Ρόμπερτ Σάπαρντ (Robert Shapard)
Ἡ ἀξιοπρόσεκτη ἐπανεπινόηση
τῆς πολὺ σύντομης μυθοπλασίας
(The Remarkable Reinvention of Very Short Fiction)
ΠΟΛΥ ΣΥΝΤΟΜΗ μυθοπλασία ἀπαντᾶ μὲ πολλὲς ὀνομασίες, ποὺ ποικίλλουν ἀνάλογα μὲ τὴν ἔκταση τῆς ἱστορίας καὶ τὴ χώρα. Στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, ἡ πλέον διαδεδομένη ὀνομασία εἶναι flash· στὴ Λατινικὴ Ἀμερικὴ micro. Ἄκρες μέσες, μιὰ πολὺ σύντομη μυθοπλασία εἶναι δέκα φορὲς συντομότερη ἀπὸ τὸ παραδοσιακὸ διήγημα, ὡστόσο οἱ ἀριθμοὶ δὲν μᾶς λένε τὰ πάντα. Προτιμῶ τὶς μεταφορές, σὰν κι αὐτὴ τῆς Λίσας Βαλενσουέλα: «Συνήθως παρομοιάζω τὸ μυθιστόρημα μὲ θηλαστικό, ἄγριο σὰν τὴν τίγρη ἢ καὶ ἥμερο σὰν τὴν ἀγελάδα, τὸ διήγημα μὲ πτηνὸ ἢ ψάρι καὶ τὸ μικροδιήγημα μὲ ἔντομο (στὶς καλύτερές των περιπτώσεων ἰριδίζον).»(1)
Ἡ ἀπήχηση τῶν ἐν λόγῳ «ἰριδιζόντων ἐντόμων» ὁλοένα καὶ μεγαλώνει παγκοσμίως, ἰδίως ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ 1980 κι ἔπειτα. Στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, ἀνθολογίες, συλλογὲς καὶ βιβλιαράκια τοῦ εἴδους ἔχουν πουλήσει ἕνα ἑκατομμύριο ἀντίτυπα – λιγότερο ἀπὸ τὰ μπὲστ σέλερ τοῦ Τζὸν Γκρίσαμ, ὅμως ὁ ἀριθμὸς δὲν εἶναι διόλου εὐκαταφρόνητος. Ἠθοποιοὶ τῆς τηλεόρασης καὶ τοῦ κινηματογράφου ἔχουν διαβάσει τέτοια κείμενα στὸ Μπρόντγουεϊ, τὰ ἔχουν ἠχογραφήσει γιὰ νὰ μεταδοθοῦν μαγνητοσκοπημένα στὴν ἐκπομπὴ Selected Shorts τοῦ National Public Radio. Παγκόσμια συνέδρια μικρομυθοπλασίας ἔχουν διεξαχθεῖ καὶ συνεχίζουν νὰ διεξάγονται στὴν Ἐλβετία, τὴν Ἱσπανία, τὴν Ἀργεντινὴ καὶ σὲ ἄλλες χῶρες. Στὴ Μεγάλη Βρετανία, ἔχει καθιερωθεῖ καὶ ἑορτάζεται Ἐθνικὴ Μέρα Flash Fiction (ὅπως διαβάζουμε στὴν Guardian)(2), πράγμα ποὺ ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν περίπτωση τῆς Νέας Ζηλανδίας.
Ἐντούτοις, λίγοι μοιάζουν νὰ γνωρίζουν ἀκριβῶς τοὺς λόγους τῆς ἀπήχησης τῶν μικροσκοπικῶν αὐτῶν ἱστοριῶν ἢ ἀκόμη καὶ τί εἶναι. Ἄραγε εἶναι μόδα τοῦ διαδικτύου; Εἶναι σύντομα διότι ἡ τηλεόραση καὶ τὸ Twitter ἔχουν συρρικνώσει τὸ χρονικὸ διάστημα διατήρησης τῆς προσοχῆς; Ἂν ἰσχύει τὸ τελευταῖο, ὁ Τζούλιαν Γκόφ, πολυβραβευμένος ἰρλανδὸς μυθιστοριογράφος ποὺ ζεῖ στὴ Γερμανία, τὸ βλέπει ἀρκετὰ θετικά. Στὸ Βest European Fiction 2010 (στὸ ὁποῖο συμμετέχει μ’ ἕνα πολὺ σύντομο διήγημα), ἐπισημαίνει τὸ ἑξῆς:
«Ἡ γενιά μου, καθὼς καὶ οἱ νεότεροι, δέχονται τὴν πληροφορία ὄχι μὲ τὴ μορφὴ μακροσκελοῦς, συνεκτικῆς, αὐτοτελοῦς ἑνότητας (μιᾶς κινηματογραφικῆς ταινίας, ἑνὸς δίσκου, ἑνὸς μυθιστορήματος) ἀλλὰ μέσῳ θραυσμάτων ποὺ διαφέρουν σημαντικὰ ὡς πρὸς τὸ ὕφος. (Ζάπινγκ, σερφάρισμα στὸ διαδίκτυο, ἀναπαραγωγὴ κομματιῶν μὲ τυχαία σειρὰ στὸ iPod). Ἡ συνθήκη αὐτὴ ἀλλάζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο διαβάζουμε, ἄρα εἶναι εὔλογο ὅτι ὀφείλει νὰ ἀλλάξει καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο γράφουμε. Δὲν πρόκειται γιὰ κάποια καταστροφὴ ἀλλὰ γιὰ εὐκαιρία. Ἔχουμε τὴν ἐλευθερία νὰ κάνουμε νέα πράγματα, πράγματα ποὺ προηγουμένως δὲν θὰ γίνονταν ἀντιληπτά. Τὸ τυπικὸ διήγημα (ποὺ ἔχει εἰπωθεῖ καὶ ξαναειπωθεῖ δεκάδες χιλιάδες φορὲς) πάσχει ἀπὸ σύνδρομο ἐπαναλαμβανόμενης καταπόνησης. Ἡ τηλεόραση καὶ τὸ διαδίκτυο ἔχουν προσαρμοστεῖ στὴν κρίση αὐτὴ καὶ ἔχουν διατηρήσει τὸ κοινό τους. Ἡ λογοτεχνία δὲν τὸ ἔχει κάνει.»(3)
Ἡ συμβουλὴ τοῦ Γκὸφ στοὺς νεαροὺς συγγραφεῖς εἶναι: «Κλέψτε ἀπὸ τὸ The Simpsons, ὄχι ἀπὸ τὸν Χένρι Τζέιμς.»
Ἀκόμη κι ἂν ἡ πολὺ μικρὴ φόρμα ἰσοδυναμεῖ μὲ ἐλευθερία γιὰ τοὺς συγγραφεῖς, οἱ περισσότεροι ἀπὸ ἐμᾶς συνεχίζουμε νὰ ἐξομοιώνουμε τὴ «λογοτεχνία» μὲ τὸ μυθιστόρημα (σίγουρα ὄχι μὲ τὸ The Simpsons), πράγμα ποὺ ἴσως ἐξηγεῖ ἐν μέρει γιατί οἱ κριτικοὶ ἔχουν δώσει τόσο λίγη προσοχὴ σὲ δουλειὲς τῆς συντομίας τοῦ flash ἢ τοῦ sudden fiction. Ἐντούτοις, ἂν κοιτάξουμε ἀρκετὰ πίσω, ἡ εἰκόνα διαφοροποιεῖται. Σπουδαῖοι συγγραφεῖς ἔγραψαν πολὺ σύντομες ἱστορίες πολὺ πρὶν γραφτεῖ μυθιστόρημα. Ὁ Πετρώνιος ἔγραψε μικρὲς ἱστορίες στὴν ἀρχαία Ρώμη καὶ ἡ Μαρία τῆς Γαλλίας κατὰ τὸν μεσαίωνα. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ντεφόου (στὸν ἀγγλόφωνο κόσμο τουλάχιστον), τὸ μυθιστόρημα —δηλαδή, ὁ τύπος τῆς ἐνσαρκωμένης ρεαλιστικῆς ἀφήγησης— κυριάρχησε καὶ κυριαρχεῖ στὴ μυθοπλασία. Ὡστόσο, τὸν εἰκοστὸ αἰώνα, πολλοὶ συγγραφεῖς, ἀνάμεσά τους ὁ Μπόρχες, ὁ Κορτάσαρ, ὁ Βάλζερ, ὁ Κάφκα, ὁ Μπουτζάτι, ὁ Καλβίνο, ἡ Ντίνεσεν καὶ ὁ Καουαμπάτα ἐπέλεξαν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν πολὺ μικρὴ φόρμα. Ξεκίνησαν ἄραγε μιᾶς μορφῆς ἀθόρυβη ἀναγέννηση τῆς πολὺ σύντομης μυθοπλασίας ποὺ τώρα μόνον, χάρη στὶς ἀπέραντες δυνάμεις τοῦ διαδικτύου, ἀνθεῖ ἀπὸ τὴ Γροιλανδία ὥς τὴν Ἰνδονησία μὲ nanos, micros, suddens καὶ flashes;
Ναὶ καὶ ὄχι. Γιὰ πολὺ καιρὸ στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, ἡ μόνη ὑπαρκτὴ παράδοση ἦταν κάτι ἱστορίες ποὺ ἔπιαναν μιὰ σελίδα καὶ δημοσιεύονταν σὲ περιοδικὰ ποικίλης ὕλης σὰν τὸ Ladies Home Journal. (Ἡ λέξη «παράδοση» ἴσως δὲν ταιριάζει ἐδῶ – μὲ βάση ἀκαδημαϊκὴ μελέτη πανεπιστημίου τῆς Καλιφόρνιας τὸ Journal εἶχε δημοσιεύσει ἀκριβῶς τὴν ἴδια σύντομη ἱστορία σὲ ὅλα τὰ τεύχη τῶν τελευταίων πενήντα ἐτῶν. Λεπτομέρειες ὅπως τὸ σκηνικὸ καὶ οἱ χαρακτῆρες ἄλλαζαν ὄντως, ὅμως ἡ πλοκὴ παρέμενε ἡ ἴδια: πάντα κάτι γίνεται στὸ τέλος κι ἔχουμε χάπι ἔντ.)
