Λευκάδιος Χέρν (Lafcadio Hearn): Μιὰ ἱστορία μαντείας

 

 

Λευ­κά­διος Χέρν (Lafkadio Hearn)

 

Μιὰ ἱ­στο­ρί­α μαν­τεί­ας

(A Story of Divination)

 

ΝΩ­ΡΙ­ΖΑ ΚΑ­ΠΟ­ΤΕ ἕ­να μαν­το­λό­γο, ποὺ πραγ­μα­τι­κὰ πί­στευ­ε στὴν ἐ­πι­στή­μη ποὺ ἀ­σκοῦ­σε γιὰ νὰ ζεῖ. Εἶ­χε μά­θει σὰν μα­θη­τὴς τῆς πα­λιᾶς, κι­νέ­ζι­κης φι­λο­σο­φί­ας, νὰ πι­στεύ­ει στὴ μαν­τεία πο­λὺ προ­τοῦ σκε­φτεῖ νὰ τὴν ἀ­σκή­σει σὰν ἐ­πάγ­γελ­μα. Στὴ διά­ρκεια τῆς νι­ό­της του ἦ­ταν στὴν ὑ­πη­ρε­σί­α ἑ­νὸς πλου­σί­ου ντα­ϊ­μυ­ό*, ὅ­μως στὴ συ­νέ­χεια, μὲ τὶς κοι­νω­νι­κὲς καὶ πο­λι­τι­κὲς με­τα­βο­λὲς ποὺ ἐ­πέ­φε­ρε ἡ κυ­βέρ­νη­ση Μέ­ϊ­τζι, κα­τάν­τη­σε κι αὐ­τὸς νὰ πε­ρι­πέ­σει στὴν ἴ­δια ἀ­πελ­πι­στι­κὴ κα­τά­στα­ση μὲ χι­λιά­δες ἄλ­λους, ἀ­νε­πάγ­γελ­τους πιὰ σα­μου­ρά­ι. Τό­τε ἦ­ταν ποὺ ἔ­γι­νε μαν­το­λό­γος, ἕ­νας πε­ρι­πλα­νώ­με­νος οὐ­ρα­νά­ϊ­για – πε­ρι­φε­ρό­με­νος μὲ τὰ πό­δια ἀ­πὸ πό­λη σὲ πό­λη καὶ σπα­νί­ως γυρ­νών­τας σπί­τι του πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ μιὰ φο­ρὰ τὸ χρό­νο, μὲ τὰ ἔ­σο­δα ποὺ τοῦ εἶ­χε ἀ­πο­φέ­ρει τὸ τα­ξί­δι του. Σὰν μαν­το­λό­γος εἶ­χε ἀρ­κε­τὴ ἐ­πι­τυ­χί­α – κυ­ρί­ως, νο­μί­ζω, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς τέ­λειας εἰ­λι­κρί­νειάς του, κα­θὼς καὶ ἐ­ξαι­τί­ας μιᾶς ἰ­δι­ό­μορ­φης, ἤ­πιας συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, ποὺ προ­κα­λοῦ­σε ἐμ­πι­στο­σύ­νη. Τὸ σύ­στη­μά του ἦ­ταν ἐ­κεῖ­νο τῶν πα­λι­ῶν λο­γί­ων: χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε τὸ βι­βλί­ο ποὺ εἶ­ναι γνω­στὸ στοὺς ἀγ­γλό­φω­νους ἀ­να­γνῶ­στες ὡς τὸ Γὶ-Τζὶνγκ, —κα­θὼς καὶ μιὰ δέ­σμη ἀ­πὸ μαῦ­ρα, ξύ­λι­να πλα­κί­δια, ποὺ μπο­ροῦ­σαν νὰ δι­ευ­θε­τη­θοῦν ἔ­τσι, ὥ­στε νὰ σχη­μα­τί­σουν κά­ποι­ο ἀ­πὸ τὰ κι­νέ­ζι­κα ἑ­ξά­γραμ­μα— καὶ πάν­τα ἄρ­χι­ζε τὴ μαν­τεί­α του μὲ μιὰ σο­βα­ρὴ προ­σευ­χὴ πρὸς τοὺς θε­ούς.

