Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης: Τὰ ἀ­πο­τύ­πω­μα­τα



Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης


Τὰ ἀ­πο­τύ­πω­μα­τα


Ε ΛΕΝΕ… τέ­λος πάν­των, δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α πῶς μὲ λέ­νε, αὐ­τὸ συ­νέ­βη χθὲς τὸ βρά­δυ: Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σα τὴ συγ­γρα­φὴ τοῦ βι­βλί­ου (πό­σους μῆ­νες μοῦ πῆ­ρε; μή­πως ἦ­ταν χρό­νια;.. δὲν θυ­μᾶ­μαι), ἔ­πλυ­να τὰ χέ­ρια μου, κλεί­δω­σα τὴν πόρ­τα τοῦ κει­με­νουρ­γεί­ου ἀ­πὸ μέ­σα κι ἀ­πο­κοι­μή­θη­κα στὸ γρα­φεῖ­ο κοι­τά­ζον­τας τὸν πί­να­κα τοῦ J. Pollock Ἡ λύ­και­να ποὺ εἶ­χα στὸν τοῖ­χο ἀν­τὶ πα­ρα­θύ­ρου. Εἶ­χαν πέ­σει κάμ­πο­σα φύλ­λα πά­νω στὸ φθι­νό­πω­ρο καί­τοι γυ­ά­λι­ζε ἀ­κό­μα ἀ­πὸ τὸ φεγ­γα­ρό­φω­το.

       Ὅ­σο κοι­μό­μουν ἡ φω­νὴ τῆς λύ­και­νας —ἀ­φοῦ κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὸν πί­να­κα, ἔ­βγα­λε τὴ στο­λή της καὶ μὲ σκέ­πα­σε μ’ αὐ­τὴ— πέ­ρα­σε κά­τω ἀ­πὸ τὴ χα­ρα­μά­δα τῆς πόρ­τας κι ἔ­φυ­γε. Τὸ πρω­ὶ ποὺ ξύ­πνη­σα ἔ­ψα­ξα παν­τοῦ… Που­θε­νὰ δὲ βρῆ­κα τ’ ὄ­νο­μά μου.



Πη­γή. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης (Ἀ­θή­να 1983) κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὴν Λευ­κά­δα. Ἔ­χει συ­νερ­γα­στεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς (τὶς δύ­ο πρῶ­τες μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Ε. Μύ­ρων): Γράμ­μα στὴ μη­τέ­ρα, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2019), Ὀ­ρι­ο­βά­της, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2021) καὶ Συν­τη­ρη­τὴς οὐ­ρά­νι­ων τό­ξων, (ἐκδ. Στί­ξις, 2022).

Εικόνα: «Λύκαινα» του Τζάκσον Πόλοκ, 1934.



		

	

Χρῖστος Δάλκος: Οἱ ἀνακρίσεις γιὰ τὸν θάνατο τῆς Κοκκινοσκουφίτσας καὶ τῆς γιαγιᾶς της


Χρῖ­στος Δάλ­κος


Οἱ ἀ­να­κρί­σεις γιὰ τὸν θά­να­το τῆς Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσας

καὶ τῆς για­γιᾶς της


ΤΑΝ ΑΡΧΙΣΑΝ ΟΙ ΑΝΑΚΡΙΣΕΙΣ γιὰ τὸν θά­να­το τῆς Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσας καὶ τῆς για­γιᾶς της, ὅ­λοι ἐλ­πί­σα­με ὅ­τι τὸ μα­χαί­ρι θὰ ἔ­φτα­νε ὣς τὸ κόκ­κα­λο καὶ ὅ­τι δὲν θὰ συγ­κα­λύ­πτον­ταν οἱ τε­ρά­στι­ες εὐ­θύ­νες τῆς μη­τέ­ρας ἢ καὶ τοῦ (ἀ­νύ­παρ­κτου) πα­τέ­ρα, καὶ δὲν θὰ φορ­τώ­νον­ταν μο­νο­με­ρῶς στὸν με­γά­λο κα­κὸ λύ­κο.

        Ἐ­ξη­γοῦ­μαι ἀπ᾿ τὴν ἀρ­χή, γιὰ νὰ μὴν ὑ­πάρ­χῃ καμ­μί­α πα­ρε­ξή­γη­ση: Δὲν ἀρ­νοῦ­μαι ὅ­τι ὁ λύ­κος κα­τά­πι­ε τὴν Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα καὶ τὴν για­γιά της — ἐξ ἄλ­λου αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ φύ­ση του καὶ ἡ δου­λειά του — δι­ε­ρω­τῶ­μαι ἁ­πλῶς ποι­ά ἦ­ταν ἐ­κεῖ­να τὰ μέ­τρα ποὺ ἐ­λή­φθη­σαν ὥ­στε νὰ μὴν δι­ευ­κο­λυν­θῇ ἡ ἀν­θρω­πο­βό­ρα δρα­στη­ρι­ό­τη­τά του.

        Ἀπ᾿ αὐ­τὴν τὴν ἄ­πο­ψη, κά­νει ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι οἱ ἀ­να­κρι­τι­κὲς ἀρ­χὲς δὲν ἐ­πι­χει­ροῦν οὔ­τε κατ᾿ ἐ­λά­χι­στον νὰ δώ­σουν ἀ­πάν­τη­ση σὲ δύ­ο εὔ­λο­γα ἐ­ρω­τή­μα­τα:

        α) Για­τί ἡ για­γιὰ μέ­νει στὸ δά­σος καὶ δὲν εἶ­ναι ἐγ­κα­τε­στη­μέ­νη στὸ σπί­τι μα­ζὶ μὲ τὴν κό­ρη καὶ τὴν ἐγ­γό­να της;

        β) Για­τί ἡ Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα, μὲ τὴν ἀ­πο­στο­λή της στὸ δά­σος, ἐ­κτί­θε­ται στὸν προ­φα­νῆ κίν­δυ­νο νὰ φα­γω­θῇ ἀ­πὸ τὸν λύ­κο;

        Ἡ ἀ­πάν­τη­ση καὶ στὰ δύ­ο ἐ­ρω­τή­μα­τα ἀ­να­δει­κνύ­ει τὶς τε­ρά­στι­ες ἕ­ως ἐγ­κλη­μα­τι­κὲς εὐ­θύ­νες τῆς μη­τέ­ρας καὶ ἐμ­βάλ­λει σὲ ὑ­πο­ψί­ες γιὰ ἐν­δε­χό­με­νο δό­λο, ἤ­τοι γιὰ πρό­θε­σή της νὰ ἀ­παλ­λα­γῇ ὄ­χι μό­νο ἀ­πὸ τὴν για­γιὰ ἀλ­λὰ καὶ ἀ­πὸ τὴν Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα.

        Ἡ ἄρ­νη­ση τῶν ἀ­να­κρι­τι­κῶν ἀρ­χῶν νὰ θέ­σουν — πό­σῳ μᾶλ­λον νὰ ἀ­παν­τή­σουν — τὰ ἀ­μεί­λι­κτα ἐ­ρω­τή­μα­τα προ­ϊ­δε­ά­ζει γιὰ μιὰ ἐ­πι­χεί­ρη­ση συγ­κά­λυ­ψης τῆς ἀ­λή­θειας ἐκ μέ­ρους τους, κά­τι πού, εἰ­ρή­σθω ἐν πα­ρό­δῳ, δὲν συμ­βαί­νει γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Νω­πὴ εἶ­ναι ἡ ἀ­πό­φα­ση γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση Κον­το­ρε­βι­θού­λη, ὅ­που κα­τα­βλή­θη­κε προ­σπά­θεια  — καὶ τε­λι­κῶς ἐ­πι­τεύ­χθη­κε — νὰ ἀ­πο­σι­ω­πη­θῇ ἐν­τε­λῶς ὁ ἐγ­κλη­μα­τι­κὸς ρό­λος τῶν γο­νέ­ων στὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη τῶν παι­δι­ῶν τους στὸ δά­σος.