Ὁ ρυθμὸς τοῦ πολὺ σύντομου διηγήματος, σύμφωνα μὲ τὴν Τζόις Κάρολ Ὄουτς, «συχνὰ προσομοιάζει ὑφολογικὰ στὴν ποίηση μᾶλλον παρὰ στὴ συμβατικὴ πρόζα, ἡ ὁποία πρόδηλα ἐπιδιώκει νὰ δραματοποιήσει τὴν ἐμπειρία καὶ νὰ ξυπνήσει συναισθήματα· στοὺς σφιχτοὺς καὶ μικροὺς χώρους, ἡ ἐμπειρία περνᾶ μόνον μέσα ἀπὸ τὸν ὑπαινιγμό».
Ἤδη ὅμως τὸ 1985, ποὺ ὁ Τζέιμς Τόμας κι ἐγὼ ἀρχίσαμε νὰ συλλέγουμε πολὺ σύντομα διηγήματα γιὰ τὴν ἀνθολογία Sudden Fiction, εἶχε συμπληρωθεῖ δεκαετία ἀπὸ τότε ποὺ πειραματικὲς δουλειὲς πρωτοεμφανίστηκαν αἰφνιδίως στὰ λογοτεχνικὰ περιοδικά. Δὲν ἦταν ποτὲ τυποποιημένα, συχνὰ ξάφνιαζαν, πάντοτε συνιστοῦσαν μιᾶς μορφῆς πρόκληση. Ὁρισμένα χρησιμοποιοῦν τὴ ρεαλιστικὴ ἀφήγηση, ἀλλὰ σὲ ἐντελῶς διαφορετικὴ κλίμακα. Ἄλλα προσεγγίζουν πλαγίως τὴ μεταμυθοπλασία, ὅπως τὸ παράδοξο καὶ συγκινητικὸ «Mother» τῆς Γκρέις Πέϊλι, ποὺ ξεκινᾶ μὲ τὴν ἀφηγήτρια νὰ λέει πὼς ἀνέκαθεν ἤθελε νὰ γράψει μιὰ ἱστορία ποὺ τὸ τέλος της θὰ εἶναι «καὶ τότε πέθανε», καὶ κατὰ μιὰ ἔννοια μᾶς ξαφνιάζει στὴν ἑπόμενη σελίδα κάνοντας ἀκριβῶς αὐτό. Σὲ ἄλλες ἱστορίες σημειώνεται μιὰ ἀλλόκοτη ἐπιτάχυνση, ὅπως στὴ λαμπρὴ ἱστορία «A Fable» του Ρόμπερτ Φοξ, μὲ θέμα ἕναν νεαρὸ στὸν ὑπόγειο σιδηρόδρομο ποὺ εἶναι τόσο μὰ τόσο χαρούμενος ποὺ πάει πρώτη μέρα γιὰ δουλειὰ στὴν πόλη, ποὺ ἐρωτεύεται μιὰ ὄμορφη γυναίκα πού ’ναι καθισμένη ἀπέναντί του, καὶ τοὺς παντρεύει ὁ εἰσπράκτορας στὴν ἑπόμενη στάση. Ὁρισμένα ἄλλα ἀκολουθοῦν ἀντίστροφη πορεία, ὅπως τὸ συγκινητικὸ «Currents» τῆς Χάννας Βάσκοϊλ, στὸ ὁποῖο ἡ ἀφήγηση δὲν γίνεται μέσω φλὰς μπὰκ (ποὺ ἐπιστρέφουν στὸ παρὸν) ἀλλὰ μὲ μικρὲς παραγράφους ποὺ ταξιδεύουν ἀδυσώπητα ὁλοένα καὶ βαθύτερα στὸ παρελθόν.
Οἱ ἱστορίες αὐτὲς δὲν συνιστοῦν ἀναγέννηση κάποιας ἀρχαίας φόρμας. Συνιστοῦν ἀπόπειρες ἐπανεπινόησης τῆς μυθοπλασίας.
