Κάθρην Νόλτε (Katherine Nolte)
Πρὶν ἀπὸ τὸ τρένο καὶ μετά
(Before the Train and After)
ΤΖΕΡΕΜΙ εἶπε πὼς ἤθελε ν’ ἀκουμπήσει τὸ τρένο. Ἦταν σκοτάδι, ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα, καὶ στεκόμασταν δίπλα στὶς ράγες τοῦ τρένου, ἐκεῖνες τὶς ράγες ποὺ περνᾶνε δίπλα ἀπ’ τὸ κλὰμπ ὅπου εἴχαμε μόλις δεῖ τὸν φίλο τοῦ Τζέρεμι, τὸν Πώλ, νὰ παίζει μὲ τὴ μπάντα του, τοὺς Σανντάουν Κίνγκς.
Ἦταν σκοτάδι. Τὸ τρένο ἔφτανε. Βλέπαμε τὰ φῶτα του, ἀκούγαμε τὸ ρυθμικό του κούνημα. Στεκόμασταν ἀκριβῶς δίπλα στὶς ράγες, στὴ σκιὰ τοῦ The Mill. Ἂν ἅπλωνα τὸ πόδι μου, τὰ δάχτυλά μου θὰ ἔφταναν τὸ κρύο μέταλλο.
Ὁ Τζέρεμι εἶπε, «Θὰ τ’ ἀκουμπήσω. Λὲς νὰ μπορῶ;» κι ἔβγαλε τὰ χέρια του ἀπ’ τὶς τσέπες.
Μαζί μας ἦταν κι ὁ Πώλ, ἀλλὰ καὶ ἡ καινούρια του κοπέλα, ἡ Μάρτυ. Οἱ τέσσερίς μας στεκόμασταν στὴ σειρά. Ὁ Πὼλ καὶ ἡ Μάρτυ γελοῦσαν.
«Κάν’ το Τζέρεμι», εἶπε ἡ Μάρτυ. Ἡ φωνή της ἦταν βραχνή. Ἀμέσως μετὰ τὸ τρένο πέρασε ἀπὸ μπρός μας βροντερὸ καὶ τραχύ. Ἡ δύναμή του προκαλοῦσε δόνηση τόσο ἰσχυρὴ ποὺ τρύπωνε στὰ πόδια μου καὶ τά ‘κανε νὰ τρίζουν, σὰν ὁ ἦχος του νὰ διαπερνοῦσε τὸ κορμί μου. Κοίταξα τὸν Τζέρεμι. Μόλις ποὺ μποροῦσα νὰ διακρίνω τὸ πρόσωπό του, τὴν ἄσπρη σὰν τὸ φεγγάρι, μαλακὴ λάμψη τοῦ δέρματός του. Τὸν εἶδα νὰ σηκώνει τὸ χέρι του. Φοβήθηκα πὼς θὰ τοῦ τό ‘κόβε τὸ τρένο.
Καὶ τοῦ τό ‘κοψε.
Αὐτὸ ἦταν ποὺ εἶπε ὁ ἄντρας καθὼς σηκώθηκε ἀπ’ τὴ γῆ: «Μπορῶ νὰ σὲ βοηθήσω;». Ὅταν μιλοῦσε χῶμα ἔπεφτε ἀπ’ τὸ στόμα του.
Πότιζα τὸν κῆπο. Ὁ ἄντρας ποὺ σηκώθηκε ἀπ’ τὴ γῆ, σκούπισε τὸ χῶμα ἀπ’ τὸ δέρμα του. Τοῦ ἔδωσα τὸ λάστιχο κι ἐκεῖνος τὸ ἔπιασε μὲ δυὸ σφιχτὲς γροθιές. Οἱ ντοματιὲς ἔλαμπαν, τὸ δέρμα τους ἦταν ὑγρὸ κι ἀστραφτερό, κι ὁ τρόπος ποὺ τὸ νερὸ ἐπλένε τὶς φλέβες τους ἔμοιαζε μὲ μουσική.
Ἔμοιαζε μὲ μουσική. Ἔμοιαζε μὲ τὸν Πώλ.
