Ρόμπερτ Κοῦβερ (Robert Coover)
Ἡ πίστη τοῦ ἔκπτωτου
(The Fallguy’s Faith)
ΕΜΑΤΟΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ, μὲ κάποιου εἴδους ἔσχατο τέχνασμα, κατέρρευσε σὰν κατηγορούμενο δίχως ὑποκείμενο σ’ αὐτὸ ποὺ ἀποκαλοῦσε χῶρο (ἐνίοτε καὶ χρόνο) καὶ μὲ ἕναν ἐκκωφαντικὸ κρότο τὰ σημαντικὰ χαρακτηριστικά του γνωρίσματα σκόρπισαν παντοῦ στὸ ἔδαφος. Ὤ, μὰ ἦταν μία ὑπέροχη πτώση, σκέφτηκε καθὼς κείτονταν ἐκεῖ, μουδιασμένος ἀπὸ τρόμο, προσπαθώντας ἀπεγνωσμένα νὰ μαζέψει τὰ κομμάτια του. Σὲ αὐτὸν τὸ χρόνο (ἢ ἔστω χῶρο) πραγματικὰ τὰ κατάφερα! Φυσικά, εἶχε ξαναπέσει. Χωρὶς προσδοκίες, βουτηγμένος στὶς καταχρήσεις, ἔξω μὲ τοὺς φίλους του, σὲ ἄσχημους καιρούς, ἔχοντας μπλεξίματα μὲ τὸ νόμο, μὲ ἐρωτικὰ πάθη, γεμάτος βάσανα —πράγματι, λὲς καὶ τὸν παρακινοῦσε κάτι μοχθηρό, δημιούργημα τῆς κατάστασης τὴν ὁποία βίωνε— μὰ διαρκῶς ἔπεφτε, ἔτσι δὲν εἶναι; Αὐτὴ ὅμως ἦταν ἡ χειρότερη πτώση ἀπ’ ὅλες. Ἦταν σὰ νὰ ἔπεσε ἡ ὑπερηφάνεια, τ’ ἀστέρια, ἡ Βαβυλώνα, τὰ λίκνα, ἡ αὐλαία, οἱ ἄγγελοι, ἡ βροχὴ καὶ τὰ σπουργίτια, σὰ νὰ ἔπεσε μία τρομακτικὴ ἡσυχία, σὰ νὰ ἔπεσε θανατικό. Οὕτως εἰπεῖν, ὅπως πλέον κατάλαβε, καθὼς παραδινόταν στὸ οὐσιαστικὸ κομμάτι τῆς οὐσίας, ἐπρόκειτο γιὰ τὴν ὕστατη πτώση (τουλάχιστον τὴ δική του – ὅσο γιὰ τὰ τσίπς, ἀφήνοντάς τα ἔβγαλε ἕναν ἀναστεναγμό, κι ἐκεῖνα σκορπίστηκαν ἀριστερά-δεξιὰ πέφτοντας). Κι ὅμως, ἤθελε νὰ ξέρει, γιὰ ποιό λόγο ὅσα τοῦ συνέβησαν εἶχαν σχέση μὲ τὴ γλώσσα; Ἀκόμα κι αὐτό! Περίπου λὲς κι ἂν δὲν ὑπῆρχαν λέξεις, δὲ θὰ εἶχε συμβεῖ ποτέ! Μήπως ὕστερα ἀπ’ ὅλα ὅσα εἰπώθηκαν καὶ συνέβησαν, δὲν ἦταν πλέον τίποτα περισσότερο ἀπὸ μιὰ ἀξιοπερίεργη παράφραση, ἕνα κενὸ σχῆμα λόγου, στὰ πλαίσια ἑνὸς σημαντικότατου συντακτικοῦ ὑπαρξιακοῦ σφάλματος; Εἶχε ἐπέλθει ἡ πτώση;, σκέφτηκε ἀνήσυχα, καθὼς ἔκλεινε τὰ μάτια του γιὰ τελευταία φορὰ κι ἀποτελοῦσε πλέον ἔνδοξο παρελθὸν (ἔνδοξο ἢ ὄχι καὶ τόσο), οἱ χυμοί του στὸ χῶμα (ἦταν ὄντως χῶμα;), μόνο καὶ μόνο λέγοντας ὅτι εἶχε πέσει; Ἄχ, δάκρυα ἔπεφταν κυλώντας στὰ μάγουλά του, νοτισμένα ἔτσι ἀντηχώντας τὴ μεγαλύτερη πτώση, πλέον πανάρχαιη, τόσο ποὺ κι ὁ ἴδιος ἄρχισε