Πολλοὶ συγγραφεῖς, ὅταν τοὺς ρωτήσαμε γιὰ τὸ νέο αὐτὸ εἶδος μυθοπλασίας, ἀναφέρθηκαν στὴ σχέση του μὲ ἄλλα εἴδη. «Ὁ ρυθμὸς τοῦ πολὺ σύντομου διηγήματος», σύμφωνα μὲ τὴν Τζόις Κάρολ Ὄουτς, συχνὰ προσομοιάζει ὑφολογικὰ στὴν ποίηση μᾶλλον παρὰ στὴ συμβατικὴ πρόζα, ἡ ὁποία πρόδηλα ἐπιδιώκει νὰ δραματοποιήσει τὴν ἐμπειρία καὶ νὰ ξυπνήσει συναισθήματα· στοὺς σφιχτοὺς καὶ μικροὺς χώρους, ἡ ἐμπειρία περνᾶ μόνον μέσα ἀπὸ τὸν ὑπαινιγμό».(4)
Ἄλλοι, ὅπως ὁ Ράσελ Μπάνκς, ἐπιχείρησαν νὰ φτάσουν βαθιὰ στὶς ἀπαρχὲς τῆς φόρμας:
Εἶναι κάτι μοναδικό, ἐγγενῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ διήγημα, μοιάζει περισσότερο μὲ τὸ σονέτο ἢ τὸ γκαζὰλ – δύο γοργές, ἀντίρροπες κινήσεις, ἐνδεχομένως σὲ διαλεκτικὴ σύνδεση, κι ἔπειτα ἕνα ἅλμα ποὺ ὁδηγεῖ σὲ μιὰ ριζικὴ λύση ἡ ὁποία ἀφήνει στὸν ἀναγνώστη μιὰ ἰδιαζόντως εὐχάριστη ἀγωνία. Ἡ πηγή, ἡ ἀνάγκη νὰ φτιαχτεῖ ἡ φόρμα αὐτὴ μοιάζει νὰ εἶναι ἡ ἴδια ἀνάγκη ποὺ γέννησε τὰ σκανδιναβικὰ κένινγκ, τὰ ζὲν κόαν, τὶς ἱστορίες τῶν σούφι, ὅπου ἡ γλώσσα καὶ ἡ μεταφυσικὴ παλεύουν γιὰ μιὰ λαβὴ σὰν τοὺς ἀρχαίους ἕλληνες παλαιστὲς καὶ ὄχι ἡ ἀνάγκη ποὺ γέννησε τὸ μυθιστόρημα ἢ καὶ τὸ διήγημα ἀκόμη, ὅπου ἡ γλώσσα καὶ οἱ κοινωνικὲς ἐπιστῆμες κοιμοῦνται γαλήνια ἡ μιὰ μέσα στὴν ἄλλη σὰν τὰ κουτάλια τῶν μπουρζουάδων.
Καθὼς ὁ Τζέιμς Τόμας κι ἐγὼ συνεχίζαμε νὰ συλλέγουμε ὑλικό, προσέξαμε ὅτι ἕνα κείμενο, ὅσο πιὸ σύντομο εἶναι, θέτει ὑπὸ μεγαλύτερη ἀμφισβήτηση τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ «παραδοσιακοῦ» (ρεαλιστικοῦ) διηγήματος. Ὁ Τζέιμς ἔθεσε τὸ ἐρώτημα: «Πόσο σύντομο μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα διήγημα γιὰ νὰ μὴν πάψει ν’ ἀποτελεῖ ὄντως διήγημα;» καὶ ἐμπνεύστηκε τὸν τίτλο Flash Fiction για μιὰ νέα ἀνθολογία, ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1992. Ὁ Τζερὸμ Στὲρν στὴν ἀνθολογία ποὺ ἐξέδωσε τὸ 1996 μὲ τίτλο Micro Fiction τράβηξε ἀκόμη παραπέρα τὴν ἰδέα αὐτή. Συνέλεξε ἱστορίες τῆς μισῆς ἔκτασης συγκριτικὰ μὲ τὶς περισσότερες ἀπὸ τὶς ἱστορίες flash fiction τοῦ Τζέιμς. Λίγα χρόνια μετά, καθὼς τὸ διαδίκτυο ἔγινε μέρος τῆς ζωῆς μας, ἐμφανίστηκαν διαδικτυακὰ περιοδικὰ μὲ ἀκόμη πιὸ σύντομες ἱστορίες, ἔθεσαν ἐκ νέου τοὺς κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ καὶ πρότειναν, ἀσφαλῶς, νέες ὀνομασίες, ὅπως quick fiction, nano fiction καὶ hint fiction. Σὺν τοῖς ἄλλοις, σὲ ἱστοτόπους ὅπως οἱ Double Room καὶ FlashFictionNet ἄρχισαν νὰ δημοσιεύονται κριτικὲς γιὰ τὰ εἴδη αὐτά, ὡστόσο στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες πάντοτε ἡ ἔμφαση θὰ δίνεται στὴ δημιουργικὴ καὶ πρακτικὴ πλευρά: τὸ θέμα μὲ τὴ μεγαλύτερη ἀπήχηση ἀναφορικὰ μὲ το flash fiction εἶναι τὸ πῶς γράφεται. Δὲν μᾶς ἐκπλήσσει ἰδιαίτερα τὸ ὅτι οἱ περισσότεροι φοιτητὲς προτιμοῦν νὰ ἐπιχειρήσουν νὰ γράψουν ἕνα flash μιᾶς σελίδας παρὰ ἕνα παραδοσιακὸ διήγημα εἴκοσι πέντε σελίδων.
