Ρόμ­περτ Σά­παρντ (Robert Shapard): Ἡ ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτη ἐ­πα­νε­πι­νό­η­ση τῆς πο­λὺ σύν­το­μης μυ­θο­πλα­σί­ας



Ρόμ­περτ Σά­παρντ (Robert Shapard)


Ἡ ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτη ἐ­πα­νε­πι­νό­η­ση

τῆς πο­λὺ σύν­το­μης μυ­θο­πλα­σί­ας


(The Remarkable Reinvention of Very Short Fiction)


ΠΟΛΥ ΣΥΝΤΟΜΗ μυ­θο­πλα­σί­α ἀ­παν­τᾶ μὲ πολ­λὲς ὀ­νο­μα­σί­ες, ποὺ ποι­κίλ­λουν ἀ­νά­λο­γα μὲ τὴν ἔ­κτα­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας καὶ τὴ χώ­ρα. Στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, ἡ πλέ­ον δι­α­δε­δο­μέ­νη ὀ­νο­μα­σί­α εἶ­ναι flash· στὴ Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κὴ micro. Ἄ­κρες μέ­σες, μιὰ πο­λὺ σύν­το­μη μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι δέ­κα φο­ρὲς συν­το­μό­τε­ρη ἀ­πὸ τὸ πα­ρα­δο­σια­κὸ δι­ή­γη­μα, ὡ­στό­σο οἱ ἀ­ριθ­μοὶ δὲν μᾶς λέ­νε τὰ πάν­τα. Προ­τι­μῶ τὶς με­τα­φο­ρές, σὰν κι αὐ­τὴ τῆς Λί­σας Βα­λεν­σου­έ­λα: «Συ­νή­θως πα­ρο­μοιά­ζω τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα μὲ θη­λα­στι­κό, ἄ­γριο σὰν τὴν τί­γρη ἢ καὶ ἥ­με­ρο σὰν τὴν ἀ­γε­λά­δα, τὸ δι­ή­γη­μα μὲ πτη­νὸ ἢ ψά­ρι καὶ τὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα μὲ ἔν­το­μο (στὶς κα­λύ­τε­ρές των πε­ρι­πτώ­σε­ων ἰ­ρι­δί­ζον).»(1)

       Ἡ ἀ­πή­χη­ση τῶν ἐν λό­γῳ «ἰ­ρι­δι­ζόν­των ἐν­τό­μων» ὁ­λο­έ­να καὶ με­γα­λώ­νει παγ­κο­σμί­ως, ἰ­δί­ως ἀ­πὸ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ 1980 κι ἔ­πει­τα. Στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, ἀν­θο­λο­γί­ες, συλ­λο­γὲς καὶ βι­βλι­α­ρά­κια τοῦ εἴ­δους ἔ­χουν που­λή­σει ἕ­να ἑ­κα­τομ­μύ­ριο ἀν­τί­τυ­πα – λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ τὰ μπὲστ σέ­λερ τοῦ Τζὸν Γκρί­σαμ, ὅ­μως ὁ ἀ­ριθ­μὸς δὲν εἶ­ναι δι­ό­λου εὐ­κα­τα­φρό­νη­τος. Ἠ­θο­ποι­οὶ τῆς τη­λε­ό­ρα­σης καὶ τοῦ κι­νη­μα­το­γρά­φου ἔ­χουν δι­α­βά­σει τέ­τοι­α κεί­με­να στὸ Μπρόν­τγου­ε­ϊ, τὰ ἔ­χουν ἠ­χο­γρα­φή­σει γιὰ νὰ με­τα­δο­θοῦν μα­γνη­το­σκο­πη­μέ­να στὴν ἐκ­πομ­πὴ Selected Shorts τοῦ National Public Radio. Παγ­κό­σμια συ­νέ­δρια μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ἔ­χουν δι­ε­ξα­χθεῖ καὶ συ­νε­χί­ζουν νὰ δι­ε­ξά­γον­ται στὴν Ἐλ­βε­τί­α, τὴν Ἱ­σπα­νί­α, τὴν Ἀρ­γεν­τι­νὴ καὶ σὲ ἄλ­λες χῶ­ρες. Στὴ Με­γά­λη Βρε­τα­νί­α, ἔ­χει κα­θι­ε­ρω­θεῖ καὶ ἑ­ορ­τά­ζε­ται Ἐ­θνι­κὴ Μέ­ρα Flash Fiction (ὅ­πως δι­α­βά­ζου­με στὴν Guardian)(2), πράγ­μα ποὺ ἰ­σχύ­ει καὶ γιὰ τὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς Νέ­ας Ζη­λαν­δί­ας.

       Ἐν­τού­τοις, λί­γοι μοιά­ζουν νὰ γνω­ρί­ζουν ἀ­κρι­βῶς τοὺς λό­γους τῆς ἀ­πή­χη­σης τῶν μι­κρο­σκο­πι­κῶν αὐ­τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν ἢ ἀ­κό­μη καὶ τί εἶ­ναι. Ἄ­ρα­γε εἶ­ναι μό­δα τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου; Εἶ­ναι σύν­το­μα δι­ό­τι ἡ τη­λε­ό­ρα­ση καὶ τὸ Twitter ἔ­χουν συρ­ρι­κνώ­σει τὸ χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα δι­α­τή­ρη­σης τῆς προ­σο­χῆς; Ἂν ἰ­σχύ­ει τὸ τε­λευ­ταῖ­ο, ὁ Τζού­λιαν Γκόφ, πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος ἰρ­λαν­δὸς μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος ποὺ ζεῖ στὴ Γερ­μα­νί­α, τὸ βλέ­πει ἀρ­κε­τὰ θε­τι­κά. Στὸ Βest European Fiction 2010 (στὸ ὁ­ποῖ­ο συμ­με­τέ­χει μ’ ἕ­να πο­λὺ σύν­το­μο δι­ή­γη­μα), ἐ­πι­ση­μαί­νει τὸ ἑ­ξῆς:

       «Ἡ γε­νιά μου, κα­θὼς καὶ οἱ νε­ό­τε­ροι, δέ­χον­ται τὴν πλη­ρο­φο­ρί­α ὄ­χι μὲ τὴ μορ­φὴ μα­κρο­σκε­λοῦς, συ­νε­κτι­κῆς, αὐ­το­τε­λοῦς ἑ­νό­τη­τας (μιᾶς κι­νη­μα­το­γρα­φι­κῆς ται­νί­ας, ἑ­νὸς δί­σκου, ἑ­νὸς μυ­θι­στο­ρή­μα­τος) ἀλ­λὰ μέ­σῳ θραυ­σμά­των ποὺ δι­α­φέ­ρουν ση­μαν­τι­κὰ ὡς πρὸς τὸ ὕ­φος. (Ζά­πινγκ, σερ­φά­ρι­σμα στὸ δι­α­δί­κτυ­ο, ἀ­να­πα­ρα­γω­γὴ κομ­μα­τι­ῶν μὲ τυ­χαί­α σει­ρὰ στὸ iPod). Ἡ συν­θή­κη αὐ­τὴ ἀλ­λά­ζει τὸν τρό­πο μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο δι­α­βά­ζου­με, ἄ­ρα εἶ­ναι εὔ­λο­γο ὅ­τι ὀ­φεί­λει νὰ ἀλ­λά­ξει καὶ ὁ τρό­πος μὲ τὸν ὁ­ποῖ­ο γρά­φου­με. Δὲν πρό­κει­ται γιὰ κά­ποι­α κα­τα­στρο­φὴ ἀλ­λὰ γιὰ εὐ­και­ρί­α. Ἔ­χου­με τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α νὰ κά­νου­με νέ­α πράγ­μα­τα, πράγ­μα­τα ποὺ προ­η­γου­μέ­νως δὲν θὰ γί­νον­ταν ἀν­τι­λη­πτά. Τὸ τυ­πι­κὸ δι­ή­γη­μα (ποὺ ἔ­χει εἰ­πω­θεῖ καὶ ξα­να­ει­πω­θεῖ δε­κά­δες χι­λιά­δες φο­ρὲς) πά­σχει ἀ­πὸ σύν­δρο­μο ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νης κα­τα­πό­νη­σης. Ἡ τη­λε­ό­ρα­ση καὶ τὸ δι­α­δί­κτυ­ο ἔ­χουν προ­σαρ­μο­στεῖ στὴν κρί­ση αὐ­τὴ καὶ ἔ­χουν δι­α­τη­ρή­σει τὸ κοι­νό τους. Ἡ λο­γο­τε­χνί­α δὲν τὸ ἔ­χει κά­νει.»(3)

       Ἡ συμ­βου­λὴ τοῦ Γκὸφ στοὺς νε­α­ροὺς συγ­γρα­φεῖς εἶ­ναι: «Κλέψ­τε ἀ­πὸ τὸ The Simpsons, ὄ­χι ἀ­πὸ τὸν Χέν­ρι Τζέ­ιμς.»

       Ἀ­κό­μη κι ἂν ἡ πο­λὺ μι­κρὴ φόρ­μα ἰ­σο­δυ­να­μεῖ μὲ ἐ­λευ­θε­ρί­α γιὰ τοὺς συγ­γρα­φεῖς, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πὸ ἐ­μᾶς συ­νε­χί­ζου­με νὰ ἐ­ξο­μοι­ώ­νου­με τὴ «λο­γο­τε­χνί­α» μὲ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα (σί­γου­ρα ὄ­χι μὲ τὸ The Simpsons), πράγ­μα ποὺ ἴ­σως ἐ­ξη­γεῖ ἐν μέ­ρει για­τί οἱ κρι­τι­κοὶ ἔ­χουν δώ­σει τό­σο λί­γη προ­σο­χὴ σὲ δου­λει­ὲς τῆς συν­το­μί­ας τοῦ flash ἢ τοῦ sudden fiction. Ἐν­τού­τοις, ἂν κοι­τά­ξου­με ἀρ­κε­τὰ πί­σω, ἡ εἰ­κό­να δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ­ται. Σπου­δαῖ­οι συγ­γρα­φεῖς ἔ­γρα­ψαν πο­λὺ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες πο­λὺ πρὶν γρα­φτεῖ μυ­θι­στό­ρη­μα. Ὁ Πε­τρώ­νιος ἔ­γρα­ψε μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες στὴν ἀρ­χαί­α Ρώ­μη καὶ ἡ Μα­ρί­α τῆς Γαλ­λί­ας κα­τὰ τὸν με­σαί­ω­να. Εἶ­ναι ἀ­λή­θεια ὅ­τι ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Ντε­φό­ου (στὸν ἀγ­γλό­φω­νο κό­σμο του­λά­χι­στον), τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα —δη­λα­δή, ὁ τύ­πος τῆς ἐν­σαρ­κω­μέ­νης ρε­α­λι­στι­κῆς ἀ­φή­γη­σης— κυ­ρι­άρ­χη­σε καὶ κυ­ριαρ­χεῖ στὴ μυ­θο­πλα­σί­α. Ὡ­στό­σο, τὸν εἰ­κο­στὸ αἰ­ώ­να, πολ­λοὶ συγ­γρα­φεῖς, ἀ­νά­με­σά τους ὁ Μπόρ­χες, ὁ Κορτά­σαρ, ὁ Βάλ­ζερ, ὁ Κάφ­κα, ὁ Μπου­τζάτι, ὁ Καλ­βί­νο, ἡ Ντί­νε­σεν καὶ ὁ Κα­ου­αμ­πά­τα ἐ­πέ­λε­ξαν νὰ ἐ­πι­στρέ­ψουν στὴν πο­λὺ μι­κρὴ φόρ­μα. Ξε­κί­νη­σαν ἄ­ρα­γε μιᾶς μορ­φῆς ἀ­θό­ρυ­βη ἀ­να­γέν­νη­ση τῆς πο­λὺ σύν­το­μης μυ­θο­πλα­σί­ας ποὺ τώ­ρα μό­νον, χά­ρη στὶς ἀ­πέ­ραν­τες δυ­νά­μεις τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, ἀν­θεῖ ἀ­πὸ τὴ Γροι­λαν­δί­α ὥς τὴν Ἰν­δο­νη­σί­α μὲ nanos, micros, suddens καὶ flashes;

       Ναὶ καὶ ὄ­χι. Γιὰ πο­λὺ και­ρὸ στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, ἡ μό­νη ὑ­παρ­κτὴ πα­ρά­δο­ση ἦ­ταν κά­τι ἱ­στο­ρί­ες ποὺ ἔπιαναν μιὰ σε­λί­δα καὶ δη­μο­σι­εύ­ον­ταν σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ ποι­κί­λης ὕ­λης σὰν τὸ Ladies Home Journal. (Ἡ λέ­ξη «πα­ρά­δο­ση» ἴ­σως δὲν ται­ριά­ζει ἐ­δῶ – μὲ βά­ση ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κὴ με­λέ­τη πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Κα­λι­φόρ­νιας τὸ Journal εἶ­χε δη­μο­σι­εύ­σει ἀ­κρι­βῶς τὴν ἴ­δια σύν­το­μη ἱ­στο­ρί­α σὲ ὅ­λα τὰ τεύ­χη τῶν τε­λευ­ταί­ων πε­νήν­τα ἐ­τῶν. Λε­πτο­μέ­ρει­ες ὅ­πως τὸ σκη­νι­κὸ καὶ οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες ἄλ­λα­ζαν ὄν­τως, ὅ­μως ἡ πλο­κὴ πα­ρέ­με­νε ἡ ἴ­δια: πάν­τα κά­τι γί­νε­ται στὸ τέ­λος κι ἔ­χου­με χά­πι ἔντ.)

