Βόλφγκανκ Μπόρχερτ (Wolfgang Borchert): Τὸ ψωμί

 

 

Βόλφγκανκ Μπόρχερτ (WolfgangBorchert)

 

Τὸ ψω­μί

(D­as B­r­ot)

 

ΑΦΝΙΚΑ ΞΥΠΝΗΣΕ. Δυ­ό­μι­ση ἡ ὥ­ρα. Ἀ­να­ρω­τή­θη­κε πῶς ξύ­πνη­σε. Ἄχ, ναί. Κά­ποι­ος σκόν­τα­ψε σὲ μιὰ κα­ρέ­κλα στὴν κου­ζί­να. Ἀ­φουγ­κρά­στη­κε τοὺς ἤ­χους τῆς κου­ζί­νας. Ἡ­συ­χί­α. Ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε ἀ­πό­λυ­τη σι­γὴ καὶ κα­θὼς ἅ­πλω­σε τὸ χέ­ρι στὸ κρε­βά­τι, βρῆ­κε τὴ θέ­ση δί­πλα της ἄ­δεια. Νά τὶ ἔ­κα­νε τὴ σι­ω­πὴ τό­σο αἰ­σθη­τή: ἔ­λει­πε ἡ ἀ­νά­σα του. Ση­κώ­θη­κε καὶ πα­ρα­πα­τών­τας στὸ σκο­τει­νὸ δι­α­μέ­ρι­σμα ἔ­φτα­σε στὴν κου­ζί­να. Στὴν κου­ζί­να συ­ναν­τή­θη­καν. Τὸ ρο­λό­ι ἔ­δει­χνε δύο καὶ μι­σή. Εἶ­δε κά­τι λευ­κὸ μπρο­στὰ στὸ ντου­λά­πι τῆς κου­ζί­νας. Ἄ­να­ψε τὸ φῶς. Στέ­κον­ταν ὁ ἕ­νας ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­π’ τὸν ἄλ­λο, μὲ τὶς νυ­χτι­κιές. Νύ­χτα. Δύο καὶ μι­σὴ ἡ ὥ­ρα. Στὴν κου­ζί­να. Πά­νω στὸ τρα­πέ­ζι ὁ δί­σκος μὲ τὸ ψω­μί. Πα­ρα­τή­ρη­σε ὅ­τι ἐ­κεῖ­νος εἶ­χε κό­ψει ψω­μί. Ἀ­κό­μα ἔ­στε­κε τὸ μα­χαί­ρι πλά­ι στὸ δί­σκο. Καὶ στὸ τρα­πε­ζο­μάν­τι­λο ψί­χου­λα. Ἐ­κεί­νη πάν­τα κα­θά­ρι­ζε τὸ τρα­πε­ζο­μάν­τι­λο ἀ­π’ τὰ ψί­χου­λα, πρὶν πέ­σουν τὸ βρά­δυ γιὰ ὕ­πνο. Κά­θε βρά­δυ. Καὶ τώ­ρα, τὸ τρα­πε­ζο­μάν­τι­λο μὲ ψί­χου­λα. Καὶ τὸ μα­χαί­ρι ἐ­κεῖ. Ἔ­νοι­ω­θε τὸ κρύ­ο νὰ σκαρ­φα­λώ­νει σι­γὰ-σι­γὰ ἀ­π’ τὰ πλα­κά­κια καὶ νὰ εἰ­σχω­ρεῖ μέ­σα της. Καὶ πῆ­ρε τὸ βλέμ­μα της ἀ­π’ τὸ δί­σκο. «Σὰν νὰ ἄ­κου­σα κά­τι ἐ­δῶ», εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος καὶ κοί­τα­ξε στὴν κου­ζί­να ἕ­να γύ­ρο. «Κι ἐ­γὼ ἄ­κου­σα κά­τι», ἀ­πάν­τη­σε ἐ­κεί­νη καὶ σκέ­φτη­κε ὅ­τι ἡ ὄ­ψη του τὴ νύ­χτα μὲ τὴ νυ­χτι­κιὰ τὸν ἔ­κα­νε νὰ μοιά­ζει γε­ρα­σμέ­νο πο­λύ. Στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τό­σο με­γά­λο ὅ­σο ἦ­ταν. Ἑ­ξήν­τα τρί­α. Τὴ μέ­ρα ἔ­μοια­ζε μᾶλ­λον κα­τά τι νε­ό­τε­ρος. Μοιά­ζει γε­ρα­σμέ­νη, σκέ­φτη­κε ἐ­κεῖ­νος, μὲ τὴ νυ­χτι­κιὰ μοιά­ζει γε­ρα­σμέ­νη. Ἀλ­λὰ ἴ­σως πά­λι νὰ φταῖ­νε μό­νο τὰ μαλ­λιά. Τὴ νύ­χτα ἡ ὄ­ψη τῶν γυ­ναι­κῶν ἐ­πη­ρε­ά­ζε­ται πάν­τα ἀπ’ τὰ μαλ­λιά. Τὶς κά­νουν ξαφ­νι­κὰ νὰ μοιά­ζουν γε­ρα­σμέ­νες.

