­ναί­κα σου;», εἶ­πε.

       Τί­πο­τα.

       «Πή­γαι­νε με νὰ τὴ δῶ», εἶ­πε ὁ με­γά­λος ἄν­τρας.

       Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας κά­θι­σε, γυ­μνός, στὸ πά­τω­μα τοῦ κλου­βιοῦ του. Εἶ­χε ἀλ­λά­ξει τώ­ρα πιά. Εἶ­χε ἀ­πο­κο­πεῖ. Θὰ ἔ­πρε­πε νὰ γυ­ρί­σει πί­σω, πο­λὺς ὁ δρό­μος γιὰ πί­σω. Εἶ­χε φύ­γει.

       «Νὰ δεῖς ποι­ά;», ρώ­τη­σε.

       Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας γέ­λα­σε πο­νη­ρά.

       «Τὴ γυ­ναί­κα σου», εἶ­πε.

       Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας κού­νη­σε τὸ κε­φά­λι. Κοί­τα­ξε ἀ­πο­κα­μω­μέ­νος τὸν με­γά­λο ἄν­τρα. «Γιὰ σέ­να ἡ δι­α­δρο­μὴ φτά­νει στὸ τέρ­μα της μ’ ἐ­μέ­να», εἶ­πε.

       Ἦ­ταν ἡ με­γα­λύ­τε­ρη πρό­τα­ση ποὺ εἶ­χε ἀρ­θρώ­σει τὶς τε­λευ­ταῖ­ες ἑ­βδο­μά­δες. Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας ἔ­ρι­ξε κά­τω το κλου­βὶ κι ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας χτύ­πη­σε στὸν κα­να­πέ.

       «Ναί!» , οὔρ­λια­ξε ὁ με­γά­λος ἄν­τρας. «Καὶ τὰ παι­διά σου θέ­λω νὰ δῶ. Πῶς τὰ λα­τρεύ­ω τὰ παι­διά!»

       Ἄ­νοι­ξε τὸ κλου­βὶ καὶ στή­ρι­ξε στὴν πα­λά­μη του τὸν μι­κρὸ λου­λου­δά­το κα­να­πέ. Τὸ πρό­σω­πο τοῦ μι­κροῦ ἄν­τρα ἦ­ταν ἀ­νέκ­φρα­στο καὶ ψυ­χρό.

       «Ὄ­χι», εἶ­πε, μὲ κλει­στὰ μά­τια.

       «Θὰ σὲ βα­σα­νί­σω», φώ­να­ξε ὁ με­γά­λος ἄν­τρας.

       Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας ἔ­γει­ρε σ’ ἕ­να μα­ξι­λά­ρι καὶ ἕ­νω­σε τὰ χέ­ρια του κά­τω ἀ­πὸ τὸ μά­γου­λό του. Ὁ πό­νος δὲν ἀ­πο­τε­λοῦ­σε πιὰ μυ­στή­ριο γι’ αὐ­τόν, καὶ ὅ­ποι­ος ἔ­χει ἐ­ξοι­κει­ω­θεῖ μὲ τὸν πό­νο, ἔ­χει εἰ­σέλ­θει σ’ ἕ­να νέ­ο εἶ­δος ἐ­λευ­θε­ρί­ας.

       «Ὄ­χι», ψι­θύ­ρι­σε μέ­σα στὶς ἀρ­θρώ­σεις του.

       Κα­θὼς ἡ ἀ­νά­σα του σχη­μά­τι­ζε ζε­στὰ σύν­νε­φα ποὺ σκέ­πα­ζαν τὰ χέ­ρια του, ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας πε­ρί­με­νε, μι­σο­ζα­λι­σμέ­νος, νὰ θα­να­τω­θεῖ. Αἰ­σθα­νό­ταν τὸν θά­να­τό του σὰν κά­τι τρο­με­ρὰ ἀ­σή­μαν­το καὶ σὰν βρα­χὺ σῆ­μα κι ὅ­μως δὲν βι­α­ζό­ταν νὰ πε­θά­νει κι ἔ­στελ­νε κύ­μα­τα ἀ­γά­πης στὴ γυ­ναί­κα του καὶ στὰ παι­διά του, στοὺς ἀν­θρώ­πους ποὺ τὸν ἔ­κα­ναν νὰ εἶ­ναι ση­μαν­τι­κός, σὲ αὐ­τοὺς ποὺ δι­αι­σθά­νον­ταν τὸ βρα­χὺ σῆ­μα.

       Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας ἔ­παι­ζε μὲ τὰ πό­δια τῆς μι­κρῆς πο­λυ­θρό­νας. Ἀ­φαί­ρε­σε τὸ μα­ξι­λά­ρι καὶ στὶς σχι­σμὲς μέ­σα βρῆ­κε με­ρι­κὰ κέρ­μα­τα, κέρ­μα­τα τό­σο μι­κρὰ ποὺ δὲν μπο­ροῦ­σε κὰν νὰ τὰ πιά­σει καὶ νὰ τὰ ση­κώ­σει.

       Ἔ­φε­ρε τὸ κε­φά­λι του κον­τὰ στὸ κλου­βὶ τοῦ μι­κροῦ ἄν­τρα.

       «Σύμ­φω­νοι», εἶ­πε.

