Ταν­τέ­ους Πφά­ι­φερ (Tadeus Pfeifer): Ζών­τας ἐν­τὸς τοῦ γλωσ­σι­κοῦ μέ­σου



Ταν­τέ­ους Πφά­ι­φερ (Tadeus Pfeifer)

[Adelheid Duvanel, Ἀ­φι­έ­ρω­μα 1/11]


Ζών­τας ἐν­τς το γλωσ­σι­κοῦ μέ­σου

Ἀ­πο­χαι­ρε­τι­σμὸς στὴν Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ (1936-1996)

(Leben im Medium der Sprache

Abschied von Adelheid Duvanel [1936-1996])


«… ΤΟ ΠΑΙΔΙ οὔρ­λια­ζε ἀ­κα­τά­παυ­στα: “Μὴν ἀ­φή­σε­τε τὴν καρ­διά μου νὰ στα­μα­τή­σει! Μὴν ἀ­φή­σε­τε τὴν καρ­διά μου νὰ στα­μα­τή­σει!”» – Αὐ­τὲς εἶ­ναι οἱ τε­λευ­ταῖ­ες σει­ρὲς ἀ­πὸ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο βι­βλί­ο τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ. Θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἐ­πι­γρά­φουν προ­γραμ­μα­τι­κὰ ὁ­λό­κλη­ρη τὴ ζω­ή της: Ἕ­να παι­δὶ ἦ­ταν καὶ ἡ ἴ­δια, ἕ­να ὑ­πε­ρή­λι­κο παι­δί, ποὺ μὲ κά­θε λέ­ξη τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γρα­φε ἡ συγ­γρα­φέ­ας, μιᾶς καὶ εἶ­χε καὶ αὐ­τὴ τὴν ἰ­δι­ό­τη­τα, ἀ­γω­νι­ζό­ταν γιὰ μιὰ ζω­ὴ ποὺ γλι­στροῦ­σε μέ­σα ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια της. Ἡ Ντυ­βα­νὲλ ἔ­γρα­φε μό­νο σύν­το­μες ἱ­στο­ρί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν τὴ συ­νειρ­μι­κὴ λο­γι­κὴ τῶν εἰ­κό­νων τῶν ὀ­νεί­ρων – σὲ σα­φεῖς, κρυ­στάλ­λι­νες προ­τά­σεις μιᾶς ὅ­σο τὸ δυ­να­τὸν πιὸ ἁ­πλῆς σύν­τα­ξης. Αὐ­τὲς τὶς προ­τά­σεις τὶς ἔ­γρα­φε μὲ τὸν τρό­πο ποὺ κρα­τᾶ κα­νεὶς ση­μει­ώ­σεις, θαρ­ρεῖς καὶ δὲν τὶς ἔ­γρα­φε ἡ ἴ­δια. Ἡ γλώσ­σα ἁ­πλῶς τῆς συ­νέ­βαι­νε. Κου­βεν­τι­ά­ζα­με συ­χνὰ γιὰ αὐ­τὰ καί, κα­τὰ τὴ διά­ρκεια τῆς τε­λευ­ταί­ας μας συ­νάν­τη­σης τυ­χαῖ­α ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα στὸ ἑ­στι­α­τό­ριο τῆς Αἴ­θου­σας Τέ­χνης τῆς Βα­σι­λεί­ας, μοῦ μι­λοῦ­σε γιὰ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν της ὅ­πως γιὰ παι­διά, τὰ ὁ­ποῖ­α κα­τὰ κά­ποι­ο τρό­πο με­γά­λω­ναν κά­θε μέ­ρα κα­τὰ μί­α πρό­τα­ση. Κά­θε μέ­ρα καὶ μί­α πρό­τα­ση.

