Δημήτρης Χριστόπουλος: Τὸ γενεαλογικὸ μου δέντρο


Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος


Τὸ γε­νε­α­λο­γι­κό μου δέν­τρο


Α ΚΕΡΑΣΙΑ ἀ­πὸ μι­κρὴ τὰ φο­ϐ­ό­μου­να. Στὸ χω­ριὸ δὲν ὑ­πῆρ­χε ἄλ­λη κε­ρα­σιὰ ἀπ᾿ τὴ δι­κιά μας. Μιὰ ἀ­γρι­ο­κε­ρα­σιὰ ποὺ ἔ­κα­νε κά­τι με­γά­λα σὰ χει­ρο­ϐο­μϐ­ί­δες πε­τρο­κέ­ρα­σα. Τὸ θέ­ρος ἅ­πλω­νε βα­ρὺ τὸν ἴ­σκιο της στὴν αὐ­λὴ καὶ μᾶς ἔ­σω­ζε ἀπ᾿ τὰ λι­ο­πύ­ρια. Στὶς χον­τρές της κλά­ρες δέ­να­με σκοι­νιὰ κι αἰ­ω­ρού­μα­σταν ὁ­λη­με­ρὶς μὲ τ᾿ ἀ­δέλ­φια μου. Ἀπ᾿ τὰ χλω­ρά της κλω­νά­ρια φτι­ά­χνα­με σπα­θιά. Τοὺς γει­τό­νους ἀπ᾿ τὸ δι­κό μας δέν­τρο τοὺς φι­λεύ­α­με κι οἱ γυ­ναῖ­κες ἑ­τοί­μα­ζαν κε­ρα­σό­πι­τα. Καὶ τὸ ψυ­χο­σά­ϐ­ϐ­α­το τῆς Πεν­τη­κο­στῆς μ᾿ αὐ­τὰ γλυ­καί­να­νε τὸν κό­σμο γιὰ ὅ­σους πέ­θα­ναν νέ­οι, ἄ­κλαυ­τοι καὶ μό­νοι στὰ βου­νὰ καὶ στὶς θά­λασ­σες.

        Ἡ θειά μου ἡ Ἀ­σή­μω μὲ τὴ μαύ­ρη τὴ μπο­λί­δα, κα­θι­σμέ­νη στὸ κα­τώ­φλι τοῦ σπι­τιοῦ της, τ᾿ ἄ­λε­θε μιὰ χα­ρὰ στὸ ἄ­δει­ο ἀ­πὸ δόν­τια στό­μα της καὶ δυ­ὸ-δυ­ὸ μοῦ τὰ κρέ­μα­γε σκου­λα­ρί­κια στ᾿ αὐ­τιά, χτυ­πών­τας πα­λα­μά­κια μὲ ρυθ­μό:

 

Ἀ­νέ­ϐ­η­κα στὴν κε­ρα­σιά,

Μα­ρί- Μα­ρί­α, Μα­ρι­γώ,

νὰ κό­ψω ἕ­να κε­ρά­σι

–  βά­ι τζιγ­κι­τζέ­λα, βά­ι τζιγ­κι­τζό.

T᾿ ἀν­τρό­γυ­νο ποὺ γί­νη­κε,

νὰ ζή­σει, νὰ γε­ρά­σει.

Νὰ κά­νει δώ­δε­κα παι­διά,

δώ­δε­κα πα­λι­κά­ρια.

Νὰ κά­νει κι ἕ­να ϑ­η­λυ­κὸ

νὰ μὴ χα­θεῖ τὸ σό­ι.


        Πέντ᾿-ἕ­ξι θά ᾿μου­να τό­τε. Κεί­νη τὴ μέ­ρα ὁ ἥ­λιος ἔ­ψη­νε τὴν πέ­τρα. Ψή­θη­κα κι ἐ­γὼ στὸν πυ­ρε­τό. Κά­που-κά­που ἐρ­χό­ταν ἀ­πὸ μα­κριὰ τοῦ γκι­ό­νη τὸ λά­λη­μα. Ἔ­φθα­νε βλέ­πεις ὁ και­ρὸς τοῦ θε­ρι­σμοῦ. Τὸ κά­μα δυ­νά­μω­νε, δυ­νά­μω­νε κι ἐ­μέ­να ὁ κοι­λό­πο­νος, ὥ­σπου ἡ κοι­λιά μου ἔ­γι­νε τούμ­πα­νο. Μό­νο μὲ κε­ρά­σια ξε­γε­λά­γα­με τό­τε τὴν πεί­να μας. Τὴ νύ­χτα μὲ κρά­τη­σε κον­τά της ἡ κα­ψε­ρή, ταμ­που­ρω­μέ­νη στὸν κα­ταρ­ρά­κτη τῆς κα­λύ­ϐ­ας της νὰ λέ­ει ὅ­λη τὴν ὥ­ρα πα­ρα­μύ­θια γιὰ χά­ρη μου, μέ­χρι ποὺ ἀ­πο­κοι­μή­θη­κα στὰ χέ­ρια της. «Ἡ­σύ­χα­σε, που­λά­κι μου.» Μιὰ νε­κρι­κὴ σι­ω­πὴ ποὺ ἔ­λι­ω­νε τὰ σω­θι­κὰ ἁ­πλώ­θη­κε τρι­γύ­ρω. «Κοι­μή­σου, Μα­ρι­γού­λα μου…»

        Ξάφ­νου οἱ σκι­ὲς με­γά­λω­σαν κι ἕ­νας ὁ­λά­κε­ρος στρα­τὸς ἀ­πὸ ἀ­γρι­ο­κε­ρα­σι­ὲς πα­ρέ­λα­σε ἀ­πὸ μπρο­στά μου. Γι­γαν­τό­δεν­τρα ποὺ ἀπ᾿ τὰ κλα­διά τους κρέ­μον­ταν, ἀν­τὶ γιὰ ἄ­λι­κες μπα­λί­τσες, σκιά­χτρα ἀ­πὸ γυ­ναῖ­κες καὶ μω­ρά. Χο­ρο­στά­σι ἀ­πὸ κε­ρά­σια σκέ­πα­σε τὸν τό­πο, πλημ­μύ­ρι­σε τὶς ροῦ­γες, τὶς μάν­τρες, ἔ­πνι­ξε τοὺς ἀν­θρώ­πους στὰ σπί­τια τους. Σὲ λί­γο ὅ­λα θὰ τὰ τύ­λι­γαν οἱ φλό­γες.

        Κι εἶ­δα δε­κά­δες κορ­μιὰ νὰ σέρ­νουν τὸν πύ­ρι­νο χο­ρὸ μὲς στὸ λά­λα­ρο τοῦ θέ­ρους. Κι εἶ­δα τοὺς γο­νιούς μου νὰ αἰ­ω­ροῦν­ται ἄ­ψυ­χοι στὸ ἀ­ψη­λό­τε­ρο κλα­ρὶ τῆς κε­ρα­σιᾶς. Κι εἶ­δα τ᾿ ἀ­δέλ­φια μου λογ­χι­σμέ­να στὸ ξύ­λι­νο κορ­μί της. Κι εἶ­δα τὶς μυ­λό­πε­τρες ν᾿ ἀ­λέ­θουν σὰν πί­του­ρο τὴν ἀν­θρώ­πι­νη σάρ­κα. Κι εἶ­δα τὸ αἷ­μα νὰ κο­χλά­ζει σὰ νε­ρὸ ἀπ᾿ τὴ χούρ­χου­λη τοῦ μύ­λου. Κι εἶ­δα τὸν παπ­πού­λη μὲ τὰ ρά­σα δέν­τρο κα­ρϐ­ου­νι­α­σμέ­νο στὸν στρό­γυ­ρα τοῦ ἁ­λω­νιοῦ.

        Ἀ­θέ­ρι­στα ἀ­πο­μεί­να­νε κεῖ­νο τὸ κα­λο­καί­ρι τὰ χω­ρά­φια κι ἀ­τρύ­γη­τα τ᾿ ἀμ­πέ­λια τὸ Σε­πτέ­μϐ­ρη. Κι ὁ ἥ­λιος, τὸ ἄλ­λο πρω­ι­νὸ ποὺ ξε­μυ­τί­σα­με ἀ­πὸ τὴν κα­τα­πα­κτή, δὲν ἔ­λε­γε νὰ ξη­με­ρώ­σει. «Πα­τέ­ρα! Μά­να! Μα­γδα­λη­νή! Σω­τή­ρη!» φώ­να­ζα. Κα­νεὶς δὲν ἀ­πο­κρί­θη­κε, κα­νείς. Μαν­τα­λω­μέ­νες οἱ ψυ­χὲς μὲς στὴν καυ­τὴ ἀν­τη­λιά. Καὶ τὰ πρό­σω­πα δί­χως πρό­σω­πο. Μό­νο τὸ κόμ­μι, τὸ ἀ­ση­μέ­νιο δά­κρυ τῆς ἀ­γρι­ο­κε­ρα­σιᾶς, δὲν ἔ­πα­ψε νὰ κυ­λᾶ ἄ­φθο­νο κά­θε σού­ρου­πο ἀ­πὸ τὶς πλη­γές της καὶ νὰ τὸ συ­νά­ζουν ὑ­πο­μο­νε­τι­κὰ οἱ γυ­ναῖ­κες γιὰ νὰ φτιά­ξουν κα­ταπλά­σμα­τα καὶ βάλ­σα­μα γιὰ τὶς δι­κές τους πλη­γές.