       Τὸ ἴ­διο τὸ σύ­στη­μα, ὑ­πο­στή­ρι­ζε ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­λάν­θα­στο στὰ χέ­ρια ἑ­νὸς δα­σκά­λου. Ὁ­μο­λο­γοῦ­σε ὅ­τι εἶ­χε κά­νει κά­ποι­ες ἐ­σφαλ­μέ­νες προρ­ρή­σεις· ἔ­λε­γε ὅ­μως ὅ­τι αὐ­τὰ τὰ λά­θη ὀ­φεί­λον­ταν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ στὴ δι­κή του πα­ρα­νό­η­ση κά­ποι­ων ἀ­πὸ τὰ σχό­λια τοῦ βι­βλί­ου ἢ κά­ποι­ων ἀ­πὸ τὰ δι­α­γράμ­μα­τα. Γιὰ νὰ εἶ­μαι δί­και­ος μα­ζί του πρέ­πει νὰ ἀ­να­φέ­ρω ὅ­τι στὴ δι­κή μου πε­ρί­πτω­ση —(μοῦ εἶ­χε πεῖ τὴ μοί­ρα τέσ­σε­ρις φο­ρές)— οἱ προρ­ρή­σεις του εἶ­χαν πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο, ποὺ εἶ­χα φο­βη­θεῖ. Μπο­ρεῖ νὰ μὴ πι­στεύ­ε­τε στὴ μαν­τεί­α – λο­γι­κὰ νὰ τὴν πε­ρι­φρο­νεῖ­τε· ὅ­μως κά­τι ἀ­πὸ μιὰ κλη­ρο­νο­μη­μέ­νη, δει­σι­δαί­μο­να τά­ση, λαν­θά­νει στοὺς πε­ρισ­σό­τε­ρους ἀ­πό μᾶς· καὶ δὲν χρει­ά­ζον­ται πα­ρὰ λί­γες πα­ρά­ξε­νες ἐμ­πει­ρί­ες γιὰ νὰ τὴν ξυ­πνή­σουν, προ­κα­λών­τας τὴν πιὸ πα­ρά­λο­γη ἐλ­πί­δα ἢ φό­βο γιὰ τὴν κα­λὴ ἢ κα­κὴ μοί­ρα, ποὺ κά­ποι­ος μαν­το­λό­γος σᾶς ὑ­πο­σχέ­θη­κε. Βέ­βαι­α, νὰ βλέ­πα­με πραγ­μα­τι­κὰ τὸ μέλ­λον θὰ ἦ­ταν δυ­στυ­χί­α. Φαν­τα­στεῖ­τε τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς γνώ­σης ὅ­τι μέ­σα στοὺς ἑ­πό­με­νους δύ­ο μῆ­νες, κά­ποι­α φο­βε­ρὴ συμ­φο­ρὰ πρέ­πει νὰ σᾶς συμ­βεῖ, μιὰ συμ­φο­ρὰ τὴν ὁ­ποί­α δὲν μπο­ρεῖ­τε νὰ κά­νε­τε τί­πο­τε, γιὰ νὰ τὴν ἀν­τι­με­τω­πί­σε­τε!

       Ἦ­ταν ἤ­δη γέ­ρος, ὅ­ταν τὸν πρω­το­εῖ­δα στὸ Ἴ­ζου­μο, σί­γου­ρα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἑ­ξήν­τα χρο­νῶν, φαι­νό­ταν ὅ­μως πο­λὺ νε­ό­τε­ρος. Ἀρ­γό­τε­ρα τὸν συ­νάν­τη­σα στὴν Ὄ­σα­κα, στὸ Κυ­ό­το καὶ στὸ Κόμ­πε. Πολ­λὲς φο­ρὲς προ­σπά­θη­σα νὰ τὸν πεί­σω νὰ πε­ρά­σει τοὺς χει­μω­νι­ά­τι­κους μῆ­νες μὲ τὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο κρύ­ο κά­τω ἀ­πὸ τὴ στέ­γη μου – κι αὐ­τὸ για­τί εἶ­χε μιὰ τό­σο ἐ­ξαι­ρε­τι­κὴ γνώ­ση τῶν πα­ρα­δό­σε­ων, ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ μοῦ προ­σφέ­ρει ἀ­προ­σμέ­τρη­τη ὑ­πη­ρε­σί­α ἀ­πὸ λο­γο­τε­χνι­κὴ ἄ­πο­ψη. Ὅ­μως, ἐν μέ­ρει ἐ­πει­δὴ ἡ συ­νή­θεια τῆς πε­ρι­πλά­νη­σης τοῦ εἶ­χε γί­νει δεύ­τε­ρη φύ­ση, ἐν μέ­ρει ἀ­πὸ ἀ­γά­πη γιὰ ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α, τό­σο ἄ­γρια ὅ­σο ἑ­νὸς γύ­φτου, πο­τὲ δὲν μπό­ρε­σα νὰ τὸν κρα­τή­σω κον­τά μου πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ δύ­ο μέ­ρες τὴ φο­ρά.