Ξέρω ὅτι τὸ γιὰ πάντα σημαίνει στὰ εὔκολα καὶ στὰ δύσκολα, μὲ δύο χέρια καὶ μὲ ἕνα. Πρὶν ἀπὸ τὸ τρένο καὶ μετά. Γιὰ πάντα σημαίνει ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ, ἀλλὰ ὅταν στέκεσαι φορώντας τὸ νυφικό σου καὶ ἡ οὐρά του εἶναι μακριὰ καὶ σ’ ἀγκαλιάζει σὰν ἕνα ὑπέροχο, λευκὸ χάδι, γιὰ πάντα δὲν σημαίνει ἀτύχημα, δὲν σημαίνει κι ὅ,τι ἤθελε προκύψει.
Ἕνα κομμάτι του λείπει. Καὶ ναί, ξέρω ὅτι εἶναι τὸ χέρι του, ἀλλὰ εἶναι καὶ κάτι ἀκόμα. Κι ἂν χάθηκε τὸ καλύτερο κομμάτι του; Κι ἂν ἐκεῖνο τὸ χέρι ἦταν τὸ καλύτερο κομμάτι του, ἐκεῖνο ποὺ πῆρε τὸ τρένο καθὼς διέσχιζε τὴ νύχτα;
Ὁ Πὼλ σηκώθηκε ἀπ’ τὴ γῆ. Τὸ κεφάλι του, οἱ ὦμοι του, τὸ στῆθος του βγῆκαν ἀπ’ τὸ χῶμα σὰν κλαδιὰ ἀμπελιοῦ. Μετὰ ἔγινε ἕνας πλήρης ἄντρας, στεκόταν ἐκεῖ μπροστά μου, καὶ μὲ ρωτοῦσε ἂν θὰ μποροῦσε νὰ μὲ βοηθήσει μὲ τὸν κῆπο.
«Ἄλισον», εἶπε, «σ’ ἀγαπῶ. Πάντα σ’ ἀγαποῦσα».
«Πώλ», εἶπα, «δὲν μπορῶ. Τὸ ξέρεις πὼς δὲν μπορῶ. Τὸ ξέρεις».
Εἶπε, «Ξέρω ὅτι μπορεῖς», καὶ μὲ πλησίασε. Οἱ μπότες του ἀκούμπησαν τὶς δικές μου.
Ἔτριψα τὰ μπράτσα του μὲ τὰ δύο χέρια μου, πάνω-κάτω σὰν νὰ ἤθελα ν’ ἀνάψω φωτιά.
Καὶ ξύπνησα μὲ τὸν ἄντρα μου δίπλα μου, τὸ μπαταρισμένο μπράτσο του ν’ ἀκουμπάει τὸ γοφό μου.
Μετὰ τὸ τρένο, τὶς ἀμέσως ἑπόμενες ἡμέρες, τὸ χέρι τοῦ Τζέρεμι πρήστηκε, ἔγινε σὰν κούτσουρο παχύ. «Εἶναι τὸ τραῦμα, μαμά», εἶπε, νομίζοντας ὅτι θὰ μοῦ φανεῖ ἀστεῖο. Πρήστηκε τὸ χέρι του, τοῦ ἔπεσαν οἱ τρίχες καὶ πῆρε ἕνα χρῶμα ἀλλόκοτο, κάτι σὰν ὀργισμένο κόκκινο. Δὲν ἄντεχα νὰ τὸ βλέπω πιά. Ἁπλῶς δὲν ἄντεχα νὰ τὸ βλέπω.
Μερικὲς φορὲς ὅμως κοίταζα.
Δὲν ὑπάρχει χρόνος πρὶν τὸ τρένο, μονάχα μετά. Μονάχα τώρα. Εἴμαστε στὸ αὐτοκίνητο. Ὁ Τζέρεμι κάθεται στὴ θέση τοῦ συνοδηγοῦ.
Τοῦ λέω, «Οἱ ζωές μας ἔχουν ἀλλάξει γιὰ πάντα.»
Λέει, «Εἶναι ἁπλῶς τὸ χέρι μου. Θὰ ξαναφυτρώσει.»
Κρατῶ τὰ μάτια μου στὸ δρόμο.
Στὸ ὑπνοδωμάτιο, κάνω μασὰζ στὴν πλάτη τοῦ Τζέρεμι. Τρίβω τοὺς μῦς του μέχρι νὰ βογγήξει.