       Τέσ­σε­ρις μέ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα, ἄ­φη­σε τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα ἐ­λεύ­θε­ρο. Τοῦ συμ­πε­ρι­φέρ­θη­κε κα­λὰ τὶς τέσ­σε­ρις αὐ­τὲς μέ­ρες, τοῦ ἔ­δω­σε νὰ φά­ει κα­λά, νὰ κά­νει μπά­νιο ἀ­κό­μη, νὰ πι­εῖ ἀ­σπι­ρί­νη, τοῦ ἔ­δω­σε καὶ και­νού­ριο μα­ξι­λά­ρι. Θέ­λη­σε νὰ τοῦ μεί­νουν θε­τι­κὲς ἀ­να­μνή­σεις καὶ μιὰ κα­λὴ γε­νι­κὴ εἰ­κό­να. Ἔ­πει­τα ἀ­πὸ τέσ­σε­ρις μέ­ρες, πῆ­ρε τὸ κλου­βὶ πα­ρα­μά­σχα­λα, ἄ­νοι­ξε τὴν μπρο­στι­νὴ πόρ­τα καὶ τὸ ἀ­κούμ­πη­σε στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Ξε­κλεί­δω­σε τὴν πόρ­τα τοῦ κλου­βιοῦ. Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας κοι­μό­ταν ἀ­στα­μά­τη­τα ὅ­λες αὐ­τὲς τὶς μέ­ρες, λί­γες μό­νο στιγ­μὲς ἦ­ταν δια­υγὴς καὶ τό­τε κοι­τοῦ­σε τὸν με­γά­λο ἄν­τρα στὰ γι­γαν­τια­ῖα του μά­τια, ὅ­μως οἱ ἀ­κτί­νες τοῦ ἥ­λιου τὸν ἔ­λου­σαν στὴ στιγ­μή, κι ἔ­τσι ξύ­πνη­σε. Βγῆ­κε ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ κλου­βί. Πε­ρί­με­νε νὰ πε­τά­ξει χα­μη­λὰ κά­ποι­ο που­λὶ καὶ νὰ τὸν φά­ει. Δὲν εἶ­ναι κι ὁ χει­ρό­τε­ρος θά­να­τος, σκέ­φτη­κε. Οἱ μι­κροὶ ἄν­θρω­ποι χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν κα­τὰ κα­νό­να ἕ­να λά­δι τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­πω­θοῦ­σε τὰ που­λιὰ καὶ ἄλ­λα ζῶ­α, ὅ­λο αὐ­τὸ ὅ­μως εἶ­χε ξε­πλυ­θεῖ μὲ τὸν και­ρὸ ἀ­πὸ πά­νω του. Μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­κρί­νει στὰ δε­ξιά του τὴν μπα­τά­λι­κη φι­γού­ρα τοῦ με­γά­λου ἄν­τρα, ὁ ὁ­ποῖ­ος κα­θό­ταν ὀ­κλα­δόν. Ὁ με­γά­λος ἄν­τρας ἦ­ταν θλιμ­μέ­νος, ἡ θλί­ψη δὲν ἦ­ταν ὅ­μως πο­λὺ με­γά­λη. Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας εἶ­χε κα­ταν­τή­σει βα­ρε­τός. Τώ­ρα ποὺ κά­πως ἔ­μοια­ζε μὲ ἄν­θρω­πο, ἦ­ταν εὐ­κο­λό­τε­ρο νὰ τὸν συ­να­να­στρα­φεῖς καὶ δυ­σκο­λο­τε­ρο νὰ τὸν ἔ­χεις γιὰ παι­χνί­δι. Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας δι­έ­σχι­σε τὸ πε­ζο­δρό­μιο πα­ρα­παί­ον­τας, τὰ χέ­ρια του προ­ε­ξεῖ­χαν μὲ τρό­πο ἀ­συ­νή­θι­στο, λὲς καὶ ἦ­ταν βρεγ­μέ­να ἢ βου­τηγ­μέ­να σὲ μπο­γιά. Ἔ­μοια­ζε νὰ μὴν ἀ­να­γνω­ρί­ζει τὸ ἴ­διο του τὸ σῶ­μα.

       Κά­θι­σε κά­τω, στὸ κρά­σπε­δο. Ἕ­να μι­κρὸ μπλὲ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀ­νέ­βη­κε τὸν δρό­μο, τό­σο μι­κρό, ποὺ ὁ με­γά­λος ἄν­τρας δὲν θὰ τὸ εἶ­χε προ­σέ­ξει, ἂν δὲν κοι­τοῦ­σε ἀ­πὸ πρὶν στὸ ὕ­ψος τῶν πο­δι­ῶν. Ὁ μι­κρὸς ἄν­τρας ἐ­πι­βι­βά­στη­κε. Δὲν εἶ­χε κα­θό­λου χρή­μα­τα, τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ὅ­μως μάρ­σα­ρε πρὸς στιγ­μὴν κι ὕ­στε­ρα συ­νέ­χι­σε τὴν πο­ρεί­α του με­τα­φέ­ρον­τας καὶ τὸν μι­κρὸ ἄν­τρα. Κά­θι­σε πί­σω καὶ κοί­τα­ξε ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἔ­ξω στὸν δρό­μο. Ὅ­λοι οἱ μι­κροὶ ἄν­θρω­ποι γύ­ρω του εἶ­χαν τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ὀ­σμι­στοῦν τί εἶ­χε συμ­βεῖ. Ζοῦ­σαν μ’ αὐ­τὸν τὸν φό­βο κα­θη­με­ρι­νά. Οἱ ἐ­φη­με­ρί­δες τοὺς κρα­τοῦ­σαν ἐ­νή­με­ρους καὶ τοὺς πλη­ρο­φο­ροῦ­σαν γιὰ κά­θε νέ­ο πε­ρι­στα­τι­κό. Ἕ­νας γη­ραι­ό­τε­ρος ἄν­τρας μὲ πε­ρι­ποι­η­μέ­νη λευ­κὴ γε­νειά­δα δι­έ­σχι­σε τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο γιὰ νὰ κα­θί­σει δί­πλα στὸν μι­κρὸ ἄν­τρα καὶ ἅ­πλω­σε ἁ­πα­λὰ τὸ χέ­ρι του στὸν ὦ­μο του. Πα­ρα­κο­λού­θη­σαν πα­ρέ­α τὰ γκρί­ζα κρά­σπε­δα νὰ μέ­νουν πί­σω.