Εἶναι αὐτὸς καλὸς τρόπος γιὰ νὰ μάθει κανεὶς νὰ γράφει; Μπορεῖ καὶ νὰ εἶναι. Ἂς πάρουμε γιὰ παράδειγμα τὴν Τζέιν Ἂν Φίλιπς, ἡ ὁποία ὀφείλει τὴ φήμη της στὴ θρυλικὴ συλλογὴ τοῦ εἴδους Black Tickets καὶ τῆς ὁποίας τὸ πρόσφατο μυθιστόρημα Lark and Termite ἦταν ὑποψήφιο καὶ γιὰ τὸ ἐθνικὸ βραβεῖο τοῦ κύκλου τῶν κριτικῶν καὶ γιὰ τὸ ἐθνικὸ βραβεῖο βιβλίου. Ὡς νεαρὴ ποιήτρια, πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐμφάνιση τοῦ διαδικτύου, ἔμαθε μόνη της νὰ γράφει γράφοντας πεζὰ τῆς μιᾶς σελίδας, βρίσκοντας στὴν παράγραφο μιὰ ἐλευθερία «μυστηριακὴ καὶ ἀνατρεπτική», συμπληρώνοντας τὴν «ἁπλοϊκή, κοινὴ» φόρμα μὲ δυνατές, λυρικὲς εἰκόνες, οἱ ὁποῖες λειτουργοῦν σωρευτικά. «Τὰ καλὰ πεζὰ τῆς μιᾶς σελίδας ἔχουν τὴ δομὴ σπείρας: οἱ λέξεις ξεδιπλώνονται ἀπὸ ἕναν πυκνό, συμπαγῆ πυρήνα καὶ ἡ σπείρα περιστρέφεται μέσα ἀπὸ τὶς λέξεις καὶ ξεφεύγει ἀπ’ τὰ περιθώρια τῆς σελίδας», ὑποστηρίζει. «Ταχύτητα, ἀκρίβεια καὶ τέλος. Ἢ καὶ ὄχι. Τὰ πεζὰ τῆς μιᾶς σελίδας θὰ πρέπει νὰ αἰωροῦνται στὸν νοῦ σὰν εἰκόνα καπνοῦ.»(5)
Ἡ Φίλιπς, παρότι ἡ γραφή της εἶναι λυρική, λέει στοὺς μαθητές της ὅτι τὰ μονοσέλιδα ὀφείλουν νὰ εἶναι «ἀληθινὲς ἱστορίες». Γιὰ νὰ βροῦμε τί πρέπει νά ’χει μιὰ ἱστορία γιὰ νὰ εἶναι ἀληθινὴ —τὰ ἐλάχιστα προαπαιτούμενα— μποροῦμε νὰ στρέψουμε τὸ βλέμμα πέραν τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν.
* * *
Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, διοργανώθηκε στὴν πρωτεύουσα τῆς ἐπαρχίας Νεουκὲν στὴν Ἀργεντινὴ παγκόσμιο συνέδριο μὲ θέμα τὴν πολὺ σύντομη μυθοπλασία μὲ τὴ συμμετοχὴ ἑκατοντάδων ἀκαδημαϊκῶν ἀπ’ ὅλον τὸν κόσμο, τὴν Αὐστρία, τὴν Ἱσπανία, τὸ Μεξικό, τὴ Βραζιλία, τὴν Τζαμάικα· οἱ πόρτες τοῦ ἀμφιθεάτρου τοῦ τοπικοῦ πανεπιστημίου ἄνοιξαν γιὰ νὰ ὑποδεχτοῦν τὶς φωτεινές, ὄψιμα ἀνοιξιάτικες, μέρες τοῦ Νοεμβρίου. Ἤμουν κι ἐγὼ ἐκεῖ, χωρὶς νὰ γνωρίζω πολὺ καλὰ ἱσπανικά, ὡστόσο δὲν δυσκολεύτηκα νὰ ἀντιληφθῶ τὸ πάθος, τὸ κέφι καὶ τὴν εὐφυΐα ποὺ συνεπάγεται ἡ ἑδραίωση τοῦ κύρους τῆς πολὺ σύντομης μυθοπλασίας στὶς λογοτεχνικὲς καὶ πολιτισμικὲς σπουδές. Τὰ πολὺ σύντομα πεζὰ στὴ Λατινικὴ Ἀμερικὴ εἶναι στὸ σύνολό τους συντομότερα ἀπὸ τὰ ἀντίστοιχα ποὺ γράφονται στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες, καὶ τὰ ἐρωτήματα ποὺ τίθενται γύρω ἀπὸ αὐτὰ δὲν ἔχουν νὰ κάνουν πρωτίστως μὲ τὸ πόσο σύντομο μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα μικρὸ διήγημα ἀλλὰ μὲ τὸ κατὰ πόσον εἶναι ἀνάγκη τὰ πολὺ σύντομα πεζὰ νὰ ἀφηγοῦνται ἱστορίες. Τὴν ἴδια στιγμή, ἕνα micro ἢ minificción, ἀντιστοίχως μὲ ἕνα sudden ἢ ἕνα flash, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπηχεῖ κάθε γνωστὸ τρόπο: τὸν ρεαλισμό, τὴ μεταμυθοπλασία, τὸ φανταστικό, τὴν ἀλληγορία, τὴν παραβολή, τὸ ἀνέκδοτο.