        Δε­κα­ε­τί­ες κύ­λη­σαν ἀ­πὸ τό­τε. Κι ἐ­γὼ κα­τα­δι­κά­στη­κα νὰ ζῶ πε­θα­μέ­νη ἀ­νά­με­σα στοὺς ἀ­πο­θα­μέ­νους, με­τρών­τας μὲ τὰ δέν­τρα τὰ χρό­νια μου. 6, 12, 18, 81… Τὰ δέν­τρα μὲ τοὺς κρε­μα­σμέ­νους, τὸ γε­νε­α­λο­γι­κό μου δέν­τρο. Ὅ­σο θυ­μᾶ­μαι δὲν πε­θαί­νω. Κι αὐ­τὸ εἶ­ναι βά­σα­νο με­γά­λο. Μό­νο ἡ σκιὰ τῆς κε­ρα­σιᾶς κα­τοι­κεῖ τὶς ἄ­δει­ες κά­μα­ρες τοῦ νοῦ μου. Οἱ δυ­ό μας ἀ­πο­μεί­να­με μο­νά­χα· αὐ­τὴ κι ἐ­γώ. Πο­τὲ δὲν ξα­νά­ϐ­α­λα κε­ρά­σια στὸ στό­μα μου, ἂν καὶ τό­τε —τ᾿ ὁ­μο­λο­γῶ— αὐ­τὰ μοῦ σῶ­σαν τὴ ζω­ή. Οὔ­τε σκου­λα­ρί­κια κρέ­μα­σα οὔ­τε παι­διὰ ἔ­κα­μα, γιὰ νὰ κλεί­σουν τά­χα­τες τὰ δι­κά μου τραύ­μα­τα. Σταυ­ρὸ φί­λη­σα στὸ γε­νε­α­λο­γι­κό μου δέν­τρο.

        Νὰ κά­μει κι ἕ­να ϑ­η­λυ­κὸ νὰ μὴ χα­θεῖ τὸ σό­ι, μὲ τα­χτά­ρι­ζε κεῖ­νο τὸ βρά­δυ ἡ θειά μου ἡ Ἀ­σή­μω.

        Νὰ μὴ χα­θεῖ τὸ σό­ι… τὸ σό­ι… τὸ σό­ι τὸ σό­ι τὸ σό­ι τὸ σό­ι τὸ σό­ι τὸ σό­ι τὸ σό­ι τὸ σό­ι…

        Τὸ ἴ­διο πάν­τα ψέ­μα.



Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Σπου­δὴ στὸ κί­τρι­νο (ἐκδ. Τὸ Ρο­δα­κιό, 2018).

Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μ.Ε., ἐ­νῶ σπου­δά­ζει Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Δ. Μα­κε­δο­νί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γή­μα­των Δη­μό­σι­ες Ἱ­στο­ρί­ες (ἐκδ. Πή­γη, 2013) καὶ Σπου­δὴ στὸ κί­τρι­νο (ἐκδ. Ρο­δα­κιό, 2018). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στοὺς ἱ­στο­χώ­ρους καὶ τὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Πλα­νό­διον, Φρέ­αρ, Δέ­κα­τα, Bookpress καὶ στὸ Fra­ctal. Δι­α­τη­ρεῖ τὸν φι­λο­λο­γι­κὸ ἱ­στό­το­πο Ἠ­λε­κτρο­νι­κὴ Τρά­πε­ζα Φι­λο­λο­γι­κῶν Θε­μά­των.


			

Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος: Ἡ κί­τρι­νη ζα­κέ­τα



Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος


Ἡ κί­τρι­νη ζα­κέ­τα


μο­νά­χα ὅ­ταν τὰ χέ­ρια μου σὲ χά­νουν,
ἡ πο­νε­μέ­νη φαν­τα­σί­α μου σὲ κερ­δί­ζει.
Ντί­νος Χρι­στι­α­νό­που­λος, «Ἀ­να­στο­λὴ»

ΥΡΙΣΕ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ καὶ ἄ­νοι­ξε τὴν ντου­λά­πα. Πρῶ­τα τὸ δε­ξιὸ φύλ­λο ποὺ ἔ­τρι­ξε ἀ­πὸ τὴν ἀ­χρη­σί­α. Γκρι­νιά­ζει κι αὐ­τὴ μὲ τὸν τρό­πο της —σκέ­φτη­κε— ποὺ χέ­ρι δὲν τὴν ἀ­νοί­γει πιά. Ὅ­λα το­πο­θε­τη­μέ­να μὲ τά­ξη καὶ σει­ρά. Χώ­θη­κε ὁ­λό­κλη­ρος λὲς καὶ ἤ­θε­λε νὰ τ᾿ ἀ­γα­πή­σει γιὰ τε­λευ­ταί­α φο­ρά. Νὰ τὸν χα­ϊ­δέ­ψουν οἱ μπλοῦ­ζες, νὰ τὸν ἀγ­γί­ξει κι ἐ­κεῖ­νο τὸ τα­γι­ὲρ ποὺ φό­ρα­γε τὴν ἄ­νοι­ξη, νὰ τὸν τυ­λί­ξει καὶ τὸ μαν­τὼ ποὺ τό­σο τῆς πή­γαι­νε. Μαν­τα­ρί­νι, κισ­σός, ὀρ­χι­δέ­α πυρ­πό­λη­σαν τὶς αἰ­σθή­σεις του καὶ ζα­λι­σμέ­νος πι­σω­πά­τη­σε. Ἡ κί­τρι­νη ζα­κέ­τα κρε­μό­ταν τε­λευ­ταί­α δί­χως νὰ τὴν ἔ­χει ξε­θω­ριά­σει ὁ χρό­νος. Δί­στα­σε. Τὴν ἄ­νοι­ξε πά­νω στὸ κρε­ϐ­ά­τι, τὴ σι­δέ­ρω­σε μὲ τὶς πα­λά­μες του, τὴ δί­πλω­σε προ­σε­κτι­κά, τὴν τα­κτο­ποί­η­σε στὸ σα­κί­διό του – ἄ­στα­τος ὁ και­ρὸς τε­λευ­ταῖ­α, δὲν εἶ­ναι παῖ­ξε-γέ­λα­σε. Ὕ­στε­ρα, τὸ ἀ­ρι­στε­ρὸ φύλ­λο. Ἐ­δῶ δὲν χρο­νο­τρί­ϐ­η­σε. Φό­ρε­σε τὸ κα­ρὼ που­κά­μι­σο ποὺ τοῦ εἶ­χε ἀ­γο­ρά­σει ἐ­κεί­νη – «τώ­ρα εἶ­σαι ὁ­λό­ι­διος ὁ Ρόμ­περτ Ρέν­τφορντ στὸ Γη­τευ­τὴ τῶν ἀ­λό­γων, ὁ γη­τευ­τὴς τῆς δι­κῆς μου ζω­ῆς, μὴν σοῦ πῶ καὶ κα­λύ­τε­ρος», τοῦ εἶ­χε πεῖ ἡ Δε­σποι­νι­ὼ στὴν ἐ­πέ­τει­ο τοῦ γά­μου τους πρὶν ἀ­πὸ κάμ­πο­σα χρό­νια.

       Πά­στρε­ψε γιὰ λί­γη ὥ­ρα τὸ σπί­τι, τα­κτο­ποί­η­σε τὰ πιά­τα στὴν κου­ζί­να, πῆ­ρε ἕ­να φύλ­λο χαρ­τὶ κι ἔ­κα­με τὸ χρέ­ος του. Σὲ λί­γο βγῆ­κε ἔ­ξω νὰ κά­μει ἕ­να τσι­γά­ρο. Δὲν τὸν χώ­ρα­γε ὁ τό­πος, δὲν τὸν χώ­ρα­γε τὸ σῶ­μα του. Δε­κά­ρα δὲν ἔ­δι­νε γιὰ τὶς συ­μϐ­ου­λὲς τοῦ για­τροῦ.

