Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης: Τὰ ἀ­πο­τύ­πω­μα­τα



Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης


Τὰ ἀ­πο­τύ­πω­μα­τα


Ε ΛΕΝΕ… τέ­λος πάν­των, δὲν ἔ­χει ση­μα­σί­α πῶς μὲ λέ­νε, αὐ­τὸ συ­νέ­βη χθὲς τὸ βρά­δυ: Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σα τὴ συγ­γρα­φὴ τοῦ βι­βλί­ου (πό­σους μῆ­νες μοῦ πῆ­ρε; μή­πως ἦ­ταν χρό­νια;.. δὲν θυ­μᾶ­μαι), ἔ­πλυ­να τὰ χέ­ρια μου, κλεί­δω­σα τὴν πόρ­τα τοῦ κει­με­νουρ­γεί­ου ἀ­πὸ μέ­σα κι ἀ­πο­κοι­μή­θη­κα στὸ γρα­φεῖ­ο κοι­τά­ζον­τας τὸν πί­να­κα τοῦ J. Pollock Ἡ λύ­και­να ποὺ εἶ­χα στὸν τοῖ­χο ἀν­τὶ πα­ρα­θύ­ρου. Εἶ­χαν πέ­σει κάμ­πο­σα φύλ­λα πά­νω στὸ φθι­νό­πω­ρο καί­τοι γυ­ά­λι­ζε ἀ­κό­μα ἀ­πὸ τὸ φεγ­γα­ρό­φω­το.

       Ὅ­σο κοι­μό­μουν ἡ φω­νὴ τῆς λύ­και­νας —ἀ­φοῦ κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὸν πί­να­κα, ἔ­βγα­λε τὴ στο­λή της καὶ μὲ σκέ­πα­σε μ’ αὐ­τὴ— πέ­ρα­σε κά­τω ἀ­πὸ τὴ χα­ρα­μά­δα τῆς πόρ­τας κι ἔ­φυ­γε. Τὸ πρω­ὶ ποὺ ξύ­πνη­σα ἔ­ψα­ξα παν­τοῦ… Που­θε­νὰ δὲ βρῆ­κα τ’ ὄ­νο­μά μου.



Πη­γή. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δη­μή­τρης Μι­χε­λου­δά­κης (Ἀ­θή­να 1983) κα­τά­γε­ται ἀ­πὸ τὴν Λευ­κά­δα. Ἔ­χει συ­νερ­γα­στεῖ μὲ δι­ά­φο­ρα ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.

Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τρεῖς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς (τὶς δύ­ο πρῶ­τες μὲ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Ε. Μύ­ρων): Γράμ­μα στὴ μη­τέ­ρα, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2019), Ὀ­ρι­ο­βά­της, (ἐκδ. Ἀρ­μί­δα, 2021) καὶ Συν­τη­ρη­τὴς οὐ­ρά­νι­ων τό­ξων, (ἐκδ. Στί­ξις, 2022).

Εικόνα: «Λύκαινα» του Τζάκσον Πόλοκ, 1934.



		

	

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου: Ἀπών



Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου


Ἀ­πών


ΙΑ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ξε­κί­νη­σε καὶ βρέ­θη­κε νὰ σκου­πί­ζει τήν Τούσα Μπό­τσα­ρη, Νό­τη καὶ Μάρ­κου Μπό­τσα­ρη καὶ κά­τι Ἀνδρού­τσους στὸ Κου­κά­κι. Ὁ πρό­ε­δρος τοῦ χω­ριοῦ τοῦ ‘­πε «εἶ­σαι ἐ­θνι­κό­φρων, θὰ σὲ πά­ρουν». Πα­ρου­σι­ά­στη­κε στὴν ἐ­πι­τρο­πή, ξε­βρα­κώ­θη­κε καὶ κά­τι ξέ­νοι τοῦ ἄ­νοι­ξαν μὲ χά­ρα­κα τὸ στό­μα καὶ κοί­τα­ξαν τὰ δόν­τια του. Ἄ­κου­σαν τὴν καρ­διά του, τὸν πέ­ρα­σαν ἀ­πὸ ἀ­κτί­νες καὶ τέ­λος τὸν ἀ­πέρ­ρι­ψαν.

     Ἦ­ταν τσί­μα-τσί­μα καὶ στὴν ἡ­λι­κί­α.

     «Εἶ­μαι ἐ­θνι­κό­φρων» τόλ­μη­σε νὰ ψελ­λί­σει καὶ πῆ­ρε κα­τσού­φης τοὺς δρό­μους.

     Πῶς νὰ γυ­ρί­σει πί­σω! Ἐ­κεῖ, μό­λις νύ­χτω­νε, ἔ­πε­φταν τὰ βου­νὰ κι ἡ βου­βα­μά­ρα νὰ σὲ πλα­κώ­σουν.

     Τὰ λαμ­πό­γυα­λα γι­ό­μι­ζαν τὰ πρό­σω­πα ἴ­σκιους καὶ λύ­πη.

     Τὸ κα­φε­νεῖ­ο καὶ τὸ οὖ­ζο τὸν πε­ρί­με­ναν. Με­ρο­κά­μα­το στὴ χά­ση καὶ στὴ φέ­ξη, ὅ­ταν κά­νας ὁ­μο­γε­νὴς ἀ­π’ τὴν Ἀ­με­ρι­κὴ ἔ­φτια­χνε, στὰ γύ­ρω χω­ριά, ἐκ­κλη­σί­α γιὰ τὴν ψυ­χή του.

     Καὶ ποι­ός ἀ­κού­ει τὶς κο­ρο­ϊ­δί­ες, ποὺ τὸν ἔ­βγα­λαν ἄ­χρη­στο οἱ Γερ­μα­να­ρά­δες!

     Πῆ­γε στὸ βου­λευ­τή. Εἶ­χαν κοι­νοὺς γνω­στούς, τοῦ ‘­πε πὼς εἶ­ναι καὶ ἐ­θνι­κό­φρων.

     Βρέ­θη­κε δου­λειὰ στὸ Δῆ­μο. Ὁ­δο­κα­θα­ρι­στής. Δὲν τοῦ ‘ρ­θε κα­λὰ ἀλ­λά, ὅ­πως τοῦ ‘­πε καὶ τὸ τσι­ρά­κι τοῦ βου­λευ­τῆ, «μή­νας μπαί­νει, μή­νας βγαί­νει…» Τοῦ ‘­δω­σε καὶ συγ­χαρ­τή­ρια κι­ό­λας. Ἄκου πρά­μα­τα. Συγ­χαρ­τή­ρια γιὰ σκου­πι­διά­ρης.

     Τὴν πρώ­τη μέ­ρα, ν’ ἀ­νοί­ξει ἡ γῆ νὰ τὸν κα­τα­πι­εῖ. Ποῦ ἀ­κού­στη­κε, ἄν­τρας μὲ σκού­πα, στοὺς δρό­μους! Λού­φα­ξε σ’ ἕ­να παρ­κά­κι τοῦ Δή­μου.

     «Ἐ­δῶ ‘­σαι, ρὲ πα­λι­ο­μα­λά­κα; Ὧ­ρες σὲ ψά­χνω. Για­τί δὲ σκου­πί­ζεις, ρέ;» Ἦ­ταν ὁ ἐ­πι­στά­της του.

     «Δὲν εἶ­μαι κα­λά, ἀ­φεν­τι­κό.»

     «Νὰ πᾶς σπί­τι σου, ρέ! Στὰ τσα­κί­δια! Ἢ σκου­πί­ζεις καὶ κά­νεις τοὺς δρό­μους ἀ­ε­ρο­δρό­μιο ἢ λέ­ω καὶ σ’ ἀ­πο­λύ­ουν. Στὸ δι­ά­ο­λο, πρω­ῒ-πρωΐ, κα­ρι­ό­λια!»

     Κι ἔ­φυ­γε ἀ­πει­λη­τι­κός. Πα­ρα­κά­τω κον­το­στά­θη­κε.

     «Θὰ ξα­να­πε­ρά­σω. Πά­νω ἀ­π’ τὸ κε­φά­λι σου θά ‘­μαι. Μα­λά­κα, ἔ μα­λα­κά!»

     Τί νὰ κά­νει. Λύσ­σα­γε, μὰ τί νὰ κά­νει!

     Τὸ βρά­δυ ἤ­πι­ε, ἤ­πι­ε, κι ὅ­λη τὴ νύ­χτα ἔ­βλε­πε γουρ­λω­μέ­να τὰ μά­τια τοῦ ἐ­πι­στά­τη. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα ἀ­γό­ρα­σε ἕ­να στρα­τι­ω­τι­κὸ κα­πέ­λο ἀγ­γα­ρεί­ας —ἀ­π’ αὐ­τὰ μὲ τὸ με­γά­λο γεῖ­σο— καὶ τὸ κα­τέ­βα­σε νὰ τοῦ κρύ­ψει τὰ μά­τια, ποὺ τά ‘­χε πιὰ μο­νί­μως καρ­φω­μέ­να στὰ πό­δια του, στὰ σκου­πί­δια. Τό­σο τοῦ ‘­γι­νε συ­νή­θεια πού, κι ἐ­χτὸς δου­λειᾶς, δὲν κοί­τα­ζε τοὺς ἄλ­λους στὰ μά­τια.

     Πά­ει, τοῦ κόλ­λη­σε ἡ ντρο­πή.

     Τρεῖς φο­ρὲς τὴ μέ­ρα πέρ­να­γε ὁ ἐ­πι­στά­της νὰ βά­λει ὑ­πο­γρα­φὴ στὴν κάρ­τα, πὼς εἶ­ναι πα­ρών.

     Δὲν ἤ­ξε­ρε γράμ­μα­τα κι ἔ­βα­ζε πλά­ι στ’ ὄ­νο­μά του σταυ­ρό.

     Ἡ κάρ­τα κι ὁ σταυ­ρός, μὲ τὸν και­ρό, ἀ­πέ­κτη­σαν στὰ μά­τια του μιὰ ἰ­δι­αί­τε­ρη δύ­να­μη. Ἦ­ταν τὸ ἀ­ναγ­κα­στι­κό, ἄ­ρα σπου­δαῖ­ο, ση­μεῖ­ο ἐ­πα­φῆς μὲ τὸν ἐ­πι­στά­τη, μὲ τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α. Με­τὰ ἀ­πὸ κά­θε σταυ­ρὸ ποὺ ἔ­βα­ζε, ἔ­νι­ω­θε πιὸ σί­γου­ρος.

     «Ἄιν­τε, στοῦρ­νο! Τέ­λει­ω­νε» τὸν ἀ­πό­παιρ­νε μα­λα­κὰ ὁ ἐ­πι­στά­της. Ὂχ ὀ­ρέ, μό­λις τοῦ ‘­λε­γε κά­να τέ­τοι­ο μι­σο­γλυ­κό­λο­γο! Χτύ­πα­γε ἡ καρ­διά του.

     «Μά­λι­στα, ἀ­φεν­τι­κό. Μά­λι­στα. Μά­λι­στα.»

     «Θὰ κά­νεις καὶ συν­τή­ρη­ση. Σπιρ­τό­ξυ­λο νὰ μὴ μεί­νει. Ἄν­τε, γειά σου.»

     «Χαί­ρε­τε. Οὔ­τε σπίρ­το. Χαί­ρε­τε. Χαί­ρε­τε.»

     Τοῦ ‘­πε καὶ «γειά σου» ὅ­ταν ἔ­φυ­γε. Βρέ, βρὲ πρά­μα­τα. Χα­μο­γε­λοῦ­σε γιὰ πολ­λὴ ὥ­ρα, σκου­πί­ζον­τας μ’ ἐ­πι­μέ­λεια.

     Μιὰ στὸ καρ­φὶ καὶ μιὰ στὸ πέ­τα­λο ὁ ἐ­πι­στά­της.

     Ἀλ­λὰ κι ὅ­ταν τὸν ἔ­βρι­ζε ὅ­μως, δο­κί­μα­ζε μιὰ δι­α­φο­ρε­τι­κὴ τα­ρα­χὴ – πε­ρι­έρ­γως, ὄ­χι δυ­σά­ρε­στη. Ἔ­νι­ω­θε ἕρ­μαι­ο στὰ χέ­ρια του. Τὸ ἀ­φεν­τι­κό. Τὸ κρά­τος.

     Τὸν θαύ­μα­ζε ὅ­ταν τοῦ ‘­βα­ζε τὶς φω­νές, χαι­ρό­ταν ὅ­ταν τοῦ πέ­τα­γε κά­να κό­κα­λο κα­λο­σύ­νης, εὐ­χα­ρι­στι­ό­ταν καὶ τὸ θε­ω­ροῦ­σε δί­και­ο ὅ­ταν τοῦ ‘­παιρ­νε μί­ζα ἀ­π’ τὶς ὑ­πε­ρω­ρί­ες καὶ τὶς Κυ­ρι­α­κά­δες ποὺ δού­λευ­ε.

     Ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ συ­ναι­σθή­μα­τα μού­δια­ζαν, ἀ­λά­φια­ζαν, μερ­μήγκια­ζαν, φό­βι­ζαν, γλύ­και­ναν τὸ κορ­μί του. Στὸ σταυ­ρό, ἔ­φτα­ναν στὴν κο­ρύ­φω­σή τους.

     Ὅ,τι ἔ­βγα­ζε πιά, τ’ ἀ­κούμ­πα­γε στὸ οὖ­ζο. Ὅ­ταν πο­τί­στη­κε γιὰ τὰ κα­λά το κορ­μί του, ζή­τα­γε καὶ στὴ δου­λειά. Ἔ­παιρ­νε μα­ζί του, σὲ μπο­τί­λια ἐμ­φι­α­λω­μέ­νου νε­ροῦ, κι ἔ­πι­νε.

     Ὁ ἐ­πι­στά­της τὸν σκυ­λό­βρι­ζε, συ­χνὰ πυ­κνὰ τὸν ἔ­δι­ω­χνε καὶ τοῦ ‘­κο­βε τὸ με­ρο­κά­μα­το, μὰ στὸ τέ­λος τὸν ἄρ­χι­σε στὴν πλά­κα.

     Ποῦ νὰ χά­νει τώ­ρα τὴ μί­ζα του καὶ ποι­ός ξέ­ρει ποι­ό μοῦ­τρο θὰ ‘ρ­θεῖ στὴ θέ­ση του! Ἔ­γι­νε ὁ κα­ραγ­κι­ό­ζης του. «Ἀν­τρί­κο, μα­λα­καν­τρί­κο;»

     «Δι­α­τάξ­τε, ἀ­φεν­τι­κό.»

     «Σοῦ ση­κώ­νε­ται, ρέ; Σοῦ ση­κώ­νε­ται;»

     Ἔ­γι­νε τὸ νού­με­ρο στὴν πε­ρι­ο­χή, για­τὶ τρέ­κλι­ζε καὶ για­τὶ ἀ­π’ τὴν ἀ­φα­γί­α ἔ­μει­νε πε­τσὶ καὶ κό­κα­λο καὶ μο­νά­χα ἡ μύ­τη του φού­σκω­νε, σὰν με­λι­τζά­να.

     Τὰ παι­διὰ πε­τρο­βό­λη­μα, κι οἱ με­γά­λοι: «Σού­ρα; χῶ­μα; λι­ῶ­μα; Πά­λι πορ­το­κα­λά­δα ἤ­πι­ες, ρέ;»

     Μιὰ μέ­ρα ἔ­πε­σε στὸ δρό­μο ἀ­ναί­σθη­τος. Τὸν πῆ­γαν στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Συ­κώ­τι. Βα­ριὰ μορ­φή.

     Μό­λις βγῆ­κε, ὁ Δῆ­μος τοῦ ‘­δω­σε σύν­τα­ξη λό­γω ἀ­να­πη­ρί­ας.

     Ἐ­κεῖ γύρ­να­γε, στὸ Κου­κά­κι, ἀ­πὸ κα­φε­νεῖ­ο σὲ κα­φε­νεῖ­ο.

     Ἔ­νι­ω­θε κι ἀ­μυ­δρὰ κά­ποι­α προ­στα­σί­α, ἀ­π’ τὴν ὑ­πη­ρε­σί­α ἀ­π’ τὸν ἐ­πι­στά­τη. Τὸ χω­ριὸ τὸ λη­σμό­νη­σε τε­λεί­ως. Τὸ κορ­μί του ζη­τοῦ­σε μό­νο οὖ­ζο. Οὔ­τε σχέ­δια οὔ­τε ἀ­να­μνή­σεις. Οὖ­ζο.

     Ὁ ἐ­πι­στά­της ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νὰ τὸν περ­νά­ει στὴν κάρ­τα σὰν ἀ­πόν­τα, γιὰ ἕ­να ἑ­ξά­μη­νο ἀ­π’ τὴ δι­α­κο­πὴ τῆς δου­λειᾶς. Μιὰ μέ­ρα συ­ναν­τή­θη­καν.

     «Ἀν­τρί­κο, σοῦ κά­νει νιά­ου, ρέ; Πῶς τὴ βγά­ζεις, ρὲ σού­ρα; Τὴ βα­ρᾶς κα­θό­λου;»

     «Ἀ­φεν­τι­κό, νὰ ὑ­πο­γρά­ψω. Δώ­σ’ μου νὰ ὑ­πο­γρά­ψω.»

     «Για­τί, μὴ χά­σεις τὸ με­ρο­κά­μα­το; Ρὲ τὸ μα­λά­κα! Ξέ­ρεις τί γρά­φει ἐ­δῶ, δί­πλα στ’ ὄ­νο­μά σου; Ἀ­πών.»

     Ἔ­λαμ­ψε τὸ πρό­σω­πό του. Ὥ­στε τὸ ἀ­φεν­τι­κὸ ἔ­γρα­φε τ’ ὄ­νο­μά του καὶ δί­πλα «ἀ­πών»;

     Γι­ό­μι­σε πε­ρη­φά­νια καὶ σι­γου­ριά. Σὰν τό­τε ποὺ τοῦ ‘­πε ὁ πρό­ε­δρος πὼς εἶ­ναι ἐ­θνι­κό­φρων.

     Νὰ ποὺ τὸν νοι­ά­ζον­ται ἀ­κό­μα! Ἀ­πὸ κεί­νη τὴ μέ­ρα πέρ­να­γε ἀ­π’ τὸ γρα­φεῖ­ο τῶν ἐ­πι­στα­τῶν κά­θε πρω­ΐ, ἄ­νοι­γε δει­λὰ τὴν πόρ­τα κι ἔ­λε­γε:

     «Ἀ­φεν­τι­κό, εἶ­μαι σή­με­ρα ἀ­πών;»

     Ἐ­κεῖ­νος τὸν ἔ­λου­ζε, για­τὶ τὸν βα­ρέ­θη­κε.

     Καὶ τί δὲν τοῦ ‘­λε­γε: πο­δο­πα­τη­μέ­νε, ξε­φτι­λι­σμέ­νε, μου­νό­σκυ­λο. Μὰ ὅ­σο τοῦ ‘­λε­γε, τό­σο δὲν κου­νι­ό­ταν καὶ κά­που κά­που ρώ­τα­γε:

     «Ἀ­φεν­τι­κό, εἶ­μαι σή­με­ρα ἀ­πών;»

     «Εἶ­σαι, ρὲ βλά­χο! Εἶ­σαι, ρὲ ἀρ­χί­δι! Ἄ σι­χτίρ!»

     Τό­τε φω­τι­ζό­ταν τὸ πρό­σω­πό του κι ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε, το­νί­ζον­τας κι ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὶς συλ­λα­βές:

     «Εἶ­μαι ἀ­πών. Εἶ­μαι ἀ­πών.»



Πηγή: Ντι­ά­λιθ’ ἴμ, Χρι­στά­κη (διηγήματα, ἐκδ. Ὕψιλον, 1987).

Σω­τή­ρης Δη­μη­τρί­ου (Πό­βλα Θε­σπρω­τί­ας, 1955). Δι­ή­γη­μα, μυ­θι­στό­ρη­μα. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Ἀ­θή­να. Βι­βλί­α: Ψη­λα­φί­σεις (ποι­ή­μα­τα, 1985), Ντι­ά­λι­θ’ ἴμ, Χρι­στά­κη (1987), Ν’ ἀ­κού­ω κα­λὰ τ’ ὄ­νο­μα σου (1993), Ἡ σι­ω­πὴ τοῦ ξε­ρό­χορ­του (2011) κ.ἄ.



		

	

Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης: Τὰ ἄρ­βυ­λα ἢ φο­νέ­ας γο­νέ­ων



Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης


Τὰ ἄρ­βυ­λα ἢ φο­νέ­ας γο­νέ­ων


ΕΝ ΕΙΧΕ ΑΚΟΜΑ ξη­με­ρώ­σει καὶ φο­ρών­τας τὴν ἄ­σπρη φα­νέ­λα βγῆ­κε στὸν κῆ­πο. Τὸ στό­μα του ἦ­ταν τό­σο στυ­φὸ ποὺ δὲν τὸ ἔ­νι­ω­θε, σὰν νὰ τοῦ εἶ­χαν κά­νει το­πι­κὴ ἀ­ναι­σθη­σί­α. Οὔ­τε τὸ κρύ­ο αἰ­σθα­νό­ταν, πα­ρὰ τὸ ὅ­τι φο­ροῦ­σε μό­νο τὴν κά­τω πι­τζά­μα του, τὴ φα­νέ­λα καὶ τὰ ἄρ­βυ­λα τοῦ στρα­τοῦ χω­ρὶς κάλ­τσες. Πρὶν βγεῖ στὸν κῆ­πο, πρὶν φτά­σει μέ­χρι τὴν ἀ­πο­θή­κη μὲ τὰ ἐρ­γα­λεῖ­α καὶ τὰ τσου­βά­λια μὲ τὰ κού­τσου­ρα γιὰ τὴν ξυ­λό­σομ­πα, εἶ­χε φτιά­ξει κα­φέ: σὲ ἕ­να πο­τή­ρι κρύ­ο νε­ρὸ τρεῖς τε­ρά­στι­ες κου­τα­λι­ὲς νὲς κα­φέ. Ἡ κου­ζί­να μύ­ρι­ζε κα­πνὸ καὶ οὖ­ρα. Αὐ­τὴ εἶ­χε φαί­νε­ται ξε­χά­σει πά­λι τὸ δο­χεῖ­ο της ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο.

       Τὴν ὥ­ρα ποὺ ἔ­πι­νε μὲ με­γά­λες γου­λι­ὲς τὸν κα­φέ του, ὁ ἦ­χος ἀ­πὸ τὸ ρο­λό­ϊ τοῦ τοί­χου γλί­στρη­σε μέ­σα ἀ­πὸ τοὺς κρο­τά­φους του καὶ σφη­νώ­θη­κε κά­που στὸ βά­θος τῶν αὐ­τι­ῶν του. Τρεῖς μέ­ρες τώ­ρα τὸν σφυ­ρο­κο­ποῦ­σε ὁ πο­νο­κέ­φα­λος.

       Κά­θε με­ση­μέ­ρι τὸν ἔ­βλε­παν νὰ περ­πα­τά­ει μέ­χρι τὴν ἄ­κρη τῆς πό­λης μὲ τὴ φα­νέ­λα καὶ τὸ τσι­γά­ρο στὸ στό­μα. Μι­λοῦ­σε μέ­σα ἀ­πὸ τὰ δόν­τια του, ἀλ­λὰ τὸ τσι­γά­ρο δὲν ἔ­πε­φτε. Μιὰ φο­ρὰ μό­νο πῆ­γαν νὰ τὸν πει­ρά­ξουν οἱ μι­κροὶ μπά­σταρ­δοι μὲ τὰ πο­δή­λα­τα. Συ­νέ­χι­σε νὰ βα­δί­ζει χω­ρὶς νὰ τοὺς δί­νει ση­μα­σί­α, μέ­χρι ποὺ μιὰ πέ­τρα τὸν βρῆ­κε στὸ πό­δι, πί­σω ἀ­πὸ τὸν ἀ­στρά­γα­λο. Στα­μά­τη­σε στὴ μέ­ση του δρό­μου καὶ ἄρ­χι­σε νὰ βγά­ζει ἀρ­γὰ ἀρ­γὰ τὸ παν­τε­λό­νι καὶ ἔ­πει­τα τὸ ἐ­σώ­ρου­χο. Τὸ δί­πλω­σε προ­σε­κτι­κὰ καὶ τὸ ἔ­βα­λε στὸν ὦ­μο του. Ἔ­τσι ὁ­λό­γυ­μνος βά­δι­σε ἀ­νά­στρο­φα, πρὸς τὴν πλευ­ρὰ τῶν πα­λι­ό­παι­δων ποὺ εἶ­χαν κε­ρώ­σει ἀ­πὸ τὸ φό­βο τους. Τό­τε Ἐ­κεί­νη εἶ­χε ἔλ­θει τρέ­χον­τας νὰ τὸν τυ­λί­ξει μὲ μιὰ κου­βέρ­τα. Ἦ­ταν ἀ­η­δι­α­στι­κή, τὸ στό­μα της εἶ­χε σα­πί­σει ἀ­π’ τὶς πολ­λὲς βρι­σι­ές. Ἔ­βρι­ζε τὶς κό­τες, τὸ γέ­ρο, τὶς πόρ­τες ποὺ εἶ­χαν σκε­βρώ­σει, ἔ­βρι­ζε τὸ χῶ­μα καὶ τὰ δέν­τρα, τοὺς ἀ­ρου­ραί­ους καὶ τὶς γυ­ναῖ­κες στὸ μπα­κά­λη καὶ στὴν ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­βρι­σε καὶ τὰ πα­λι­ό­παι­δα ποὺ εἶ­χαν λου­φά­ξει σὲ ἀ­πό­στα­ση ἀ­σφα­λεί­ας. Μό­νο σὲ αὐ­τὸν δὲν εἶ­χε κα­κο­μι­λή­σει τὰ τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια. Τοῦ ἔ­βρε­χε τὸ μέ­τω­πο μὲ ἕ­να κί­τρι­νο πα­νὶ καὶ τοῦ μπά­λω­νε τὶς κάλ­τσες.


Ξέ­χα­σε νὰ βά­λει ζά­χα­ρη στὸν κα­φὲ καὶ εἶ­ναι τὸ στό­μα του ἀ­πὸ θειά­φι καὶ πίσ­σα, σκέ­τη κό­λα­ση. Ὅ­μως γιὰ τὴν κό­λα­ση καὶ τὸ δι­ά­βο­λο μι­λά­ει μό­νο Ἐ­κεί­νη, ἀ­πει­λών­τας τὸ γέ­ρο του ὅ­τι θὰ πά­ει ἄ­λι­ω­τος «ἐ­κεῖ κά­τω».

       Για­τί ἵ­δρω­σε τώ­ρα; Ἱ­δρώ­νει μό­νο ἀ­φοῦ πά­ρει τὰ ἕ­ξι χά­πια του, ἀλ­λὰ τρεῖς μέ­ρες τώ­ρα δὲν πῆ­ρε κα­νέ­να χά­πι. Γι’ αὐ­τὸ καὶ μπο­ρεῖ νὰ ἀ­κού­ει τό­σο κα­λὰ τὶς στα­γό­νες ποὺ πέ­φτουν ἀ­πὸ τὰ φύλ­λα τῆς μαν­τα­ρι­νιᾶς, τὴ γά­τα ποὺ θη­λά­ζει στὴν πί­σω αὐ­λή, τὸ σφύ­ριγ­μα ἀ­πὸ τὰ ρου­θού­νια τοῦ μπάρ­μπα-Σπύ­ρου ποὺ κοι­μᾶ­ται κά­που πε­νήν­τα μέ­τρα μα­κριά, στὸ σπί­τι μὲ τὸ φοί­νι­κα καὶ τὴν τε­ρά­στια σι­δε­ρέ­νια ἐ­ξώ­πορ­τα.