       Κα­τ’ αὐ­τὸ τὸν τρό­πο δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἕ­να μο­να­δι­κὸ στὸ εἶ­δος του ἔρ­γο. Σὲ αὐ­τὸ πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται, μὲ ἁ­δροὺς ὑ­πο­λο­γι­σμούς, γύ­ρω στὶς δι­α­κό­σι­ες ἱ­στο­ρί­ες γιὰ χί­λι­ες δυ­ὸ ὄ­ψεις τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου πό­νου, ἱ­στο­ρί­ες μο­να­ξιᾶς καὶ αὐ­τι­στι­κῶν δε­ξι­ο­τή­των πα­ρα­τή­ρη­σης τοῦ κό­σμου, οἱ ὁ­ποῖ­ες ξε­δι­πλώ­νον­ται στὸ πε­δί­ο τῆς λο­γο­τε­χνί­ας – σκορ­πι­σμέ­νες σὰν χάν­τρες πά­νω σε πι­α­τέ­λα ἀ­πὸ γυα­λί, δί­χως τά­ξη ἢ δο­μή, κα­θε­μιά τους θαυ­μά­σια ἀ­να­πτυγ­μέ­νη, μὲ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ καὶ ὀρ­γα­νι­κὴ πλη­ρό­τη­τα. Ἄλ­λη ται­ρια­στὴ με­τα­φο­ρὰ θὰ ἦ­ταν ἴ­σως αὐ­τὴ ἑ­νὸς κα­λει­δο­σκό­πιου, δι­ό­τι ὁ ἀ­να­γνώ­στης τῶν βι­βλί­ων τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ εἰ­σέρ­χε­ται σὲ ἕ­ναν κό­σμο θαυ­μά­των ποὺ στρα­φτα­λί­ζει καὶ εἶ­ναι γε­μά­τος δε­λε­α­στι­κές, πι­κρές, γκρο­τέ­σκες πα­ρα­φυά­δες τῆς Comedie humaine, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀν­τι­κα­το­πτρί­ζον­ται ἀ­πα­ρέγ­κλι­τα ἡ μιὰ μέ­σα στὴν ἄλ­λη καὶ προ­σο­μοι­ώ­νουν ἕ­να ἀ­χα­νὲς προ­σω­πι­κὸ σύμ­παν – μέ­νον­τας, ὡ­στό­σο, ἐγ­κλω­βι­σμέ­νες στὸ στε­νό τους πε­ρί­βλη­μα.

       Ἡ Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ ἔ­βα­λε μό­νη τέ­λος στὴ ζω­ή τῆς για­τὶ τῆς εἶ­χε γί­νει πράγ­μα­τι ἀ­νυ­πό­φο­ρη, καὶ δὲν θὰ ἦ­ταν ὑ­περ­βο­λὴ νὰ θαυ­μά­σου­με τὴν τόλ­μη καὶ τὴ γεν­ναι­ό­τη­τα μὲ τὴν ὁ­ποί­α τὴν ὑ­πέ­μει­νε γιὰ τό­σο με­γά­λο χρο­νι­κὸ δι­ά­στη­μα. Ἀ­πὸ αὐ­τή της τὴν προ­σω­πι­κὴ τόλ­μη γεν­νή­θη­κε ἡ τέ­χνη της, τό­σο ἡ λο­γο­τε­χνί­α ὅ­σο καὶ τὰ χρω­μα­τι­στὰ σκί­τσα μὲ μαρ­κα­δό­ρο, τὰ ὁ­ποῖ­α ἐ­πί­σης ὀ­φεί­λου­με νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψου­με: Σὲ αὐ­τὰ κα­τέ­φευ­γε ὅ­ταν ἡ δι­α­τύ­πω­ση, ἡ λε­κτι­κὴ ἔκ­φρα­ση, δὲν ἦ­ταν πλέ­ον ἐ­φι­κτή. Καὶ τὰ δύ­ο ἀ­να­πτύ­χθη­καν μέ­σα ἀ­πὸ τὴ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση τοῦ δι­κοῦ της ἀ­δι­ε­ξό­δου – καὶ ἐ­ξί­σου συ­νει­δη­τὰ ἐ­πι­στρά­τευ­σαν τὴν καλ­λι­τε­χνι­κὴ δη­μι­ουρ­γί­α ἐ­ναν­τί­ον του· τὸν θά­να­το τῆς ποι­ή­τριας δὲν θὰ πρέ­πει νὰ τὸν ἐ­κλά­βου­με ὡς πα­ρα­δο­χὴ ἀ­πο­τυ­χί­ας.

