.

.
Λοὺ Μπίτς (Lou Beach)
.
Ἦρθε ἀπὸ τὸ Φέισμπουκ
(Συνέντευξη στὸ συγγραφέα Ντέιβιντ Ἄμπραμς
γιὰ τοὺς 420 χαρακτῆρες)
.
Ν.Α.: Τὰ μικροδιηγήματα τῶν 420 χαρακτήρων πρωτοεμφανίστηκαν στὸ Φέισμπουκ. Ἦταν κάτι ποὺ εἶχες προσχεδιάσει ἢ τὸ βιβλίο ἄρχισε νὰ παίρνει τὴ μορφή του τυχαῖα, μιὰ μέρα ποὺ ἁπλῶς ἤθελες νὰ κάνεις μιὰ ἀνάρτηση στὰ κοινωνικὰ δίκτυα; Μ’ ἄλλα λόγια, πές μου πῶς γεννήθηκε ἡ συλλογή σου.
Λ.Μ.: Ἡ συλλογὴ ξεκίνησε σὰν ἀστεῖο. Δοκίμασα, περισσότερο γιὰ νὰ περάσει ἡ ὥρα, ν’ ἀναρτήσω στὸ Φέισμπουκ ἕνα κείμενο μυθοπλασίας. Τελικὰ τὸ παιχνίδι ἐξελίχθηκε σὲ πείραμα – ἄρχισα νὰ γράφω ἕνα κείμενο μυθοπλασίας καθημερινά. Ἡ συγγραφὴ καὶ ἡ ἄμεση δημοσίευση ἦταν ἕνα στοίχημα. Δὲν τὸ εἶχα ξανακάνει καὶ μάθαινα μέρα μὲ τὴ μέρα πῶς γίνεται. Ἀσφαλῶς, ἡ θετικὴ ὑποδοχὴ τῶν ἀναρτήσεων μὲ ἐνθάρρυνε νὰ συνεχίσω τὴν προσπάθεια (πολλὰ «Like»!). Ἀνακάλυψα ὅτι μπορῶ εὔκολα νὰ συμπυκνώσω μιὰ ἀφήγηση σὲ μικρὴ ἔκταση. Αὐτὴ ἡ εὐχέρεια μὲ ἐνθουσίασε. Ἦταν καὶ ἡ συγκυρία εὐτυχής, λὲς καὶ οἱ πλανῆτες εἶχαν εὐθυγραμμιστεῖ. Σήμερα δὲν θὰ εἶχε νόημα, μιᾶς καὶ τὸ Φέισμπουκ ἔχει αὐξήσει πολὺ τὸ ὅριο τῶν χαρακτήρων στὶς ἀναρτήσεις του. Ἐπιπλέον, ὅταν ἔγραφα τὰ διηγήματα, βρισκόταν στὴν ἐπικαιρότητα ἡ ταινία The Social Network(1) κι ἔτσι, πιστεύω, ἡ συλλογὴ προκάλεσε τὸ ἐκδοτικὸ ἐνδιαφέρον. Ἐπίσης, δὲ μοῦ φαινόταν κακὴ ἰδέα νὰ ἔχω μιὰ ἱστοσελίδα σχεδιασμένη ὥστε νὰ μοιάζει μὲ βιβλίο· ἔκανε τὰ κείμενα πιὸ προσιτὰ στὸν ἀναγνώστη —κατὰ κάποιον τρόπο τὰ καθιστοῦσε πιὸ ἁπτά— κι ἐπιπλέον περιεῖχε ἀναγνώσεις διηγημάτων ἀπὸ διασημότητες, πράγμα ποὺ τράβηξε τὴν προσοχὴ τοῦ κοινοῦ.
.
Ν.Α.: Ὅλα τα διηγήματα τῆς συλλογῆς ἀριθμοῦν ἐπακριβῶς 420 χαρακτῆρες; Νὰ σοῦ πῶ τὴν ἀλήθεια, ἀπὸ τεμπελιὰ δὲν μπῆκα στὸν κόπο νὰ πιάσω τὸ μολύβι καὶ νὰ μετρήσω μὲ τὸ χέρι.
Λ.Μ.: Ναί, σχεδὸν ὅλα. Νομίζω ὅτι δυὸ-τρία τὰ ξανασκάλισα καὶ πρόσθεσα μερικοὺς χαρακτῆρες, ὥστε νὰ γίνουν πιὸ κατανοητά. Γενικά, ὅμως, προσπάθησα σχολαστικὰ νὰ μὴν ξεπεράσω τοὺς 420 χαρακτῆρες ποὺ ἐπέτρεπε τὸ Φέισμπουκ, τὸ ὁποῖο ἄλλωστε δὲ θὰ μὲ ἄφηνε ν’ ἀναρτήσω τὸ κείμενο, ἂν ἔβγαινε ἔστω καὶ κατὰ ἕναν χαρακτήρα μεγαλύτερο. Μερικὰ διηγήματα εἶναι συντομότερα... Μοῦ φαινόταν χαζὸ νὰ τραβήξω ἀπ’ τὰ μαλλιὰ ἕνα διήγημα μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ φτάσω πάσῃ θυσίᾳ τὸ μαγικὸ ἀριθμό. Κατὰ κανόνα ἡ δουλειὰ ἦταν περισσότερο μιὰ διαδικασία συμπύκνωσης καὶ ἀφαίρεσης παρὰ πρόσθεσης.
.
Ν.Α.: Ἡ γκάμα τῶν διηγημάτων σου εἶναι πολὺ μεγάλη καὶ γεμάτη ἐκπλήξεις. Τί σὲ ὤθησε νὰ πλάσεις τόσο πολλοὺς καὶ διαφορετικοὺς χαρακτῆρες (καὶ ἐν προκειμένῳ μὲ τὴ λέξη «χαρακτῆρες» ἐννοῶ «ἀνθρώπινους χαρακτῆρες»);
Λ.Μ.: Δὲν ἔχω ἰδέα. Ἐνεργῶ καθαρὰ ἐνστικτωδῶς, παίρνοντας ἔμπνευση ἀπ’ τὰ ὄνειρά μου κι ἀπὸ ἀποσπάσματα κινηματογραφικῶν διαλόγων ἢ τραγουδιῶν, ποὺ πυροδοτοῦν τὴν ἀρχὴ μιᾶς ἀφήγησης. Στὴ συνέχεια ἀρχίζω νὰ δουλεύω τὸ πρῶτο ὑλικὸ καὶ ἀντλῶ ἀπ’ αὐτὸ μιὰ ἱστορία. Διαπίστωσα ὅτι πολλὲς φορὲς ἡ ἀνάγνωση τοῦ ἔργου ἑνὸς σπουδαίου συγγραφέα μὲ παρακινεῖ νὰ τρέξω στὸ πληκτρολόγιο, ὄχι γιατὶ θέλω ν’ ἀντιγράψω τὸ ὕφος του ἢ τὴν πλοκὴ ἢ κι ἐγὼ δὲν ξέρω τί, ἀλλὰ γιατὶ ἐξάπτει τὴ δημιουργικότητά μου. Οἱ ἄλλοι συγγραφεῖς εἶναι πολὺ μεγάλη πηγὴ ἔμπνευσης, ἀλλὰ ἐξίσου μὲ ἐμπνέουν καὶ οἱ σκηνοθέτες, οἱ ζωγράφοι, οἱ μουσικοί, οἱ μάγειρες, οἱ ἀθλητές... Φίλε μου, γεμάτος θαύματα ὁ κόσμος, ἔτσι;
.
Ν.Α.: Γράφοντας ἀκολουθεῖς κάποιο καθημερινὸ πρόγραμμα; Σὲ φαντάζομαι νὰ κουβαλᾶς συνεχῶς ἕνα σημειωματάριο καὶ νὰ καταγράφεις σκόρπιες ἰδέες καὶ φράσεις τὴ στιγμὴ ποὺ σοῦ ’ρχονται στὸ μυαλό.
