Λευκάδιος Χέρν (Lafkadio Hearn)
Μιὰ ἱστορία μαντείας
(A Story of Divination)
ΝΩΡΙΖΑ ΚΑΠΟΤΕ ἕνα μαντολόγο, ποὺ πραγματικὰ πίστευε στὴν ἐπιστήμη ποὺ ἀσκοῦσε γιὰ νὰ ζεῖ. Εἶχε μάθει σὰν μαθητὴς τῆς παλιᾶς, κινέζικης φιλοσοφίας, νὰ πιστεύει στὴ μαντεία πολὺ προτοῦ σκεφτεῖ νὰ τὴν ἀσκήσει σὰν ἐπάγγελμα. Στὴ διάρκεια τῆς νιότης του ἦταν στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς πλουσίου νταϊμυό*, ὅμως στὴ συνέχεια, μὲ τὶς κοινωνικὲς καὶ πολιτικὲς μεταβολὲς ποὺ ἐπέφερε ἡ κυβέρνηση Μέϊτζι, κατάντησε κι αὐτὸς νὰ περιπέσει στὴν ἴδια ἀπελπιστικὴ κατάσταση μὲ χιλιάδες ἄλλους, ἀνεπάγγελτους πιὰ σαμουράι. Τότε ἦταν ποὺ ἔγινε μαντολόγος, ἕνας περιπλανώμενος οὐρανάϊγια – περιφερόμενος μὲ τὰ πόδια ἀπὸ πόλη σὲ πόλη καὶ σπανίως γυρνώντας σπίτι του περισσότερο ἀπὸ μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, μὲ τὰ ἔσοδα ποὺ τοῦ εἶχε ἀποφέρει τὸ ταξίδι του. Σὰν μαντολόγος εἶχε ἀρκετὴ ἐπιτυχία – κυρίως, νομίζω, ἐξαιτίας τῆς τέλειας εἰλικρίνειάς του, καθὼς καὶ ἐξαιτίας μιᾶς ἰδιόμορφης, ἤπιας συμπεριφορᾶς, ποὺ προκαλοῦσε ἐμπιστοσύνη. Τὸ σύστημά του ἦταν ἐκεῖνο τῶν παλιῶν λογίων: χρησιμοποιοῦσε τὸ βιβλίο ποὺ εἶναι γνωστὸ στοὺς ἀγγλόφωνους ἀναγνῶστες ὡς τὸ Γὶ-Τζὶνγκ, —καθὼς καὶ μιὰ δέσμη ἀπὸ μαῦρα, ξύλινα πλακίδια, ποὺ μποροῦσαν νὰ διευθετηθοῦν ἔτσι, ὥστε νὰ σχηματίσουν κάποιο ἀπὸ τὰ κινέζικα ἑξάγραμμα— καὶ πάντα ἄρχιζε τὴ μαντεία του μὲ μιὰ σοβαρὴ προσευχὴ πρὸς τοὺς θεούς.
Τὸ ἴδιο τὸ σύστημα, ὑποστήριζε ὅτι εἶναι ἀλάνθαστο στὰ χέρια ἑνὸς δασκάλου. Ὁμολογοῦσε ὅτι εἶχε κάνει κάποιες ἐσφαλμένες προρρήσεις· ἔλεγε ὅμως ὅτι αὐτὰ τὰ λάθη ὀφείλονταν ὁλοκληρωτικὰ στὴ δική του παρανόηση κάποιων ἀπὸ τὰ σχόλια τοῦ βιβλίου ἢ κάποιων ἀπὸ τὰ διαγράμματα. Γιὰ νὰ εἶμαι δίκαιος μαζί του πρέπει νὰ ἀναφέρω ὅτι στὴ δική μου περίπτωση —(μοῦ εἶχε πεῖ τὴ μοίρα τέσσερις φορές)— οἱ προρρήσεις του εἶχαν πραγματοποιηθεῖ μὲ τέτοιο τρόπο, ποὺ εἶχα φοβηθεῖ. Μπορεῖ νὰ μὴ πιστεύετε στὴ μαντεία – λογικὰ νὰ τὴν περιφρονεῖτε· ὅμως κάτι ἀπὸ μιὰ κληρονομημένη, δεισιδαίμονα τάση, λανθάνει στοὺς περισσότερους ἀπό μᾶς· καὶ δὲν χρειάζονται παρὰ λίγες παράξενες ἐμπειρίες γιὰ νὰ τὴν ξυπνήσουν, προκαλώντας τὴν πιὸ παράλογη ἐλπίδα ἢ φόβο γιὰ τὴν καλὴ ἢ κακὴ μοίρα, ποὺ κάποιος μαντολόγος σᾶς ὑποσχέθηκε. Βέβαια, νὰ βλέπαμε πραγματικὰ τὸ μέλλον θὰ ἦταν δυστυχία. Φανταστεῖτε τὸ ἀποτέλεσμα τῆς γνώσης ὅτι μέσα στοὺς ἑπόμενους δύο μῆνες, κάποια φοβερὴ συμφορὰ πρέπει νὰ σᾶς συμβεῖ, μιὰ συμφορὰ τὴν ὁποία δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε, γιὰ νὰ τὴν ἀντιμετωπίσετε!
