Τάσος Χατζητάτσης
Ὁ Μακέλης
ΜΑΚΕΛΗΣ πουλοῦσε σάμαλι στὴν ὁδὸ Σχολείων, ἔξω ἀπὸ τὸ γυμνάσιο. Τὰ βράδια μᾶς μάζευε στὴν κάμαρη ποὺ εἶχε γιὰ ἀποθήκη, κάτω ἀπὸ τὶς σκάλες τοῦ Ἀη-Γιάννη. Πηγαίναμε πέντε-ἕξι μαζὶ καὶ δὲ φοβόμασταν. Μᾶς μοίραζε ἀσπρόμαυρες φωτογραφίες, φθαρμένες στὶς γωνιές, μὲ γυναῖκες γυμνὲς καὶ μᾶς παίδευε μὲ τὰ σκληρά του χέρια ἀνάμεσα στὰ πόδια, μέχρι ποὺ ἕνα βράδυ ὁ Γιῶργος, σπαρταρώντας ψάρι ἔξω ἀπὸ τὸ νερό, τοῦ μούσκεψε τὸ χέρι. Ὁ Ἄγγελος ἔλεγε ὅτι ἔφερνε καὶ γυναῖκες ζωντανὲς γιὰ τοὺς μεγάλους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ Σοφία εἶχε πεῖ ὅτι πήγανε γιὰ μπάνιο στὴν Περαία. Οὔτε ποὺ τὸν ἤξερε, τὴν εἶχαν κι ἀπὸ τὸ σπίτι στενά, μόνο πέντε λεπτὰ ὕστερα ἀπὸ τὰ ἀγγλικὰ στὴν Κορομηλᾶ. Τοὺς χειμῶνες σκοτείνιαζε ἀπὸ τὸ μεσημέρι, τὴν κρατοῦσες στὶς γωνιὲς καὶ τὸ χέρι τυφλὸς λαγὸς νὰ τρέχει στὶς φτέρες τοῦ κορμιοῦ ὣς τὴ γωνιὰ ποὺ εἶχαν βάλει τὰ συρματοπλέγματα στὶς διαδηλώσεις γιὰ τὴν Κύπρο. Μᾶς εἶχαν σχολάσει νωρίς, ἐμεῖς χαρὲς καὶ οἱ τσάντες ἀεροπλάνα. Στὸ σπίτι τοὺς εἴχαμε περὶ πολλοῦ τοὺς Ἐγγλέζους, ἦταν καὶ τὸ παλτὸ τοῦ πατέρα, ἀθάνατο ἐγγλέζικο ὕφασμα κάθε Σεπτέμβρη πιὸ λαμπερὸ ἔβγαινε ἀπὸ τὴ ναφθαλίνη καὶ σὺ ἕνας σβῶλος ἀπὸ ψίχα ψωμιοῦ νὰ τὸν μαλάζεις μέσα στὰ δάχτυλα, κρυφὰ κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι. Ἤθελε ἀκόμα ἕξι χρόνια γιὰ τὸ 15 τοῖς ἑκατό, τότε θὰ βγαίναμε γιὰ πρώτη φορὰ στὸν δρόμο. Εἶχαν ἔρθει οἱ φοιτητὲς νὰ μᾶς πάρουν, οἱ καθηγηταὶ νὰ τοὺς διώχνουν, δὲν μπήκαμε στὴν αὐλή, τραβήξαμε γιὰ τὴν παραλία, ὁλόκληρη τάξη, καὶ τὴν ἄλλη μέρα μᾶς ἀπέβαλαν. Ὁ πατέρας δὲν ἤθελε νὰ ’ρθεῖ στὸν γυμνασιάρχη, ἄλλη φορὰ θὰ μοῦ ἔκοβε τὰ πόδια ἂν πήγαινα μὲ τοὺς ἐλασίτες καὶ τὴν ἄλλη φορὰ μπήκαμε στὴν αὐλή, μόνο λίγοι μεῖναν ἀπ’ ἔξω καὶ φώναζαν μὲ τοὺς φοιτητές, οἱ στάσιμοι κι οἱ ἄτακτοι. Ὁ γυμνασιάρχης κλείδωσε τὶς πόρτες κι ἡ χορωδία νὰ ψέλνει τὴν προσευχὴ γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦμε. Κι