Σαμάνθα Σούκ (Samantha Schoech)
Γιατὶ δὲν ἔπρεπε νὰ ἔχεις πάει ἐξαρχῆς
(Why you shouldn’t have gone in the first place)
ΗΝ ΟΔΗΓΗΣΕΙΣ μέχρι τὸ Βαλέχο γιὰ νὰ τὸν συναντήσεις στὰ μισὰ τῆς διαδρομῆς. Ἀκόμη κι ἂν νιώθεις πνιγμένη καὶ δὲν ἔχεις πηδηχτεῖ ἀπὸ τότε ποὺ χωρίσατε πρὶν ἀπὸ δύο μῆνες. Πρῶτον, θὰ ἔχεις πιεῖ δύο ποτήρια κόκκινο κρασὶ καὶ πιθανότατα νὰ μὴν εἶναι καλὴ ἰδέα νὰ ὁδηγήσεις στὸν αὐτοκινητόδρομο ποὺ θὰ εἶναι γεμάτος ἀκόμα καὶ μιὰ κυριακάτικη νύχτα. Δεύτερον, παρόλο ποὺ στὴν ἀρχὴ τὸ Βαλέχο ἀκούγεται διασκεδαστικὸ καὶ περιπετειῶδες, ἀκόμα καὶ λίγο πρόστυχο, ὅταν φτάσεις στὸ Ρὸντς Χίκορυ Πίτ, συγχυσμένη, γεμάτη προσδοκίες καὶ ἀβεβαιότητα, θὰ δεῖς ἕνα τρισάθλιο, καταθλιπτικὸ μέρος, κατάλληλο γιὰ τὴν ἐπικείμενη συνάντηση. Τὰ μέλη κάποιας ἀσιατικῆς συμμορίας θὰ παίζουν μπιλιάρδο στὸ μπὰρ καὶ οἱ δύο ἄλλες γυναῖκες ἐκεῖ μέσα, ἡ μία μὲ τὸ σέξι παντελόνι, θὰ τραγουδᾶνε ἐναλλὰξ παλιὰ τραγούδια τῆς Μαντόνα στὴ σκηνὴ τοῦ καραόκε. Θὰ εἶναι κάτι μὲ τὸ ὁποῖο θὰ γέλαγες ὑπὸ διαφορετικὲς συνθῆκες.
Ἐπειδὴ θὰ φτάσεις ἐκεῖ πρώτη, θὰ περάσεις τουλάχιστον δέκα λεπτὰ ἀνησυχώντας ὅτι δὲν θὰ ἐμφανιστεῖ. Κι ἔστω κι ἂν ἐμφανιστεῖ στὸ τέλος, τὸ ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπομείνεις τὴ σκέψη ὅτι θὰ σὲ ἐξευτελίσει στήνοντάς σε, θὰ καρφωθεῖ στὴ συνείδησή σου, μαζὶ μὲ τοὺς ὅρκους ποὺ ἔδωσες στὸ κολέγιο γιὰ ἀδελφοσύνη καὶ πὼς δὲν θὰ κοιμᾶσαι μὲ ἄντρες ποὺ βρίσκονται ἤδη σὲ σχέση.
Θὰ σταθεῖς ἔξω καπνίζοντας, ἀνιχνεύοντας μὲ τὸ βλέμμα τὸν χῶρο στάθμευσης καὶ θὰ παρακολουθεῖς τοὺς προβολεῖς τῶν αὐτοκινήτων νὰ χάνονται ἀστραπιαῖα στὸν αὐτοκινητόδρομο 80. Ὅταν ζητήσεις φωτιὰ ἀπὸ ἕνα ἀπὸ τὰ μέλη τῆς συμμορίας αὐτὸς ἀντὶ γιὰ φωτιὰ θὰ ἀπαντήσει, «Ἀναρωτιόμουν πότε θὰ μοῦ μιλοῦσες». Θὰ προσποιηθεῖς πὼς δὲν τὸν ἄκουσες καὶ θὰ περιπλανηθεῖς μέχρι τὴν ἀντίπερα πλευρὰ τοῦ τσιμεντένιου πλατώματος, ἀνάμεσα στὸ χῶρο στάθμευσης καὶ τὴν εἴσοδο τοῦ προθαλάμου. Ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ ἑστιατορίου θὰ παρατηρεῖς μιὰ οἰκογένεια νὰ κατευθύνεται ἀργὰ πρὸς τὸν μπουφέ. Θὰ εἶναι οἱ μοναδικοὶ ἄνθρωποι ποὺ θὰ τρῶνε καὶ ἡ εἰκόνα αὐτὴ θὰ σὲ κάνει νὰ νιώσεις μοναξιά. Θὰ καπνίζεις μανιωδῶς, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ ὠφελήσει σὲ τίποτα τὴν ταχυκαρδία σου.
Ὅταν ἐκεῖνος φτάσει ἐκεῖ, θὰ ὁδηγᾶ τὸ ἄσπρο σαλοὺν αὐτοκίνητό της καὶ θὰ ἀφήσεις τὸ μυαλό σου νὰ περιπλανηθεῖ σ’ αὐτὴ τὴν σκέψη γιὰ ἕνα δευτερόλεπτο ἀμηχανίας, πρὶν χαμογελάσεις καὶ τὸν περιμένεις νὰ σὲ συναντήσει στὸ πλάτωμα. Μόλις τὸν δεῖς, θὰ συνειδητοποιήσεις ὅτι ἡ ὅλη φάση ἦταν ἕνα λάθος. Ἐκεῖνος θὰ θέλει νὰ πάει στὸ μπὰρ γιὰ μιὰ μπύρα καὶ μόνο ἐσὺ θὰ μιλᾶς, καθὼς ἐκεῖνος θὰ σοῦ χαμογελᾶ ἀγχωμένα καὶ θὰ σφίγγει τὸ γόνατό σου χωρὶς νὰ μιλᾶ καθόλου. Ὅλη τὴν ὥρα ἐσὺ θὰ λὲς στὸν ἑαυτό σου σιωπηλὰ πὼς τὸν ἔχεις ξεπεράσει, πὼς τὸν συνάντησες ἐδῶ, σ’ αὐτὸ τὸν γελοῖο τόπο ὡς μέρος ἑνὸς κακόγουστου ἀστείου. Δυὸ ἁπλοὶ φίλοι σὲ μιὰ βραδινὴ περιπέτεια. Ἔτσι θὰ τὸ ἀποκαλέσετε: μιὰ περιπέτεια. Οἱ δυό σας θὰ γελάσετε αὐτάρεσκα μὲ αὐτὸ τὸν εὐφημισμό.
Μετὰ ἀπὸ μισὴ μπύρα, θὰ ἀρχίσεις νὰ φλερτάρεις, θὰ πιάσεις τὸ χέρι του καὶ ἐνάντια στὴ σωστή σου κρίση, θὰ προτείνεις ἕνα δωμάτιο στὸ Μοτὲλ 6. Πρὶν αὐτὸς συμφωνήσει, ὁ δισταγμὸς θὰ ἀστράψει στὸ πρόσωπό του γιὰ λίγο, ἀλλὰ ἀρκετὴ ὥρα γιὰ νὰ τὸ μαρτυρήσει. Καὶ οἱ δυό σας γιὰ τὸ ὑπόλοιπo τῆς νύχτας θὰ ξέρετε πὼς ἡ ἰδέα γιὰ τὸ μοτὲλ ἦταν δική σου. Ἀκόμη κι ὅταν ἐκεῖνος τὸ πληρώσει, ἐσὺ θὰ νιώθεις σὰν κυνηγός, τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ ἀντίθετο τοῦ νὰ νιώθεις ποθητὴ καὶ ἐνάντια στὸν ὅλο σκοπὸ τοῦ νὰ βγαίνεις μὲ ἕνα παντρεμένο.