       Στὸ γκα­ζόν, ὁ με­γά­λος ἄν­τρας βρῆ­κε τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ξε­καρ­δι­στι­κὸ καὶ περ­πά­τη­σε δί­πλα του μέ­χρι τὸ ἑ­πό­με­νο τε­τρά­γω­νο. Ὣς καὶ τὰ ἐ­λα­στι­κὰ καὶ οἱ τρο­χοὶ πε­ρι­στρέ­φον­ταν στὴν ἐν­τέ­λεια. Σκέ­φτη­κε πώς, ἐ­φό­σον τὸ ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε, μπο­ροῦ­σε νὰ πα­τή­σει πά­νω στὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο αὐ­τὸ καὶ νὰ τὸ συν­τρί­ψει. Δὲν γνώ­ρι­ζε ὅ­τι τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἦ­ταν ἐ­ξο­πλι­σμέ­νο μὲ καρ­φιὰ τό­σο αἰχ­μη­ρά, ποὺ θὰ τρυ­ποῦ­σαν εὔ­κο­λα τὴ λα­στι­χέ­νια σό­λα καὶ θὰ ἔ­φτα­ναν μέ­σα στὴ σάρ­κα τοῦ πο­διοῦ. Γιὰ κά­ποι­α τε­τρά­γω­να κρα­τοῦ­σε τὸ πό­δι του πά­νω ἀ­πὸ τὸ ὄ­χη­μα, πα­ρα­τη­ρών­τας νὰ ξε­προ­βάλ­λουν στά­σεις λε­ω­φο­ρεί­ου, πι­να­κί­δες μι­κρὲς σὰν ὀ­δον­το­γλυ­φί­δες, κά­ποι­α στιγ­μὴ ὅ­μως αἰ­σθάν­θη­κε κό­πω­ση καὶ πῆ­γε στὴ γω­νί­α καὶ ἄ­φη­σε τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο νὰ στρί­ψει καὶ κά­θι­σε κά­τω στὸ με­γά­λο πλα­στι­κὸ μπλὲ παγ­κά­κι, στὴ γω­νί­α ποὺ ἦ­ταν γιὰ τοὺς με­γά­λους ἀν­θρώ­πους.

       Μό­λις ἔ­φτα­σε τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο του, τὸ πῆ­ρε. Ἦ­ταν Σάβ­βα­το. Τὸ πῆ­ρε μέ­χρι τὸ τέρ­μα. Ἐ­δῶ, οἱ δρό­μοι ἦ­ταν γε­μά­τοι σκου­πί­δια καὶ τὴν ἀ­πό­στα­ση τὴν ὁ­ρι­ο­θε­τοῦ­σαν με­νε­ξε­διὰ βου­νά. Ὅ­λα ἔ­μοια­ζαν νὰ ἔρ­χον­ται πο­λὺ κον­τὰ κι ἀ­κό­μα καὶ οἱ ἐ­πι­γρα­φὲς τῶν κα­τα­στη­μά­των φάν­τα­ζαν ὑ­περ­βο­λι­κὰ φω­τει­νὲς καὶ ἐ­πι­βλη­τι­κές. Ἐ­ξαρ­χῆς δὲν τοῦ ἄ­ρε­σε, αὐ­τὸς ὁ τό­πος στὸν ὁ­ποῖ­ο δὲν εἶ­χε ξα­να­βρε­θεῖ πο­τὲ πρὶν κι ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε ἀλ­λι­ώ­τι­κη μυ­ρω­διά, μύ­ρι­ζε εὐ­ω­δια­στὸ λου­λού­δι καὶ χω­ρι­ά­τι­κο ψω­μί. Ἐ­πὶ μί­α ὥ­ρα δὲν πέ­ρα­σε κα­νέ­να λε­ω­φο­ρεῖ­ο κι ἔ­τσι ξε­κί­νη­σε νὰ περ­πα­τᾶ μὲ στα­θε­ρὸ βῆ­μα πρὸς τὸ σπί­τι του, μὲ τὸ βλέμ­μα καρ­φω­μέ­νο στὸ πε­ζο­δρό­μιο.

       Ἤ­θε­λε νὰ δεῖ ἁ­πλῶς ποῦ ἔ­με­ναν. Ἤ­θε­λε νὰ δεῖ τὰ μι­κρὰ σπί­τια τους καὶ τὰ κα­τοι­κί­διά τους καὶ τὰ σχο­λεῖ­α τους. Ἤ­θε­λε νὰ δεῖ ἂν εἶ­χαν ἁ­μά­ξια ἢ ἂν τὰ λε­ω­φο­ρεῖ­α ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν τὸ βα­σι­κὸ με­τα­φο­ρι­κὸ μέ­σο. Εὐ­ελ­πι­στοῦ­σε νὰ ἐν­το­πί­σει κά­ποι­ο μι­κρο­σκο­πι­κὸ ἀ­ε­ρο­πλά­νο.

       «Δὲν θέ­λω νὰ σᾶς βλά­ψω!», εἶ­πε φω­να­χτά. «Θέ­λω ἁ­πλῶς νὰ γί­νω κομ­μά­τι τῆς κοι­νω­νί­ας σας.»

       Τὸ βλέμ­μα του δι­έ­τρε­χε τε­τρά­γω­να ὁ­λό­κλη­ρα μὲ γκα­ζὸν καὶ πε­ζο­δρό­μια. Ἀ­νέ­κα­θεν δι­έ­θε­τε ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ ὅ­ρα­ση.

       «Ἂν μὲ ἀ­φή­σε­τε νὰ δῶ τὸ χω­ριό σας», εἶ­πε φω­να­χτά, «σὰν ἀν­τάλ­λαγ­μα, θὰ σᾶς προ­στα­τεύ­σω ἀ­πὸ ἐ­μᾶς. Θὰ φυ­λά­ω τὶς ἐ­ξώ­πορ­τές σας σὰν κέρ­βε­ρος!». Τὸ φώ­να­ζε στὶς ἀγ­κα­θω­τὲς σκι­ὲς ποὺ ἔ­ρι­χναν οἱ φυ­το­φρά­χτες, κά­τω στὸ ρεῖ­θρο, μέ­σα στὶς νω­πὲς κε­φα­λὲς τῶν ψε­κα­στή­ρων.

       Τὸ μό­νο ποὺ βρῆ­κε ἦ­ταν ἕ­να μι­κρο­σκο­πι­κὸ κί­τρι­νο κα­πέ­λο μὲ μιὰ κορ­δέ­λα, στε­ρε­ω­μέ­νο ἔ­ξο­χα πά­νω στὸ κί­τρι­νο πέ­τα­λο ἑ­νὸς ρό­δου. Τὸ κρά­τη­σε στὸ χέ­ρι του γιὰ δέ­κα ὁ­λό­κλη­ρα λε­πτά, θαυ­μά­ζον­τας τὴ λε­πτο­δου­λειὰ τοῦ χει­ρο­τε­χνή­μα­τος. Ἦ­ταν κεν­τη­μέ­νο ἀ­π’ ἄ­κρη σ’ ἄ­κρη. Τὸ γεῖ­σο τοῦ κα­πέ­λου ἦ­ταν ἴ­σο μὲ τὴ βά­ση τοῦ ἀν­τί­χει­ρά του. Ὅ,τι εἶ­χε νὰ κά­νει μὲ τὸν ἴ­διο τοῦ φά­νη­κε ἀ­η­δι­α­στι­κὸ καὶ τε­ρά­στιο. Ποῦ νὰ εἶ­ναι οἱ ψη­λοὶ ἄν­θρω­ποι, οἱ πιὸ χον­τροὶ ἄν­θρω­ποι, σκέ­φτη­κε. Ποῦ εἶ­ναι οἱ θε­ϊ­κῶν δι­α­στά­σε­ων ἐ­ξω­γή­ι­νοι;

       Τε­λι­κά, κά­θι­σε κά­τω στὸ πε­ζο­δρό­μιο.