ὁ Μακέλης ἐλασίτες τοὺς ἔλεγε, ὅταν τὸν ἔπνιγε ὁ βήχας, πάλι ὁ ἐλασίτης μὲ θυμήθηκε, ἔλεγε κι ἄρχιζε τὴν ἴδια πάντα ἱστορία φθαρμένη στὶς γωνίες ὅπως οἱ φωτογραφίες του. Ἔφευγαν οἱ Γερμανοί, ἔμπαινε ὁ Μάρκος, ἡ πόλη στὰ χέρια τους, ὁ Μπακιρτζῆς στὸ Γ’ Σῶμα. Τὸν σταμάτησαν στὴν ἀρχὴ τῆς Σχολείων, ἦταν δυὸ ἐλασίτες, θέλαν νὰ τὸν πάρουν μαζί. Ἔπεσε κάτω μὲ σπασμούς, ἄσπροι ἀφροὶ στὸ στόμα, οἱ ἄλλοι φοβήθηκαν. Ὁ ἕνας πῆγε νὰ φέρει καρότσι νὰ τὸν μεταφέρουν, ὁ ἄλλος τοῦ κρατοῦσε τὸ κεφάλι νὰ μὴν τὸ κτυπᾶ στὸ πεζοδρόμιο. Παιδί, εἶχε χνούδι γιὰ γένια, σὰν τὸν Ἅγιο Ὀνούφριο, ἔλεγε ὁ Μακέλης, κι ὅταν μεῖναν μόνοι, μὲ τὴ λάμα ποὺ χώριζε τὰ κομμάτια τοῦ σάμαλι πάνω στὴν τάβλα, τὸν ἄνοιξε στὰ δύο σὰν σφαχτάρι. Τὸν κύλησε στὴν εἴσοδο τοῦ σπιτιοῦ, ἐκεῖ δεξιὰ ποὺ φαρδαίνει ἡ Σχολείων καὶ τὸ ’βαλε στὰ πόδια γιὰ τὴ ΧΑΝ, ὅπου εἶχαν ἀμπαρωθεῖ οἱ δικοί του. Ὕστερα τὰ πούλησε, τὴν τάβλα καὶ τὸ στέκι, σ’ ἕναν ἐλαφρὺ ἀπὸ τὰ Διαβατά, καὶ μόνο τὰ μεσημέρια κατέβαινε στὴ Σχολείων. Μᾶς μάζευε ὅσα λεφτὰ εἴχαμε καὶ μᾶς πήγαινε στὸ ἰσόγειό τῆς Μητροπόλεως. Μᾶς ἄνοιγε μιὰ γριὰ ξερακιανή, μᾶς περνοῦσε στὸ σαλόνι κι ἔβγαινε ἡ ἄλλη μὲ τὶς νυχτικιές, καθόταν στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Μακέλη, χάδια καὶ φιλιὰ κι αὐτὸς ἀνάλογα μὲ τὰ λεφτὰ ποὺ μᾶς εἶχε μαζέψει, δραχμὲς γιὰ κουλούρια, τετράδια ἢ καὶ κλεμμένες ἀπὸ τὶς τσέπες τοῦ πατέρα, τῆς σήκωνε τὴ νυχτικιὰ καὶ μᾶς ἄφηνε νὰ βλέπουμε τὰ γυμνά της πόδια καὶ τὸ χέρι του νὰ τρυπώνει ἀνάμεσα. Κι ὅταν τοῦ μαζέψαμε ἕνα πενηντάρι, ἦταν ὁ ἔρανος τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ, τῆς σήκωσε τὴ νυχτικιὰ μέχρι τοὺς γοφοὺς καὶ μᾶς ἔδειξε καὶ τὸ ἕνα της τὸ στῆθος ἐλεύθερο νὰ πετά, νὰ φεύγει, νὰ φέρνει γύρους καὶ μὲ τὸ σφύριγμα νὰ ἔρχεται στὴν παλάμη του λευκὸ μὲ τὸ ράμφος τῆς θηλῆς μαῦρο. Φεύγοντας, ὁ Γιῶργος, κόκκινος μέχρι τὰ αὐτιά, πόσα θὲς γιὰ ἕνα βράδυ; τὸν ρώτησε, κι ὁ Μακέλης: «γιὰ σένα ἑκατὸ ἢ τίποτα», καὶ τὸν ἀγκάλιασε ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ τοῦ ψιθύριζε στὸ αὐτὶ τὸ τίποτα. Ἐκεῖ σταμάτησαν οἱ ἐπισκέψεις στὸ ἰσόγειο καὶ σιγὰ-σιγὰ ξέκοψαν ἀπὸ τὴν παρέα, ὁ Γιῶργος πρῶτα, ὁ Νίκος ὕστερα κι ὁ Ἄγγελος, ποὺ ὅλοι τὸν εἴχαμε γιὰ ὀρφανό, πρόσεχε τὸν Μακέλη, μοῦ λέει, τὸν θυμοῦνται ἀκόμη ἀπὸ τοῦ «Παύλου Μελᾶ». Τότε εἴχαμε ἀρχίσει νὰ ξεθαρρεύουμε, πήγαμε καὶ στὸν Παπανδρέου, μιλοῦσε ἀπὸ τὸ «Ὀλύμπιον», ὁ κόσμος δὲν ἔφτανε ὣς τὴ θάλασσα, ἡ ἀστυνομία στὰ στενά τῆς Καλαποθάκη καὶ τῆς Ἡροδότου. Μὲ τὸν Μακέλη μόνον τυχαῖα βρισκόμασταν πιά, εἶχε αὐτοκίνητο τώρα, χανόταν κι οἱ ἄλλοι μόνιμα δίπλα, μαζί του, ὅλα γι’ αὐτοὺς τὰ ξόδευε, ἔλεγαν. Τοὺς συναντήσαμε μιὰ φορὰ στὴν «Ἀστόρια», στὰ μπιλιάρδα, ἔπιασε ὁ βήχας τὸν Μακέλη, ὁ ἐλασίτης, τὸν πείραξε ὁ Γιῶργος, ἔκανε τὸν κουφό, προοδευτικὸς δήλωνε τώρα κι οἱ ἄλλοι στὴ νεολαία καὶ τὰ ἀπογεύματα στὴν Πολωνίας μὲ τοὺς ἐκοφίτες. Ὕστερα ἦρθαν χρόνια ποὺ τοὺς ἀποφεύγαμε κι ἄλλα χρόνια ποὺ γύριζαν τὸ κεφάλι μήπως καὶ τοὺς ἀναγνωρίσουμε καὶ τώρα τελευταῖα πάλι χαιρετιόμαστε. Χάθηκε καὶ τὸ ὑπόγειο τῆς Μητροπόλεως, ἔγινε πολυκατοικία ὅλο ἰατρεῖα, ἄλλαξαν οἱ πιάτσες καὶ ἡ Σχολείων ἔγινε πεζόδρομος μὲ τραπεζάκια, πράσινο καὶ φοινικιές. Κι ἕνα βράδυ, καλοκαίρι, τὸ πρότεινε ἡ Ἑλένη, ὑστέρα ἀπὸ σινεμά, καθίσαμε γιὰ ἕνα ποτὸ ἐκεῖ ποὺ φαρδαίνει ἡ Σχολείων, παιδιὰ πολύχρωμα καὶ μουσικές. Ἤμασταν παρέα ὁ Γιῶργος, ὁ Ἄγγελος κι οἱ γυναῖκες μας. Εἶχαν γυρίσει ἀπὸ διακοπές, πήγαιναν σὲ ξενοδοχεῖα μὲ πισίνα, δὲν τὴν μποροῦσε τὴν ἄμμο ὁ Ἄγγελος, τὸν ἐνοχλοῦσε στὰ πόδια, στὶς οὖλες, ἀπὸ δυστύχημα ἔλεγε ὅταν τὸν ρωτοῦσαν. Εἶχαν συναντήσει τὴ Σοφία φέτος, στὸ ἴδιο ξενοδοχεῖο, δὲν τὸν χαιρέτησε. Ὁ ἄντρας της μὲ τὴν ΒΜW νὰ κυνηγάει τουρίστριες κι αὐτὴ μὲ τὰ παιδιά, μαραμένη, γυμνόστηθη στὸν ἥλιο. Μόνο τὰ μάτια της μένανε κι οἱ χαρακιὲς δίπλα στὸ χαμόγελο, γυμνὲς παρενθέσεις. Ὁ Γιῶργος παράγγειλε ἀκόμα μιὰ φορὰ ποτὰ καὶ ψιθύριζε μαζὶ μὲ τὰ ἠχεῖα