Ἦταν ἤδη γέρος, ὅταν τὸν πρωτοεῖδα στὸ Ἴζουμο, σίγουρα περισσότερο ἀπὸ ἑξήντα χρονῶν, φαινόταν ὅμως πολὺ νεότερος. Ἀργότερα τὸν συνάντησα στὴν Ὄσακα, στὸ Κυότο καὶ στὸ Κόμπε. Πολλὲς φορὲς προσπάθησα νὰ τὸν πείσω νὰ περάσει τοὺς χειμωνιάτικους μῆνες μὲ τὸ περισσότερο κρύο κάτω ἀπὸ τὴ στέγη μου – κι αὐτὸ γιατί εἶχε μιὰ τόσο ἐξαιρετικὴ γνώση τῶν παραδόσεων, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ προσφέρει ἀπροσμέτρητη ὑπηρεσία ἀπὸ λογοτεχνικὴ ἄποψη. Ὅμως, ἐν μέρει ἐπειδὴ ἡ συνήθεια τῆς περιπλάνησης τοῦ εἶχε γίνει δεύτερη φύση, ἐν μέρει ἀπὸ ἀγάπη γιὰ ἀνεξαρτησία, τόσο ἄγρια ὅσο ἑνὸς γύφτου, ποτὲ δὲν μπόρεσα νὰ τὸν κρατήσω κοντά μου περισσότερο ἀπὸ δύο μέρες τὴ φορά.
Κάθε χρόνο εἶχε συνήθειο νὰ περνάει ἀπὸ τὸ Τόκυο – κατὰ κανόνα ἀργὰ τὸ φθινόπωρο. Τότε κάμποσες βδομάδες τριγυρνοῦσε ἀθόρυβα μέσα στὴν πόλη, ἀπὸ συνοικία σὲ συνοικία, μέχρι νὰ ἐξαφανιστεῖ καὶ πάλι. Ὅμως στὴ διάρκεια αὐτῶν τῶν φευγαλέων ταξιδιῶν ποτὲ δὲν παρέλειπε νὰ μὲ ἐπισκεφτεῖ· φέρνοντας καλόδεχτα νέα ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὰ μέρη τοῦ Ἴζουμο – φέρνοντας ἐπίσης κάποιο περίεργο, μικρὸ δῶρο, γενικὰ θρησκευτικοῦ εἴδους, ἀπὸ κάποιο φημισμένο προσκύνημα. Τότε μοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία γιὰ κάποια λιγόωρη συζήτηση μαζί του. Κάποιες φορὲς ἡ κουβέντα εἶχε νὰ κάνει μὲ τὰ παράξενα πράγματα ποὺ εἶδε ἢ ἄκουσε στὴ διάρκεια τοῦ τελευταίου του ταξιδιοῦ· κάποιες φορὲς περιστρεφόταν γύρω ἀπὸ παλιοὺς θρύλους ἢ δοξασίες· ἄλλες φορὲς πάλι ἀφοροῦσε τὴ μαντολογία. Τὴν τελευταία φορὰ ποὺ συναντηθήκαμε μοῦ μίλησε γιὰ μιὰ κινέζικη μέθοδο μαντείας μὲ πολὺ ἀκριβῆ ἀποτελέσματα, ποὺ λυπόταν γιατί ποτὲ δὲν εἶχε καταφέρει νὰ μάθει. «Ὅποιος μάθει καλὰ αὐτὴ τὴ μέθοδο,» εἶπε, «θὰ μποροῦσε, γιὰ παράδειγμα, νὰ σοῦ πεῖ ὄχι μόνο τὸν ἀκριβῆ χρόνο, στὸν ὁποῖο ὁποιαδήποτε κολώνα ἢ δοκὸς αὐτοῦ τοῦ σπιτιοῦ θὰ ὑποχωρήσει ἀπ’ τὴ φθορά, ἀλλὰ ἀκόμα καὶ νὰ σοῦ πεῖ τὴν κατεύθυνση τοῦ σπασίματος, καθὼς καὶ ὅλα του τὰ ἀποτελέσματα. Μπορῶ, ὅμως, νὰ ἐξηγήσω καλύτερα τί ἐννοῶ, ἂν σοῦ ἀφηγηθῶ μιὰ ἱστορία.»
«Ἡ ἱστορία εἶναι γιὰ τὸν φημισμένο Κινέζο μαντολόγο, ποὺ στὴν Ἰαπωνία τὸν λέμε Σόκο Σέτσου καὶ εἶναι γραμμένη στὸ βιβλίο Baikwa-Shin-Eki, ποὺ εἶναι ἕνα βιβλίο μαντείας. Ἐνῶ ἦταν ἀκόμα πολὺ νέος, ὁ Σόκο Σέτσου ἀπέκτησε μιὰ ὑψηλὴ θέση λόγῳ τῆς σοφίας ἀλλὰ καὶ τῆς ἀρετῆς του· ὅμως παραιτήθηκε ἀπ’ αὐτὴ καὶ ἀποσύρθηκε στὴν ἐρημιά, ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ ν’ ἀφιερώσει ὅλο τὸ χρόνο του στὴ μελέτη. Ἀπὸ τότε ἔζησε πολλὰ χρόνια μόνος σὲ μιὰ καλύβα ἀνάμεσα στὰ βουνά· μελετώντας χωρὶς φωτιὰ τὸ χειμώνα καὶ χωρὶς βεντάλια τὸ καλοκαίρι· γράφοντας τὶς σκέψεις του πάνω στὸν τοῖχο τοῦ δωματίου του —λόγῳ ἔλλειψης χαρτιοῦ— καὶ χρησιμοποιώντας μόνο ἕνα κεραμίδι γιὰ μαξιλάρι.
»Μιὰ μέρα, τὴν ἐποχὴ τοῦ μεγαλύτερου καλοκαιρινοῦ καύσωνα, αἰσθάνθηκε νὰ τὸν πιάνει ὑπνηλία καὶ ξάπλωσε γιὰ ν’ ἀναπαυθεῖ, μὲ τὸ κεραμίδι κάτω ἀπὸ τὸ κεφάλι του. Δὲν εἶχε καλὰ-καλὰ ἀποκοιμηθεῖ, ὅταν ἕνα ποντίκι πέρασε τρέχοντας πάνω ἀπ’ τὸ πρόσωπό του ξυπνώντας τον ἀπότομα. Ὀργισμένος, ἅρπαξε τὸ κεραμίδι καὶ τὸ ἐκσφενδόνισε στὸ ποντίκι· ὅμως αὐτὸ κατάφερε ν’ ἀποφύγει τὸ χτύπημα, καὶ τὸ κεραμίδι ἔσπασε. Ὁ Σόκο Σέτσου κύτταξε μὲ θλίψη τὰ θρύψαλα τοῦ μαξιλαριοῦ κι ἐπιτίμησε τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴ βιασύνη του. Τότε ξαφνικὰ ἀντιλήφθηκε, πάνω στὴν ὄψη τοῦ πηλοῦ ποὺ μόλις εἶχε ἐκτεθεῖ στὸ φῶς, κάποια κινέζικα ἰδεογράμματα – ἀνάμεσα στὴν πάνω καὶ στὴν κάτω πλευρὰ τοῦ κεραμιδιοῦ. Βρίσκοντας τὸ πράγμα πολὺ παράξενο, σήκωσε τὰ κομμάτια καὶ τὰ ἐξέτασε προσεκτικά. Ἀνακάλυψε ὅτι κατὰ μῆκος τοῦ σπασίματος δεκαεφτὰ ἰδεογράμματα εἶχαν γραφτεῖ πάνω στὸν πηλό, προτοῦ ἀκόμα τὸ κεραμίδι ψηθεῖ· τὰ ἰδεογράμματα αὐτὰ ἔλεγαν τὸ ἑξῆς – Τὴ Χρονιὰ τοῦ Λαγοῦ, τὸν τέταρτο μήνα, τὴ δέκατη ἑβδόμη μέρα, τὴν Ὥρα τοῦ Φειδιοῦ, αὐτὸ τὸ κεραμίδι, ἀφοῦ πρῶτα χρησιμέψει σὰν μαξιλάρι, θὰ τὸ πετάξουν πάνω σ’ ἕνα ποντίκι καὶ θὰ σπάσει. Καὶ πραγματικά, ἡ προφητεία εἶχε πραγματοποιηθεῖ τὴν Ὥρα τοῦ Φειδιοῦ, τὴ δέκατη ἕβδομη μέρα τοῦ τέταρτου μήνα τῆς Χρονιᾶς τοῦ Λαγοῦ. Κατάπληκτος ὁ Σόκο Σέτσου κύτταξε ἄλλη μιὰ φορὰ τὰ θρύψαλα καὶ ἀνακάλυψε τὴ σφραγίδα καὶ τὸ ὄνομα τοῦ κατασκευαστῆ. Ἀφήνοντας ἀμέσως τὴν καλύβα του καὶ παίρνοντας μαζί του τὰ κομμάτια τοῦ κεραμιδιοῦ, ξεκίνησε βιαστικὰ γιὰ τὴ γειτονικὴ πόλη, σὲ ἀναζήτηση τοῦ κεραμοποιοῦ. Τὸν βρῆκε τὴν ἴδια ἐκείνη μέρα, τοῦ ἔδειξε τὸ σπασμένο κεραμίδι καὶ τὸν ρώτησε γιὰ τὴν ἱστορία του.
»Ἀφοῦ ἐξέτασε τὰ θρύψαλα προσεκτικά, ὁ κεραμοποιὸς εἶπε – “Αὐτὸ τὸ κεραμίδι κατασκευάστηκε στὸ δικό μου ἐργαστήριο, ὅμως τὰ ἰδεογράμματα στὸν πηλὸ γράφτηκαν ἀπὸ ἕνα γέρο —ἕνα μαντολόγο— ποὺ ζήτησε τὴν ἄδεια νὰ γράψει κάτι πάνω στὸ κεραμίδι προτοῦ αὐτὸ ψηθεῖ.” – “Ξέρεις ποῦ μένει;” ρώτησε ὁ Σόκο Σέτσου. “Ἔμενε”, ἀπάντησε ὁ κεραμοποιός, “ὄχι πολὺ μακριὰ ἀπὸ δῶ· μπορῶ μάλιστα νὰ σοῦ δείξω τὸ δρόμο γιὰ τὸ σπίτι του. Δὲν ξέρω ὅμως τὸ ὄνομά του.”