       «Βρῆ­κα ἕ­να κα­πέ­λο!», φώ­να­ξε. «Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ! Βγεῖ­τε ἔ­ξω! Ὑ­πό­σχο­μαι νὰ τὸ δώ­σω στὸν νό­μι­μο ἰ­δι­ο­κτή­τη του.»

       Φω­λι­α­σμέ­νοι μέ­σα σ’­ἕ­να βρα­χῶ­δες μόρ­φω­μα, ὀ­χτὼ μι­κροὶ ἄν­θρω­ποι, μιὰ ὁ­μά­δα, κρα­τοῦ­σαν ὁ ἕ­νας τὸ χέ­ρι τοῦ ἄλ­λου. Εἶ­χαν ξε­κι­νή­σει νὰ πᾶ­νε σ’ ἕ­να πάρ­τι γε­νε­θλί­ων. Τὸ ἕ­να κορ­μὶ με­τέ­δι­δε στὸ ἄλ­λο κα­τα­πλη­κτι­κὴ ζε­στα­σιά. Θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ πα­ρα­μεί­νουν ἐ­κεῖ γιὰ πάν­τα, ἂν ἦ­ταν ἀ­νάγ­κη νὰ τὸ κά­νουν. Ἦ­ταν συ­νη­θι­σμέ­νοι σ’ αὐ­τό. Τὰ γε­νέ­θλια ἔρ­χον­ταν καὶ πα­ρέρ­χον­ταν. Τὰ κί­τρι­να κα­πέ­λα μπο­ροῦ­σαν νὰ τὰ ξα­να­ρά­ψουν. Δὲν ἦ­ταν δι­κή τους δου­λειὰ νὰ φρον­τί­σουν τὸν κό­σμο ὅ­λο, ψι­θύ­ρι­σε ἡ μη­τέ­ρα στὴν κό­ρη, τῆς ὁ­ποί­ας τὸ κί­τρι­νο φό­ρε­μα ἦ­ταν ἀ­πα­ρά­μιλ­λο, τῆς ὁ­ποί­ας τὸ χέ­ρι ἔ­παι­ζε ἱ­δρω­μέ­νο, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρα­τη­ροῦ­σε τὸν γί­γαν­τα ἀ­π’ ἔ­ξω νὰ το­πο­θε­τεῖ τὸ κα­πέ­λο της στὸ πε­λώ­ριο κε­φά­λι του καὶ δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ ἐν­νο­ή­σει τὴν τό­ση εὐ­σπλα­χνί­α ποὺ λυ­νό­ταν καὶ ξα­να­λυ­νό­ταν μὲς στὴν καρ­διά της.


Δραματοποίηση:

Shatterbox

Σκηνοθεσία: Jessica Sanders

Simon Helber ὡς Ὁ μικρὸς ἄντρας

Brett Gelman ὡς Ὁ μεγάλος ἄντρας

shatterbox: Μιὰ συσκευὴ γιὰ τὴ μηχανικὴ κονιοποίηση ἑνὸς δείγματος ὑλικοῦ, ποὺ χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἀπὸ ἐπιστήμονες.


Πη­γή: Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Luvina.

(https://luvina.com.mx/foros/index.php?option=com_content&task=view&id=486&Itemid=46)

Ἔι­μι Μπέν­τερ (Aimee Bender) (1969). Εἶ­ναι συγ­γρα­φέ­ας τῶν συλ­λο­γῶν δι­η­γη­μά­των W­i­l­l­f­ul Crea­tu­res καὶ T­he G­i­rl in t­he F­l­a­m­m­a­b­le S­k­i­rt, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­κη­ρύ­χθη­κε ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το βι­βλί­ο τῶν Τά­ιμς τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης καὶ ἐ­πι­λο­γὴ τῆς χρο­νιᾶς τῶν Τά­ιμς τοῦ Λὸς Ἄν­τζε­λες, ὅ­πως καὶ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά της, I­n­v­i­s­i­b­le S­i­gn of My O­wn. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ G­r­a­n­ta, Har­per­’s, P­a­r­is R­e­v­i­ew, GQ, F­e­n­ce, M­c­S­w­e­e­n­e­y­’s καὶ ἔ­χουν με­τα­δο­θεῖ σὲ ἐ­θνι­κὸ δί­κτυ­ο στὴ ρα­δι­ο­φω­νι­κὴ ἐκ­πομ­πή, T­h­is A­m­e­r­i­c­an L­i­fe. Κέρ­δι­σε τὸ βρα­βεῖ­ο Πού­σκαρτ τὸ 2002. Στὴν ἱστο­σε­λίδα μας δη­μο­σιεύτη­κε τὸ διήγη­μά της «Μνη­μο­νι­κό».

Ἱ­στο­σε­λί­δα: http://aimeebender.com/

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­της (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σεις καὶ ἀλ­λοῦ.


			

Ἔιμι Μπέντερ (Aimee Bender): Μνημονικό

 

 

Ἔι­μι Μπέν­τερ (Aimee Bender)

 

Μνη­μο­νι­κό

(The Rememberer)

 

ΕΡΑΣΤΗΣ ΜΟΥ βι­ώ­νει ἀν­τί­στρο­φη ἐ­ξέ­λι­ξη. Δὲν τὸ λέ­ω σὲ κα­νέ­ναν. Δὲν ξέ­ρω πῶς ἔ­γι­νε, μό­νο ὅ­τι τὴ μιὰ μέ­ρα ἦ­ταν ὁ ἐ­ρα­στής μου καὶ τὴν ἑ­πό­με­νη ἦ­ταν κά­ποι­ο εἶ­δος πι­θή­κου. Ἔ­χει πε­ρά­σει ἕ­νας μή­νας καὶ τώ­ρα εἶ­ναι θα­λάσ­σια χε­λώ­να.