«Ἐκεῖ», λέει, «ἀκριβῶς ἐκεῖ. Τέλεια.». Τὸ κεφάλι του εἶναι ξαπλωμένο στὸ μαξιλάρι μὲ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ βλέπω μονάχα τὸ μισό του πρόσωπο. Φιλάω τὴν ἄκρη τῶν χειλιῶν του. «Σ’ ἀγαπάω», λέει, καὶ τὸν ξαναφιλάω.
Τὸ χέρια μου χαϊδεύουν τὸ δέρμα του. Τὰ δάχτυλά μου ρουφοῦν τὴ ζεστασιὰ τῆς πλάτης του. Εἶναι ἀργά, ἔξω εἶναι ὅλα ἥσυχα. Τὸ σπίτι μας εἶναι κι αὐτὸ ἥσυχο. «Τζέρεμι», λέω, «μπορεῖς νὰ μοῦ πεῖς πῶς εἶναι;»
Ἀλλὰ τὰ μάτια του εἶναι κλειστά, ἡ ἀνάσα του βαθιά.
Ἔχουν ἤδη περάσει εἴκοσι τρεῖς ἡμέρες ἀπ’ τὸ τρένο, μὰ μερικὲς φορὲς νιώθω λὲς καὶ εἶμαι ἀκόμα στὶς ράγες, λὲς καὶ μὲ σκεπάζουν ἀκόμα οἱ σκιές, περιμένοντας πότε θὰ φτάσει.
Εἶμαι μὲ τὸν Πὼλ κι ὅ,τι ἤθελε προκύψει. Φιλάει τὸν ὦμο μου. Λέει τὸ ὄνομά μου καὶ τρίβει τὸ στόμα του στὸ δέρμα μου. Αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν εἶναι ὄνειρο.
«Σὲ παρακαλῶ», λέω, σὰν νὰ ἔχω χορτάσει, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἐννοῶ, «Σὲ παρακαλῶ, σὲ παρακαλῶ, μὴ σταματᾶς.»
Ὅταν ἔρχεται ὁ Τζέρεμι στὸ σπίτι, εἶμαι ξαπλωμένη στὸ πάτωμα, τὸ μάγουλό μου πιέζει τὸ χαλί. «Ἔχεις νιώσει ποτὲ τόσο πεσμένος;» ρωτάω.
Εἶχε πάει γιὰ τρέξιμο. Τὸ μπλουζάκι του εἶναι σκοῦρο ἀπ΄τὸν ἱδρώτα. «Ἂν εἶσαι πάνω ἀπὸ τὴ στάθμη τῆς θάλασσας, εἶσαι ἐντάξει.»
Κοιτάζω τὰ παπούτσια του. «Στὴν πραγματικότητα εἶμαι νεκρή.»
«Ὄχι», λέει ὁ Τζέρεμι, ξαπλώνοντας στὸ πλάι μου, «δὲν εἶσαι».
Ὁ Πὼλ λέει πὼς θέλει νὰ γράψει ἕνα τραγούδι γιὰ μένα. «Ἄλισον, εἶσαι τὸ γούρι μου», τραγουδάει, μετὰ λέει, «Τί λές;»
«Ὡραῖο», λέω. Καθόμασταν στὸ πάτωμα τοῦ σαλονιοῦ του. Ὁ Πὼλ κρατάει μία ἀκουστικὴ κιθάρα στὴν ποδιά του.
«Εἶναι ὅλα ἐντάξει;», ρωτάει.
«Θαυμάσια», λέω. «Θὲς νὰ πᾶς νὰ φέρεις τίποτε νὰ φᾶμε;»
Ὁ Πὼλ γρατσουνάει τὴν κιθάρα του. «Τὸ ξέρεις πὼς δὲν μποροῦμε. Εἴμαστε περιορισμένοι σὲ αὐστηρὴ ἀπομόνωση.»
Τό ‘χα ξεχάσει.
«Δὲν εἶναι τόσο χάλια, Ἄλι», λέει ὁ Πώλ. «Φίλησέ με.»
Τὸ κάνω καὶ μὲ φιλάει κι αὐτός.
Ἂν οἱ Σανντάουν Κὶνγκς κάνουν ἐπιτυχία, ὁ Πὼλ κι ἐγὼ θὰ τὰ ἔχουμε καταφέρει. Ἂν κάνουν δίσκο, τουλάχιστον θὰ ἔχουμε κάτι ἁπτό. Ἂν ἀκούσω τὸ τραγούδι μου στὸ ραδιόφωνο, ἴσως νὰ ἁρπάξω τὸ τιμόνι καὶ νὰ ἐρωτευτῶ.
«Τί σκέφτεσαι;», ρωτάει ὁ Τζέρεμι. Προσπαθεῖ νὰ δέσει τὰ κορδόνια τῶν ἀθλητικῶν του παπουτσιῶν.
«Τίποτα», λέω. «Ἐσένα.»
Χαμογελάει καὶ παρατάει τὰ κορδόνια, καλώντας με νὰ πάω κοντά του.
Παραμένω δίπλα στὸ παράθυρο τῆς κρεβατοκάμαρας. Ἔχω πάψει νὰ μετράω τὶς μέρες.
Ὅταν ὁ Τζέρεμι ἔχει βγεῖ, χτυπάει τὸ τηλέφωνο. Λέω στὸν ἑαυτό μου νὰ μὴν τὸ σηκώσει.
Διαβάζω, ὅταν ὁ Τζέρεμι μοῦ φωνάζει ἀπ’ τὴν κρεβατοκάμαρα. Λέει, «Ἔχω κάτι ποὺ θὰ σοῦ φτιάξει τὸ κέφι. Περίμενε ἐκεῖ».
«Τί;» λέω, καὶ μπαίνει στὸ σαλόνι, τὰ χέρια του κρυμμένα πίσω του. «Τί συμβαίνει;»
«Εἶναι θαῦμα!» λέει καὶ βγάζει τὰ χέρια του καὶ τὰ ἀνεβοκατεβάζει στὸν ἀέρα.
Φοράει ἕνα κόκκινο, ἀπὸ ἀφρολὲξ «Εἴμαστε τὸ νούμερο ἕνα» χέρι πάνω ἀπ’ τὸν ἐπίδεσμό του.
«OK, εἶναι λίγο μεγάλο», λέει, «ἀλλὰ πάλι καλά. Θεραπεύτηκα!» Κάνει μία στροφὴ γύρω ἀπ΄τὸν ἑαυτό του. Ἡ ἄκρη τοῦ γιγάντιου ἀφρολεξένιου χεριοῦ του ἀκουμπάει τὸ ταβάνι.
«Λοιπόν, τί λές;» ρωτάει, καὶ πέφτει στὰ γόνατα. Τὸ χέρι γλιστράει καὶ τοῦ φεύγει, καὶ εἶναι ἁπλῶς καὶ πάλι ὁ Τζέρεμι, γονατιστὸς μπροστά μου. Κοιτάω τὸ χέρι του, τὸ μέρος ὅπου κάποτε ἦταν καὶ τὸ ὑπόλοιπο, ὅπου ὁ καρπός του δὲν ἔχει πιὰ συνέχεια.
«Μὴν μὲ κοιτᾶς, σὲ παρακαλῶ», λέει καὶ σκεπάζει τὸ πρόσωπό του μὲ τὸ καλό του χέρι.
Τσακώνομαι μὲ τὸν Πώλ. Εἴμαστε γυμνοὶ στὴν κουζίνα. Οὐρλιάζει. «Τί θές, γαμῶ ‘το; Δὲν καταλαβαίνω!»
Ἔχουμε περάσει τὴν τελευταία ὥρα τυλιγμένοι σὲ σεντόνια, νὰ τσακωνόμαστε στὴν κρεβατοκάμαρα. Ἀποφασίσαμε νὰ μετακινηθοῦμε καὶ πήγαμε στὴν κουζίνα.
«Τί; Τί εἶναι; Ποιό εἶναι τὸ πρόβλημά σου;»
«Τοῦ Τζέρεμι τοῦ λείπει ἕνα χέρι», λέω.
«Ἄντε! Δὲν τό ‘ξερα!», φωνάζει ὁ Πώλ.
Βγάζει μία βάση γιὰ κόψιμο καὶ τὴν ἀκουμπάει στὸν πάγκο. «Λύθηκε τὸ πρόβλημα.» Τοποθετεῖ τὸ χέρι του στὴ βάση.
Κοιτάω τὰ μακριά του δάχτυλα.
«Λοιπόν; Τί περιμένεις; Ἂς τελειώνουμε μ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα.»
«Δὲν ἔχω μαχαίρι», λέω.