       Ὁ ρυθ­μὸς τοῦ πο­λὺ σύν­το­μου δι­η­γή­μα­τος, σύμ­φω­να μὲ τὴν Τζό­ις Κά­ρολ Ὄ­ουτς, «συ­χνὰ προ­σο­μοιά­ζει ὑ­φο­λο­γι­κὰ στὴν ποί­η­ση μᾶλ­λον πα­ρὰ στὴ συμ­βα­τι­κὴ πρό­ζα, ἡ ὁ­ποί­α πρό­δη­λα ἐ­πι­δι­ώ­κει νὰ δρα­μα­το­ποι­ή­σει τὴν ἐμ­πει­ρί­α καὶ νὰ ξυ­πνή­σει συ­ναι­σθή­μα­τα· στοὺς σφι­χτοὺς καὶ μι­κροὺς χώ­ρους, ἡ ἐμ­πει­ρί­α περ­νᾶ μό­νον μέ­σα ἀ­πὸ τὸν ὑ­παι­νιγ­μό».

       Ἤ­δη ὅ­μως τὸ 1985, ποὺ ὁ Τζέ­ιμς Τό­μας κι ἐ­γὼ ἀρ­χί­σα­με νὰ συλ­λέ­γου­με πο­λὺ σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὴν ἀν­θο­λο­γί­α Sudden Fiction, εἶ­χε συμ­πλη­ρω­θεῖ δε­κα­ε­τί­α ἀ­πὸ τό­τε ποὺ πει­ρα­μα­τι­κὲς δου­λει­ὲς πρω­το­εμ­φα­νί­στη­καν αἰφ­νι­δί­ως στὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Δὲν ἦ­ταν πο­τὲ τυ­πο­ποι­η­μέ­να, συ­χνὰ ξάφ­νι­α­ζαν, πάν­το­τε συ­νι­στοῦ­σαν μιᾶς μορ­φῆς πρό­κλη­ση. Ὁ­ρι­σμέ­να χρη­σι­μο­ποι­οῦν τὴ ρε­α­λι­στι­κὴ ἀ­φή­γη­ση, ἀλ­λὰ σὲ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὴ κλί­μα­κα. Ἄλ­λα προ­σεγ­γί­ζουν πλα­γί­ως τὴ με­τα­μυ­θο­πλα­σί­α, ὅ­πως τὸ πα­ρά­δο­ξο καὶ συγ­κι­νη­τι­κὸ «Mo­ther» τῆς Γκρέις Πέ­ϊ­λι, ποὺ ξε­κι­νᾶ μὲ τὴν ἀ­φη­γή­τρια νὰ λέ­ει πὼς ἀ­νέ­κα­θεν ἤ­θε­λε νὰ γρά­ψει μιὰ ἱ­στο­ρί­α ποὺ τὸ τέ­λος της θὰ εἶ­ναι «καὶ τό­τε πέ­θα­νε», καὶ κα­τὰ μιὰ ἔν­νοι­α μᾶς ξαφ­νιά­ζει στὴν ἑ­πό­με­νη σε­λί­δα κά­νον­τας ἀ­κρι­βῶς αὐ­τό. Σὲ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες ση­μει­ώ­νε­ται μιὰ ἀλ­λό­κο­τη ἐ­πι­τά­χυν­ση, ὅ­πως στὴ λαμ­πρὴ ἱ­στο­ρί­α «A Fa­ble» του Ρό­μπερτ Φοξ, μὲ θέ­μα ἕ­ναν νε­α­ρὸ στὸν ὑ­πό­γει­ο σι­δη­ρό­δρο­μο ποὺ εἶ­ναι τό­σο μὰ τό­σο χα­ρού­με­νος ποὺ πά­ει πρώ­τη μέ­ρα γιὰ δου­λειὰ στὴν πό­λη, ποὺ ἐ­ρω­τεύ­ε­ται μιὰ ὄ­μορ­φη γυ­ναί­κα πού ’­ναι κα­θι­σμέ­νη ἀ­πέ­ναν­τί του, καὶ τοὺς παν­τρεύ­ει ὁ εἰ­σπρά­κτο­ρας στὴν ἑ­πό­με­νη στά­ση. Ὁ­ρι­σμέ­να ἄλ­λα ἀ­κο­λου­θοῦν ἀν­τί­στρο­φη πο­ρεί­α, ὅ­πως τὸ συγ­κι­νη­τι­κὸ «Cur­rents» τῆς Χάν­νας Βά­σκο­ϊλ, στὸ ὁ­ποῖ­ο ἡ ἀ­φή­γη­ση δὲν γί­νε­ται μέ­σω φλὰς μπὰκ (ποὺ ἐ­πι­στρέ­φουν στὸ πα­ρὸν) ἀλ­λὰ μὲ μι­κρὲς πα­ρα­γρά­φους ποὺ τα­ξι­δεύ­ουν ἀ­δυ­σώ­πη­τα ὁ­λο­έ­να καὶ βα­θύ­τε­ρα στὸ πα­ρελ­θόν.

       Οἱ ἱ­στο­ρί­ες αὐ­τὲς δὲν συ­νι­στοῦν ἀ­να­γέν­νη­ση κά­ποι­ας ἀρ­χαί­ας φόρ­μας. Συ­νι­στοῦν ἀ­πό­πει­ρες ἐ­πα­νε­πι­νό­η­σης τῆς μυ­θο­πλα­σί­ας.

       Πολ­λοὶ συγ­γρα­φεῖς, ὅ­ταν τοὺς ρω­τή­σα­με γιὰ τὸ νέ­ο αὐ­τὸ εἶ­δος μυ­θο­πλα­σί­ας, ἀ­να­φέρ­θη­καν στὴ σχέ­ση του μὲ ἄλ­λα εἴ­δη. «Ὁ ρυθ­μὸς τοῦ πο­λὺ σύν­το­μου δι­η­γή­μα­τος», σύμ­φω­να μὲ τὴν Τζό­ις Κά­ρολ Ὄ­ουτς, συ­χνὰ προ­σο­μοιά­ζει ὑ­φο­λο­γι­κὰ στὴν ποί­η­ση μᾶλ­λον πα­ρὰ στὴ συμ­βα­τι­κὴ πρό­ζα, ἡ ὁ­ποί­α πρό­δη­λα ἐ­πι­δι­ώ­κει νὰ δρα­μα­το­ποι­ή­σει τὴν ἐμ­πει­ρί­α καὶ νὰ ξυ­πνή­σει συ­ναι­σθή­μα­τα· στοὺς σφι­χτοὺς καὶ μι­κροὺς χώ­ρους, ἡ ἐμ­πει­ρί­α περ­νᾶ μό­νον μέ­σα ἀ­πὸ τὸν ὑ­παι­νιγ­μό».(4)

       Ἄλ­λοι, ὅ­πως ὁ Ρά­σελ Μπάν­κς, ἐ­πι­χεί­ρη­σαν νὰ φτά­σουν βα­θιὰ στὶς ἀ­παρ­χὲς τῆς φόρ­μας:

       Εἶ­ναι κά­τι μο­να­δι­κό, ἐγ­γε­νῶς δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἀ­πὸ τὸ δι­ή­γη­μα, μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο μὲ τὸ σο­νέ­το ἢ τὸ γκα­ζὰλ – δύ­ο γορ­γές, ἀν­τίρ­ρο­πες κι­νή­σεις, ἐν­δε­χο­μέ­νως σὲ δι­α­λε­κτι­κὴ σύν­δε­ση, κι ἔ­πει­τα ἕ­να ἅλ­μα ποὺ ὁ­δη­γεῖ σὲ μιὰ ρι­ζι­κὴ λύ­ση ἡ ὁ­ποί­α ἀ­φή­νει στὸν ἀ­να­γνώ­στη μιὰ ἰ­δι­α­ζόν­τως εὐ­χά­ρι­στη ἀ­γω­νί­α. Ἡ πη­γή, ἡ ἀ­νάγ­κη νὰ φτια­χτεῖ ἡ φόρ­μα αὐ­τὴ μοιά­ζει νὰ εἶ­ναι ἡ ἴ­δια ἀ­νάγ­κη ποὺ γέν­νη­σε τὰ σκαν­δι­να­βι­κὰ κέ­νινγκ, τὰ ζὲν κό­αν, τὶς ἱ­στο­ρί­ες τῶν σού­φι, ὅ­που ἡ γλώσ­σα καὶ ἡ με­τα­φυ­σι­κὴ πα­λεύ­ουν γιὰ μιὰ λα­βὴ σὰν τοὺς ἀρ­χαί­ους ἕλ­λη­νες πα­λαι­στὲς καὶ ὄ­χι ἡ ἀ­νάγ­κη ποὺ γέν­νη­σε τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα ἢ καὶ τὸ δι­ή­γη­μα ἀ­κό­μη, ὅ­που ἡ γλώσ­σα καὶ οἱ κοι­νω­νι­κὲς ἐ­πι­στῆ­μες κοι­μοῦν­ται γα­λή­νια ἡ μιὰ μέ­σα στὴν ἄλ­λη σὰν τὰ κου­τά­λια τῶν μπουρ­ζουά­δων.

       Κα­θὼς ὁ Τζέ­ιμς Τό­μας κι ἐ­γὼ συ­νε­χί­ζα­με νὰ συλ­λέ­γου­με ὑ­λι­κό, προ­σέ­ξα­με ὅ­τι ἕ­να κεί­με­νο, ὅ­σο πιὸ σύν­το­μο εἶ­ναι, θέ­τει ὑ­πὸ με­γα­λύ­τε­ρη ἀμ­φι­σβή­τη­ση τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ «πα­ρα­δο­σια­κοῦ» (ρε­α­λι­στι­κοῦ) δι­η­γή­μα­τος. Ὁ Τζέ­ιμς ἔ­θε­σε τὸ ἐ­ρώ­τη­μα: «Πό­σο σύν­το­μο μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἕ­να δι­ή­γη­μα γιὰ νὰ μὴν πά­ψει ν’ ἀ­πο­τε­λεῖ ὄν­τως δι­ή­γη­μα;» καὶ ἐμ­πνεύ­στη­κε τὸν τί­τλο Flash Fiction για μιὰ νέ­α ἀν­θο­λο­γί­α, ποὺ ἐκ­δό­θη­κε τὸ 1992. Ὁ Τζε­ρὸμ Στὲρν στὴν ἀν­θο­λο­γί­α ποὺ ἐ­ξέ­δω­σε τὸ 1996 μὲ τί­τλο Micro Fiction τρά­βη­ξε ἀ­κό­μη πα­ρα­πέ­ρα τὴν ἰ­δέ­α αὐ­τή. Συ­νέ­λε­ξε ἱ­στο­ρί­ες τῆς μι­σῆς ἔ­κτα­σης συγ­κρι­τι­κὰ μὲ τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀ­πὸ τὶς ἱ­στο­ρί­ες flash fiction τοῦ Τζέ­ιμς. Λί­γα χρό­νια με­τά, κα­θὼς τὸ δι­α­δί­κτυ­ο ἔ­γι­νε μέ­ρος τῆς ζω­ῆς μας, ἐμ­φα­νί­στη­καν δι­α­δι­κτυα­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ μὲ ἀ­κό­μη πιὸ σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες, ἔ­θε­σαν ἐκ νέ­ου τοὺς κα­νό­νες τοῦ παι­χνι­διοῦ καὶ πρό­τει­ναν, ἀ­σφα­λῶς, νέ­ες ὀ­νο­μα­σί­ες, ὅ­πως quick fictionnano fiction καὶ hint fiction. Σὺν τοῖς ἄλ­λοις, σὲ ἱ­στο­τό­πους ὅ­πως οἱ Double Room καὶ FlashFictionNet ἄρ­χι­σαν νὰ δη­μο­σι­εύ­ον­ται κρι­τι­κὲς γιὰ τὰ εἴ­δη αὐ­τά, ὡ­στό­σο στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες πάν­το­τε ἡ ἔμ­φα­ση θὰ δί­νε­ται στὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ καὶ πρα­κτι­κὴ πλευ­ρά: τὸ θέ­μα μὲ τὴ με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πή­χη­ση ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ το flash fiction εἶ­ναι τὸ πῶς γρά­φε­ται. Δὲν μᾶς ἐκ­πλήσ­σει ἰ­δι­αί­τε­ρα τὸ ὅ­τι οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι φοι­τη­τὲς προ­τι­μοῦν νὰ ἐ­πι­χει­ρή­σουν νὰ γρά­ψουν ἕ­να flash μιᾶς σε­λί­δας πα­ρὰ ἕ­να πα­ρα­δο­σια­κὸ δι­ή­γη­μα εἴ­κο­σι πέν­τε σε­λί­δων.