       Κά­θε χρό­νο εἶ­χε συ­νή­θει­ο νὰ περ­νά­ει ἀ­πὸ τὸ Τό­κυ­ο –  κα­τὰ κα­νό­να ἀρ­γὰ τὸ φθι­νό­πω­ρο. Τό­τε κάμ­πο­σες βδο­μά­δες τρι­γυρ­νοῦ­σε ἀ­θό­ρυ­βα μέ­σα στὴν πό­λη, ἀ­πὸ συ­νοι­κί­α σὲ συ­νοι­κί­α, μέ­χρι νὰ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ καὶ πά­λι. Ὅ­μως στὴ διά­ρκεια αὐ­τῶν τῶν φευ­γα­λέ­ων τα­ξι­δι­ῶν πο­τὲ δὲν πα­ρέ­λει­πε νὰ μὲ ἐ­πι­σκε­φτεῖ· φέρ­νον­τας κα­λό­δε­χτα νέ­α ἀ­π’ τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τὰ μέ­ρη τοῦ Ἴ­ζου­μο – φέρ­νον­τας ἐ­πί­σης κά­ποι­ο πε­ρί­ερ­γο, μι­κρὸ δῶ­ρο, γε­νι­κὰ θρη­σκευ­τι­κοῦ εἴ­δους, ἀ­πὸ κά­ποι­ο φη­μι­σμέ­νο προ­σκύ­νη­μα. Τό­τε μοῦ δι­νό­ταν ἡ εὐ­και­ρί­α γιὰ κά­ποι­α λι­γό­ω­ρη συ­ζή­τη­ση μα­ζί του. Κά­ποι­ες φο­ρὲς ἡ κου­βέν­τα εἶ­χε νὰ κά­νει μὲ τὰ πα­ρά­ξε­να πράγ­μα­τα ποὺ εἶ­δε ἢ ἄ­κου­σε στὴ διάρκεια τοῦ τε­λευ­ταί­ου του τα­ξι­δι­ο­ῦ· κά­ποι­ες φο­ρὲς πε­ρι­στρε­φό­ταν γύ­ρω ἀ­πὸ πα­λιοὺς θρύ­λους ἢ δο­ξα­σί­ες· ἄλ­λες φο­ρὲς πά­λι ἀ­φο­ροῦ­σε τὴ μαν­το­λο­γί­α. Τὴν τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ ποὺ συ­ναν­τη­θή­κα­με μοῦ μί­λη­σε γιὰ μιὰ κι­νέ­ζι­κη μέ­θο­δο μαν­τεί­ας μὲ πο­λὺ ἀ­κρι­βῆ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, ποὺ λυ­πό­ταν για­τί πο­τὲ δὲν εἶ­χε κα­τα­φέ­ρει νὰ μά­θει. «Ὅ­ποι­ος μά­θει κα­λὰ αὐ­τὴ τὴ μέ­θο­δο,» εἶ­πε, «θὰ μπο­ροῦ­σε, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, νὰ σοῦ πεῖ ὄ­χι μό­νο τὸν ἀ­κρι­βῆ χρό­νο, στὸν ὁ­ποῖ­ο ὁ­ποι­α­δή­πο­τε κο­λώ­να ἢ δο­κὸς αὐ­τοῦ τοῦ σπι­τιοῦ θὰ ὑ­πο­χω­ρή­σει ἀ­π’ τὴ φθο­ρά, ἀλ­λὰ ἀ­κό­μα καὶ νὰ σοῦ πεῖ τὴν κα­τεύ­θυν­ση τοῦ σπα­σί­μα­τος, κα­θὼς καὶ ὅ­λα του τὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Μπο­ρῶ, ὅ­μως, νὰ ἐ­ξη­γή­σω κα­λύ­τε­ρα τί ἐν­νο­ῶ, ἂν σοῦ ἀ­φη­γη­θῶ μιὰ ἱ­στο­ρί­α.»

 

       «Ἡ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι γιὰ τὸν φη­μι­σμέ­νο Κι­νέ­ζο μαν­το­λό­γο, ποὺ στὴν Ἰ­α­πω­νί­α τὸν λέ­με Σό­κο Σέ­τσου καὶ εἶ­ναι γραμ­μέ­νη στὸ βι­βλί­ο B­a­i­k­wa-S­h­in-E­ki, ποὺ εἶ­ναι ἕ­να βι­βλί­ο μαν­τεί­ας. Ἐ­νῶ ἦ­ταν ἀ­κό­μα πο­λὺ νέ­ος, ὁ Σό­κο Σέ­τσου ἀ­πέ­κτη­σε μιὰ ὑ­ψη­λὴ θέ­ση λό­γῳ τῆς σο­φί­ας ἀλ­λὰ καὶ τῆς ἀ­ρε­τῆς του· ὅ­μως πα­ραι­τή­θη­κε ἀ­π’ αὐ­τὴ καὶ ἀ­πο­σύρ­θη­κε στὴν ἐ­ρη­μιά, ἔ­τσι ὥ­στε νὰ μπο­ρεῖ ν’ ἀ­φι­ε­ρώ­σει ὅ­λο τὸ χρό­νο του στὴ με­λέ­τη. Ἀ­πὸ τό­τε ἔ­ζη­σε πολ­λὰ χρό­νια μό­νος σὲ μιὰ κα­λύ­βα ἀ­νά­με­σα στὰ βου­νά· με­λε­τών­τας χω­ρὶς φω­τιὰ τὸ χει­μώ­να καὶ χω­ρὶς βεν­τά­λια τὸ κα­λο­καί­ρι· γρά­φον­τας τὶς σκέ­ψεις του πά­νω στὸν τοῖ­χο τοῦ δω­μα­τί­ου του —λό­γῳ ἔλ­λει­ψης χαρ­τιοῦ— καὶ χρη­σι­μο­ποι­ών­τας μό­νο ἕ­να κε­ρα­μί­δι γιὰ μα­ξι­λά­ρι.