       Πό­τε ἄ­κου­γε τό­σο κα­θα­ρά; Μό­νο τό­τε ποὺ ἔ­βα­ζε ἕ­να πα­νὶ μὲ κα­θα­ρὴ βεν­ζί­νη στὴ μύ­τη καὶ πε­ρί­με­νε νὰ τὸν πιά­σει ἡ τρι­κυ­μί­α, ἡ ἀ­πό­λυ­τη ἐ­γρή­γορ­ση ἀ­πέ­ναν­τι στοὺς μα­κρι­νοὺς ἤ­χους. Τό­τε ἔ­νι­ω­θε τὸν ἴ­διο με­ταλ­λι­κὸ κυ­μα­τι­σμὸ ποὺ κα­θά­ρι­ζε τὸν κό­σμο ἀ­πὸ τὰ πε­ριτ­τὰ βά­ρη, γιὰ νὰ με­του­σι­ώ­σει στὸ στῆ­θος τοῦ βεν­ζι­νό­πληκτου τοὺς ἐ­λά­χι­στους παλ­μι­κοὺς τό­νους ἀ­πὸ ἕ­να κλει­δὶ ποὺ γυ­ρί­ζει ἢ ἀ­πὸ τὸ τα­κού­νι τῆς γει­τό­νισ­σας ποὺ συν­τρί­βει τὸ κοι­μι­σμέ­νο σα­λιγ­κά­ρι.

       Τὸ ὅ­πλο ἦ­ταν κρε­μα­σμέ­νο στὸ πί­σω μέ­ρος τῆς ἀ­πο­θή­κης. Μύ­ρι­ζε γρά­σο καὶ κλει­σού­ρα. Στὸ ξύ­λι­νο κον­τά­κι ὁ γέ­ρος εἶ­χε χα­ρά­ξει μὲ σου­γιὰ τὸ μι­κρό του ὄ­νο­μα. Ἦ­ταν καλ­λι­γρά­φος, ὅ­πως ὅ­λοι σχε­δὸν τῆς γε­νιᾶς τοῦ πα­λιοῦ σχο­λαρ­χεί­ου, ἀ­γρο­τό­παι­δα καὶ γιοὶ οἰ­νο­ποι­ῶν, ρα­φτά­δων καὶ ἐμ­πο­ρο­ϋ­παλ­λή­λων.

       Σὲ λί­γο θὰ ἄ­να­βε τὸ φω­τά­κι τῆς κου­ζί­νας. Δὲν ὑ­πῆρ­χε και­ρός, ἔ­πρε­πε νὰ βια­στεῖ. Τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἔμ­παι­νε στὸ σπί­τι πα­ρα­λί­γο νὰ πα­τή­σει ἕ­να ψό­φιο πον­τί­κι. Ἀ­η­δί­α! Για­τί ἦ­ταν ὅ­λα τό­σο βρώ­μι­κα σὲ αὐ­τὸ τὸ μέ­ρος; Ἔ­δω­σε μιὰ δυ­να­τὴ κλω­τσιὰ μὲ τὴν ἀρ­βύ­λα καὶ ση­μά­δε­ψε τὴν ἀ­κα­θό­ρι­στη μά­ζα τῶν γέ­ρων πά­νω στὸ ἀρ­χαῖ­ο κρε­βά­τι.

       Ὅ­ταν τὸν βρῆ­καν ἔ­λει­πε τὸ μι­σό του πρό­σω­πο. Πρὶν βά­λει τὸ ὅ­πλο στὸ στό­μα, εἶ­χε φρον­τί­σει νὰ κά­ψει στὴ σόμ­πα φα­νέ­λα, πι­τζά­μα καὶ ἐ­σώ­ρου­χο. Τὸ κρε­βά­τι τοῦ φό­νου ἦ­ταν στρω­μέ­νο καὶ τὰ πτώ­μα­τα τῶν γέ­ρων το­πο­θε­τη­μέ­να μὲ τά­ξη σὲ ἕ­να με­γά­λο στρῶ­μα στὸ πά­τω­μα. Ὁ ἐ­νω­μο­τάρ­χης ἔ­κα­νε ἕ­να σχό­λιο γιὰ τὰ ἄ­ψο­γα γυ­α­λι­σμέ­να στρα­τι­ω­τι­κὰ ἄρ­βυ­λα ποὺ φο­ροῦ­σε ὁ δο­λο­φό­νος καὶ αὐ­τό­χει­ρας. Τὰ εἶ­χε δέ­σει κα­νο­νι­κὰ πρὶν ἀ­πὸ τὴν τε­λευ­ταί­α πρά­ξη τοῦ δρά­μα­τος. Τὸ κα­κό, σκέ­φτη­κε —ὄ­χι χω­ρὶς κά­ποιο θαυ­μα­σμὸ— ὁ ἐ­νω­μο­τάρ­χης, δὲν εἶ­χε ξε­ρι­ζώ­σει τὰ ὑ­γι­ῆ στοι­χεῖ­α ποὺ κοι­μόν­του­σαν στὴν ψυ­χὴ τοῦ πα­λιοῦ ἔ­φε­δρου ἀν­θυ­πο­λο­χα­γοῦ τῶν τε­θω­ρα­κι­σμέ­νων. Ἂς εἶ­ναι. Μπο­ροῦ­με ἴ­σως νὰ συμ­πε­ρά­νου­με ὅ­τι τὸ σκό­τος καὶ τὸ χά­ος δὲν θὰ ἐ­πι­κρα­τή­σουν πο­τὲ κα­τὰ κρά­τος.



Πη­γή: Γυ­ναί­κα μὲ­ πο­δή­λα­το (μι­κρὰ πε­ζά, δι­η­γή­μα­τα καὶ βι­νι­έ­τες (2014, Πό­λις)

Νι­κό­λας Σε­βα­στά­κης (1964, Καρ­λό­βα­σι τῆς Σά­μου).  Ἀ­σχο­λή­θη­κε μὲ τὴν ποί­η­ση, τὸ φι­λο­σο­φι­κὸ δο­κί­μιο, τὴν κρι­τι­κὴ καὶ τὴν πο­λι­τι­κὴ Θε­ω­ρί­α. Εἶ­ναι κα­θη­γη­τὴς Πο­λι­τι­κῆς Φι­λο­σο­φί­ας στὸ τμῆ­μα Πο­λι­τι­κῶν Ἐ­πι­στη­μῶν τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὶς με­λέ­τες: Ἡ ψυ­χὴ καὶ τὰ εἴ­δω­λα (Κρι­τι­κή. 1997). Πρὸς τὴ ρο­μαν­τι­κὴ κρί­ση (Ἐ­ρα­σμος, 1998), Ἡ ἀλ­χη­μεί­α τῆς εὐ­τυ­χί­ας (Πό­λις, 2000), Κοι­νό­το­πη χώ­ρα (Σαβ­βά­λας, 2004), Φι­λό­ξε­νος μη­δε­νι­σμὸς (Ἑ­στί­α, 2008), Λα­ϊ­κι­σμός, ἀν­τι­λα­ϊ­κι­σμὸς καὶ κρί­ση (Νε­φέ­λη, 2012), κ.ἄ. Τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Οἰ­κεῖ­ο φεγ­γά­ρι (Ἠ­ρι­δα­νός, 1987), Λά­φυ­ρο ἀ­γα­πη­μέ­νων ἡ­με­ρῶν (Νε­φέ­λη, 1993), Βέ­βη­λες σκέ­ψεις (Ἀ­λε­ξάν­δρεια, 1993) καὶ Οἱ χει­μῶ­νες τῆς μνή­μης (Πα­νο­πτι­κόν, 2010).



		

	

Σπύ­ρος Κρόκος: Ἀριάδνη



Σπύ­ρος Κρόκος


Ἀ­ριά­δνη


Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΑ ἕ­να πα­γω­μέ­νο βρά­δι, σερ­γι­α­νών­τας, ἔ­πει­τα ἀ­πὸ ἕ­να λυ­τρω­τι­κὸ με­θύ­σι μὲ φί­λους. Κά­πνι­ζε ἔ­ξω ἀ­πὸ ἕ­να ὑ­πό­γει­ο ἀ­π’ ὅ­που ἀ­κού­γον­ταν τὸ Three O’ Clock in the Morning τοῦ Ντέξ­τερ Γκόρ­ντον. Ἕ­νας μάλ­λι­νος πλε­κτὸς σκοῦ­φος, χω­μέ­νος μέ­χρι τ’ αὐ­τιά, ἔ­κρυ­βε μέ­ρος τοῦ προ­σώ­που της. Ἦ­ταν σέ­ξι μ’ ἑλ­κυ­στι­κὸ σῶ­μα, ἂν κι ὄ­χι ἰ­δι­αί­τε­ρα ὄ­μορ­φη. Τί­να­ζε τὶς στά­χτες σὲ μιὰ γλά­στρα-τε­νε­κέ, μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α σά­πι­ζε ἕ­να πα­χύ­φυ­το. Τ’ ἀν­θι­σμέ­να νυ­χτο­λού­λου­δα ἀ­πὸ τὸ δι­πλα­νὸ ἀλ­σύλ­λιο ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ναν λε­πτὰ ἀ­ρώ­μα­τα λε­μο­νιοῦ, βα­νί­λιας καὶ με­λιοῦ, ποὺ ἀ­να­κα­τεύ­ον­ταν μὲ τὴν ὑ­γρα­σί­α τῆς νύ­χτας.

       «Ἔ­λα, ἔ­χει βρα­διὰ ἀ­νά­γνω­σης» μὲ πα­ρό­τρυ­νε γέρ­νον­τας ἐ­λα­φρὰ τὸ κε­φά­λι πρὸς τὸ κα­τώ­φλι. Αἰφ­νι­δι­ά­στη­κα. Τῆς χα­μο­γέ­λα­σα ἐν­στι­κτω­δῶς. Ἀν­τα­πέ­δω­σε, κα­θὼς μὲ πα­ρα­τη­ροῦ­σε. Κα­τέ­βη­κα τὰ σκα­λιὰ κι ἔ­σπρω­ξα τὴν τζα­μέ­νια πόρ­τα. Ὁ χῶ­ρος ἔ­φερ­νε σὲ αὐ­το­σχέ­διο μπάρ. Κα­μιὰ τρι­αν­τα­ριὰ ἄ­το­μα ἔ­πι­ναν καὶ κά­πνι­ζαν, μό­νοι ἢ σὲ πα­ρέ­ες. Μύ­ρι­ζε μπά­φο κι ἀλ­κο­όλ. Μιὰ γυ­ναί­κα σ’ ἕ­να μι­κρὸ ξύ­λι­νο βά­θρο κρα­τοῦ­σε στὰ χέ­ρια της με­ρι­κὲς σκι­σμέ­νες σε­λί­δες βι­βλί­ου καὶ δι­ά­βα­ζε δυ­να­τά. Γύ­ρω της εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ κά­ποι­οι ποὺ τὴν ἄ­κου­γαν, γε­λών­τας καὶ σχο­λι­ά­ζον­τας. Τὸ βι­βλίο ἦ­ταν πε­τα­μέ­νο δί­πλα της. Πλη­σί­α­σα καὶ τὸ σή­κω­σα. Οἱ Ση­μει­ώ­σεις ἑ­νὸς Πορ­νό­γε­ρου, τοῦ Μπου­κόφ­σκι. Ἔ­νι­ω­σα στὸ χέ­ρι μου τὸ ἐ­πι­τη­δευ­μέ­νο στρι­φο­γύ­ρι­σμα τῆς κυ­λιν­δρι­κῆς ἐ­πι­φά­νειας μπου­κα­λιοῦ. Κα­τά­λα­βα πὼς ἦ­ταν ἐ­κεί­νη. Μό­λις γύ­ρι­σα μοῦ χα­μο­γέ­λα­σε καὶ ζή­τη­σε κά­νον­τάς μου νό­η­μα, τὸ βι­βλί­ο. Τὸ ἀν­ταλ­λά­ξα­με μὲ τὴν μπύ­ρα, χέ­ρι μὲ χέ­ρι. Τὴν κοι­τοῦ­σα νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται μέ­σα στὴν τσι­γα­ρί­λα πρὸς μιὰ αὐ­το­σχέ­δια βι­βλι­ο­θή­κη στὸ βά­θος. Ἐ­πέ­στρε­ψε χω­ρὶς τὸ βι­βλί­ο, ἕ­να μὲ δύ­ο λε­πτὰ ἀρ­γό­τε­ρα. Μ’ ἐ­πι­α­σε ἀ­π’ τὸ μπρά­τσο.

       «Ἐλ­πί­ζω νὰ μὴν εἶ­σαι πο­λὺ ξε­νέ­ρω­τος» μου εἶ­πε. Ἦ­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο πεί­ραγ­μα, νο­μί­ζω, ἂν καὶ δὲν ὑ­πῆρ­χε κά­ποι­α ἔν­δει­ξη στὴν ἔκ­φρα­ση καὶ στὸ ὕ­φος της ποὺ νὰ ἐ­πι­βε­βαί­ω­νε ἐ­κεί­νη τὴν ὥ­ρα κά­τι τέ­τοι­ο.

       Σὲ μί­α ἀ­πὸ τὶς πα­ρέ­ες μὲ σύ­στη­σε ὡς Θη­σέ­α. Εἶ­πε πὼς εἶ­μαι φί­λος της καὶ πὼς ἦρ­θα γιὰ νὰ τὴ “μα­ζέ­ψω”.

