Αrguiris Chionis: Las desgracias



Αrguiris Chionis


Las desgracias


«PASEN», dijo, «pasen y siéntense», dijo a las des­gracias que llama­ron a su puerta.

       «Les voy a invitar algo», pensó, «un trozo de mi alma, y se irán. Se que­da­rán un rato y se irán».

       Vanas esperanzas… Se acomo­daron y no había quién las mo­vi­e­ra de allí…

       De las buenas maneras pasó a los malos modales y, luego, a las ame­nazas. Ningún resultado; firmes en su sitio, estaba claro que no se planteaban irse.

       Al final, se sentó él también; se cansó y se sentó frente a ellas; y con la mi­sma apatía que lo mi­raban a él, las miraba él también.



Fuente: Τ ν­τα κα τ μ ν­τα (cuentos, ediciones Γα­βρι­η­λί­δης, 2006).

Arguiris Chionis (Atenas, 1943-2011), fue poeta, escritor de cuentos y tra­du­ctor.

Traducción: Konstantinos Paleologos


 

Ἀργύρης Χιόνης: Οἱ συμφορές


Ἀρ­γύ­ρης Χι­ό­νης


Οἱ συμ­φο­ρὲς


ΕΡΑΣΤΕ, εἶ­πε, «πε­ρά­στε καὶ κα­θί­στε», εἶ­πε στὶς συμ­φο­ρὲς ποὺ χτύ­πη­σαν τὴν πόρ­τα του.

«Θὰ τὶς κε­ρά­σω κά­τι», σκέ­φτη­κε, «ἕ­να κομ­μά­τι ἀ­π’ τὴν ψυ­χή μου, καὶ θὰ φύ­γουν. Θὰ κά­τσουν λί­γο καὶ θὰ φύ­γουν”.

        Φροῦ­δες ἐλ­πί­δες… Θρο­νι­ά­στη­καν ἐ­κεῖ καὶ ποῦ νὰ τὸ κου­νή­σουν…

        Ἀ­π’ τὶς εὐ­γέ­νει­ες, πέ­ρα­σε στὶς ἀ­γέ­νει­ες καί, ἀ­π’ αὐ­τές, στὶς ἀ­πει­λές. Κα­νέ­να ἀ­πο­τέ­λε­σμα· ἀ­κλό­νη­τες στὶς θέ­σεις τους, ἦ­ταν σα­φὲς ὅ­τι δὲν ἦρ­θαν γιὰ νὰ φύ­γουν.

        Κά­θι­σε, τέ­λος, καὶ ὁ ἴ­δι­ο­ς· κου­ρά­στη­κε καὶ κά­θι­σε ἀ­πέ­ναν­τί του­ς· καὶ μὲ τὴν ἴ­δια ἀ­πά­θεια ποὺ τὸν κοι­τού­σα­νε τὶς κοί­τα­ζε κι αὐ­τός.



Πη­γή: Τὰ ὄν­τα καὶ τὰ μὴ ὄν­τα (πε­ζά, Γα­βρι­η­λί­δης, 2006).


Ἀργύρης Χιόνης (Ἀθήνα, 1943-2011). Ποίηση, πεζογραφία, μετάφραση. Συγκε­ντρωτικὴ ἔκδοση τῶν ποιημάτων του: Ἡ φωνὴ τῆς σιωπῆς. Ποιήματα 1966-2000 (Νεφέλη, Ἀθήνα, 2006). Τελευταῖο του βιβλίο: Ὅ,τι περιγράφω μὲ περιγράφει. Ποίηση δωματίου (Γαβριηλίδης, Ἀθήνα, 2010).


Ἀργύρης Χιόνης: Τότε ποὺ ὁ Δομίνικος Παναγιωτόπουλος ἀποφάσισε νὰ ζωγραφίσει τὸ Θεό

 

.

Ἀργύρης Χιόνης

 

Τότε ποὺ ὁ Δομίνικος Παναγιωτόπουλος

ἀποφάσισε νὰ ζωγραφίσει τὸ Θεό

.

 

 ζω­γρά­φος Δο­μί­νι­κος Πα­να­γι­ω­τό­που­λος, ἐ­νῶ μιὰ ζω­ὴ ζω­γρά­φι­ζε νε­κρὲς φύ­σεις, λου­λού­δια σὲ βά­ζα κι ἄλ­λα τέ­τοι­α, μιὰ μέ­ρα, ἔ­τσι, στὰ κα­λὰ κα­θού­με­να, ἀ­πο­φά­σι­σε νὰ ζω­γρα­φί­σει τὸ Θε­ό. Καὶ σὰ νὰ μὴν ἔ­φτα­νε αὐ­τό, ἀ­πο­φά­σι­σε ἐ­πί­σης πὼς ὅ­,τι εἶ­χε ζω­γρα­φί­σει μέ­χρι τό­τε ἦ­ταν ἀ­νά­ξιο λό­γου κι ἄ­ξιο νὰ κα­εῖ. Ἔ­ρι­ξε λοι­πὸν στὴ φω­τιὰ ὅ­λες τὶς νε­κρὲς φύ­σεις καὶ τὰ λου­λού­δια σὲ βά­ζα κι ὅ­λα τ’ ἄλ­λα σχε­τι­κά, ποὺ εἶ­χε φτιά­ξει, καὶ βάλ­θη­κε νὰ σκέ­φτε­ται πῶς νὰ ζω­γρα­φί­σει τὸ Θε­ό.