Λ.Μ.: Ξυπνάω πολὺ νωρίς, καμιὰ φορὰ καὶ πρὶν ἀπὸ τὶς πέντε, καὶ ἐπεξεργάζομαι μὲ τὸ νοῦ μου ἕνα διήγημα ποὺ τὸ σκεφτόμουν τὴ νύχτα μέχρι νὰ μὲ πάρει ὁ ὕπνος. Μένω ξαπλωμένος, γυρίζω τὶς λέξεις μέσα στὸ μυαλό μου καὶ φαντάζομαι τὸ διήγημα στὴ σελίδα. Ἔπειτα, μετὰ τὸ πρωινό, τὸ δακτυλογραφῶ καὶ τὸ διαβάζω φωναχτά. Ὕστερα τὸ ξαναδουλεύω καὶ τὸ διορθώνω. Συχνὰ μοῦ φαίνεται βλακεία καὶ τότε κάνω κάτι ἄλλο, λόγου χάρη βγάζω βόλτα τὸ σκύλο, κι ἔπειτα ξαναπιάνω τὸ διήγημα μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ τὸ βελτιώσω. Ἐπανέρχομαι στὸ κείμενο κάθε μέρα, ὥσπου νὰ ἠχήσει στ’ αὐτιά μου σὰν κάτι τὸ αὐθεντικό. Βέβαια, αὐτὴ ἡ διαδικασία ἀφορᾶ τὰ διηγήματα ποὺ γράφω τώρα, τὰ ὁποῖα εἶναι πιὸ ἐκτεταμένα. Τὰ διηγήματα τῶν 420 χαρακτήρων τὰ ἔγραφα πολὺ πιὸ αὐθόρμητα καὶ συχνὰ τὰ ἀναρτοῦσα χωρὶς ἐπιμέλεια, μὲ συνέπεια μερικὲς φορὲς ν’ ἀπογοητεύομαι ἀπὸ τὸ ἀποτέλεσμα.
.
Ν.Α.: Ποιά ἦταν ἡ διαδικασία ἐπιμέλειας τῶν 420 χαρακτήρων;
Λ.Μ.: Δὲν ἦταν τίποτα τὸ ἰδιαίτερο. Ἐπιμελητής μου ἐκείνη τὴν περίοδο ἦταν ὁ Τὸμ Μπούμαν. Τοῦ ἄρεσε πολὺ ἡ δουλειά μου κι ἔτσι, ἐκτὸς ἀπὸ καναδυὸ μικροδιαφωνίες ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο τῆς συλλογῆς, ἤμασταν σύμφωνοι γιὰ τὸ πῶς θὰ στηνόταν. Ὁ Μπούμαν, προκειμένου τὸ βιβλίο ν’ ἀποκτήσει ρυθμό, διάλεξε ἔξυπνα τὴ σειρὰ τῶν διηγημάτων – γιὰ παράδειγμα, δὲν ἔβαλε μαζὶ ὅλα τὰ διηγήματα μὲ θέμα τὴν Ἄγρια Δύση.
.
Ν.Α.: Ρωτάω γιὰ τὴν ἐπιμέλεια γιατὶ, ὅπως ὅλοι ξέρουμε, στὴ λογοτεχνία κάθε λέξη ἔχει εἰδικὸ βάρος: ὅλα ἔχουν σημασία, ἀπὸ τὴν ἐπιλογὴ τῆς λέξης ὣς τὴ θέση της μέσα στὴν πρόταση. Στὰ μικροδιηγήματά σου δὲν ὑπάρχει οὔτε μία περιττὴ συλλαβή – στοὺς πολὺ μικροὺς καὶ στενοὺς χώρους τους ζωντανεύουν ὁλόκληροι κόσμοι, ὁλόκληρες σελίδες περιγραφῶν καὶ ἐπεξηγήσεων καὶ ὁλοκληρωμένοι χαρακτῆρες. Σκέφτηκες ποτὲ πὼς οἱ ἀναγνῶστες σου θὰ ἔβαζαν τὴ φαντασία τους νὰ δουλέψει φτιάχνοντας ὑποϊστορίες ποὺ συμπληρώνουν τὸ κάθε διήγημα;
Λ.Μ.: Ὄχι, δὲν τὸ σκέφτηκα, ἀλλὰ γιὰ πολὺ καιρὸ ἀρκετοὶ ἀναγνῶστες ἔνιωθαν ὑποχρεωμένοι νὰ «ὁλοκληρώσουν» ἢ τουλάχιστον νὰ ἐπεκτείνουν τὰ διηγήματα – ὁρισμένοι μάλιστα κατὰ πολύ, λὲς καὶ ἐπρόκειτο γιὰ διαδραστικὸ παιχνίδι. Δὲν ἤθελα νὰ γίνω ἀγενὴς καὶ νὰ τοὺς τὸ ἀπαγορεύσω —σὲ τελικὴ ἀνάλυση, τὸ Φέισμπουκ εἶναι ἀνοιχτὸ καὶ προσβάσιμο σὲ ὅλους—, ἀλλὰ ἐνίοτε ἐκνευριζόμουν. Κακῶς ἔπαιρνα τὸν ἑαυτό μου τόσο στὰ σοβαρά... Προφανῶς τὸ ἀπολάμβαναν καὶ στὸ τέλος-τέλος δὲν εἶχε καὶ μεγάλη σημασία, δὲν ἔβλαψαν καθόλου τὸ φαντασμένο συγγραφέα.
.
Ν.Α.: Πόσον καιρὸ σοῦ πῆρε νὰ γράψεις τὰ διηγήματα;
Λ.Μ.: Μερικὲς φορὲς ἕνα διήγημα μοῦ ἔπαιρνε εἴκοσι λεπτά, ἄλλες φορὲς μιὰ-δυὸ ὧρες, ἄλλες μιὰ ὁλόκληρη μέρα. Νομίζω ὅτι ἀπὸ τὴ σύλληψη τοῦ βιβλίου ὣς τὴν ὁλοκλήρωσή του χρειάστηκα δυόμισι χρόνια. Ἀργότερα, ἀφότου ἡ συλλογὴ ἐκδόθηκε καὶ τὸ Φέισμπουκ αὔξησε τὸ ὅριο τῶν χαρακτήρων, τὸ ἐνδιαφέρον μου γι’ αὐτὴν τὴ λιτὴ φόρμα μειώθηκε, ἂν καὶ περιστασιακὰ ἀσχολιόμουν μαζί της. Ἔγραψα τὶς προάλλες ἕνα μικροδιήγημα τέτοιου τύπου καὶ ὁ βαθμὸς δυσκολίας του μὲ ἐντυπωσίασε. Ὅμως εἶναι χρήσιμη ἄσκηση, ὅπως ὅταν παίζεις κλίμακες. Τελευταῖα ἔχω στραφεῖ σὲ πιὸ ἐκτεταμένα διηγήματα. Καὶ πάλι σύντομα εἶναι, ἀλλὰ ἔχω καταφέρει νὰ τὰ ἁπλώσω σὲ ἀρκετὲς σελίδες. Ὅπως λέμε καὶ στοὺς «Ἀνώνυμους Συγγραφεῖς» – «Πρόταση πρὸς πρόταση»(2).
.
Ν.Α.: Νὰ φανταστῶ ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄλλα μικροδιηγήματα ποὺ δὲν συμπεριλήφθηκαν στὴ συλλογή;
Λ.Μ.: Ἄ ναί, πάρα πολλά.
.
Ν.Α.: Στὴν ἰστοσελίδα σου γράφεις ὅτι ἡ συγγραφή σου προέκυψε ὡς μιὰ «ἀναπάντεχη, ὡς ἐκ θαύματος, παράλληλη καλλιτεχνικὴ δραστηριότητα». Πῶς ἀναδύθηκε ἡ λογοτεχνία μέσα ἀπ’ τὴν πολύχρονη πείρα σου ὡς εἰκαστικοῦ καλλιτέχνη;
Λ.Μ.: Πάντοτε καλλιεργοῦσα τὴ φαντασίωση ὅτι μιὰ μέρα θὰ γινόμουν συγγραφέας, γιατί εἶχα μείνει πολλὲς φορὲς κατάπληκτος καὶ γοητευμένος ἀπὸ τὴν ἱκανότητα ἑνὸς σπουδαίου συγγραφέα νὰ φωτίζει μύχιες πτυχὲς τῆς ἀνθρώπινης φύσης, νὰ χρησιμοποιεῖ ἀνατρεπτικὰ τὴ γλώσσα καὶ νὰ δημιουργεῖ αὐθεντικὰ συναισθήματα. Τὸ εἰκαστικό μου ἔργο ἔχει δύο πτυχές: ἡ μία εἶναι ὅταν δουλεύω ὡς εἰκονογράφος, κυρίως γιὰ ἐφημερίδες καὶ περιοδικά, καὶ πρέπει νὰ ἐντοπίσω τὴν οὐσία ἑνὸς ἄρθρου, νὰ σχεδιάσω μιὰ εἰκόνα ποὺ θὰ τοῦ ταιριάζει καὶ θὰ προσελκύσει τὸν ἀναγνώστη – στὴν οὐσία πρέπει νὰ διαφημίσω τὸ ἄρθρο. Ἡ ἄλλη εἶναι τὸ προσωπικό μου ἔργο, ἡ μέθοδος τοῦ ὁποίου ἔχει πολὺ περισσότερες ὁμοιότητες μὲ τὴ συγγραφή. Ὅμως, καὶ στὶς δύο πτυχὲς τῆς δουλειᾶς μου ὡς εἰκαστικοῦ καλλιτέχνη δημιουργῶ μίαν ἀφήγηση. Καθεμιὰ ἀπὸ τὶς εἰκόνες μιᾶς εἰκαστικῆς σύνθεσης ἀποτελεῖ ἕναν χαρακτήρα ποὺ ἐμφανίζεται στὴ μικρὴ σκηνὴ τῆς σελίδας. Καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴ συγγραφή, συχνὰ «βλέπω» κάτι ποὺ γίνεται ἡ ἀφετηρία μιᾶς ἱστορίας. Τὶς προάλλες μοῦ ἦρθε ἡ εἰκόνα μιᾶς γυναίκας στὴν ἄκρη μιᾶς ἀποβάθρας σὲ μιὰ λίμνη. Δὲν ξέρω πῶς μου ἦρθε, ἀλλὰ τὴ χρησιμοποίησα ὡς βάση γιὰ ἕνα σύντομο διήγημα. Ἐπίσης, ἡ σύνθεση μιᾶς εἰκόνας εἶναι μιὰ ἄσκηση ἐπιμέλειας, καθὼς ἀφαιρῶ στοιχεῖα μέχρι ν’ ἀποσταχθεῖ ἡ οὐσία – δηλαδὴ ὅ,τι κάνω γράφοντας.
.
Ν.Α.: Τὸ βιβλίο σου ὡς ἀντικείμενο θὰ μποροῦσε ἄνετα νὰ θεωρηθεῖ εἰκαστικὸ ἔργο. Αὐτὸ ἰσχύει γιὰ πολλὰ χαρακτηριστικά του – ἀπὸ τὸ κάλυμμα ποὺ ντύνει ἕνα μέρος τοῦ ἐξωφύλλου ὣς τὰ λευκὰ περιθώρια γύρω ἀπὸ τὸ κείμενο καὶ τὰ πολύχρωμα κολὰζ τῶν σελίδων. Συμμετεῖχες στὸ σχεδιασμό του; Ποιά αἴσθηση ἢ μήνυμα γύρω ἀπὸ τὴν ποιότητα καὶ τὴν αἰσθητικὴ τῶν ἐκδόσεων στὶς μέρες μας ἤθελες νὰ μεταδώσεις στοὺς ἀναγνῶστες;
Λ.Μ.: Τὸ ἐξώφυλλο ἀναπαράγει τὴν ἀρχικὴ σελίδα τοῦ ἱστότοπου τοῦ βιβλίου. Ἡ ἰδέα γιὰ τὸ κάλυμμά του προέκυψε ἀπὸ συζητήσεις μὲ τὴ Μάρθα Κένεντι, γραφίστρια στὶς ἐκδόσεις Houghton Mifflin Harcourt, ἐνῶ τὸ σχεδιασμὸ τοῦ βιβλίου ἀνέλαβε ἡ Μελίσα Λόφτι. Πρόκειται γιὰ ἐπαγγελματίες. Τὰ κολὰζ τὰ διάλεξα ἐγώ. Ὅλοι οἱ συνεργάτες στὶς ἐκδόσεις Houghton μὲ βοήθησαν πολὺ καὶ ἀγκάλιασαν μὲ ἐνθουσιασμὸ τὸ βιβλίο, κάνοντάς με νὰ νιώθω σὰν κανονικὸς συγγραφέας, τὴ στιγμὴ ποὺ ἐγὼ εἶχα τὴν τάση ν’ ἀντιλαμβάνομαι τὸν ἑαυτό μου πιὸ πολὺ ὡς ἕναν ἐρασιτέχνη ποὺ τοῦ χαμογέλασε ἡ τύχη. Ἀγαπῶ τὰ βιβλία, λατρεύω τὴν αἴσθηση ποὺ σοῦ δημιουργοῦν, ὅταν τὰ πιάνεις στὰ χέρια σου. Ἔτσι, συμπληρωματικὰ μὲ τὸ περιεχόμενό του, ἤθελα τὸ βιβλίο ν’ ἀποτελεῖ μιὰ ἐμπειρία ποὺ νὰ εὐχαριστεῖ τὰ δάχτυλα καὶ τὰ μάτια τοῦ ἀναγνώστη. Νομίζω ὅτι τὸ πετύχαμε.
.
Ν.Α.: Ὑπάρχουν συγγραφεῖς ποὺ ἐπηρέασαν ἰδιαίτερα τὰ κείμενά σου;
Λ.Μ.: Ἄσ’ τα νὰ πᾶνε, δὲν τὴν μπορῶ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση, γιατὶ πάντα ὑπάρχει κάποιος ποὺ φοβᾶμαι ὅτι τὸν ξέχασα ἢ τὸν θυμᾶμαι ὅταν οἱ ἀπαντήσεις ἔχουν ἤδη δημοσιευθεῖ. Θαυμάζω τὸν Τζὸρτζ Σόντερς γιὰ τὴ φαντασία καὶ τὴν ἀνθρωπιά του, θαυμάζω τὸν Ἔλμορ Λέοναρντ γιὰ τὴν ἁπλότητα καὶ τοὺς ἀριστοτεχνικοὺς διαλόγους του, θαυμάζω τὸν Τζ. Ρόμπερτ Λένον, τὸν Τζόναθαν Λίθεμ, τὸν Πὶτ Ντέξτερ, τὸν Κάρβερ (φυσικά), τὸν Ντένις Τζόνσον, τὸν Ράσελ Μπάνκς, τὸν Ἄλαν Χίθκοκ, τοὺς δύο Ἀντρὲ Ντιμπούς —πρεσβύτερο καὶ νεοτερο—, τὸν Σκὸτ Μπράτφιλντ, τὸν Χέμινγουει, τὸν Ντάνιελ Γοῦντρελ, τὸν Λάρι Μπράουν, τὸν Τζέιμς Σάλτερ, τὸν Τσὰρλς Μπάξτερ, τὴ Γουέλτι, τὴ Φλάνερι Ὀ’ Κόνορ, τὸ Ρόμπερτ Στόουν καὶ οὕτω καθεξῆς... Ποῦ νὰ σταματήσω; Μοῦ φαίνεται ὅτι κάθε βιβλίο ποὺ πέφτει στὰ χέρια μου ἔχει κάτι ποὺ μὲ χτυπάει κατακούτελα – μιὰ παράγραφο, ἕνα γύρισμα μιᾶς πρότασης, μιὰ διεισδυτικὴ ἀνάλυση ἑνὸς χαρακτήρα ποὺ μὲ σπρώχνει νὰ θέλω κι ἐγὼ νὰ γράψω τόσο καλά.