       Εἶ­ναι αὐ­τὸς κα­λὸς τρό­πος γιὰ νὰ μά­θει κα­νεὶς νὰ γρά­φει; Μπο­ρεῖ καὶ νὰ εἶ­ναι. Ἂς πά­ρου­με γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τὴν Τζέιν Ἂν Φίλιπς, ἡ ὁ­ποί­α ὀ­φεί­λει τὴ φή­μη της στὴ θρυ­λι­κὴ συλ­λο­γὴ τοῦ εἴ­δους Black Tickets καὶ τῆς ὁ­ποί­ας τὸ πρό­σφα­το μυ­θι­στό­ρη­μα Lark and Termite ἦ­ταν ὑ­πο­ψή­φιο καὶ γιὰ τὸ ἐ­θνι­κὸ βρα­βεῖ­ο τοῦ κύ­κλου τῶν κρι­τι­κῶν καὶ γιὰ τὸ ἐ­θνι­κὸ βρα­βεῖ­ο βι­βλί­ου. Ὡς νε­α­ρὴ ποι­ή­τρια, πο­λὺ πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, ἔ­μα­θε μό­νη της νὰ γρά­φει γρά­φον­τας πε­ζὰ τῆς μιᾶς σε­λί­δας, βρί­σκον­τας στὴν πα­ρά­γρα­φο μιὰ ἐ­λευ­θε­ρί­α «μυ­στη­ρια­κὴ καὶ ἀ­να­τρε­πτι­κή», συμ­πλη­ρώ­νον­τας τὴν «ἁ­πλο­ϊ­κή, κοι­νὴ» φόρ­μα μὲ δυ­να­τές, λυ­ρι­κὲς εἰ­κό­νες, οἱ ὁ­ποῖ­ες λει­τουρ­γοῦν σω­ρευ­τι­κά. «Τὰ κα­λὰ πε­ζὰ τῆς μιᾶς σε­λί­δας ἔ­χουν τὴ δο­μὴ σπεί­ρας: οἱ λέ­ξεις ξε­δι­πλώ­νον­ται ἀ­πὸ ἕ­ναν πυ­κνό, συμ­πα­γῆ πυ­ρή­να καὶ ἡ σπεί­ρα πε­ρι­στρέ­φε­ται μέ­σα ἀ­πὸ τὶς λέ­ξεις καὶ ξε­φεύ­γει ἀ­π’ τὰ πε­ρι­θώ­ρια τῆς σε­λί­δας», ὑ­πο­στη­ρί­ζει. «Τα­χύ­τη­τα, ἀ­κρί­βεια καὶ τέ­λος. Ἢ καὶ ὄ­χι. Τὰ πε­ζὰ τῆς μιᾶς σε­λί­δας θὰ πρέ­πει νὰ αἰ­ω­ροῦν­ται στὸν νοῦ σὰν εἰ­κό­να κα­πνοῦ.»(5)

       Ἡ Φί­λιπς, πα­ρό­τι ἡ γρα­φή της εἶ­ναι λυ­ρι­κή, λέ­ει στοὺς μα­θη­τές της ὅ­τι τὰ μο­νο­σέ­λι­δα ὀ­φεί­λουν νὰ εἶ­ναι «ἀ­λη­θι­νὲς ἱ­στο­ρί­ες». Γιὰ νὰ βροῦ­με τί πρέ­πει νά ’­χει μιὰ ἱ­στο­ρί­α γιὰ νὰ εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νὴ —τὰ ἐ­λά­χι­στα προ­α­παι­τού­με­να— μπο­ροῦ­με νὰ στρέ­ψου­με τὸ βλέμ­μα πέ­ραν τῶν Ἡ­νω­μέ­νων Πο­λι­τει­ῶν.


* * *


Πρὶν ἀ­πὸ λί­γα χρό­νια, δι­ορ­γα­νώ­θη­κε στὴν πρω­τεύ­ου­σα τῆς ἐ­παρ­χί­ας Νε­ου­κὲν στὴν Ἀρ­γεν­τι­νὴ παγ­κό­σμιο συ­νέ­δριο μὲ θέ­μα τὴν πο­λὺ σύν­το­μη μυ­θο­πλα­σί­α μὲ τὴ συμ­με­το­χὴ ἑ­κα­τον­τά­δων ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κῶν ἀ­π’ ὅ­λον τὸν κό­σμο, τὴν Αὐ­στρί­α, τὴν Ἱ­σπα­νί­α, τὸ Με­ξι­κό, τὴ Βρα­ζι­λί­α, τὴν Τζα­μά­ι­κα· οἱ πόρ­τες τοῦ ἀμ­φι­θε­ά­τρου τοῦ το­πι­κοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου ἄ­νοι­ξαν γιὰ νὰ ὑ­πο­δε­χτοῦν τὶς φω­τει­νές, ὄ­ψι­μα ἀ­νοι­ξι­ά­τι­κες, μέ­ρες τοῦ Νο­εμ­βρί­ου. Ἤ­μουν κι ἐ­γὼ ἐ­κεῖ, χω­ρὶς νὰ γνω­ρί­ζω πο­λὺ κα­λὰ ἱ­σπα­νι­κά, ὡ­στό­σο δὲν δυ­σκο­λεύ­τη­κα νὰ ἀν­τι­λη­φθῶ τὸ πά­θος, τὸ κέ­φι καὶ τὴν εὐ­φυ­ΐ­α ποὺ συ­νε­πά­γε­ται ἡ ἑ­δραί­ω­ση τοῦ κύ­ρους τῆς πο­λὺ σύν­το­μης μυ­θο­πλα­σί­ας στὶς λο­γο­τε­χνι­κὲς καὶ πο­λι­τι­σμι­κὲς σπου­δές. Τὰ πο­λὺ σύν­το­μα πε­ζὰ στὴ Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κὴ εἶ­ναι στὸ σύ­νο­λό τους συν­το­μό­τε­ρα ἀ­πὸ τὰ ἀν­τί­στοι­χα ποὺ γρά­φον­ται στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, καὶ τὰ ἐ­ρω­τή­μα­τα ποὺ τί­θεν­ται γύ­ρω ἀ­πὸ αὐ­τὰ δὲν ἔ­χουν νὰ κά­νουν πρω­τί­στως μὲ τὸ πό­σο σύν­το­μο μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἕ­να μι­κρὸ δι­ή­γη­μα ἀλ­λὰ μὲ τὸ κα­τὰ πό­σον εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη τὰ πο­λὺ σύν­το­μα πε­ζὰ νὰ ἀ­φη­γοῦν­ται ἱ­στο­ρί­ες. Τὴν ἴ­δια στιγ­μή, ἕ­να micro ἢ mi­ni­fic­ción, ἀν­τι­στοί­χως μὲ ἕ­να sudden ἢ ἕ­να flash, εἶ­ναι δυ­να­τὸν νὰ ἀ­πη­χεῖ κά­θε γνω­στὸ τρό­πο: τὸν ρε­α­λι­σμό, τὴ με­τα­μυ­θο­πλα­σί­α, τὸ φαν­τα­στι­κό, τὴν ἀλ­λη­γο­ρί­α, τὴν πα­ρα­βο­λή, τὸ ἀ­νέκ­δο­το.

       Σκε­φτεῖ­τε, πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ρη, τὴν πο­λὺ γνω­στὴ Ἀλ­λη­λου­χία τῶν κή­πων τοῦ Χού­λιο Κορ­τά­σαρ· ἕ­νας ἄν­τρας δι­α­βά­ζει μιὰ ἱ­στο­ρί­α μυ­στη­ρί­ου στὴν ὁ­ποί­α ἕ­νας ἄν­τρας ἕ­τοι­μος γιὰ φό­νο δι­α­σχί­ζει ἕ­να πάρ­κο, μπαί­νει σ’ ἕ­να δι­α­μέ­ρι­σμα καί, μὲ τὸ μα­χαί­ρι στὸ χέ­ρι, ξε­γλι­στρᾶ πί­σω ἀ­πὸ τὸν ἄν­τρα αὐ­τὸν ποὺ δι­α­βά­ζει τὴν ἱ­στο­ρί­α μυ­στη­ρί­ου. Πρό­κει­ται γιὰ τὸ εἶ­δος τοῦ αἰ­νίγ­μα­τος ποὺ ἀ­κουμ­πᾶ στὸ φαν­τα­στι­κὸ (ἴ­σως καὶ γιὰ με­τα­φο­ρὰ γιὰ τὴν ἴ­δια τὴν ἀ­νά­γνω­ση) τὸ ὁ­ποῖ­ο ἀ­ρέ­σει πο­λὺ στὴ Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κή – βρι­σκό­μα­στε στὶς πα­ρυ­φὲς τῆς πα­ρα­δο­σια­κῆς μυ­θο­πλα­σί­ας, ὡ­στό­σο ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με τὴν ὕ­παρ­ξη μιᾶς ἱ­στο­ρί­ας ἢ ἀ­φή­γη­σης. Σκε­φτεῖ­τε τώ­ρα τὴν ἐ­πα­νεγ­γρα­φὴ (reescritura) (δη­μο­φι­λὴς φόρ­μα μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας ποὺ ση­μαί­νει τὸ ξα­να­γρά­ψι­μο κει­μέ­νων ποὺ εἶ­ναι εὐ­ρέ­ως γνω­στά) τοῦ με­ξι­κα­νοῦ συγ­γρα­φέ­α Ἐντ­μοῦντο Βα­λα­ντές μὲ τί­τλο «Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση»: «Οἱ μα­νι­α­σμέ­νες αὐ­τὲς σει­ρῆ­νες ποὺ οὐρ­λιά­ζουν πε­ρι­πλα­νώ­με­νες στὴν πό­λη ἀ­να­ζη­τών­τας τὸν Ὀ­δυσ­σέ­α.»