«Καθυστερεῖς.» Ἀνοίγει τὸ συρτάρι κοντὰ στὸ γοφό του καὶ μοῦ δίνει ἕνα μαχαίρι.
Τὸ πιέζω στὴν παλάμη μου.
«Πρόσεχε!», λέει. «Εἶναι κοφτερό.»
Ὅταν μπαίνω μέσα, ὁ Τζέρεμι μὲ περιμένει. Στέκεται στὸ χαλί, μὲ τὸ τηλέφωνο στὸ χέρι.
«Γύρισα», λέω καὶ τὸν ἀγκαλιάζω. Τὸ κορμί του σφίγγεται, ἀλλὰ δὲν μὲ σπρώχνει μακριά του. «Θὰ φτιάξω φαγητό, ἂν θές.»
«Ὁ γιατρὸς τηλεφώνησε σήμερα.» Ἡ φωνὴ τοῦ Τζέρεμι εἶναι στρωτή. «Εἶπε πὼς μπορῶ νὰ βγάλω τοὺς ἐπιδέσμους.»
Θάβω τὸ πρόσωπό μου στὸ στῆθος του.
Κάτι ἔχει ἀπομείνει ἀπὸ τὸ παρελθόν. Αὐτό: Εἶναι καλοκαίρι, πέρυσι. Ὁ Τζέρεμι κι ἐγὼ ξαπλωμένοι στὸ πάρκο. Μ’ ἕνα χέρι πετάει ἕνα φρίσμπι πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι του καὶ τὸ πιάνει μὲ τὸ ἄλλο. Τὸ γρασίδι στὸ λαιμό μου εἶναι κρύο.
Εἶναι ἡ πρώτη μας ἐπέτειος. «Πές μου γιατί μὲ ἀγαπᾶς», λέω.
«Ποιός ξέρει;» λέει ὁ Τζέρεμι καὶ γελάει.
Γελάω κι ἐγώ, γιατὶ εἶναι ἐντάξει, ὅλα μιὰ χαρά, ἔχουμε πολὺ χρόνο. Ὁ οὐρανὸς ἁπλώνεται χίλια μίλια πάνω μας.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Shapard, Robert and James Thomas, eds. New Sudden Fiction, Short-Short Stories from America and Beyond,New York,London: W.W. Norton and Company, 2007.
Κάθρην Νόλτε (Katherine Nolte). Διηγήματά της ἔχουν δημοσιευθεῖ στὰ Glimmer Train, Confrontation, Fence, Blue Mesa Review, Natural Bridge, Beloit Fiction Journal, Quick Fiction καὶ ἀλλοῦ. Τὸ διήγημα «Πρὶν ἀπὸ τὸ Τρένο καὶ Μετά» κέρδισε τὴν πρώτη θέση στὸν 4ο ἐτήσιο διαγωνισμὸ διηγήματος τοῦ Writer’s Digest τὸ 2004. Ἔλαβε τὴν ὑποτροφία Τρούμαν Καπότε γιὰ τὸ Συγγραφικὸ Ἐργαστήρι τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἄιοβα τὸ 2003-4.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Μαίρη Ἀλεξοπούλου (Καλαμάτα). Σπούδασε Πληροφορικὴ καὶ Ἀγγλικὴ Φιλολογία. Ποιήματά της ἔχουν παρουσιαστεῖ στὸ Συμπόσιο Ποίησης τῆς Πάτρας, στὸν χῶρο τέχνης «Ash in Art», στὸ φιλοσοφικὸ καφενεῖο «dasein» καὶ ἀλλοῦ, καὶ ἔχουν μεταφραστεῖ σὲ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ τῶν ΗΠΑ. Τὸ καλοκαίρι τοῦ 2009 συμμετεῖχε στὸ Συμπόσιο Ποίησης τῆς Πάρου. Πρῶτο βιβλίο της: Ἐρῶμαι (Ποιήματα, ἐκδ. Γαβριηλίδης, Ἀθήνα, 2005).
Filed under: Αγγλικά,Αλεξοπούλου Μαίρη,Ανάλυση,Ερωτας,Ρεαλισμός,Σώμα,Nolte Katherine | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Μαίρη Αλεξοπούλου,Katherine Nolte | Τὰ σχόλια στὸ Κάθρην Νόλτε (Katherine Nolte): Πρὶν ἀπὸ τὸ τρένο καὶ μετά ἔχουν κλείσει