Τζένιφερ Μπέρμαν (Jenifer Berman): Πρόλογος: Τὸ κατὰ Ἰωάννην εὐαγγέλιο

fos1400104-960x671


Τζέ­νι­φερ Μπέρ­μαν (Jenifer Berman)


Πρό­λο­γος: Τὸ Κα­τὰ Ἰ­ω­άν­νην Εὐ­αγ­γέ­λιο


02-TaphΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΟ ΦΩΣ ἀρ­χί­ζει νὰ ξε­θω­ριά­ζει καὶ ὅ­ταν ἐ­κεί­νη μπαί­νει στὸ δω­μά­τιο μυ­ρί­ζει ἔκ­πλη­ξη. Κα­θὼς τὸ δι­α­σχί­ζει περ­πα­τώντας στὸ πά­τω­μα μὲ τὶς πλα­τι­ὲς σα­νί­δες τὸν βλέ­πει νὰ κά­θε­ται στη­τὸς στὸ κρε­βά­τι. Τὸ ση­μά­δι ἀ­πὸ τὶς τρί­χες του ἔ­χει ἀ­πο­τυ­πω­θεῖ πά­νω στὰ φρε­σκο­σι­δε­ρω­μέ­να σεν­τό­νια καὶ κα­θὼς ἐ­κεί­νη προ­χω­ρά­ει πρὸς τὸ μέ­ρος του τὰ βή­μα­τά της γί­νον­ται κο­φτὰ καὶ δι­στα­κτι­κά. Δὲν ἔ­χει ξα­να­δεῖ πο­τὲ κά­ποι­ον νε­κρό. Οὔ­τε νε­ο­γέν­νη­το ἔ­χει ξα­να­δεῖ, ἀλ­λὰ στὸ στρε­βλὸ φῶς τοῦ λυ­κό­φω­τος αὐ­τὴ ἡ μά­ζα ἀ­πὸ μύ­ες, αἷ­μα καὶ κό­κα­λα μοιά­ζει μὲ που­λά­ρι ποὺ μό­λις ἔ­χει βγεῖ ἀ­πὸ τὸν ἀ­μνια­κὸ σά­κο τῆς μη­τέ­ρας του.

        Ὅ­ταν φτά­νει στὸ κρε­βά­τι, τὸν σκουν­τά­ει ἐ­λα­φρά. Μα­ζεύ­ει τὸ δά­χτυ­λό της, κα­θὼς τὴ φό­βι­σε τὸ δέρ­μα του, ἐ­νῶ τῆς φαί­νε­ται πὼς εἶ­ναι νε­κρὸς ἐ­δῶ καὶ ἀρ­κε­τὸ και­ρό. Τὰ μά­τια του εἶ­ναι ἄ­ψυ­χα καὶ γκρί­ζα. Ἔ­χουν τὸ χρῶ­μα μιᾶς χι­ο­νο­θύ­ελ­λας καὶ κοι­τά­ζουν τὸ τα­βά­νι, ὅ­που ἡ ὑ­γρα­σί­α ἔ­χει προ­κα­λέ­σει τὸ ξε­φλού­δι­σμα τῆς μπο­γιᾶς. Ἀ­κο­λου­θεῖ τὴ μα­τιά του. Ψη­λὰ μέ­σα στὰ σύν­νε­φα ὅ­που γεν­νι­έ­ται μιὰ κα­ται­γί­δα, ἐ­νῶ τὸ στό­μα του ἔ­χει ἀ­νοί­ξει λὲς καὶ πρό­κει­ται νὰ ἀρ­θρώ­σει μιὰ πο­λὺ σύν­το­μη ἐ­ρώ­τη­ση. Ἡ ἀ­νά­σα του μυ­ρί­ζει μέν­τα. Εἶ­ναι μιὰ κα­θα­ρή, κα­θη­συ­χα­στι­κὴ μυ­ρω­διά, ἀλ­λὰ ἀ­πὸ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες ἀ­πό­ψεις ὁ θά­να­τος τὸν ἔ­χει κά­νει νὰ μοιά­ζει μὲ ἄ­γνω­στο: τὰ πα­χιά του μά­γου­λα καὶ τὰ μυ­τε­ρὰ αὐ­τιά του, τὰ πλα­τιὰ δά­χτυ­λά του, σχε­δὸν σὰν τῆς πά­πιας, τὰ νύ­χια του με­λα­νι­α­σμέ­να στὸ χρῶ­μα τοῦ δα­μά­σκη­νου.

        Τὸ στο­μά­χι της γουρ­γου­ρί­ζει δυ­να­τά. Πλη­σιά­ζει ἡ κα­ται­γί­δα. Τὴ βλέ­πει στὸν οὐ­ρα­νό, μὲ τὰ ἄ­μορ­φα σύν­νε­φά της καὶ τὴ δυ­σοί­ω­νη ἀ­νη­συ­χί­α τῆς βα­θιᾶς ἀ­νά­σας της. Ὁ οὐ­ρα­νὸς βα­στά­ει τὰ βά­σα­να ὅ­λου τοῦ κό­σμου, ὅ­λο το χυ­μέ­νο αἷ­μα καὶ τὴν πλη­γω­μέ­νη κού­ρα­σή του. Καὶ βλέ­πει τοὺς στρα­τι­ῶ­τες νὰ κρα­τᾶ­νε σφι­χτὰ στὰ χέ­ρια τους τὶς ψυ­χές τους, νὰ σκί­ζουν τὰ δι­α­κρι­τι­κά τους καὶ νὰ βογ­γᾶ­νε μπρο­στὰ στὶς νο­σο­κό­μες τους ζη­τών­τας λί­γη ἀ­να­κού­φι­ση. Καὶ ἀ­κού­ει καὶ αὐ­τές, τὶς νο­σο­κό­μες, μὲ τὶς λε­πτὲς καὶ ψυ­χρὲς φω­νές τους, κα­θὼς χτυ­πᾶ­νε τὸ κρύ­ο δέρ­μα γιὰ νὰ βροῦν μιὰ φλέ­βα. Αὐ­τὸς εἶ­ναι ἕ­νας οὐ­ρα­νὸς ποὺ βα­στά­ει ὅ­λη τὴν κού­ρα­ση τοῦ κό­σμου. Εἶ­ναι μου­δι­α­σμέ­νος καὶ κε­νός. Σὲ δι­α­περ­νά­ει σὰν ἠ­χώ.