        Τὰ πα­ρα­μύ­θια πε­ρὶ τε­λι­κῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ Κον­το­ρε­βι­θού­λη καὶ τῶν ἀ­δελ­φῶν του ἢ πε­ρὶ συρ­ρα­φῆς τῆς γε­μά­της μὲ πέ­τρες κοι­λιᾶς τοῦ λύ­κου (!) καὶ συ­να­κό­λου­θης κα­τα­βα­ρά­θρω­σής του δὲν πεί­θουν κα­νέ­να, καὶ ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει δὲν εἶ­ναι ἱ­κα­νὰ ἀ­πὸ μό­να τους νὰ ἀ­θω­ώ­σουν τοὺς βα­σι­κοὺς ὑ­πεύ­θυ­νους αὐ­τῆς τῆς συγ­κε­κα­λυμ­μέ­νης ἀν­θρω­πο­κτο­νί­ας.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Χρῖ­στος Δάλ­κος (Τρό­παι­α Ἀρ­κα­δί­ας, 1951). Σπού­δα­σε στὴ Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ Ἀ­θη­νῶν καὶ ἐρ­γά­στη­κε ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μέ­ση Δη­μό­σια Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε: Μι­κρὲς βι­ο­μη­χα­νι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀ­θή­να, 1987), Τὰ ἰ­δε­ο­λο­γή­μα­τα τῆς νέ­ας γλωσ­σο­λο­γί­ας (Δί­αυ­λος, 1995), Νευ­ρό­σπα­στο τη­λε­χει­ρι­στη­ρί­ου (Ποι­ή­μα­τα, Πλα­νό­διον, 2007) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­α του βι­βλία τὸ πεζό Με­λαν­θώ (Μελάνι, 2016) καὶ τὸ δο­κί­μιο Γλωσ­σικὴ δι­δα­σκα­λία: μή­πως ἦρ­θε και­ρὸς νὰ δι­ορ­θώ­σου­με τὰ λάθη μας; (Παρα­σκή­νιο/Δί­θυ­ρον, 2019).


Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς: Τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας



Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς

 

Τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας


Waiting for Godot

ΙΧΕ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΕΙ. Θὰ μὲ ἐ­κτε­λοῦ­σαν. Ὄ­χι ὅ­τι μὲ ἔ­νοια­ζε ἰ­δι­αί­τε­ρα, ἀλ­λὰ ὅ­πως καὶ νὰ τὸ κά­νεις ἕ­νας θά­να­τος εἶ­ναι θά­να­τος καὶ εἰ­δι­κὰ ὅ­ταν εἶ­ναι βί­αι­ος.

       Ἦρ­θε στὸ κε­λί μου ὁ φρου­ρὸς καὶ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι ἦ­ταν ἡ ὥ­ρα νὰ πᾶ­με.

       Τὸ κα­τά­λα­βε καὶ ὁ ἴ­διος ὅ­τι δὲν ὑ­πῆρ­χε λό­γος νὰ μὲ ἁ­λυ­σο­δέ­σει. Δὲν εἶ­χα κα­μί­α ὄ­ρε­ξη νὰ φύ­γω.

       Ἄ­νοι­ξε τὴ με­ταλ­λι­κὴ πόρ­τα καὶ βγή­κα­με στὸ μα­κρο­σκε­λὴ δι­ά­δρο­μο. Περ­πά­τη­σα ἀρ­κε­τὰ μέ­τρα δί­πλα του, σι­ω­πη­ρὸς καὶ βα­ρι­ε­στη­μέ­νος.

       Μπή­κα­με στὸ δω­μά­τιο. Πέν­τε ἄν­τρες ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νοι σὲ μιὰ γω­νιὰ συ­ζη­τών­τας ψι­θυ­ρι­στά.

       Εἶ­χαν τό­σο κοι­νὰ πρό­σω­πα ποὺ τοὺς ξέ­χνα­γες τὸ ἑ­πό­με­νο λε­πτὸ ποὺ τοὺς ἔ­βλε­πες.

       Ὅ­ταν μᾶς ἀν­τι­λή­φθη­καν, στα­μά­τη­σαν καὶ ἕ­νας τους ἦρ­θε πρὸς τὸ μέ­ρος μας. Ἦ­ταν ἐ­ξί­σου βα­ρι­ε­στη­μέ­νος μὲ ἐ­μέ­να. Τὸ ἔ­βλε­πα στὸ πρό­σω­πό του καὶ στὰ ὑ­πο­το­νι­κὰ λό­για μὲ τὰ ὁ­ποῖ­α μοῦ μί­λη­σε.

       «Ἄν­τε ἔ­λα, νὰ τε­λει­ώ­νου­με. Ἐ­κεῖ εἶ­ναι ἡ ἠ­λε­κτρι­κὴ κα­ρέ­κλα. Κα­λὸ εἶ­ναι νὰ σὲ δέ­σου­με, για­τὶ ὁ προ­η­γού­με­νος, ποὺ ἐ­πέ­με­νε τὸ ἀν­τί­θε­το, πε­τά­χτη­κε μι­σο­πε­θα­μέ­νος ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του κι ἀ­ναγ­κα­στή­κα­με νὰ δι­α­κό­ψου­με καὶ νὰ τὸν ξα­να­κα­θί­σου­με, ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος οὔρ­λια­ζε ἀ­πὸ τὸν πό­νο. Ἦ­ταν πο­λὺ ἐ­πώ­δυ­νο γιὰ ὅ­λους. Χώ­ρια ὅ­τι κα­τα­λέ­ρω­σε τὸν τό­πο μὲ κα­μέ­νες σάρ­κες καὶ αἵ­μα­τα.»

       Δὲν εἶ­χα ὄ­ρε­ξη νὰ τοῦ ἀ­παν­τή­σω, οὔ­τε ποὺ μὲ συγ­κί­νη­σε ἡ φρι­κι­α­στι­κὴ πε­ρι­γρα­φή του. Μὰ δὲν ξέ­ρω πῶς μοῦ ἦρ­θε.

       «Θὰ ἤ­θε­λα μιὰ χά­ρη κύ­ρι­ε ἐ­κτε­λε­στή.»

       «Ὢχ αὐ­τοὶ οἱ κα­τά­δι­κοι μὲ τὶς χά­ρες τους. Ὅ­λο μπε­λά­δες μᾶς δη­μι­ουρ­γοῦν», σκέ­φτη­κε.

       Εἶ­δα τὶς σκέ­ψεις του στὸ πρό­σω­πό του, ποὺ σφί­χτη­κε ἀ­συ­ναί­σθη­τα, μὰ δὲν εἶ­πα κου­βέν­τα. Ἄλ­λω­στε δὲν ὑ­πῆρ­χε λό­γος.

       «Θὰ ἤ­θε­λα νὰ ἀ­να­βά­λου­με τὴν ἐ­κτέ­λε­ση γιὰ μιὰ ἄλ­λη φο­ρά. Ἴ­σως σὲ λί­γες μέ­ρες. Βα­ρι­έ­μαι ἀ­φό­ρη­τα σή­με­ρα.»

       Ἔ­κα­νε ἕ­ναν μορ­φα­σμὸ ἀ­πο­γο­ή­τευ­σης.

       «Δὲν ἔ­χει νό­η­μα. Κα­λύ­τε­ρα νὰ τε­λει­ώ­νου­με. Τὸ ξέ­ρεις ὅ­τι εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο καὶ γιὰ ­σέ­να. Ἂν θε­λή­σεις κά­τι, ἂς ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ ἐ­πί­μο­να ἀρ­νεῖ­σαι τό­σο και­ρό. Νὰ ζη­τή­σεις χά­ρη καὶ δι­α­γρα­φὴ τῆς ποι­νῆς σου ἀ­πὸ τοὺς ἀ­νω­τέ­ρους. Μπο­ρεῖ καὶ νὰ στὴ δώ­σουν. Ἔ­χει συμ­βεῖ σὲ ἀ­νά­λο­γες πε­ρι­πτώ­σεις.»

       «Δὲ θέ­λω χά­ρη καὶ τὸ ξέ­ρε­τε. Μό­νο λί­γο χρό­νο θὰ χρεια­στῶ.»

       «Τί νὰ τὸν κά­νεις τὸν χρό­νο; Ξέ­ρεις ὅ­τι τί­πο­τα δὲ θὰ συμ­βεῖ καὶ θὰ μεί­νεις κλει­σμέ­νος ὅ­λη τὴν ὥ­ρα στὸ κε­λί σου μό­νος.»

       «Δὲν εἶ­μαι χα­ζός, τὸ κα­τα­λα­βαί­νω. Μπο­ρεῖ νὰ μὲ κα­τη­γο­ρή­σε­τε γιὰ ὁ­τι­δή­πο­τε καὶ νὰ ἔ­χε­τε καὶ δί­κιο, ἀλ­λὰ χα­ζὸς δὲν εἶ­μαι.»

       «Δὲν κα­τα­λα­βαί­νω για­τί δὲν ζη­τᾶς χά­ρη. Τό­σα χρό­νια καὶ πρώ­τη φο­ρὰ συμ­βαί­νει αὐ­τό. Μά­λι­στα τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ μοῦ εἶ­πε ὅ­τι μπο­ρεῖ καὶ νὰ στὴ δώ­σει. Ἀρ­κεῖ νὰ τὴ ζη­τή­σεις. Εἶ­ναι πα­ρά­βα­ση κα­θή­κον­τος ποὺ στὸ λέω, ἀλ­λὰ δὲν ἀν­τέ­χω νὰ βλέ­πω αὐ­τὸν τὸν πα­ρα­λο­γι­σμό, πα­ρό­λο ποὺ δὲ μοῦ πέ­φτει λό­γος.»

       «Δὲ θέ­λω χά­ρη, στὸ λέ­ω γιὰ πολ­λο­στὴ φο­ρά. Θέ­λω νὰ πε­θά­νω ὅ­πως ὅ­λοι. Μό­νο νὰ ἀ­να­βλη­θεῖ ἡ ἐ­κτέ­λε­ση ἐ­πι­θυ­μῶ. Του­λά­χι­στον νὰ μὴ γί­νει σή­με­ρα.»

       Δί­στα­σε. «Πε­ρι­μέ­νεις καὶ ­σὺ νά ’ρ­θει. Τὸ βλέ­πω στὰ μά­τια σου. Πε­ρι­μέ­νεις. Εἶ­ναι ἀ­νο­η­σί­α. Πο­τὲ δὲν ἔ­χει συμ­βεῖ μέ­χρι τώ­ρα καὶ εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι δὲ θὰ γί­νει πο­τέ. Καὶ ὅ­λοι αὐ­τοὶ ποὺ κά­πο­τε, λέ­νε, ὅ­τι τὸ βί­ω­σαν, ἦ­ταν μι­σό­τρε­λοι ἢ τό­σο στε­ρη­μέ­νοι ποὺ δὲν ἔ­βλε­παν τὴν τύ­φλα τους. Ἄ­σε ποὺ δὲν ὑ­πάρ­χει πιὰ κα­νέ­νας τους νὰ μᾶς τὸ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­σει.

       »Κά­ποι­οι ἄλ­λοι μά­λι­στα εἶ­παν, ὅ­τι μό­λις τὸ ἔ­νοι­ω­σαν, ἔ­πα­ψε νὰ τοὺς συγ­κι­νεῖ καὶ ἦ­ταν ἁ­πλῶς μιὰ τε­τριμ­μέ­νη ἀ­λή­θεια ἢ μιὰ ἀ­νού­σια συ­νή­θεια.

       »Στα­μά­τα λοι­πὸν τὶς χα­ζο­μά­ρες, ἐ­πί­στρε­ψε στὴ ζω­ή, καὶ ζή­τη­σε ἀ­πὸ τοὺς ἰ­θύ­νον­τες χά­ρη. Θὰ στὴ δώ­σουν σί­γου­ρα καὶ θὰ γλι­τώ­σου­με καὶ ἐ­μεῖς τὸν κό­πο.»

       Τὸν κοί­τα­ξα ἀ­δι­ά­φο­ρα. Ἂν μπο­ροῦ­σα νὰ ἐ­κτε­λε­στῶ μό­νος μου καὶ τὸν γλύ­τω­να ἀ­πὸ τὴ δι­α­δι­κα­σί­α εἶ­μαι σί­γου­ρος ὅ­τι δὲν θὰ τὸν ἔ­νοια­ζε κα­θό­λου.

       «Σοῦ ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω ὅ­τι δὲν εἶ­μαι χα­ζός. Δὲν πε­ρι­μέ­νω τί­πο­τα. Ἁ­πλῶς ὅ­λα πρέ­πει νὰ γί­νουν ὅ­πως πρέ­πει. Ἡ ἐ­κτέ­λε­ση πρέ­πει νὰ ἀ­να­βλη­θεῖ. Ἄν μοῦ τὸ ἀρ­νη­θεῖς θὰ τὸ ζη­τή­σω ἀ­πὸ τοὺς ἀ­νω­τέ­ρους σου καὶ σί­γου­ρα θὰ δε­χθοῦν.»

       «Ἔμ­πλε­ξα μὲ μουρ­λό», σκέ­φτη­κε.

       Μοῦ γύ­ρι­σε τὴν πλά­τη καὶ κα­τευ­θύν­θη­κε στοὺς ἄλ­λους στὴν ἄ­κρη τοῦ δω­μα­τί­ου. Ξα­νάρ­χι­σαν πά­λι νὰ ψι­θυ­ρί­ζουν.

       Με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ἐ­πέ­στρε­ψε φα­νε­ρὰ μπου­χτι­σμέ­νος.

       «Ἄν­τε, πή­γαι­νε στὸ κε­λί σου. Δὲν ἔ­χει ἐ­κτέ­λε­ση σή­με­ρα. Αὔ­ριο πά­λι.»

       Ὁ φρου­ρὸς μὲ χτύ­πη­σε φι­λι­κὰ στὴν πλά­τη καὶ ξε­κι­νή­σα­με γιὰ τὸ κε­λί.

       Τώ­ρα εἶ­μαι μό­νος καὶ πά­λι. Τὸ ξέ­ρω ὅ­τι θέ­λε­τε νὰ ζη­τή­σω αὐ­τὴν τὴν ἀ­να­θε­μα­τι­σμέ­νη χά­ρη, ἀλ­λὰ δὲ θὰ σᾶς κά­νω τὸ χα­τί­ρι. Μά­λι­στα αὔ­ριο θὰ πά­ρω καὶ ἕ­ναν ἀ­πὸ ­σᾶς μα­ζί μου στὴν ἐ­κτέ­λε­ση γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει. Πρέ­πει νὰ ξέ­ρει, για­τὶ καὶ ­σεῖς ἐ­κεῖ κά­πο­τε θὰ κα­τα­λή­ξε­τε.

       Μπο­ρεῖ νὰ μὴ σᾶς ἐ­κτε­λέ­σουν, ἀλ­λὰ σί­γου­ρα θὰ πε­θά­νε­τε. Ὅ­σο γιὰ ἐ­κεῖ­νο ποὺ ὅ­λοι πε­ρι­μέ­νε­τε, σᾶς πλη­ρο­φο­ρῶ ὅ­τι δὲν ὑ­πάρ­χει. Ἴ­σως ἦ­ταν μιὰ φάρ­σα, καὶ ἐ­γὼ δὲν μπο­ρῶ νὰ σᾶς τὸ πῶ μὲ βε­βαι­ό­τη­τα. Ἄλ­λω­στε ἔ­χει δι­α­φο­ρε­τι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νο γιὰ τὸν κα­θέ­να σας. Ἐ­γὼ πο­τὲ δὲν τὸ πί­στε­ψα, ἀλ­λὰ ἂν νοι­ώ­θε­τε κα­λύ­τε­ρα ἂς τὸ πε­ρι­μέ­νε­τε νά ’ρ­θει. Ἡ αὐ­τα­πά­τη…

       Σή­με­ρα εἶ­μαι πο­λὺ χα­ρού­με­νος. Ἐ­πι­τέ­λους θὰ πά­ρω μα­ζί μου ἕ­ναν ἀ­πὸ ­σᾶς γιὰ νὰ πα­ρα­κο­λου­θή­σει. Καὶ τὸ πα­ρά­ξε­νο εἶ­ναι ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν πολ­λοὶ ἐ­θε­λον­τές. Εἶ­ναι καὶ αὐ­τὸ ἕ­να εἶ­δος δι­καί­ω­σης. Μή, ὄ­χι, μὴ μοῦ κρυ­φο­γε­λᾶ­τε. Μὴ μοῦ λέ­τε ὅ­τι αὐ­τὸ ἔ­χει σχέ­ση μὲ αὐ­τὸ ποὺ ἐ­γὼ πε­ρι­μέ­νω νά ’ρ­θει. Δὲν ἀν­τέ­χω αὐ­τὴ τὴν εἰ­ρω­νεί­α.

       Θὰ σᾶς πῶ τί θὰ γί­νει στὸ μέλ­λον κι ἀ­μέ­σως θὰ στα­μα­τή­σε­τε.

       Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὸ θὰ ἀρ­χί­σουν οἱ ὁ­μα­δι­κὲς ἐ­κτε­λέ­σεις ποὺ πάν­τα φο­βό­σα­στε. Μὴν ἀ­να­τρι­χι­ά­ζε­τε, οὔ­τε νὰ λυ­πᾶ­στε. Ἂν συ­νει­δη­το­ποι­ή­σε­τε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο —ξέ­ρε­τε ποι­ό, μὴ κά­νε­τε τοὺς ἀ­νή­ξε­ρους— ποτὲ δὲ θὰ φα­νεῖ, δὲ θὰ σᾶς νοιά­ζει ὅ­πως καὶ ἐ­μέ­να. Μπο­ρεῖ τό­τε νὰ βα­ρι­έ­στε, ἀλ­λὰ αὐ­τὸ εἶ­ναι τὸ τί­μη­μα τῆς ἀ­λή­θειας.



Πηγή: Μυθολογήματα καὶ ἔντεκα πλὴν ἕνα μικρὰ πεζά.

Γρη­γό­ρης Τε­χλε­με­τζῆς (Ἀ­θή­να,1968). Σπού­δα­σε θε­τι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες. Δι­η­γή­μα­τα, δο­κί­μια καὶ σχό­λιά του σὲ ἔρ­γα συ­να­δέλ­φων του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πολ­λὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του μὲ τί­τλο Ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νο στὴν Ἔ­λε­να, κυ­κλο­φό­ρη­σε ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Ἠ­ρι­δα­νὸς (2007). Ἀ­πὸ τὸ 2011 δι­ευ­θύ­νει τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ «Ὁ Σί­συ­φος». Ἔ­χει βρα­βευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κοὺς δι­α­γω­νι­σμούς.

Δι­α­τη­ρεῖ τὸ blog: www.tehlemetzis.blogspot.com.



		

	

Ἄν­τρος Λυ­ρί­τσας: Κατάθλιψη



Ἄν­τρος Λυ­ρί­τσας


Κα­τά­θλι­ψη


ΚΕΙΝΟ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΣΚΥΛΙ ποὺ μ’ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε πάν­τα σὰν τυ­φλὸ καὶ μοῦ ‘­δει­χνε τὰ δόν­τια του ὅ­ταν κον­το­στε­κό­μουν νὰ τοῦ ρί­ξω μιὰ κλω­τσιά, τὸ ἡ­μέ­ρε­ψα, τοῦ πέ­ρα­σα λου­ρὶ καὶ τώ­ρα τὸ ἀ­κο­λου­θῶ ἐ­γὼ σὰν τυ­φλός, κα­θὼς ὀ­σμί­ζε­ται τὶς κα­ται­γί­δες καὶ μοῦ ἀ­νοί­γει τὸν δρό­μο. Στὸν πε­ρί­πα­το, τρί­βε­ται πά­νω στὶς γάμ­πες τῶν γυ­ναι­κὼν ἢ τοὺς γλύ­φει τὸ πρό­σω­πο καὶ κεῖ­νες μὲ κοι­τά­ζουν βα­θιὰ μέ­σα στὰ μά­τια καὶ μὲ ρω­τᾶ­νε πὼς τὸ λέ­νε, μὰ τὸ βά­ζουν στὰ πό­δια ὅ­ταν τοὺς λέ­ω: «Πλού­τω­να». Τὰ παι­δά­κια συ­χνά τοῦ χα­ϊ­δεύ­ουν τὴ μου­σού­δα μὰ κεῖ­νο τὰ κοι­τά­ζει πε­ρί­λυ­πο. Ἀ­λυ­κτᾶ­ κά­θε ποὺ δὲν ἔ­χει φεγ­γά­ρι καὶ τὸ κλά­μα του μοιά­ζει μὲ νύ­κτα ποὺ ἔ­χα­σε τὰ ἀ­στέ­ρια της. Ξέ­ρει πὼς σύν­το­μα θὰ πε­θά­νω καὶ μὲ πα­ρη­γο­ρεῖ κου­νών­τας τὴν οὐ­ρά του. «Δὲν βα­ρι­έ­σαι», μοῦ κά­νει, «ἕ­να ψέ­μα εἶ­ναι ἡ ζω­ή,  αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ μό­νη ἀ­λή­θεια». Κι ἐ­γὼ ποὺ βα­ρι­έ­μαι τὶς ἀμ­πε­λο­φι­λο­σο­φί­ες του τὸ δαγ­κώ­νω βα­θιά, κι αὐ­τό, νι­ώ­θον­τας τὴ θλί­ψη μου, κά­νει πή­δους ὡς τὸ τα­βά­νι καὶ μοῦ χα­μο­γε­λᾶ. Σὰν εἴ­μα­στε κι οἱ δυ­ὸ στὰ κέ­φια, τοῦ ρί­χνω τὴ σε­λή­νη δε­μέ­νη μὲ  κορ­δέ­λα κι αὐ­τὸ τὴ φέρ­νει καὶ τὴν ἀ­πο­θέ­τει στὰ πό­δια μου μπρο­στά. Ὅ­ταν κου­ρα­στοῦ­με ἀ­π’ τὸ παι­γνί­δι ἔρ­χε­ται καὶ ξα­πλώ­νει στὸ στέρ­νο μου γιὰ νὰ μὲ προ­φυ­λά­ξει ἀ­πὸ τὰ ὄ­νει­ρα. Ὁ κα­θέ­νας ἀ­πὸ τοὺς δυ­ό μας κρυ­φὰ πα­ρα­κα­λεῖ νὰ πε­θά­νου­με μα­ζὶ για­τὶ κα­νέ­νας ἂπ΄τοὺς δυ­ό μας δὲν θὰ μπο­ρέ­σει νὰ ἀν­τέ­ξει τὸν χα­μὸ τοῦ ἄλ­λου. Μὰ κα­τὰ βά­θος γνω­ρί­ζου­με πὼς θὰ πε­θά­νου­με τὴν ἴ­δια στιγ­μή, ἐ­γὼ μὲ ἕ­να γρύλ­λι­σμα ἀ­πὸ βε­λοῦ­δο στὰ χεί­λη κι ἐ­κεῖ­νο μὲ ἕ­να τρα­γού­δι ποὺ θὰ μι­λᾶ γιὰ πα­ρα­δεί­σια που­λιὰ ποὺ τό­ ‘σκα­σαν γιὰ  τὴν κό­λα­ση…



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀν­τρος Λυ­ρί­τσας (Κύ­προς, Τεμ­βριά, 1955), Σπού­δα­σε νο­μι­κὰ στὸ πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν. Ἐρ­γά­στη­κε σὰν δη­μο­σι­ο­γρά­φος στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα τὰ ΝΕΑ καὶ στὸ Γρα­φεῖ­ο Τύ­που καὶ Πλη­ρο­φο­ρι­ῶν τῆς  Κυ­πρια­κῆς Δη­μο­κρα­τί­ας. Δι­ε­τέ­λε­σε γιὰ μί­α πεν­τα­ε­τί­α Σύμ­βου­λος Τύ­που στὴν Κυ­πρια­κὴ Πρε­σβεί­α στὴν Ἀ­θή­να. Ἔ­χει ἐκ­δό­σει δύ­ο ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ τὴν συλ­λο­γὴ μὲ δο­κί­μια Δο­κί­μια καὶ ἀ­δό­κη­τα. Δη­μο­σι­εύ­ει κα­τὰ και­ροὺς ἄρ­θρα στὸν κυ­πρια­κὸ τύ­πο καὶ σὲ πο­λι­τι­στι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.



		

	

Ἀλεξάνδρα Μυλωνᾶ: (Φανταστικὲς ἱστορίες) “Τὸ φλαμίγκο”


Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ


(Φαν­τα­στι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες)

Τὸ «φλα­μίγ­κο»

 

ΥΣΟΥΣΕ ἕ­να μι­­κρὸ ἀ­ε­ρά­κι ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα τοῦ με­ση­με­ριοῦ καὶ τὸ ρὸζ «φλα­μίγ­κο» ὅ­λο καὶ ξε­μά­κραι­νε. Κα­νεὶς δὲν νοι­α­ζό­ταν ὅ­μως. Μο­χί­το καὶ μπί­ρες, μου­σι­κὴ δυ­να­τὴ ἀ­πὸ τὰ ἠ­χεῖ­α, γέ­λια καὶ φω­νές, ἡ ζω­ὴ στὴν πα­ρα­λί­α συ­νε­χι­ζό­ταν στὸν ξέ­φρε­νο ρυθ­μὸ τοῦ κα­λο­και­ριοῦ φο­ρών­τας μαῦ­ρα γυα­λιὰ ἡ­λί­ου. Ποι­ός θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δεῖ πραγ­μα­τι­κά τὸ φου­σκω­τὸ παι­χνί­δι νὰ ξα­νοί­γε­ται στὴ θά­λασ­σα κι ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο, νὰ κά­νει κά­τι γιὰ νὰ ἀ­να­κό­ψει τὴν πο­ρεί­α του;

        Ἡ μι­κρὴ Ἀ­λί­α ὅ­μως ἤ­ξε­ρε πὼς εἶ­χε γλι­τώ­σει τὸ «φλα­μίγ­κο» ἀ­πὸ τὸν θό­ρυ­βο τοῦ beach bar καὶ τὴν ἐ­νο­χλη­τι­κὴ βρεγ­μέ­νη ἄμ­μο ποὺ κολ­λοῦ­σε στὴν κοι­λιά. Κι ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο, πὼς εἶ­χε κα­τα­φέ­ρει κου­λου­ρι­α­σμέ­νη στὸν λαι­μό του νὰ ξε­κι­νή­σει μα­ζί του τὸ με­γά­λο τα­ξί­δι πα­ρὰ τὸν φό­βο ποὺ εἶ­χε πὼς οἱ τω­ρι­νοὶ σύμ­μα­χοί τους, ὁ ἀ­έ­ρας, ὁ ἥ­λιος καὶ τὸ θα­λασ­σι­νὸ νε­ρὸ ἀρ­γὰ ἢ γρή­γο­ρα θὰ γί­νον­ταν θα­νά­σι­μοι ἐ­χθροί. Τὸ μό­νο ποὺ ἤ­θε­λε ἦ­ταν νὰ συ­νε­χι­στεῖ αὐ­τὸ τὸ ἡ­δο­νι­κὸ λί­κνι­σμα στὸ κύ­μα μέ­χρι τέ­λους· μέ­χρι νὰ φτά­σουν στὸν ὁ­ρί­ζον­τα…

        «Κα­λέ, μή­πως εἴ­δα­τε που­θε­νά τὸ παι­δί;», ρώ­τη­σε κά­ποι­α στιγ­μὴ κά­ποι­ος ἀ­πὸ τὴν πα­ρέ­α πα­ρα­πα­τών­τας.

        (Γιὰ τὸ «φλα­μίγ­κο» κα­μιὰ ἐ­ρώ­τη­ση – ποι­ὸς με­γά­λος νοι­ά­ζε­ται γιὰ ἕ­να παι­χνί­δι;)



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Ἀ­λε­ξάν­δρα Μυ­λω­νᾶ (Θεσ­σα­λο­νί­κη). Σπού­δα­σε φι­λο­σο­φί­α καὶ θέ­α­τρο (ΜΑ Θε­α­τρο­λο­γί­ας ΑΠΘ,  Φι­λο­σο­φι­κὴ Σχο­λὴ ΑΠΘ, Ἀ­νώ­τε­ρη Σχο­λὴ Δρα­μα­τι­κῆς Τέ­χνης ΚΘΒΕ). Μέ­λος τῆς Ἐ­ται­ρί­ας Λο­γο­τε­χνῶν Θεσ­σα­λο­νί­κης, τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Ἑλ­λή­νων Σκη­νο­θε­τῶν, τοῦ Σω­μα­τεί­ου Ἑλ­λή­νων Ἠ­θο­ποι­ῶν. Ἰ­δρυ­τι­κὸ μέ­λος Ἄ­χθος-Artis3, συ­νερ­γά­τις φο­ρέ­ων πο­λι­τι­σμοῦ (ΕΡΤ, ΚΘΒΕ). Ἐργάζεται ὡς φι­λό­λο­γος (Πει­ρα­μα­τι­κὸ Σχο­λεῖ­ο ΑΠΘ, Καλ­λι­τε­χνι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Θεσ­σα­λο­νί­κης). Ἐ­ρευ­νη­τι­κὸ ἔρ­γο: Ἡ χάρ­τι­νη Ἀν­τι­γό­νη – ἀ­πὸ τὸ ἀρ­χαῖ­ο θέ­α­τρο στὰ κα­ρὲ τῆς εἰ­κο­να­φή­γη­σης (Γρά­φη­μα 2013). Γρά­φει πε­ζο­γρα­φί­α καὶ θέ­α­τρο. Τελευταῖο της βιβλίο Ντε­λι­κὰλτ – Ἐ­γὼ καὶ με­ρι­κὲς φί­λες μου, ν. 2 (Γρά­φη­μα 2020),

(http://alexandramylonaaroni.blogspot.com/ )

Ἡρὼ Νικοπούλου: Πρόβα


Ἡρὼ Νι­κο­πού­λου


Πρό­βα

 

ΑΤΑΛΑΒΑ, εἶ­πε τὸ παι­δὶ ξε­καρ­δι­σμέ­νο στὰ γέ­λια καὶ ση­κώ­θη­κε μὲ δύ­να­μη ἀ­π’ τὸν μι­κρό του νε­ρό­λακ­κο τινάζοντας ὅπως μποροῦσε ἀπό πάνω του τὴν ὑγρὴ ἄμμο. Πλη­σί­α­ζε με­ση­μέ­ρι κι ὁ ἥ­λιος ἔ­και­γε ἀ­νε­λέ­η­τα.

          Πῆ­ρε τὸ πλα­στι­κὸ κόκ­κι­νο φτυ­α­ρά­κι του κι ἄρ­χι­σε νὰ θά­βει ἀρ­γά, με­θο­δι­κὰ τὸν πα­τέ­ρα του στὴν ἄμ­μο.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Νι­κο­πού­λου, Ἡ­ρώ. (Ἀ­θή­να, 1958). Σπού­δα­σε ζω­γρα­φι­κὴ καὶ σκη­νο­γρα­φί­α στὴν Ἀ­νω­τά­τη Σχο­λὴ Κα­λῶν Τε­χνῶν. Ἔ­χει κά­νει πολ­λὲς ἀ­το­μι­κὲς καὶ ὁ­μα­δι­κὲς ἐκ­θέ­σεις στὴν Ἑλ­λά­δα καὶ τὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει πέντε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές, ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα καὶ τέσσερις συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των. Τε­λευ­ταῖ­ο της βι­βλί­ο: Ἡρώ Νικολοπούλου καὶ ἄλλες συνταχνιακές ἱστορίες (διη­γήματα, Γα­βρι­η­λί­δης, 2020). Συν­δι­ευ­θύ­νει μὲ τὸν Γιά­ννη Πα­τί­λη τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα γιὰ τὸ μι­κρὸ δι­ή­γη­μα Πλα­νό­διον-Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ ἐ­πι­με­λή­θη­κε μα­ζί του τὶς ἀν­θο­λο­γί­ες μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’14Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’15 καὶ Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’16 (Γα­βρι­η­λί­δης). Ποι­ή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα καὶ ἄρ­θρα της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­θεῖ σὲ λογοτεχνικὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ καὶ στὸν ἡ­με­ρή­σιο τύ­πο καὶ ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἀγ­γλι­κά, γαλλικά, ιταλικά, ρω­σι­κά, ἱσπανικά, βουλγαρικά, τουρ­κι­κὰ καὶ σέρ­βι­κα.

Στά Ἰσπανικὰ κυκλοφορεῖ ἡ ἀνθολογία ποιημάτων της μέ τὸν τίτλο Aceptiones de la Miranda σὲ μετάφραση Jose Antonio Moreno Jurado (2019, El Arbol de la Luz, Sevilla). Εἶ­ναι μέ­λος τοῦ Εἰ­κα­στι­κοῦ Ἐ­πι­με­λη­τη­ρί­ου Ἑλ­λά­δας, τῆς Ἑ­ται­ρεί­ας Συγ­γρα­φέ­ων καὶ τοῦ Κύ­κλου Ποι­η­τῶν. Δι­α­τη­ρεῖ τὴν ἱ­στο­σε­λί­δα:

www.ironikopoulou.gr



		

	

Πι­ὲρ Μπεν­τε­κούρ (Pierre Bettencourt): Πυγολαμπίδες

Πι­ὲρ Μπεν­τε­κούρ (Pierre Bettencourt)


Πυγολαμπίδες


ΙΑ ΦΩΤΙΣΜΟ χρη­σι­μο­ποι­ῶ μό­νο πυ­γο­λαμ­πί­δες. Ἔ­χω εἰ­δι­κευ­μέ­νους ὑ­πη­ρέ­τες ποὺ τὶς μα­ζεύ­ουν, μό­λις νυ­χτώ­σει, καὶ στρῶ­νουν μ’ αὐ­τὲς τοὺς τοί­χους τοῦ σπι­τιοῦ μου.

            Φῶς ἁ­πα­λό, ἐ­λα­φρὰ πρα­σι­νω­πό, λί­γο τρε­μου­λια­στό, ποὺ μπο­ρῶ στὴ λάμ­ψη του νὰ ξα­να­δι­α­βά­σω —μαν­τεύ­ον­τάς τα— τὰ ἀ­γα­πη­μέ­να μου βι­βλί­α καὶ νὰ σφί­ξω στὴν ἀγ­κα­λιά μου αὐ­τὴ τὴ γυ­ναί­κα, ποὺ δὲν θὰ γί­νει δι­κή μου πο­τέ.



Πηγή: Τὰ πλοῖα βγῆκαν σεργιάνι, μτφ. Ἐ. Χ. Γονατᾶς (ἐκδ. Στιγμή, 2001).