       Πρῶ­τ’ ἀ­π’ ὅ­λα πα­ρα­τη­ροῦ­με τὴ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ πε­ρι­γρα­φὴ τῶν σει­ρή­νων —πι­θα­νό­τα­τα πρό­κει­ται γιὰ τὶς σει­ρῆ­νες τῶν ἀ­σθε­νο­φό­ρων στὶς σύγ­χρο­νες πό­λεις—, ὕ­στε­ρα ἔρ­χε­ται, ἀ­σφα­λῶς, ἡ ἀ­πό­το­μη στά­ση στὸ ὄ­νο­μα Ὀ­δυσ­σέ­ας καὶ ἡ ἀ­να­γνώ­ρι­ση ἀ­πὸ πλευ­ρᾶς μας τῆς πα­λιᾶς ἱ­στο­ρί­ας στὴν ὁ­ποί­α, δε­μέ­νος στὸ κα­τάρ­τι, ὁ Ὀ­δυσ­σέ­ας σα­γη­νεύ­ε­ται ἀ­πὸ τὶς Σει­ρῆ­νες ποὺ θέ­λουν νὰ ρί­ξουν τὸ πλοῖ­ο του στὰ βρά­χια· μὲ τὸ ξάφ­νια­σμα αὐ­τὸ τῆς ἀ­να­γνώ­ρι­σης ἐ­γεί­ρον­ται ἐ­ρω­τή­μα­τα, προ­κύ­πτουν ἀν­τη­χή­σεις. Ἄ­ρα­γε ἀ­πο­τε­λεῖ γιὰ τὶς ἀρ­χαῖ­ες Σει­ρῆ­νες αἰ­ώ­νια κα­τα­δί­κη νὰ ψά­χνουν γιὰ πάν­τα, ἀ­κό­μη καὶ στὶς σύγ­χρο­νες πό­λεις, τὸν Ὀ­δυσ­σέ­α ποὺ ξέ­φυ­γε; Ποι­ός μπο­ρεῖ νὰ τὸ πεῖ; Μπο­ροῦ­με νὰ σκε­φτοῦ­με τὸν Λί­ο­πολντ Μπλοὺμ τοῦ Τζό­ις, ἕ­ναν σύγ­χρο­νο κα­θέ­ναν – οἱ σει­ρῆ­νες ἀ­να­ζη­τοῦν αὐ­τὸν τὸν ἴ­διο, τὸν ἀ­φη­γη­τὴ ἢ μή­πως ὅ­λους ἐ­μᾶς; Κα­θὼς ἡ σκέ­ψη μας ἀ­να­πτύσ­σε­ται, ξε­χνᾶ­με, ἴ­σως, ὅ­τι οἱ δώ­δε­κα λέ­ξεις του «Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση» δὲν ἀ­πο­τε­λοῦν κα­λὰ-κα­λὰ ὁ­λό­κλη­ρη πρό­τα­ση. Δι­α­θέ­τει στοι­χεῖ­α ἔ­πους – εἶ­ναι, ὅ­μως, ἱ­στο­ρί­α;


Βρῆ­κα τὸ κεί­με­νο μὲ τί­τλο «Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση» σὲ μιὰ με­λέ­τη τοῦ Κό­λιν Πί­τερς μὲ τί­τλο «Minificción: A Narratological Investigation», ἡ ὁ­ποί­α ἐκ­δό­θη­κε ἀ­πὸ τὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Βι­έν­νης.(6) Η με­λέ­τη προ­σεγ­γί­ζει τὸ ἔρ­γο ὁ­ρι­σμέ­νων ἀ­φη­γη­μα­το­λό­γων ποὺ ἔ­λα­βαν μέ­ρος στὸ συ­νέ­δριο στὴν Ἀρ­γεν­τι­νή, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τῶν Λά­ου­ρο Σα­βά­λα καὶ Δα­βὶδ Λαγ­κμά­νο­βιτς, κα­θὼς καὶ τῶν Ζε­ρὰρ Ζε­νέτ, Τσβε­τὰν Τον­το­ρόφ, Ρο­λὰν Μπάρτ, καὶ τῆς Σλό­μιθ Ρί­νον Κι­νάν, ἡ ὁ­ποί­α ὁ­ρί­ζει ὡς ἐ­λά­χι­στο προ­α­παι­τού­με­νο ἑ­νὸς ἀ­φη­γή­μα­τος τὴν ὕ­παρ­ξη δύ­ο συμ­βάν­των. (Αὐ­τὸ μᾶς φέρ­νει στὸν νοῦ τὴ γνω­στὴ δή­λω­ση τοῦ Ε.Μ. Φόρ­στερ κα­τὰ τὶς δι­α­λέ­ξεις του στὴν Ὀξ­φόρ­φη τὸ 1927: «Ὁ βα­σι­λιὰς πέ­θα­νε κι ὕ­στε­ρα πέ­θα­νε ἡ βα­σί­λισ­σα· αὐ­τὸ συ­νι­στᾶ ἱ­στο­ρί­α.» Μὲ βά­ση τὸ κρι­τή­ριο αὐ­τὸ «Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση» δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἱ­στο­ρί­α. Ὁ Πί­τερς, ὡ­στό­σο, τὴν ἀ­πο­δέ­χε­ται ὡ­ς mi­ni­fic­ción, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ἁ­πλῶς ὅ­τι τὸ στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­φή­γη­σης δὲν εἶ­ναι ἀ­ναγ­καῖ­ο γιὰ τὸ εἶ­δος.

       Ἐν­τού­τοις, ὁ Χού­λιο Ὀρ­τέγ­κα ἀ­πὸ τὸ Πε­ρού, ὁ ὁ­ποῖ­ος δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Μπρά­ουν, θέ­τει χα­μη­λό­τε­ρα τὸ ὅ­ριο γιὰ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ἕ­να κεί­με­νο ἱ­στο­ρί­α, ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ὅ­τι ἡ βά­ση μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἕ­να καὶ μό­νο συμ­βάν:

       Ἡ πρώ­τη ἱ­στο­ρί­α ποὺ γρά­φτη­κε πο­τέ, ὅ­πως δι­ά­βα­σα κά­που, ἐμ­φα­νί­ζε­ται σὲ μιὰ ἀρ­χαί­α αἰ­γυ­πτια­κὴ ἐ­πι­γρα­φὴ καὶ ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς: «ὁ Τζὸν πῆ­γε τα­ξί­δι.» Πῶς ξέ­ρου­με ὅ­τι ἔ­χου­με νὰ κά­νου­με μὲ flash fiction καὶ ὄ­χι μὲ ντο­κου­μέν­το; Ὁ λό­γος εἶ­ναι ὅ­τι τὸν και­ρὸ ἐ­κεῖ­νο κα­νεὶς δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νά ’­χει φύ­γει ἀ­πὸ τὴν πό­λη του μὲ τὴ θέ­λη­σή του. Ἐ­πι­πλέ­ον, συμ­πυ­κνώ­νει τὴν οὐ­σί­α, τὸν πυ­ρή­να τοῦ sudden fiction: ὑ­πάρ­χει χα­ρα­κτή­ρας (τὸν λέ­ω «John», ὅ­μως ἔ­χει χι­λιά­δες ὀ­νό­μα­τα), ὑ­πάρ­χει κυ­ρί­αρ­χη δρά­ση (ἡ ἀ­φή­γη­ση εἶ­ναι σὲ πρῶ­το πλά­νο) καὶ ὅ,τι ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται ἢ λέ­γε­ται συμ­βαί­νει σὲ ὁ­ρι­σμέ­νο χρό­νο. Καὶ κά­τι ἐ­ξί­σου ση­μαν­τι­κό, ἡ ἱ­στο­ρί­α αὐ­τὴ ἀ­ναγ­γέλ­λει τὸν βα­σι­κό­τε­ρο κα­νό­να κά­θε ἱ­στο­ρί­ας – τὴν πα­ρα­βί­α­ση ἑ­νὸς κώ­δι­κα. Ὁ Τζὸν εἶ­ναι ἕ­νας τυ­χο­δι­ώ­κτης ποὺ πη­γαί­νει ἐ­νάν­τια στὴν ἐ­ξου­σί­α καὶ ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ φύ­γει, νὰ ἐ­ξε­ρευ­νή­σει, νὰ γνω­ρί­σει.(7)


Μπο­ροῦν νὰ ἐ­φαρ­μο­στοῦν τὰ κρι­τή­ρια αὐ­τὰ καὶ στὸ μυ­θι­στό­ρη­μα; Μὲ τὰ λό­για τοῦ βρα­βευ­μέ­νου μὲ Πού­λι­τζερ Ρόμ­περτ Ὄ­λεν Μπά­τλερ (μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος ποὺ γρά­φει καὶ flash fiction): «Ἡ μυ­θο­πλα­σί­α εἶ­ναι ἡ μορ­φὴ τέ­χνης ποὺ ἀ­πο­τυ­πώ­νει τὴ λα­χτά­ρα τῶν ἀν­θρώ­πων, εἴ­τε μι­λᾶ­με γιὰ μι­κρὰ εἴ­τε γιὰ με­γά­λα πε­ζά.»(8)

       Θὰ συμ­φω­νή­σω μὲ τὸν Μπά­τλερ. Εἶ­ναι ζή­τη­μα ἑ­στί­α­σης. Συλ­λέ­γω συ­στη­μα­τι­κὰ σύν­το­μα πε­ζά, ὅ­μως συ­χνὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νω τὸ χά­σι­μο μέ­σα σὲ κά­ποι­ο μυ­θι­στό­ρη­μα. Μπο­ρεῖ κα­νεὶς νὰ χα­θεῖ μέ­σα σὲ μιὰ ἱ­στο­ρί­α μί­ας σε­λί­δας; Ὁ­ρι­σμέ­νες φο­ρὲς τὰ θέ­λω καὶ τὰ δύ­ο, τὴν ἔν­τα­ση τοῦ πο­λὺ σύν­το­μου καὶ τὴν αἴ­σθη­ση τοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, κά­πως φευ­γα­λέ­α, κι ὕ­στε­ρα προ­τι­μῶ κά­ποι­ο sudden fiction, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι τέσ­σε­ρις ἢ πέν­τε σε­λί­δες. Πολ­λοὶ θαυ­μά­σιοι συγ­γρα­φεῖς προ­τι­μοῦν κεί­με­να τῆς ἔ­κτα­σης αὐ­τῆς, συγ­γρα­φεῖς ποὺ τοὺς ἔ­χει ἀ­πο­νε­μη­θεῖ τὸ Ὄμ­πι, τὸ Ὄ­σκαρ, τὸ Πού­λι­τζερ, ἀ­κό­μη καὶ τὸ Νόμ­πελ.

       Μιᾶς, ὅ­μως, καὶ μᾶς ἀ­πα­σχό­λη­σε κα­τὰ κύ­ριο λό­γο ἡ ἰ­δι­αι­τέ­ρως σύν­το­μη μυ­θο­πλα­σί­α, τί πιὸ ται­ρια­στὸ ἀ­πὸ τὸ νὰ μᾶς πεῖ τὴν τε­λευ­ταί­α λέ­ξη, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά, ὁ Γκι­γι­έρ­μο Σαμ­πέ­ριο, με­ξι­κα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ ἱ­στο­ρί­α «Fantasma» («Φάν­τα­σμα») εἶ­ναι μιὰ ἱ­στο­ρί­α δί­χως οὔ­τε μιὰ λέ­ξη, ὁ τί­τλος μό­νον, κι ὕ­στε­ρα μιὰ λευ­κὴ σε­λί­δα.

Ὄ­στιν, Τέ­ξας


Πη­γὲς
(1) Robert Shapard / James Thomas / Ray Gon­za­lez (ἐ­πιμ.), Sud­den Fi­ction Lati­no: Short-Short Sto­ries from the U­ni­ted Sta­tes and La­tin A­me­ri­ca (W.W. Nor­ton, 2010), 20.
(2) David Gaf­fney, «Top Flash Fi­ction Wri­ting Tips: Da­vid Gaf­fney», Guardian, 15 Μα­ΐ­ου 2012
(www.guardian.co.uk/childrens-books-site/2012/may/15/flash-fiction-tips-david-gaffney?newsfeed=true ).
(3) Aleksandar Hemon (ἐ­πιμ.), Best Eu­ro­pean Fi­ction 2010 (Dal­key Archi­ve Press, 2009), 374–75.
(4) Robert Shapard / James Thomas (ἐ­πιμ.), Sud­den Fic­tion: A­me­ri­can Short-Short Sto­ries (W. W. Norton, 1986), 247 (Joy­ce Ca­rol Oa­tes), 244–45 (Russell Banks).
(5) Jayne Anne Phillips, «‘Cheers,’ (or) How I Taught My­self to Wri­te,» στὸ Tara L. Masih (ἐ­πιμ.) The Rose Me­tal Press Fi­eld Gui­de to Wri­­ting Flash Fi­­ction (Ro­se Me­tal Press, 2009), 36, 37, 38.
(6) Colin Peters, « Minific­ción: A Nar­rato­lo­gical Inve­sti­gation» PhD diss., U­nive­ri­tat Wien, Σε­πτέμ­βριος 2008. Βλ. σ. 110 γιὰ τὸ Mini­fic­ción «La bus­que­da» τοῦ Ed­mun­do Va­la­dés: «E­sas si­re­nas enlo­­que­­ci­­das que aúl­­lan re­cor­­rien­do la ciu­­dad en bus­ca de U­li­ses.»
(7) Julio Ortega, «A Flash be­fore the Bang» στὸ Ta­ra L. Masih (ἐ­πιμ.), The Rose Me­­tal Press Fi­eld Gu­i­de to Wri­­ting Flash Fi­­ction, (Ro­se Me­tal Press, 2009), 150–51.
(8) Ro­bert O­len But­ler, «A Short Short The­o­ry», στὸ Tara L. Masih (ἐ­πιμ.), The Rose Me­tal Press Field Gui­de to Wri­ting Flash Fi­ction, (Ro­se Me­tal Press, 2009), 102.