       Βγαί­νον­τας ἀ­π’ τὸ μπὰρ εἶ­χε ἤ­δη ἀρ­χί­σει νὰ φυ­σά­ει καὶ νὰ ψι­χα­λί­ζει. Περ­πα­τή­σα­με με­ρι­κὰ τε­τρά­γω­να πί­νον­τας ἐ­ναλ­λὰξ μπύ­ρα ἀ­πὸ τὸ μπου­κά­λι. Δὲν κα­τά­λα­βα πό­τε πέ­ρα­σα τὸ χέ­ρι μου γύ­ρω ἀ­πὸ τὴ μέ­ση της καὶ πά­νω στοὺς γο­φούς της. Ἀ­νε­βή­κα­με στὸ δι­α­μέ­ρι­σμά της.

       «Οὐ­ί­σκι;» ρώ­τη­σε.

       «Ναί­».

       «Πά­γο;»

       «Ὄ­χι».

       Δὲν ἔ­βα­λε οὔ­τε ἐ­κεί­νη. Τρά­βη­ξε τὸν σκοῦ­φο ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας τὸ γυ­μνό, ξυ­ρι­σμέ­νο κρα­νί­ο της. Τὰ μαλ­λιὰ της εἶ­χαν πέ­σει. Τὴν κοι­τοῦ­σα ἀ­μή­χα­να.

       «Εἶ­ναι αὐ­τὸ ποὺ σκέ­φτε­σαι.» Τὸ βλέμ­μα της ὁ­δή­γη­σε τὸ δι­κό μου στὸ στῆ­θος της.

       Πα­ρέ­μει­να ἀ­μή­χα­νος, χω­ρὶς νὰ μπο­ρῶ νὰ πῶ κά­τι.

       «Θὲς νὰ δεῖς;»

       Ἔ­γνε­ψα κα­τα­φα­τι­κά. Ἔ­βγα­λε τὴν μπλού­ζα καὶ τὸ φα­νε­λά­κι. Φά­νη­καν δύ­ο ἐ­κτε­νεῖς δι­α­γώ­νι­ες οὐ­λές, μί­α σὲ κά­θε στῆ­θος. Ἄγ­γι­ξα δι­στα­κτι­κά. Τὰ δά­χτυ­λά μου ἀν­τέ­δρα­σαν στὴν τρα­χύ­τη­τα τῆς οὐ­λῆς. Ἀρ­γὰ καὶ τρυ­φε­ρά, πί­ε­σε τὶς πα­λά­μες μου πά­νω της, πλέ­κον­τας τὰ δά­χτυ­λά της ἀ­νά­με­σα στὰ δι­κά μου. Ἡ αἴ­σθη­ση τῆς τρα­χύ­τη­τας ἄρ­χι­σε νὰ ὑ­πο­χω­ρεῖ, μέ­χρι ποὺ ἐ­ξα­λεί­φθη­κε. Φι­λη­θή­κα­με.

       Κά­να­με ἔ­ρω­τα ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δι… Τὸ πρω­ί, μό­λις ἄ­νοι­ξα τὰ μά­τια, ἦ­ταν ἀ­πὸ πά­νω μου καὶ μὲ πα­ρα­τη­ροῦ­σε.

       «Κα­λη­μέ­ρα. Εἶ­μαι ἡ Ἀ­ριά­δνη» εἶ­πε χα­μο­γε­λών­τας. Ρώ­τη­σα ἂν θὰ τὴν ξα­να­έ­βλε­πα.

       «Ἴ­σως», μοῦ ἀ­πάν­τη­σε. «Ξέ­ρεις ποὺ συ­χνά­ζω.»

       Δυ­ὸ βρά­δια ἀρ­γό­τε­ρα κα­τη­φό­ρι­σα πρὸς τὸ αὐ­το­σχέ­διο μπάρ. Ἔ­μοια­ζε ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νο. Ἡ τζα­μα­ρί­α του ἦ­ταν βαμ­μέ­νη μ’ ἕ­να ἄ­σπρο χρῶ­μα ποὺ τὴν ἔ­κα­νε ἀ­δι­α­φα­νῆ. Κά­ποι­α δι­α­λυ­μέ­να βα­ρέ­λια ποὺ ἔ­παι­ζαν τὸ ρό­λο τρα­πε­ζι­ῶν καὶ πάγ­κων, ἦ­ταν πα­ρα­τη­μέ­να πά­νω στὸ πε­ζο­δρό­μιο. Τὸ βά­θρο ἀ­νά­γνω­σης κι αὐ­τὸ πε­τα­μέ­νο μπρο­στὰ στὴν εἴ­σο­δο. Μαῦ­ρες σα­κοῦ­λες σκου­πι­δι­ῶν ξέ­χει­λες ἀ­πὸ ἄ­δεια μπου­κά­λια, στοι­βά­ζον­ταν δί­πλα στοὺς μπλὲ καὶ πρά­σι­νους κά­δους ἀ­πορ­ριμ­μά­των. Ἀ­πὸ ἕ­να πε­ρί­πτε­ρο λί­γο πα­ρα­κά­τω ἔ­μα­θα πὼς ὁ χῶ­ρος λει­τουρ­γεῖ σὰν πε­ρι­στα­σια­κὸ στέ­κι, κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα νοι­κι­ά­ζε­ται καὶ γί­νον­ται δι­ά­φο­ρες ἐκ­δη­λώ­σεις. Ὁ τύ­πος ποὺ ρώ­τη­σα δὲ φά­νη­κε νὰ ἤ­ξε­ρε κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο.

       Ἐ­πέ­στρε­ψα γιὰ ἕ­να τε­λευ­ταῖ­ο τσι­γά­ρο. Βο­λεύ­τη­κα δί­πλα στὴ γλά­στρα-τε­νε­κέ. Μέ­σα ἀ­πὸ τὸ ἀ­χνὸ φῶς τῆς φλό­γας τοῦ ἀ­να­πτή­ρα δι­έ­κρι­να στὴ βά­ση τῆς γλά­στρας κά­τι ποὺ μοῦ φά­νη­κε γνώ­ρι­μο. Τὸ πῆ­ρα στὰ χέ­ρια μου. Ἀ­συ­ναί­σθη­τα γύ­ρι­σα στὴν πρώ­τη σε­λί­δα. Βα­σι­κά, στὴ σε­λί­δα ποὺ ἐ­κεῖ­νο τὸ βρά­δι εἶ­χε συγ­κυ­ρια­κὰ βρε­θεῖ πρώ­τη. Στὸ ἐ­πά­νω της πε­ρι­θώ­ριο ὑ­πῆρ­χε γραμ­μέ­νο κά­τι: «Τε­λι­κὰ εἶ­σαι τυ­χε­ρός! Ἢ πει­σμα­τά­ρης κι αἰ­σι­ό­δο­ξος… Τὸ ἴ­διο μοῦ κά­νει. Σί­γου­ρα πάν­τως τζέν­τλε­μαν. Τὴ δι­εύ­θυν­ση γιὰ νὰ μοῦ ἐ­πι­στρέ­ψεις ὅ,τι ἀ­πέ­μει­νε ἀ­πὸ τὶς ση­μει­ώ­σεις τοῦ πορ­νό­γε­ρου, τὴ θυ­μᾶ­σαι φαν­τά­ζο­μια.» Ἔ­σβη­σα τὸ τσι­γά­ρο στὴ γλά­στρα-τε­νε­κέ. Ξε­κί­νη­σα, ἔ­χον­τας στὸ μυα­λό μου κα­τὰ τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ νὰ πά­ρω τὸν τε­νε­κέ, νὰ τὸν κα­θα­ρί­σω καὶ νὰ τοῦ χα­ρί­σω γιὰ συν­τρο­φιὰ μιὰ ἀ­λο­κά­σια. Ὡς ἰ­δα­νι­κὸ φόν­το τῆς θέ­σης ποὺ θὰ ἔμ­παι­νε σκε­φτό­μουν τὸν λό­φο τοῦ Φι­λο­πάπ­που, ἔ­τσι ὅ­πως αὐ­τὸς φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὸ μπαλ­κό­νι της.


Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Σπύ­ρος Κρό­κος (1973). Σπού­δα­σε μα­θη­μα­τι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἰ­ω­αν­νί­νων καὶ ἐρ­γά­ζε­ται ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κὸς στὸ Μου­σι­κὸ Σχο­λεῖ­ο Ἀ­θή­νας. Ἔ­χει ὁ­λο­κλη­ρώ­σει με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς στὴ Μα­θη­μα­τι­κὴ Ἐκ­παί­δευ­ση (MSc), στὶς Ἐ­πι­στῆ­μες τῆς Ἀ­γω­γῆς (MEd) καὶ στὴ Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ (MA). Συμ­με­τέ­χει ἐ­πί­σης στὸν πρῶ­το ἐ­τή­σιο κύ­κλο τῆς Σχο­λῆς Πυ­ρο­δό­τη­σης Θε­α­τρι­κῆς Γρα­φῆς τῶν Βαγ­γέ­λη Χα­τζη­γι­αν­νί­δη καὶ Θα­νά­ση Τρι­α­ρί­δη, τοῦ Θε­ά­τρου Πο­ρεί­α. Μι­κρῆς φόρ­μας ἔρ­γα του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὲς ἰ­στο­σε­λί­δες. Σχε­τι­κὲς ἀ­να­φο­ρές:Τὸ automotrice τοῦ χρό­νου, Southern Point, Chop Chop Square, Ἀ­ριά­δνη στὸν ἱ­στο­χῶ­ρο, Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι — Ἡ Αἰ­σθη­τι­κή του Μι­κροῦ· Θραύ­σμα­τα & Ἀ­να­μνή­σεις στὴν ἱ­στο­σε­λί­δα Eyelands· Ὁ Κό­σμος τῆς Λί­μνης στὸν ἱ­στό­το­πο­ Literature. Τὰ δι­η­γή­μα­τά του Ὁ Ἀ­φρι­κά­νι­κος Ζα­κὸ καὶ Τε­λευ­ταῖ­ο Δρο­μο­λό­γιο ἔ­χουν συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των «Δώ­μα­τα μὲ Θέ­α» (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) καὶ «Ἱ­στο­ρί­ες στὶς Ρά­γες» (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες) ἀν­τί­στοι­χα. Ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να.

Γι­ῶρ­γος Πα­λα­βρά­κης: Ἧτ­τες



Γι­ῶρ­γος Πα­λα­βρά­κης


Ἧτ­τες

 

ΑΘΕ ΜΕΡΑ σου­λα­τσά­ρω στὴ Νέ­α Πα­ρα­λί­α μὲ μιὰ τσάν­τα γε­μά­τη βι­βλία. Τί λέ­ω «Νέ­α», λὲς καὶ οἱ πα­ρα­λί­ες ξα­να­νι­ώ­νουν ἢ γερ­νᾶ­νε ὅ­πως οἱ ἄν­θρω­ποι. Ὅ­λα στὰ μέ­τρα μας… Φτά­νω μπρο­στὰ στὸ ΜΙΕΤ καὶ γυ­ρί­ζω τὸ κε­φά­λι μου ἀ­ρι­στε­ρά. Προ­χω­ρῶ λί­γο ἀ­κό­μα καὶ ἀ­κού­ω τὸ σκά­σι­μο τῆς μπά­λας στὸ πλα­στι­κὸ νὰ συμ­πλέ­κε­ται μὲ τὶς φω­νὲς τῶν μα­χη­τι­κῶν ἐ­ρα­σι­τε­χνῶν. Ἐν­στι­κτω­δῶς σκύ­βω νὰ σφί­ξω τὰ κορ­δό­νια μου. Θυ­μᾶ­μαι τὴ γλυ­κιὰ αἴ­σθη­ση τῆς μπά­λας ποὺ κα­τα­λή­γει στὸ κα­λά­θι. Σὰν νὰ ἀ­κού­ω καὶ τὸν δι­α­κρι­τι­κὸ ἦ­χο τοῦ δι­χτυ­οῦ ποὺ ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει τὴν ἐ­πι­τυ­χί­α δύ­ο ἢ τρι­ῶν κου­ρα­στι­κῶν πόν­των. Φτά­νω στὴν πόρ­τα μὲ λα­χτά­ρα, ὅ­πως τό­τε ποὺ μπαί­να­με στὸν τε­λι­κό τοῦ το­πι­κοῦ πρω­τα­θλή­μα­τος κι ὀ­νει­ρευ­ό­μα­σταν νὰ φτά­σου­με στὸ πα­νελ­λή­νιο. Δι­στά­ζω, ὅ­μως, νὰ μπῶ. Δὲν θέ­λω νὰ χά­σει κα­νεὶς σή­με­ρα. Μᾶς φτά­νουν οἱ ἧτ­τες τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς ζω­ῆς. Ἄλ­λω­στε, ἡ πα­λιά μου φα­νέ­λα εἶ­ναι κα­λὰ δι­πλω­μέ­νη στὴν ντου­λά­πα μα­ζὶ μὲ κάμ­πο­σες ἀ­νού­σι­ες νί­κες.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Γι­ῶρ­γος Πα­λα­βρά­κης (Τρί­κα­λα, 1992). Εἶ­ναι ὑ­πο­ψή­φιος δι­δά­κτο­ρας Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας ΑΠΘ. Πα­ράλ­λη­λα μὲ τὰ φι­λο­λο­γι­κὰ ἔ­χει ἐρ­γα­στεῖ ἀρ­κε­τὰ χρό­νια ὡς μου­σι­κός. Κεί­με­νά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά.