       Ἔ­σκυ­ψε μὲ δυ­σκο­λί­α· ἄ­φη­σε τὸ κλει­δὶ τῆς γκαρ­σο­νι­έ­ρας ποὺ νοί­κια­ζε κά­τω ἀ­πὸ τὸ χα­λά­κι τῆς ἐ­ξώ­πορ­τας μα­ζὶ μ᾿ ἕ­να γράμ­μα, αὐ­τὴ τὴ φο­ρά, γιὰ τὸν Κώ­στα. Θὰ κα­τα­λά­ϐ­ει αὐ­τός, συλ­λο­γί­στη­κε. Τὰ βή­μα­τά του τὸν ἔ­φε­ραν στὸν κου­ρέ­α τῆς γει­το­νιᾶς. «Κού­ρε­μα καὶ κόν­τρα ξύ­ρι­σμα, πα­ρα­κα­λῶ.» «Ἄν­τε καὶ γαμπρός, Νι­κή­τα», τοῦ εὐ­χή­θη­κε ὁ Θε­ό­φι­λος —φτυ­στὸς ὁ Δι­ο­νύ­σης Πα­πα­γι­αν­νό­που­λος στὸ Λού­να Πὰρκ— κι ἀ­μέ­σως δαγ­κώ­θη­κε μὲ τὴ γκά­φα του. «Μὲ τὸ συμ­πά­θιο», συ­νέ­χι­σε αὐ­τὸς χω­ρὶς νὰ τσιγ­κου­νευ­τεῖ τὴν Old Spice, «ἀλ­λὰ δὲν μοῦ ἔ­χεις πεῖ πο­τὲ πό­σα χρό­νια κου­ϐ­α­λᾶς στὴν καμ­πού­ρα σου».

       Γέ­λα­σε καὶ τοῦ ᾿πε: «χον­τρι­κά, πάν­τα χον­τρι­κά, Θε­ό­φι­λε, λί­γο προ­τοῦ πε­θά­νω…» «Κου­νή­σου ἀπ᾿ τὴ θέ­ση σου, ἄν­θρω­πέ μου», τοῦ εἶ­πε ἐ­κεῖ­νος καὶ σταυ­ρο­κο­πή­θη­κε. «Τὸ μό­νο ποὺ εὔ­χο­μαι εἶ­ναι ἐ­κεῖ ποὺ θὰ πά­ω νὰ βρῶ ἕ­να ψα­λί­δι σὰν τὸ δι­κό σου, Θε­ό­φι­λε.»

       Γιὰ μιὰ στιγ­μή, κα­θὼς γύ­ρι­σε, εἶ­δε τὸ πρό­σω­πο τῆς Δε­σποι­νι­ῶς, ὅ­πως τὸ χά­ρα­ξε ὁ νοῦς του μέ­σα στὸν κα­θρέ­φτη, νὰ δι­α­νεύ­ει σὰν ἀ­ε­ρι­κό. Χα­μο­γέ­λα­σε. «Ἄ, μὴν ξε­χά­σεις, τὴν ἀ­γά­πη μου στὴν Οὐ­ρα­νί­α», τοῦ ἔ­γνε­ψε ὁ Νι­κή­τας κλεί­νον­τας τὴν πόρ­τα καὶ κον­το­στά­θη­κε γιὰ μιὰ στιγ­μή: «Πο­τὲ δὲν ἤ­μουν κα­λύ­τε­ρα, Θε­ό­φι­λε. Ὕ­πνος καὶ ξύ­πνιος εὔ­κο­λα ζευ­γα­ρώ­νουν, μέ­χρι νὰ κά­νεις πφφ καὶ νὰ πε­ρά­σεις στὸ σκο­τει­νὸ τὸ θά­λα­μο».

       Στα­μά­τη­σε στὸ κα­φε­νεῖ­ο τοῦ Γκί­κα κι ἔ­παι­ξε μιὰ τε­λευ­ταί­α παρ­τί­δα τά­ϐ­λι μὲ τὸν Ἀρ­γύ­ρη – ὅ­λο δι­πλὰ σή­με­ρα· ἦ­ταν, φαί­νε­ται, ἡ μέ­ρα του. Ἀν­τάλ­λα­ξαν —ὅ­πως πάν­τα— λί­γα λό­για γιὰ τὰ τρέ­χον­τα, ἤ­πια­νε τὸ σα­ϐ­ϐ­α­τια­νό τους μὲ με­ζέ, ἔ­ϐ­α­λε μιὰ ἐ­λιὰ στὸ στό­μα, γέ­μι­σε καὶ τὸ φλα­σκί του γιὰ ὥ­ρα ἀ­νάγ­κης. Ἀ­πο­χαι­ρε­τή­θη­καν. Στὸ πε­ρί­πτε­ρο τῆς γω­νί­ας ἀ­γό­ρα­σε πα­κέ­το. Ἀ­πὸ τὰ βα­ριά.

       Τό ᾿χε πά­ρει ἀ­πό­φα­ση. Ὅ­ταν ἔ­χα­σε τὴ δου­λειά του, δὲν τὸν πεί­ρα­ξε. Οὔ­τε σκο­τί­στη­κε ποὺ ἡ σύν­τα­ξη δὲν φτού­ρα­γε γιὰ ὁ­λό­κλη­ρο τὸ μή­να. Οὔ­τε ἔ­σκα­σε ὅ­ταν τοῦ κα­τα­σχέ­σα­νε τὸ σπί­τι. Οὔ­τε τά ᾿βα­ψε μαῦ­ρα σὰν χά­λα­σε γιὰ πάν­τα ἡ ὑ­γεί­α του. «Ἀ­πε­δό­θη» κι αὐ­τό, ἔ­λε­γε φι­λο­σο­φών­τας κά­θε φο­ρά, ἔ­τσι γιὰ νὰ πα­ρη­γο­ρι­έ­ται. «Ἀ­πε­δό­θη» κι αὐ­τό. Μιὰ μέ­ρα… ἔ­μει­νε μι­σός. «Ἀ­πε­δό­θη» κι αὐ­τή. Μαγ­κού­φη καὶ τσαγ­κό, τὸν ἔ­λε­γαν, ἐ­πει­δὴ ἀ­πέ­φευ­γε ἔ­κτο­τε τὶς πολ­λὲς συ­να­να­στρο­φές. Πε­ρισ­σό­τε­ρο τὸν πεί­ρα­ξε ποὺ δὲν τή­ρη­σε τὴν ὑ­πό­σχε­σή του καὶ δὲν τὴν ἀ­κο­λού­θη­σε.

       Πί­σω δὲν κοί­τα­ξε καὶ τρά­ϐ­η­ξε κα­τὰ πά­νω. Στὸ δρό­μο συ­νάν­τη­σε ξω­μά­χους. «Πῶς ἀ­πὸ δῶ;» τοὺς ρώ­τη­σε. Κι ἐ­κεῖ­νοι χα­μο­γέ­λα­σαν καὶ προ­σπέ­ρα­σαν. Ὁ πε­ρί­πα­τος στὸ βου­νὸ τὸν ἀ­να­ζω­ο­γό­νη­σε. Ἡ ὀ­μορ­φιὰ εἰ­σέ­ϐ­α­λε μέ­σα του καὶ τὸν μέ­θυ­σε. Σὲ λί­γο ἀ­πο­κα­μω­μέ­νος ἄ­ρα­ξε σ᾿ ἕ­να πε­ζού­λι. Οἱ χυ­μοὶ ἀ­νέ­ϐ­αι­ναν ἀ­πὸ τὶς ρί­ζες. Φού­σκω­ναν τὰ μά­τια τῶν δέν­τρων. Ἴ­δια κι ἡ ψυ­χή του πλημ­μύ­ρι­ζε ἀ­πὸ τὴν κραι­πά­λη τῶν χρω­μά­των, κι ὅ­λα τὸν ἔ­κα­ναν δι­κό τους, κι ὅ­λα γί­νον­ταν κα­θρέ­φτης νὰ δεῖ μέ­σα τους πρό­σω­πα καὶ πράγ­μα­τα, πά­θη κι ἀ­γά­πες ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­να τὰ πα­λιά, τὰ γκρί­ζα χρό­νια.

       Ἔϐαλε τὸ χέ­ρι ἀν­τή­λιο. Τὰ πλε­ού­με­να γλι­στροῦ­σαν στὴν ὑ­γρὴ ἐ­πι­φά­νεια καὶ σὲ λί­γο ἔ­σϐ­η­ναν ἀ­πὸ μπρο­στά του, ὅ­πως κλεί­νεις γιὰ μιὰ στιγ­μὴ τὰ μά­τια καὶ ἀ­νε­παι­σθή­τως κα­ρώ­νεις τὸν αἰ­ώ­νιο ὕ­πνο. Εἶ­δε καὶ τὴν Πε­λο­πόν­νη­σο ποὺ αὐ­τὴ τὴν ὥ­ρα φάν­τα­ζε σὰν ζῶ­ο ξα­πλω­μέ­νο· καὶ τὴν Αἴ­γι­να ἀ­μέ­ρι­μνη νὰ τα­ξι­δεύ­ει πά­νω σ᾿ ἕ­να πλα­τα­νό­φυλ­λο. Φο­ϐ­ή­θη­κε μή­πως δὲν τὴν ἀν­τέ­ξει τό­ση ὀ­μορ­φιὰ καὶ κά­νει πί­σω, φο­ϐ­ή­θη­κε μή­πως σπά­σει ἀ­πὸ τὸ φῶς. Ἔ­κλει­σε γιὰ ὥ­ρα τὰ μά­τια κι αἰ­σθάν­θη­κε τὸ οὐ­ρα­νο­θά­λασ­σο καὶ τὰ δέν­τρα καὶ τὸ βου­νὸ ὁ­λά­κε­ρο νὰ μπαί­νει μέ­σα του, νὰ γί­νε­ται ὁ ἴ­διος χῶ­μα καὶ νε­ρό, ἥ­λιος, σύν­νε­φο καὶ μώϐ, λὲς κι ἡ ζω­ή του μό­λις ξε­κι­νοῦ­σε.