            Τὸ πρό­βλη­μα δὲν ἦ­ταν δι­ό­λου ἁ­πλό, για­τί ὁ Δο­μί­νι­κος Πα­να­γι­ω­τό­που­λος ἦ­ταν κα­λὸς ζω­γρά­φος καὶ δὲν τοῦ πή­γαι­νε νὰ φτιά­ξει ἕ­ναν ἀ­σπρο­μάλ­λη γέ­ρο σὰν τὸν Ἄϊ Βα­σί­λη ἢ κά­τι τέ­τοι­ο.

            Ἔ­με­νε λοι­πὸν σι­ω­πη­λός, μέ­ρες ἀ­τέ­λει­ω­τες, μπρο­στὰ στὴν κά­τα­σ­πρη, λεί­α ἐ­πι­φά­νεια τοῦ στο­κα­ρι­σμέ­νου μου­σα­μά του, μὲ μιὰ μό­νο σκέ­ψη νὰ γυ­ρί­ζει μέ­σα στὸ μυα­λό του: «Πῶς εἶ­ναι ὁ Θε­ός;»

            Οἱ μέ­ρες ἔ­γι­ναν μή­νας κι ὁ μή­νας μῆ­νες κι ὁ Δο­μί­νι­κος δὲν ἔ­λε­γε νὰ κου­νή­σει ἀ­π’ τὴ θέ­ση του, δὲν ἔ­λε­γε νὰ βά­λει ἄλ­λη σκέ­ψη στὸ μυα­λό του.

            Τὸ φαΐ ποὺ τοῦ ‘­φερ­νε μιὰ γριὰ γει­τό­νισ­σα ἔ­με­νε σχε­δὸν ἀ­νέγ­γι­χτο. Οἱ φί­λοι του, κα­φε­νό­βιοι καλ­λι­τέ­χνες, ὅ­πως ἄλ­λω­στε ἦ­ταν κι ὁ ἴ­διος κά­πο­τε, τὸν ἔ­χα­σαν ἀ­π’ τὶς πα­ρέ­ες τους. Ἕ­νας δε­σμός, ποὺ πι­θα­νὸν νὰ ὁ­δη­γοῦ­σε στὸ γά­μο, δι­α­λύ­θη­κε. Ἀ­κό­μα κι ἡ γριὰ γει­τό­νισ­σα, ποὺ τὸν φρόν­τι­ζε, στα­μά­τη­σε στὸ τέ­λος νὰ πη­γαι­νο­έρ­χε­ται, για­τί φο­βή­θη­κε πὼς τοῦ ‘­χε στρί­ψει καί, πο­τὲ δὲν ξέ­ρεις τί γί­νε­ται μ’ αὐ­τοὺς τοὺς τρε­λοὺς καλ­λι­τέ­χνες.

            Μιὰ μέ­ρα, ἕ­νας ζη­τιά­νος χτύ­πη­σε τὴν πόρ­τα του. Μὴν παίρ­νον­τας ἀ­πάν­τη­ση καὶ βρί­σκον­τας ξε­κλεί­δω­τα, μπῆ­κε κι εἶ­δε τὸ Δο­μί­νι­κο νὰ κά­θε­ται, μὲ τὴν πλά­τη γυ­ρι­σμέ­νη πρὸς τὴν πόρ­τα, ἀ­κί­νη­τος μπρο­στὰ στὸ κα­βα­λέ­το του.

            «Ὁ Θε­ὸς νὰ σοῦ δί­νει χρό­νια, πα­λι­κά­ρι μου», εἶ­πε Ὁ ζη­τιά­νος, «δῶ­σε μου μιὰ βο­ή­θεια».

            Στὸ ἄ­κου­σμα τῆς λέ­ξης Θε­ός, ὁ Δο­μί­νι­κος βγῆ­κε ἀ­π’ τὸν ἱ­ε­ρό του λή­θαρ­γο καὶ στρά­φη­κε πρὸς τὸ γέ­ρο.

            «Ἔ­χεις δεῖ πο­τὲ τὸ Θε­ό;» ρώ­τη­σε.

            «Συ­νέ­χεια τὸν ἔ­χω ἐμ­πρός μου», ἀ­πάν­τη­σε ὁ ζη­τιά­νος. «Ἀ­κό­μα καὶ τού­τη τὴ στιγ­μὴ πού σου μι­λῶ τὸν βλέ­πω, για­τί ὁ Θε­ὸς εἶ­ναι τὰ πάν­τα».

            «Τὰ πάν­τα…», ἐ­πα­νέ­λα­βε σὰν ἠ­χὼ ὁ Δο­μί­νι­κος.

            «Ναί, τὰ πάν­τα», ξα­νά­πε ὁ ζη­τιά­νος. «Εἶ­ναι μα­χαί­ρι καὶ ἀρ­νὶ καὶ πυρ­κα­γιὰ καὶ δά­σος καὶ ἔ­ρη­μος καὶ πο­τα­μὸς καὶ σύν­νε­φο καὶ γῆ καὶ κό­κα­λα γυ­μνὰ καὶ γυ­μνὸ κορ­μί… Τὰ πάν­τα».

            «Εἶ­σαι ζη­τιά­νος ἢ σο­φός;» ρώ­τη­σε, γε­μά­τος θαυ­μα­σμό, ὁ Δο­μί­νι­κος.

            «Εἶ­μαι Θε­ός», ἀ­πο­κρί­θη­κε ὁ ζη­τιά­νος.

            Ὁ Δο­μί­νι­κος πε­τά­χτη­κε τό­τε ἀ­π’ τὴ θέ­ση του κι ἔ­πε­σε στὰ γό­να­τα νὰ προ­σκυ­νή­σει ἐ­κεῖ­νον ποὺ τό­σον και­ρὸ ἔ­ψα­χνε τὴ μορ­φή του.