Σκεφτεῖτε, παραδείγματος χάρη, τὴν πολὺ γνωστὴ Ἀλληλουχία τῶν κήπων τοῦ Χούλιο Κορτάσαρ· ἕνας ἄντρας διαβάζει μιὰ ἱστορία μυστηρίου στὴν ὁποία ἕνας ἄντρας ἕτοιμος γιὰ φόνο διασχίζει ἕνα πάρκο, μπαίνει σ’ ἕνα διαμέρισμα καί, μὲ τὸ μαχαίρι στὸ χέρι, ξεγλιστρᾶ πίσω ἀπὸ τὸν ἄντρα αὐτὸν ποὺ διαβάζει τὴν ἱστορία μυστηρίου. Πρόκειται γιὰ τὸ εἶδος τοῦ αἰνίγματος ποὺ ἀκουμπᾶ στὸ φανταστικὸ (ἴσως καὶ γιὰ μεταφορὰ γιὰ τὴν ἴδια τὴν ἀνάγνωση) τὸ ὁποῖο ἀρέσει πολὺ στὴ Λατινικὴ Ἀμερική – βρισκόμαστε στὶς παρυφὲς τῆς παραδοσιακῆς μυθοπλασίας, ὡστόσο ἀναγνωρίζουμε τὴν ὕπαρξη μιᾶς ἱστορίας ἢ ἀφήγησης. Σκεφτεῖτε τώρα τὴν ἐπανεγγραφὴ (reescritura) (δημοφιλὴς φόρμα μικρομυθοπλασίας ποὺ σημαίνει τὸ ξαναγράψιμο κειμένων ποὺ εἶναι εὐρέως γνωστά) τοῦ μεξικανοῦ συγγραφέα Ἐντμοῦντο Βαλαντές μὲ τίτλο «Ἡ ἀναζήτηση»: «Οἱ μανιασμένες αὐτὲς σειρῆνες ποὺ οὐρλιάζουν περιπλανώμενες στὴν πόλη ἀναζητώντας τὸν Ὀδυσσέα.»
Πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα παρατηροῦμε τὴ χαρακτηριστικὴ περιγραφὴ τῶν σειρήνων —πιθανότατα πρόκειται γιὰ τὶς σειρῆνες τῶν ἀσθενοφόρων στὶς σύγχρονες πόλεις—, ὕστερα ἔρχεται, ἀσφαλῶς, ἡ ἀπότομη στάση στὸ ὄνομα Ὀδυσσέας καὶ ἡ ἀναγνώριση ἀπὸ πλευρᾶς μας τῆς παλιᾶς ἱστορίας στὴν ὁποία, δεμένος στὸ κατάρτι, ὁ Ὀδυσσέας σαγηνεύεται ἀπὸ τὶς Σειρῆνες ποὺ θέλουν νὰ ρίξουν τὸ πλοῖο του στὰ βράχια· μὲ τὸ ξάφνιασμα αὐτὸ τῆς ἀναγνώρισης ἐγείρονται ἐρωτήματα, προκύπτουν ἀντηχήσεις. Ἄραγε ἀποτελεῖ γιὰ τὶς ἀρχαῖες Σειρῆνες αἰώνια καταδίκη νὰ ψάχνουν γιὰ πάντα, ἀκόμη καὶ στὶς σύγχρονες πόλεις, τὸν Ὀδυσσέα ποὺ ξέφυγε; Ποιός μπορεῖ νὰ τὸ πεῖ; Μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε τὸν Λίοπολντ Μπλοὺμ τοῦ Τζόις, ἕναν σύγχρονο καθέναν – οἱ σειρῆνες ἀναζητοῦν αὐτὸν τὸν ἴδιο, τὸν ἀφηγητὴ ἢ μήπως ὅλους ἐμᾶς; Καθὼς ἡ σκέψη μας ἀναπτύσσεται, ξεχνᾶμε, ἴσως, ὅτι οἱ δώδεκα λέξεις του «Ἡ ἀναζήτηση» δὲν ἀποτελοῦν καλὰ-καλὰ ὁλόκληρη πρόταση. Διαθέτει στοιχεῖα ἔπους – εἶναι, ὅμως, ἱστορία;
Βρῆκα τὸ κείμενο μὲ τίτλο «Ἡ ἀναζήτηση» σὲ μιὰ μελέτη τοῦ Κόλιν Πίτερς μὲ τίτλο «Minificción: A Narratological Investigation», ἡ ὁποία ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Βιέννης.(6) Η μελέτη προσεγγίζει τὸ ἔργο ὁρισμένων ἀφηγηματολόγων ποὺ ἔλαβαν μέρος στὸ συνέδριο στὴν Ἀργεντινή, γιὰ παράδειγμα τῶν Λάουρο Σαβάλα καὶ Δαβὶδ Λαγκμάνοβιτς, καθὼς καὶ τῶν Ζερὰρ Ζενέτ, Τσβετὰν Τοντορόφ, Ρολὰν Μπάρτ, καὶ τῆς Σλόμιθ Ρίνον Κινάν, ἡ ὁποία ὁρίζει ὡς ἐλάχιστο προαπαιτούμενο ἑνὸς ἀφηγήματος τὴν ὕπαρξη δύο συμβάντων. (Αὐτὸ μᾶς φέρνει στὸν νοῦ τὴ γνωστὴ δήλωση τοῦ Ε.Μ. Φόρστερ κατὰ τὶς διαλέξεις του στὴν Ὀξφόρφη τὸ 1927: «Ὁ βασιλιὰς πέθανε κι ὕστερα πέθανε ἡ βασίλισσα· αὐτὸ συνιστᾶ ἱστορία.» Μὲ βάση τὸ κριτήριο αὐτὸ «Ἡ ἀναζήτηση» δὲν ἀποτελεῖ ἱστορία. Ὁ Πίτερς, ὡστόσο, τὴν ἀποδέχεται ὡς minificción, ὑποστηρίζοντας ἁπλῶς ὅτι τὸ στοιχεῖο τῆς ἀφήγησης δὲν εἶναι ἀναγκαῖο γιὰ τὸ εἶδος.