       Ἅ­πλω­σε τὸ χέ­ρι σὲ μιὰ πέ­τρα καὶ τὴ χά­ι­δε­ψε μὲ στορ­γὴ λὲς κι αὐ­τὴ ἡ πέ­τρα συμ­πύ­κνω­νε τὸ σπό­ρο τῆς φω­τιᾶς ποὺ γιὰ χρό­νια ἀ­δρά­νειας καὶ σι­γῆς κρύ­ϐ­ε­ται κά­τω ἀ­πὸ τὸ χῶ­μα, ὥ­σπου μιὰ μέ­ρα νὰ ξα­να­γεν­νη­θεῖ. Ἀ­φυ­πνί­στη­κε ἀ­πὸ ἕ­να ἀγ­κά­θι ποὺ τοῦ μά­τω­σε τὸ δά­χτυ­λο. Ἕ­να τρι­αν­τά­φυλ­λο ξε­πε­τά­χτη­κε ἀ­πὸ τὸ που­θε­νά. Μιὰ σκιὰ στά­θη­κε πί­σω του καὶ σὰν με­τά­ξι τὸν ἄγ­γι­ξε. Το ᾿ξε­ρε! Μιὰ ζω­ὴ αὐ­τὸ ἦ­ταν τὸ σύν­θη­μά τους. «Δε­σποι­νι­ώ!» εἶ­πε ξαφ­νι­α­σμέ­νος. «Ἐ­σύ;»

       Ἀ­να­θάρ­ρε­ψε. Λύ­θη­κε ἐ­πι­τέ­λους ἡ σι­ω­πή του καὶ ἄ­να­ψε τὸ γέ­λιο μέ­σα του. Μέ­τρη­σαν τὰ χρό­νια κι ἀ­να­λο­γί­στη­καν πό­σο γρή­γο­ρα ἐ­ρη­μώ­νει ὁ ἄν­θρω­πος σὰν μέ­νει μαγ­κού­φης καὶ τί­πο­τα δὲν πε­ρι­μέ­νει. Μί­λη­σαν γιὰ τὰ πα­λιά, τὰ χι­λι­ο­ει­πω­μέ­να, τὰ δι­κά τους, μί­λη­σαν καὶ γιὰ τ᾿ ἄλ­λα, τὰ σκο­τει­νά, τ᾿ ἀ­νο­μο­λό­γη­τα. Αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ μὲ κά­ποι­ες πα­ραλ­λα­γές. Εἶ­παν νὰ τὰ ἱ­στο­ρή­σουν κά­πως ἀ­ό­ρι­στα, σὲ τρί­το πρό­σω­πο, λὲς καὶ ὅ­λα τοῦ­τα συ­νέ­ϐ­η­σαν σὲ ξέ­νους.

       Κου­ϐ­έν­τα στὴν κου­ϐ­έν­τα, κά­πνι­σαν ὁ­λό­κλη­ρο τὸ πα­κέ­το. Στὸ τέ­λος τὴ ρώ­τη­σε γιὰ τὸ και­νού­ριο σπί­τι, ἂν εἶ­ναι στε­νά­χω­ρο, ἂν ἔ­χει ὑ­γρα­σί­α, ἂν χρει­ά­ζε­ται με­ρε­μέ­τια. Τὰ γνω­στά. Τὰ χέ­ρια του ἔ­πια­ναν.

       «Μὴν σκο­τί­ζε­σαι! Μό­νο… αὐ­τὲς οἱ ἀ­γρυ­πνί­ες.»

       Χα­μο­γέ­λα­σε. «Κι ἐ­μέ­να», τῆς ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κε, «ὕ­πνος δὲν μοῦ κολ­λᾶ τε­λευ­ταῖ­α».

       «Ποῦ ἀ­κού­στη­κε!» τοῦ εἶ­πε. « Ἡ νύ­φη νὰ κλέ­ϐ­ει τὸ γαμ­πρό…»

       Γέ­λα­σαν μὲ τὴν ψυ­χή τους.

       «Σὲ κα­λό μας!» τοῦ ἔ­κα­νε στὸ τέ­λος καὶ χά­ι­δε­ψε τὰ γκρί­ζα χι­ό­νια.

       Λέ­γα­νε ἱ­στο­ρί­ες μέ­χρι ποὺ τὸ φεγ­γά­ρι ἔ­σκα­σε μύ­τη πί­σω ἀ­πὸ τὸ βου­νό.

       Ἔϐαλε ψύ­χρα κι αὐ­τὴ δὲν εἶ­χε πά­ρει τί­πο­τα μα­ζί της.

       Ἄ­νοι­ξε τὸ σα­κί­διο καὶ τῆς ἔ­ρι­ξε στοὺς ὤ­μους τὴν κί­τρι­νη ζα­κέ­τα.

       «Δι­ψῶ, Νι­κή­τα, δι­ψῶ!» τοῦ φά­νη­κε νὰ λέ­ει, μ᾿ ἕ­να χα­μό­γε­λο στὰ χεί­λη.

       Ἔϐγαλε ἀπ᾿ τὴ μέ­σα τσέ­πη τοῦ σα­κα­κιοῦ του τὸ φλα­σκί. Ἤ­πιαν μιὰ γου­λιὰ κρα­σὶ νὰ γλυ­κά­νουν τὴν πί­κρα τῆς ἀ­που­σί­ας καὶ μὲ τὸ ὑ­πό­λοι­πο ράν­τι­σε τὸ χῶ­μα.

       Τὴ να­νού­ρι­σε μ᾿ ἕ­να σκο­πὸ στὴ φυ­σαρ­μό­νι­κα ποὺ εἶ­χε ἀ­κού­σει ἕ­να κα­τα­χεί­μω­νο στὸ Κιλ­κὶς καὶ ἔ­κτο­τε τοὺς ἔ­δι­νε κου­ρά­γιο. Ἦ­ταν τὸ πα­ρα­σύν­θη­μα —μὰρς γιὰ ὕ­πνο— ποὺ μό­νον οἱ δυ­ό τους γνώ­ρι­ζαν καὶ τό ᾿λε­γαν κά­θε χρό­νο τέ­τοι­α μέ­ρα.

       Ψυ­χὴ δὲν σά­λευ­ε τρι­γύ­ρω, μό­νο τοῦ ἀ­νέ­μου τὸ σκίρ­τη­μα ἔ­σϐ­η­νε κά­που στὸ βά­θος μα­ζὶ μὲ τὸν κα­η­μὸ τῆς φυ­σαρ­μό­νι­κας. Σι­ω­πὴ σφρά­γι­ζε τώ­ρα τὰ χεί­λη, καὶ μιὰ λύ­πη ποὺ σπάρ­θη­κε ὁ­λό­γυ­ρα στὴν πλά­ση σοῦ ᾿σφιγ­γε τὴν καρ­διά.

       Τὸ σκο­τά­δι σι­γὰ-σι­γὰ τοὺς κύ­κλω­σε. Τὸν ἔ­κλει­σε στὴν ἀγ­κα­λιά της, ἔ­γει­ραν στὸ πλά­ι καὶ ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στοι ἀ­πο­κοι­μή­θη­καν νω­ρὶς-νω­ρίς.



Πη­γή: ἀ­πὸ τὴν συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Σπου­δὴ στὸ κί­τρι­νο (ἐκδ. Τὸ Ρο­δα­κιό, 2018).

Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μ.Ε., ἐ­νῶ σπου­δά­ζει Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Δ. Μα­κε­δο­νί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γή­μα­των Δη­μό­σι­ες Ἱ­στο­ρί­ες (ἐκδ. Πή­γη, 2013) καὶ Σπου­δὴ στὸ κί­τρι­νο (ἐκδ. Ρο­δα­κιό, 2018). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στοὺς ἱ­στο­χώ­ρους καὶ τὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Πλα­νό­διον, Φρέ­αρ, Δέ­κα­τα, Bookpress καὶ στὸ Fra­ctal. Δι­α­τη­ρεῖ τὸν φι­λο­λο­γι­κὸ ἱ­στό­το­πο Ἠ­λε­κτρο­νι­κὴ Τρά­πε­ζα Φι­λο­λο­γι­κῶν Θε­μά­των.

Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος: Τὸ τάμα



Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος


Τὸ τά­μα


ΧΟΥΝ ΚΙ ΟΙ ΑΡΓΙΕΣ τὰ κα­λά τους. Παίρ­νεις γιὰ πα­ρά­δειγ­μα τὰ πό­δια σου ἢ τὴ μη­χα­νή σου καὶ τὸ κό­βεις γιὰ τὰ μέ­ρη ποὺ σερ­γι­ά­νι­ζες μι­κρὸς μὲ τὸ πο­δή­λα­τό σου. Φτά­νεις ἂς ποῦ­με στὸ Γα­λά­τσι, πά­νω στὰ Τουρ­κο­βού­νια. Καὶ δὲν γνω­ρί­ζεις τί­πο­τα καὶ κα­νέ­ναν. Ὅ­λα πε­θα­μέ­να. Στρί­βεις στὴν Ὕ­δρας, δε­ξιὰ στὴ Σύ­ρου καὶ φτά­νεις στὴ Μέσ­σης. Ἐ­κεῖ ποὺ ἔ­χα­σες τὸν χαρ­τα­ε­τό σου τὸ ’75. Κι ἀ­κό­μα τὸν ψά­χνεις. Ἀ­πο­γο­η­τεύ­ε­σαι καὶ γκα­ζώ­νεις γιὰ τὸ Ἄλ­σος. Κον­το­στέ­κε­σαι στὴν 28ης Ὀ­κτω­βρί­ου. Σφαῖ­ρες χο­ρεύ­ουν στὸν ἀ­έ­ρα καὶ πέ­φτεις κά­τω. Τρεῖς σπα­σμέ­νοι σταυ­ροί, ἕ­να με­ταλ­λι­κὸ εἰ­κο­νο­στά­σι. Καὶ θυ­μᾶ­σαι αὐ­τὰ ποὺ ἄ­κου­γες μι­κρὸς γιὰ τὸ Τά­μα, λέ­ει, τοῦ Ἔ­θνους, γιὰ τὸ χρέ­ος τὸ πα­λιό, γιὰ ἀ­γω­νι­στές, γιὰ σω­τῆ­ρες καὶ τέ­τοι­α. Καὶ θυ­μᾶ­σαι καὶ κεῖ­νο τὸν συγ­χω­ρια­νὸ τοῦ πα­τέ­ρα σου ποὺ στὰ χρό­νια της Χούν­τας κά­θε τρεῖς καὶ λί­γο ζη­τοῦ­σε συν­δρο­μὴ γιὰ τὸν Να­ὸ καὶ τὸ νέ­ο Παρ­θε­νώ­να. Καὶ τό­τε σκέ­φτε­σαι τὸ ἄλ­λο τά­μα ποὺ ἔ­κα­νε ἡ για­γιὰ τοῦ Νι­κό­λα. Καὶ τὰ κό­κα­λα ποὺ ξέ­θα­ψε ἡ μπουλ­ντό­ζα τό­τε ποὺ φτι­ά­χνα­νε τὸν δρό­μο. Ἀρ­χὲς τοῦ ’80. Κι ἀ­να­ρω­τή­θη­κες, ἄ­ρα­γε ξα­να­πε­θαί­νει ἕ­νας νε­κρός; Κι ὁ δά­σκα­λος ποὺ εἶ­πε στὴν τά­ξη «ἕ­να ἀ­πέ­ραν­το νε­κρο­τα­φεῖ­ο ὁ τό­πος μας, παι­διά μου· γι’ αὐ­τὸ ἡ ἀρ­χαι­ο­λο­γί­α πρέ­πει νὰ γί­νει ἡ ἐ­θνι­κή μας ἐ­πι­στή­μη». Καὶ ἀ­πὸ τό­τε ὁρ­κί­στη­κες νὰ γί­νεις ἀρ­χαι­ο­λό­γος. Μὰ τὴν ὑ­πό­σχε­ση δὲν τὴν τή­ρη­σες κι ἔ­γι­νες γρα­φιὰς-σκα­πα­νέ­ας, νὰ σκά­βεις μὲ λέ­ξεις τὶς μνῆ­μες, πόν­το-πόν­το, μὴν κα­τα­στρέ­ψεις τὶς σι­ω­πές. Νὰ στοι­χει­ώ­σει ἐ­πι­τέ­λους καὶ τὸ πέν­θος. Κι ἡ για­γιὰ ἡ Μι­κρα­σι­ά­τισ­σα τὸ εἶ­χε, λέ­ει, τά­μα κά­θε μέ­ρα νὰ σέρ­νει τὰ πο­δά­ρια της ἀ­π’ τοὺς Ἀμ­πε­λό­κη­πους ἴ­σα­με τὰ Τουρ­κο­βού­νια ν’ ἀ­νά­ψει κε­ρὶ στὸν Νι­κο­λό της ποὺ οἱ Να­ζὶ του­φέ­κι­σαν κεῖ­νο τὸ χά­ρα­μα τοῦ σα­ράν­τα τέσ­σε­ρα. Καὶ σκύ­βεις τὸ κε­φά­λι στὸ σπα­σμέ­νο μάρ­μα­ρο κι ἀ­κοῦς τὴ δε­κα­ε­ξά­χρο­νη φω­νή του. Ἐ­γὼ πά­λε­ψα γιὰ ν’ ἀλ­λά­ξω τὸν κό­σμο. Ἐ­σὺ τώ­ρα φρόν­τι­σε νὰ μὴν κα­τα­στρα­φεῖ. Καὶ ξέ­ρεις κα­λὰ πὼς πρέ­πει νὰ κρα­τή­σεις τὸ τά­μα. Νὰ μὴν κλεί­νεις τὰ μά­τια. Νὰ μὴ λὲς ψέ­μα­τα στὸν ἑ­αυ­τό σου. Νὰ μὴν ξε­χνᾶς. Ὅ­σο ζεῖς-τὸ-τά­μα.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος. Ἐρ­γά­ζε­ται ὡς φι­λό­λο­γος στὴ Μ.Ε., ἐ­νῶ σπου­δά­ζει Δη­μι­ουρ­γι­κὴ Γρα­φὴ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Δ. Μα­κε­δο­νί­ας. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γή­μα­των Δη­μό­σι­ες Ἱ­στο­ρί­ες (ἐκδ. Πή­γη, 2013) καὶ Σπου­δὴ στὸ κί­τρι­νο (ἐκδ. Ρο­δα­κιό, 2018). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στοὺς ἱ­στο­χώ­ρους καὶ τὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Πλα­νό­διον, Φρέ­αρ, Δέ­κα­τα, Bookpress καὶ στὸ Fra­ctal. Δι­α­τη­ρεῖ τὸν φι­λο­λο­γι­κὸ ἱ­στό­το­πο Ἠ­λε­κτρο­νι­κὴ Τρά­πε­ζα Φι­λο­λο­γι­κῶν Θε­μά­των.



		

	

Dimitris Christópoulos: Kolynos



Dimitris Christópoulos


Kolynos


ACE un año murió mi tío. Cuando cerró los ojos, estaba escuchando «Hallelujah», de Leonard Cohen. Desde entonces me enganché yo también al cantautor canadiense. «Tenemos la misma edad», decía, «pero un servidor se irá primero». Visito a menudo su tumba para lo necesario. Soy su único pariente.

       «Cuida de tu aseo personal», me decía. «Nunca salgas de casa sin ropa ni ropa interior limpias y, sobre todo, sin haberte lavado la boca meticulosamente con el cepillo adecuado y con hilo dental. Al final enjuágate con agua y sal para que se te pongan fuertes las encías».

       En el bolsillo interior de la chaqueta le metí su cepillo de dientes favorito. En el altarcito de mármol bajo la cruz se encuentra una Kolynos, que sustituyo cada dos semanas por una nueva.

       Mi tío, niño de la Ocupación, por poco se murió por avitaminosis. A los veinticinco perdió su último diente.



Fuente: diario Molonoti, 29 de abril de 2017.

Dimitris Christópoulos, estudió Filología y trabaja en la Educación Secunda­ria. Estudia «Escritura creativa». Cuentos suyos han sido publicados en varias revistas literarias. Su primer libro lleva el título Δη­μό­σι­ες ­στο­ρί­ες (2013).

Tra­duc­ción: I­lek­tra A­na­gno­stou, Be­atriz Cá­rca­mo A­boi­tiz, So­fía Fer­taki, Theoni Kabra, María Kalouptsi, Eduardo Lucena, Kon­sta­nti­nos Pa­le­o­lo­gos, E­vange­lía Po­lyra­ki, Anto­nia Vla­chou.

La tra­duc­ción y revisión colectivas de los minir­rela­tos es producto del taller que orga­ni­zaron y co­ordina­ron, en la a­ca­de­mia de i­dio­mas A­ba­ni­co desde octu­bre de 2017 hasta marzo de 2018, Kon­sta­nti­nos Pa­le­o­lo­gos y E­du­a­rdo Lu­ce­na.