		

	

Τε­ὸ Ρόμ­βος: Τὸ κόκ­κι­νo τῆς φω­τιᾶς



Τε­ὸ Ρόμ­βος


Τὸ κόκ­κι­νo τῆς φω­τιᾶς


ΠΑΓΩΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΦΟΒΕΡΗ σὲ κά­θε γω­νιὰ τοῦ τρέ­νου. Οἱ ἀ­νά­σες μου ξε­πη­δᾶ­νε καὶ ὑ­λο­ποι­οῦν­ται σὰν πρά­μα ζων­τα­νὸ καὶ μ’ ἀ­κο­λου­θοῦ­νε κα­θὼς προ­χω­ρῶ στὸ δι­ά­δρο­μο. Βρῶ­μα καὶ μι­ζέ­ρια παν­τοῦ. Στρα­τι­ῶ­τες χα­κί, κου­ρε­μέ­νοι πο­λί­τες, φοι­τη­τές, Πο­μά­κοι, Τοῦρ­κοι τῆς Θρά­κης, Ἕλ­λη­νες. Ἐ­κεῖ ἔ­ξω, τὰ με­λα­νιὰ νε­ρὰ τοῦ Νέ­στου ποὺ κυ­λᾶ­νε δί­πλα μας, ξε­μαλ­λι­α­σμέ­να δά­ση σὲ τουρ­λω­τὰ βου­νὰ καὶ μο­να­ξι­ά­ρη­δες ἀρ­γυ­ρο­πε­λε­κά­νοι ποὺ φτε­ρου­γί­ζου­νε μα­ζί μας. Πα­ρα­νέ­στιον, Σταυ­ρού­πο­λις, Κυ­ψέ­λη, Ἴ­α­σμος, Σώ­στης. Φω­νὲς καὶ βλα­στή­μι­ες. Νυ­χτώ­νει σ’ ἕ­ναν ἐ­πί­πε­δο τό­πο. Μουν­τὰ χρώ­μα­τα, σπάρ­τα καὶ λά­σπη. Ὁ πο­μά­κος δί­πλα μου ξα­πλω­μέ­νος μ’ ἀ­νοι­χτὰ τὰ πό­δια σφίγ­γει καὶ τρί­βει ἡ­δο­νι­κὰ τ’ ἀρ­χί­δια του ἐ­νῶ μουρ­μου­ρά­ει λαγ­γε­μέ­να καὶ λι­γω­μέ­να λό­για. Τὰ φῶ­τα τῆς Κο­μο­τη­νῆς λαμ­πα­δι­ά­ζου­νε στὸ βρω­μι­σμέ­νο τζά­μι τῆς δεύ­τε­ρης θέ­σης. Ἐλ­πί­ζω νὰ μὲ πε­ρι­μέ­νει στὸ σταθ­μό…


*********


Μὲ πε­ρί­με­νε σκο­τει­νὴ καὶ ξε­πα­γι­α­σμέ­νη. Ἀγ­κα­λι­α­στή­κα­με καὶ με­τὰ ἀ­πὸ μιὰ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα χω­ρί­σα­με καὶ κοι­τα­χτή­κα­με στὰ μά­τια. Δε­κα­τρεῖς ὧ­ρες τα­ξί­δι. Τὴ βρῆ­κα λί­γο ὠ­χρὴ καὶ ἀ­δυ­να­τι­σμέ­νη. Περ­πα­τή­σα­με στὴν πα­γω­νιά, στὸ θαμ­πὸ φῶς τοῦ δρό­μου, ἐ­νῶ πέ­ρα ἀ­κου­γό­τα­νε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου ποὺ ξε­μά­κραι­νε. Πε­ρι­πλα­νη­θή­κα­με γιὰ λί­γο στοὺς λι­θό­στρω­τους δρό­μους τῆς πα­λιᾶς τούρ­κι­κης συ­νοι­κί­ας. Τζα­μιά, μι­να­ρέ­δες, μι­κρο­μά­γα­ζα. Κι ἔ­νι­ω­σα ἐ­πι­τέ­λους κα­λά…


*********


Κά­τσα­με σ’ ἕ­να κα­φε­νὲ μ’ ὅ­λες τὶς φά­τσες τῶν ἀρ­σε­νι­κῶν γυ­ρι­σμέ­νες πά­νω μας καὶ πα­ραγ­γεί­λα­με κά­τι ζε­στό. Εἶ­χα πα­ρα­τη­ρή­σει κά­τι πε­ρί­ερ­γο στὸ βά­δι­σμά της κα­θὼς καὶ κά­ποι­ες μι­κρὲς συ­σπά­σεις στὸ πρό­σω­πό της ποὺ μὲ βά­λα­νε σὲ σκέ­ψεις, γι’ αὐ­τὸ καὶ τὴ ρώ­τη­σα. Ἐ­κεί­νη κοκ­κί­νι­σε καὶ θέ­λη­σε ν’ ἀλ­λά­ξει κου­βέν­τα. Ἐ­πέ­με­να καὶ τὴν πί­ε­σα νὰ μοῦ ὑ­πο­σχε­θεῖ ὅ­τι θὰ μι­λού­σα­με ἀρ­γό­τε­ρα. Γε­λά­σα­με μὲ τὸ γκαρ­σό­νι ποὺ μπερ­δεύ­τη­κε κι ἔ­χυ­σε τὸ κρα­σὶ τοῦ Ἰσ­λὰμ ποὺ μᾶς ἔ­φερ­νε καὶ με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο ζε­στα­μέ­νος κι ἐ­ρε­θι­σμέ­νος θέ­λη­σα νὰ πᾶ­με στὸ δω­μά­τιό της. Ξαφ­νι­κὰ ἔ­γι­νε πο­λὺ ἀ­μή­χα­νη, σὰν νὰ μὴν ἤ­ξε­ρε πιὰ νὰ μι­λά­ει καὶ στρι­φο­γύ­ρι­ζε τὰ δά­χτυ­λά της, ἐ­νῶ στε­κό­ταν ὄρ­θια καὶ μὲ κοι­τοῦ­σε, κά­ποι­α στιγ­μή, ἐ­πι­τέ­λους, τὸ ἀ­πο­φά­σι­σε, μοῦ εἶ­πε ὅ­μως ὅ­τι θὰ κοι­μό­μα­σταν σὲ χω­ρι­στὰ κρε­βά­τια.

       Ἡ νύ­χτα ἦ­ταν μιὰ με­γά­λη σκο­τει­νὴ τρύ­πα ποὺ μᾶς ρούφη­ξε καὶ μᾶς στρι­φο­γύ­ρι­σε σὲ τοῦ­νελ ἐ­ρω­τι­κῆς ἔ­ξα­ψης καὶ πα­ρά­κρου­σης. Μα­κριὰ ἀ­κου­γό­τα­νε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου.

       Κα­τὰ τὸ πρω­ΐ, γυ­ρι­σμέ­νη μπρού­μυ­τα στὸ κρε­βά­τι, μοῦ πρό­σφε­ρε τὰ ὀ­πί­σθιά της. Ἦ­ταν ἀ­νέν­δο­τη σὲ κά­θε κου­βέν­τα μου γιὰ με­τω­πι­κὴ δι­είσ­δυ­ση, ἀ­κό­μα καὶ γιὰ νὰ τῆς χα­ρί­σω τὸ ἀ­γα­πη­μέ­νο της, πα­λιά, κου­δού­νι­σμα τῆς γλώσ­σας μου πά­νω στὸ σή­μαν­τρο τῆς ἡ­δο­νῆς της. Μὲ κα­νέ­να τρό­πο δὲ μ’ ἄ­φη­νε νὰ τὴ δῶ καὶ νὰ τὴν ἀγ­γί­ξω στὸ μου­νάκι της. Αἰ­σθάν­θη­κα ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος, ἀλ­λὰ ὁ­δη­γη­μέ­νος καὶ ἀ­πὸ τὸ ἔν­στι­κτο τὸ γε­νε­σι­ουρ­γὸ πα­σά­λει­ψα τὴν ψω­λή μου μὲ βα­ζε­λί­νη ποὺ μοῦ ἔ­δω­σε ἐ­κεί­νη ἀ­πὸ τὸ κο­μο­δί­νο —κά­τι μι­κρὸ ποὺ μ’ ἔ­κα­νε γιὰ μιὰ στιγ­μὴ νὰ τὰ χά­σω— καὶ γλί­στρη­σα μέ­σα της, ἐ­νῶ ἐ­κεί­νη εἶ­χε τεν­τω­θεῖ στὰ γό­να­τα καὶ ἔ­σκου­ζε, βέ­λα­ζε, γαύ­γι­ζε, ἔ­κρω­ζε, νι­α­ού­ρι­ζε, μουγ­κά­νι­ζε, μέ­χρι ποὺ τῆς χά­ρι­σα τὸν ὕ­στα­το ρόγ­χο θα­νά­του.

       Με­τά, μα­ρα­μέ­νοι κι οἱ δυ­ό μας, ἀ­πο­κοι­μη­θή­κα­με. Τὸ πρω­ϊ­νό, ὁ ἥ­λιος ἐ­πι­τέ­θη­κε πρῶ­τα σ’ ἐ­μέ­να. Κοί­τα­ξα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸ μι­σο­κα­τε­βα­σμέ­νο στό­ρι καὶ εἶ­δα μιὰ ἡ­λι­ό­λου­στη χει­μω­νι­ά­τι­κη μέ­ρα νὰ μὲ χαι­ρε­τά­ει. Γύ­ρι­σα δί­πλα στὴν κο­πέ­λα καὶ χά­ζε­ψα τὸ τρυ­φε­ρὸ κοι­μι­σμέ­νο πρό­σω­πό της. Τρά­βη­ξα λί­γο τὴν κου­βέρ­τα καὶ κοί­τα­ξα τὰ βα­ριά της στή­θια, τὸ ρο­δα­λὸ δέρ­μα καὶ τὶς ἀ­κα­νό­νι­στες κοκ­κι­νί­λες ποὺ τῆς εἶ­χε ἀ­πο­τυ­πώ­σει ἡ σκλη­ρὴ κου­βέρ­τα στὰ πλευ­ρὰ καὶ στὴν κοι­λιά της. Τρά­βη­ξα λί­γο ἀ­κό­μα τὴν κου­βέρ­τα, ἐ­νῶ ἀ­να­ση­κώ­θη­κα καὶ θαύ­μα­σα τὰ δυ­να­τὰ πό­δια της καὶ τὴν τού­φα τὶς τρί­χες ποὺ ξε­πε­τά­γον­ταν ἀ­γρι­ε­μέ­νες καὶ κεῖ πά­γω­σα…

       Τὰ χεί­λη τοῦ κόλ­που της ἦ­ταν κοκ­κι­νι­σμέ­να, φου­σκω­μέ­να καὶ ραμ­μέ­να, ναί, ραμ­μέ­να. Ἔ­σκυ­ψα πιὸ κον­τά, μέ­χρι ποὺ μύ­ρι­σα τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη μυ­ρω­διὰ ἀ­πὸ τὰ κολ­πι­κὰ ὑ­γρά, ζευ­γα­ρω­μέ­να μὲ τὴν ἀμ­μω­νί­α τοῦ κά­του­ρου καὶ κοί­τα­ξα ξα­νά, πιὸ προ­σε­κτι­κά. Μιὰ λε­πτὴ πε­το­νιὰ ἔ­πια­νε καὶ τὶς δυ­ὸ πλευ­ρὲς στὰ χεί­λη τοῦ κόλ­που, σφι­χτὰ ραμ­μέ­νη ἀ­πὸ κά­ποι­ον ποὺ ἤ­ξε­ρε τί ἔ­κα­νε, χω­ρὶς ν’ ἀ­φή­νει κα­μιὰ σχι­σμὴ ἐ­λεύ­θε­ρη. Μοῦ ἦρ­θε ἐ­με­τός. Ἡ τά­ση γιὰ ἐ­με­τό μοῦ προ­κά­λε­σε ἀ­κα­τά­σχε­το βή­χα κι ὁ θό­ρυ­βος ποὺ ἔ­κα­να ξύ­πνη­σε τὴν κο­πέ­λα ποὺ μὲ κοί­τα­ξε, μό­νο γιὰ μιὰ στιγ­μή, κι ἀ­μέ­σως πε­τά­χτη­κε πά­νω κι ἄρ­χι­σε νὰ οὐρ­λιά­ζει πρὶν σω­ρια­στεῖ στὸ πά­τω­μα. Ἔ­πε­σα πά­νω της καὶ τὴν κρά­τη­σα σφι­χτὰ στὴν ἀγ­κα­λιά μου γιὰ ὥ­ρα.

       Μα­κριὰ ἀ­κού­στη­κε τὸ σφύ­ριγ­μα τοῦ τρέ­νου ποὺ ἔμ­παι­νε στὸ σταθ­μό.



Πηγή: Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Ἀσσασίνοι τοῦ Βορρᾶ Δροσουλίτες τοῦ Νότου (ἐκδ. Γόρδιος, Ἀθήνα, 1993· Α’ἔκδοση: Στὸ Βορρᾶ καὶ στὸ Νότο, ἐκδ. Στύγα, 1991).

Τε­ὸ Ρόμ­βος (Ἀ­θή­να, Κου­κά­κι, 1945). Ἔ­ζη­σε κα­τὰ δι­α­στή­μα­τα στὴν Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή, στὴν Ἰ­α­πω­νί­α, τὶς Ἠ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες καὶ στὸ Κογ­κὸ καὶ μό­νι­μα στὴ Γαλ­λί­α καὶ τὴ Γερ­μα­νί­α. Σπού­δα­σε κι­νη­μα­το­γρά­φο. Ἐ­πί­σης σύ­στη­σε τὸ ἀ­ναρ­χι­κὸ βι­βλι­ο­πω­λεῖ­ο Octopus Press, ποὺ ἦ­ταν ση­μεῖ­ο συ­νάν­τη­σης γιὰ πε­ρι­θω­ρια­κούς, καλ­λι­τέ­χνες, ποι­η­τές, συγ­γρα­φεῖς ποὺ συμ­με­τεῖ­χαν σὲ πλῆ­θος πο­λι­τι­κῶν συ­ζη­τή­σε­ων. Βι­βλί­α του: Τρί­α φεγ­γά­ρια στὴν πλα­τεί­αΚεί­με­νο Πά­θοςΓε­ώρ­γιος Νέ­γρος: Ὁ Τί­γρης τοῦ Αἰ­γαί­ου κ.ἄ.



