Παυλίνα Χατζηγεωργίου: Τὰ βουρκόψαρα

 

 

Παυ­λί­να Χατ­ζη­γεωρ­γίου

 

Τὰ βουρ­κό­ψα­ρα

 

ΠΟΦΑΣΙΣΑ. Νὰ μι­σο­κοι­μη­θῶ. Γιὰ νὰ μὴ φο­βᾶμαι. Ἴσως εἶναι πιὸ ἀνώ­δυ­νο νὰ φο­βᾶμαι στὸν ὕπνο. Τὸ κε­φά­λι γερ­μέ­νο στὸ πα­ρά­θυ­ρο. Τὰ βλέ­φα­ρα ἀρνοῦνται νὰ σφρα­γί­σουν ἀπο­λύ­τως. Σὲ ἐπι­φυ­λα­κή. Τὸ ἀρι­στε­ρὸ μά­τι κρυ­φο­κοι­τά­ει τὰ σύν­νε­φα. Μιὰ πυ­κνὴ θά­λασ­σα στὰ χα­μη­λά, ἀπὸ για­ούρ­τι καὶ οἰνό­πνευ­μα. Τὸ δε­ξί, λο­ξὰ ἐλέγ­χει τὴν κί­νη­ση στὸ διά­δρο­μο. Οἱ δύο με­γα­λό­σω­μες ἀε­ρο­συ­νο­δοὶ μὲ τὸ ἀπο­κριά­τι­κο μα­κι­γιὰζ καὶ τὰ χρυ­σα­φι­κά τους, μοιά­ζουν ἑλκυ­στι­κὲς βα­μπί­ρισ­σες ποὺ σέρ­νουν μπου­φὲ μὲ λι­κὲρ αἵμα­τος. Μα­μά, πό­τε θὰ φτά­σου­με στὸν Ἅδη;

       Κά­πο­τε, ὑπῆρξα μω­ρά­κι. Με­τα­ξὺ ἄλλων, μὲ φώ­να­ζαν μι­κρὸ βού­δα. Τὸ πάρ­κο γιὰ τὸ παι­χνί­δι μου, ἕνα μα­λα­κὸ στρῶμα πε­ρί­κλει­στο μὲ ὑψη­λοὺς δί­χτι­νους τοί­χους, ὑπῆρξε μό­νο χῶρος ἀνά­παυ­σης καὶ πε­ρι­συλ­λο­γῆς. Στὸ ση­μεῖο ποὺ ἀκου­μποῦσα τὸ κε­φά­λι μου κα­θὼς ἀδρα­νοῦσα γιὰ ὧρες ξα­πλω­μέ­νη ἀνά­σκε­λα, εἶχε δη­μιουρ­γη­θεῖ μιὰ βα­θειὰ στρογ­γυ­λὴ λα­κού­βα ποὺ δὲν ἀνα­σχη­μα­τί­στη­κε πο­τὲ μέ­χρι σή­με­ρα. Πο­τέ. Καὶ ἐγώ, προ­φα­νέ­στα­τα ἀπὸ τὴν ἀκι­νη­σία, ἤμουν τὸ πιὸ πα­χου­λὸ μω­ρὸ στὴν πο­λυ­κα­τοι­κία.

      Ξα­πλω­μέ­νη στὸ πάρ­κο μου, μὲ ἔβγα­ζαν στὸ μπαλ­κό­νι. Ἔμε­να ἔτσι, ἀσά­λευ­τη κι ἀμί­λη­τη, μὲ  τὸ στό­μα ἀνοι­χτὸ σὰν ψά­ρι, νὰ κοι­τά­ζω ψη­λὰ τὸν οὐρα­νὸ καὶ τὰ σύν­νε­φα. Τώ­ρα, βρί­σκο­μαι ψη­λό­τε­ρα ἀπὸ δαῦτα, καὶ τοῦτο τὸ βρί­σκω ἐντε­λῶς ἀντι­κα­νο­νι­κό μου. «Ὑπο­μο­νή» ἦταν ἡ πρώ­τη λέ­ξη ποὺ ἔμα­θα.

      Ἡ μα­μά, ὅταν ἔκλαι­γα, μοῦ ἔλε­γε «κά­νε ὑπο­μο­νή». Τὸ ἴδιο ὅταν ἔφευ­γε γιὰ τὴ δου­λειὰ ἢ γιὰ τὸ φοῦρνο, τὸ ἴδιο κι ὅταν ὑπῆρχε κα­θυ­στέ­ρη­ση στὸ γεῦμα μου. Δὲν σή­μαι­νε πὼς μ’ ἀγνοοῦσε. Μιὰ φο­ρὰ ποὺ ἐπει­γό­ταν νὰ ψω­νί­σει γιὰ τὸ φα­γη­τό μου, φό­ρε­σε ἀπε­ρί­σκε­πτα κά­τι πα­λιὰ πα­πού­τσια στε­νά της, κι ἀπ’ τὴ βιά­ση της νὰ γυ­ρί­σει πί­σω ἔγκαι­ρα, μὴν ση­κω­θεῖ στὸ πό­δι ὅλος ὁ ὄρο­φος ἀπὸ τὸ κλά­μα μου, ἔτρε­ξε τό­σο ποὺ τὴ χτυ­πή­σα­νε τὰ ἄτι­μα κι ἔπα­θε πε­ριο­νυ­χί­τι­δα ποὺ χρειά­στη­κε ἐπέμ­βα­ση. Ἐγὼ δὲν ἤξε­ρα τό­τε. Μό­νο ὑπο­μο­νή.