Πι­ὲρ Μπεν­τε­κούρ (Pierre Bettencourt) (Νορμανδία, Γαλλία, Saint-Maurice d’Etelan, 1917 – Stigny, Γαλλία, 2006). Ποιητής, πεζογράφος, ζωγράφος καὶ ἐκδότης-τυπογράφος. Ἀπὸ τὸ 1963 ἐγκα­τα­στάθηκε στὸ Stigny (διαμέρισμα Yonne) τῆς Βουργουνδίας. Δημο­σίευσε πεζὰ ποιήματα, μικρὲς ἱστορίες, διηγήματα, μύθους καὶ ἀφηγήσεις φα­νταστικῶν ταξιδιῶν. Ἐπισκέφθηκε δύο φορὲς τὴν Ἑλλάδα, τὸ 1939 καὶ τὸ 1962, καὶ συνδέθηκε μὲ τὸν Ἐ. Χ. Γονατᾶ. Πέθανε στὶς 13 Ἀπριλίου τοῦ 2006, σὲ ηλικία 89 ἐτῶν, στὸ Stigny.

Μετάφραση ἀπὸ τὰ γαλλικά:

Ἐ. Χ. Γο­να­τᾶς (Ἀ­θή­να 1924-2006). Σπού­δα­σε Νο­μι­κά, ποι­η­τὴς καὶ δο­κι­μι­ο­γρά­φος τῆς πρώ­της με­τα­πο­λε­μι­κῆς γε­νιᾶς, δι­α­κρί­θη­κε κυ­ρί­ως ὡς «λο­γο­τέ­χνης τοῦ πα­ρά­δο­ξου». Πρώ­τη του ἐμ­φά­νι­ση στὰ γράμ­μα­τα μὲ τὸ ἀ­φή­γη­μα Ὁ τα­ξι­δι­ώ­της (1945), τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο του Τρεῖς δε­κά­ρες (ἀ­φη­γή­μα­τα, Στιγ­μή, 2006). Τὸ 1994 τι­μή­θη­κε μὲ τὸ Κρα­τι­κό Βρα­βεῖ­ο.

Εἰκόνα: Pierre Bettencourt (1917-2006) La Source de Dante, ἀκρυλικό, σχι­στό­λι­θος, 122 Χ 157 Χ 6,5 ἑκ.



		

	

Χαράλαμπος Κόκκινος: Ὁ κῆπος


Χα­ρά­λαμ­πος Κόκ­κι­νος


Ὁ κῆ­πος


ΟΥ ΕΙΧΑΝΕ ΜΙΛΗΣΕΙ γιὰ ἐ­κεί­νη τὴν πε­ρι­ο­χή. Γιὰ ἕ­ναν κῆ­πο δι­α­φο­ρε­τι­κό, μὲ πολ­λὰ μυ­στι­κά. Ἀ­φοῦ πε­ρι­πλα­νή­θη­κε ἀρ­κε­τά, ἑ­στί­α­σε τὸν βη­μα­τι­σμό του πρὸς τὸ μέ­ρος του. Ὁ κῆ­πος βρι­σκό­ταν σὲ ἕ­να ξέ­φω­το, μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸ κέν­τρο τοῦ χω­ριοῦ. Πέ­ρα­σε μπρο­στὰ ἀ­πὸ τὴν κεν­τρι­κή του εἴ­σο­δο. Στα­μά­τη­σε σὲ ἕ­να ἀ­δι­ά­φο­ρο, σχε­δὸν κρυ­φὸ καὶ ξε­χα­σμέ­νο, ση­μεῖ­ο, ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν κα­λύ­τε­ρα προ­φυ­λαγ­μέ­νος ἀ­πὸ τὰ ἀ­δι­ά­κρι­τα βλέμ­μα­τα, καὶ ἔ­στη­σε αὐ­τί. Ἔ­πε­σε πά­νω σε ἕ­ναν καυ­γά. Ὁ παν­σὲς φώ­να­ζε στὴ γαρ­δέ­νια ποὺ δὲν τοῦ ἔ­δι­νε κα­μί­α ση­μα­σί­α. Ἡ γα­ρυ­φαλ­λιὰ καὶ τὸ γε­ρά­νι μπῆ­καν στὴ μέ­ση. Ὁ κα­τι­φὲς χα­μο­γε­λοῦ­σε συ­νω­μο­τι­κὰ στὸν χρυ­σάν­θε­μο. Τὸν προ­σκά­λε­σε στὸ παρ­τέ­ρι του. Ἐ­κεῖ­νος, πῆ­ρε μα­ζί του τὸν κυ­κλά­μι­νο καὶ ἀ­πο­δέ­χτη­κε τὴν πρό­σκλη­ση. Ὁ ἡ­λί­αν­θος βρῆ­κε εὐ­και­ρί­α νὰ ἀ­να­κτή­σει τὴν πρω­το­κα­θε­δρί­α. Πῆ­ρε τὸ μέ­ρος τῶν ἀ­δυ­νά­των, προ­σπα­θών­τας δῆ­θεν νὰ βά­λει μιὰ τά­ξη. Ἡ ὥ­ρα περ­νοῦ­σε. Στά­θη­κε κα­λύ­τε­ρα για­τί ἀ­δη­μο­νοῦ­σε νὰ πιά­σει κι ἄλ­λες τέ­τοι­ες στιγ­μές. Ἐ­δῶ, εἶ­χαν πά­ψει νὰ ἔ­χουν ἰ­σχὺ οἱ ἐ­πο­χές. Ὅ­λα συ­νέ­βαι­ναν μὲ μιὰ συ­νέ­χεια ἀ­στα­μά­τη­τη. Ἡ βι­ο­λέ­τα κα­θό­ταν μό­νη της σκε­πτι­κὴ καὶ βλο­συ­ρή. Ἡ ἴ­ρι­δα ἔ­παι­ζε μὲ τὰ χρώ­μα­τα καὶ προ­κα­λοῦ­σε τὸ σκυ­λά­κι ρί­χνον­τας στὰ μά­τια του χώ­μα­τα. Ἡ καμ­πα­νού­λα ἦ­ταν στε­νο­χω­ρη­μέ­νη για­τί δὲν ἦ­ταν Κυ­ρια­κὴ ἐ­νῶ ἡ μαρ­γα­ρί­τα προ­σπα­θοῦ­σε νὰ τὴν πα­ρη­γο­ρή­σει. Ἡ πι­κρο­δάφ­νη μα­ζὶ μὲ τὸν με­νε­ξὲ ἄ­νοι­ξαν τὴν πόρ­τα καὶ τοῦ φώ­να­ξαν. Τοῦ πρό­σφε­ραν γλυ­κὸ τοῦ κου­τα­λιοῦ τρι­αν­τά­φυλ­λο καὶ ἕ­να πο­τή­ρι σπά­νιο ἀ­φέ­ψη­μα ἀ­πὸ μέν­τα, δυ­ό­σμο, ἀρ­μπα­ρό­ρι­ζα καὶ ἰ­βί­σκο γιὰ νὰ ξε­δι­ψά­σει. Ὁ καυ­γὰς εἶ­χε στα­μα­τή­σει καὶ ὁ χο­ρὸς ξε­κι­νοῦ­σε. Αἰ­σθα­νό­ταν ἀ­μή­χα­να ἀλ­λὰ μὲ ἕ­ναν πρω­τό­γνω­ρο τρό­πο ὑ­πέ­ρο­χα. Ἡ ὀρ­ταν­σί­α τοῦ ἔ­δω­σε τὸ χέ­ρι της. Χό­ρε­ψε μὲ τὴν ψυ­χή του. Εἶ­χε νυ­χτώ­σει καὶ τὰ λου­λού­δια εἶ­χαν κου­ρα­στεῖ. Κα­θὼς τὸν ἀ­πο­χαι­ρε­τοῦ­σαν ὁ μὴ μὲ λη­σμό­νει τοῦ ζή­τη­σε νὰ μὴν τοὺς προ­δώ­σει. Εἶ­χε βγεῖ ἀ­πὸ τὸ πα­ρα­μύ­θι. Τὸ ἄ­ρω­μα τῆς γι­α­σε­μὶ τὸν εἶ­χε με­θύ­σει καὶ νό­μι­σε ὅ­τι εἶ­δε τὸν νάρ­κισ­σο νὰ τοῦ χα­μο­γε­λά­ει.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Χα­ρά­λαμ­πος Κόκ­κι­νος (Πε­ρι­στέ­ρι, 1966). Σπού­δα­σε μη­χα­νι­κὸς στὸ ΕΜΠ, ὅ­που καὶ ἀ­να­γο­ρεύ­τη­κε δι­δά­κτο­ρας. Ἐρ­γά­στη­κε στὸν το­μέ­α τῆς Ἐκ­παί­δευ­σης Ἐ­νη­λί­κων, δι­δά­σκον­τας γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πὸ εἴ­κο­σι χρό­νια ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα εἶ­χε τὴν εὐ­θύ­νη σχε­δια­σμοῦ καὶ ὑ­λο­ποί­η­σης προ­γραμ­μά­των ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κῆς κα­τάρ­τι­σης. Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κά «Ρεύ­μα­τα», «Ὁ­δὸς Πα­νός», «Fractal», «Eyelands», «Ὁ Πο­λί­της», «Δευ­κα­λί­ων», «International Journal of Humanities», «Synesis», «Open Journal of Philosophy» κ.ἄ. Πρώ­τη συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των του Ἁ­πλὴ Με­τά­βα­ση (Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες, 2021). Ἐ­πί­σης, Ἡ τε­χνο­λο­γί­α συν­δρο­μη­τὴς τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ; (Πα­πα­ζή­ση, 2004) κ.ἄ.