       Παι­διά. Ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ παι­διά. Τὸ ἔρ­γο τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ πε­ρι­στρέ­φε­ται μό­νο γύ­ρω ἀ­πὸ αὐ­τά. Πο­τέ της δὲν ἔ­γρα­ψε γιὰ κά­τι ἄλ­λο καὶ δὲν συ­νέ­τα­ξε οὔ­τε μί­α γραμ­μὴ δο­κι­μια­κοῦ ἢ ἔ­στω στο­χα­στι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου (μὲ μό­νη ἐ­ξαί­ρε­ση κά­ποι­ες πρώ­ι­μες δη­μο­σι­ο­γρα­φι­κὲς ἐρ­γα­σί­ες της σὲ ἐ­πι­φυλ­λί­δες τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας Basler Nach­richten, οἱ ὁ­ποῖ­ες πάν­τως προ­η­γή­θη­καν τοῦ ποι­η­τι­κοῦ ἔρ­γου της). Ἔ­γρα­ψε γιὰ παι­διά, γιὰ τραυ­μα­τι­σμέ­να, ἀ­τι­μα­σμέ­να παι­διά, σὲ ὅ­λες τὶς ἐκ­δο­χὲς καὶ τὶς ἐκ­φάν­σεις τους. Μι­κρὰ καὶ με­γά­λα. Ρε­α­λι­στι­κὰ παι­διά, νή­πια, παι­διὰ κρυμ­μέ­να σὲ κά­θε πι­θα­νὸ μα­σκά­ρε­μα τοῦ κό­σμου τῶν ἐ­νη­λί­κων, κα­λὰ καὶ κα­κὰ παι­διά. Πάν­τα εἶ­ναι λα­βω­μέ­να, ζη­μι­ω­μέ­να, ἀ­κρω­τη­ρι­α­σμέ­να ἀ­πὸ ἄ­καμ­πτες τά­ξεις πραγ­μά­των. Ἡ ἀ­ξι­ο­βί­ω­τη ζω­ὴ λαμ­βά­νει χώ­ρα μο­νά­χα ἐν­τός του γλωσ­σι­κοῦ μέ­σου, μιᾶς γλώσ­σας τοῦ ἐ­ρε­θι­σμέ­νου δέρ­μα­τος, τῶν τρα­βηγ­μέ­νων μυ­ῶν, τοῦ πυ­ρε­τοῦ.

       Οἱ πα­ραλ­λα­γές, κα­θὼς καὶ οἱ δυ­να­τό­τη­τες πα­ραλ­λα­γῆς τῶν πε­ζῶν τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­ριθ­μοῦν ἀ­πὸ μί­α ἕ­ως τὸ πο­λὺ πέν­τε σε­λί­δες τὸ κα­θέ­να (ἔ­γρα­ψε ἀ­πο­κλει­στι­κὰ τέ­τοι­α κεί­με­να, καὶ ὡς «σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα» δὲν θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ τὰ τα­ξι­νο­μή­σου­με, μιᾶς καὶ σπα­νί­ως δι­α­θέ­τουν μιὰ ἀρ­χὴ ποὺ ἐ­ξε­λίσ­σε­ται γιὰ νὰ φτά­σει σὲ κά­ποι­ο τέ­λος), εἶ­ναι ἀ­μέ­τρη­τες. Ἡ ἱ­κα­νό­τη­τά τους νὰ ἐ­ξε­λίσ­σον­ται πα­ρα­μέ­νει στά­σι­μη γιὰ δε­κα­ε­τί­ες. Πρό­κει­ται γιὰ κα­τα­το­νι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α. Τὸ λε­ξι­λό­γιο ἀρ­κεῖ­ται στὰ λί­γα, δι­α­τη­ρεῖ, ὡ­στό­σο, ὀ­ξυ­μέ­νο αἰ­σθη­τή­ριο νε­ο­λο­γι­σμῶν καὶ πα­ρα­μέ­νει μὲ ἄ­κρως χι­ου­μο­ρι­στι­κὸ τρό­πο ἐ­φευ­ρε­τι­κό. Γνώ­ρι­μα πράγ­μα­τα ἀ­πο­κα­λοῦν­ται συ­χνὰ μὲ και­νούρ­γιο —δη­λα­δὴ δι­α­φο­ρε­τι­κὸ— τρό­πο, καὶ ἡ ὀ­νο­μα­το­θε­σί­α τῶν προ­σώ­πων πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μὲ μί­αν ἀλ­λό­κο­τη ἀ­γά­πη, πάν­το­τε μὲ τὸ βλέμ­μα στραμ­μέ­νο στὴ φρι­κτὴ μοί­ρα τους. Οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ ζοῦν ταυ­τό­χρο­να σὲ μιὰ χώ­ρα νά­νων καὶ σὲ ἕ­να βα­σί­λει­ο γι­γάν­των· καὶ τὰ δύ­ο ἀ­ξί­ζει νὰ ἐ­ξε­ρευ­νη­θοῦν. Ἀ­νά­με­σά τους ὑ­πάρ­χει – τὸ τί­πο­τα: Σὲ συμ­βι­βα­σμοὺς δὲν ἦ­ταν πρό­θυ­μη νὰ προ­βεῖ ἡ Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ, οὔ­τε ἀ­πὸ γλωσ­σι­κῆς οὔ­τε ἀ­πὸ πα­ρα­στα­τι­κῆς ἄ­πο­ψης· στάθ­μι­ζε μο­νά­χα τὸ ὑ­ψη­λὸ καὶ τὸ βα­θὺ γιὰ νὰ μπο­ρέ­σει ἔ­πει­τα νὰ ἐ­πι­λέ­ξει με­τα­ξύ τους.