        Για­τί αὐ­τό, πι­στεύ­ει ἐ­κεί­νη, πὼς εἶ­ναι αὐ­τὸς τώ­ρα. Μιὰ ἄ­δεια ἀν­τή­χη­ση, ἕ­να σύ­νο­λο μο­ρί­ων μό­νο, ποὺ αἰ­ω­ρεῖ­ται μέ­σα στὸν χρό­νο. Κά­πο­τε ἦ­ταν ἄν­τρας καὶ τώ­ρα εἶ­ναι ἕ­να ποί­μνιο ποὺ ἔ­χει χά­σει τοὺς πι­στούς του. Ὑ­πάρ­χουν καὶ ἀν­τι­κεί­με­να, φυ­σι­κά: μιὰ βέ­ρα, ἕ­να ρο­λό­ι τσέ­πης, ἕ­να ἐ­πι­με­λῶς φρον­τι­σμέ­νο σὲτ βουρ­τσί­σμα­τος δον­τι­ῶν. Ὅ­μως, μέ­σα στὴν ἀ­χνὴ πά­χνη, αὐ­τὰ τὰ ἀν­τι­κεί­με­να ἔ­χουν ἐ­λά­χι­στη ση­μα­σί­α. Κά­πο­τε ἴ­σως κα­θό­ρι­ζαν τὴ ζω­ὴ κά­ποι­ου, ἀλ­λὰ τώ­ρα ἁ­πλῶς αἰ­ω­ροῦν­ται δί­χως νό­η­μα. Χω­ρὶς τὸ ὑ­πό­βα­θρο τῆς Ἱ­στο­ρί­ας, χω­ρὶς κά­ποι­α ἀ­φή­γη­ση, μιὰ ἱ­στο­ρί­α, αὐ­τὸς ὁ ἄν­τρας εἶ­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος νὰ γί­νει ἕ­να πε­ρί­γραμ­μα μό­νο. Ἀ­κό­μα καὶ αὐ­τὴ ξε­χνά­ει καὶ χω­ρὶς τὰ κα­τάλ­λη­λα ἔγ­γρα­φα εἶ­ναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος νὰ γί­νει ἕ­να παι­δι­κὸ παι­χνί­δι τη­λε­φώ­νου, ἕ­να μέ­σο δι­α­σκέ­δα­σης σὲ πάρ­τι γε­νε­θλί­ων, ποὺ χω­ρὶς τὴν πα­ρου­σί­α κά­ποι­ου γιὰ νὰ τὸ ἀ­πο­κρυ­πτο­γρα­φή­σει δὲν ἔ­χει κα­νέ­να νό­η­μα.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Α­πό τον τό­μο 110 Stories. New York Writes After September 11. Edited by Ulrich Baer (New York University Press, NY, 2002).

Ἀ­πὸ τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα τοῦ ἰ­στο­λο­γί­ου Πλα­νό­διον – Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι καὶ τῆς μη­νια­ίας ἐ­πι­θε­ώ­ρη­σης τοῦ βι­βλί­ου Books’ Journal γιὰ τὰ δε­κα­πέν­τε χρό­νια ἀ­πὸ τὴν ἐ­πί­θε­ση (11-09-2001) στοὺς Δί­δυ­μους Πύρ­γους τῆς Νέ­ας Ὑ­όρ­κης, μὲ τί­τλο «Μπον­ζά­ι γιὰ τὸ Ση­μεῖ­ο Μη­δέν», ποὺ ἐ­πι­με­λή­θη­καν ὁ Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης, ἡ Ἠ­ρὼ Νι­κο­πού­λου καὶ ἡ Ἔ­λε­να Σταγ­κου­ρά­κη.

 

Τζέ­νι­φερ Μπέρ­μαν (Jenifer Berman). Συγ­γρα­φέ­ας καὶ ἑρ­μη­νεύ­τρια νο­η­μα­τι­κῆς γλώσ­σας. Δι­η­γή­μα­τά της ἔ­χουν ἐμ­φα­νι­στεῖ σὲ πολ­λὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κά. Ζεῖ στὴ Νέ­α Ὑ­όρ­κη.

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά: Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης.

Βα­σί­λης Μα­νου­σά­κης (Ἀ­θή­να, 1972). Ποί­η­ση, δι­ή­γη­μα, με­τά­φρα­ση. Ἔ­χει δι­δα­κτο­ρι­κὸ στὴν Ἀ­με­ρι­κα­νι­κὴ ποί­η­ση. Δι­δά­σκει λο­γο­τε­χνί­α καὶ με­τά­φρα­ση στὸ Hellenic American College. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει πά­νω ἀ­πὸ 20 λο­γο­τε­χνι­κὰ βι­βλί­α καὶ δε­κά­δες δι­η­γή­μα­τα καὶ ποι­ή­μα­τα. Ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ λο­γο­τε­χνι­κὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό, ἐ­νῶ με­τα­φρά­σεις καὶ ἄρ­θρα του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῆς Ἑλ­λά­δας καὶ τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ.