Μπορὶς Βάχτιν (Борис Вахтин): Ἀστέρι, μάτια καὶ λάμπα

 

 

Μπορὶς Βάχτιν (Борис Вахтин)

 

Ἀστέρι, μάτια καὶ λάμπα 

(Звезда, глаза и лампа)

 

ΑΘΕ ΠΡΑΓΜΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ἔ­χει τὸ ὄ­νο­μά του. Τὸ δέν­τρο λέ­γε­ται δέν­τρο, κι ὄ­χι κε­ρί, τὸ ἰ­κρί­ω­μα λέ­γε­ται ἰ­κρί­ω­μα καὶ ὄ­χι γρα­φεῖ­ο, ἡ γυ­ναί­κα λέ­γε­ται γυ­ναί­κα, κι ὄ­χι ἄν­δρας, καὶ ὁ συγ­γρα­φέ­ας λέ­γε­ται συγ­γρα­φέ­ας καὶ ὄ­χι ξυ­λουρ­γός. Καὶ τὸ ἀν­τί­θε­το.

       Στὴν ἀ­κρί­βεια τῶν ὀ­νο­μά­των ὑ­πάρ­χει σο­φί­α. Καὶ ἂν ἡ φύ­ση δὲν ἐμ­πο­δί­ζε­ται, τό­τε τὸ φιν­τά­νι γί­νε­ται δέν­τρο, ὁ ὀ­νει­ρο­πό­λος γί­νε­ται συγ­γρα­φέ­ας, τὸ κο­ρι­τσά­κι γί­νε­ται γυ­ναί­κα καὶ ἡ πο­λι­τι­κὴ γί­νε­ται ἰ­κρί­ω­μα.

      Κι ἂν ἐμ­πο­δί­ζε­ται, τό­τε δὲ γί­νε­ται τί­πο­τα, εἴ­τε γί­νε­ται ἡ ἔκ­πτω­ση τῶν ὀ­νο­μά­των: ὁ ξυ­λουρ­γὸς ποὺ νο­σταλ­γεῖ τὴν πέν­να, τὸ κού­τσου­ρο ποὺ πέ­τα­ξε ἕ­να κλα­ρί, ὁ ἄν­δρας μὲ καρ­διὰ γυ­ναί­κας καὶ τὸ γρα­φεῖ­ο ποὺ θέ­λει νὰ γί­νει ἰ­κρί­ω­μα.

      Τί­πο­τα δὲ γί­νε­ται, μό­νο ὁ πό­νος. Ὅ­μως ἔρ­χον­ται κά­ποι­οι πα­ρά­ξε­νοι ἄν­θρω­ποι καὶ παί­ζουν στὸν κό­σμο τῶν ἀ­κρι­βῶν ὀ­νο­μά­των κω­μω­δί­ες τῶν συ­νειρ­μῶν. Καὶ γί­νε­ται φα­νε­ρό ὅ­τι στὴν ἀ­κρί­βεια τῶν ὀ­νο­μά­των δὲν ὑ­πάρ­χει κα­μιὰ σο­φί­α, για­τὶ δὲν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα στα­θε­ρὸ στὴ φαν­τα­σί­α, δὲν ὑ­πάρ­χει κα­μιὰ δι­α­φο­ρὰ ἀ­νά­με­σα στὸ ὄ­νει­ρο ποὺ θυ­μᾶ­σαι καὶ τὸ γε­γο­νὸς ποὺ ἔ­μει­νε στὴ μνή­μη, ἀ­νά­με­σα σὲ σέ­να καὶ σὲ μέ­να (δι­ό­τι ἡ φαν­τα­σί­α εἶ­μαι ἐ­γώ, καὶ δὲν ὑ­φί­στα­ται στὸν πραγ­μα­τι­κὸ κό­σμο), πρὸς τί λοι­πὸν ἡ κου­βέν­τα γιὰ τὰ δέν­δρα καὶ τὰ κε­ριά, τὰ γρα­φεῖ­α καὶ τὰ ἰ­κρι­ώ­μα­τα, τὶς γυ­ναῖ­κες καὶ τοὺς ἄν­δρες, τοὺς συγ­γρα­φεῖς καὶ τοὺς ξυ­λουρ­γούς. Πρὸς τί ἡ κου­βέν­τα γιὰ τ’ ἀ­στέ­ρια, τὰ μά­τια καὶ τὶς λάμ­πες.

      Πρὸς τί ἡ κου­βέν­τα γιὰ ὅ­λα αὐ­τά.

 

  

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸν κύ­κλο «Ἡ­με­ρο­λό­γιο χω­ρὶς ὀ­νό­μα­τα καὶ ἀ­ριθ­μούς». Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ О­ч­е­нь к­о­р­о­т­к­ие т­е­к­с­ты: В с­т­о­р­о­ну а­н­т­о­л­о­г­ии. – М.: Н­ЛО, 2000. – σελ. 24-25. Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση στὸ πε­ρι­ο­δι­κό Σού­μερ­κι (Λυ­κό­φως), τεῦ­χος 11 (1991). Πρώ­τη με­τά­φρα­ση στὰ ἑλ­λη­νι­κά.

 

Μπορὶς Βάχτιν (Борис Вахтин). (Ρο­στόφ-Ντόν, 1930). Γιὸς τῆς πε­ζο­γρά­φου Βέ­ρα Πα­νό­βα, σπού­δα­σε κι­νέ­ζι­κη φι­λο­λο­γί­α στὴ Σχο­λὴ Ἀ­να­το­λι­κῶν Γλωσ­σῶν τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Λέ­νιν­γκραντ. Γιὰ πολ­λὰ χρό­νια ἔ­γρα­φε γιὰ τὸ Σα­μιζ­ντάτ (παράνομος τύπος). Δη­μο­σί­ευ­ε τὰ ἔρ­γα του στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ τῶν ἐ­μιγ­κρέ­δων στὸ ἐ­ξω­τε­ρι­κό. Ἔ­γρα­ψε ἀρ­κε­τὰ θε­α­τρι­κὰ ἔρ­γα, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­νε­βά­στη­καν μὲ με­γά­λη ἐ­πι­τυ­χί­α μό­λις στὶς ἀρ­χὲς τῆς δε­κα­ε­τί­ας τοῦ 2000. Πέ­θα­νε τὸ 1981.

 

Με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ ρω­σι­κά:

Εὐγε­νί­α Κρι­τσέ­φτσκα­για (Μό­σχα, 1958). Φι­λό­λο­γος, με­τα­φρά­στρια, δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Κλα­σικὴ Φι­λο­λο­γί­α καὶ Νέ­α Ἑλλη­νικὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Λο­μο­νόσοφ τῆς Μό­σχας. Ἀπὸ τὸ 1983 ζεῖ καὶ ἐργά­ζε­ται στὴν Ἑλ­λά­δα.