       Ἀ­πὸ τοὺς δύ­ο πό­λους τῆς ὑ­πε­ρά­φθο­νης φαν­τα­σί­ας καὶ τῆς στε­νό­χω­ρης ἀ­πο­βά­θρας στὴν ὁ­ποί­α συ­νω­στί­ζον­ται οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες, ὑ­πὸ τὴ δια­ρκῆ ἀ­πει­λὴ τῆς πτώ­σης ἀ­πὸ τὸ χεῖ­λος της, προ­κύ­πτει ἡ ἀ­γω­νί­α στὶς ἱ­στο­ρί­ες τῆς Ντυ­βα­νέλ. Πο­τὲ δὲν εἶ­ναι, ὅ­μως, ἀ­γω­νί­α μὲ τὴ συ­νή­θη ἔν­νοι­α τῆς ἔν­τα­σης ἐ­ξαι­τί­ας μιᾶς συ­ναρ­πα­στι­κῆς πλο­κῆς, μὰ μιὰ δι­έ­γερ­ση τῆς πε­ρι­έρ­γειας τοῦ ἀ­να­γνώ­στη, ἡ ὁ­ποί­α ὡς αἴ­σθη­ση γί­νε­ται ἀν­τι­λη­πτὴ κά­που με­τα­ξὺ ἀ­φό­ρη­του καὶ ἑ­ξαρ­τη­σι­ο­γό­νου: Τί λέ­ει ἡ ἑ­πό­με­νη πρό­τα­ση; Σχε­δὸν κα­θε­μιὰ πρό­τα­ση (καὶ τοῦ­το, μά­λι­στα, εἶ­χε ἐν­τα­θεῖ στὰ τε­λευ­ταῖ­α βι­βλί­α) συ­νι­στᾶ κι ἀ­πὸ μί­α ἔκ­πλη­ξη, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι σὲ θέ­ση νὰ προ­κα­λέ­σει σόκ. Ποι­ἀ μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἡ συ­νέ­χεια, πό­σο μα­κριὰ μπο­ρεῖ ἄ­ρα­γε νὰ τὸ τρα­βή­ξει; Σπα­νι­ό­τα­τες πα­ρεκ­κλί­σεις ἀ­πὸ τὸ σύ­νη­θες προ­σεγ­γί­ζον­ται μὲ τὴ φυ­σι­κό­τη­τα ἀ­ξι­ω­μά­των.

       Μιὰ ποί­η­ση τὴν ἴ­δια στιγ­μὴ λι­τὴ καὶ δι­αν­θι­σμέ­νη. Ὅ­σο συ­νε­σταλ­μέ­νη κι ἂν κα­μώ­νε­ται πὼς εἶ­ναι ἡ λο­γο­τε­χνί­α τῆς Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ, τό­σο ἐ­κρη­κτι­κὰ εἶ­ναι τὸ ἄ­ρω­μα καὶ τὰ χρώ­μα­τα τῶν εἰ­κό­νων ποὺ τί­θεν­ται στὴ δι­ά­θε­σή μας. Ἐ­σω­τε­ρι­κευ­μέ­νη φύ­ση στὴν ὕ­ψι­στη δυ­να­τὴ ἀ­κρί­βεια. Ἡ ἐ­σώ­τε­ρη αἰ­σθη­τι­κό­τη­τα κό­βει, κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά, τὴν ἀ­νά­σα: Τὴν ἀ­ναγ­κά­ζει νὰ στα­μα­τή­σει. Λυ­τρω­τι­κὲς λέ­ξεις δὲν ξε­στο­μί­ζον­ται. Ἐκ­πνο­ὲς δὲν ἐ­πι­τρέ­πον­ται.

       Τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρὲς ἡ ἀρ­χι­κὴ κα­τά­στα­ση προ­σποι­εῖ­ται τὴν κοι­νό­το­πη. Ἀλ­λὰ ἡ γλώσ­σα ξε­γυ­μνώ­νει τὸ σύ­νη­θες τῆς συ­νή­θειας: Ἀ­πὸ τὸ «κα­νο­νι­κὸ» γεν­νι­έ­ται ἡ λα­χτά­ρα. Λα­χτά­ρα γιὰ τί; Δύ­σκο­λο νὰ τὸ πεῖ κα­νείς. Λα­χτά­ρα γιὰ εὐ­τυ­χί­α; Ὡς ὑ­παρ­ξια­κὸ λα­ϊ­τμο­τὶφ ποὺ δι­α­τρέ­χει τοὺς χα­ρα­κτῆ­ρες καὶ τὶς ἱ­στο­ρί­ες συ­ναν­τοῦ­με μιὰ πα­ρά­ξε­νη μοι­ρο­λα­τρί­α. Ὅ,τι ὑ­πάρ­χει γί­νε­ται μὲ τέ­τοι­ο τρό­πο δε­κτό, λὲς καὶ στε­ρεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος κά­θε ἠ­θι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α ἐ­πι­λο­γῆς. Οὔ­τε λό­γος γιὰ ὀρ­γή. Κα­μί­α ἀν­τί­στα­ση. Στὸν ἀ­να­γνώ­στη ὑ­πο­βάλ­λε­ται ἡ ἰ­δέ­α ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἕρ­μαι­ο τοῦ πε­πρω­μέ­νου του, καὶ αὐ­τὸ τὸ πε­πρω­μέ­νο εἶ­ναι φρι­κτό. Τὰ ἐ­ξι­στο­ρού­με­να κα­λοῦν δυ­να­τὰ καὶ ξε­κά­θα­ρα σὲ ἀλ­λα­γή, σὲ με­τα­βο­λή, τί­πο­τε ὅ­μως δὲν συμ­βαί­νει: Ἡ πα­θη­τι­κό­τη­τα μοιά­ζει πλέ­ον νο­μο­τε­λεια­κή.

       Αὐ­τὸ δὲν ἔ­χει κα­μί­α σχέ­ση μὲ ἀ­πά­θεια, τὸ ἀν­τί­θε­το μά­λι­στα· ἔ­χει μᾶλ­λον νὰ κά­νει μὲ τὴ βι­ω­μέ­νη ἀ­νι­κα­νό­τη­τα νὰ ἐκ­βιά­σει κα­νεὶς τὴν εὐ­τυ­χί­α. Ἔ­πει­τα ἀ­πὸ προ­σω­πι­κὰ βι­ω­μέ­να πλήγ­μα­τα τῆς μοί­ρας, ἡ συγ­γρα­φέ­ας στε­ρεῖ­ται ὁ­ποι­ασ­δή­πο­τε βού­λη­σης γιὰ εὐ­τυ­χί­α, καὶ αὐ­τὸ τὸ με­τα­φέ­ρει στοὺς πρω­τα­γω­νι­στές της. Εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι εἶ­ναι πάν­το­τε —τὸ πο­λὺ πο­λύ!— οἱ ἄλ­λοι. Ἀ­πὸ ἐ­κεῖ κι ἔ­πει­τα ξε­κι­νᾶ ἡ τέ­χνη, ἡ γλώσ­σα. «Με­ρι­κὲς φο­ρὲς στὰ κεί­με­νά μου πε­ρι­γρά­φε­ται κά­ποι­ο συ­ναί­σθη­μα εὐ­τυ­χί­ας», μοῦ εἶ­πε κά­πο­τε ἡ Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νὲλ κα­θὼς συ­ζη­τού­σα­με, «καὶ τό­τε οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες μοιά­ζουν νὰ αἰ­ω­ροῦν­ται. Σὰν νὰ ἔ­χουν ἀ­παγ­κι­στρω­θεῖ πλέ­ον ἀ­πὸ τὴ Γῆ καὶ νὰ αἰ­ω­ροῦν­ται, ναί, νὰ αἰ­ω­ροῦν­ται.»