τὸ No milk today. Θυμόταν τὴν ἐκδρομὴ στὴν παραλία τῆς Κατερίνης. Τὸ κίτρινο λεωφορεῖο βουλιαγμένο μέχρι τὰ ὕφαλα στὴν ἄμμο. Σβήσαμε τὴν γκαζόλαμπα. Τὸ σκοτάδι πυκνό, δὲν ἔκρυβε τίποτα. Δικαιοσύνη γιὰ κεῖνο τὸ βράδυ. Οἱ γυναῖκες μας ἐπέμεναν ὅτι δὲν χάνεται ἔτσι ἕνας ἄνθρωπος. Ἔφταιγε κι ἡ ἴδια, ποὺ ἔμενε γαντζωμένη στὸν ἄντρα της, νὰ ἀναλώνεται στὸ νοικοκυριὸ καὶ στὰ παιδιά. Ἄρχισε τὰ ἀνέκδοτα ὁ Ἄγγελος κι ἡ βραδιὰ τέλειωνε ὄμορφα. Ἐμεῖς κι οἱ γυναῖκες μας καὶ τὰ παιδιὰ νὰ κοιμοῦνται ἥσυχα στὸ σπίτι. Μόνον ὅταν ἦταν νὰ φύγουμε κι ὄρθιοι περιμέναμε τὰ ρέστα ἀπὸ τὸν λογαριασμό, εἶπε ὁ Γιῶργος γιὰ τὸ χέρι τοῦ Μακέλη. Πόσο ἄδικα τὸ ἔφαγε τὸ ἀμούστακο παιδί, ἐκεῖ ποὺ στεκόμασταν στὴ γωνιά, ὅπως φαρδαίνει ἡ Σχολείων. «Γιὰ σένα ἑκατὸ ἤ τίποτα», τὸν πείραξε ὁ Ἄγγελος. «Καὶ βέβαια τίποτα», περηφανεύτηκε ὁ Γιῶργος καὶ γελούσαμε, ἄνεμελοι γιὰ τὸ αἷμα τοῦ ἐλασίτη, ξένο αἷμα, ξεχασμένο κάτω ἀπὸ τὶς πλάκες τοῦ πεζόδρομου· ἐκεῖ ποὺ στεκόμασταν ἐμεῖς κι οἱ γυναῖκες μας καὶ τὰ παιδιὰ νὰ κοιμοῦνται ἥσυχα στὸ σπίτι.
(Προδίδει ἡ γραφή, Ἄγγελε, ὅπως ἡ Σοφία σὲ κείνη τὴν ἐκδρομή. Ἐσὺ ὅμως ξέρεις, κάθε μέρα περνᾶς ἀπὸ τὴ Σχολείων, οὔτε φαρδαίνει οὔτε πεζόδρομος ἔγινε. Μὴ φοβᾶσαι λοιπόν, ἄσε με νὰ φτιάχνω ἱστορίες.)
Πηγή: Ἕντεκα Σικελικοὶ ἑσπερινοί (πεζά, ἐκδ. Ἐντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη, 1997).
Τάσος Χατζητάτσης (Θεσσαλονίκη, 1945-2008). Σπούδασε Ὀδοντιατρικὴ στὸ ΑΠΘ καὶ στὴ Γερμανία. Συνεργάστηκε μὲ τὰ περιοδικὰ Χάρτης, Ἐντευκτήριο, Παραφυάδα καὶ Ὑπόστεγο. Τὸ 1998 ἐξέδωσε τὸ πρῶτο του βιβλίο Ἕντεκα σικελικοὶ ἑσπερινοί (βραβεῖο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου τοῦ περιοδικοῦ Διαβάζω).
Filed under: Ελληνικά,Ιστορία,Κοινωνικοί κώδικες,Πόλη-Χώροι,Παραβατικότητα,Περιγραφή,Συγκρούσεις,Χαρακτήρες,Χατζητάτσης Τάσος | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Τάσος Χατζητάτσης | Τὰ σχόλια στὸ Τάσος Χατζητάτσης: Ὁ Μακέλης ἔχουν κλείσει