Κατερίνα Αγυιώτη: Τὸ βραβεῖο


Κα­τε­ρί­να Ἀ­γυι­ώ­τη


Τὸ βρα­βεῖ­ο


ΤΟ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ἀ­πὸ τὴ δου­λειά, κά­θο­μαι σὲ μί­αν ἄ­κρη τῆς Τρα­φάλ­γκαρ Σκου­έ­αρ, τρώ­γον­τας τὸ με­ση­με­ρια­νὸ ποὺ ἔ­φε­ρα ἀ­πὸ τὸ σπί­τι. Σκέ­φτο­μαι τὶς δύ­σκο­λες ὑ­πο­θέ­σεις τῆς προ­σω­πι­κῆς μου ζω­ῆς. Κά­ποι­α στιγ­μὴ παίρ­νει τὸ μά­τι μου μιὰ ἐ­πί­ση­μη πομ­πὴ νὰ εἰ­σέρ­χε­ται μὲ συγ­χρο­νι­σμέ­νο βη­μα­τι­σμὸ στὴν πλα­τεί­α.

        Σί­γου­ρα πρό­κει­ται γιὰ κά­τι σο­βα­ρό, τὰ κο­στού­μια τους εἶ­ναι πο­λὺ ἐ­πί­ση­μα, τὸ ὕ­φος τους ἐ­πί­σης. Δι­α­σχί­ζουν τὴν πλα­τεί­α κα­τευ­θυ­νό­με­νοι πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Δη­λα­δὴ τί πρὸς τὸ μέ­ρος μου, κα­θὼς συ­νε­χί­ζουν νὰ προ­χω­ροῦν κα­τα­λα­βαί­νω ὅ­τι ἔρ­χον­ται εὐ­θεί­α κα­τα­πά­νω μου. Κο­κα­λώ­νω μὲ τὴν μπου­κιὰ στὸ στό­μα.

        Στα­μα­τοῦν ἀ­κρι­βῶς μπρο­στά μου. Γυ­ρί­ζουν ὁ ἕ­νας πρὸς τὸν ἄλ­λον καί, κλί­νον­τας τὰ κε­φά­λια τους, συ­νεν­νο­οῦν­ται μ’ ἕ­να μι­κρὸ σού­σου­ρο. Βγά­ζουν κά­τι ἀ­πὸ ἕ­να μι­κρὸ κου­τί. Εἶ­ναι ἕ­να χρυ­σὸ με­τάλ­λιο.

        Στρέφονται προς τα μένα, και μὲ βα­σι­λι­κὴ ἐ­πι­ση­μό­τη­τα στὰ εὐ­γε­νι­κά τους πρό­σω­πα, μὲ βρα­βεύ­ουν. Μοῦ περ­νοῦν στὸ λαι­μὸ τὸ με­τάλ­λιο. Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ συ­νει­δη­το­ποι­ῶ ὅ­τι πρέ­πει νὰ ἀ­φή­σω κά­τω τὸ τά­περ καὶ τὸ πι­ρού­νι μου, δι­ό­τι μοῦ προ­τεί­νουν τὸ χέ­ρι γιὰ χει­ρα­ψί­α.

        — Εὐ­χα­ρι­στῶ, ἀλ­λά… για­τί;,  ρω­τά­ω (στὰ ἀγ­γλι­κά).

        — Ξέ­ρε­τε ἐ­σεῖς, μοῦ ἀ­παν­τοῦν (ἐ­πί­σης στὰ ἀγ­γλι­κά). Καὶ ἀ­πο­χω­ροῦν κα­τό­πιν ἐ­λα­φριᾶς ὑ­πό­κλι­σης, στοι­χι­σμέ­νοι ὅ­πως ἦρ­θαν.

        Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι ξέ­ρω. Ὅ­πως ξέ­ρεις κι ἐ­σύ. Ὅ­πως ξέ­ρει, δη­λα­δή, γιὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ του κά­θε ἄν­θρω­πος. Ἁ­πλά, δὲν πε­ρι­μέ­νου­με νὰ πά­ρου­με καὶ κά­να βρα­βεῖ­ο.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.


Κα­τε­ρί­να Ἀ­γυι­ώ­τη (Βό­λος 1976).  Σπού­δα­σε Θε­ο­λο­γί­α καὶ Ψυ­χο­λο­γί­α στὸ Α.Π.Θ., κι ἐκ­παι­δεύ­τη­κε στὴ Συ­στη­μι­κὴ Θε­ρα­πεί­α. Πρό­σφα­τα ξε­κί­νη­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴν Ψυ­χι­κὴ Ὑ­γεί­α. Ἔ­χει συμ­με­τά­σχει μὲ κεί­με­να, μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες καὶ ποι­ή­μα­τά της σὲ πο­λυ­ά­ριθ­μα πε­ρι­ο­δι­κά, ὅ­πως ἐ­πί­σης σὲ συλ­λο­γι­κὰ projects καὶ ἀν­θο­λο­γί­ες.  Οἱ ποι­η­τι­κές της συλ­λο­γέ­ς Φρου­ρὸς (2016) και Ο Τα­μί­ας τοῦ Θε­οῦ (2019) κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­πὸ τὶς ἐκ­δό­σεις Φαρ­φου­λᾶς. Τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον της ἔ­χει στρα­φεί στη μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α. Ἀ­πὸ τὸ 2014 ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Λον­δί­νο.


 

Ἀλέξανδρος Ἀδαμόπουλος: Τὸ φασόλι


Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ἀ­δα­μό­που­λος


Τὸ φασόλι


…ΧΙΛΙΟΕΙΠΩΜΕΝΕΣ μα­ται­ό­τη­τες:

Ποι­ός ἔ­χει τί, καὶ ποῦ τὰ βρί­σκει, καὶ ποι­ός εἶ­ναι φί­λος μὲ ποι­όν, καὶ ποῦ­θε κρα­τᾶ ἡ σκού­φια του, καὶ πό­σες γε­νι­ὲς βα­στά­ει τὸ τά­δε τζά­κι, καὶ ἂν ἡ Ἀ­νά­στα­σις εἶ­ναι ἐν­τὸς ἢ ἐ­κτός μας, καὶ ἂν ὁ Ἔ­ρως εἶν΄ ἔ­τσι ἢ ἂν εἶ­ναι ἀλ­λι­ῶς…

         Ἡ ἴ­δια φάρ­σα καὶ πάν­τα, πά­νω ἀ­π’ ὅ­λα, τὸ ἴ­διο πάν­τα ψέ­μα.

            Ἔ­σκυ­βα σι­ω­πη­λὸς στὰ δί­χως ἀ­γά­πη μα­γει­ρε­μέ­να φα­γη­τὰ καὶ κα­τά­πι­να μὲ δυ­σκο­λί­α τὶς μπου­κι­ές, ὥ­σπου ὁ μι­κρὸς με­λα­ψὸς λα­κὲς —ποι­ός ξέ­ρει ποῦ τὸ ψά­ρε­ψαν καὶ τὸ μα­σκά­ρε­ψαν ἔ­τσι τὸ παι­δὶ— γε­μί­ζον­τας κρα­σὶ τὸ πο­τή­ρι μου, συ­νάν­τη­σε τὸ βλέμ­μα μου. Μι­σὴ στιγ­μὴ τὰ εἴ­πα­με ὅ­λα· ἔ­σκα­σαν δυ­ὸ λακ­κά­κια στὶς ἄ­κρες τῶν χει­λι­ῶν του κι ἔ­φυ­γε. Καὶ στὸν ἑ­πό­με­νο γύ­ρο, γε­μί­ζον­τας πά­λι τὸ πο­τή­ρι μου κρα­σί, ἀ­πί­θω­σ’ ἐ­πι­δέ­ξια πά­νω στὴν πε­τσέ­τα μου ἕ­να φα­σό­λι.

         Κα­νεὶς δὲν εἶ­δε τί­πο­τα, για­τί μι­λού­σα­νε γιὰ τὴν Ἀ­θα­να­σί­α τῆς ψυ­χῆς.