Πη­γή: Ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση World Literature Today, Σε­πτέμ­βριος 2012:

https://www.worldliteraturetoday.org/2012/september/remarkable-reinvention-very-short-fiction-robert-shapard

Ρόμ­περτ Σά­παρντ (Ro­bert Sha­pard). Δι­η­γη­μα­το­γρά­φος. Δι­ηύ­θυ­νε τὴν ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Western Humanities τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Γι­ού­τα. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φὴ (πε­ζο­γρα­φί­α) στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Χα­βά­ης. Μὲ τὸν James Thomas ἐ­πι­με­λή­θη­καν σει­ρὰ ἀν­θο­λο­γι­ῶν μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος (Flash καὶ Sudden Fiction).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Γι­ῶρ­γος Ἀ­πο­σκί­τη­ς (1984). Γεν­νή­θη­κε καὶ ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Πραγ­μα­το­ποί­η­σε σπου­δὲς στὴν Ἀ­θή­να καὶ στὸ Ἐ­διμ­βοῦρ­γο. Ἔ­χει ἀ­σχο­λη­θεῖ, με­τα­ξὺ ἄλ­λων, μὲ τὴ λε­ξι­κο­γρα­φί­α καὶ μὲ τὰ κι­νού­με­να σχέ­δια. Δου­λειά του ἔ­χει δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Ση­μει­ώ­σει­ς καὶ ἀλ­λοῦ. Τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της, μὲ πρω­τό­τυ­πα κεί­με­να καὶ με­τα­φρά­σεις, τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μα­ς Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ μὲ μι­κρὰ πε­ζὰ Στιγ­μό­με­τρο (Σμί­λη, 2021).

Εἰκόνα: Φω­το­γρα­φί­α τῆς Grantand Caroline/Flickr


			

Τόμας (Thomas), Σάπαρντ (Shapard) & Μέριλ (Merrill): Εἰσαγωγή στὸ Flash Fiction International


Εισαγωγή Flash Fiction 2015-Eikona-01


Τζέ­ιμς Τό­μας, Ρόμ­περτ Σά­παρντ & Κρί­στο­φερ Μέ­ριλ

(James Thomas, Robert Shapard & Christopher Merrill)


Εἰ­σα­γω­γή

[στὸ Flash Fiction International

Πο­λὺ μι­κρὲς ­στο­ρί­ες ­πὸ ­λον τὸν κό­σμο]


Ση­μεί­ω­μα τοῦ με­τα­φρα­στῆ

Τὸ 1992 ὁ Ρόμ­περτ Σά­παρντ καὶ ὁ Τζέ­ιμς Τό­μας βο­ή­θη­σαν ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως πά­ρα πο­λὺ στὴν ἐ­ξά­πλω­ση, συ­στη­μα­το­ποί­η­ση, ἀλ­λὰ καὶ κα­τη­γο­ρι­ο­ποί­η­ση ἑ­νὸς εἴ­δους μὲ τὸ ὁ­ποῖ­ο σπο­ρα­δι­κὰ εἶ­χαν ἀ­σχο­λη­θεῖ πολ­λοὶ δι­ά­ση­μοι συγ­γρα­φεῖς τοῦ πα­ρελ­θόν­τος, ἀλ­λὰ μέ­χρι τό­τε δὲν εἶ­χε βγεῖ στὸ προ­σκή­νιο κα­νέ­νας συγ­γρα­φέ­ας ποὺ νὰ γρά­φει ἀ­πο­κλει­στι­κὰ δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πὴ (Flash Fiction). Ἀ­πὸ τὴν ἔκ­δο­ση τῆς ἀν­θο­λο­γί­ας τους, Flash Fiction, κι ἔ­πει­τα, καὶ μὲ τὴν ταυ­τό­χρο­νη γι­γάν­τω­ση τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου, πολ­λοὶ δι­η­γη­μα­το­γρά­φοι βρῆ­καν πε­δί­ο δό­ξης λαμ­πρὸ γιὰ νὰ ξε­δι­πλώ­σουν τὸ τα­λέν­το τους στὰ δι­η­γή­μα­τα τῶν λί­γων λέ­ξε­ων, ὅ­πως ὁ­ρί­ζον­ται τὰ δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πή. Τώ­ρα, εἴ­κο­σι τρία χρό­νια με­τὰ τὴν ἔκ­δο­ση ἐ­κεί­νης τῆς ἀν­θο­λο­γί­ας, οἱ δύ­ο πα­ρα­πά­νω ἀν­θο­λό­γοι —μὲ τὴν προ­σθή­κη καὶ τοῦ κα­θη­γη­τῆ, ποι­η­τῆ καὶ συγ­γρα­φέ­α πο­λὺ μι­κρῶν δι­η­γη­μά­των, Κρί­στο­φερ Μέ­ριλ— ἐ­πα­νέρ­χον­ται μὲ μιὰ ἀν­θο­λο­γί­α ποὺ τι­τλο­φο­ρεῖ­ται Flash Fi­ction I­nter­na­tio­nal καὶ αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ πε­ρι­λαμ­βά­νει μι­κρὰ καὶ πο­λὺ μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα ἀ­πὸ ὅ­λο τὸν κό­σμο, προ­σπα­θών­τας νὰ χαρ­το­γρα­φή­σει τὴν πα­ρα­γω­γὴ δι­η­γη­μά­των-ἀ­στρα­πὴ σὲ ὅ­λα τὰ μή­κη καὶ τὰ πλά­τη τοῦ κό­σμου. Ἀ­πὸ τὸ Βι­ετ­νὰμ καὶ τὸ Μπαγ­κλαν­τὲς ἕ­ως τὴν Κού­βα, τὸ Με­ξι­κὸ καὶ τὶς χῶ­ρες τῆς Νό­τιας Ἀ­με­ρι­κῆς, μὲ ἐν­δι­ά­με­σες στά­σεις τὴ Μέ­ση Ἀ­να­το­λή, τὴν Εὐ­ρώ­πη καὶ τὴν Ἀ­φρι­κή, οἱ Σά­παρντ, Τό­μας καὶ Μέ­ριλ ἀ­να­κα­λύ­πτουν τὶς «ἀ­στρα­πι­αῖ­ες» σκέ­ψεις καὶ συ­ναι­σθή­μα­τα τῶν ἀν­θρώ­πων τῆς παγ­κό­σμιας κοι­νό­τη­τας καὶ μᾶς προ­σφέ­ρουν μιὰ νέ­α μα­τιὰ στὴν ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τοῦ του λο­γο­τε­χνι­κοῦ ὑ­πο-εί­δους. Ἀ­νά­με­σά τους βρί­σκε­ται καὶ ἕ­να με­τα­φρα­σμέ­νο δι­ή­γη­μα τοῦ Ἕλ­λη­να δι­η­γη­μα­το­γρά­φου, Γιά­ννη Πα­λα­βοῦ, προσ­δί­δον­τας ἔ­τσι στὴν ἀν­θο­λο­γί­α καὶ ἑλ­λη­νι­κὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον. Δέ­κα χι­λιά­δες ἱ­στο­ρί­ες εἶ­χαν στὴ δι­ά­θε­σή τους, ὅ­πως δη­λώ­νουν οἱ ἴ­διοι, ἀ­πὸ τὶς ὁ­ποῖ­ες, καὶ μὲ τὴ βο­ή­θεια μιᾶς ὁ­μά­δας ἀ­να­γνω­στῶν, ἐ­πέ­λε­ξαν τὶς ὀ­γδόν­τα ἕ­ξι κα­λύ­τε­ρες ποὺ βρῆ­καν τε­λι­κὰ τὸν δρό­μο τους γιὰ τὴν ἀν­θο­λο­γί­α. Τὸ γε­γο­νὸς καὶ μό­νο ὅ­τι εἶ­χαν τό­σα πολ­λὰ δι­η­γή­μα­τα γιὰ νὰ κά­νουν τὴν ἐ­πι­λο­γή τους, κι ἐν­δε­χο­μέ­νως πολ­λὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα, μᾶς δεί­χνει πὼς πλέ­ον αὐ­τὸ τὸ ὑ­πο-εί­δος ἔ­χει κα­θι­ε­ρω­θεῖ τό­σο στὴ συ­νεί­δη­ση τῶν συγ­γρα­φέ­ων ὅ­σο καὶ τοῦ κοι­νοῦ καὶ ἀ­πο­τε­λεῖ ση­μαν­τι­κὸ κομ­μά­τι τῆς λο­γο­τε­χνί­ας τοῦ 21ου αἰ­ώ­να.

Βα­σί­λης Μανουσάκης

03-PiΩΣ ΛΕΓΕΤΑΙ τὸ Flash Fiction σὲ ἄλ­λες χῶ­ρες; Στὴ Λα­τι­νι­κὴ Ἀ­με­ρι­κὴ μπο­ρεῖ νὰ λέ­γε­ται «μί­κρο», στὴ Δα­νί­α «kortprosa», στὴ Βουλ­γα­ρί­α «mikro razkaz». Με­ρι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες εἶ­ναι σὲ μέ­γε­θος πα­ρα­γρά­φου, ἄλ­λες δύ­ο σε­λί­δες (ὅ­λες εἶ­ναι πο­λὺ μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες καὶ κά­ποι­ες πά­ρα πο­λὺ μι­κρές), ἀλ­λὰ αὐ­τὲς οἱ με­τρή­σεις δὲν μᾶς λέ­νε πολ­λά. Προ­τι­μοῦ­με με­τα­φο­ρὲς ὅ­πως τῆς Λου­ί­ζα Βα­λεν­ζου­έ­λα:

       «Συ­νή­θως συγ­κρί­νω τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα μὲ ἕ­να θη­λα­στι­κό, εἴ­τε ἄ­γριο σὰν τὴν τί­γρη εἴ­τε ἥ­με­ρο σὰν τὴν ἀ­γε­λά­δα, καὶ τὸ δι­ή­γη­μα μὲ ἕ­να που­λὶ ἢ ἕ­να ψά­ρι, ἐ­νῶ τὸ μι­κρὸ-δι­ή­γη­μα μὲ ἕ­να ἔν­το­μο (ἰ­ρι­δί­ζων στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση).»

       Ἡ δη­μο­τι­κό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν ἰ­ρι­δι­ζόν­των ἐν­τό­μων ἔ­χει ἀ­νε­βεῖ τὶς τε­λευ­ταῖ­ες δύ­ο δε­κα­ε­τί­ες πε­ρί­που. Στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, ἀν­θο­λο­γί­ες, συλ­λο­γὲς καὶ αὐ­το­εκ­δό­σεις ἔ­χουν που­λή­σει πε­ρί­που ἕ­να ἑ­κα­τομ­μύ­ριο ἀν­τί­τυ­πα. Ὄ­χι τό­σα ὅ­σα με­ρι­κὰ εὐ­πώ­λη­τα βι­βλί­α, ἀλ­λὰ ὁ ἀ­ριθ­μὸς εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τος πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά. Ἐ­παγ­γελ­μα­τί­ες ἠ­θο­ποι­οὶ ἔ­χουν δι­α­βά­σει τέ­τοι­α δι­η­γή­μα­τα ζων­τα­νὰ στὸ Μπρόν­τγου­ε­ϊ, ἐ­νῶ ἡ ἀ­νά­γνω­σή τους ἔ­χει ἠ­χο­γρα­φη­θεῖ γιὰ νὰ με­τα­δο­θεῖ στὸ Ἐ­θνι­κὸ Δη­μό­σιο Ρα­δι­ό­φω­νο. Στὴν Ἐλ­βε­τί­α, τὴν Ἰ­σπα­νί­α καὶ στὴν Ἀρ­γεν­τι­νή, ἔ­χουν γί­νει παγ­κό­σμια συ­νέ­δρια minificcion. Στὴν Τα­ϊ­λάν­δη καὶ στὶς Φι­λιπ­πί­νες, ἔ­χουν δι­ε­ξα­χθεῖ δι­ε­θνῆ σε­μι­νά­ρια. Μιὰ Ἀ­κα­δη­μί­α Δι­η­γή­μα­τος-Ἀ­στρα­πὴ ἔ­χει ἱ­δρυ­θεῖ στὴν Κί­να. Ἐ­νῶ πρό­σφα­τα, Ἐ­θνι­κὲς Ἡ­μέ­ρες Δι­η­γή­μα­τος-Ἀ­στρα­πὴ ἔ­χουν κα­θι­ε­ρω­θεῖ στὴ Με­γά­λη Βρε­τα­νί­α καὶ στὴ Νέ­α Ζη­λαν­δί­α.