       Τὸν ἔ­χω πά­νω στὸν πάγ­κο, σ’ ἕ­να γυ­ά­λι­νο τα­ψὶ γε­μά­το μὲ θα­λασ­σι­νὸ νε­ρό.

      «Μπέν», λέ­ω στὸ προ­ε­ξέ­χον κε­φα­λά­κι του, «μπο­ρεῖς νὰ μὲ κα­τα­λά­βεις;» καὶ μὲ κοι­τά­ζει μὲ μά­τια σὰν μι­κρο­σκο­πι­κὲς στα­γό­νες πίσ­σας κι ἐ­γὼ χύ­νω δά­κρυ­α στὸ τα­ψί, μιὰ θά­λασ­σα τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μου.

      Ἀ­πο­βάλ­λει ἕ­να ἑ­κα­τομ­μύ­ριο χρό­νια τὴν ἡ­μέ­ρα. Δὲν εἶ­μαι ἐ­πι­στή­μο­νας, ἀλ­λὰ τό­σα πε­ρί­που τὰ ὑ­πο­λό­γι­σα. Πῆ­γα στὸν πα­λιὸ κα­θη­γη­τὴ βι­ο­λο­γί­ας στὸ κοι­νο­τι­κὸ κολ­λέ­γιο καὶ τοῦ ζή­τη­σα ἕ­να πρό­χει­ρο χρο­νο­λό­γιο τῆς ἐ­ξέ­λι­ξής μας. Ἐ­νο­χλή­θη­κε στὴν ἀρ­χὴ – ἤ­θε­λε χρή­μα­τα. Τοῦ εἶ­πα ὅ­τι με­τὰ χα­ρᾶς θὰ πλή­ρω­να καὶ τό­τε ἔ­φτια­ξαν πο­λὺ τὰ κέ­φια του. Μὲ τὸ ζό­ρι μπο­ρῶ νὰ δι­α­βά­σω τὸ χρο­νο­λό­γιό του —κα­λύ­τε­ρα νὰ τὸ εἶ­χε δα­κτυ­λο­γρα­φή­σει— καὶ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται λαν­θα­σμέ­νο. Σύμ­φω­να μὲ αὐ­τόν, ἡ ὅ­λη δι­α­δι­κα­σί­α θὰ πρέ­πει νὰ δι­αρ­κέ­σει πε­ρί­που ἕ­ναν χρό­νο, ἀλ­λὰ ὅ­πως πᾶ­νε τὰ πράγ­μα­τα, πι­στεύ­ω ὅ­τι μᾶς ἔ­χει ἀ­πο­μεί­νει λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ ἕ­νας μή­νας.

      Στὴν ἀρ­χή, μοῦ τη­λε­φω­νοῦ­σαν καὶ ρω­τοῦ­σαν ποῦ εἶ­ναι ὁ Μπέν. Για­τί δὲν ἦ­ταν στὴ δου­λειά; Για­τί δὲν πῆ­γε στὸ γεῦ­μα μὲ τοὺς πε­λά­τες; Ἡ εἰ­δι­κὴ πα­ραγ­γε­λί­α του, τὸ ἐ­ξαν­τλη­μέ­νο βι­βλί­ο γιὰ τὸν πο­λι­τι­σμό, εἶ­χε φτά­σει στὸ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο, θὰ περ­νοῦ­σε πα­ρα­κα­λῶ νὰ τὸ πά­ρει; Τοὺς ἔ­λε­γα ὅ­τι ἦ­ταν ἄρ­ρω­στος, μιὰ πα­ρά­ξε­νη ἀρ­ρώ­στια, καὶ πάψ­τε πα­ρα­κα­λῶ νὰ τη­λε­φω­νεῖ­τε. Τὸ πιὸ πα­ρά­ξε­νο ἦ­ταν ὅ­τι τὸ ἔ­κα­ναν. Ἔ­παυ­αν νὰ τη­λε­φω­νοῦν. Με­τὰ ἀ­πὸ μί­α βδο­μά­δα, τὸ τη­λέ­φω­νο σι­γοῦ­σε καὶ ὁ Μπέν, ὁ μπαμ­που­ί­νος, κα­θό­ταν σὲ μιὰ γω­νιὰ δί­πλα στὸ πα­ρά­θυ­ρο, τυ­λιγ­μέ­νος μὲ τὶς κουρ­τί­νες, φλυ­α­ρών­τας μό­νος του.

      Τὴν τε­λευ­ταί­α μέ­ρα ποὺ τὸν εἶ­δα ἄν­θρω­πο, ἦ­ταν θλιμ­μέ­νος γιὰ τὸν κό­σμο.

      Δὲν ἦ­ταν ἀ­συ­νή­θι­στο. Πάν­τα ἦ­ταν θλιμ­μέ­νος γιὰ τὸν κό­σμο. Ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς ση­μαν­τι­κοὺς λό­γους ποὺ τὸν ἀ­γα­ποῦ­σα. Κα­θό­μα­σταν μα­ζὶ θλιμ­μέ­νοι καὶ σκε­φτό­μα­σταν τὴ θλί­ψη καὶ κα­μιὰ φο­ρὰ τὴ συ­ζη­τού­σα­με.

      Τὴν τε­λευ­ταί­α μέ­ρα ποὺ ἦ­ταν ἄν­θρω­πος, εἶ­πε, «Ἄν­νι, δὲν κα­τα­λα­βαί­νεις; Γι­νό­μα­στε ὅ­λοι πο­λὺ ἔ­ξυ­πνοι. Οἱ ἐγ­κέ­φα­λοί μας ὅ­λο καὶ με­γα­λώ­νουν, καὶ ὁ κό­σμος στε­γνώ­νει καὶ πε­θαί­νει, ὅ­ταν ὑ­πάρ­χει πά­ρα πολ­λὴ σκέ­ψη καὶ κα­θό­λου καρ­διά.»

      Μὲ κοί­τα­ξε ἐ­πι­τι­μη­τι­κά, τὰ γα­λά­ζια του μά­τια ἀ­κλό­νη­τα, «Ὅ­πως ἐ­μεῖς, Ἄν­νι», εἶ­πε. «Σκε­φτό­μα­στε πά­ρα πο­λύ.»