       »Μιὰ μέ­ρα, τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ με­γα­λύ­τε­ρου κα­λο­και­ρι­νοῦ καύ­σω­να, αἰ­σθάν­θη­κε νὰ τὸν πιά­νει ὑ­πνη­λί­α καὶ ξά­πλω­σε γιὰ ν’ ἀ­να­παυ­θεῖ, μὲ τὸ κε­ρα­μί­δι κά­τω ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λι του. Δὲν εἶ­χε κα­λὰ-κα­λὰ ἀ­πο­κοι­μη­θεῖ, ὅ­ταν ἕ­να πον­τί­κι πέ­ρα­σε τρέ­χον­τας πά­νω ἀ­π’ τὸ πρό­σω­πό του ξυ­πνών­τας τον ἀ­πό­το­μα. Ὀρ­γι­σμέ­νος, ἅρ­πα­ξε τὸ κε­ρα­μί­δι καὶ τὸ ἐκ­σφεν­δό­νι­σε στὸ πον­τί­κι· ὅ­μως αὐ­τὸ κα­τά­φε­ρε ν’ ἀ­πο­φύ­γει τὸ χτύ­πη­μα, καὶ τὸ κε­ρα­μί­δι ἔ­σπα­σε. Ὁ Σό­κο Σέ­τσου κύτ­τα­ξε μὲ θλί­ψη τὰ θρύ­ψα­λα τοῦ μα­ξι­λα­ριοῦ κι ἐ­πι­τί­μη­σε τὸν ἑ­αυ­τό του γιὰ τὴ βι­α­σύ­νη του. Τό­τε ξαφ­νι­κὰ ἀν­τι­λή­φθη­κε, πά­νω στὴν ὄ­ψη τοῦ πη­λοῦ ποὺ μό­λις εἶ­χε ἐ­κτε­θεῖ στὸ φῶς, κά­ποι­α κι­νέ­ζι­κα ἰ­δε­ο­γράμ­μα­τα – ἀ­νά­με­σα στὴν πά­νω καὶ στὴν κά­τω πλευ­ρὰ τοῦ κε­ρα­μι­διοῦ. Βρί­σκον­τας τὸ πράγ­μα πο­λὺ πα­ρά­ξε­νο, σή­κω­σε τὰ κομ­μά­τια καὶ τὰ ἐ­ξέ­τα­σε προ­σε­κτι­κά. Ἀ­να­κά­λυ­ψε ὅ­τι κα­τὰ μῆ­κος τοῦ σπα­σί­μα­τος δε­κα­ε­φτὰ ἰ­δε­ο­γράμ­μα­τα εἶ­χαν γρα­φτεῖ πά­νω στὸν πη­λό, προ­τοῦ ἀ­κό­μα τὸ κε­ρα­μί­δι ψη­θεῖ· τὰ ἰ­δε­ο­γράμ­μα­τα αὐ­τὰ ἔ­λε­γαν τὸ ἑ­ξῆς – Τὴ Χρο­νιὰ τοῦ Λα­γοῦ, τὸν τέ­ταρ­το μή­να, τὴ δέ­κα­τη ἑ­βδό­μη μέ­ρα, τὴν Ὥ­ρα τοῦ Φει­διοῦ, αὐ­τὸ τὸ κε­ρα­μί­δι, ἀ­φοῦ πρῶ­τα χρη­σι­μέ­ψει σὰν μα­ξι­λά­ρι, θὰ τὸ πε­τά­ξουν πά­νω σ’ ἕ­να πον­τί­κι καὶ θὰ σπά­σει. Καὶ πραγ­μα­τι­κά, ἡ προ­φη­τεί­α εἶ­χε πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ τὴν Ὥ­ρα τοῦ Φει­δι­οῦ, τὴ δέ­κα­τη ἕ­βδο­μη μέ­ρα τοῦ τέ­ταρ­του μή­να τῆς Χρο­νιᾶς τοῦ Λα­γοῦ. Κα­τά­πλη­κτος ὁ Σό­κο Σέ­τσου κύτ­τα­ξε ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ τὰ θρύ­ψα­λα καὶ ἀ­να­κά­λυ­ψε τὴ σφρα­γί­δα καὶ τὸ ὄ­νο­μα τοῦ κα­τα­σκευα­στῆ. Ἀ­φή­νον­τας ἀ­μέ­σως τὴν κα­λύ­βα του καὶ παίρ­νον­τας μα­ζί του τὰ κομ­μά­τια τοῦ κε­ρα­μι­διοῦ, ξε­κί­νη­σε βι­α­στι­κὰ γιὰ τὴ γει­το­νι­κὴ πό­λη, σὲ ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ κε­ρα­μο­ποι­οῦ. Τὸν βρῆ­κε τὴν ἴ­δια ἐ­κεί­νη μέ­ρα, τοῦ ἔ­δει­ξε τὸ σπα­σμέ­νο κε­ρα­μί­δι καὶ τὸν ρώ­τη­σε γιὰ τὴν ἱ­στο­ρί­α του.