		

	

Δημήτρης Χριστόπουλος: Kolynos


Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος


Kolynos


ΡΙΝ ΑΠΟ ἕ­ναν χρό­νο πέ­θα­νε ὁ θεῖ­ος μου. Ὅ­ταν ἔ­κλει­σε τὰ μά­τια του, ἄ­κου­γε τὸ Hallelujah τοῦ Leonard Cohen. Ἀ­πὸ τό­τε κόλ­λη­σα κι ἐ­γὼ γιὰ τὰ κα­λὰ μὲ τὸν Κα­να­δὸ τρα­γου­δο­ποι­ό. «Ἔ­χου­με τὴν ἴ­δια ἡ­λι­κί­α» ἔ­λε­γε, ἀλ­λὰ ἡ ἀ­φεν­τιά μου θὰ φύ­γει πρώ­τη. Ἐ­πι­σκέ­πτο­μαι συ­χνά το μνῆ­μα του γιὰ τὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα. Εἶ­μαι ὁ μο­να­δι­κὸς συγ­γε­νής του.

          «Νὰ φρον­τί­ζεις γιὰ τὴν κα­θα­ρι­ό­τη­τά σου» μοῦ ἔ­λε­γε. «Πο­τὲ μὴν φεύ­γεις ἀ­πὸ τὸ σπί­τι δί­χως κα­θα­ρὰ ροῦ­χα καὶ ἐ­σώ­ρου­χα, καί, προ­πάν­των, χω­ρὶς νὰ ἔ­χεις πλύ­νει τὸ στό­μα σου ἐ­πι­με­λῶς μὲ τὴν κα­τάλ­λη­λη ὀ­δον­τό­βουρ­τσα καὶ μὲ ὀ­δον­τι­κὸ νῆ­μα. Στὸ τέ­λος νὰ κά­νεις καὶ πλύ­σεις μὲ ἁ­λα­τό­νε­ρο γιὰ νὰ σφίγ­γουν τὰ οὖ­λα.»

          Στὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ τσέ­πη τοῦ σα­κα­κιοῦ τοῦ ἔ­βα­λα τὴν ἀ­γα­πη­μέ­νη του ὀ­δον­τό­βουρ­τσα. Στὴ μαρ­μά­ρι­νη θή­κη κά­τω ἀ­πὸ τὸν σταυ­ρὸ βρί­σκε­ται μιὰ Kolynos, τὴν ὁ­ποί­α κά­θε δύ­ο ἑ­βδο­μά­δες ἀν­τι­κα­θι­στῶ μὲ μιὰ και­νούρ­για.

          Ὁ θεῖ­ος μου, παι­δὶ τῆς Κα­το­χῆς, λί­γο ἔ­λει­ψε νὰ πε­θά­νει λό­γῳ ἀ­βι­τα­μί­νω­σης. Στὰ εἴ­κο­σι πέν­τε του ἔ­χα­σε τὸ τε­λευ­ταῖ­ο του δόν­τι.



Πηγή: ἐφημερίδα Molonoti, 29-04-2017.

Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος. Σπού­δα­σε φι­λο­λο­γί­α καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Σπουδάζει «Δημιουργική Γραφή» στὸ Πανεπιστήμιο Δ. Μακεδονίας. Πρῶ­το βι­βλί­ο του Δη­μό­σι­ες ἱ­στο­ρί­ες (δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Πη­γή, 2013). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Φρέ­αρ, (δ)έ­κα­τα, Book­press, στὶς ἱ­στο­­σε­λί­­δες Fractal καὶ Πλανόδιον-Ἱστορίες Μπονζάι. Δι­α­τη­ρεῖ τὸν φι­λο­λο­γι­κό ἱ­στό­το­πο «Ἠ­λε­κτρο­νι­κή Τρά­πε­ζα Φι­λο­λο­γι­κών Θε­μά­των».



		

	

Δημήτρης Χριστόπουλος: Τὸ μεγάλο δέντρο

Christopoulos,Dimitris-ToMegaloDentro-Eikona-01


Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος


Τὸ με­γά­λο δέν­τρο


08-Kappa-Fair,_Brown,_and_Trembling_-_Initial_illustrationΑΘΟΜΑΙ ΑΣΑΛΕΥΤΗ, σφη­νω­μέ­νη στὸν ἀ­να­το­λι­κὸ μα­κρό­στε­νο τοῖ­χο, με­τα­ξὺ κου­ζί­νας καὶ ὑ­πνο­δω­μα­τί­ου, μὲ θέ­α τὸ πα­ρά­θυ­ρο, γιὰ νά ’­χω τὴν ψευ­δαί­σθη­ση πὼς ἐ­λέγ­χω τὴ μοί­ρα μου. Μό­λις ὁ ἥ­λιος στρέ­ψει τὸν προ­βο­λέ­α του κα­τὰ πά­νω μου, ἀρ­χί­ζω καὶ κα­θρε­φτί­ζω τὴν ἀ­δυ­σώ­πη­τη δό­ξα μου στὰ μά­τια τῶν πε­ρα­στι­κῶν λὲς καὶ εἶ­μαι ρε­τρὸ φω­το­γρα­φί­α σὲ κορ­νί­ζα, δι­εκ­δι­κών­τας κ’ ἐ­γὼ λί­γο μερ­τι­κὸ ἀ­πὸ τὸ φῶς τῆς μέ­ρας. Κι ἔ­τσι πι­ε­σμέ­νη ἀ­νά­με­σα στοὺς πει­θή­νιους συγ­γε­νεῖς —τοὺς χρυ­σο­ποί­κιλ­τους κα­θρέ­φτες, τὰ κά­δρα, τὴν ἐ­τα­ζέ­ρα, τὶς πο­λυ­θρό­νες, τὸν μπου­φέ, τὴν κρε­μά­στρα μὲ τὰ παλ­τὰ στὸν σκο­τει­νὸ δι­ά­δρο­μο— δὲν μπο­ρῶ οὔ­τε τὴν πλά­τη μου νὰ ξύ­σω ὅ­ταν κα­τα­με­σή­με­ρο ὁ πυ­ρω­μέ­νος τοῖ­χος παίρ­νει φω­τιά, οὔ­τε τὸ χέ­ρι νὰ ση­κώ­σω ἀν­τή­λιο καὶ νὰ δι­ώ­ξω τὸν ἱ­στὸ ποὺ μιὰ ὑ­φάν­τρα μοι­ρο­λα­τρί­α μέ­ρα νύ­χτα πλέ­κει στὶς γω­νι­ές μου. Σι­ω­πῶ σὰν νά ’­μαι ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν ἱ­στο­ρί­α, σ’ ἕ­ναν ὁ­λο­δι­κό μου ἀ­νέγ­γι­χτο χρό­νο. Κά­πο­τε ἕ­να χέ­ρι ἀ­νοί­γει τὸ πα­ρά­θυ­ρο ἀ­πέ­ναν­τι, χι­μά­ει τὸ φῶς, νι­φά­δες σκό­νης πα­σπα­λί­ζουν τὴν ἐ­πι­κρά­τειά μου, τρό­παι­α μιᾶς νι­ό­της χα­μέ­νης.

             Ὡς ὕ­παρ­ξη πρω­τε­ϊ­κή, πά­νω μου σφίγ­γουν τὰ χέ­ρια τους θω­πευ­τι­κὰ ἄν­τρες καὶ γυ­ναῖ­κες, ἄν­θρω­ποι ποὺ ἐ­κτι­μοῦν τὴν ἀ­ξί­α μου —τε­χνί­τες, βι­βλι­ο­φά­γοι, οἰ­νο­ποι­οί—συ­χνὰ μὲ γάν­τια στὰ χέ­ρια, νὰ μὴν ἀ­φή­σουν ἀ­πο­τυ­πώ­μα­τα ἀ­ναί­δειας. Μὲ θε­ω­ροῦν πο­λύ­τι­μη καὶ μὲ προ­σέ­χουν. Πα­ρά­πο­νο δὲν ἔ­χω. Λί­γο τό ’­χεις, λέ­ω στὸν ἑ­αυ­τό μου, νὰ ἀ­πο­κτᾶς ἀ­ξί­α με­τὰ θά­να­τον. Εὔ­κο­λη πάν­τως δὲν μπο­ρεῖς νὰ μὲ πεῖς. Ἀ­κρι­βο­θώ­ρη­τη, ἴ­σως, ἀ­πρό­σι­τη καὶ σί­γου­ρα ἐ­κλε­κτι­κὴ ἐ­πέν­δυ­σις, για­τὶ εἶ­μαι ἡ πρώ­τη ποὺ δο­κι­μά­ζω τὰ κα­λύ­τε­ρα κρα­σιὰ τοῦ κό­σμου καὶ τὰ σπα­νι­ό­τε­ρα βι­βλί­α. Εἶ­δος ὑ­πὸ ἐ­ξα­φά­νι­ση, μὰ ἀ­πὸ βα­σι­λι­κὴ γε­νιά.