            Ὁ ζη­τιά­νος γέ­λα­σε κα­λο­συ­νά­τα. «Δὲν εἶ­πα ὁ Θε­ός», εἶ­πε, «εἶ­πα Θε­ός, ὅ­πως Θε­ὸς εἶ­σαι κι ἐ­σὺ καὶ οἱ μπο­γι­ὲς καὶ τὰ πι­νέ­λα σου…. Δέ σοῦ ‘­πα ὅ­τι τὰ πάν­τα εἶ­ναι Θε­ός; Σή­κω τώ­ρα καὶ δῶ­σε μου μιὰ βο­ή­θεια, για­τί ἔ­χω τρεῖς μέ­ρες νὰ βά­λω Θε­ὸ στὸ στό­μα μου».

            Ὁ Δο­μί­νι­κος ὑ­πά­κου­σε κι ὁ ζη­τιά­νος ἔ­φυ­γε εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος.

            Ὅ­ταν ξα­νά­μει­νε μό­νος, ὁ Δο­μί­νι­κος ἄρ­χι­σε νὰ κλαί­ει. Δὲν ἔ­κλαι­γε ἀ­πὸ ἀ­πελ­πι­σί­α οὔ­τε ἀ­πὸ χα­ρά, δὲν κα­τα­λά­βαι­νε κὰν ὅ­τι ἔ­κλαι­γε. Τὰ δά­κρυ­α ἀ­νά­βλυ­ζαν μό­να τους ἀ­π’ τὰ μά­τια του.

            Ἀ­πὸ τό­τε, ὁ Δο­μί­νι­κος ξα­νάρ­χι­σε νά ζω­γρα­φί­ζει νε­κρὲς φύ­σεις καὶ ζων­τα­νὲς κι ὅ,τι ἄλ­λο τοῦ ‘ρ­χό­τα­νε στὸ νοῦ νὰ ζω­γρα­φί­σει καὶ πο­τὲ δὲν ξα­νά­κα­ψε τί­πο­τα, για­τί τὰ πάν­τα ἦ­ταν τώ­ρα Θε­ός.

 

 

Πηγή: Ιστορίες μιᾶς παλιᾶς ἐποχῆς (Αἰγόκερος, Ἀθήνα, 1981).

 

Ἀργύρης Χιόνης (Ἀθήνα, 1943-2011). Ποίηση, πεζογραφία, μετάφραση. Συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν ποιημάτων του: Ἡ φωνὴ τῆς σιωπῆς. Ποιήματα 1966-2000 (Νεφέλη, Ἀθήνα, 2006). Τελευταῖο του βιβλίο: Ὅ,τι περιγράφω μὲ περιγράφει. Ποίηση δωματίου (Γαβριηλίδης, Ἀθήνα, 2010).

 

Ἀργύρης Χιόνης: Τὸ ἀπομεσήμερο ἑνὸς φαύνου

 

 

Ἀρ­γύ­ρης Χι­ό­νης

 

Τὸ ἀπομεσήμερο ἑνὸς φαύνου

 

N­e­v­er-n­e­v­e­r­m­o­re

«T­he R­a­v­en», E.A. P­oe

 

ΥΤΗ ΜΟΛΙΣ ΕΙΧΕ ΚΛΕΙΣΕΙ τὰ εἴ­κο­σι τρί­α· αὐ­τὸς πλη­σί­α­ζε τὰ ἑ­ξῆν­τα. Αὐ­τὴ εἶ­χε μό­λις ἐκ­δώ­σει τὴν πρώ­τη ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γή της, ἀλ­λὰ ἀ­νυ­πο­μο­νοῦ­σε ἤ­δη γιὰ ἀ­να­γνώ­ρι­ση, γιὰ κα­τα­ξί­ω­ση. Αὐ­τός, ἀ­φοῦ εἶ­χε φτύσει αἷ­μα καὶ πε­ρά­σει διὰ πυ­ρὸς καὶ σι­δή­ρου, ἐ­θε­ω­ρεῖ­το πλέ­ον κα­τα­ξι­ω­μέ­νος ποι­η­τὴς καὶ κρι­τι­κός.

       Ἦ­ταν ἕ­να ζε­στὸ ἀ­πο­με­σή­με­ρο τοῦ Ἰ­ου­λί­ου καὶ ἦ­σαν ξα­πλω­μέ­νοι, ὁ­λό­γυ­μνοι, ἐ­πά­νω στὸ κρε­βά­τι του. Πρὶν ἀ­πὸ λί­γο, εἴ­χα­νε, κά­νει ἔ­ρω­τα· αὐ­τὴ μὲ βα­θιοὺς στε­ναγ­μοὺς καὶ πνι­χτὲς κραυ­γὲς “ἡ­δο­νῆς”· αὐ­τὸς μὲ ἱ­δρώ­τα καὶ ἄγ­χος γιὰ τὴ λει­ψὴ στύ­ση του.

       Αὐ­τὴ εἶ­χε ἀ­πο­κοι­μη­θεῖ· αὐ­τός, ξύ­πνιος καὶ γερ­μέ­νος στὸ πλά­ι, πρὸς τὸ μέ­ρος της, ἄ­κου­γε τὴν ἥ­συ­χη, ἀ­μέ­ρι­μνη ἀ­νά­σα της καὶ πε­ρι­ερ­γα­ζό­ταν τὸ κορ­μί της. Ὁ ὕ­πνος τὴν εἶ­χε κερ­δί­σει σὲ ὕ­πτια στά­ση, ἀλ­λὰ τὰ στή­θη της δὲν κρέ­μον­ταν δε­ξιὰ κι ἀ­ρι­στε­ρά· σφι­χτὰ σὰν λε­μό­νια, ση­μά­δευ­αν μὲ ρῶ­γες ὄρ­θι­ες τὸ τα­βά­νι. Τὰ μπρά­τσα ἦ­σαν ἀ­λα­βά­στρι­να, στο­μά­χι καὶ κοι­λιὰ καμ­πύ­λω­ναν πρὸς τὰ μέ­σα, χω­ρὶς ὡ­στό­σο νὰ ἐκ­θέ­τουν, τὰ πα­ΐ­δια τοῦ ὑ­περ­κεί­με­νου θώ­ρα­κα. Τὸ τρί­χω­μα τοῦ ἐ­φη­βαί­ου κα­τά­μαυ­ρο, πυ­κνο­ΰ­φα­σμέ­νο βε­λοῦ­δο, οἱ μη­ροί, κρου­στοί, δὲν ξε­χεί­λω­ναν πά­νω στὸ στρῶ­μα· τὸ ἴ­διο καὶ οἱ γάμ­πες. Τὰ γό­να­τα δι­α­κρι­τὰ καὶ τέ­λεια σμι­λευ­μέ­να. Ὅ­σο γιὰ τὰ πό­δια —ἄχ, τὰ πό­δια!— δύ­ο κομ­ψο­τε­χνή­μα­τα, μὲ λε­πτουρ­γη­μένους ἀ­στρα­γά­λους, τέ­λεια πέλ­μα­τος καμ­πύ­λη καὶ ἀ­κρο­δά­χτυ­λα σὰν ρό­δι­νες, στρι­φτὲς κα­ρα­με­λί­τσες ποὺ σοῦ ‘ρ­χό­ταν νὰ τὶς γλεί­φεις μέ­χρι νὰ λι­ώ­σουν μὲς στὸ στό­μα σου.

       Ἀ­π’ τὰ δρο­σά­τα πό­δια της, στὰ μα­ρα­μέ­να τὰ δι­κά του πέ­ρα­σε τὸ βλέμ­μα του καί, ἀ­πὸ κεῖ, στὶς ἀ­χα­μνές του γάμ­πες ἀ­νη­φό­ρι­σε, στ’ ἀρ­θρι­τι­κά του γό­να­τα καὶ στοὺς σα­κου­λι­α­σμέ­νους του μη­ρούς. Στὸ σμί­ξι­μό τους, ἀν­τί­κρι­σε, μὲ δέ­ος, τὰ τζού­φια ἀρ­χί­δια του, στε­φα­νω­μέ­να ἀ­πὸ γκρί­ζες γου­ρου­νό­τρι­χες, καί, λί­γο πιὸ ψη­λά, τὴ χα­λα­ρὴ κοι­λιὰ πού, ὅ­πως ἤ­τα­νε γερ­τὸς στὸ πλά­ι, πά­νω στὸ στρῶ­μα εἶ­χε κυ­λή­σει. Μί­σος καὶ ἀ­η­δί­α τὸν κα­τέ­λα­βε γιὰ τὸ πα­ρηκ­μα­σμέ­νο του κορ­μί. Ἡ σύγ­κρι­ση τοῦ οἰ­κεί­ου χει­μῶ­νος μὲ τὸ πα­ρα­κεί­με­νο θα­λε­ρὸ θέ­ρος τὸν τζά­κι­ζε καί, ἀ­φοῦ ὁ ὕ­πνος δὲν ἔ­στερ­γε, ὡς πα­ρη­γο­ρη­τής, τὰ μά­τια νὰ τοῦ κλεί­σει, τὸ χέ­ρι ἅ­πλω­σε κι ἀ­π’ τὴ βι­βλι­ο­θή­κη, πλά­ι στὸ κρε­βά­τι, ἕ­να βι­βλί­ο ἀ­νέ­συ­ρε, στὴν τύ­χη, καὶ στὴν τύ­χη (τί φρι­κτή, Θε­έ μου, τύ­χη!) στὴν ἑ­βδο­μη­κο­στὴ ἐ­νά­τη τὸ ἄ­νοι­ξε σε­λί­δα κι ἄρ­χι­σε νὰ δι­α­βά­ζει:

       Πά­ει κι­ό­λας χρό­νος ἀ­πὸ τό­τε ποὺ ὁ Φα­ρὶντ πῆ­ρε τὴ Νά­α­μα γυ­ναί­κα, καὶ κά­θε πρω­ϊ­νὸ τὸ ἀν­τρό­γυ­νο κά­τω ἀ­πὸ τὶς ἀ­λέ­ες τρι­γυρ­νᾶ, ποὺ οἱ φυλ­λω­σι­ές τους τὸ ξα­νά­νι­ω­μα τοῦ ἔ­ρω­τα θρο­ΐ­ζουν.

       Ὅ­μως ἐ­κεῖ­νοι προ­χω­ροῦν, ὁ ἕ­νας πλά­ι στὸν ἄλ­λο, ἀρ­γὰ-ἀρ­γά, λὲς καὶ ξε­προ­βο­δί­ζου­νε νε­κρὸ στὸ μνῆ­μα, λὲς καὶ τὴ μου­σι­κὴ δὲν ἀ­γρι­κοῦν τῶν δέν­τρων, δί­χως νὰ λὲν μιὰ λέ­ξη, δί­χως οὒ­τ’ ἕ­να βλέμ­μα ν’ ἀν­ταλ­λά­ζουν.