Ἐντούτοις, ὁ Χούλιο Ὀρτέγκα ἀπὸ τὸ Περού, ὁ ὁποῖος διδάσκει στὸ Πανεπιστήμιο Μπράουν, θέτει χαμηλότερα τὸ ὅριο γιὰ νὰ θεωρηθεῖ ἕνα κείμενο ἱστορία, ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ βάση μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνα καὶ μόνο συμβάν:
Ἡ πρώτη ἱστορία ποὺ γράφτηκε ποτέ, ὅπως διάβασα κάπου, ἐμφανίζεται σὲ μιὰ ἀρχαία αἰγυπτιακὴ ἐπιγραφὴ καὶ ἔχει ὡς ἑξῆς: «ὁ Τζὸν πῆγε ταξίδι.» Πῶς ξέρουμε ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ flash fiction καὶ ὄχι μὲ ντοκουμέντο; Ὁ λόγος εἶναι ὅτι τὸν καιρὸ ἐκεῖνο κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νά ’χει φύγει ἀπὸ τὴν πόλη του μὲ τὴ θέλησή του. Ἐπιπλέον, συμπυκνώνει τὴν οὐσία, τὸν πυρήνα τοῦ sudden fiction: ὑπάρχει χαρακτήρας (τὸν λέω «John», ὅμως ἔχει χιλιάδες ὀνόματα), ὑπάρχει κυρίαρχη δράση (ἡ ἀφήγηση εἶναι σὲ πρῶτο πλάνο) καὶ ὅ,τι ἀπεικονίζεται ἢ λέγεται συμβαίνει σὲ ὁρισμένο χρόνο. Καὶ κάτι ἐξίσου σημαντικό, ἡ ἱστορία αὐτὴ ἀναγγέλλει τὸν βασικότερο κανόνα κάθε ἱστορίας – τὴν παραβίαση ἑνὸς κώδικα. Ὁ Τζὸν εἶναι ἕνας τυχοδιώκτης ποὺ πηγαίνει ἐνάντια στὴν ἐξουσία καὶ ἀποφασίζει νὰ φύγει, νὰ ἐξερευνήσει, νὰ γνωρίσει.(7)
Μποροῦν νὰ ἐφαρμοστοῦν τὰ κριτήρια αὐτὰ καὶ στὸ μυθιστόρημα; Μὲ τὰ λόγια τοῦ βραβευμένου μὲ Πούλιτζερ Ρόμπερτ Ὄλεν Μπάτλερ (μυθιστοριογράφος ποὺ γράφει καὶ flash fiction): «Ἡ μυθοπλασία εἶναι ἡ μορφὴ τέχνης ποὺ ἀποτυπώνει τὴ λαχτάρα τῶν ἀνθρώπων, εἴτε μιλᾶμε γιὰ μικρὰ εἴτε γιὰ μεγάλα πεζά.»(8)
Θὰ συμφωνήσω μὲ τὸν Μπάτλερ. Εἶναι ζήτημα ἑστίασης. Συλλέγω συστηματικὰ σύντομα πεζά, ὅμως συχνὰ ἀπολαμβάνω τὸ χάσιμο μέσα σὲ κάποιο μυθιστόρημα. Μπορεῖ κανεὶς νὰ χαθεῖ μέσα σὲ μιὰ ἱστορία μίας σελίδας; Ὁρισμένες φορὲς τὰ θέλω καὶ τὰ δύο, τὴν ἔνταση τοῦ πολὺ σύντομου καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ μυθιστορήματος, κάπως φευγαλέα, κι ὕστερα προτιμῶ κάποιο sudden fiction, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι τέσσερις ἢ πέντε σελίδες. Πολλοὶ θαυμάσιοι συγγραφεῖς προτιμοῦν κείμενα τῆς ἔκτασης αὐτῆς, συγγραφεῖς ποὺ τοὺς ἔχει ἀπονεμηθεῖ τὸ Ὄμπι, τὸ Ὄσκαρ, τὸ Πούλιτζερ, ἀκόμη καὶ τὸ Νόμπελ.