             Στὰ νιά­τα μου, ὅ­ταν περ­νοῦ­σε ἀ­κό­μα ἡ μπο­γιά μου, εἶ­χα σου­ξὲ με­γά­λο καὶ μὲ προ­σκυ­νοῦ­σαν σὰν κα­θε­δρι­κὸ να­ὸ ὅ­λα τὰ λε­βεν­τό­παι­δα τοῦ χω­ριοῦ. Τέ­τοι­α κορ­μο­στα­σιά, ἔ­λε­γαν, δὲν βρί­σκεις που­θε­νά. Ἄ­νασ­σα τοῦ δρυ­μοῦ, μὲ εἶ­χε ἀ­να­κη­ρύ­ξει ἕ­νας ἀ­λα­φρο­ΐ­σκι­ω­τος ποὺ ζοῦ­σε στὰ μέ­ρη μας ἐ­κεῖ­να τὰ πα­λιά τὰ χρό­νια καὶ ἤ­ξε­ρε τὴ χη­μεί­α τῆς χλω­ρο­φύλ­λης, γιὰ νὰ μοῦ δεί­ξει τὴν ἀ­γά­πη καὶ τὴν ἀ­φο­σί­ω­σή του.

             Ὥ­σπου μιὰ μέ­ρα, ἀ­νύ­πο­πτη, μὲ τὸ πρῶ­το φῶς ἦρ­θαν τὰ πά­νω κά­τω καὶ φό­βος κρυ­φὸς φώ­λια­σε στὰ φυλ­λο­κάρ­δια μου. Ὁ ἀ­γο­ραῖ­ος ἀρ­χάγ­γε­λος κα­τέ­βη­κε, ἔ­ρι­ξε τὴ βα­ριὰ σκιά του, μὲ ξε­ρί­ζω­σε καὶ πῆ­ρε τὴν προ­γραμ­μέ­νη μου ψυ­χή. Βλέ­πεις, ἀ­φοῦ ἔ­γι­να ὑ­πε­ραι­ω­νό­βια, εἶ­χε φτά­σει καὶ γιὰ μέ­να τὸ πλή­ρω­μα τοῦ χρό­νου γιὰ τὴν ἀ­έ­να­η με­τα­μόρ­φω­ση. Τὰ ρι­ζο­δόν­τια μου πέ­σαν ἕ­να ἕ­να, τὰ νε­φρά μου πέ­τρω­σαν, τὸ κορ­μί μου ζά­ρω­σε. Ἤγ­γι­κεν ἡ ὥ­ρα νὰ γί­νω με­τὰ θά­να­τον χρή­σι­μη, ὥ­στε νὰ ἀ­πο­κτή­σω —λέ­νε οἱ νό­μοι τῶν σο­φῶν— ὑ­πε­ρα­ξί­α. Στὸ βα­σί­λει­ο τῶν θνη­τῶν, βλέ­πεις, κι ὁ θά­να­τος κερ­δῶ­ος εἶ­ναι. Κα­λύ­τε­ρα νε­κρὸς πα­ρὰ ζων­τα­νός.

             Ἕ­να πρω­ὶ ξε­μαλ­λι­α­σμέ­νη καὶ ἀ­χτέ­νι­στη ἄ­ρον ἄ­ρον μὲ σύ­ρα­νε σ’ ἕ­να με­γά­λο δω­μά­τιο ὅ­που ἀν­τη­χοῦ­σε ὁ ἀ­έ­ρας ἀ­πὸ τὸν ἦ­χο τῶν πρι­ο­νι­ῶν, τῆς πλά­νης καὶ τῶν σφυ­ρι­ῶν, μὲ σκί­σα­νε —εἴ­πα­νε οἱ χει­ρουρ­γοί— σύμ­φω­να μὲ τὰ νε­ρά μου κι ἔ­πει­τα με­τα­ποι­η­μέ­νη, ἄ­σε­μνα μὲ τα­ρι­χεύ­σα­νε σὲ σχῆ­μα συμ­πα­γές.

             Τέ­λος πάν­των, αὐ­τὰ ἔ­χει ὁ χρό­νος ὁ παν­δα­μά­τωρ. Ἂν καὶ γιὰ νά ’­μαι εἰ­λι­κρι­νής, εἶ­ναι στιγ­μὲς ποὺ θά ‘θε­λα νά ‘­μουν ἕ­να λε­χού­δι κού­τσου­ρο ποὺ καί­γε­ται στὸ τζά­κι καὶ ζε­σταί­νει μὲ τὴν πύ­ρι­νη γλώσ­σα του τοὺς ξω­μά­χους ποὺ τουρ­του­ρί­ζουν ἀ­π’ τὸ κρύ­ο —καὶ ποῦ ξέ­ρεις, μπο­ρεῖ καὶ νὰ λαμ­πά­δια­ζε καὶ κα­νέ­να ὀ­μορ­φό­παι­δο γιὰ χά­ρη μου, καὶ τό­τε, τ’ ὁρ­κί­ζο­μαι, σπο­δὸς θὰ γι­νό­μουν στὰ πό­δια του— πα­ρὰ νὰ ζῶ φυ­λα­κι­σμέ­νη σὲ τέσ­σε­ρις τοί­χους τὸ θαῦ­μα τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς μου ἀ­θα­να­σί­ας. Τί ἀ­ξί­α ἔ­χει στ’ ἀ­λή­θεια ἡ ἔ­σχα­τη αἰ­ω­νι­ό­τη­τα χω­ρὶς νὰ μπο­ρεῖς ν’ ἀν­θί­ζεις;

             Στὰ ἰ­σό­βια γε­ρά­μα­τα ἐν­τοι­χι­σμέ­νη σὲ δώ­δε­κα τε­τρα­γω­νι­κά, μό­νη μου πα­ρη­γο­ριὰ ἕ­να πο­τή­ρι κόκ­κι­νο κρα­σί, ποὺ ἔ­χει κά­τι ἀ­π’ τὸ πα­λιό τὸ ἄ­ρω­μά μου, καὶ τὰ βι­βλί­α. Ναί, τὰ βι­βλί­α… τ’ ἀ­φή­νω νὰ ἀ­να­παύ­ουν γεν­ναι­ό­δω­ρα τὶς ρά­χες τους στὸ ἀ­πο­δε­κα­τι­σμέ­νο μου κορ­μὶ καὶ σὰν βάλ­σα­μο νὰ λυ­τρώ­νουν τὴ λε­η­λα­τη­μέ­νη μου ψυ­χὴ οἱ λέ­ξεις τους.

             Μὰ πιὸ πο­λὺ μ’ ἀ­ρέ­σει, ὅ­ταν βρα­διά­ζει, ἕ­να ἀ­πόκε­ρο ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο πά­νω μου π’ ἀ­φή­νει νὰ γλι­στρᾶ ἀ­νε­παι­σθή­τως μέ­σα μου ἡ βα­ριὰ φω­νὴ τοῦ κυρ-Ἀ­λέ­ξαν­δρου, ἴ­διος ψαλ­μὸς σὲ ρη­μο­κλή­σι· ἀ­φοῦ πρῶ­τα βγά­λει ἀ­πὸ τὴν ἔ­ξω τσέ­πη τοῦ τριμ­μέ­νου στοὺς ἀγ­κῶ­νες πα­νω­φο­ριοῦ του ἕ­να κομ­πο­λό­ι φτι­αγ­μέ­νο ἀ­πὸ ξύ­λο βε­λα­νι­διᾶς, καὶ ἀ­πὸ τὴ μέ­σα ἕ­να φλα­σκὶ γε­μά­το κρα­σὶ γιὰ νὰ βρέ­ξει μιὰ στα­λιὰ τὰ χεί­λη του, ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει ἐμ­μο­νι­κὰ τὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς για­γιᾶς μου, τῆς βα­σι­λι­κῆς δρυ­ός, τοῦ Με­γά­λου Δέν­τρου. Τὴν ἀ­κοῦ­τε;  «Εἰ­πὲ νὰ μοῦ φει­σθοῦν, νὰ μὴ μὲ κό­ψουν… διὰ νὰ μὴ κά­μω ἀ­κου­σί­ως κα­κόν. Δὲν εἶμ’ ἐ­γὼ νύμ­φη ἀ­θά­να­τος· θὰ ζή­σω ὅ­σον αὐ­τὸ τὸ δέν­δρον…» Χοῦς εἰ­μὶ καὶ εἰς χοῦν ἀ­πε­λεύ­σο­μαι, τὸ στῆ­θος μου οὐρ­λιά­ζει, νε­ρὸ ἔ­σο­μαι γιὰ τοὺς δι­ψα­σμέ­νους, ψω­μὶ γιὰ τοὺς πει­να­σμέ­νους, ἀ­γέ­ρας φου­σκο­δέν­τρης γιὰ τοὺς φυ­λα­κι­σμέ­νους, ροῦ­χο γιὰ τοὺς γυ­μνούς, σπί­τι γιὰ τοὺς ἄ­στε­γους, ἐ­γὼ τὸ χῶ­μα καὶ σεῖς οἱ ρί­ζες π’ ἁ­πλώ­νουν.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος. Σπού­δα­σε φι­λο­λο­γί­α καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Πρῶ­το βι­βλί­ο του Δη­μό­σι­ες ἱ­στο­ρί­ες (δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Πη­γή, 2013). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Fractal.