       Μέ­ρα τὴ μέ­ρα, τῆς Νά­α­μας τὰ μά­τια βα­θου­λώ­νουν, χλω­μι­ά­ζου­νε τὰ μά­γου­λά της.

       Κι ἐ­γὼ φαν­τά­ζο­μαι μὲ πό­ση ἡ­δο­νὴ θὰ ἀ­φουγ­κρά­ζε­ται, μὲς στὴ σι­ω­πὴ τῆς νύ­χτας, πλα­γι­α­σμέ­νη πλά­ι στὸν Φα­ρίντ, ὁ­λό­γυ­μνη, τὸ ἀρ­γό, μὰ στα­θε­ρὸ ἔρ­γο τοῦ θα­νά­του στοῦ γέ­ρον­τα τὸ σῶ­μα, τὸ τρί­ξι­μο τὸ σι­γα­νὸ ποὺ κά­νουν οἱ κλει­δώ­σεις του, κα­θὼς μί­α πρὸς μί­α, τὶς θρυμ­μα­τί­ζει ὁ χρό­νος, τὸ ἀ­δι­ά­κο­πο τῆς ὕ­παρ­ξής του ξε­χαρ­βά­λω­μα

       Ὅ­μως, τὸ γλυ­κο­χά­ρα­μα, ὅ­ταν τὴν παίρ­νει ὁ ὕ­πνος, ἐ­κεῖ­νος γέρ­νει ἀ­πά­νω ἀπ΄ τὸ κε­φά­λι τῆς ὀ­μορ­φο­νιᾶς καί, σὰν θε­ριὸ ποὺ τὸ μυα­λὸ τῆς λεί­ας του ρου­φᾶ, τὰ χα­ρω­πά της ὄ­νει­ρα τα­ρά­ζει.(1)

       Τοῦ ἦρ­θε σκο­το­δί­νη, τοῦ ἦρ­θε νὰ σκο­τώ­σει ἄν­θρω­πο. Σκό­τω­σε μό­νο ἕ­να κου­νού­πι πού ‘­χε τὴν ἀ­τυ­χί­α πά­νω στὴν ἐ­πί­μα­χη σε­λί­δα νὰ προ­σγει­ω­θεῖ, τὴν ἴ­δια ἀ­κρι­βῶς στιγ­μὴ ποὺ ἔ­κλει­νε μὲ πά­τα­γο καὶ κα­τα­γῆς πε­τοῦ­σε τὸ  βι­βλί­ο.

       Τὸ λα­χτα­ρι­στὸ στὸ πλά­ι του κορ­μὶ λα­χτά­ρι­σε, σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι ἀ­π’ τὸ μα­ξι­λά­ρι καὶ τρο­μαγ­μέ­νο, ρώ­τη­σε: «Τί ἔ­γι­νε, ἀ­γά­πη μου, τί ἔ­πα­θες;» Τό­τε, αὐ­τὸς τὴν ἅρ­πα­ξε ἀ­πὸ τὰ μαλ­λιά, τὰ ὑ­πέ­ρο­χα με­τα­ξω­τὰ μαλ­λιά της, καὶ δυ­ὸ ἀ­πα­νω­τὰ τῆς ἔ­ρι­ξε σκαμ­πί­λια, φω­νά­ζον­τας: «Μὰ πῶς τολ­μᾶς, μὰ πῶς τολ­μᾶς νὰ εἶ­σαι τό­σο νέ­α, τό­σ’ ὡ­ραί­α;­!» Ὕ­στε­ρα, πρὶν προ­λά­βει αὐ­τὴ ν’ ἀρ­θρώ­σει λέ­ξη, φό­ρε­σε ἕ­να παν­τα­λό­νι, ἕ­να που­κά­μι­σο κι ἕ­να ζευ­γά­ρι ἐ­σπαν­τρί­λι­ες καὶ πῆ­ρε τοὺς δρό­μους, νὰ τὴν ἀ­φή­σει μό­νη, νὰ μὴν τὴ δεῖ νὰ φεύ­γει, νὰ τὸν ἀ­φή­σει, ἐ­πι­τέ­λους, μό­νο.

       Ἐ­πέ­στρε­ψε με­τὰ ἀ­πὸ μιὰ ὥ­ρα. Τὸ σπί­τι ἦ­ταν ἄ­δει­ο· ὁ Παί­κτης Δί­σκων Συμ­πα­γῶν ἔ­παι­ζε ἀ­κό­μη τὸ Πρε­λού­διο στὸ ἀ­πο­με­σή­με­ρο ἑ­νὸς φαύ­νου. Πάν­τα στὴν ἐ­πα­νά­λη­ψη τὸ ἔ­βα­ζε ἐ­κεῖ­νο τὸ κομ­μά­τι, κά­θε φο­ρὰ ποὺ ἔ­κα­νε ἔ­ρω­τα. Ἐ­νί­σχυ­ε τὴν ἐλ­λει­πή του στύ­ση, τὴν ἔ­κα­νε πιὸ συμ­πα­γῆ. Ἔ­τσι νό­μι­ζε. Τώ­ρα, ὡ­στό­σο, πλη­σί­α­σε τὴ συ­σκευ­ὴ καί, μουρ­μου­ρί­ζον­τας, μὲ κά­ποι­α θλί­ψη, εἶ­ν’ ἀ­λή­θεια, ἀλ­λὰ μὲ πιὸ πολ­λὴ ἀ­να­κού­φι­ση, «Πο­τέ – πο­τὲ πιὰ»(2), τὴν ἔ­κλει­σε.