		

	

Γι­ού­λη Χρο­νο­πού­λου: Ἄ­ρω­μα φου­ζέρ



Γι­ού­λη Χρο­νο­πού­λου


Ἄ­ρω­μα φου­ζέρ


Στὴ Χα­ρι­νέ­λα

ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ, ὡ­ραί­α γυ­ναί­κα, κο­κέ­τα κι ἀρ­χον­τι­κή, συ­νή­θι­ζε νὰ ἀ­ρω­μα­τί­ζει μὲ ἄ­ρω­μα φου­ζὲρ ἐ­κεί­νη καὶ τὴν ἀ­δελ­φή της, ὅ­ταν ἦ­ταν μι­κρές. Τὸ πα­λιὸ γαλ­λι­κὸ ἄ­ρω­μα, ποὺ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἦ­ταν ἀν­τρι­κό, ἡ μη­τέ­ρα της τὸ ξε­χώ­ρι­ζε καὶ τὸ ἀ­γα­ποῦ­σε. Λά­τρευ­ε νὰ τὸ μυ­ρί­ζει. Τὸ σκόρ­πι­ζε στὴν ντου­λά­πα καὶ στὰ συρ­τά­ρια τους, στὰ σεν­τό­νια καὶ στὶς πε­τσέ­τες, ποὺ ἀ­να­δι­ναν τό­νους λε­βάν­τας, περ­γα­μόν­του καὶ φα­σκό­μη­λου, δεν­τρο­λί­βα­νο καὶ μαν­τα­ρί­νι, σαν­τα­λό­ξυ­λο καὶ κου­μα­ρί­νη, ποὺ μύ­ρι­ζε σὰ φρε­σκο­κομ­μέ­νο χόρ­το. Ἦ­ταν μιὰ δρο­σι­στι­κὴ μυ­ρω­διὰ φρε­σκά­δας καὶ ἀ­να­ζω­ο­γό­νη­σης. Ἦ­ταν ἕ­να δεῖγ­μα ἀ­γά­πης, ἔ­γνοι­ας καὶ κα­θη­συ­χα­σμοῦ. Ἦ­ταν μιὰ μη­τρι­κὴ ἀγ­κα­λιὰ πάν­τα πα­ρού­σα κι ὅ­ταν ἐ­κεί­νη ἔ­λει­πε. Καὶ κα­θὼς οἱ μυ­ρω­δι­ὲς πο­τί­ζουν τὶς ρί­ζες τῆς μνή­μης καὶ ἀ­να­δεύ­ουν σὰν αἰφ­νί­διος ἄ­νε­μος τὰ κλα­διά της, εἰ­σχω­ρών­τας ἀ­νύ­πο­πτα στὸ πα­ρόν, ὅ­σο μα­κρι­νὲς δι­α­δρο­μὲς κι ἂν ἔ­χουν δι­α­νύ­σει, ἡ εἰ­κό­να τῆς μη­τέ­ρας ἀ­να­δυ­ό­ταν πάν­τα στὸ νοῦ της μα­ζὶ μὲ τὴ εὐ­ω­διὰ τοῦ φου­ζέρ, ποὺ ἦ­ταν ἀ­δύ­να­το νὰ ξε­χα­στεῖ, μο­λο­νό­τι ἡ ἴ­δια δὲ συ­νέ­χι­σε με­γα­λώ­νον­τας τὴ συ­νή­θεια τῆς μά­νας της.

       Τώ­ρα, σὰν ἀν­τα­πό­δο­ση, νι­ώ­θει τὴν ἀ­νάγ­κη, κά­θε ποὺ τὴν ἐ­πι­σκέ­πτε­ται, νὰ τῆς πη­γαί­νει, μα­ζὶ μ’ ἕ­να μπου­κέ­το λου­λού­δια, κι ἕ­να μπου­κά­λι φου­ζέρ. Νὰ τῆς ἐ­πι­στρέ­φει τὴ φρον­τί­δα, τὴν πα­ρη­γο­ρη­τι­κὴ ἀγ­κα­λιά, τὸ ἀγ­κυ­ρο­βό­λι. Ἔ­τσι, φθά­νον­τας, ἀ­φοῦ τα­κτο­ποι­ή­σει τὸ μπου­κέ­το στὸ βά­ζο, πλη­σιά­ζει μὲ βή­μα­τα σι­γα­νὰ ἐ­κεῖ ποὺ ἀ­να­παύ­ε­ται καὶ τὴν ραν­τί­ζει μὲ τὸ ἄ­ρω­μα. Ρί­χνει πρῶ­τα στα­γό­νες στὸ μάρ­μα­ρο, ἁ­πα­λὰ χα­ϊ­δεύ­ον­τάς το, ἔ­πει­τα τὸ στα­λά­ζει μὲ προ­σο­χὴ στὴ φω­το­γρα­φί­α, στὶς ὄ­χθες τοῦ χα­ραγ­μέ­νου ὀ­νό­μα­τος καὶ τοῦ σταυ­ροῦ, πλημ­μυ­ρί­ζον­τας μὲ τὴ μο­σχο­βο­λιά του τὸ νε­κρο­τα­φεῖ­ο. Ὅ­ταν πιὰ ἔρ­χε­ται ἡ ὥ­ρα νὰ φύ­γει, τὸ ἄ­ρω­μα φου­ζὲρ ἔ­χει σκορ­πί­σει παν­τοῦ: πά­νω της, μέ­σα της, γύ­ρω της, στοὺς τά­φους καὶ στὸ χῶ­μα, στὰ κυ­πα­ρίσ­σια καὶ τὸν οὐ­ρα­νό, σὰ νὰ δι­ά­βη­κε τὸ χῶ­ρο καὶ τὸ χρό­νο. Ἄ­ρω­μα στοὺς αἰ­ῶ­νες.



Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Γι­ού­λη (Ἀγ­γε­λι­κὴ) Χρο­νο­πού­λου. Σπούδασε φιλολογία. Ἔ­χει ἐρ­γα­στεῖ ὡς ἐκ­παι­δευ­τι­κός, Σχο­λι­κὴ Σύμ­βου­λος καὶ Συν­το­νί­στρια Ἐκ­παι­δευ­τι­κοῦ Ἔρ­γου φι­λο­λό­γων. Εἶ­ναι ἀ­πό­φοι­τος τοῦ Νε­ο­ελ­λη­νι­κοῦ Τμή­μα­τος τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πανεπιστημί­ου Ἰ­ω­αν­νί­νων, κά­το­χος με­τα­πτυ­χια­κοῦ τί­τλου στὶς κλα­σι­κὲς σπου­δὲς ἀ­πὸ τὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Λον­δί­νου καὶ δι­δά­κτωρ ΕΚΠΑ. Ἔ­χει ἐκ­δώ­σει τὸ βι­βλί­ο Ὁ δρῶν λό­γος. Ρη­το­ρι­κὴ καὶ Φι­λο­σο­φί­α στὸν Σο­φο­κλῆ (Νῆ­σος), ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ συλ­λο­γι­κοὺς τό­μους, ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει ἐ­πι­στη­μο­νι­κὰ ἄρ­θρα, κα­θὼς καὶ κρι­τι­κὲς βι­βλί­ου καὶ τέ­χνης, ἐ­νῶ ἔ­χει λά­βει μέ­ρος καὶ στὴν πα­ρα­γω­γὴ ἐκ­παι­δευ­τι­κῶν ται­νι­ῶν. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν φι­λο­ξε­νη­θεῖ σὲ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ (Χάρ­της, Φρέ­αρ).



		

	

Τζί­μης Πα­νού­σης: Ὁ σχι­ζο­φρε­νὴς δο­λο­φό­νος μὲ τὸ μπαμ­πά­κι



Τζί­μης Πα­νού­σης  (Ἀφιέρωμα, 4/6)


Ὁ σχι­ζο­φρε­νὴς δο­λο­φό­νος μὲ τὸ μπαμ­πά­κι


Δῶ­στε μου ἐ­πι­χο­ρή­γη­ση νὰ σπεί­ρω κα­λαμ­πό­κια,
νὰ φτά­σου­νε πο­λὺ ψη­λά, νὰ κρύ­ψου­νε τὰ κλώ­νια
τῆς ‘­βλο­γη­μέ­νης χα­σι­σιᾶς πού ‘ν στὴν πα­ρα­νο­μί­α,
γιὰ νὰ ξο­φλή­σω δά­νεια, νὰ φά­ει κι ἡ ἀ­στυ­νο­μί­α.

ΩΣ ΝΑ ΠΑΝΕ ΚΑΤΩ τὰ μπαμ­πά­κια μὲ τέ­τοι­ες τι­μές; Ἂν τό ‘­ξέ­ρα ὅ­τι θὰ βά­ζω καὶ ἀ­πὸ τὴν τσέ­πη μου τὴν τρύ­πια, θὰ κοί­τα­γα νὰ βρῶ σπό­ρο ὀλ­λαν­δι­κό, νὰ σπεί­ρω χαν­ζα­πλά­στ καὶ τσι­ρό­τα ποὺ τὰ ζη­τά­ει ἡ ἀ­γο­ρὰ ἡ νε­ό­πλου­τη. Στὴν ἀρ­χὴ ἔ­βα­ζα κα­πνά, ποὺ τὰ βρῆ­κα ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα μου, ὅ­πως τὰ εἶ­χε βρεῖ κι αὐ­τὸς ἀ­πὸ τὸν παπ­πού του. Με­τά, ἄρ­χι­σε νὰ πέ­φτει ἡ ζή­τη­ση για­τί ὁ κο­σμά­κης ἐ­θί­στη­κε στὸ Marlboro ποὺ ἔ­χει καὶ κά­τι ἄλ­λο μέ­σα ποὺ δὲν τὸ μαρ­τυ­ρᾶ­νε, ὅ­πως δὲν μαρ­τυ­ρᾶ­νε καὶ τὴ συν­τα­γὴ τῆς κό­κα-κό­λα, ποὺ τὴ συ­νή­θι­σε ἡ συ­χω­ρε­μέ­νη ἡ Χρι­στί­να Ὠ­νά­ση για­τὶ στὴν κό­κα, κολ­λᾶς. Σὰν νὰ μὴν ἔ­φτα­νε αὐ­τὸ μὲ τοὺς Ἀ­με­ρι­κά­νους ποὺ βά­ζου­νε ὅ,τι βρί­σκου­νε μέ­σα στὰ τσι­γά­ρα (ἀ­πὸ μέ­λι μέ­χρι πο­τά­σα, καὶ με­τὰ τὰ βρά­ζου­νε), βά­λα­νε καὶ τὶς ταμ­πέ­λες: «Τὸ κά­πνι­σμα βλά­πτει τρο­με­ρὰ τὴν ὑ­γεί­α», μᾶς κά­να­νε τοὺς πε­λά­τες ὑ­πο­ψή­φιους καρ­κι­νο­πα­θεῖς, καὶ τὰ ἔ­σο­δα ἀ­πὸ τὸν κα­πνὸ γί­να­νε κα­πνός. Γιὰ νὰ σοῦ δώ­σω νὰ κα­τα­λά­βεις τὴν προ­πα­γάν­δα τῶν ἐ­πεν­δυ­τῶν τοῦ τέ­ταρ­του Ρά­ιχ, τὶς ἀ­πα­γο­ρεύ­σεις τὶς κολ­λᾶ­νε ὅ­που τους συμ­φέ­ρει. Ξε­ρί­ζω­σα, λοι­πόν, τὰ κα­πνὰ κι ἔ­βα­λα μπαμ­πά­κι ἐ­πι­δο­τού­με­νο. Θά ‘­χω τὸ κε­φά­λι μου ἥ­συ­χο, σκέ­φτη­κα. Ποῦ νὰ φαν­τα­στῶ ὅ­τι θὰ πε­τά­γα­νε τὰ στρώ­μα­τα μὲ τὰ μπαμ­πά­κια καὶ θὰ τὴν ἀ­ρά­ζα­νε πά­νω σε εἰ­σα­γό­με­νους κο­κο­φοί­νι­κες! Με­τά, βγή­κα­νε καὶ οἱ σερ­βι­έ­τες μὲ τὰ πτε­ρύ­για — ἄλ­λο με­γά­λο πλῆγ­μα γιὰ τὸ ἀ­πορ­ρο­φη­τι­κὸ βαμ­βά­κι ποὺ δὲ δι­α­θέ­τει τὴν αἴ­γλη τοῦ πλα­στι­κοῦ. Ἔ­τσι ποὺ πᾶ­με, ἂν δὲ γί­νει πό­λε­μος νὰ ξε­σκαρ­τά­ρου­με, θὰ βά­ζου­με ἐμ­φι­α­λω­μέ­νο νε­ρὸ στὸ κα­ζα­νά­κι τῆς του­α­λέ­τας, ἐ­νῶ ἀ­π’ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν πόρ­τα μας θὰ ψο­φᾶ­νε κα­μιὰ δε­κα­ριὰ ἀ­προ­σάρ­μο­στοι ἀ­πὸ τὴ δί­ψα. «Ἔ­τσι εἶ­ναι ὁ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμὸς» μᾶς εἶ­πε ὁ γε­ω­πό­νος ἀ­πὸ τὸ Ὑ­πουρ­γεῖ­ο Γε­ωρ­γί­ας ποὺ μᾶς φέρ­νει μὲ τὸ ἀ­ζη­μί­ω­το τὰ δη­λη­τή­ρια τοῦ ὑ­πουρ­γοῦ γιὰ τὸν ἀρ­γὸ θά­να­το τῶν χω­ρα­φι­ῶν. Μπῆ­κα μέ­σα, λοι­πόν, καὶ μὲ τὸ μπαμ­πά­κι, καὶ τώ­ρα σκέ­φτο­μαι, ὅ­πως καὶ οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι στὸ χω­ριό, νὰ φυ­τέ­ψω ἄ­σφαλ­το. Θὰ ρί­ξω πίσ­σα, χα­λί­κι, ἄμ­μο, κι ἄ­σ’ τους νὰ κου­ρεύ­ον­ται. Θὰ πά­ω στὴν Ἀ­θή­να καὶ θὰ γί­νω κομ­μώ­τρια. Ποι­ὸς θὰ προ­σέ­ξει ὅ­τι εἶ­μαι ἄν­τρας, ἔ­τσι ποὺ τοὺς ζα­λί­ζει κά­θε βρά­δυ ἡ τη­λε­ό­ρα­ση μὲ τὴν ἡ­ρω­ί­νη τῶν σχο­λεί­ων;