       »Ἀ­φοῦ ἐ­ξέ­τα­σε τὰ θρύ­ψα­λα προ­σε­κτι­κά, ὁ κε­ρα­μο­ποι­ὸς εἶ­πε – “Αὐ­τὸ τὸ κε­ρα­μί­δι κα­τα­σκευ­ά­στη­κε στὸ δι­κό μου ἐρ­γα­στή­ριο, ὅ­μως τὰ ἰ­δε­ο­γράμ­μα­τα στὸν πη­λὸ γρά­φτη­καν ἀ­πὸ ἕ­να γέ­ρο —ἕ­να μαν­το­λό­γο— ποὺ ζή­τη­σε τὴν ἄ­δεια νὰ γρά­ψει κά­τι πά­νω στὸ κε­ρα­μί­δι προ­τοῦ αὐ­τὸ ψη­θεῖ.” – “Ξέ­ρεις ποῦ μέ­νει;” ρώ­τη­σε ὁ Σό­κο Σέ­τσου. “Ἔ­με­νε”, ἀ­πάν­τη­σε ὁ κε­ρα­μο­ποι­ός, “­ὄ­χι πο­λὺ μα­κριὰ ἀ­πὸ δῶ· μπο­ρῶ μά­λι­στα νὰ σοῦ δεί­ξω τὸ δρό­μο γιὰ τὸ σπί­τι του. Δὲν ξέ­ρω ὅ­μως τὸ ὄ­νο­μά του.”

       »Ἀ­φοῦ μὲ τὴ κα­θο­δή­γη­ση τοῦ κε­ρα­μο­ποι­οῦ ἔ­φτα­σε στὸ σπί­τι, ὁ Σό­κο Σέ­τσου πα­ρου­σι­ά­στη­κε στὴν εἴ­σο­δο καὶ ζή­τη­σε τὴν ἄ­δεια νὰ μι­λή­σει στὸ γέ­ρο μαν­το­λό­γο. Ἕ­νας μα­θη­τής, ποὺ πρό­σφε­ρε ἐ­πί­σης ὑ­πη­ρε­σί­ες, τὸν προ­σκά­λε­σε εὐ­γε­νι­κὰ νὰ πε­ρά­σει καὶ τὸν συ­νό­δε­ψε σ’ ἕ­να με­γά­λο δω­μά­τιο, μέ­σα στὸ ὁ­ποῖ­ο βρί­σκον­ταν πολ­λοὶ νε­α­ροὶ ἀ­φο­σι­ω­μέ­νοι στὴ με­λέ­τη. Κα­θὼς ὁ Σό­κο Σέ­τσου κά­θη­σε, ὅ­λοι οἱ νέ­οι τοῦ ἀ­πηύ­θυ­ναν χαι­ρε­τι­σμό. Τό­τε ἐ­κεῖ­νος ποὺ τοῦ πρω­το­μί­λη­σε, κά­νον­τας  πρὸς τὸ μέ­ρος του μιὰ ὑ­πό­κλι­ση, εἶ­πε: “­Λυ­πού­μα­στε πο­λὺ ποὺ πρέ­πει νὰ σᾶς πλη­ρο­φο­ρή­σου­με ὅ­τι ὁ δά­σκα­λός μας πέ­θα­νε ἐ­δῶ καὶ λί­γες μέ­ρες. Ὅ­μως σᾶς πε­ρι­μέ­να­με, δι­ό­τι μᾶς εἶ­χε προ­εί­πει ὅ­τι σή­με­ρα θὰ ἐρ­χό­σα­σταν σ’ αὐ­τὸ τὸ σπί­τι, αὐ­τὴν ἀ­κρι­βῶς τὴν ὥ­ρα. Τὸ ὄ­νο­μά σας εἶ­ναι Σό­κο Σέ­τσου. Καὶ ὁ δά­σκα­λός μας, μᾶς ἀ­νέ­θε­σε νὰ σᾶς δώ­σου­με ἕ­να βι­βλί­ο, τὸ ὁ­ποῖ­ο πί­στευ­ε ὅ­τι θὰ σᾶς ἦ­ταν χρή­σι­μο. Πρό­κει­ται γι’ αὐ­τὸ ἐ­δῶ το βι­βλί­ο· εὐ­α­ρε­στη­θεῖ­τε νὰ τὸ δε­χθεῖ­τε.”