 

Ση­μει­ώ­σεις τοῦ συγγραφέα:

(1) Πρό­κει­ται γιὰ τὸ ποί­η­μα «Συ­ζυ­γι­κὴ ζω­ή» ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ Τὸ πε­ρι­βό­λι τῆς ἀ­γά­πης ἀ­γνώ­στου Ἄ­ρα­βα ποι­η­τῆ ποὺ ἔ­ζη­σε στὴ Γρα­νά­δα (Ἱ­σπα­νί­α) τὸν 10ο ἡ 11ο αἰ­ώ­να (ἐκδ. Ἠ­ρι­δα­νός, 1982, σελ. 79-80). Ἡ με­τά­φρα­ση (ἐ­δῶ ἐ­λα­φρῶς πει­ραγ­μέ­νη, ὥ­στε νὰ δέ­νει μὲ τὸν ρυθ­μὸ τοῦ δι­κοῦ μου κει­μέ­νου) ὀ­φεί­λε­ται στὸν Κώ­στα Τρι­κο­γλί­δη, με­τα­φρα­στῆ ἐ­πί­σης τοῦ μνη­μει­ώ­δους ἔρ­γου Χί­λι­ες καὶ μιὰ νύ­χτες.

(2) Τό­σο ὁ S­t­é­p­h­a­ne M­a­l­l­a­r­mé, ποὺ ἔ­γρα­ψε «Τὸ ἀ­πο­με­σή­με­ρο ἑ­νὸς φαύ­νου», ὅ­σο καὶ ὁ C­l­a­u­de D­e­b­u­s­sy, ποὺ συ­νέ­θε­σε τὸ συμ­φω­νι­κὸ ποί­η­μα Πρε­λού­διο στὸ ἀ­πο­με­σή­με­ρο ἑ­νὸς φαύ­νου, ἦ­σαν λά­τρεις τοῦ E­d­g­ar A­l­l­an P­oe· ὁ δεύ­τε­ρος, μά­λι­στα, μιὰ ζω­ὴ σχε­δί­α­ζε (τὸν πρό­λα­βε ὅ­μως ὁ θά­να­τος) νὰ συν­θέ­σει μιὰ ὄ­πε­ρα μὲ θέ­μα τὴν Πτώ­ση τοῦ σπι­τιοῦ τῶν Ἄ­σερ.

 

  

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

 

Ἀρ­γύ­ρης Χι­ό­νης (Ἀ­θή­να, 1943). Ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α, με­τά­φρα­ση. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Θρο­φα­ρὶ Κο­ριν­θί­ας. Συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν ποι­η­μά­των του: Ἡ φω­νὴ τῆς σι­ω­πῆς. Ποι­ή­μα­τα 1966-2000 (Νε­φέ­λη, Ἀ­θή­να, 2006). Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Ὅ,τι πε­ρι­γρά­φω μὲ πε­ρι­γρά­φει. Ποί­η­ση δω­μα­τί­ου (Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2010).

 

Εἰκό­να: Ἀταί­ρια­στο ζευ­γά­ρι. Ἔργο τοῦ Lucas Cranach τοῦ Πρε­σβύ­τε­ρου (1472-1553).

 

Ἀργύρης Χιόνης: Ἡ χαρὰ τῆς γνώσης

 

 

Ἀρ­γύ­ρης Χι­ό­νης

 

Ἡ χα­ρὰ τῆς γνώ­σης

 

ΤΑΝ ΠΕΡΑΣΕ τὸ πρῶ­το ξάφ­νια­σμα, προ­σπά­θη­σε νὰ κα­τα­λά­βει τί συ­νέ­βαι­νε.

Πα­ρ’ ὅ­λο τὸ σου­βλε­ρό, ἀ­βά­στα­χτο πό­νο ποὺ ἔ­νι­ω­θε στὴ μέ­ση του, πά­σχι­σε νὰ γυ­ρί­σει τὸ κε­φά­λι του γιὰ νὰ δεῖ τί ἦ­ταν αὐ­τὴ ἡ φο­βε­ρὴ μέγ­κε­νη ποὺ ἔ­κο­βε στὰ δυ­ὸ τὸ κορ­μί του.

       Ἔ­χα­νε τὶς αἰ­σθή­σεις του καὶ τὶς ξα­νά­βρι­σκε κι ὅ­λο καὶ προ­σπα­θοῦ­σε, ὥ­σπου, στὸ τέ­λος, πα­ραι­τή­θη­κε κι ἀ­πό­μει­νε ἀ­κί­νη­τος νὰ κοι­τά­ει μπρο­στά του ἐ­κεῖ­νο τὸ πα­ρά­ξε­να στριμ­μέ­νο σύρ­μα καὶ τὸ μι­κρὸ κομ­μά­τι τυ­ρὶ ποὺ τό­σο εἶ­χε πρὶν λί­γο ἐ­πι­θυ­μή­σει καὶ ποὺ τώ­ρα τοῦ ἦ­ταν ἀ­δι­ά­φο­ρο καὶ μα­κρι­νό.

      Ἡ ὥ­ρα περ­νοῦ­σε καὶ ἡ μέγ­κε­νη χω­νό­τα­νε ὅ­λο καὶ πιὸ βα­θιὰ μὲς στὸ κορ­μί του, κα­θὼς οἱ σάρ­κες καὶ τὰ κόκ­κα­λά του ὑ­πο­χω­ρού­σα­νε σι­γά-σι­γὰ στὸ σφί­ξι­μό της. Ἔ­νι­ω­θε τώ­ρα τὰ σπλά­χνα του νὰ κολ­λᾶ­νε τό ‘­να στ’ ἄλ­λο καὶ στὸ στό­μα του εἶ­χε μιὰ γεύ­ση ἐ­με­τοῦ καὶ αἵ­μα­τος.