       Ἔ­χον­τας συμ­βάλ­λει στὴ δη­μο­φι­λί­α τοῦ δι­η­γή­μα­τος-ἀ­στρα­πὴ ἐ­μεῖς οἱ ἴ­διοι, μὲ τὴν ἔκ­δο­ση τῆς πρώ­της συλ­λο­γῆς, μὲ τί­τλο Flash Fiction τὸ 1992 καὶ τοῦ Flash Fiction Forward τὸ 2005, ἀ­νυ­πο­μο­νού­σα­με νὰ φέ­ρου­με στὸ κοι­νὸ ἕ­να ἀ­κό­μα βι­βλί­ο τῶν κα­λύ­τε­ρων πο­λὺ μι­κρῶν ἱ­στο­ρι­ῶν τοῦ κό­σμου. Πε­ρι­μέ­να­με ὅ­μως τὴν κα­τάλ­λη­λη εὐ­και­ρί­α. Λί­γα χρό­νια πρίν, συγ­κεν­τρώ­νον­τας λα­τι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες γιὰ τὸ Sudden Fiction Latino, πε­ρά­σα­με πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πὸ ἕ­ναν χρό­νο ψά­χνον­τας σὲ βι­βλι­ο­θῆ­κες, βι­βλι­ο­πω­λεῖ­α καὶ στὸ δι­α­δί­κτυ­ο, ἀλ­λὰ αὐ­τὸ ἦ­ταν ἕ­να ἐγ­χεί­ρη­μα δι­α­φο­ρε­τι­κῆς κλί­μα­κας. Καὶ οἱ ἕ­ξι ἤ­πει­ροι μα­ζὶ ἔ­μοια­ζαν νὰ βρί­σκον­ται ἐ­κτὸς πρό­σβα­σης, ὥ­σπου ἕ­νω­σε τὶς δυ­νά­μεις του μα­ζί μας ὁ Κρί­στο­φερ Μέ­ριλ, δι­ευ­θυν­τὴς τοῦ Δι­ε­θνοῦς Προ­γράμ­μα­τος Δη­μι­ουρ­γι­κῆς Γρα­φῆς τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Ἀ­ϊ­ό­βα καὶ γνω­στὸς ποι­η­τὴς καὶ συγ­γρα­φέ­ας δι­η­γη­μά­των-ἀ­στρα­πὴ ὁ ἴ­διος.

       Ὁ Κρὶς μᾶς ἔ­πει­σε νὰ μὴ δοῦ­με μό­νο μέ­σα ἀ­πὸ τὰ μά­τια τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς, ἀλ­λὰ νὰ δι­ευ­ρύ­νου­με τὴν ὀ­πτι­κή μας. Ὅ­ταν ξε­κι­νή­σα­με αὐ­τὸ ἐ­δῶ το ἐγ­χεί­ρη­μα, ἀλ­λη­λο­γρα­φών­τας μὲ ἑ­κα­τον­τά­δες συγ­γρα­φεῖς καὶ με­τα­φρα­στὲς σὲ ὅ­λο τὸν κό­σμο, τοὺς ζη­τή­σα­με νὰ μᾶς ποῦν τὶς ἰ­δέ­ες τους – τὶς ὁ­ποῖ­ες γεν­ναι­ό­δω­ρα μᾶς ἔ­στει­λαν.

       Ἄρ­χι­σαν νὰ μᾶς κα­τα­κλύ­ζουν δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πή, πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­να­γνω­ρί­σι­μα ὡς ἱ­στο­ρί­ες, ἂν καὶ με­ρι­κὰ ἀ­πὸ αὐ­τὰ ἦ­ταν πο­λὺ ἀ­συ­νή­θι­στα ἢ φαν­τα­στι­κά. Τὸ δι­ή­γη­μα-ἀ­στρα­πὴ ἦ­ταν πάν­τα μιὰ μορ­φὴ πει­ρα­μα­τι­σμοῦ, γε­μά­τη δυ­να­τό­τη­τες. Εἴ­χα­με στὰ χέ­ρια μας ἱ­στο­ρί­ες βα­σι­σμέ­νες σὲ μου­σι­κὲς ἢ μα­θη­μα­τι­κὲς φόρ­μες, ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα σὲ μέ­γε­θος πα­ρα­γρά­φου, μιὰ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ ἀ­να­φο­ρὰ γιὰ ἡ­φαι­στεια­κὲς πυ­γο­λαμ­πί­δες ποὺ πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­ται σὲ νυ­χτε­ρι­νὰ κλάμπ. Ἤ­μα­σταν ἀ­νοι­χτοὶ σὲ ὁ­τι­δή­πο­τε, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων ἱ­στο­ρι­ῶν ἀ­πὸ τοὺς Ἀ­βο­ρί­γι­νες τῆς Αὐ­στρα­λί­ας (ἦ­ταν ἀρ­κε­τὰ μι­κρές, ἀλ­λὰ ἔ­μοια­ζαν γραμ­μέ­νες γιὰ νὰ ψέλ­νον­ται – ἦ­ταν δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πὴ ὅ­μως;) καὶ ἀρ­χαί­ων τε­λε­τουρ­γι­κῶν τῶν Μά­για (του­λά­χι­στον οἱ με­τα­φρά­σεις ἦ­ταν και­νού­ρι­ες). Καὶ οἱ πή­λι­νες πλα­κέ­τες ἀ­πὸ τὴ Σου­με­ρί­α, ποὺ ἔ­βρι­θαν γέ­λιου καὶ ζή­λειας καὶ ποί­η­σης τῆς οἰ­κο­γε­νεια­κῆς ζω­ῆς; Ἴ­σως κά­ποι­ο δι­α­δι­κτυα­κὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ νὰ τὰ δε­χό­ταν ὡς δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πὴ σή­με­ρα. Γιὰ ἐ­μᾶς δὲν ἦ­ταν ὅ­μως, ἀλ­λὰ μᾶς θύ­μι­σαν πὼς τὸ δι­ή­γη­μα-ἀ­στρα­πὴ δὲν γεν­νή­θη­κε στὸ δι­α­δί­κτυο.

       Ὡ­στό­σο, δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἀρ­νη­θοῦ­με πὼς τὸ δι­ή­γη­μα-ἀ­στρα­πὴ ἔ­χει ἀν­θί­σει πο­λὺ πιὸ γρή­γο­ρα καὶ εὐ­ρέ­ως καὶ ἔ­χει γί­νει κομ­μά­τι τοῦ σύγ­χρο­νου κό­σμου μέ­σῳ τοῦ δι­α­δι­κτύ­ου. Ὅ­πως ἔ­χει ἐ­πι­ση­μά­νει ὁ ἐ­πι­με­λη­τὴς μιᾶς κι­νε­ζι­κῆς ἀν­θο­λο­γί­ας τέ­τοι­ων δι­η­γη­μά­των, τὰ δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πὴ «ὑ­πάρ­χουν ἀ­νε­ξαρ­τή­τως συ­σκευ­ῆς καὶ εἶ­ναι συμ­βα­τὰ μὲ τὴ ση­με­ρι­νὴ τε­χνο­λο­γί­α» καὶ «ἀ­πο­λαμ­βά­νουν μιὰ ἐ­λευ­θε­ρί­α ἀ­πὸ τὴ λο­γο­κρι­σί­α ποὺ δὲν ἀ­παν­τᾶ­ται σὲ ἄλ­λα μέ­σα μα­ζι­κῆς ἐ­νη­μέ­ρω­σης». Πέ­ρα ἀ­πὸ τὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες, οἱ οἰ­κο­γε­νεια­κὲς ἢ πα­ρα­δο­σια­κὲς ἱ­στο­ρί­ες τοῦ χω­ριοῦ ἴ­σως πε­ρι­λαμ­βά­νουν τὴν εὐ­ρύ­τε­ρη οἰ­κο­γέ­νεια καὶ νὰ εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο σα­τι­ρι­κές, ἐ­νῶ οἱ προ­σω­πι­κὲς ἱ­στο­ρί­ες βρί­σκον­ται πιὸ κον­τὰ στὴ φι­λο­σο­φί­α ἢ στὸν κό­σμο τῶν ἰ­δε­ῶν. Ὅ­σο γιὰ τὴν ἴ­δια τὴν ἰ­δέ­α τοῦ δι­η­γή­μα­τος-ἀ­στρα­πή, στὸν ὑ­πό­λοι­πο κό­σμο φαί­νον­ται νὰ ἐν­δι­α­φέ­ρον­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο γιὰ τὴ φύ­ση, τὸν σκο­πὸ καὶ τὸ νό­η­μά τους, ἐ­νῶ στὶς Ἡ­νω­μέ­νες Πο­λι­τεῖ­ες ἐ­πι­κεν­τρώ­νον­ται στὸ δη­μι­ουρ­γι­κὸ καὶ πρα­κτι­κὸ κομ­μά­τι, δη­λα­δὴ πῶς γρά­φον­ται.

       Για­τί, ὅ­μως, νὰ μι­λᾶ­με γιὰ δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πή; Γιὰ τὸν ἴ­διο λό­γο ποὺ μι­λᾶ­με γιὰ κά­θε μορ­φὴ τέ­χνης —γιὰ νὰ ἀ­πο­λαύ­σου­με, νὰ μοι­ρα­στοῦ­με, νὰ κα­τα­νο­ή­σου­με τοὺς ἑ­αυ­τοὺς καὶ τὴν κουλ­τού­ρα μας— κι ἐ­πει­δὴ οἱ ἰ­δέ­ες ἔ­χουν δύ­να­μη. Ἀρ­χί­σα­με νὰ ρω­τᾶ­με συγ­γρα­φεῖς καὶ με­τα­φρα­στὲς γιὰ τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη τους φρά­ση σχε­τι­κὰ μὲ τὸ δι­ή­γη­μα-ἀ­στρα­πὴ καὶ λά­βα­με ἀ­παν­τή­σεις ἀ­π’ ὅ­λο τὸν κό­σμο. Πολ­λοὶ μᾶς ἔ­στει­λαν χω­ρί­α Ἀ­με­ρι­κα­νῶν συγ­γρα­φέ­ων καὶ στο­χα­στῶν – ἐ­νῶ δι­ά­βα­ζαν καὶ ἐ­μᾶς. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἔ­χει ξε­κι­νή­σει μιὰ παγ­κό­σμια συ­ζή­τη­ση σχε­τι­κὰ μὲ τὰ δι­η­γή­μα­τα-ἀ­στρα­πή. Θὰ βρεῖ­τε ἕ­να μέ­ρος στὸ τέ­λος αὐ­τῆς τῆς ἀν­θο­λο­γί­ας ὑ­πὸ τὸν τί­τλο «Θε­ω­ρί­α Δι­η­γη­μά­των-Ἀ­στρα­πή» – με­γά­λες ἰ­δέ­ες σὲ μι­κρο­σκο­πι­κοὺς χώ­ρους, ἀ­κό­μα καὶ σὲ μέ­γε­θος μιᾶς σει­ρᾶς (εἴ­τε μὲ βα­θυ­στό­χα­στες, προ­κλη­τι­κές, χι­ου­μο­ρι­στι­κές, ἢ στὶς κα­λύ­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις… ἰ­ρι­δί­ζου­σες).


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸ Flash Fiction International, ἐ­πιμ. Ja­mes Tho­mas, Ro­bert Sha­pard καὶ Chri­sto­pher Mer­rill, W.W. Norton & Company, Νέ­α Ὑ­όρ­κη, Λον­δί­νο, 2015, σσ. 21-23. Πρώ­­τη δη­μο­σί­ευ­ση τῆς με­τά­φρα­σης στὸ Ἡ­ρὼ Νι­κο­πού­λου & Γιάν­νης Πα­τί­λης Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζάι ’15. 61 Μι­κρὰ Δι­η­γή­μα­τα. Μιὰ ἀν­θο­λο­γία (ἐκδ. Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2015).