       «Θὰ ἔ­πρε­πε νὰ ἔ­χεις φο­ρέ­σει τὶς παν­τό­φλες σου. Θὰ κρυ­ώ­σεις, μὲ τὰ πό­δια γυ­μνὰ πά­νω στὰ κρύ­α πλα­κά­κια.» Ἐ­κεί­νη δὲν τὸν κοί­τα­ξε κα­τά­μα­τα για­τὶ δὲν ἄν­τε­χε στὸ ψέ­μα του. Ψέ­μα­τα, με­τὰ ἀ­πὸ τριά­ντα ἐν­νιὰ χρό­νια γά­μου. «Σὰν νὰ ἄ­κου­σα κά­τι ἐ­δῶ», εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος ξα­νὰ καὶ πέ­ρα­σε πά­λι τὸ δω­μά­τιο μὲ τὰ μά­τια του, ἀ­π’ τὴ μιὰν ἄ­κρη στὴν ἄλ­λη, «ἄ­κου­σα κά­τι ἐ­δῶ. Κι ἔ­τσι νό­μι­σα ὅ­τι κά­τι θὰ ἔ­βρι­σκα».

       «Κι ἐ­γὼ ἄ­κου­σα κά­τι. Ἀλ­λὰ ἀ­π’ ὅ,τι φαί­νε­ται, δὲν ἦ­ταν τί­πο­τα.» Πῆ­ρε τὸ δί­σκο ἀ­π’ τὸ τρα­πέ­ζι καὶ τί­να­ξε τὰ ψί­χου­λα ἀπ’ τὸ τρα­πε­ζο­μάν­τι­λο. «Ὄν­τως, ἀ­π’ ὅ,τι φαί­νε­ται δὲν ἦ­ταν τί­πο­τα» ἤ­χη­σε ἀ­βέ­βαι­η ἡ φω­νή του.

       Ἐ­κεί­νη βάλ­θη­κε νὰ τὸν βο­η­θή­σει. «Ἔ­λα, πᾶ­με. Ἀ­π’ ἔ­ξω θά ’­ταν. Ἔ­λα, πᾶ­με στὸ κρε­βά­τι. Θὰ κρυ­ώ­σεις. Πά­νω στὰ κρύ­α πλα­κά­κια.» Ἐ­κεῖ­νος κοί­τα­ξε πρὸς τὸ πα­ρά­θυ­ρο. «Ναί, μᾶλ­λον ἀ­π’ ἔ­ξω θά ’­ταν. Κι ὅ­μως, νό­μι­σα ὅ­τι ἦ­ταν ἐ­δῶ.»

       Ἐ­κεί­νη σή­κω­σε τὸ χέ­ρι γιὰ νὰ πα­τή­σει τὸ δι­α­κό­πτη. Τώ­ρα πρέ­πει νὰ σβή­σω τὸ φῶς, δι­α­φο­ρε­τι­κὰ θ’ ἀ­ναγ­κα­στῶ νὰ κοι­τά­ξω τὸ δί­σκο, σκέ­φτη­κε. «Ἔ­λα, πᾶ­με» εἶ­πε κι ἔ­σβη­σε τὸ φῶς, «ἔ­ξω ἦ­ταν. Ἡ ὑ­δρορ­ρο­ὴ χτυ­πᾶ πάν­τα στὸν τοῖ­χο σὰν ἔ­χει ἀ­έ­ρα. Ἡ ὑ­δρορ­ρο­ὴ ἦ­ταν, σί­γου­ρα. Πάν­τα χτυ­πᾶ μὲ τὸν ἀ­έ­ρα.» Μὲ ἀ­βέ­βαι­ο βη­μα­τι­σμὸ στὸ σκο­τει­νὸ δι­ά­δρο­μο, ἔ­φτα­σαν στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα. Τὰ γυ­μνά τους πό­δια χα­στού­κι­ζαν τὸ πά­τω­μα.

       «Ναί, ὁ ἀ­έ­ρας φταί­ει», εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος. «Φυ­σά­ει ὅ­λη νύ­χτα.»

       Σὰν ξά­πλω­σαν στὸ κρε­βά­τι, ἐ­κεί­νη συμ­φώ­νη­σε: «Ναί, φυ­σά­ει ὅ­λη νύ­χτα. Ἦ­ταν ἡ ὑ­δρορ­ρο­ή.» «Ναί, νό­μι­σα ὅ­τι ἦ­ταν στὴν κου­ζί­να. Μᾶλ­λον ὅ­μως ἦ­ταν ἡ ὑ­δρορ­ρο­ή.» Ξε­στό­μι­σε τὰ λό­για αὐ­τὰ σὰν νὰ τὸν ἔ­παιρ­νε ὁ ὕ­πνος. Ἐ­κεί­νη ὅ­μως πρό­σε­ξε πό­σο ψεύ­τι­κη ἠ­χοῦ­σε ἡ φω­νή του σὰν ἔ­λε­γε ψέ­μα­τα. «Κά­νει κρύ­ο» εἶ­πε καὶ χα­σμου­ρή­θη­κε ἐ­λα­φρά, «μπαί­νω κά­τω ἀ­π’ τὰ σκε­πά­σμα­τα. Κα­λη­νύ­χτα.»

       «Κα­λη­νύ­χτα» ἀ­πάν­τη­σε ἐ­κεῖ­νος καὶ πρό­σθε­σε: «Ναί, εἶ­ναι ὄ­μορ­φα ὅ­ταν κά­νει κρύ­ο.»

       Με­τά, ἡ­συ­χί­α. Ἀ­φοῦ πέ­ρα­σε λί­γη ὥ­ρα, τὸν ἄ­κου­σε νὰ μα­σᾶ σι­γα­νὰ καὶ προ­σε­κτι­κά. Ἐ­κεί­νη ἀ­νέ­πνε­ε ἐ­πί­τη­δες βα­θειὰ καὶ ρυθ­μι­κά, ὥ­στε νὰ μὴν κα­τα­λά­βει ὅ­τι ἦ­ταν ἀ­κό­μα ξύ­πνια. Τὸ μά­ση­μά του ὅ­μως ἦ­ταν τό­σο ρυθ­μι­κὸ ποὺ στὸ τέ­λος τὴν ἀ­πο­κοί­μι­σε.

       Ὅ­ταν τὸ ἑ­πό­με­νο βρά­δυ ἐ­πέ­στρε­ψε σπί­τι, ἐ­κεί­νη τοῦ ἔ­βα­λε νὰ φά­ει τέσ­σε­ρις φέ­τες ψω­μί. Συ­νή­θως ἔ­τρω­γε μό­νο τρεῖς.

       «Μπο­ρεῖς νὰ φᾶς ἄ­νε­τα τέσ­σε­ρις φέ­τες», εἶ­πε κι ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε ἀπ’ τὸ φῶς. «Αὐ­τὸ τὸ ψω­μὶ μὲ πει­ρά­ζει στὸ στο­μά­χι. Μπο­ρεῖς λοι­πὸν νὰ φᾶς μί­α φέ­τα πα­ρα­πά­νω, δὲ χά­θη­κε ὁ κό­σμος. Ἐ­μέ­να μὲ πει­ρά­ζει.» Εἶ­δε πὼς ἔ­σκυ­ψε ἐ­κεῖ­νος βα­θειὰ πά­νω ἀ­π’ τὸ δί­σκο χω­ρὶς νὰ ση­κώ­σει τὸ βλέμ­μα του. Ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μὴ τὸν λυ­πή­θη­κε.