νὰ τὴν ξεχνάει (μία ἀκόμα πιὸ ξεκομμένη πτώση ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες, λησμονώντας τοῦτο: πὼς ἦταν μιὰ πτώση σὰν μέσα σὲ μιὰ πτώση), καὶ τότε τοῦ ἦρθε στὸ νοῦ σ’ αὐτὲς τὶς ξεθωριασμένες στιγμὲς ὅτι θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ εἰπωθεῖ ὅτι, γεννημένος γιὰ νὰ πέφτει, εἶχε ἴσως πέσει ἁπλῶς, γιὰ νὰ γεννηθεῖ (ὅπου ἡ γέννηση δὲν ἦταν τίποτα περισσότερο ἀπὸ ἕνα ξεκαρδιστικὸ ἀστεῖο, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσω μία φράση)! Ναί, ναί, θὰ μποροῦσαν νὰ εἰπωθοῦν, ὅσα δὲν μποροῦν νὰ εἰπωθοῦν, ἀλλὰ δὲν τὰ πίστευε πραγματικά, οὔτε πίστευε ὅτι ἡ κλίση πρὸς τυχαῖα περιστατικὰ ἦταν τόσο μεγάλης σημασίας. Ὄχι, ἐὰν εἶχε πίστη σὲ κάτι, αὐτὸς ὁ ἔκπτωτος (ἐπανῆλθε ἐκ νέου στὸ θέμα μας), αὐτὸ ἦταν τὸ ἑξῆς: ἀρχικὰ ἦταν τὸ νόημα, καὶ τὸ νόημα ἦταν τὸ ἑξῆς: ἄνοιξε τὸ στόμα του, γιὰ νὰ τὸ φωνάξει (ἄραγε γιὰ ν’ ἀποδείξει τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο σημεῖο;), ἀλλὰ ἦταν πλέον πολὺ ἀργὰ – τὸ πρόσωπό του λύγισε μ’ ἕνα στραβὸ χαμόγελο κι οἱ λέξεις πέθαναν στὰ χείλη του…
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Thomas, James and Robert Shapard, eds., Flash Fiction Forward, 80 very short stories, NEW York, London: W.W. Norton & Company, 2006.
Ρόμπερτ Λόουελ Κοῦβερ (Robert Coover) (1932). Ἀμερικανός συγγραφέας καὶ ἐπίτιμος καθηγητὴς στὸ πρόγραμμα Λογοτεχνίας καὶ Τεχνῶν τοῦ πανεπιστημίου Μπράουν. Θεωρεῖται γενικότερα συγγραφέας ποὺ χρησιμοποιεῖ τὴ μυθοπλασία καὶ τὸ φανταστικὸ στὶς ἱστορίες του και χαρακτηρίζεται συγγραφέας “μεταμυθοπλασίας”.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ:
Νάγια Δασκαλοπούλου. Στὸ πλαίσιο τοῦ μαθήματος τῆς Λογοτεχνικῆς Μετάφρασης στὸ Μεταπτυχιακὸ στὴ Μετάφραση τοῦ Hellenic American University ποὺ προσφέρεται σὲ συνεργασία μὲ τὸ Hellenic American College. Διδάσκων: Δρ. Βασίλης Μανουσάκης
Filed under: Coover Robert,Αγγλικά,Δασκαλοπούλου Νάγια,Επέκεινα,Μύθοι,Περιγραφή,Φανταστικό | Tagged: Αγγλική Λογοτεχνία,Διήγημα,Robert Coover | Τὰ σχόλια στὸ Ρόμπερτ Κοῦβερ (Robert Coover): Ἡ πίστη τοῦ ἔκπτωτου ἔχουν κλείσει