Μπέννυ Ἄντερσεν (Benny Andersen): Ἀπ΄τὸ σπίτι ξυστά

 

 

Μπέν­νυ Ἄν­τερ­σεν (Benny Andersen)

 

Ἀ­π’ τὸ σπί­τι ξυ­στά

(Hus forbid)

 

Ε ΞΥΠΝΑΕΙ τὸ κου­δού­νι. Πε­τά­γο­μαι πά­νω καὶ ἔ­ξω.

Ἕ­νας νε­α­ρὸς μὲ ἀ­στυ­νο­μι­κὴ στο­λὴ μοῦ χα­μο­γε­λᾶ ξε­δι­άντροπα.

         — Ἔ­χω ἔρ­θει νὰ μα­ζέ­ψω τὴν κό­ρη σας!

         — Ἡ κό­ρη μου ἔ­χει με­τα­κο­μί­σει ἐ­δῶ καὶ πολ­λὰ χρό­νια, ζεῖ στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό.

        — Καὶ τό­τε ποι­ά εἶ­ναι αὐ­τή; Μοῦ δεί­χνει τὴ γριὰ στὴν ἀ­να­πη­ρι­κὴ κα­ρέ­κλα ποὺ παί­ζει τὸ We shall overcome* στὴ φυ­σαρ­μό­νι­κα.

        — Αὐ­τὴ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἡ μά­να μου.

        — Ἡ μά­να σου δὲν ἔ­χει παί­ξει πο­τὲ στὴ ζω­ή της φυ­σαρ­μό­νι­κα. Μὲ προ­σπερ­νά­ει ἀρ­γὰ καὶ μπαί­νει στὸ σπί­τι.

        — Ἕ­να λε­πτό, μὲ ποι­ό δι­καί­ω­μα…αὐ­τὸ ἐ­δῶ εἶ­ναι τὸ σπί­τι μου!

        Θαυ­μά­σια, τὸ κα­θι­στι­κὸ δὲν μοῦ θυ­μί­ζει ἀ­πο­λύ­τως τί­πο­τα.

        Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς ἀρ­πά­ζει ἕ­να-δυ­ὸ μῆ­λα ἀ­πὸ μιὰ πι­α­τέ­λα. Μπαί­νει στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο.

        — Καὶ ποι­οί εἶ­ναι τό­τε αὐ­τοὶ οἱ δυ­ό; Ἕ­να νε­α­ρὸ ζευ­γά­ρι κοι­μᾶ­ται στὸ δι­πλὸ κρε­βά­τι, κι οἱ δυ­ό τους γυ­μνοί. Δὲν τοὺς πρό­σε­ξα ὅ­ταν ση­κώ­θη­κα. Δὲν τοὺς ἔ­χω ξα­να­δεῖ. Ἢ κά­νω λά­θος; Μή­πως συμ­με­τεῖ­χα σὲ ἐ­ρω­τι­κὸ τρί­γω­νο χω­ρὶς νὰ τὸ ξέ­ρω;

        Τὸ ζευ­γά­ρι ση­κώ­νε­ται ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι, ντύ­νε­ται καὶ πη­γαί­νει στὴ κου­ζί­να χω­ρὶς νὰ μᾶς προ­σέ­ξει.

        Ἀ­π’ ἔ­ξω ἀ­κού­γον­ται γέ­λια νε­α­ρῶν κο­ρι­τσι­ῶν.

        — Καὶ ποι­ά εἶ­ναι τό­τε αὐ­τὰ τὰ κο­ρί­τσια;

        Ἂν καὶ εἶ­ναι ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ τὰ βλέ­πω, ξε­στο­μί­ζω βι­α­στι­κά:  — Οἱ­ ἀ­δελ­φές μου – ἐν­νο­ῶ οἱ ἀ­νι­ψι­ές μου.

        Δὲν μπο­ρῶ νὰ θυ­μη­θῶ πό­σο χρο­νῶν εἶ­μαι, ἂν εἶ­μαι παν­τρε­μέ­νος, χω­ρι­σμέ­νος ἢ χῆ­ρος.

        Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς πε­τά­ει τὰ μῆ­λα ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο, μα­κριὰ ἔ­ξω στὸ δρό­μο. Τὰ κο­ρί­τσια τρέ­χουν ξε­φω­νί­ζον­τας νὰ τὰ πιά­σουν.

        Ἀ­να­κτῶ τὴν αὐ­το­κυ­ρι­αρ­χί­α μου: — Θὰ τη­λε­φω­νή­σω ἀ­μέ­σως στὸ δι­κη­γό­ρο μου!

        Ὅ­μως οἱ λέ­ξεις ποὺ τε­λι­κὰ ξε­στο­μί­ζω εἶ­ναι οἱ ἀ­κό­λου­θες: — Θὰ βά­λω ἀ­μέ­σως μπου­γά­δα! Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς κά­νει νὰ πέ­σει κά­τω, ση­κώ­νε­ται πά­λι ὄρ­θιος, πα­ρα­πα­τά­ει. — Μπο­ρῶ νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σω τὴν του­α­λέ­τα σας;

        — Νὰ τὴ χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις; Μπο­ρεῖς νὰ τὴν πά­ρεις καὶ νὰ φύ­γεις. Δὲν ξέ­ρω ποὺ εἶ­ναι, αὐ­τὸ ἐ­δῶ δὲν εἶ­ναι τὸ σπί­τι μου καὶ δὲν δί­νω δε­κά­ρα!

        Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς ἀρ­χί­ζει νὰ κλα­ψου­ρί­ζει: — Εἶ­μαι τό­σο μὰ τό­σο κου­ρα­σμέ­νος.

        — Κου­ρα­σμέ­νος; Ἂμ ἐ­γὼ τί εἶ­μαι, ἔρ­χε­σαι καὶ μὲ ξυ­πνᾶς στὴ μέ­ση ἑνὸς ἐ­ρω­τι­κοῦ τρι­γώ­νου ποὺ οὔ­τε κὰν μπο­ρῶ νὰ θυ­μη­θῶ!

        Ὁ ἀ­στυ­νο­μι­κὸς βγά­ζει κλαί­γον­τας τὴ στο­λή του καὶ μοῦ τὴ δί­νει:  — Ὁ­ρί­στε, εἶ­ναι ὅ­λη δι­κή σου —  καὶ συγ­γνώ­μη…

        Πέ­φτει στὸ δι­πλὸ κρε­βά­τι. Τὸν παίρ­νει ἀ­μέ­σως ὁ ὕ­πνος.

        Τὸ νε­α­ρὸ ζευ­γά­ρι ἔ­χει βά­λει μπρο­στὰ τὸ αὐ­το­κί­νη­το. Τὰ νε­α­ρὰ κο­ρί­τσια τσι­ρί­ζουν ἐν­θου­σι­α­σμέ­να καὶ πε­τᾶ­νε κου­κού­τσια στὸ κα­τό­πι τους.

        Ἡ γριὰ ἔ­χει ἀ­πο­κοι­μη­θεῖ πά­νω στὴ φυ­σαρ­μό­νι­κα, ὅ­μως ἕ­να ἀ­δέ­σπο­το κου­κού­τσι τὴ βρί­σκει στὸ λαι­μὸ καὶ τὴ ξυ­πνά­ει. Ἀρ­χί­ζει ἀ­μέ­σως νὰ παί­ζει ἀ­π’ τὸ ση­μεῖ­ο ποὺ εἶ­χε στα­μα­τή­σει, κά­πως πα­ρά­φω­να αὐ­τὴ τὴ φο­ρά: We shall overcome…        

        Πρὶν τὸ αὐ­το­κί­νη­το ξε­κι­νή­σει, ἡ γυ­ναί­κα κα­τε­βά­ζει τὸ πα­ρά­θυ­ρο, κοι­τά­ζει πρὸς τὸ μέ­ρος μου, μοῦ κλεί­νει τὸ μά­τι καὶ κά­νει ἕ­να εἶ­δος χαι­ρε­τι­σμοῦ ἢ τὸ σῆ­μα τῆς νί­κης μὲ δύο δά­χτυ­λα.

        Ἀ­π’ ὅ,τι φαί­νε­ται ἡ χθε­σι­νὴ νύ­χτα ἦ­ταν μᾶλ­λον ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα.

   

      

* Θὰ Θρι­αμ­βεύ­σου­με! Τρα­γού­δι δι­α­μαρ­τυ­ρί­ας, ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κὸ τοῦ Κι­νή­μα­τος γιὰ τὰ Πο­λι­τι­κὰ Δι­και­ώ­μα­τα στὶς Η.Π.Α. (ἀγ­γλι­κὰ στὸ πρω­τό­τυ­πο).

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸν τό­μο: Kortprosa 1990-2003, Ἐ­πι­μέ­λεια Max Ipsen, Ἐκ­δό­σεις Systime, 2003. Πρώτη δη­μο­σί­ευ­ση: 2001.

 

Benny Andersen (1929). Δα­νὸς τρα­γου­δο­ποι­ός, ποι­η­τής, μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος, συν­θέ­της καὶ πι­α­νί­στας. Ὁ πιὸ πο­λυ­δι­α­βα­σμέ­νος, πο­λυ­τρα­γου­δι­σμέ­νος καὶ ἀ­γα­πη­μέ­νος ποι­η­τὴς τῆς Δα­νί­ας. Ἡ συλ­λο­γὴ μὲ τὰ ἅ­παν­τα ποιή­­μα­τά του ἔ­χει που­λή­σει πά­νω ἀ­πὸ 100.000 ἀν­τί­τυ­πα. Μέ­λος τῆς Δα­νι­κῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας ἀ­πὸ τὸ 1972.

 

Μετάφραση ἀπὸ τὰ δανέζικα:

Εὔη Ξηρομερίτη (Ἀθήνα, 1979). Σπούδασε Μηχανικὸς Περιβάλλοντος στὸ Πο­λυ­τεχνεῖο τῆς Κρήτης. Μεταφράζει ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ δανέζικα. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Κοπεγχάγη.

 

Εἰκόνα: Ἔργο τοῦ Pablo Picasso.