      Κά­θι­σα. Θυ­μή­θη­κα πὼς τὴν πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ κά­να­με σέξ, ἄ­φη­σα τὰ φῶ­τα ἀ­ναμ­μέ­να, κρά­τη­σα τὰ μά­τια μου ὀρ­θά­νοι­χτα, καὶ συγ­κεν­τρώ­θη­κα πο­λὺ στὸ νὰ ἀ­φε­θῶ· τό­τε πρό­σε­ξα ὅ­τι καὶ τὰ δι­κά του μά­τια ἦ­ταν ἀ­νοι­χτὰ καὶ μέ­σα σ’ ὅ­λα αὐ­τὰ κα­θί­σα­με στὸ πά­τω­μα καὶ συ­ζη­τού­σα­με γιὰ ποί­η­ση ἐ­πὶ μί­α ὥ­ρα. Ἦ­ταν πο­λὺ πα­ρά­ξε­νο. Ἦ­ταν πο­λὺ οἰ­κεῖ­ο.

      Μιὰ ἄλ­λη φο­ρὰ μὲ ξύ­πνη­σε μέ­σα στὴ νύ­χτα, μὲ σή­κω­σε ἀ­πὸ τὰ γα­λά­ζια σεν­τό­νια, μὲ ὁ­δή­γη­σε ἔ­ξω στ’ ἀ­στέ­ρια καὶ ψι­θύ­ρι­σε: Κοί­τα, Ἄν­νι, κοί­τα – δὲν ὑ­πάρ­χει χῶ­ρος γιὰ τί­πο­τ’ ἄλ­λο, μό­νο γιὰ ὄ­νει­ρα. Τὸν ἄ­κου­σα, νυ­σταγ­μέ­νη, γύ­ρι­σα ἀρ­γὰ στὸ κρε­βά­τι κι ἀ­πό­μει­να νὰ κοι­τά­ζω τὸ τα­βά­νι, ἔ­χον­τας χά­σει τὸν ὕ­πνο μου, ἀ­νί­κα­νη νὰ ὀ­νει­ρευ­τῶ. Ὁ Μπὲν ἀ­πο­κοι­μή­θη­κε ἀ­μέ­σως, ἀλ­λὰ ἐ­γὼ ξα­να­βγῆ­κα ἀ­θό­ρυ­βα ἔ­ξω. Προ­σπά­θη­σα νὰ ὀ­νει­ρευ­τῶ στ’ ἀ­στέ­ρια, ἀλ­λὰ δὲν ἤ­ξε­ρα πῶς γί­νε­ται. Προ­σπά­θη­σα νὰ βρῶ ἕ­να ἀ­στέ­ρι ποὺ κα­νεὶς σὲ ὅ­λη τὴν ἱ­στο­ρί­α δὲν εἶ­χε εὐ­χη­θεῖ πο­τὲ σ’ αὐ­τό, καὶ ἀ­να­ρω­τή­θη­κα τί θὰ γι­νό­ταν ἂν τὰ κα­τά­φερ­να.

      Τὴν τε­λευ­ταί­α μέ­ρα ποὺ ἦ­ταν ἄν­θρω­πος, ἔ­χω­σε τὸ κε­φά­λι στὰ χέ­ρια του κι ἀ­να­στέ­να­ξε κι ἐ­γὼ ση­κώ­θη­κα καὶ φί­λη­σα ὅ­λο τὸν αὐ­χέ­να του, σκέ­πα­σα ἐ­κεί­νη τὴ σάρ­κα, ἔ­κα­να εὐ­χὲς ἐ­κεῖ για­τί ἤ­ξε­ρα ὅ­τι κα­μιὰ γυ­ναί­κα δὲν ἦ­ταν πο­τὲ τό­σο ἐ­πι­με­λής, κα­μιὰ δὲν εἶ­χε φι­λή­σει κά­θε ἑ­κα­το­στό της ἐ­πι­δερ­μί­δας του. Τὸν κά­λυ­ψα παν­τοῦ. Τί εὐ­χή­θη­κα; Εὐ­χή­θη­κα κα­λό. Αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅ­λο. Μό­νο κα­λό. Εἶ­χα ἀρ­χί­σει νὰ κά­νω γε­νι­κό­λο­γες εὐ­χὲς πο­λὺ και­ρὸ πρίν, στὰ παι­δι­κά μου χρό­νια· γρή­γο­ρα ἔ­μα­θα τὶς συ­νέ­πει­ες τῶν συγ­κε­κρι­μέ­νων εὐ­χῶν.

      Τὸν πῆ­ρα στὴν ἀγ­κα­λιά μου καὶ τοῦ ἔ­κα­να ἔ­ρω­τα, στὸν θλιμ­μέ­νο μου ἄν­τρα. «Βλέ­πεις, δὲν σκε­φτό­μα­στε,» ψι­θύ­ρι­σα στ’ ἀ­φτί του τὴν ὥ­ρα ποὺ μοῦ φι­λοῦ­σε τὸν λαι­μό, «κα­θό­λου δὲν σκε­φτό­μα­στε» κι ἐ­κεῖ­νος ἔ­χω­σε τὸ κε­φά­λι του στὸν ὦ­μο μου καὶ μὲ ἀγ­κά­λια­σε πιὸ σφι­χτά. Με­τά, βγή­κα­με πά­λι ἔ­ξω· δὲν εἶ­χε φεγ­γά­ρι καὶ ἡ νύ­χτα ἦ­ταν σκο­τει­νή. Εἶ­πε ὅ­τι σι­χαι­νό­ταν τὶς κου­βέν­τες καὶ τὸ μό­νο ποὺ ἤ­θε­λε ἦ­ταν νὰ μὲ κοι­τά­ζει στὰ μά­τια καὶ νὰ μοῦ λέ­ει πράγ­μα­τα μ’ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο. Τὸν ἄ­φη­σα καὶ μ’ ἔ­κα­ναν ν’ ἀ­να­τρι­χιά­σω αὐ­τὰ ποὺ εἶ­δα στὸ βλέμ­μα του. Ὕ­στε­ρα μοῦ εἶ­πε ὅ­τι γιὰ κά­ποι­ο λό­γο ἤ­θε­λε νὰ κοι­μη­θεῖ ἔ­ξω καὶ τὸ πρω­ὶ ποὺ ξύ­πνη­σα στὸ κρε­βά­τι, κοί­τα­ξα ἔ­ξω στὴν αὐ­λὴ καὶ εἶ­δα ἕ­ναν πί­θη­κο ξα­πλω­μέ­νο στὸ τσι­μέν­το, μὲ τὰ με­γά­λα τρι­χω­τὰ χέ­ρια του νὰ σκε­πά­ζουν τὸ πρό­σω­πό του γιὰ νὰ προ­φυ­λα­χτεῖ ἀ­πὸ τὴν ἐ­κτυ­φλω­τι­κὴ λάμ­ψη τοῦ ἥ­λιου.

