.
.
Βασίλι Γκρόσμαν (Василий Гроссман)
.
Στὴν ἐξοχή
(За городом)
.
ΥΠΝΗΣΑ. Κάποιος τραβοῦσε δυνατὰ τὴν πόρτα στὴν τζαμωτὴ ταράτσα.
Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρό, στὸν γειτονικὸ συνοικισμὸ τῶν παραθεριστῶν, κάποιοι ληστὲς σκότωσαν δυὸ ἡλικιωμένους ποὺ περνοῦσαν ἐκεῖ τὸν χειμώνα τους, ἕναν ἄντρα καὶ τὴ γυναίκα του. Τὸ προσεκτικό, ἀδύναμο καὶ διαλεῖπον κουδούνισμα τῶν τζαμιῶν μοῦ φάνηκε δυσοίωνο. Σηκώθηκα ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ τράβηξα τὴν κουρτίνα τοῦ παραθύρου: σκοτάδι, μαυρίλα.
— Ἔι, ποιός εἶναι ‘κεῖ; – φώναξα μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ προσποιοῦνταν πὼς εἶναι μπάσα.
Σιγή, καὶ πάλι ὁ διαλείπων καὶ ἀνεπαίσθητος χτύπος, ἕνα θρόισμα… Γιατί ν’ ἀφήσω ἀνοιχτὸ τὸ φῶς στὴν ταράτσα;
Ξαφνικά, ἄρχισε νὰ κουδουνίζει δυνατὰ τὸ τζάμι, κι ἔπειτα πάλι καὶ πάλι. Νὰ χρησιμοποιεῖ ἄραγε διαμάντι ὁ ἐγκληματίας;
Γιατί ἦρθα μόνος, τέλη Φεβρουαρίου, στὴν ἔρημη ντάτσα; Δὲν ἦταν ἡ πόλη ποὺ μοῦ ἔστηνε καρτέρι, μὲ τοὺς νυχτερινούς της χτύπους στὴν κεντρικὴ πόρτα τῆς εἰσόδου καὶ τὸ μεταλλικὸ τρίξιμο τοῦ ἀνελκυστήρα, ἀλλὰ τούτη ἡ τεράστια, χιονισμένη πεδιάδα, τὰ χειμωνιάτικα δάση, ἡ κρύα καὶ ἀνελέητη ἀνοιχτωσιά. Κίνησα νὰ συναντήσω τὴ συμφορά, ἐγκαταλείποντας τὴν πόλη, ὅπου ὑπάρχει φῶς, ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ὅπου ὑπάρχει ἡ βοήθεια τοῦ κράτους.
Ψηλάφησα στὰ σκοτεινὰ τὸ τσεκούρι καὶ κάθισα στὸ κρεβάτι. Ἡ παλάμη μου, κάθε λίγο καὶ λιγάκι, ἄγγιζε τὶς πλατειὲς καὶ κρύες παρειὲς τοῦ τσεκουριοῦ.
Στὴν ταράτσα ἔγινε ἡσυχία. Περίμενε ἄραγε ὁ ἐγκληματίας τὸν συνεργό του; Ὑποψιάστηκε μήπως ὅτι ἐπαγρυπνῶ, μ’ ἕνα τσεκούρι στὸ χέρι; Ὁ φονιάς, ἀπὸ ἕνα τέτοιο γαλήνιο σκοτάδι γεννιέται.
Ἡ σιγαλιὰ ἔγινε ἀβάσταχτη καὶ ἀποφάσισα νὰ πάω νὰ συναντήσω τὴ μοίρα μου. Τράβηξα τὸν σύρτη καί, σφίγγοντας στὸ χέρι μου τὸ τσεκούρι, βγῆκα στὴν ἠλεκτροφωτισμένη ταράτσα.
Στὸ σανιδένιο πάτωμα, πασπαλισμένη μὲ ψιλόχιονο, ἔχοντας ἁπλωμένα τὰ φτεράκια της, κείτονταν νεκρὴ μιὰ μικρούλα παπαδίτσα, μὲ μιὰ σκούρα, βαθυκόκκινη σταγόνα αἵματος στὸ ράμφος της.
1953
.
.
Πηγή: Ἱστότοπος Lib.ru/Библиотека Максима Мошкова (Βιβλιοθήκη τοῦ Μαξὶμ Μοσκώφ).
.
Βασίλι Σιμιόνοβιτς Γκρόσμαν (Василий Семенович Гроссман) (Μπερντίτσεφ, 12 Δεκεμβρίου 1905 – Μόσχα, 14 Σεπτεμβρίου 1964). Σοβιετικὸς συγγραφέας διηγημάτων καὶ μυθιστορημάτων. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ἐργάστηκε ὡς πολεμικὸς ἀνταποκριτὴς γιὰ τὸν Κόκκινο Στρατό. Κορυφαῖο ἔργο τοῦ Γκρόσμαν θεωρεῖται τὸ μυθιστόρημα Ζωὴ καὶ Πεπρωμένο (1959). Ἀπαγορευμένο στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση, πρωτοεκδόθηκε στὴν Ἐλβετία τὸ 1980, μὲ τὴ βοήθεια μυστικὰ φωτογραφημένων ἀντιτύπων τοῦ κειμένου. Στὴ Ρωσία κυκλοφόρησε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1988, μὲ τὴν πολιτικὴ διαφάνειας τοῦ Γκορμπατσώφ.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικά:
Γιῶργος Χαβουτσᾶς (Πειραιᾶς, 1965). Ἀσχολεῖται μὲ τὴν ποίηση καὶ τὴ μετάφραση. Δημοσίευσε τὶς ποιητικὲς συλλογὲς Ἡ φοινικιά (Γαβριηλίδης, 2005) καὶ Σημεῖο Πετρούπολης (Πλανόδιον, 2011). Ἔχει μεταφράσει ἐπίσης τὸ πεζογράφημα Ταξίδι στὴν Ἀρμενία, τοῦ Ὄσιπ Μαντελστάμ (Ἴνδικτος, 2007).
.
Filed under: Γκρόσμαν Βασίλι,Μυστήριο,Μονόλογος,Περιγραφή,Ρωσικά,Φύση-Ζώα,Χαβουτσάς Γιώργος,Ψυχογραφία | Τὰ σχόλια στὸ Βασίλι Γκρόσμαν (Василий Гроссман): Στὴν ἐξοχή ἔχουν κλείσει