Τσὰκ Ρόζενταλ (Chuck Rosenthal)
Τὸ καλύτερο παιδὶ τοῦ κόσμου
(Τhe nicest kid in the universe)
ΦΡΑΝΚΥ ΓΚΟΡΚΥ ἦταν τὸ καλύτερο παιδὶ τοῦ κόσμου. Πάντα ἄκουγε τοὺς γονεῖς του. Μοιραζόταν τὰ παιχνίδια του ἀλλὰ καὶ τὶς λιχουδίτσες του μὲ τὰ ἄλλα παιδιά. Τὰ πουλιὰ κάθονταν τὰ πρωινὰ στὸ παράθυρο τοῦ ὑπνοδωματίου του, περιμένοντάς τον νὰ ξυπνήσει γιὰ νὰ ξεκινήσουν τὸ τραγούδι τους. Ἄγρια ζῶα ἔρχονταν στὸν Φράνκυ Γκόρκυ καὶ ἔτρωγαν ἀπὸ τὰ χεράκια του. Κάθε παιδὶ ποὺ ἔζησε στὴν 24η ὁδὸ ἄκουγε γιὰ τὸν Φράνκυ Γκόρκυ, ἐπειδὴ ἦταν τὸ καλύτερο παιδί.
Δὲν ἦταν, ὅμως, καὶ τὸ ἐξυπνότερο.
Γιὰ παράδειγμα, δὲν πρόσεξε ποτέ του τὸ φεγγάρι.
Ὁ Φράνκυ Γκόρκυ δὲν πρόσεξε ποτέ του τὸ φεγγάρι, μέχρι ποὺ κάποια μέρα οἱ γονεῖς του τὸν πῆγαν ἔξω. Μιὰ κρύα νύχτα τοῦ Δεκέμβρη μετὰ ἀπὸ χιονοθύελλα, ἀκριβῶς μετὰ τὴ γιορτὴ τῆς Ἄμωμου Συλλήψεως καὶ τῆς ἐπετείου τοῦ Πὲρλ Χάρμπορ, αὐτὴ ἦταν ἡ νύχτα ποὺ ὁ Γκάρυ καὶ ἡ Γκρέτα ἔδειξαν στὸν Φράνκυ τὸ μισοφέγγαρο. Ὁ Φράνκυ νόμιζε πὼς ἦταν ἕνα ἀστεῖο φῶς στὸ δρόμο. «Ὄχι», τοῦ εἶπε ὁ πατέρας του, ὁ Γκάρυ Γκόρκυ, «Εἶναι τὸ φεγγάρι!».
Καὶ ὁ Φράνκυ Γκόρκυ δὲν ἤξερε τί νὰ σκεφτεῖ γιὰ τὸ φεγγάρι, ἂν καὶ εὐχόταν νὰ ἦταν στρογγυλό, καὶ κάθε βράδυ ποὺ τὸν ἔβαζαν γιὰ ὕπνο πήγαινε στὸ παράθυρο τοῦ ὑπνοδωματίου του, ἐκεῖ ὅπου τὰ πουλιὰ τὸν περίμεναν νὰ ξυπνήσει τὸ πρωί, γιὰ νὰ κοιτάξει τὸ φεγγάρι ποὺ παρεμπιπτόντως ἄρχισε νὰ παρατηρεῖ πὼς στὴν πραγματικότητα γινότανε μεγαλύτερο καὶ βασικά, μετὰ ἀπὸ λίγο ἔμοιαζε νὰ στρογγύλευε. Φυσικὰ ἦταν καλὸ παιδὶ καὶ ἤξερε πὼς τὰ καλὰ παιδιὰ ἔπαιρναν συχνὰ αὐτὸ ποὺ εὔχονταν, ἀλλὰ εἶχε ἀκούσει καὶ ἀρκετὰ παραμύθια ὅπου οἱ ἄνθρωποι ἀπέκτησαν αὐτὸ ποὺ εὐχήθηκαν, ὅπως ὁ βασιλιὰς Μίδας, καὶ κατέληγαν νὰ προκαλοῦν περισσότερο κακὸ παρὰ καλό, εὐτυχῶς ὅμως φάνηκε τυχερὸς ἀφοῦ κανένας ἄλλος δὲν παρατήρησε πὼς τὸ φεγγάρι στρογγύλευε. Εὐχήθηκε νὰ μποροῦσε νὰ μιλήσει στὴ γιαγιά του ποὺ δὲν θὰ τὸ ἔλεγε στοὺς γονεῖς του καὶ ποὺ πάντα φαινόταν νὰ ξέρει πολλά. Στὴν πραγματικότητα, καθὼς τὸ φεγγάρι γινότανε ὅλο καὶ πιὸ μεγάλο καὶ κάποιο βράδυ ἔγινε τόσο μεγάλο καὶ τόσο λευκὸ ποὺ νόμισε πὼς θὰ τοῦ ρουφήξει τὰ κόκαλα καὶ ἴσως ἀκόμα καὶ τὰ κόκαλα ὅλου του κόσμου, κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Φράνκυ Γκόρκυ δὲν ἤθελε νὰ ἔχει τὴν εὐθύνη. Ὁ Φράνκυ Γκόρκυ θυμήθηκε πὼς συνήθως δὲν κάνεις μόνο μία εὐχὴ ἀλλὰ τρεῖς καὶ ἔτσι ὁ Φράνκυ Γκόρκυ κοίταξε ἐπίμονα τὸ θανατερὸ παγωμένο φεγγάρι καὶ εὐχήθηκε νὰ ἔφευγε μακριὰ καὶ νὰ μποροῦσε νὰ δεῖ τὴ γιαγιά του.
Ὁ Φράνκυ Γκόρκυ μπορεῖ νὰ ἦταν τὸ καλύτερο παιδὶ τοῦ κόσμου ἀλλὰ αὐτὸ δὲν σήμαινε πὼς ἔκανε πάντα τὸ σωστό, ἀκόμα καὶ ὁ ἴδιος τὸ ἤξερε αὐτὸ καὶ ὅταν τὸ φεγγάρι ξανάγινε σχεδὸν μισὸ καὶ ἄρχισε νὰ νιώθει καλύτερα ἀντιλήφθηκε πὼς αὐτὸ ποὺ ἔπρεπε νὰ εὐχηθεῖ πρὶν ἦταν νὰ ἐπανέλθει τὸ φεγγάρι στὴν ἀρχική του μορφὴ καὶ ὄχι νὰ ἐξαφανιζόταν ἐντελῶς. Τὸ νὰ εὔχεται νὰ ἐξαφανιστεῖ ἦταν μεγάλο σφάλμα, εἰδικὰ τώρα ποὺ χρησιμοποίησε καὶ τὴν τρίτη εὐχή του, ὥστε νὰ δεῖ τὴ γιαγιά του ἀφοῦ, ἔμαθε πὼς θὰ ἐρχότανε τὰ Χριστούγεννα, ὅπως ἔκανε πάντα.
Ὁπότε ἦταν μιὰ θλιβερὴ παραμονὴ Χριστουγέννων, ὅταν τὸ φεγγάρι ἔσβησε. Μόλις ποὺ μποροῦσε νὰ σκεφτεῖ τὰ χριστουγεννιάτικα παιχνίδια του καὶ ἀντὶ νὰ μείνει ξύπνιος ὅλη νύχτα προσπαθώντας νὰ μὴ σκέφτεται τί θὰ ἔπαιρνε γιὰ τὰ Χριστούγεννα, σκεπτόμενος τὸν μικρὸ Χριστούλη καὶ τοὺς σοφοὺς μάγους καὶ πῶς ὁ κόσμος θὰ σωνότανε ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, αὐτὸς συνέχισε νὰ πηγαίνει στὸ παράθυρο καὶ νὰ βλέπει τὸ φεγγάρι ποὺ ἔσβησε λόγῳ τῆς εὐχῆς του. Καὶ τώρα τὸ μόνο ποὺ ἔμενε ἦταν ἡ γιαγιά του, ἡ γιαγιὰ Γκόρκυ, ποὺ ὁδηγοῦσε ἀπὸ τὸ Μπάφαλο ὅπως ἔκανε κάθε χρόνο τὰ Χριστούγεννα, ποὺ θὰ τὸν ἄκουγε καὶ θὰ ἤξερε τί νὰ κάνει.
Καὶ ὁ Φράνκυ Γκόρκυ πετάχτηκε ὄρθιος ἐκεῖνο τὸ χριστουγεννιάτικο πρωινὸ περιμένοντας στὸ μπροστινὸ παράθυρο τὴ γιαγιὰ Γκόρκυ καὶ ὅταν ἦρθε, ἔκανε τὴν πρώτη κακὴ πράξη στὴ ζωή του, ἔτρεξε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι χωρὶς ἄδεια καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὸν δρόμο ποὺ εἶχε παρκάρει ἡ γιαγιὰ Γκόρκυ, ἐπειδὴ οἱ χριστουγεννιάτικοι ἐπισκέπτες σὲ ὅλη τὴ γειτονιὰ πῆραν ὅλες τὶς θέσεις τοῦ χώρου στάθμευσης στὴν πλευρὰ τῶν Γκόρκυ, γλίστρησε στὸν πάγο καὶ ἔσβησε ἀπὸ ἕνα μεθυσμένο ὁδηγό.
Αὐτὸ συμβαίνει, εἶπε ὁ πατέρας μου, ὅταν ὁ κόσμος παίρνει τὴ θέση στάθμευσης κάποιου ἄλλου.
Αὐτὸ συμβαίνει, εἶπε ἡ μητέρα μου, ὅταν δὲν κοιτᾶς καὶ στὶς δυὸ πλευρὲς τοῦ δρόμου.
Συμβαίνει νὰ πεθαίνεις, ἂν εἶσαι τὸ καλύτερο παιδὶ ὁλόκληρου τοῦ κόσμου.
Αὐτὸ εἶναι ποὺ συμβαίνει, ὅταν προσπαθεῖς νὰ ἐξηγήσεις κάτι.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Thomas, James, Denise Thomas and Tom Hazuka, eds., Flash Fiction – 72 very short stories, New York, London: W.W. Norton & Company, 1992.
Τσὰκ Ρόζενταλ (Chuck Rosenthal). Γεννήθηκε στὸ Ἴρι, Πενσιλβάνια καὶ εἶναι διδάκτωρ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Γιούτα. Ἔχει γράψει 8 μυθιστορήματα καὶ ἔχει ἐμφανιστεῖ σὲ πολλὰ πανεπιστήμια καὶ τηλεοπτικὲς ἐκπομπὲς γιὰ διαλέξεις. Ἔχει δημοσιεύσει πολλὰ διηγήματα σὲ σημαντικὰ λογοτεχνικὰ περιοδικά.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Σκεύη Μαυρουδῆ. Φοιτήτρια τοῦ τμήματος Ἀγγλικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Κύπρου. Ἡ μετάφραση ἔγινε στὰ πλαίσια τοῦ μαθήματος «Μετάφραση πεζογραφίας τοῦ 20οῦ αἰώνα». Διδάσκων: Βασίλης Μανουσάκης.
Filed under: Αγγλικά,Διδακτισμός,Ηλικίες,Μύθοι,Μαυρουδή Σκεύη,Rosenthal Chuck | Tagged: Chuck Rosenthal,Διήγημα,Λογοτεχνία,Σκεύη Μαυρουδή | Τὰ σχόλια στὸ Τσὰκ Ρόζενταλ (Chuck Rosenthal): Τὸ καλύτερο παιδὶ τοῦ κόσμου ἔχουν κλείσει