      »Ὁ Σό­κο Σέ­τσου ξαφ­νι­ά­στη­κε, ἐ­νῶ ταυ­τό­χρο­να κα­τα­χά­ρη­κε· για­τὶ τὸ βι­βλί­ο ἦ­ταν ἕ­να χει­ρό­γρα­φο ἀ­πὸ τὰ σπα­νι­ό­τε­ρα καὶ πο­λυ­τι­μό­τε­ρα τοῦ εἴ­δους – ἕ­να χει­ρό­γρα­φο ποὺ πε­ρι­εῖ­χε ὅ­λα τὰ μυ­στι­κὰ τῆς ἐ­πι­στή­μης τῆς μαν­τεί­ας. Ἀ­φοῦ εὐ­χα­ρί­στη­σε τοὺς νέ­ους καὶ δε­όν­τως ἐ­ξέ­φρα­σε τὰ συλ­λυ­πη­τή­ρια του γιὰ τὸ θά­να­το τοῦ δα­σκά­λου τους, γύ­ρι­σε στὴν κα­λύ­βα του καὶ ἄρ­χι­σε χω­ρὶς χρο­νο­τρι­βὴ νὰ ἐ­ξε­τά­ζει τὴν ἀ­ξί­α τοῦ βι­βλί­ου, συμ­βου­λευ­ό­με­νος τὶς σε­λί­δες του σχε­τι­κὰ μὲ τὴ δι­κή του μοί­ρα. Τὸ βι­βλί­ο τοῦ ἀ­πάν­τη­σε μὲ τὸν ὑ­παι­νιγ­μὸ ὅ­τι στὴ νό­τια πλευ­ρὰ τῆς κα­τοι­κί­ας του, σὲ ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο ση­μεῖ­ο κον­τὰ σὲ μιὰ γω­νιὰ τῆς κα­λύ­βας, τὸν πε­ρί­με­νε με­γά­λη τύ­χη. Ἔ­σκα­ψε στὸ μέ­ρος ποὺ τοῦ ὑ­πο­δεί­χτη­κε καὶ πραγ­μα­τι­κά, βρῆ­κε μιὰ στά­μνα ποὺ πε­ρι­εῖ­χε χρυ­σὸ τό­σο, ποὺ μπο­ροῦ­σε νὰ τὸν κά­νει πο­λὺ πλού­σιο ἄν­θρω­πο.»

 

* * *

 

Ὁ πα­λιός μου φί­λος ἄ­φη­σε αὐ­τὸ τὸν κό­σμο τό­σο μο­να­χι­κά, ὅ­σο εἶ­χε ζή­σει. Τὸν πε­ρα­σμέ­νο χει­μώ­να, κα­θὼς δι­ά­βαι­νε μιὰ ὁ­ρο­σει­ρά, ἔ­πε­σε πά­νω σε μιὰ χι­ο­νο­θύ­ελ­λα κι ἔ­χα­σε τὸ δρό­μο του. Πολ­λὲς μέ­ρες ἀρ­γό­τε­ρα, τὸν βρῆ­καν νὰ στέ­κε­ται ὄρ­θιος, ἀ­κουμ­πι­σμέ­νος στὸν κορ­μὸ ἑ­νὸς πεύ­κου, μὲ τὸ μι­κρό του σακ­κί­διο δε­μέ­νο στοὺς ὤ­μους: ἕ­να ἄ­γαλ­μα ἀ­πὸ πά­γο – χέ­ρια δι­πλω­μέ­να καὶ μά­τια κλει­στά, σὰν σὲ δι­α­λο­γι­σμό. Ἴ­σως, πε­ρι­μέ­νον­τας νὰ πε­ρά­σει ἡ θύ­ελ­λα, νὰ εἶ­χε ὑ­πο­χω­ρή­σει στὴν ὑ­πνη­λί­α ποὺ φέρ­νει τὸ κρύ­ο, καὶ τὸ χι­ό­νι τὸν σκέ­πα­σε κα­θὼς κοι­μό­ταν. Ἀ­κού­γον­τας αὐ­τὸν τὸν πα­ρά­ξε­νο θά­να­το θυ­μή­θη­κα τὴν πα­λιὰ ἰ­α­πω­νι­κὴ πα­ροι­μί­α – Οὐ­ρα­νά­ϊ­για μὶ νὸ οὐ­ὲ σι­ρά­ζου: «Ὁ μαν­το­λό­γος δὲν γνω­ρί­ζει τὴν ἴ­δια του τὴ μοί­ρα.»

 

* ντα­ϊ­μυ­ό· περιφερειακὸς διοικητὴς τῆς φεουδαρχικῆς περιόδου (Σ.τ.ἐ.).

 

 

Πρώτη δημοσίευση: Lafcadio Hearn: In Ghostly Japan, Little, Brown, and Co., Boston 1899, σ. 50 -59.

 

 Λευ­κά­διος Χὲρν (Lafkadio Hearn) Γεν­νή­θη­κε τὸ 1850 στὴν Λευ­κά­δα, ἀ­πὸ πα­τέ­ρα Ἰρ­λαν­δό, τὸν Τσὰρ­λς Χέρν, ποὺ ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε τό­τε ὡς για­τρὸς τοῦ ἀγ­γλι­κοῦ στρα­τοῦ στὰ ὑ­πὸ βρε­ταν­νι­κὴ κα­το­χὴ Ἑ­πτά­νη­σα, καὶ μη­τέ­ρα Ἑλ­λη­νί­δα, τὴν Ρό­ζα Κα­σι­μά­τη ἀ­πὸ τὰ Κύ­θη­ρα. Με­τὰ ἀ­πὸ δύ­ο χρό­νια ὁ πα­τέ­ρας του γύ­ρι­σε μὲ με­τά­θε­ση στὴν Ἰρ­λαν­δί­α, μα­ζὶ μὲ ὅ­λη τὴν οἰ­κο­γέ­νεια. Ὅ­ταν ὁ Λευ­κά­διος ἦ­ταν τεσ­σά­ρων χρο­νῶν οἱ δύ­ο σύ­ζυ­γοι χώ­ρι­σαν. Τὸν Λευ­κά­διο με­γά­λω­σε μιὰ εὐ­κα­τά­στα­τη θεί­α του, ἡ ὁ­ποί­α φρόν­τι­σε καὶ γιὰ τὴ μόρ­φω­σή του, στέλ­νον­τάς τον νὰ σπου­δά­σει σὲ ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κὸ σχο­λεῖ­ο. Ἐ­ξαι­τί­ας ἑ­νὸς συγ­γε­νῆ ἡ θεί­α ἔ­χα­σε τὴν πε­ρι­ου­σί­α της, ὁ­πό­τε ὁ Χέρν, σὲ ἡ­λι­κί­α 17 χρο­νῶν (1869) ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ με­τα­να­στεύ­σει στὴν Ἀ­με­ρι­κή. Στὸ Σιν­σι­νά­τι καὶ τὴ Νέ­α Ὀρ­λε­ά­νη ὅ­που κυ­ρί­ως ἔ­ζη­σε πέ­ρα­σε πολ­λὲς κα­κου­χί­ες, ὥ­σπου βρῆ­κε δου­λειὰ ὡς δη­μο­σι­ο­γρά­φος σὲ δι­ά­φο­ρες ἐ­φη­με­ρί­δες. Μιὰ ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὸν ἔ­στει­λε ὡς ἀν­τα­πο­κρι­τὴ στὴ Μαρ­τι­νί­κα. Ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ἐ­πο­χὴ ἀρ­χί­ζει νὰ ἀ­να­τέλ­λει τὸ λο­γο­τε­χνι­κό του ἄ­στρο. Τὸ βι­βλί­ο μὲ τὶς ἐν­τυ­πώ­σεις του ἀ­πὸ τὸ νη­σὶ τῆς ἐ­ξω­τι­κῆς Κα­ρα­ϊ­βι­κῆς γνω­ρί­ζει ἐ­πι­τυ­χί­α. Ἐκ­πο­νεῖ ἐ­πί­σης με­τα­φρά­σεις Γάλ­λων λο­γο­τε­χνῶν. Τὸ γε­γο­νὸς ὅ­μως ποὺ ἄλ­λα­ξε τὴ ζω­ὴ τοῦ Λευ­κά­διου, τὸν ἀ­νέ­δει­ξε σὲ συγ­γρα­φέ­α δι­ε­θνοῦς βε­λη­νε­κοῦς καὶ τοῦ προ­σέ­δω­σε μιὰ σπά­νια ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα, ἦ­ταν ἡ ἀ­πο­στο­λὴ ποὺ τοῦ ἀ­νέ­θε­σε ἡ ἐ­φη­με­ρί­δα του νὰ πά­ει στὴν Ἰ­α­πω­νί­α, ποὺ μό­λις πρὶν ἀ­πὸ λί­γα χρό­νια εἶ­χε ἀ­νοί­ξει τὶς πύ­λες της στὴ Δύ­ση καὶ νὰ στεί­λει ἐν­τυ­πώ­σεις κ.λπ. ἀ­πὸ ἐ­κεῖ. Ὁ Λευ­κά­διος ἐ­ρω­τεύ­τη­κε αὐ­τὴ τὴ χώ­ρα. Παν­τρεύ­τη­κε Ἰ­α­πω­νί­δα καὶ ἔ­γι­νε Ἰ­ά­πω­νας ὑ­πή­κο­ος, παίρ­νον­τας τὸ ὄ­νο­μα Κο­ϊ­ζού­μι Γι­ά­κου­μο. Ἀ­νέ­λα­βε συν­ει­δη­τὰ τὸ ἔρ­γο ἀ­πὸ τὴ μιὰ τῆς δι­ά­σω­σης τῆς ἰ­α­πω­νι­κῆς πα­ρα­δο­σια­κῆς κλη­ρο­νο­μιᾶς, πε­ρι­γρά­φον­τας τὴ ζω­ὴ ὅ­πως τὴν ἔ­βλε­πε γύ­ρω του, με­τα­γρά­φον­τας πα­ρα­μύ­θια καὶ θρύ­λους, πε­ρι­γρά­φον­τας ἔ­θι­μα κ.λπ., καὶ ἀ­πὸ τὴν ἄλ­λη τῆς ἑρ­μη­νεί­ας αὐ­τοῦ τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ στὴ Δύ­ση. Μέ­χρι σή­με­ρα, ἂν καὶ αὐ­τὴ ἡ ἑρ­μη­νεί­α ἔ­χει πε­ρά­σει ἀ­πὸ φά­σεις κρι­τι­κῆς, δὲν ἔ­χει πά­ψει νὰ μα­γνη­τί­ζει ἕ­να με­γά­λο ἀ­να­γνω­στι­κὸ κοι­νό, στὸ ὁ­ποῖ­ο, μα­ζὶ μὲ τὶς λο­γο­τε­χνι­κὲς ἀ­ρε­τές, τὸν ρο­μαν­τι­σμὸ κ.λπ. τοῦ ἔρ­γου τοῦ Χέρν, ἀ­σκεῖ τὴν ἰ­δι­αί­τε­ρη γο­η­τεί­α της. Ὁ Λευ­κά­διος πέ­θα­νε στὴν Ἰ­α­πω­νί­α τὸ 1904 καὶ θά­φτη­κε ἐ­κεῖ μὲ τὸ βου­δι­στι­κὸ τυ­πι­κό, σύμ­φω­να μὲ τὴν ἐ­πι­θυ­μί­α του. Ὅ­λη του τὴ ζω­ὴ δὲν ἔ­πα­ψε νὰ ὑ­πο­φέ­ρει ἀ­πὸ τὸ τραῦ­μα τῆς ἔλ­λει­ψης τῆς μη­τέ­ρας, τὴν ὁ­ποί­α πάν­τα ἀ­να­ζη­τοῦ­σε μέ­σα στὰ θο­λὰ σπα­ράγ­μα­τα τῶν παι­δι­κῶν ἀ­να­μνή­σε­ων. Ὁ Χὲρν ἔ­γρα­ψε πολ­λὰ βι­βλί­α σχε­τι­κὰ μὲ τὴν Ἰ­α­πω­νί­α, ποὺ τὸν ἔ­κα­ναν δι­ά­ση­μο, ὅ­πως τὸ O­ut of t­he E­a­st, G­l­e­a­n­i­n­gs in B­u­d­d­ha F­i­e­l­ds, K­w­a­i­d­an, J­a­p­an: An A­t­t­e­m­pt at I­n­t­e­r­p­r­e­t­a­t­i­on, κ.ἄ. Ση­μαν­τι­κὴ εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἡ ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α του, οἱ πα­ρα­δό­σεις γιὰ τὴν ἀγ­γλι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α ποὺ ἔ­δω­σε ὡς κα­θη­γη­τὴς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ Τό­κυ­ο, κ.ἄ. (Περισσότερα στὸ http://www.lafcadio.gr/index.html)

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγγλικά:

Στέ­λιος Πα­πα­λε­ξαν­δρό­που­λος (Ἀ­στα­κὸς Αἰ­τω­λο­α­καρ­να­νί­ας, 1951). Σπού­δα­σε Θε­ο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν καὶ Θρη­σκει­ο­λο­γί­α στὴν Ἰ­α­πω­νί­α. Δι­δά­σκει στὴ Θε­ο­λο­γι­κὴ Σχο­λὴ τοῦ ΕΚ­ΠΑ Ἱ­στο­ρί­α Θρη­σκευ­μά­των (Ἰ­α­πω­νι­κὸ βου­δι­σμό).  Ἔ­χει δη­μο­σι­εύ­σει πολ­λὲς με­λέ­τες, δο­κί­μια, ἄρ­θρα καὶ με­τα­φρά­σεις ἀ­πὸ τὰ Ἰ­α­πω­νι­κά. Ἐκτε­τα­μέ­νες με­τα­φρα­στικὲς ἐργα­σί­ες του μὲ εἰσα­γωγὲς καὶ ση­μειώσεις ἔχουν δη­μο­σιευ­τεῖ στὸ περ. Πλα­νό­διον γιὰ τοὺς ἰά­πω­νες συγ­γρα­φεῖς Σίγκα Να­ό­για (τχ. 32) καὶ Οὐέ­ντα Ἀκι­νά­ρι (τχ. 41).  

 

Εἰκόνα: Ὁ Λευκάδιος Χὲρν μὲ τὴ σύζυγό του Κοϊζούμι Σέτσου.