Τζέ­ιμς Τό­μας (Ja­mes Tho­mas). Ἱ­δρυ­τὴς τῆς ἐ­πι­θε­ω­ρή­σε­ως Quarterly West τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Γι­ού­τα καὶ συγ­γρα­φέ­ας τῆς συλ­λο­γῆς ἱ­στο­ρι­ῶν Pictures, Moving. Δι­δά­σκει δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φὴ (πε­ζο­γρα­φί­α) στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Γι­ού­τα τῶν ΗΠΑ. Μὲ τὸν Robert Shapard ἐ­πι­με­λή­θη­καν σει­ρὰ ἀν­θο­λο­γι­ῶν μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος (Flash καὶ Sudden Fiction).

Ρόμ­περτ Σά­παρντ (Ro­bert Sha­pard). Δι­η­γη­μα­το­γρά­φος. Δι­ηύ­θυ­νε τὴν ἐ­πι­θε­ώ­ρη­ση Western Humanities τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Γι­ού­τα. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φὴ (πε­ζο­γρα­φί­α) στὸ πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Χα­βά­ης. Μὲ τὸν James Thomas ἐ­πι­με­λή­θη­καν σει­ρὰ ἀν­θο­λο­γι­ῶν μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος (Flash καὶ Sudden Fiction).

Κρί­στο­φερ Μέ­ριλ (Chri­sto­pher Mer­rill). Ποι­η­τής, δο­κι­μι­ο­γρά­φος, δη­μο­σι­ο­γρά­φος καὶ με­τα­φρα­στής. Δι­ευ­θύ­νει τὸ δι­ε­θνὲς πρό­γραμ­μα δη­μι­ουρ­γι­κῆς γρα­φῆς τοῦ πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Ἀ­ϊ­ό­βα.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:

Μα­νου­σά­κης, Βα­σί­λης (Ἀ­θή­να, 1972). Ποί­η­ση, δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γία. Δι­δά­σκει με­τά­φρα­ση στην Ἑλ­λη­νο­α­με­ρι­κα­νι­κὴ Ἔ­νω­ση. Βι­βλί­α του: Μιᾶς στα­γό­νας χρό­νος (ποί­η­ση, 2009), Ἀν­θρώ­πων ὄ­νει­ρα (δι­η­γή­μα­τα, 2010), Εὔ­θραυ­στο ὅ­ριο (ποί­η­ση, 2014). Συμ­με­τεῖ­χε στὴν ἐ­πι­μέ­λεια τῶν τρι­ῶν ἀ­φι­ε­ρω­μά­των τοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Πλα­νό­διον γιὰ τὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ καὶ το Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὸ μι­κρο­δι­ή­γη­μα/μπον­ζά­ι.

J. Thomas & R. Shapard: [Τὰ ὑπερμικρὰ διηγήματα…]

 

 

Τζαίημς Τόμας (James Thomas) & Ρόμπερτ Σάπαρντ (Robert Sha­pard)

  

[Τὰ ὑ­περ­μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα βρί­σκον­ται παν­τοῦ τώ­ρα…]

 

ΤΑ ΥΠΕΡΜΙΚΡΑ δι­η­γή­μα­τα βρί­σκον­ται παν­τοῦ τώ­ρα – στὸ ρα­δι­ό­φω­νο, στὰ πε­ρι­ο­δι­κά, στὸ Δι­α­δί­κτυ­ο. Ὅ­ταν ξε­κι­νή­σα­με τὴν ἔ­ρευ­να γιὰ αὐ­τὸ τὸ βι­βλί­ο, ἀ­πο­φα­σι­σμέ­νοι νὰ σᾶς χα­ρί­σου­με τὰ κα­λύ­τε­ρα ὑ­περ­μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα ἀ­πὸ τὴν Ἀ­με­ρι­κὴ τοῦ εἰ­κο­στοῦ πρώ­του αἰ­ώ­να, γε­μί­σα­με χα­ρὰ βλέ­πον­τας τὴν αὔ­ξη­ση τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος ἀ­πὸ τοὺς συγ­γρα­φεῖς, τοὺς ἀ­να­γνῶ­στες, τοὺς φοι­τη­τὲς καὶ τοὺς κα­θη­γη­τὲς με­τὰ τὴν ἔκ­δο­ση τοῦ βι­βλί­ου Flash Fi­ction πρὶν ἀ­πὸ μιὰ δε­κα­ε­τί­α πε­ρί­που. Ἐν­τυ­πω­σι­α­στή­κα­με ὅ­ταν εἴ­δα­με σε­λί­δες ἐ­πὶ σε­λί­δων κα­τα­χω­ρη­μέ­νων στὴ μη­χα­νὴ ἀ­να­ζή­τη­σης G­o­o­g­le μὲ ἀν­τα­γω­νι­στι­κὲς ἀ­πο­δό­σεις τοῦ ὅ­ρου «f­l­a­sh», δι­α­γω­νι­σμούς, ἐρ­γα­στή­ρια καὶ συ­νέ­δρια. Ἦ­ταν τό­σο ποι­κί­λες οἱ ἀ­πό­ψεις ποὺ ἀρ­χί­σα­με νὰ ἀ­να­ρω­τι­ό­μα­στε πά­λι: Τί ἀ­κρι­βῶς εἶ­ναι τὸ ὑ­περ­μι­κρὸ δι­ή­γη­μα;

       Τὸ συμ­πέ­ρα­σμά μας, στὴν πρώ­τη ἀν­θο­λο­γί­α μὲ τίτ­λο Flash Fi­ction, ἦ­ταν πὼς ἁ­πλῶς ἐ­πρό­κει­το γιὰ πο­λὺ μι­κρὲς ἱ­στο­ρί­ες. Δε­δο­μέ­νου ὅ­τι μέ­ρος τῆς πλο­κῆς τους ἔ­μοια­ζε νὰ ὑ­πο­νο­εῖ­ται κα­τὰ κύ­ριο λό­γο. Ὅ,τι κι ἂν συ­νέ­βαι­νε —εἴ­τε δη­μι­ουρ­γοῦ­σαν μιὰ δι­ά­θε­ση εἴ­τε προ­κα­λοῦ­σαν τὴ λο­γι­κή, μᾶς εἰ­σή­γα­γαν ἀν­θρώ­πους τοὺς ὁ­ποί­ους ἐν­δι­α­φε­ρό­μα­σταν νὰ συ­ναν­τή­σου­με ἢ πε­ρι­έ­γρα­φαν γιὰ μᾶς κά­ποι­α ἀ­συ­νή­θι­στα, ἀλ­λὰ κα­τα­νο­η­τὰ φαι­νό­με­να— ἡ ἐ­πι­τυ­χί­α τους ἐ­ξαρ­τι­ό­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ὄ­χι ἀ­πὸ τὴν ἔ­κτα­σή τους, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ τὸ βά­θος, τὴν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς ὀ­πτι­κῆς τους καὶ τὴ ση­μα­σί­α ποὺ τοὺς προ­σέ­δι­δαν οἱ ἀ­να­γνῶ­στες. Αὐ­τὸ ἦ­ταν ὅ,τι χρει­α­ζό­ταν νὰ ξέ­ρου­με. Ὡς ἐ­πι­με­λη­τὲς τῆς ἀν­θο­λο­γί­ας ἤ­μα­σταν ἀ­νοι­χτοὶ σὲ ὁ­τι­δή­πο­τε. Ὡ­στό­σο, αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ εἴ­χα­με καὶ δι­ά­φο­ρους ἀ­να­γνῶ­στες ἀ­πὸ ὅ­λη τὴ χώ­ρα ποὺ μᾶς βο­η­θοῦ­σαν καὶ πι­στεύ­α­με πὼς θέ­λα­με ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρους —ἕ­να κλει­δί, κά­ποι­ο ζω­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο σχε­τι­κὰ μὲ τὸ δι­ή­γη­μα-ἀ­στρα­πή— ὥ­στε νὰ τοὺς κα­θο­δη­γοῦ­με.

      Πρῶ­τα ἀ­σχο­λη­θή­κα­με μὲ τὴν ἔ­κτα­ση. Τὸ ἐ­λά­χι­στο ὅ­ριο λέ­ξε­ων ποὺ εἴ­χα­με θέ­σει πρὶν ἀ­πὸ μία δε­κα­ε­τί­α ἔ­μοια­ζε κα­τάλ­λη­λο. Ἐ­πει­δὴ δὲν θέ­λα­με νὰ φα­νοῦ­με πο­λὺ πε­ρι­ο­ρι­στι­κοί, βα­σί­σα­με τὴν ἔ­κτα­ση σὲ μιὰ ἐ­ρώ­τη­ση: Πό­σο σύν­το­μη μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι μιὰ ἱ­στο­ρί­α, ἀλ­λὰ νὰ πα­ρα­μέ­νει ἱ­στο­ρί­α; Κά­ποι­οι θὰ ἔ­λε­γαν πὼς ἰ­δα­νι­κὰ θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ εἶ­ναι τό­σο σύν­το­μη ὅ­σο μιὰ πρό­τα­ση, ἀλ­λὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σα­με στὴν πρά­ξη πὼς ὁ­τι­δή­πο­τε πιὸ μι­κρὸ ἀ­πὸ τὸ ἕ­να τρί­το τῆς σε­λί­δας εἶ­ναι πι­θα­νὸν νὰ ἀ­πο­τε­λεῖ μιὰ ἁ­πλὴ πε­ρί­λη­ψη, ἢ ἀ­κό­μα καὶ ἀ­νέκ­δο­το. (Στὸ βι­βλί­ο του C­r­e­a­t­i­ve N­o­n­f­i­c­t­i­on ὁ Φί­λιπ Τζέ­ραρντ, μι­λών­τας στοὺς μα­θη­τές του σχε­τι­κὰ μὲ κά­θε εἴ­δους συγ­γρα­φι­κὴ προ­σπά­θεια το­νί­ζει πὼς κά­θε σπου­δαῖ­ο βι­βλί­ο μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­γρα­φεῖ μὲ μιὰ σύν­το­μη πρό­τα­ση· ἐ­κεῖ­νοι θε­ω­ροῦν τὴ δι­α­τύ­πω­σή του αὐ­τὴ γε­λοί­α καὶ τὸν προ­κα­λοῦν μὲ τὴν ἑ­ξῆς ἐ­ρώ­τη­ση: «Καὶ τί ἔ­χε­τε νὰ πεῖ­τε γιὰ τὴν Ὀ­δύσ­σεια;» Καὶ ἐ­κεῖ­νος ἀ­παν­τᾶ: «Ἕ­νας τύ­πος ποὺ γυ­ρί­ζει σπί­τι ἀ­πὸ τὴ δου­λειά».) Ὡς μέ­γι­στο ὅ­ριο λέ­ξε­ων δι­α­τη­ρή­σα­με τὶς ἀρ­χι­κὲς 750 λέ­ξεις (ὅ­πως τὸ κλα­σι­κὸ πιὰ δι­ή­γη­μα τοῦ Χέ­μιν­γου­ε­ϊ, «Ἕ­να Πο­λὺ Σύν­το­μο Δι­ή­γη­μα»­), κά­τι ποὺ εἶ­χε καὶ πρα­κτι­κὴ βά­ση – γιὰ νὰ τε­λει­ώ­σει κά­ποι­ος τὴν ἀ­νά­γνω­ση ἑ­νὸς ὑ­περ­μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος δὲν θὰ ἔ­πρε­πε νὰ εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νὰ γυ­ρί­σει τὴ σε­λί­δα πά­νω ἀ­πὸ μιὰ φο­ρά. Σή­με­ρα ὅ­μως αὐ­τὸ μπο­ρεῖ νὰ ἀ­πο­δει­χθεῖ προ­βλη­μα­τι­κό. Τί γί­νε­ται μὲ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο; Καὶ μὲ τὰ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ ποὺ οἱ σε­λί­δες μπο­ροῦν νὰ κυ­λή­σουν ὄ­χι μό­νο κά­θε­τα, ἀλ­λὰ καὶ ὁ­ρι­ζόν­τια; Εὐ­τυ­χῶς γιὰ ἐ­μᾶς, με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ τοὺς κα­λύ­τε­ρους συγ­γρα­φεῖς τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς εἶ­χαν νὰ δη­λώ­σουν κά­τι, ὄ­χι σχε­τι­κὰ μὲ τὴν ἔ­κτα­ση ἀλ­λὰ σχε­τι­κὰ μὲ τὴ φύ­ση τῆς πο­λὺ σύν­το­μης ἀ­φή­γη­σης.