      Ἔ­χα­νε τὶς αἰ­σθή­σεις του καὶ τὶς ξα­νά­βρι­σκε, ἀλ­λὰ τὰ νεῦ­ρα του ἤ­τα­νε τό­σο τεν­τω­μέ­να πού, ἀ­κό­μα καὶ μὲ τὶς αἰ­σθή­σεις του χα­μέ­νες, τὰ μά­τια του ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τον νὰ κλεί­σουν. Ἔ­με­νε λοι­πὸν μὲ τὰ μά­τια ἀ­νοι­χτά, κοι­τών­τας μπρο­στά του (ἄλ­λο­τε βλέ­πον­τας κι ἄλ­λο­τε μὴ βλέ­πον­τας) τὸ μι­κρό, κί­τρι­νο (ἴ­σως καὶ πρά­σι­νο, ἴ­σως καὶ κόκ­κι­νο ἢ μπλὲ ἤ…) κομ­μά­τι τυ­ρὶ ποὺ τό­σο εἶ­χε πρὶν λί­γο (πρὶν λί­γο;) ἐ­πι­θυ­μή­σει καὶ ποὺ τώ­ρα τοῦ ἤ­τα­νε ἀ­δι­ά­φο­ρο καὶ μα­κρι­νό, πο­λὺ μα­κρι­νὸ ἤ… κον­τι­νό, πο­λὺ κον­τι­νό, τό­σο κον­τι­νὸ ποὺ νὰ θαρ­ρεῖ, στιγ­μὲς-στιγ­μές, πὼς εἶ­χε μπεῖ μὲς στὸ κε­φά­λι του καὶ με­γά­λω­νε, με­γά­λω­νε… πι­έ­ζον­τας τὰ τοι­χώ­μα­τα τοῦ κρα­νί­ου του, κά­νον­τάς τα νὰ τρί­ζουν.

      Ἔ­με­ν’ ἐ­κεῖ, πα­γι­δευ­μέ­νος, φά­τσα μὲ φά­τσα μ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ κομ­μά­τι τυ­ρὶ ποὺ με­γά­λω­νε καὶ μί­κραι­νε, ποὺ ἀ­πο­μα­κρυ­νό­ταν καὶ πλη­σί­α­ζε καὶ μὲς στὸ κου­ρα­σμέ­νο του μυα­λὸ ἄρ­χι­σε νὰ χα­ρά­ζε­ται ἀ­μυ­δρὰ ἡ σκέ­ψη ὅ­τι ἐ­κεῖ­νο τὸ πα­ρά­ξε­νο κομ­μά­τι τυ­ρὶ ποὺ με­γά­λω­νε καὶ μί­κραι­νε, ποὺ ἀ­πο­μα­κρυ­νό­ταν καὶ πλη­σί­α­ζε, ἦ­ταν ἕ­νας ἐ­χθρὸς ποὺ τοῦ ‘­στη­σε πα­γί­δα.

      Ἔ­χα­νε τὶς αἰ­σθή­σεις του καὶ τὶς ξα­νά­βρι­σκε, μέ­νον­τας πάν­τα μὲ τὰ μά­τια ἀ­νοι­χτά, πα­σχί­ζον­τας, στὰ φω­τει­νὰ δι­α­στή­μα­τα, νὰ θυ­μη­θεῖ τὴν προ­η­γού­με­νη ζω­ή του, νὰ βά­λει σὲ τά­ξη τὶς σκέ­ψεις του καὶ νὰ βρεῖ τὴν αἰ­τί­α τοῦ κα­κοῦ, σὰ νά ‘­ταν ἔ­τσι δυ­να­τὸν ν’ ἀ­νοί­ξει ἡ μέγ­κε­νη ποὺ ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ πο­λὺ σφιγ­γό­τα­νε πά­νω στὸ τσα­κι­σμέ­νο του κορ­μί.

      Σκέ­φτη­κε, πρῶ­τ’ ἀ­π’ ὅ­λα, τί ἔ­κα­νε δι­α­φο­ρε­τι­κὸ (ὁ κίν­δυ­νος ὑ­πάρ­χει πάν­τα στὸ δι­α­φο­ρε­τι­κό, ἔ­τσι δὲν εἶ­ναι;) ἐ­κεί­νη τὴ φο­ρὰ ἀ­π’ ὅ­λες τὶς ἄλ­λες, τὶς προ­η­γού­με­νες.

      Προ­σπά­θη­σε νὰ θυ­μη­θεῖ ὅ­λες τὶς λε­πτο­μέ­ρει­ες:

      Πῶς πε­ρί­με­νε νὰ σκο­τει­νά­σει…

      Πῶς πε­ρί­με­νε νὰ στα­μα­τή­σου­νε ἐ­κεῖ­νοι οἱ πα­ρά­ξε­νοι θό­ρυ­βοι ποὺ τὸν τρό­μα­ζαν….

      Πῶς βγῆ­κε ἀ­π’ τὴν τρύ­πα του…

      Πῶς ἀ­κο­λού­θη­σε τὴν ὄ­σφρη­σή του…

      Πῶς… ΚΡΑΚ!