      Πρὶν κὰν δῶ τὰ μά­τια του, ἤ­ξε­ρα πὼς ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νος. Καὶ μό­λις βρε­θή­κα­με ἀν­τι­μέ­τω­ποι, μὲ κοί­τα­ξε μὲ τὸ ἴ­διο ἐ­κεῖ­νο θλιμ­μέ­νο βλέμ­μα του κι ἐ­γὼ ἀγ­κά­λια­σα ἐ­κεί­νους τοὺς πε­λώ­ριους ὤ­μους. Δὲν μ’ ἔ­νοια­ζε πραγ­μα­τι­κά, τό­τε, στὴν ἀρ­χή, δὲν πα­νι­κο­βλή­θη­κα οὔ­τε κά­λε­σα γιὰ βο­ή­θεια. Κά­θι­σα ἔ­ξω μα­ζί του καὶ χά­ι­δε­ψα τὸ τρί­χω­μα στὴ ρά­χη τοῦ χε­ριοῦ του. Ὅ­ταν ἅ­πλω­σε τὸ χέ­ρι του, εἶ­πα «Ὄ­χι», δυ­να­τά, κι ἔ­δει­ξε πὼς κα­τά­λα­βε κι ἔ­κα­νε πί­σω. Ἔ­χω κι ἐ­γὼ τὰ ὅ­ριά μου.

      Κα­θί­σα­με μα­ζὶ στὸ γρα­σί­δι καὶ τὸ ξε­ρι­ζώ­να­με μη­χα­νι­κά. Δὲν μοῦ ἔ­λει­ψε ἀ­μέ­σως ὁ ἄν­θρω­πος Μπέν· ἤ­θε­λα νὰ γνω­ρί­σω καὶ τὸν πί­θη­κο, νὰ φρον­τί­σω τὸν ἐ­ρα­στή μου σὰν γιό, σὰν κα­τοι­κί­διο· ἤ­θε­λα νὰ τὸν γνω­ρί­σω μὲ κά­θε δυ­να­τὸ τρό­πο ἀλ­λὰ δὲν συ­νει­δη­το­ποί­η­σα ὅ­τι δὲν θὰ ξα­να­γύ­ρι­ζε.

      Τώ­ρα γυ­ρί­ζω σπί­τι ἀ­π’ τὴ δου­λειὰ καὶ ψά­χνω νὰ τὸν δῶ στὴν κα­νο­νι­κή του μορ­φὴ νὰ βη­μα­τί­ζει ἀ­νή­συ­χος καὶ συ­νει­δη­το­ποι­ῶ, ξα­νὰ καὶ ξα­νά, ὅ­τι χά­θη­κε. Κά­νω βόλ­τες μέ­σα στὸ σπί­τι. Μα­σά­ω ὁ­λό­κλη­ρα πα­κέ­τα τσί­χλες σὲ ἐ­λά­χι­στα λε­πτά. Ἐ­πι­θε­ω­ρῶ τὶς ἀ­να­μνή­σεις μου καὶ βε­βαι­ώ­νο­μαι ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­κό­μα ἄ­θι­κτες για­τί ἂν δὲν εἶ­ναι αὐ­τὸς πα­ρών, τό­τε πέ­φτει σὲ μέ­να τὸ κα­θῆ­κον νὰ θυ­μᾶ­μαι. Σκέ­φτο­μαι πῶς τύ­λι­γε τὰ χέ­ρια του γύ­ρω ἀ­πὸ τὴν πλά­τη μου καὶ μὲ κρα­τοῦ­σε τό­σο σφι­χτὰ ποὺ μ’ ἔ­πια­νε ἀ­μη­χα­νί­α καὶ πῶς ἔ­νι­ω­θα τὴν ἀ­νά­σα του στὸ ἀ­φτί μου: ται­ρια­στή.

      Ὅ­ταν πά­ω στὴν κου­ζί­να, κοι­τά­ζω μέ­σα ἀ­π’ τὸ γυα­λὶ καὶ βλέ­πω ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­να εἶ­δος σα­λα­μάν­δρας τώ­ρα. Εἶ­ναι μι­κρός.

      «Μπέν,» ψι­θυ­ρί­ζω, «μὲ θυ­μᾶ­σαι; Θυ­μᾶ­σαι;»

      Τὰ μά­τια του γυ­ρί­ζουν πρὸς τὰ μέ­σα κι ἐ­γὼ ρί­χνω στα­γό­νες μέ­λι στὸ νε­ρό. Τὸ λά­τρευ­ε τὸ μέ­λι. Τὸ γλεί­φει καὶ με­τὰ πά­ει κο­λυμ­πών­τας στὴν ἄλ­λη πλευ­ρὰ τοῦ τα­ψιοῦ.

      Αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ ὅ­ριο τῶν ὁ­ρί­ων μου: νά ‘το. Δὲν ξέ­ρεις πο­τὲ ἀ­κρι­βῶς ποῦ εἶ­ναι καὶ με­τὰ σκον­τά­φτεις πά­νω του καὶ μπάμ, ἔ­φτα­σες. Για­τί δὲν θ’ ἀν­τέ­ξω νὰ κοι­τά­ξω μέ­σα στὸ νε­ρὸ καὶ νὰ μὴν μπο­ρέ­σω νὰ τὸν βρῶ που­θε­νά, νὰ ψά­ξω στὰ μι­κρο­σκο­πι­κὰ δι­ά­φα­να κύ­μα­τα μέ­σα ἀ­πὸ τὸν φα­κὸ μι­κρο­σκο­πί­ου καὶ νὰ ἐν­το­πί­σω τὸν ἐ­ρα­στή μου, τὸ μο­νο­κύτ­τα­ρο θαῦ­μα, ἁ­δρό, ἁ­πλό, ἀ­νεγ­κέ­φα­λο, ἄ­κα­κο, νὰ κα­τευ­θύ­νε­ται πρὸς τὴν ἀ­νυ­παρ­ξί­α, δι­ά­φα­νο καὶ μι­κρο­σκο­πι­κὸ σὰν μυι­ο­ψί­α.