Μὴν ὁδηγήσεις μέχρι τὸ Βαλέχο, ἐπειδὴ μετὰ ἀπὸ ὅλες αὐτὲς τὶς προσδοκίες τὸ σὲξ θὰ εἶναι μέτριο καὶ ἐκεῖνος θὰ ὑποφέρει ἀπὸ ἕνα αἴσθημα ἀνησυχίας, ποὺ θὰ σὲ ξενερώσει, γιὰ τὸ ὅτι θὰ μετατραπεῖ στὸ εἶδος τοῦ ἄντρα ποὺ ἔχει ἤδη γίνει. Θὰ ξαπλώσεις ἐκεῖ στὸν καπνὸ τῆς κλεισούρας καὶ τῆς μυρωδιᾶς τοῦ ἀπολυμαντικοῦ, ἀκούγοντας τοὺς μυστήριους ἤχους μεταλλικῶν ἀντικειμένων τῶν φιλοξενούμενων τοῦ ἐπάνω ὀρόφου, ἐνῶ θ’ ἀναρωτιέσαι τί στὸ διάολο κάνεις ἐκεῖ. Κι ὅταν ἐκεῖνος ρωτήσει ἂν θὰ σὲ ἐνοχλοῦσε τρομερά, ἂν πήγαινε σπίτι ἐκείνη τὴ νύχτα, ἀφοῦ τελικά, εἶναι πιὸ ἄνετα νὰ κοιμηθεῖ στὸ δικό του κρεβάτι, ἐσὺ θὰ πεῖς πὼς ναὶ σὲ ἐνοχλεῖ. Κι ἔτσι ἐκεῖνος θὰ μείνει, ἀλλὰ ἀπρόθυμα, καὶ ὅλη τὴ νύχτα ὁ ἦχος τοῦ μηχανήματος φιλτραρίσματος τῆς πισίνας καὶ τοῦ θορύβου ἐκείνου τοῦ ἄντρα ποὺ εἶναι ξύπνιος, θὰ σοῦ θυμίζει γιατί δὲν ἔπρεπε νὰ ἔχεις πάει ἐξαρχῆς.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Thomas, James and Robert Shapard, eds., Flash Fiction Forward, 80 very short stories, New York, London: W.W. Norton & Company, 2006. Προδημοσίευση ἀπὸ τὸ προσεχὲς τεῦχος τοῦ Πλανόδιου τὸ ἀφιερωμένο στὸ ἀμερικανικὸ μπονζάι.
Σαμάνθα Σούκ (Samantha Schoech). Γεννήθηκε ἀπὸ χίπηδες γονεῖς στὸ Σὰν Φρανσίσκο, ὅπου τώρα ζεῖ μὲ τὸν σύζυγο καὶ τὰ δίδυμά τους. Ἐργάζεται σὲ περιοδικὸ ὡς ἐπιμελήτρια ταξιδιωτικῶν ἱστοριῶν γιὰ τὴν Καλιφόρνια καὶ τὸ Μεξικό. Τὰ διηγήματά της ἔχουν δημοσιευθεῖ σὲ διάφορα λογοτεχνικὰ περιοδικὰ καὶ βιβλία.
http://www.samanthaschoech.com/about.html
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Ἄννα Ἐπιστηθίου. Φοιτήτρια τοῦ τμήματος Ἀγγλικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου. Ἡ μετάφραση ἔγινε στὰ πλαίσια τοῦ μαθήματος «Μετάφραση πεζογραφίας τοῦ 20οῦ αἰώνα». Διδάσκων: Βασίλης Μανουσάκης.
Εἰκόνα: Motel Love II, πίνακας τοῦ Jack Vettriano.
Filed under: Αγγλικά,Επιστηθίου Άννα,Ερωτας,Μονόλογος,Μοναξιά,Ψυχογραφία,Schoech Samantha | Tagged: Άννα Επιστηθίου,Έρωτας,Αμερικανικό διήγημα,Λογοτεχνία,Μοναξιά,Samantha Schoech | Τὰ σχόλια στὸ Σαμάνθα Σούκ (Samantha Schoech): Γιατὶ δὲν ἔπρεπε νὰ ἔχεις πάει ἐξαρχῆς ἔχουν κλείσει