        Τὸ πῆ­ρα στὴ χού­φτα μου κι ἔ­βα­λα τὸ χέ­ρι στὴν τσέ­πη. Τὸ φα­σό­λι ἀ­κούμ­πη­σε μα­λα­κὰ πά­νω σε μί­α φλέ­βα καὶ μοῦ ἔ­στελ­νε τὶς ἀ­νά­σες του:

        …«Ἦ­ταν, ἔ­λε­γε, ἕ­να χω­ρά­φι γε­μά­το φα­σο­λι­ὲς καὶ ζου­ζού­νια καὶ σα­λιγ­κά­ρια καὶ μέ­ρα καὶ νύ­χτα καὶ κρύ­ο καὶ ζέ­στη καὶ που­λιὰ καὶ βρο­χὴ καὶ ἥ­λιο καὶ κα­λά­μια ποὺ τὶς στή­ρι­ζαν. Κι ὅ­ταν μὲ τὰ πολ­λὰ οἱ φα­σο­λι­ὲς ἔ­φτια­ξαν τὰ φα­σό­λια τους, ἤρ­θα­νε χέ­ρια καὶ τὰ μά­ζε­ψαν. Καὶ τὰ ’­βα­λαν σ’ ἕ­να τσου­βά­λι. Καὶ τὸ τσου­βά­λι τὸ ἄ­φη­σαν στὸ μα­γα­ζί. Κι ἐρ­χό­τα­νε ἡ σέ­σου­λα καὶ κά­θε τό­σο ἔ­παιρ­νε φα­σό­λια καὶ τὰ ’­βα­ζε σὲ σα­κοῦ­λες. Καὶ ἀ­πὸ μιὰ σα­κού­λα, ἀ­πὸ μιὰ τρύ­πα· ἕ­να ἔ­πε­σε. Ἔ­πε­σε στὴν ἄ­κρη τοῦ δρό­μου κι ἔ­μει­νε μό­νο του, κά­τω ἀ­πὸ κά­τι πα­πα­ροῦ­νες. Κι ὅ­ταν ἔ­μει­νε ἔ­τσι μό­νο, θυ­μό­τα­νε τὸ πε­ρι­βό­λι μὲ τὶς φα­σο­λι­ὲς κι ὅ­λα ὅ­σα εἶ­χε ζή­σει ἴ­σα­με τώ­ρα. Μὰ τώ­ρα νό­μι­ζε πὼς τί­πο­τα δὲν τοῦ θύ­μι­ζε τὴ ζω­ή του. Τί­πο­τα. Τώ­ρα ἤ­τα­νε μό­νο. Κα­τά­μο­νο. Καὶ τὸ κο­φί­νι μὲ τὴ σα­κού­λα ποὺ εἶ­χε τ’ ἄλ­λα φα­σό­λια, ξε­μά­κραι­νε πά­νω στὴ ρά­χη ἑ­νὸς γα­ϊ­δου­ριοῦ. Τὸ φα­σό­λι πά­γω­σε. Φώ­να­ξε· κα­νεὶς δὲν ἀ­πάν­τη­σε. Ξα­να­φώ­να­ξε· κα­νέ­νας. Δά­κρυ­σε καὶ βάλ­θη­κε νὰ κλαί­ει.

        »Ἔ­κλαι­γε, ἔ­κλαι­γε, ἔ­κλαι­γε. Μὲ τὶς μέ­ρες ἔ­κλαι­γε… Ὥ­σπου ἀ­π’ τὸ κλά­μα ἡ γῆς γύ­ρω του ἄρ­χι­σε νὰ νο­τί­ζει, νὰ μου­σκεύ­ει, καὶ τὸ φα­σό­λι φύ­τρω­σε.»

        «Μὴ χει­ρό­τε­ρα!» εἶ­πα. Ἄ­νοι­ξα τὴν πα­λά­μη, κι ἔ­βγα­λα τὸ χέ­ρι ἀ­π’ τὴν τσέ­πη καὶ σή­κω­σα τὸ πο­τή­ρι μου, κά­τι νὰ εὐ­χη­θῶ κι ἐ­γὼ μα­ζὶ μὲ τοὺς ἄλ­λους. Με­τά· πά­λι στὴν τσέ­πη, ἔ­πι­α­σα τὸ φα­σό­λι, τό ’­σφι­ξα. Μὰ δὲν μοῦ ἔ­στελ­νε τί­πο­τα. Τί­πο­τα. Οὔ­τε μί­αν ἀ­νά­σα. Δαγ­κώ­θη­κα· για­τί ἔ­τσι;

        Ὅ­ταν φεύ­γα­με, ὁ μι­κρὸς λα­κὲς ἔ­σπευ­σε χα­ρού­με­νος νὰ μὲ βο­η­θή­σει νὰ βά­λω τὸ πα­νω­φό­ρι μου. Μὲ κοι­τοῦ­σε λάμ­πον­τας.

       «Εἶ­ναι πο­λὺ ἀ­νό­η­τη ἱ­στο­ρί­α» τοῦ εἶ­πα. Εἶ­χα πει­ρα­χτεῖ για­τὶ τὸ φα­σό­λι τὰ εἶ­πε ἔ­τσι ξε­ρὰ κι ὕ­στε­ρα στα­μά­τη­σε νὰ μοῦ λέ­ει. Τὸ χα­μό­γε­λό του ἔ­σβη­σε. Μὲ κοί­τα­ξε σο­βα­ρά, σκο­τει­νι­α­σμέ­νος, μὲ ὀ­δύ­νη:

        «Μά· ξέ­ρε­τε πό­σο πο­νά­ει ἕ­να φα­σό­λι ποὺ ἀρ­χί­ζει νὰ φυ­τρώ­νει, ὕ­στε­ρ’ ἀ­πὸ τό­σο κλά­μα;»

        Ὅ­μως εἶ­χα ἤ­δη φο­ρέ­σει τὸ ἕ­να μα­νί­κι τοῦ πα­νω­φο­ριοῦ μου. Ἔ­πρε­πε νὰ φο­ρέ­σω καὶ τ’ ἄλ­λο. Καὶ οἱ ἄλ­λοι ἔ­φευ­γαν. Δὲν εἶ­χα και­ρό.



Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

Ἀ­λέ­ξαν­δρος Ἀ­δα­μό­που­λος (1953) σπού­δα­σε Νο­μι­κὴ στὸ ΕΚΠ, σκη­νο­θε­σί­α καὶ κλα­σι­κὴ κι­θά­ρα στὴν Ἀ­θή­να, καὶ πα­ρα­κο­λού­θη­σε με­τα­πτυ­χια­κὰ στὴ Σορ­βόν­νη (Sociologie Politique, Paris II). Ἀ­σχο­λεῖ­ται μὲ τὸ θέ­α­τρο, τὴν με­τά­φρα­ση, τὴν πε­ζο­γρα­φί­α καὶ τὴν ποί­η­ση. Συ­νερ­γά­στη­κε μὲ τὸ Μου­σεῖ­ο Ἑλ­λη­νι­κῶν Λα­ϊ­κῶν Μου­σι­κῶν Ὀρ­γά­νων ἀ­πὸ τὴν ἵ­δρυ­ση τοῦ τὸ ’91, ὡς γε­νι­κὸς γραμ­μα­τέ­ας καὶ ὡς πρό­ε­δρος τοῦ Σω­μα­τεί­ου Φί­λων του Μου­σεί­ου. Δι­ε­τέ­λε­σε γε­νι­κὸς γραμ­μα­τέ­ας τοῦ δι­οι­κη­τι­κοῦ συμ­βου­λί­ου τοῦ Ἐ­θνι­κοῦ Θε­ά­τρου. Πρῶ­το του βι­βλί­ο: Δώ­δε­κα καὶ ἕ­να ψέ­μα­τα (δι­η­γή­μα­τα Ἴ­κα­ρος 1991, Ἄ­γρα 2009) ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ στὰ ἀγ­γλι­κά, τὰ γαλ­λι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ τούρ­κι­κα καὶ κυ­κο­φό­ρη­σε στὴν Τουρ­κί­α, τὴ Γερ­μα­νί­α, τὴ Γαλ­λί­α καὶ τὴν Ἰν­δί­α. Ψέ­μα­τα πά­λι (δι­η­γή­μα­τα, Ἄ­γρα 1999). Οἱ Δαι­μο­νι­σμέ­νοι θε­α­τρι­κὴ προ­σαρ­μο­γὴ τοῦ ὁ­μώ­νυ­μου ἔρ­γου τοῦ Ντο­στο­γι­έφ­σκι ἀ­πὸ τὸν Albert Camus, με­τά­φρα­ση (ΚΘΒΕ 1991), Ὁ Σι­μι­γδα­λέ­νιος θέ­α­τρο-ποί­η­ση (13η ἔκ­δο­ση, Ἑ­στί­α 1993), κ.ἄ.