      Ὁ Ρί­τσαρτ Μπά­ους, πο­λὺ γνω­στὸς γιὰ τὶς με­γα­λύ­τε­ρης ἔ­κτα­σης ἱ­στο­ρί­ες του, πρό­σθε­σε μιὰ ἄλ­λη δι­ά­στα­ση ἀ­φό­του ἀ­πο­δέ­χτη­κε τὴν πρό­κλη­ση ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ F­i­ve P­o­i­n­ts νὰ γρά­ψει ἕ­να ὑ­περ­μι­κρὸ δι­ή­γη­μα (ποὺ βρί­σκε­ται στὴν ἀν­θο­λο­γί­α ποὺ κρα­τᾶ­τε στὰ χέ­ρια σας) καὶ ἀ­να­κά­λυ­ψε πὼς «ὅ­ταν μιὰ ἱ­στο­ρί­α εἶ­ναι τό­σο συμ­πυ­κνω­μέ­νη, ἡ οὐ­σί­α της τεί­νει νὰ παίρ­νει με­γα­λύ­τε­ρες δι­α­στά­σεις· δη­λα­δὴ γιὰ νὰ λει­τουρ­γή­σει μιὰ τέ­τοι­α ἱ­στο­ρί­α σὲ τό­σο λί­γο χῶ­ρο τὸ πραγ­μα­τι­κὸ θέ­μα της πρέ­πει νὰ εἶ­ναι ἀ­να­λο­γι­κὰ με­γα­λύ­τε­ρο». Αὐ­τὸ ἔ­χει δύο ση­μαν­τι­κὲς προ­ε­κτά­σεις, πρῶ­τον ὅ­τι τὸ θέ­μα ἑ­νὸς ὑ­περ­μι­κροῦ δι­η­γή­μα­τος δὲν πρέ­πει νὰ εἶ­ναι πο­λὺ μι­κρό, ἢ ἀ­σή­μαν­το, ὅ­πως τὸ ἴ­διο ἰ­σχύ­ει καὶ σὲ ἕ­να ποί­η­μα, καὶ δεύ­τε­ρον ἡ οὐ­σί­α τῆς ἱ­στο­ρί­ας (συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου καὶ τοῦ «πραγ­μα­τι­κοῦ θέ­μα­τός της») ὑ­πάρ­χει ὄ­χι μό­νο λό­γῳ τῆς πο­σό­τη­τας με­λά­νης στὴ σε­λί­δα —τῆς ἔ­κτα­σης— ἀλ­λὰ στὸ μυα­λὸ τοῦ συγ­γρα­φέ­α καὶ συ­νε­πῶς καὶ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη. Ὁ Τσὰρλς Μπάξ­τερ υἱ­ο­θε­τεῖ αὐ­τὴ τὴν προ­σέγ­γι­ση ἀ­πὸ τὴ σκο­πιὰ τοῦ ἀ­να­γνώ­στη στὴν εἰ­σα­γω­γή του μὲ τίτ­λο S­u­d­d­en F­i­c­t­i­on I­n­t­e­r­n­a­t­i­o­n­al ὅ­ταν ἀν­τι­κρού­ει τὴ θε­ω­ρί­α ὅ­τι τὰ ὑ­περ­μι­κρὰ δι­η­γή­μα­τα ἔ­χουν γί­νει πο­λὺ δη­μο­φι­λῆ ἐ­πει­δὴ μᾶς ἔ­χει χα­ζέ­ψει ἡ τη­λε­ό­ρα­ση. Ἀν­τι­θέ­τως, λέ­ει, οἱ ἀ­να­γνῶ­στες ἐ­πε­ξερ­γά­ζον­ται τὶς πλη­ρο­φο­ρί­ες πο­λὺ πιὸ γρή­γο­ρα τώ­ρα (ἄλ­λω­στε ζοῦ­με στὴν Ἐ­πο­χὴ τῆς Πλη­ρο­φο­ρί­ας)· πολ­λοὶ ἔ­χουν ἀρ­χί­σει νὰ γί­νον­ται ἀ­νυ­πό­μο­νοι μὲ τὶς με­γα­λύ­τε­ρες ἀ­φη­γή­σεις, ἐ­πει­δὴ ἔ­χουν συ­νη­θί­σει νὰ γί­νον­ται ὅ­λα γρή­γο­ρα, σχε­δὸν μο­νο­μιᾶς. Τὸ ὑ­περ­μι­κρὸ δι­ή­γη­μα, μὲ ἄλ­λα λό­για, ἴ­σως σχε­τί­ζε­ται λι­γό­τε­ρο μὲ τὴν ἔ­κτα­σή του καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο μ’ ἐ­μᾶς. Ἡ Γκρέ­ις Πέ­ι­λι φαί­νε­ται νὰ συμ­φω­νεῖ μὲ τὰ πα­ρα­πά­νω, συν­δέ­ον­τας τοὺς ἀ­να­γνῶ­στες μὲ τὸ εἶ­δος ὅ­ταν λέ­ει: «Ἕ­να δι­ή­γη­μα βρί­σκε­ται πιὸ κον­τὰ στὸ ποί­η­μα πα­ρὰ σὲ ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα (τὸ ἔ­χω πεῖ ἕ­να ἑ­κα­τομ­μύ­ριο φο­ρές) καὶ ὅ­ταν εἶ­ναι πά­ρα πο­λὺ σύν­το­μο —1,5, 2,5 σε­λί­δες— πρέ­πει νὰ δι­α­βά­ζε­ται σὰν ποί­η­μα. Δη­λα­δὴ ἀρ­γά. Οἱ ἀ­να­γνῶ­στες ποὺ τοὺς ἀ­ρέ­σει νὰ προ­σπερ­νοῦν πε­ρι­γρα­φὲς ἢ ἀ­φη­γή­σεις δὲν μπο­ροῦν νὰ τὸ κά­νουν σὲ μιὰ τρι­σέ­λι­δη ἱ­στο­ρί­α.»

      Αὐ­τὸ μᾶς θυ­μί­ζει ἕ­να πεί­ρα­μα τῆς ψυ­χο­λο­γί­ας στὸ ὁ­ποῖ­ο χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν δι­α­φο­ρε­τι­κὰ εἴ­δη λο­γο­τε­χνί­ας γιὰ νὰ δο­κι­μα­στοῦν οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κοὶ τρό­ποι ποὺ θυ­μό­μα­στε τὰ πράγ­μα­τα. Ἀ­να­κα­λύ­φθη­κε πὼς οἱ ἀ­να­γνῶ­στες ἔ­τει­ναν νὰ θυ­μοῦν­ται λό­για ἀ­πὸ τὰ ποι­ή­μα­τα, εἴ­τε ἐ­πρό­κει­το γιὰ με­ρι­κὲς φρά­σεις εἴ­τε γιὰ ὁ­λό­κλη­ρους στί­χους. Φυ­σι­κά, αὐ­τὸ δὲν ἴ­σχυ­ε στὴν πρό­ζα, κα­θὼς προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ θυ­μοῦν­ται κά­θε λέ­ξη κά­θε σε­λί­δας – ἀλ­λὰ ἦ­ταν πά­ρα πολ­λές. Ἀν­τι­θέ­τως, οἱ ἀ­να­γνῶ­στες συγ­κρά­τη­σαν πά­ρα πολ­λὲς λε­πτο­μέ­ρει­ες κα­τα­φεύ­γον­τας σὲ τε­χνι­κὲς ὀρ­γά­νω­σης τῆς μνή­μης, ποὺ σ’ ἐ­μᾶς εἶ­ναι γνω­στὲς μὲ τὰ πα­ρα­δο­σια­κά τους ὀ­νό­μα­τα, ὅ­πως χα­ρα­κτῆ­ρες καὶ πλο­κή. Ἑ­πο­μέ­νως μπο­ροῦ­με νὰ ξε­χά­σου­με μιὰ ὁ­λό­κλη­ρη σε­λί­δα σὲ ἕ­να μυ­θι­στό­ρη­μα, ἀλ­λὰ προ­σεγ­γί­ζου­με τὸ ὑ­περ­μι­κρὸ δι­ή­γη­μα σὰν νὰ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς μεί­νει ὁ­λό­κλη­ρο ἀ­ξέ­χα­στο.

      Αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ κλει­δὶ ποὺ ψά­χνα­με, ὥ­στε νὰ κα­θο­δη­γη­θοῦν ὅ­σοι μᾶς βο­η­θοῦ­σαν νὰ συγ­κεν­τρώ­σου­με δι­η­γή­μα­τα γιὰ τὸν πα­ρόν­τα τό­μο – ἕ­να ὑ­περ­μι­κρὸ δι­ή­γη­μα πρέ­πει νὰ μέ­νει ἀ­ξέ­χα­στο. Ὑ­πῆρ­χαν ἀ­σφα­λῶς καὶ ἄλ­λα κρι­τή­ρια – ἕ­να κα­λὸ τέ­τοι­ο δι­ή­γη­μα πρέ­πει νὰ συγ­κι­νεῖ τὸν ἀ­να­γνώ­στη ἢ νὰ τὸν ἐ­ρε­θί­ζει δι­α­νο­η­τι­κά, θὰ πρέ­πει νὰ εἶ­ναι κα­λο­γραμ­μέ­νο – καὶ τὸ σπου­δαῖ­ο ἦ­ταν πὼς ὅ­λοι εἶ­χαν τὴ δι­κή τους ἄ­πο­ψη γιὰ τὸ τί προ­κα­λοῦ­σε ψυ­χι­κὴ ἀ­νά­τα­ση, τί ἀ­η­δί­α, τί ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λι­κὰ ἀ­στεῖ­ο καὶ τί πε­ρί­τε­χνα γραμ­μέ­νο.­.. ἐλ­πί­ζου­με οἱ ἀ­να­γνῶ­στες αὐ­τοῦ τοῦ βι­βλί­ου νὰ βροῦν με­ρι­κὲς ἀ­πὸ αὐ­τὲς τὶς ἱ­στο­ρί­ες ἀ­ξέ­χα­στες καὶ νὰ ἀν­τλή­σουν τὴν ἴ­δια εὐ­χα­ρί­στη­ση στὴν ἀ­να­κά­λυ­ψή τους ποὺ εἴ­χα­με ἐ­μεῖς ὅ­ταν φτι­ά­χνα­με τὸ βι­βλί­ο.

 

 

Πηγή: Τὸ πα­ρα­πά­νω κεί­με­νο ἀ­πο­τε­λεῖ τὸ Ση­μεί­ω­μα τοῦ Ἐ­πι­με­λη­τῆ στὸν τό­μο F­l­a­sh F­i­c­t­i­on F­o­r­w­a­rd, σὲ ἐ­πι­μέ­λεια Τζαίημς Τό­μας (J­a­m­es T­h­o­m­as) καὶ Ρόμ­περτ Σά­παρντ (Ro­b­e­rt S­h­a­p­a­rd). W­.W. Norton & Company, Νέα Ὑόρκη καὶ Λονδίνο, 2006.

         

R­o­b­e­rt S­h­a­p­a­rd. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φή στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Χα­βά­ης. Συ­νεκ­δό­της μὲ τὸν J­a­m­es T­h­o­m­as τοῦ τό­μου F­l­a­sh F­i­c­t­i­on F­o­r­w­a­rd (2006).

 

J­a­m­es T­h­o­m­as. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ δη­μι­ουρ­γι­κὴ γρα­φή στὸ Γέ­λο­ου Σπρίν­γκς τοῦ  Ὀ­χά­ι­ο. Συ­νεκ­δό­της μὲ τὸν J­a­m­es T­h­o­m­as τοῦ τό­μου F­l­a­sh F­i­c­t­i­on F­o­r­w­a­rd (2006).

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά:

Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης (Ἀ­θή­να, 1972). Ποι­η­τής, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, με­τα­φρα­στής. Σπού­δα­σε Ἀγ­γλι­κὴ Φι­λο­λο­γί­α. Δι­δά­σκει στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Πε­λο­πον­νή­σου στὴν Κα­λα­μά­τα.

 

 Βλ. ἀκόμη ἐδῶ , Ἡμερολόγιο Καταστρώματος (ἐγγραφὴ 06-04-2010).