      Τὸν βά­ζω στὴ θέ­ση τοῦ συ­νο­δη­γοῦ στὸ αὐ­το­κί­νη­το καὶ τὸν πά­ω στὴν πα­ρα­λί­α. Κα­τη­φο­ρί­ζον­τας μὲ τὰ πό­δια τὴν ἄμ­μο, γνέ­φω σὲ ἀν­θρώ­πους πά­νω σὲ πε­τσέ­τες, ποὺ ἔ­χουν ἁ­πλώ­σει τὰ κορ­μιά τους στὸν ἥ­λιο καὶ εὔ­χον­ται. Στὴν ἀ­κρο­θα­λασ­σιά, σκύ­βω καὶ βά­ζω ὅ­λο τὸ τα­ψὶ στὴν κορ­φὴ ἐ­νὸς μι­κροῦ κύ­μα­τος. Ἐ­πι­πλέ­ει μί­α χα­ρά, μιὰ βάρ­κα μα­γει­ρι­κῆς, γιὰ ὅ­ποι­ον θὰ τὴ βρεῖ ξε­βρα­σμέ­νη στὴν ἀ­κτὴ καὶ θὰ ψή­νει κου­λου­ρά­κια, ἕ­να τυ­χε­ρὸ γιὰ κά­ποι­ον ἄ­τυ­χο μὲ ὅ­λα τὰ ὑ­λι­κὰ μὰ χω­ρὶς σκεῦ­ος.

      Ὁ Μπὲν ἡ σα­λα­μάν­δρα βγαί­νει στ’ ἀ­νοι­χτά. Ἀ­νε­μί­ζω καὶ τὰ δυ­ό μου χέ­ρια πρὸς τὴ θά­λασ­σα, μιὰ μορ­φὴ τό­σο ψη­λὴ ὥ­στε νὰ μὲ δεῖ ἂν κοι­τά­ξει πί­σω.

      Γυ­ρί­ζω καὶ περ­πα­τῶ μέ­χρι τὸ αὐ­το­κί­νη­το.

      Κα­μιὰ φο­ρὰ σκέ­φτο­μαι ὅ­τι θὰ ξε­βρα­στεῖ σὲ κά­ποι­α πα­ρα­λί­α. Ἕ­νας γυ­μνὸς ἄν­τρας μὲ ξαφ­νι­α­σμέ­νο βλέμ­μα. Ποὺ πῆ­γε στὴν ἱ­στο­ρί­α καὶ γύ­ρι­σε. Ἔ­χω τὸ νοῦ μου στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα. Φρον­τί­ζω νὰ εἶ­ναι τὸ τη­λέ­φω­νό μου στὸν κα­τά­λο­γο. Κά­νω τὸν γύ­ρο τοῦ τε­τρα­γώ­νου τὰ βρά­δια μή­πως δὲν θυ­μᾶ­ται κα­λὰ ποι­ὸ σπί­τι εἶ­ναι. Τα­ΐ­ζω τὰ που­λιὰ στὴν αὐ­λὴ καὶ κα­μιὰ φο­ρὰ πρὶν βά­λω τὸν ἕ­να μου ἑ­αυ­τὸ γιὰ ὕ­πνο, πιά­νω τὸ κρα­νί­ο μου μὲ τὰ χέ­ρια νὰ δῶ ἂν με­γα­λώ­νει, καὶ ἀ­να­ρω­τι­έ­μαι τί, ποὺ νά ’­ναι χρή­σι­μο, θὰ τὸ γέ­μι­ζε ἂν με­γά­λω­νε.

 

 

Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Sha­pard, Ro­bert and Ja­mes Tho­mas, eds. New Sud­den Fi­ction, Short-Short Sto­ri­es from A­me­ri­ca and Be­yond, New York, Lon­don: W.W. Nor­ton and Com­pa­ny, 2007. Προ­δη­μο­σί­ευ­ση ἀ­πὸ τὸ προ­σε­χὲς τεῦ­χος τοῦ Πλα­νό­διου τὸ ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὸ ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μπον­ζά­ι.

 

Ἔι­μι Μπέν­τερ (Aimee Bender) (1969). Εἶ­ναι συγ­γρα­φέ­ας τῶν συλ­λο­γῶν δι­η­γη­μά­των W­i­l­l­f­ul Crea­tu­res καὶ T­he G­i­rl in t­he F­l­a­m­m­a­b­le S­k­i­rt, τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­κη­ρύ­χθη­κε ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το βι­βλί­ο τῶν Τά­ιμς τῆς Νέ­ας ­όρ­κης καὶ ἐ­πι­λο­γὴ τῆς χρο­νιᾶς τῶν Τά­ιμς τοῦ Λὸς Ἄν­τζε­λες, ὅ­πως καὶ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά της, I­n­v­i­s­i­b­le S­i­gn of My O­wn. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ στὰ G­r­a­n­ta, Har­per­’s, P­a­r­is R­e­v­i­ew, GQ, F­e­n­ce, M­c­S­w­e­e­n­e­y­’s καὶ ἔ­χουν με­τα­δο­θεῖ σὲ ἐ­θνι­κὸ δί­κτυ­ο στὴ ρα­δι­ο­φω­νι­κὴ ἐκ­πομ­πή, T­h­is A­m­e­r­i­c­an L­i­fe. Κέρ­δι­σε τὸ βρα­βεῖ­ο Πού­σκαρτ τὸ 2002.

Ἱ­στο­σε­λί­δα: http://f­l­a­m­m­a­b­l­e­s­k­i­rt.c­om

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ Ἀγγλικά:

Νί­κος Μα­νου­σά­κης (1963). Γεν­νή­θη­κε καὶ γα­λου­χή­θη­κε στὴν Κρή­τη, με­γά­λω­σε στὴν Ἀ­θή­να καὶ ζεῖ στὰ Τρί­κα­λα. Με­τα­φρά­ζει κυ­ρί­ως λο­γο­τε­χνί­α, μὲ προ­τί­μη­ση στὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ φαν­τα­σί­α, καὶ ὑ­πο­τιτ­λί­ζει ται­νί­ες.