       «Μὰ δὲ γί­νε­ται νὰ φᾶς ἐ­σὺ μό­νο δύο φέ­τες» εἶ­πε, θαρ­ρεῖς μι­λών­τας στὸ πιά­το του. «Μά σοῦ εἶ­πα, τὸ βρά­δυ μὲ πει­ρά­ζει τὸ ψω­μί. Τρῶ­γε, τρῶ­γε.»

       Μό­νο με­τὰ ἀ­πὸ λί­γο κα­τά­φε­ρε νὰ κα­θή­σει μα­ζί του στὸ τρα­πέ­ζι, στὸ φῶς.

 

Δρα­μα­το­ποί­η­ση: Τὸ κλα­σικὸ στὰ γερμα­νικὰ γράμ­μα­τα δι­ή­γη­μα τοῦ Μπόρ­χερ­τ «Τὸ ψω­μί» ἔχει ἐπα­νει­λημ­μέ­νως δρα­μα­το­ποι­η­θεῖ. Ἀπὸ τὰ σχε­τικὰ βί­ντε­ο ποὺ εἴδα­με δια­λέξα­με τὸ πα­ρα­κά­τω γιὰ τὴν πρω­το­τυ­πί­α του (παιγ­μέ­νο μὲ κοῦκλες) καὶ γιὰ τὴν συ­γκι­νη­τικὴ γε­μά­τη ἐσω­τε­ρι­κό­τη­τα ἀτμό­σφαι­ρά του:

 

 

Συ­ντε­λε­στές: Καλ­λι­τε­χνικὴ ἀπό­δο­ση/τε­χνικὴ ἐπε­ξερ­γα­σί­α: Ρό­μπερ­τ Βί­ντις. Ἠχη­τικὴ ἐπιμέ­λεια: Φρὰνκ Ράπ­κε/Ρό­μπερ­τ Βί­ντις. Ἀφή­γη­ση: Πέ­τερ Μπό­ιρ­λε. Κο­στού­μια: Κορ­νέ­λια Βί­ντις.

  

 

Πη­γή: K­u­r­z­g­e­s­c­h­i­c­h­t­en f­ür d­en D­e­u­t­s­ch-U­n­t­e­r­r­i­c­ht.

 

Βόλ­φγκανκ Μπόρ­χερτ (W­o­l­f­g­a­ng B­o­r­c­h­e­rt) (20 Μα­ΐ­ου 1921, Ἀμ­βοῦρ­γο τῆς Γερ­μα­νί­ας-20 Νο­εμ­βρί­ου 1947, Βα­σι­λεί­α τῆς Ἐλ­βε­τί­ας): Γερ­μα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος, ποι­η­τὴς καὶ δρα­μα­τουρ­γός. Ἀ­π’ τοὺς σπου­δαι­ό­τε­ρους ἐκ­προ­σώ­πους τῆς ἀ­πο­κα­λού­με­νης «λο­γο­τε­χνί­ας τῶν ἐ­ρει­πί­ων» («T­r­ü­m­m­e­r­l­i­t­e­r­a­t­ur») τῆς με­τα­πο­λε­μι­κῆς Γερ­μα­νί­ας.

 

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ γερ­μα­νι­κά:

­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη (Χα­νιά, 1984): Σπού­δα­σε με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ ὁ­λο­κλή­ρω­σε με­τα­πτυ­χια­κὲς σπου­δὲς μὲ ὑ­πο­τρο­φί­α τοῦ γερ­μα­νι­κοῦ κρά­τους στὴ Χα­ϊλ­δελ­βέρ­γη τῆς Γερ­μα­νί­ας. Με­τα­φρά­ζει ἀ­πὸ τὰ ἀγ­γλι­κά, τὰ γερ­μα­νι­κὰ καὶ τὰ ἱ­σπα­νι­κά.