       Ἡ λο­γο­τε­χνί­α ποὺ γρά­φε­ται σή­με­ρα στὴν Ἐλ­βε­τί­α κα­λεῖ­ται νὰ πεν­θή­σει μιὰ τρα­γι­κὰ με­γά­λη συγ­γρα­φέ­α, ἡ ὁ­ποί­α χά­ρι­σε τὴ φω­νή της ἀ­πο­κλει­στι­κὰ σὲ ἐ­κεί­νους ποὺ σχε­δὸν πο­τὲ δὲν ἀ­κού­γον­ται. Στοὺς πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­η­μέ­νους, τοὺς ἐ­ξαν­τλη­μέ­νους, τοὺς ἀ­σθε­νεῖς. Στοὺς ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στους της κοι­νω­νί­ας μας. Τὴ δι­κή τους ποί­η­ση δη­μι­ούρ­γη­σε μὲ κά­θε λε­πτό­τη­τα καὶ μὲ με­γά­λη τρυ­φε­ρό­τη­τα, ἐ­πι­δει­κνύ­ον­τας ἀ­συ­νή­θι­στη ἐκ­φρα­στι­κὴ δύ­να­μη.



Πη­γή: Tadeus Pfeifer, «Leben im Me­dium der Sprache. Abschied von Adelheid Duvanel (1936-1996)», in: Basler Stad­tbuch 1996, Chri­stoph Merian Stif­tung, Basel 1997, S. 159-161.

Ταν­τέ­ους Πφά­ι­φερ (Tadeus Pfeifer, 1949-2010) γεν­νή­θη­κε στὸ Φρά­ιμ­πουργκ τῆς Γερ­μα­νί­ας, ἀλ­λὰ ἔ­ζη­σε τὸ με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τῆς ζω­ῆς του στὴν Ἐλ­βε­τί­α καὶ συγ­κε­κρι­μέ­να στὴ Βα­σι­λεί­α. Ἄ­σκη­σε πολ­λὰ ἐ­παγ­γέλ­μα­τα: δι­ορ­θω­τής, ὑ­πάλ­λη­λος γρα­φεί­ου, κει­με­νο­γρά­φος δι­α­φη­μι­στι­κῶν κ.ἄ. Ὑ­πῆρ­ξε πα­ράλ­λη­λα λο­γο­τέ­χνης, δη­μο­σι­ο­γρά­φος, κρι­τι­κὸς τέ­χνης καὶ λο­γο­τε­χνί­ας, κα­θὼς καὶ συ­νεκ­δό­της τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ Poe­sie (1972-1985). Κυ­κλο­φό­ρη­σαν δύ­ο μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του, πέν­τε ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς καὶ δύ­ο συλ­λο­γὲς μὲ δι­η­γή­μα­τα καὶ πε­ζο­ποι­ή­μα­τα, στὶς ὁ­ποῖ­ες εἶ­ναι ἔν­το­νο τὸ ποι­η­το­λο­γι­κὸ στοι­χεῖ­ο. Στὰ ἔρ­γα του συ­νυ­πάρ­χουν οἱ ἰ­σχυ­ρὲς ἀν­τι­θέ­σεις καὶ οἱ ἀ­πό­το­μες με­τα­βά­σεις, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἀ­πὸ τὸ πραγ­μα­τι­κὸ στὸ φαν­τα­στι­κὸ ἢ ἀ­πὸ τὴν ἔν­το­νη χα­ρὰ στὸν τρό­μο. Κεί­με­νά του δη­μο­σι­εύ­τη­καν σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ κι ἐ­φη­με­ρί­δες, ἀλ­λὰ καὶ σὲ κα­τα­λό­γους ἐκ­θέ­σε­ων εἰ­κα­στι­κῶν τε­χνῶν. Τὸ με­γά­λο εὖ­ρος τῶν ἐν­δι­α­φε­ρόν­των του μαρ­τυ­ροῦν ἐν­δει­κτι­κὰ δύ­ο ἀ­πὸ τὰ πολ­λὰ ἐγ­χει­ρή­μα­τά του: Τὸ 1976 δι­α­σκεύ­α­σε γιὰ τὸ Θέ­α­τρο τῆς Βα­σι­λεί­ας (Basler Theater) τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Οἱ Μπούν­τεν­μπροκ τοῦ Τό­μας Μάν, ἐ­νῶ τὸ 1986 ἐ­πι­με­λή­θη­κε καὶ ἐ­ξέ­δω­σε μιὰ ἀν­θο­λο­γί­α ἰν­δι­κῆς ποί­η­σης με­τα­φρα­σμέ­νης στὰ γερ­μα­νι­κά. Στὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’80 ἀ­σχο­λή­θη­κε ἐ­νερ­γὰ μὲ τὴ δη­μι­ουρ­γί­α τη­λε­ο­πτι­κῶν ντο­κι­μαν­τὲρ πο­λι­τι­στι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου. Πέ­θα­νε στὴ Βα­σι­λεί­α τὸν Σε­πτέμ­βριο τοῦ 2010 σὲ ἡ­λι­κί­α 61 ἐ­τῶν.