       Σχό­λα­σα, λοι­πόν, πάρ­κα­ρα τὸ τρα­κτὲρ στὸ με­γα­λύ­τε­ρο μπλό­κο —μὴ μοῦ τὸ κλέ­ψου­νε— καὶ κα­τέ­βη­κα στὴν Ἀ­θή­να. Μοῦ λεί­πει, βέ­βαι­α, τὸ κα­φε­νεῖ­ο, ἀλ­λὰ ἔ­μα­θα ὅ­τι ἀ­νοί­γουν ἑ­ξα­κό­σια ἑ­ξήν­τα ἕ­ξι κα­ζί­να στὴν πε­ρι­φέ­ρεια, καὶ ὅ,τι βγά­ζω ἀ­πὸ τὸ ντα­βα­τζι­λί­κι, πά­ω, τοὺς τὰ ἀ­κουμ­πά­ω καὶ ξε­δί­νω. Για­τί τὸ κομ­μω­τή­ριο εἶ­ναι βι­τρί­να, ὅ­πως κα­τα­λά­βα­τε. Δὲν κα­τέ­βη­κα μό­νος μου στὴν πρω­τεύ­ου­σα, δι­ό­τι κά­τι σκαμ­πά­ζω κι ἐ­γὼ ὁ βλά­χος ἀ­πὸ ἐκ­συγ­χρο­νι­σμό. Ἔ­χω ἕ­ναν ξά­δερ­φο μπά­τσο —μα­κρι­νό, βέ­βαι­α, για­τί ἡ οἰ­κο­γέ­νειά μας εἶ­ναι ἀ­ρι­στε­ρή—, καὶ μοῦ πού­λη­σε τέσ­σε­ρις Βουλ­γά­ρες πα­νε­πι­στη­μια­κοῦ ἐ­πι­πέ­δου μὲ εἰ­δί­κευ­ση στὸ πρω­κτι­κὸ ἄ­νευ προ­φυ­λα­χτι­κού.

       Ἔι­τζ νὰ φά­ν’ κι οἱ κό­τες οἱ παν­τρε­μέ­νες, ἔ­τσι ὅ­πως εἶ­ναι ζα­λι­σμέ­νες ἀ­πὸ τὶς τσόν­τες καὶ τοὺς ρυθ­μοὺς σύγ­κλι­σης. Ἄλ­λη ζω­ὴ ‘­δῶ στὴν πρω­τεύ­ου­σα! Δὲ σὲ ξέ­ρει κα­νέ­νας, δὲν ξέ­ρεις κα­νέ­ναν. Ἀλ­λά, δό­ξα τῷ Θε­ῶ, τοῦ που­λιοῦ τὸ γά­λα τὸ κερ­δί­ζω, καὶ μὲ τὸ πα­ρα­πά­νω. Τὸ μό­νο ποὺ στε­νο­χω­ρι­έ­μαι, εἶ­ναι ποὺ ὁ γιός μου ὁ μα­λά­κας ἔ­πε­σε στὴν πρέ­ζα, καὶ μό­λις πε­θά­νω, τὸ μπουρ­δέ­λο τὸ κομ­μω­τή­ριο θὰ πά­ει στρά­φι. Εἶ­μαι στὰ πα­ζά­ρια τώ­ρα μὲ ξέ­νους ἐ­πεν­δυ­τὲς νὰ τὸ που­λή­σω, νὰ πά­ω νὰ τσι­μεν­τώ­σω τὴν Ἐλ­βε­τί­α, νά ‘­μαι κον­τὰ καὶ στὸ παι­δί μου ποὺ μπαι­νο­βγαί­νει στὰ νο­σο­κο­μεῖα. Τώ­ρα ποὺ τὸ θυ­μή­θη­κα, ἔ­χω ξε­χά­σει καὶ τὸ τρα­κτὲρ ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴ Βι­ο­καρ­πὲτ ποὺ φτιά­χνει βι­ο­νι­κὰ χα­λιὰ ντί­τζι­ταλ γιὰ ρα­δι­ό­φω­να. Δὲν ἐ­νο­χλεῖ, ὅ­μως, μοῦ ‘­πά­νε. Βα­ρε­θή­κα­νε οἱ πρω­τευ­ου­σιά­νοι τὶς βόλ­τες καὶ κλει­στή­κα­νε γιὰ πάν­τα στὰ σπί­τια τους. Ποῦ νὰ τρέ­χεις τώ­ρα στὶς κω­λο­ε­κλο­γές, ἀ­φοῦ τὰ δεί­χνει ὅ­λα ἡ τη­λε­ό­ρα­ση; Ἔ­χω δεῖ τό­σο πολ­λὲς φο­ρὲς τὸ αὐ­το­κί­νη­τό μου στὶς δι­α­φη­μί­σεις, ποὺ τὸ σι­χά­θη­κα. Θὰ τοῦ βά­λω φω­τιά, θὰ πά­ρω τὴν ἀ­σφά­λεια καὶ θὰ γυ­ρί­σω στὸ χω­ριό. Εἶ­μαι ἀ­κό­μα ἐ­ρω­τευ­μέ­νος μὲ τὴν πρώ­τη μου κα­τσί­κα.



Πη­γή: Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Β΄ ἔκ­δο­ση, Ἀ­θή­να, 2005.

[Αὐ­το-ερ­γο­βι­ο­γρα­φι­κὸ ἀ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Ἀ­θή­να, 2005:]

Τζί­μης Πα­νού­σης. Γεν­νή­θη­κε τὸ 1954, στὶς 12 Φε­βρου­α­ρί­ου, λί­γο πρὶν τὶς 12 τὰ με­σά­νυ­χτα […]. Γρά­φει τρα­γού­δια, βι­βλί­α καὶ κά­νει ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο ἀ­πὸ τὸ 1988. Ξε­κί­νη­σε τὴν κα­ρι­έ­ρα του ἐν­νέ­α χρό­νων παί­ζον­τας Κα­ραγ­κι­ό­ζη, μὲ αὐ­το­σχέ­δι­ες φι­γοῦ­ρες ἀ­πὸ ἐ­ξώ­φυλ­λα πε­ρι­ο­δι­κῶν, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ σύρ­μα­τα ἱ­δρύ­μα­τος ἀ­προ­σάρ­μο­στων παι­δι­ῶν στὸ Χο­λαρ­γό. Ἔ­χει ἀλ­λερ­γί­α στὸ ὀ­πα­δι­λί­κι ὅ­λων τῶν τύ­πων, ἀ­πὸ κόμ­μα­τα καὶ ὀρ­γα­νώ­σεις μέ­χρι πο­δο­σφαι­ρι­κὲς ὁ­μά­δες καὶ πα­τρί­δες. Σι­χαί­νε­ται τοὺς ἀ­με­ρι­να­νο­τσο­λιά­δες, τοὺς νε­ο­γε­νί­τσα­ρους ἐκ­συγ­χρο­νι­στὲς καὶ τοὺς χρη­μα­τό­δου­λους ἀρ­πα­κο­λα­τζῆ­δες […]. Κομ­πορ­ρη­μο­νεῖ ὁ ἴ­διος, ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε συγ­κι­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ντέρ­μπι τῶν αἰ­ω­νί­ων ἀν­τι­πά­λων Δό­ξας καὶ Χρή­μα­τος (τὸ παί­ζει στάν­ταρ Χί, καὶ μά­λι­στα μη­δὲν μη­δέν). Συμ­πα­γὴς καλ­λι­τέ­χνης βα­ρέ­ων βα­ρῶν, ἔ­χει στὴν πλά­τη του ἕ­να βα­ρὺ ἔμ­φραγ­μα κι ἕ­να βα­ρὺ ἐγ­κε­φα­λι­κό, ἀλ­λὰ συ­νε­χί­ζει ἀ­πτό­η­τος (;) μὲ τὴν εὐ­χή: «Νὰ μᾶς ἔ­χει ὁ θε­ὸς γε­ροὺς νὰ μπο­ροῦ­με ν’ ἀρ­ρω­στή­σου­με, δι­ό­τι ἡ ἀρ­ρώ­στια στὸ κα­πά­κι δὲ λέ­ει, εἶ­ναι του­μα­τσί­λα….».

Εἰ­κό­να: Εἰ­κό­να: Πέτρος Ζερβός, ἐφ. Ἐλευθεροτυπία, 15/07/2011.



		

	

Τζί­μης Πα­νού­σης: Κά­θε ἐμ­πό­ριο γιὰ κα­λό



Τζί­μης Πα­νού­σης (Ἀφιέρωμα, 3/6)


Κά­θε ἐμ­πό­ριο γιὰ κα­λό


ΜΑΡΙΝΑ βύ­θι­σε μὲ ἀ­να­κού­φι­ση τὰ πρη­σμέ­να πό­δια της στo ζε­στὸ νε­ρὸ ποὺ ἄ­χνι­ζε στὴν πλα­στι­κὴ λε­κά­νη μπρο­στὰ στὸ πα­λιὸ σι­δε­ρέ­νιο κρε­βά­τι. Αὐ­τὴ ἡ λε­κά­νη, μα­ζὶ μὲ τὸ κρε­βά­τι κι ἕ­να ξε­χαρ­βα­λω­μέ­νο τά­βλι ἤ­τα­νε καὶ τὰ μο­να­δι­κὰ ἔ­πι­πλα τοῦ δω­μα­τί­ου, ὄ­χι ὅ­μως καὶ τῆς Μα­ρί­νας, ποὺ τὰ ὑ­πό­λοι­πα πράγ­μα­τά της (ροῦ­χα, κα­τσα­ρό­λες, κα­ρέ­κλες) τὰ εἶ­χε στὰ ἄλ­λα δω­μά­τια, ἀ­φοῦ τὸ σπί­τι ἦ­ταν τριά­ρι. Ἕ­να συ­νη­θι­σμέ­νο δι­α­μέ­ρι­σμα στοῦ Γκύ­ζη, ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­π’ τὴν Ἱπ­πο­κρά­τους. Ἐ­δῶ ἔ­με­νε καὶ ὁ Μα­νώ­λης, ὁ ἀ­δελ­φὸς τῆς Ἑ­λέ­νης, ποὺ πέ­θα­νε στὴ χούν­τα, ἀ­πὸ καρ­κί­νο. Τὴ Μα­ρί­να, αὐ­τός, (τα­χυ­δρό­μος ἤ­τα­νε) τὴν εἶ­χε γιὰ νὰ τὸν πε­ρι­ποι­εῖ­ται καὶ ἦ­ταν καὶ κομ­μά­τι τσιμ­πη­μέ­νος μα­ζί της. Λε­φτὰ γιὰ νὰ τὴν πλη­ρώ­νει, βέ­βαι­α, δὲν πε­ρισ­σεύ­α­νε, γι’ αὐ­τὸ τῆς εἶ­χε δώ­σει ἕ­να δω­μά­τιο, καὶ τῆς ἐ­πέ­τρε­πε νὰ βά­ζει τὰ πράγ­μα­τά της καὶ στὰ ὑ­πό­λοι­πα δύ­ο γιὰ νὰ τὴν ὑ­πο­χρε­ώ­σει μπᾶς καὶ τοῦ κά­τσει. Ὅ­ταν ἄ­νοι­γες τὸ πα­ρά­θυ­ρο στὸ δω­μά­τιο τῆς Μα­ρί­νας, φά­τσα ἀ­πέ­ναν­τι ἤ­τα­νε τὸ ἀ­στυ­νο­μι­κὸ τμῆ­μα τῆς πε­ρι­ο­χῆς. «Ἔ­χεις καὶ θέ­α τοὺς μπά­τσους», τῆς ἔ­λε­γε ὁ Μα­νώ­λης γε­λών­τας, κι αὐ­τὴ τσαν­τι­ζό­τα­νε, για­τί εἶ­χε ἀ­δερ­φὸ χω­ρο­φύ­λα­κα. Ὁ Μα­νώ­λης, ἀ­π’ τὰ χα­ρά­μα­τα, ση­κω­νό­τα­νε καὶ πή­γαι­νε στὸ τα­χυ­δρο­μεῖ­ο νὰ πα­ρα­λά­βει τὸν σά­κο μὲ τὰ γράμ­μα­τα. Με­τά, πά­λι γύ­ρι­ζε στὸ σπί­τι, τά ‘­δι­νε στὴ Μα­ρί­να, κι αὐ­τὴ ἔ­βγαι­νε νὰ τὰ μοι­ρά­σει, για­τί αὐ­τός, με­τὰ τὴν Ἀλ­λα­γή, εἶ­χε πέ­σει στὴν πρέ­ζα καὶ δὲν τὸν βα­στά­γα­νε τὰ πό­δια του. Ξά­πλω­νε, λοι­πόν, στὸ κρε­βά­τι τῆς Μα­ρί­νας, ἄ­νοι­γε καὶ τὸ πα­ρά­θυ­ρο καὶ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σε τοὺς μπά­τσους ἀ­πέ­ναν­τι. Οἱ μπά­τσοι, βέ­βαι­α, τὰ ξέ­ρα­νε ὅ­λα. Καὶ γιὰ τὴ λού­φα στὸ τα­χυ­δρο­μεῖ­ο, καὶ γιὰ τὴν πρέ­ζα. Ἀλ­λὰ κά­να­νε τὰ στρα­βὰ μά­τια, κι ὁ Μα­νώ­λης αὐ­τὸ τὸ ἐ­κτι­μοῦ­σε. Μιὰ γει­το­νιά, ἔ­λε­γε, εἴ­μα­στε. Ἅ­μα ἀρ­χί­σει νὰ καρ­φώ­νει ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον, χα­θή­κα­με. Εἶ­χε πιά­σει μά­λι­στα καὶ φι­λί­ες μὲ τοὺς σκο­πούς, καὶ πιὸ πο­λὺ μ’ ἕ­ναν και­νούρ­γιο ἀ­π’ τὴν Ἤ­πει­ρο. Τὸν ἐ­λέ­γα­νε Χα­ρί­ση, τὸ μι­κρό του δὲν τοῦ τό ‘­χε πεῖ, καὶ εἶ­χε μπεῖ στὸ σπί­τι κά­να-δυ­ὸ φο­ρὲς στὸ σχό­λα­σμα καὶ παί­ξα­νε τά­βλι. Τὴ μιὰ φο­ρὰ τοὺς βρῆ­κε κι ἡ Μα­ρί­να νὰ παί­ζου­νε κι ἔ­κα­νε με­γά­λη φα­σα­ρί­α στὸ Μα­νώ­λη, μπᾶς καὶ μπλέ­ξει τὸ νε­α­ρὸ κι ἔ­χου­νε τρα­βήγ­μα­τα. Κι ἐ­πει­δὴ ὁ Μα­νώ­λης δὲν ἔ­παιρ­νε ἀ­πὸ λό­για, πῆ­γε μό­νη της καὶ βρῆ­κε τὸν ἀ­στυ­νό­μο καὶ τοῦ ‘­πε νὰ μὴν ἔρ­χε­ται στὸ σπί­τι γιὰ νὰ μὴ χα­λά­σει τὴν κα­ρι­έ­ρα του. Τοῦ ‘­πε καὶ τὰ βά­σα­νά της, ὅ­λη μέ­ρα πο­δα­ρό­δρο­μο χω­ρὶς νὰ πλη­ρώ­νε­ται, πὼς δὲν εἶ­χε κα­νέ­ναν στὸν κό­σμο, καὶ τὴν ἐ­ρω­τεύ­τη­κε ὁ ἀ­στυ­νό­μος, τὴν παν­τρεύ­τη­κε, πῆ­ρε καὶ τὰ πράγ­μα­τά της ἀ­πὸ τὸ σπί­τι μ’ ἕ­να τρί­κυ­κλο, κι ἔ­μει­νε ὁ Μα­νώ­λης μό­νος του μὲ τρί­α δω­μά­τια. Εἶ­δε κι ἀ­πό­ει­δε, Μα­ρί­να ἄλ­λη δὲν ἔ­βρι­σκε, γκρέ­μι­σε, λοι­πόν, τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­π’ τὸ τμῆ­μα: τό ‘­κα­νε πόρ­τα. Ἔ­βα­λε καὶ μιὰ ταμ­πέ­λα: «Αἰ­τή­σεις», εἶ­χε καὶ τὶς γνω­ρι­μί­ες του μὲ τὰ ὄρ­γα­να, μπῆ­κε καὶ σ’ ἕ­να κόλ­πο μὲ κά­τι ἄ­δει­ες τα­ξί, καὶ τώ­ρα ἔ­χει δι­κό του βεν­ζι­νά­δι­κο ὁ Μα­νώ­λης.