»Ἀφοῦ μὲ τὴ καθοδήγηση τοῦ κεραμοποιοῦ ἔφτασε στὸ σπίτι, ὁ Σόκο Σέτσου παρουσιάστηκε στὴν εἴσοδο καὶ ζήτησε τὴν ἄδεια νὰ μιλήσει στὸ γέρο μαντολόγο. Ἕνας μαθητής, ποὺ πρόσφερε ἐπίσης ὑπηρεσίες, τὸν προσκάλεσε εὐγενικὰ νὰ περάσει καὶ τὸν συνόδεψε σ’ ἕνα μεγάλο δωμάτιο, μέσα στὸ ὁποῖο βρίσκονταν πολλοὶ νεαροὶ ἀφοσιωμένοι στὴ μελέτη. Καθὼς ὁ Σόκο Σέτσου κάθησε, ὅλοι οἱ νέοι τοῦ ἀπηύθυναν χαιρετισμό. Τότε ἐκεῖνος ποὺ τοῦ πρωτομίλησε, κάνοντας πρὸς τὸ μέρος του μιὰ ὑπόκλιση, εἶπε: “Λυπούμαστε πολὺ ποὺ πρέπει νὰ σᾶς πληροφορήσουμε ὅτι ὁ δάσκαλός μας πέθανε ἐδῶ καὶ λίγες μέρες. Ὅμως σᾶς περιμέναμε, διότι μᾶς εἶχε προείπει ὅτι σήμερα θὰ ἐρχόσασταν σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι, αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν ὥρα. Τὸ ὄνομά σας εἶναι Σόκο Σέτσου. Καὶ ὁ δάσκαλός μας, μᾶς ἀνέθεσε νὰ σᾶς δώσουμε ἕνα βιβλίο, τὸ ὁποῖο πίστευε ὅτι θὰ σᾶς ἦταν χρήσιμο. Πρόκειται γι’ αὐτὸ ἐδῶ το βιβλίο· εὐαρεστηθεῖτε νὰ τὸ δεχθεῖτε.”
»Ὁ Σόκο Σέτσου ξαφνιάστηκε, ἐνῶ ταυτόχρονα καταχάρηκε· γιατὶ τὸ βιβλίο ἦταν ἕνα χειρόγραφο ἀπὸ τὰ σπανιότερα καὶ πολυτιμότερα τοῦ εἴδους – ἕνα χειρόγραφο ποὺ περιεῖχε ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς ἐπιστήμης τῆς μαντείας. Ἀφοῦ εὐχαρίστησε τοὺς νέους καὶ δεόντως ἐξέφρασε τὰ συλλυπητήρια του γιὰ τὸ θάνατο τοῦ δασκάλου τους, γύρισε στὴν καλύβα του καὶ ἄρχισε χωρὶς χρονοτριβὴ νὰ ἐξετάζει τὴν ἀξία τοῦ βιβλίου, συμβουλευόμενος τὶς σελίδες του σχετικὰ μὲ τὴ δική του μοίρα. Τὸ βιβλίο τοῦ ἀπάντησε μὲ τὸν ὑπαινιγμὸ ὅτι στὴ νότια πλευρὰ τῆς κατοικίας του, σὲ ἕνα ὁρισμένο σημεῖο κοντὰ σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς καλύβας, τὸν περίμενε μεγάλη τύχη. Ἔσκαψε στὸ μέρος ποὺ τοῦ ὑποδείχτηκε καὶ πραγματικά, βρῆκε μιὰ στάμνα ποὺ περιεῖχε χρυσὸ τόσο, ποὺ μποροῦσε νὰ τὸν κάνει πολὺ πλούσιο ἄνθρωπο.»
* * *
Ὁ παλιός μου φίλος ἄφησε αὐτὸ τὸν κόσμο τόσο μοναχικά, ὅσο εἶχε ζήσει. Τὸν περασμένο χειμώνα, καθὼς διάβαινε μιὰ ὁροσειρά, ἔπεσε πάνω σε μιὰ χιονοθύελλα κι ἔχασε τὸ δρόμο του. Πολλὲς μέρες ἀργότερα, τὸν βρῆκαν νὰ στέκεται ὄρθιος, ἀκουμπισμένος στὸν κορμὸ ἑνὸς πεύκου, μὲ τὸ μικρό του σακκίδιο δεμένο στοὺς ὤμους: ἕνα ἄγαλμα ἀπὸ πάγο – χέρια διπλωμένα καὶ μάτια κλειστά, σὰν σὲ διαλογισμό. Ἴσως, περιμένοντας νὰ περάσει ἡ θύελλα, νὰ εἶχε ὑποχωρήσει στὴν ὑπνηλία ποὺ φέρνει τὸ κρύο, καὶ τὸ χιόνι τὸν σκέπασε καθὼς κοιμόταν. Ἀκούγοντας αὐτὸν τὸν παράξενο θάνατο θυμήθηκα τὴν παλιὰ ἰαπωνικὴ παροιμία – Οὐρανάϊγια μὶ νὸ οὐὲ σιράζου: «Ὁ μαντολόγος δὲν γνωρίζει τὴν ἴδια του τὴ μοίρα.»