Πη­γὲς βι­ο­γρα­φι­κῶν πλη­ρο­φο­ρι­ῶν Tadeus Pfeifer:

– Seybold, Dietrich: «Tadeus Pfeifer», in: Kotte, Andreas (Hg.): Theater­le­xikon der Schweiz, Chronos Verlag, Zurich 2005, Band 2, S. 1406.

– Muller, Dominik: «Tadeus Pfeifer», in: Kühl­mann, Wilhelm (Hg.): Killy Literatu­rlexikon, Walter de Gruyter, Berlin/New York 2010, Band 9, S. 195.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ γερμανικά:

Μα­ριά­ννα Χά­λα­ρη (Ἀ­θή­να 1983). Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α καὶ Με­τά­φρα­ση-Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­α, φοί­τη­σε στὸ ΕΚΕΜΕΛ καὶ ἔ­χει συμ­με­τά­σχει σὲ ἐρ­γα­στή­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης. Σὲ με­τά­φρα­σή της ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν ἔρ­γα φι­λελ­λή­νων τοῦ 19ου αἰ­ώ­να καὶ ἕ­να ἱ­στο­ρι­κὸ μυ­θι­στό­ρη­μα. Συ­νερ­γά­ζε­ται μὲ τὸ Ἰν­στι­τοῦ­το Γκαῖ­τε καὶ μὲ με­τα­φρα­στι­κὲς ἑ­ται­ρεῖ­ες. Με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἱ­στο­σε­λί­δες καὶ μπλόγκ.

Εἰ­κό­να: Ἡ Adelheid Duvanel, μὲ ψευ­δώ­νυ­μο Ju­dith Ja­nuar, στὸ κα­φὲ Ἀ­τλαν­τίς, στὰ 1959/1960. Πη­γή: ἐ­φη­με­ρί­δα Aarga­uer Zei­tung,

https://www.aargauerzeitung.ch/kultur/schweizer-literatur-adelheid-duvanel-war-das-groesste-schweizer-literaturtalent-mit-dem-schwersten-leben-ld.2139386 (Ἄ­γνω­στη/ος φω­το­γρά­φος.)

            Ἡ φω­το­γρα­φί­α, στὴν ὁ­ποί­α ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται ἡ Ἀν­τελ­χά­ιντ Ντυ­βα­νέλ, τό­τε ἀ­κό­μη Ἀν­τελ­χά­ιντ Φα­ϊγ­κεν­βίν­τερ, στὸ κα­φὲ Atlantis τῆς Βα­σι­λεί­ας στὰ τέ­λη τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ ’50, κο­σμεῖ ἐ­πί­σης τὸ ἐ­ξώ­φυλ­λο τῆς συγ­κεν­τρω­τι­κῆς ἔκ­δο­σης τῶν πε­ζῶν τῆς συγ­γρα­φέ­ως.