Πη­γή: Μι­κρο­α­στι­κὴ κα­τα­στρο­φή, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Ἀ­θή­να, 2005.

[Αὐ­το-ερ­γο­βι­ο­γρα­φι­κὸ ἀ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Ἀ­θή­να, 2005:]

Τζί­μης Πα­νού­σης. Γεν­νή­θη­κε τὸ 1954, στὶς 12 Φε­βρου­α­ρί­ου, λί­γο πρὶν τὶς 12 τὰ με­σά­νυ­χτα […]. Γρά­φει τρα­γού­δια, βι­βλί­α καὶ κά­νει ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο ἀ­πὸ τὸ 1988. Ξε­κί­νη­σε τὴν κα­ρι­έ­ρα του ἐν­νέ­α χρό­νων παί­ζον­τας Κα­ραγ­κι­ό­ζη, μὲ αὐ­το­σχέ­δι­ες φι­γοῦ­ρες ἀ­πὸ ἐ­ξώ­φυλ­λα πε­ρι­ο­δι­κῶν, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ σύρ­μα­τα ἱ­δρύ­μα­τος ἀ­προ­σάρ­μο­στων παι­δι­ῶν στὸ Χο­λαρ­γό. Ἔ­χει ἀλ­λερ­γί­α στὸ ὀ­πα­δι­λί­κι ὅ­λων τῶν τύ­πων, ἀ­πὸ κόμ­μα­τα καὶ ὀρ­γα­νώ­σεις μέ­χρι πο­δο­σφαι­ρι­κὲς ὁ­μά­δες καὶ πα­τρί­δες. Σι­χαί­νε­ται τοὺς ἀ­με­ρι­να­νο­τσο­λιά­δες, τοὺς νε­ο­γε­νί­τσα­ρους ἐκ­συγ­χρο­νι­στὲς καὶ τοὺς χρη­μα­τό­δου­λους ἀρ­πα­κο­λα­τζῆ­δες […]. Κομ­πορ­ρη­μο­νεῖ ὁ ἴ­διος, ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε συγ­κι­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ντέρ­μπι τῶν αἰ­ω­νί­ων ἀν­τι­πά­λων Δό­ξας καὶ Χρή­μα­τος (τὸ παί­ζει στάν­ταρ Χί, καὶ μά­λι­στα μη­δὲν μη­δέν). Συμ­πα­γὴς καλ­λι­τέ­χνης βα­ρέ­ων βα­ρῶν, ἔ­χει στὴν πλά­τη του ἕ­να βα­ρὺ ἔμ­φραγ­μα κι ἕ­να βα­ρὺ ἐγ­κε­φα­λι­κό, ἀλ­λὰ συ­νε­χί­ζει ἀ­πτό­η­τος (;) μὲ τὴν εὐ­χή: «Νὰ μᾶς ἔ­χει ὁ θε­ὸς γε­ροὺς νὰ μπο­ροῦ­με ν’ ἀρ­ρω­στή­σου­με, δι­ό­τι ἡ ἀρ­ρώ­στια στὸ κα­πά­κι δὲ λέ­ει, εἶ­ναι του­μα­τσί­λα….».

Τζί­μης Πα­νού­σης: Πο­νά­ω, ἄ­ρα ὑ­πάρ­χω



Τζί­μης Πα­νού­σης  (Ἀφιέρωμα, 2/6)


Πονά­ω, ἄ­ρα ὑ­πάρ­χω


ΑΧΝΩ ΝΑ ΒΡΩ μιὰ γριά! Μιὰ συγ­κε­κρι­μέ­νη γριὰ μ’ ἕ­να βά­τρα­χο! Συ­χνά­ζει σὲ πα­ζά­ρι στὰ βά­θη τῆς Ἀ­να­το­λῆς, — Βιρ­μα­νί­α, Τα­ϊ­λάν­δη, Ἀ­να­το­λι­κὸ Τι­μόρ, θὰ σὲ γε­λά­σω καὶ δὲν εἶ­ναι σω­στό, κα­νο­νι­κὰ ἐ­σὺ θὰ πρέ­πει νὰ γε­λᾶς μ’ αὐ­τὰ ποὺ λέ­ω! Τὴν εἶ­δα σὲ δελ­τί­ο εἰ­δή­σε­ων, ἀ­π’ αὐ­τὰ τὰ ἄ­χρη­στα, ποὺ τοὺς ξε­φεύ­γει μί­α στὸ ἑ­κα­τομ­μύ­ριο καὶ κά­τι χρή­σι­μο. Αὐ­τὴ ἡ γριὰ εἶ­ναι ἡ σω­τη­ρί­α μου! Τῆς δί­νεις ἕ­να εὐ­ρὼ καὶ σοῦ βά­ζει τὸν ζων­τα­νὸ βά­τρα­χο στὴ γυ­μνή σου πλά­τη, τὴ βα­τρα­χο­σφουγ­γί­ζει καὶ σοῦ παίρ­νει τὸν πό­νο. Ἡ κοι­λιὰ τοῦ βα­τρά­χου ἔ­χει κά­ποι­α ἀ­ναι­σθη­τι­κὴ οὐ­σί­α, ἔ­χει καὶ ἡ γριὰ μιὰ ἀ­φα­σί­α, νά ὁ συν­δυα­σμὸς ποὺ σκο­τώ­νει τοὺς πό­νους. Χρό­νια πολ­λὰ ὑ­πο­φέ­ρω, ἀ­γά­πη μου, ἀ­πὸ πό­νους στὴν πλά­τη, καὶ σ’ τὸ ἀ­να­φέ­ρω για­τὶ τὰ αἴ­τια εἶ­ναι ψυ­χο­λο­γι­κὰ μὲ κοι­νω­νι­κὲς προ­ε­κτά­σεις. Εἶ­ναι τὸ ἀρ­χέ­γο­νο σύν­δρο­μο τοῦ Ἄ­τλαν­τος. Ὁ γί­γαν­τας δὲν εἶ­χε πρό­βλη­μα νὰ κου­βα­λά­ει ὁ­λά­κε­ρη τὴ Γῆ στὴν πλά­τη του, ἐ­γώ, ὅ­μως, πῶς ν’ ἀν­τέ­ξω τὰ παγ­κό­σμια βά­σα­να ποὺ μα­ζο­χι­στι­κὰ ἔ­χω ἀ­να­λά­βει νὰ κου­βα­λή­σω; Τυ­ραν­νι­κή, οὕ­τως εἰ­πεῖν, ἡ συ­νή­θεια νὰ φορ­τώ­νε­σαι στὴν πλά­τη τὰ βά­σα­να τοῦ κό­σμου καὶ νά ‘ρ­χε­ται ὁ νο­τιᾶς, ὁ γαρ­μπὴς καὶ ὁ που­νέν­τες νὰ σοῦ χώ­νου­νε πυ­ρω­μέ­να καρ­φιὰ στὰ πλευ­ρὰ καὶ στὶς κλει­δώ­σεις. Ὑ­πάρ­χου­νε καὶ χει­ρό­τε­ρα, ὅ­πως τὸ σύν­δρο­μο τῆς σταυ­ρώ­σε­ως τοῦ Σω­τῆ­ρος, ποὺ ἔ­χεις πο­νο­κέ­φα­λο ἐ­κεῖ ποὺ κά­θε­ται τὸ ἀγ­κά­θι­νο στε­φά­νι, ἢ αὐ­χε­νι­κὸ στὸ ὑ­πο­ζύ­γιον πλη­ρω­μῶν τῆς ἀ­πλη­στί­ας τῶν ἀ­φεν­τι­κῶν.



Πη­γή: Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Β΄ ἔκ­δο­ση, Ἀ­θή­να, 2005.

[Αὐ­το-ερ­γο­βι­ο­γρα­φι­κὸ ἀ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση Πού­στευ­ε καὶ μὴ ἐ­ρεύ­να, Ἔκδ. Ὄ­πε­ρα, Ἀ­θή­να, 2005:]

Τζί­μης Πα­νού­σης. Γεν­νή­θη­κε τὸ 1954, στὶς 12 Φε­βρου­α­ρί­ου, λί­γο πρὶν τὶς 12 τὰ με­σά­νυ­χτα […]. Γρά­φει τρα­γού­δια, βι­βλί­α καὶ κά­νει ἐκ­πομ­πὲς στὸ ρα­δι­ό­φω­νο ἀ­πὸ τὸ 1988. Ξε­κί­νη­σε τὴν κα­ρι­έ­ρα του ἐν­νέ­α χρό­νων παί­ζον­τας Κα­ραγ­κι­ό­ζη, μὲ αὐ­το­σχέ­δι­ες φι­γοῦ­ρες ἀ­πὸ ἐ­ξώ­φυλ­λα πε­ρι­ο­δι­κῶν, ἔ­ξω ἀ­πὸ τὰ σύρ­μα­τα ἱ­δρύ­μα­τος ἀ­προ­σάρ­μο­στων παι­δι­ῶν στὸ Χο­λαρ­γό. Ἔ­χει ἀλ­λερ­γί­α στὸ ὀ­πα­δι­λί­κι ὅ­λων τῶν τύ­πων, ἀ­πὸ κόμ­μα­τα καὶ ὀρ­γα­νώ­σεις μέ­χρι πο­δο­σφαι­ρι­κὲς ὁ­μά­δες καὶ πα­τρί­δες. Σι­χαί­νε­ται τοὺς ἀ­με­ρι­να­νο­τσο­λιά­δες, τοὺς νε­ο­γε­νί­τσα­ρους ἐκ­συγ­χρο­νι­στὲς καὶ τοὺς χρη­μα­τό­δου­λους ἀρ­πα­κο­λα­τζῆ­δες […]. Κομ­πορ­ρη­μο­νεῖ ὁ ἴ­διος, ὅ­τι οὐ­δέ­πο­τε συγ­κι­νή­θη­κε ἀ­πὸ τὸ ντέρ­μπι τῶν αἰ­ω­νί­ων ἀν­τι­πά­λων Δό­ξας καὶ Χρή­μα­τος (τὸ παί­ζει στάν­ταρ Χί, καὶ μά­λι­στα μη­δὲν μη­δέν). Συμ­πα­γὴς καλ­λι­τέ­χνης βα­ρέ­ων βα­ρῶν, ἔ­χει στὴν πλά­τη του ἕ­να βα­ρὺ ἔμ­φραγ­μα κι ἕ­να βα­ρὺ ἐγ­κε­φα­λι­κό, ἀλ­λὰ συ­νε­χί­ζει ἀ­πτό­η­τος (;) μὲ τὴν εὐ­χή: «Νὰ μᾶς ἔ­χει ὁ θε­ὸς γε­ροὺς νὰ μπο­ροῦ­με ν’ ἀρ­ρω­στή­σου­με, δι­ό­τι ἡ ἀρ­ρώ­στια στὸ κα­πά­κι δὲ λέ­ει, εἶ­ναι του­μα­τσί­λα….».

Εἰ­κό­να: Ἀ­πὸ τὴν εἰ­κο­νο­γρά­φη­ση τῆς πη­γῆς.