* νταϊμυό· περιφερειακὸς διοικητὴς τῆς φεουδαρχικῆς περιόδου (Σ.τ.ἐ.).
Πρώτη δημοσίευση: Lafcadio Hearn: In Ghostly Japan, Little, Brown, and Co., Boston 1899, σ. 50 -59.
Λευκάδιος Χὲρν (Lafkadio Hearn) Γεννήθηκε τὸ 1850 στὴν Λευκάδα, ἀπὸ πατέρα Ἰρλανδό, τὸν Τσὰρλς Χέρν, ποὺ ὑπηρετοῦσε τότε ὡς γιατρὸς τοῦ ἀγγλικοῦ στρατοῦ στὰ ὑπὸ βρεταννικὴ κατοχὴ Ἑπτάνησα, καὶ μητέρα Ἑλληνίδα, τὴν Ρόζα Κασιμάτη ἀπὸ τὰ Κύθηρα. Μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια ὁ πατέρας του γύρισε μὲ μετάθεση στὴν Ἰρλανδία, μαζὶ μὲ ὅλη τὴν οἰκογένεια. Ὅταν ὁ Λευκάδιος ἦταν τεσσάρων χρονῶν οἱ δύο σύζυγοι χώρισαν. Τὸν Λευκάδιο μεγάλωσε μιὰ εὐκατάστατη θεία του, ἡ ὁποία φρόντισε καὶ γιὰ τὴ μόρφωσή του, στέλνοντάς τον νὰ σπουδάσει σὲ ρωμαιοκαθολικὸ σχολεῖο. Ἐξαιτίας ἑνὸς συγγενῆ ἡ θεία ἔχασε τὴν περιουσία της, ὁπότε ὁ Χέρν, σὲ ἡλικία 17 χρονῶν (1869) ἀναγκάστηκε νὰ μεταναστεύσει στὴν Ἀμερική. Στὸ Σινσινάτι καὶ τὴ Νέα Ὀρλεάνη ὅπου κυρίως ἔζησε πέρασε πολλὲς κακουχίες, ὥσπου βρῆκε δουλειὰ ὡς δημοσιογράφος σὲ διάφορες ἐφημερίδες. Μιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὸν ἔστειλε ὡς ἀνταποκριτὴ στὴ Μαρτινίκα. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ἀρχίζει νὰ ἀνατέλλει τὸ λογοτεχνικό του ἄστρο. Τὸ βιβλίο μὲ τὶς ἐντυπώσεις του ἀπὸ τὸ νησὶ τῆς ἐξωτικῆς Καραϊβικῆς γνωρίζει ἐπιτυχία. Ἐκπονεῖ ἐπίσης μεταφράσεις Γάλλων λογοτεχνῶν. Τὸ γεγονὸς ὅμως ποὺ ἄλλαξε τὴ ζωὴ τοῦ Λευκάδιου, τὸν ἀνέδειξε σὲ συγγραφέα διεθνοῦς βεληνεκοῦς καὶ τοῦ προσέδωσε μιὰ σπάνια ἰδιαιτερότητα, ἦταν ἡ ἀποστολὴ ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ἡ ἐφημερίδα του νὰ πάει στὴν Ἰαπωνία, ποὺ μόλις πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια εἶχε ἀνοίξει τὶς πύλες της στὴ Δύση καὶ νὰ στείλει ἐντυπώσεις κ.λπ. ἀπὸ ἐκεῖ. Ὁ Λευκάδιος ἐρωτεύτηκε αὐτὴ τὴ χώρα. Παντρεύτηκε Ἰαπωνίδα καὶ ἔγινε Ἰάπωνας ὑπήκοος, παίρνοντας τὸ ὄνομα Κοϊζούμι Γιάκουμο. Ἀνέλαβε συνειδητὰ τὸ ἔργο ἀπὸ τὴ μιὰ τῆς διάσωσης τῆς ἰαπωνικῆς παραδοσιακῆς κληρονομιᾶς, περιγράφοντας τὴ ζωὴ ὅπως τὴν ἔβλεπε γύρω του, μεταγράφοντας παραμύθια καὶ θρύλους, περιγράφοντας ἔθιμα κ.λπ., καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τῆς ἑρμηνείας αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ στὴ Δύση. Μέχρι σήμερα, ἂν καὶ αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία ἔχει περάσει ἀπὸ φάσεις κριτικῆς, δὲν ἔχει πάψει νὰ μαγνητίζει ἕνα μεγάλο ἀναγνωστικὸ κοινό, στὸ ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὶς λογοτεχνικὲς ἀρετές, τὸν ρομαντισμὸ κ.λπ. τοῦ ἔργου τοῦ Χέρν, ἀσκεῖ τὴν ἰδιαίτερη γοητεία της. Ὁ Λευκάδιος πέθανε στὴν Ἰαπωνία τὸ 1904 καὶ θάφτηκε ἐκεῖ μὲ τὸ βουδιστικὸ τυπικό, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπιθυμία του. Ὅλη του τὴ ζωὴ δὲν ἔπαψε νὰ ὑποφέρει ἀπὸ τὸ τραῦμα τῆς ἔλλειψης τῆς μητέρας, τὴν ὁποία πάντα ἀναζητοῦσε μέσα στὰ θολὰ σπαράγματα τῶν παιδικῶν ἀναμνήσεων. Ὁ Χὲρν ἔγραψε πολλὰ βιβλία σχετικὰ μὲ τὴν Ἰαπωνία, ποὺ τὸν ἔκαναν διάσημο, ὅπως τὸ Out of the East, Gleanings in Buddha Fields, Kwaidan, Japan: An Attempt at Interpretation, κ.ἄ. Σημαντικὴ εἶναι ἐπίσης ἡ ἀλληλογραφία του, οἱ παραδόσεις γιὰ τὴν ἀγγλικὴ λογοτεχνία ποὺ ἔδωσε ὡς καθηγητὴς τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Τόκυο, κ.ἄ. (Περισσότερα στὸ http://www.lafcadio.gr/index.html)
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος (Ἀστακὸς Αἰτωλοακαρνανίας, 1951). Σπούδασε Θεολογία στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ Θρησκειολογία στὴν Ἰαπωνία. Διδάσκει στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ ΕΚΠΑ Ἱστορία Θρησκευμάτων (Ἰαπωνικὸ βουδισμό). Ἔχει δημοσιεύσει πολλὲς μελέτες, δοκίμια, ἄρθρα καὶ μεταφράσεις ἀπὸ τὰ Ἰαπωνικά. Ἐκτεταμένες μεταφραστικὲς ἐργασίες του μὲ εἰσαγωγὲς καὶ σημειώσεις ἔχουν δημοσιευτεῖ στὸ περ. Πλανόδιον γιὰ τοὺς ἰάπωνες συγγραφεῖς Σίγκα Ναόγια (τχ. 32) καὶ Οὐέντα Ἀκινάρι (τχ. 41).
Εἰκόνα: Ὁ Λευκάδιος Χὲρν μὲ τὴ σύζυγό του Κοϊζούμι Σέτσου.
Filed under: Hearn Lafcadio,Αυτοβιογραφία,Αγγλικά,Εγκιβωτισμός,Μύθοι,Παπαλεξανδρόπουλος Στέλιος | Tagged: Αγγλόφωνο διήγημα,Λογοτεχνία,Στέλιος Παπαλεξανδρόπουλος,Lafcadio Hearn | Τὰ σχόλια στὸ Λευκάδιος Χέρν (Lafcadio Hearn): Μιὰ ἱστορία μαντείας ἔχουν κλείσει