Μιᾶς, ὅμως, καὶ μᾶς ἀπασχόλησε κατὰ κύριο λόγο ἡ ἰδιαιτέρως σύντομη μυθοπλασία, τί πιὸ ταιριαστὸ ἀπὸ τὸ νὰ μᾶς πεῖ τὴν τελευταία λέξη, κυριολεκτικά, ὁ Γκιγιέρμο Σαμπέριο, μεξικανὸς συγγραφέας τοῦ ὁποίου ἡ ἱστορία «Fantasma» («Φάντασμα») εἶναι μιὰ ἱστορία δίχως οὔτε μιὰ λέξη, ὁ τίτλος μόνον, κι ὕστερα μιὰ λευκὴ σελίδα.
Ὄστιν, Τέξας
Πηγὲς
(1) Robert Shapard / James Thomas / Ray Gonzalez (ἐπιμ.), Sudden Fiction Latino: Short-Short Stories from the United States and Latin America (W.W. Norton, 2010), 20.
(2) David Gaffney, «Top Flash Fiction Writing Tips: David Gaffney», Guardian, 15 Μαΐου 2012
(www.guardian.co.uk/childrens-books-site/2012/may/15/flash-fiction-tips-david-gaffney?newsfeed=true ).
(3) Aleksandar Hemon (ἐπιμ.), Best European Fiction 2010 (Dalkey Archive Press, 2009), 374–75.
(4) Robert Shapard / James Thomas (ἐπιμ.), Sudden Fiction: American Short-Short Stories (W. W. Norton, 1986), 247 (Joyce Carol Oates), 244–45 (Russell Banks).
(5) Jayne Anne Phillips, «‘Cheers,’ (or) How I Taught Myself to Write,» στὸ Tara L. Masih (ἐπιμ.) The Rose Metal Press Field Guide to Writing Flash Fiction (Rose Metal Press, 2009), 36, 37, 38.
(6) Colin Peters, « Minificción: A Narratological Investigation» PhD diss., Univeritat Wien, Σεπτέμβριος 2008. Βλ. σ. 110 γιὰ τὸ Minificción «La busqueda» τοῦ Edmundo Valadés: «Esas sirenas enloquecidas que aúllan recorriendo la ciudad en busca de Ulises.»
(7) Julio Ortega, «A Flash before the Bang» στὸ Tara L. Masih (ἐπιμ.), The Rose Metal Press Field Guide to Writing Flash Fiction, (Rose Metal Press, 2009), 150–51.
(8) Robert Olen Butler, «A Short Short Theory», στὸ Tara L. Masih (ἐπιμ.), The Rose Metal Press Field Guide to Writing Flash Fiction, (Rose Metal Press, 2009), 102.
Πηγή: Ἐπιθεώρηση World Literature Today, Σεπτέμβριος 2012:
https://www.worldliteraturetoday.org/2012/september/remarkable-reinvention-very-short-fiction-robert-shapard
Ρόμπερτ Σάπαρντ (Robert Shapard). Διηγηματογράφος. Διηύθυνε τὴν ἐπιθεώρηση Western Humanities τοῦ πανεπιστημίου τῆς Γιούτα. Διδάσκει λογοτεχνία καὶ δημιουργικὴ γραφὴ (πεζογραφία) στὸ πανεπιστήμιο τῆς Χαβάης. Μὲ τὸν James Thomas ἐπιμελήθηκαν σειρὰ ἀνθολογιῶν μικροῦ διηγήματος (Flash καὶ Sudden Fiction).
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Γιῶργος Ἀποσκίτης (1984). Γεννήθηκε καὶ ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Πραγματοποίησε σπουδὲς στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ Ἐδιμβοῦργο. Ἔχει ἀσχοληθεῖ, μεταξὺ ἄλλων, μὲ τὴ λεξικογραφία καὶ μὲ τὰ κινούμενα σχέδια. Δουλειά του ἔχει δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Σημειώσεις καὶ ἀλλοῦ. Τακτικὸς συνεργάτης, μὲ πρωτότυπα κείμενα καὶ μεταφράσεις, τοῦ ἱστολογίου μας Ἱστορίες Μπονζάι. Πρῶτο του βιβλίο ἡ συλλογὴ μὲ μικρὰ πεζὰ Στιγμόμετρο (Σμίλη, 2021).
Εἰκόνα: Φωτογραφία τῆς Grantand Caroline/Flickr
Filed under: Αποσκίτης Γ.,ΑΝΑΦΟΡΕΣ,Shapard Robert | Tagged: Γιώργος Αποσκίτης,Robert Shapard | Τὰ σχόλια στὸ Ρόμπερτ Σάπαρντ (Robert Shapard): Ἡ ἀξιοπρόσεκτη ἐπανεπινόηση τῆς πολὺ σύντομης μυθοπλασίας ἔχουν κλείσει