[Εἰ­κό­να: Emile Jean Baptiste Philippe Bin (1825–1897), The Hamadryad (1870)]

 

Δημήτρης Χριστόπουλος: Sunbeam θὰ πεῖ ἡλιαχτίδα


4333994031_a581e43c29


Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος


Sunbeam θὰ πεῖ ἡ­λι­α­χτί­δα


01-HttaΛΙΑΧΤΙΔΑ ΤΗ ΒΑΦΤΙΣΑΝ, ἡ­λι­α­χτί­δα λέ­γα­νε καὶ τὸ ὁ­λο­καί­νουρ­γιο ἁ­μά­ξι, ποὺ ἀ­γό­ρα­σαν τὴ μέ­ρα ποὺ γεν­νή­θη­κε, δέ­κα τοῦ Μάρ­τη. Ξαφ­νι­κὰ ἔ­γι­ναν μιὰ κα­νο­νι­κὴ τε­τρα­με­λὴς οἰ­κο­γέ­νεια, αὐ­τοί, ἡ κο­ρού­λα τους καὶ τὸ ἁ­μά­ξι. Ἀ­χώ­ρι­στα δε­μέ­νοι. Στὸ ἁ­μά­ξι τὴν τά­ι­ζαν, στὸ ἁ­μά­ξι τὴν να­νού­ρι­ζαν κά­νον­τας με­γά­λες βόλ­τες τὶς μέ­ρες ποὺ ὁ ἥ­λιος σπά­τα­λα ξό­δευ­ε τὶς ἀ­κτί­νες του στὸ παρ­μπρὶζ τυ­φλώ­νον­τας τὸν ὁ­δη­γό. Ἐ­κεῖ­νος –«Γιὸ τοῦ Ἥ­λιου», τὸν ἔ­λε­γαν χα­ϊ­δευ­τι­κὰ οἱ φί­λοι του– κά­πνι­ζε ἀ­νέ­με­λά το χόρ­το του ὀ­δη­γών­τας σὰν ἔμ­πει­ρος σο­φὲρ μὲ τὸ ἕ­να χέ­ρι στὸ βο­λάν, καὶ ἡ Λε­μό­να δί­πλα του τα­χτά­ρι­ζε τὸ μω­ρὸ στὰ γό­να­τά της συν­το­νί­ζον­τας τὸ σφρι­γη­λὸ κορ­μί της μὲ τὸ τρα­γου­δά­κι –Τὸν γνω­ρί­ζε­τε τὸν Μάρ­τη,/ τὸν τρε­λὸ καὶ τὸν ἀν­τάρ­τη; /Ξη­με­ρώ­νει καὶ βρα­διά­ζει /κι ἑ­κα­τὸ γνῶ­μες ἀλ­λά­ζει– τό­τε ποὺ ἦ­ταν νέ­οι καὶ πε­τοῦ­σαν στὰ σύν­νε­φα. Ζω­ὴ ἐ­κτὸς ὁ­ρί­ων.

       Ἀ­πὸ τό­τε ἡ ζω­ὴ τρά­βη­ξε τὸν δρό­μο της καὶ δὲν ἀ­πο­γει­ώ­θη­κε ξα­νά. Τώ­ρα, ἡ Ἡ­λι­α­χτί­δα –ὥ­ρι­μη κο­πέ­λα πιὰ– φο­ρά­ει ζώ­νη ἀ­σφα­λεί­ας, κά­θε­ται μὲ ἀ­σφά­λεια στὸ πί­σω κά­θι­σμα τοῦ Sunbeam καὶ ἀ­πο­λαμ­βά­νει ἀ­σφα­λὴς τὴν κα­θη­με­ρι­νή της βόλ­τα –ἐ­φό­σον ὁ και­ρὸς τὸ ἐ­πι­τρέ­πει. «Κού­κλα μου» τὴ φω­νά­ζουν, ὅ­ταν ὁ ἥ­λιος λού­ζει τὸ πρό­σω­πό της μὲ τὸ ἀγ­γε­λι­κό του φῶς· τῆς τρα­γου­δοῦν «you are my sunshine» καὶ κα­μα­ρώ­νουν γιὰ τὴν ὀ­μορ­φιά της, λὲς καὶ ὁ χρό­νος στα­μά­τη­σε ἀ­πό­το­μα τὴν ἡ­μέ­ρα τῶν πέμ­πτων γε­νε­θλί­ων της. Πη­γαί­νουν μα­κρι­νοὺς πε­ρι­πά­τους σὲ πάρ­κα μὲ λί­μνες καὶ κύ­κνους, σὲ δά­ση μὲ δέν­τρα ποὺ τρυ­ποῦν τὸν οὐ­ρα­νό, κά­θον­ται στὸ γρα­σί­δι, ἀ­πο­λαμ­βά­νουν τὸ πι­κνίκ τους καὶ τὴν βγά­ζουν φω­το­γρα­φί­ες σὲ εἰ­δυλ­λια­κὰ ντε­κόρ, ἀ­φοῦ πρῶ­τα φρον­τί­σουν ἐ­πι­με­λῶς τὸ μα­κι­γι­άζ της. «Φτυ­στὴ ὁ μπαμ­πὰς της» τοὺς εἶ­πε τὶς προ­άλ­λες μιὰ κο­πέ­λα μ’ ἕ­να μω­ρὸ στὴν ἀγ­κα­λιά, τὴν ὥ­ρα ποὺ τὸ ἔ­βα­ζε στὸ αὐ­το­κί­νη­το. «Νὰ μὴν τὸ ἀ­φή­νε­τε ἀ­πὸ τὰ μά­τια σας» τὴν συμ­βού­λε­ψαν ἐ­κεῖ­νοι σο­βα­ρά, ἂν καὶ ἔ­νι­ω­σαν τὸν σαρ­κα­σμὸ στὴ φι­λο­φρό­νη­σή της.

       Τὸ ἁ­μά­ξι –γε­ρὴ λα­μα­ρί­να– τὸ δι­α­τη­ροῦν ἀ­κό­μα σὲ ἄ­ρι­στη κα­τά­στα­ση. Οὔ­τε τοὺς πέ­ρα­σε πο­τὲ ἀ­πὸ τὸ μυα­λὸ νὰ τὸ που­λή­σουν ἢ νὰ τὸ δώ­σουν γιὰ ἀ­πό­συρ­ση. Μιὰ μι­κρὴ γού­βα στὸ κα­πὸ φύ­λα­ξαν γιὰ ἐν­θύ­μιο καὶ μὲ ἕ­ναν ἥ­λιο κί­τρι­νο σὰν λε­μό­νι τὴν ἕν­τυ­σαν. Τὸ παρ­μπρίζ, ποὺ θρυμ­μα­τί­στη­κε πρὶν ἀ­πὸ χρό­νια, μή­να Μάρ­τη –τὸν τρε­λὸ καὶ τὸν Ἀν­τάρ­τη–, τὸ ἀν­τι­κα­τέ­στη­σαν.

       Θὰ πε­ρά­σουν τὰ χρό­νια. Τὸν ἥ­λιο τώ­ρα τὸν σκε­πά­ζουν ἴ­σκιοι κι ἡ καρ­διὰ τους που­θε­νὰ δὲν βρί­σκει ἀ­να­πα­μό. Μό­νο ἡ Λε­μό­να κά­θε Μάρ­τη μὲς στ’ ἁ­μά­ξι ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ σι­γο­τρα­γου­δᾶ: Μιὰ βρον­τὴ κι ὁ ἥ­λιος χά­θη /μὲς στῆς συν­νε­φιᾶς τὰ βά­θη, /ρί­χνει καὶ χα­λά­ζι τώ­ρα, /πο­πο­πό, τί ἄ­γρια μπό­ρα! Ἀλ­λὰ εἶ­ναι ὑ­πεύ­θυ­νοι γο­νεῖς καὶ γνω­ρί­ζουν τί πρέ­πει νὰ πρά­ξουν μὲ ἀ­σφά­λεια. Τὸ manual τῆς Abyss Creation τὸ το­νί­ζει μὲ ἔν­το­να το­νι­σμέ­να γράμ­μα­τα: Τὸ ὑ­περ­βο­λι­κὸ κρύ­ο ἢ ἡ ζέ­στη ἐν­δέ­χε­ται νὰ ἀλ­λοι­ώ­σουν τὴ σι­λι­κό­νη. Προ­σέ­χουν, γιὰ νὰ ἔ­χουν μὲς στὴν ἄ­δεια τους ζω­ή. Οἱ φθο­ρὲς ἀ­πὸ ἀ­λό­γι­στη χρή­ση δὲν πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται στὴν ἐγ­γύ­η­ση.

 Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Δη­μή­τρης Χρι­στό­που­λος Σπού­δα­σε φι­λο­λο­γί­α καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Πρῶ­το βι­βλί­ο του, Δη­μό­σι­ες ἱ­στο­ρί­ες (δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Πη­γή, 2013). Δι­η­γή­μα­τά του ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ περιοδικὸ Fractal.