.
Ν.Α.: Ὑπάρχουν διηγήματα ἢ συλλογὲς ποὺ ἀγαπᾶς περισσότερο καὶ συνήθως προτείνεις σὲ ἄλλους ἀναγνῶστες;
Λ.Μ.: Κοίτα, συνήθως δὲν κάνω προτάσεις σὲ ἄλλους ἀναγνῶστες, ἀλλὰ ὅλοι οἱ συγγραφεῖς ποὺ μόλις ἀνέφερα διαθέτουν πλούσιους θησαυρούς. Πάντως, εἰδικὰ τὸν τελευταῖο καιρὸ προτείνω τὴ σπουδαία συλλογὴ τοῦ Ἄλαν Χίθκοκ Volt. Εἶναι θαυμάσια.
.
Σημειώσεις τοῦ Μεταφραστῆ:
(1) The Social Network: Ἀμερικανικὴ ταινία παραγωγῆς 2010 σὲ σκηνοθεσία Ντέιβιντ Φίντσερ (David Fincher). Τὸ φίλμ, ποὺ σημείωσε μεγάλη εἰσπρακτικὴ ἐπιτυχία, ἔχει ὡς θέμα του τὴ δημιουργία τοῦ Φέισμπουκ, τοῦ δημοφιλέστερου «κοινωνικοῦ δικτύου». Κατὰ τὴν προβολὴ τῆς ταινίας στὴν Ἑλλάδα ὁ τίτλος παρέμεινε ἀμετάφραστος.
(2) «Ἀνώνυμοι Συγγραφεῖς»: Ἀναφορὰ στὴν ὀργάνωση «Ἀνώνυμοι Ἀλκοολικοί». Ἡ φράση «Πρόταση πρὸς πρόταση», ἡ ὁποία ἀκολουθεῖ, παραπέμπει στὴ φράση «Βῆμα πρὸς βῆμα», καθὼς ἡ μέθοδος ἀποτοξίνωσης ἀπὸ τὸ ἀλκοὸλ ποὺ ἐφαρμόζεται στοὺς «Ἀνώνυμους Ἀλκοολικοὺς» ὀνομάζεται «Μέθοδος τῶν δώδεκα βημάτων».
.

.
Πηγή: The Quivering Pen, ἱστολόγιο τοῦ συγγραφέα Ντέιβιντ Ἄμπραμς (David Abrams), ποὺ βρίσκεται στὴν ἠλεκτρονικὴ διεύθυνση http://davidabramsbooks.blogspot.gr/ , 10 Μαΐου 2012. Τὸ πρωτότυπο κείμενο τῆς συνέντευξης εἶναι διαθέσιμο ἐδῶ.
Λοὺ Μπίτς (Lou Beach) (Γκέτιγκεν, Γερμανία, 1947). Ἀμερικανὸς καλλιτέχνης τοῦ κολὰζ καὶ πεζογράφος. Ὁ Μπίτς, γόνος Πολωνῶν θυμάτων τῶν Ναζί, μετανάστευσε στὶς ΗΠΑ μὲ τοὺς γονεῖς του σὲ ἡλικία τεσσάρων ἐτῶν. Ὡς νέος δὲν ἀκολούθησε πανεπιστημιακὲς σπουδές, ἐπιλέγοντας τὴ ζωὴ τοῦ πλάνητα. Εἶναι αὐτοδίδακτος καλλιτέχνης τοῦ κολὰζ κι ἀπ’ τὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’70 φιλοτεχνεῖ ἐξώφυλλα δίσκων, κυρίως τῆς ρὸκ μουσικῆς, καὶ εἰκονογραφεῖ περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδες. Τὸ βιβλίο 420 χαρακτῆρες (420 characters, Houghton Mifflin Harcourt, 2011) εἶναι ἡ πρώτη του ἐμφάνιση στὴν πεζογραφία. Περισσότερα γιὰ τὸ ἀφιέρωμά μας στὸν Λοὺ Μπὶτς βλέπε ἐδῶ τὸ εἰσαγωγικὸ ἄρθρο τοῦ Σκὸτ Μπράντφιλντ καθὼς καὶ τὸ σχόλιό μας στὸ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος (ἐγγραφὴ 18-08-2014).
Ντέιβιντ Ἄμπραμς (David Abrams). Ὁ Ντέιβιντ Ἄμπραμς γεννήθηκε στὴν Πενσιλβάνια καὶ σπούδασε Ἀγγλικὴ Λογοτεχνία στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Ὄρεγκον. Ἐργάστηκε ἐπὶ εἴκοσι χρόνια, μέχρι τὴ συνταξιοδότησή του τὸ 2008, ὡς δημοσιογράφος στὶς ἀμερικανικὲς ἔνοπλες δυνάμεις. Τὸ 2012 ἐκδόθηκε τὸ πρῶτο του μυθιστόρημα μὲ τίτλο Fobbit (Grove Press).
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Γιάννης Παλαβός (Βελβεντὸ Κοζάνης, 1980). Σπούδασε δημοσιογραφία στὸ ΑΠΘ καὶ πολιτιστικὴ διαχείριση στὸ Παντεῖο. Τὸ 2007 κυκλοφόρησε ἀπὸ τὴν Intro Books ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀληθινὴ ἀγάπη καὶ ἄλλες ἱστορίες. Τὸ 2009 κυκλοφόρησε ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Τόπος τὸ βιβλίο Σὰν Ἄνγκρε / Τὰ δάκρυα τῆς Φὸν Μπράουν, ποὺ ἔγραψε μαζὶ μὲ τὸν Σωτήρη Μπαμπατζιμόπουλο. Τὸ 2011 ἔγραψε μαζὶ μὲ τὸν Τάσο Ζαφειριάδη τὸ σενάριο γιὰ τὸ κόμικ «Τὸ πτῶμα», σὲ σχέδιο Θανάση Πέτρου (Jemma Press). Διηγήματα καὶ μεταφράσεις του (μεταξὺ ἄλλων: Edgar Lee Masters, Miroslav Holub, Matthew Arnold, Donald Justice) ἔχουν δημοσιευθεῖ στὰ περιοδικὰ Τὸ Δέντρο, Ἐντευκτήριο, (Δε)κατά, Ἡ Παρέμβαση, e–poema κ.ἄ. Τὸ 2012 κυκλοφόρησε ἡ συλλογὴ διηγημάτων του Ἀστεῖο (ἐκδ. Νεφέλη). Γιὰ τὸ ἱστολόγιο τοῦ Πλανόδιου ἔχει μεταφράσει τὸ διήγημα τῆς Γουίλα Κάθερ «Πίτερ» καὶ ἔχει ἐπιμεληθεῖ τὸ ἀφιέρωμα «Ὁ Ἄμπροουζ Μπὴρς καὶ οἱ “Φανταστικοὶ Μύθοι”» καθὼς καὶ τὴν παρουσίαση τοῦ «Λογοτεχνικοῦ Τουϊτομαραθώνιου» ποὺ διοργάνωσε ἡ ἀγγλικὴ Ἑταιρεία Συγγραφέων τὸν Σεπτέμβριο-Ὀκτώβριο τοῦ 2011.
.
Filed under: Abrams David,Beach Lou,ΑΝΑΦΟΡΕΣ,Αγγλικά,Παλαβός Γ. | Tagged: David Abrams,Γιάννης Παλαβός,Διήγημα. Λογοτεχνία,Lou Beach | Τὰ σχόλια στὸ Λοὺ Μπίτς (Lou Beach): Ἦρθε ἀπὸ τὸ Φέισμπουκ ἔχουν κλείσει