      Ὅ­λα εἶ­χαν γί­νει κα­νο­νι­κὰ ὅ­πως πάν­τα, καὶ μό­νον αὐ­τὸς ὁ τρο­με­ρὸς κρό­τος κι αὐ­τὴ ἡ μέγ­κε­νη, ποὺ τοῦ μοί­ρα­ζε τώ­ρα τὸ κορ­μὶ στὰ δυ­ό, ἦ­ταν τὰ ἄ­γνω­στα στοι­χεῖ­α. Αὐ­τὰ ὅ­μως ἦ­ταν τὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

      Πο­νών­τας ὁ­λο­έ­να καὶ πιὸ πο­λύ, μὲ τὰ μά­τια ὅ­λο καὶ πιὸ στε­γνὰ καὶ τὸ τυ­ρὶ νὰ με­γα­λώ­νει καὶ νὰ μι­κραί­νει ἀ­δι­ά­κο­πα μπρο­στά τους, χά­νον­τας τὶς αἰ­σθή­σεις του καὶ ξα­να­βρί­σκον­τάς τες, ἔ­κα­νε σκέ­ψεις πά­νω στὴ ζω­ή του ποὺ πο­τὲ πρὶν δὲν εἶ­χε κά­νει, για­τί, πρίν, ΖΟΥΣΕ κι αὐ­τὸ ἦ­ταν ἢ του­λά­χι­στον φαι­νό­ταν ἁ­πλὸ κι αὐ­το­νό­η­το.

      Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τώ­ρα, ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν για­τί τὸν τρό­μα­ζε τὸ φῶς τῆς μέ­ρας, για­τί προ­σπα­θοῦ­σε νὰ τ’ ἀ­πο­φύ­γει;

      Δὲν κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­μως τί­πο­τα καὶ λι­πο­θυ­μοῦ­σε. Συ­νερ­χό­ταν κι ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν για­τί τὸν τρό­μα­ζαν οἱ θό­ρυ­βοι τῆς μέ­ρας;

      Δὲν κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­μως τί­πο­τα καὶ λι­πο­θυ­μοῦ­σε.

      Συ­νερ­χό­ταν κι ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν για­τί τὸν τρα­βοῦ­σε ἡ μυ­ρου­διὰ τοῦ τυ­ριοῦ;

      Δὲν κα­τα­λά­βαι­νε ὅ­μως τί­πο­τα καὶ λι­πο­θυ­μοῦ­σε.

      Ἡ ἀ­γω­νί­α του κρά­τη­σε πο­λύ.

      Τὸ κου­ρα­σμέ­νο του μυα­λὸ γυρ­νοῦ­σε καὶ ξα­να­γυρ­νοῦ­σε γύ­ρω ἀ­π’ τὶς ἴ­δι­ες σκέ­ψεις πάν­τα, δί­χως ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

      Καρ­φω­μέ­νον ἐ­κεῖ, μὲ τὰ μά­τια πάν­τα ἀ­νοι­χτὰ πρὸς τὸ κομ­μά­τι τὸ τυ­ρὶ ποὺ ἀ­δι­ά­κο­πα με­γά­λω­νε καὶ μί­κραι­νε, μὲ τὴ μέγ­κε­νη σφη­νω­μέ­νη μὲς στὶς σάρ­κες του, τὸν βρῆ­κε τὸ ἄ­σπρο σκο­τά­δι ποὺ δι­α­δέ­χτη­κε τὸ μαῦ­ρο.

      Οἱ θό­ρυ­βοι ποὺ τὸν τρό­μα­ζαν ἄλ­λο­τε (μό­νον ἄλ­λο­τε) ἄρ­χι­σαν πά­λι κι ὅ­λο πλη­σί­α­ζαν ὥ­σπου στα­μά­τη­σαν πλά­ι του. Ὕ­στε­ρα, μιὰ τε­ρά­στια δύ­να­μη τὸν σή­κω­σε ψη­λὰ καὶ τοῦ ξε­κόλ­λη­σε τὴ μέγ­κε­νη ἀ­π’ τὸ κορ­μί.

      Λί­γο πρὶν πέ­σει μέ­σα στὸ καυ­τὸ νε­ρό, κα­τά­λα­βε. Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ στὴ ζω­ή του ποὺ κα­τα­λά­βαι­νε κά­τι.

      Ἔ­νι­ω­σε σχε­δὸν εὐ­τυ­χι­σμέ­νος κι ἂν δὲν ἦ­ταν μό­νον ἕ­νας πον­τι­κὸς ἴ­σως νὰ χα­μο­γε­λοῦ­σε.

 

Ἄμ­στερ­νταμ 1971

 

 

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ἱ­στο­ρί­ες μι­ᾶς πα­λιᾶς ἐ­πο­χῆς ποὺ δὲν ἦρ­θε ἀ­κό­μα (Αἰ­γό­κε­ρως, Ἀ­θή­να, 1981).

 

Ἀρ­γύ­ρης Χι­ό­νης (Ἀ­θή­να, 1943). Ποί­η­ση, πε­ζο­γρα­φί­α, με­τά­φρα­ση. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὸ Θρο­φα­ρὶ Κο­ριν­θί­ας. Συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση τῶν ποι­η­μά­των του: Ἡ φω­νὴ τῆς σι­ω­πῆς. Ποι­ή­μα­τα 1966-2000 (Νε­φέ­λη, Ἀ­θή­να, 2006). Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Ὅ,τι πε­ρι­γρά­φω μὲ πε­ρι­γρά­φει. Ποί­η­ση δω­μα­τί­ου (Γα­βρι­η­λί­δης, Ἀ­θή­να, 2010).