      Στὰ δεύ­τε­ρά μου γε­νέ­θλια, ἦρθε στὸ σπί­τι κό­σμος. Ἤμουν ντυ­μέ­νη σὲ ρὸζ καὶ λευ­κὸ σὰν χο­ντρὴ νύ­φη νά­νος καὶ ξα­πλω­μέ­νη ἀνά­σκε­λα στὸ παρ­κά­κι μὲ τὸ κε­φά­λι ὅπως πά­ντα στὴ λα­κού­βα. Οἱ συγ­γε­νεῖς μπαι­νό­βγαι­ναν στὸ δω­μά­τιο καὶ μὲ ρω­τοῦσαν πε­ρι­χα­ρεῖς «τί κά­νεις μω­ρό;», χω­ρὶς νὰ πε­ρι­μέ­νουν ἀπά­ντη­ση. Ἀλλὰ ἐγὼ τοὺς ἔδι­να: «Ὑπο­μο­νή», τοὺς ἔλε­γα, κι ἐκεῖνοι θαύ­μα­ζαν τὸ μορ­φω­μέ­νο βρέ­φος. Ἡ μη­τέ­ρα μου, φού­σκω­σε τό­τε σὰν πα­γώ­νι, καὶ μοῦ ἀπευ­θύν­θη­κε, το­νί­ζο­ντας σκο­πί­μως τὰ φω­νήε­ντα στὴν ἐρώ­τη­ση: «Πό­σα χρό­νια ζεῖ ὁ αἰω­νό­βιος;». «Ἑκα­τό», ἀπα­ντοῦσα βλο­συ­ρὰ καὶ μουρ­μου­ρι­στὰ ἐγώ, κα­λὰ κρυμ­μέ­νη στὶς δα­ντέ­λες μου, ἤρε­μος μι­κρὸς βού­δας, καὶ τὸ συγ­γε­νο­λόι ξε­σποῦσε σὲ χει­ρο­κρο­τή­μα­τα κι ἐπι­φω­νή­μα­τα καὶ ἀκα­τα­λα­βί­στι­κες φι­λο­φρο­νή­σεις.

      Ὅταν ἔκλει­σα τὰ τέσ­σε­ρα, ζή­τη­σα νὰ μά­θω πῶς γρά­φε­ται ἡ «ὑπο­μο­νή». Ζή­τη­σα προ­τάσ­σο­ντας αὐστη­ρὰ τὸν μι­κρό μου δεί­κτη, νὰ μοῦ τὸ δεί­ξουν μὲ μο­λύ­βι στὸ χαρ­τὶ πα­ρα­πά­νω ἀπὸ δέ­κα φο­ρές. Ὅταν βε­βαιώ­θη­κα ὅτι κα­τά­λα­βα, πε­ρί­με­να νὰ λεί­ψουν ὅλοι ἀπὸ τὸ σπί­τι. Μό­λις συ­νέ­βη, ξε­ση­κώ­θη­κα, ἅρπα­ξα τὸ κα­λύ­τε­ρο κρα­γιὸν τῆς μα­μᾶς, καὶ ζω­γρά­φι­σα ὅπου ἔφτα­να στοὺς τοί­χους τοῦ δω­μα­τίου μας, τὴ λέ­ξη ὑπο­μο­νή, ἢ ἔτσι νό­μι­ζα.

      Ἂν προ­λά­βου­με νὰ φο­ρέ­σου­με τὰ σω­σί­βια λί­γο πρὶν ἐκρα­γεῖ τὸ ἀε­ρο­πλά­νο, θὰ εἶναι ὡραῖα. Κα­θὼς θὰ πέ­φτου­με μὲ δύ­να­μη ἀπὸ τό­σο ψη­λά, μα­ζὶ μὲ τὶς βα­λί­τσες μας ἀπ’ ὅπου πυ­ρο­τε­χνι­κὰ θὰ ξε­χύ­νο­νται τὰ πράγ­μα­τά μας ὅλα, θὰ μοιά­ζου­με σὰν κα­λο­ταϊσμέ­να πορ­το­κα­λὶ βουρ­κό­ψα­ρα ποὺ κο­λυ­μποῦν ἀκα­νό­νι­στα στὴ μό­λις φλο­γι­σμέ­νη, λα­σπω­μέ­νη θά­λασ­σα ἀπὸ για­ούρ­τι καὶ οἰνό­πνευ­μα. Ὁ David Bowie θὰ τρα­γου­δά­ει ἁρμο­νι­κὰ τὴ δια­στη­μι­κὴ ὠδή, λί­γο με­τὰ οἱ δη­μο­σιο­γρά­φοι θὰ μι­λοῦν συ­γκλο­νι­σμέ­νοι γιὰ τὸ «τρα­γι­κὸ γε­γο­νός», οἱ ἁρμό­διοι τῆς ἑται­ρείας θὰ ἑρμη­νεύουν τὸ «συμ­βάν», καὶ ἡ μη­τέ­ρα μου θὰ προ­σπα­θεῖ, νὰ κά­νει ὑπο­μο­νή.

 

  

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Ἀ­πὸ ὅ­σα προ­κρί­θη­καν γιὰ τὸ τεῦ­χος ἑλ­λη­νι­κοῦ μπον­ζά­ι τοῦ περ. Πλα­νό­διον. Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 01-08-2010.

 

Παυ­λί­να Χατ­ζη­γε­ωρ­γί­ου (1987). Με­γά­λω­σε στὴν Σύ­ρο, ζεῖ στὴν Ἀ­θή­να. Σπου­δά­ζει ἱ­στο­ρί­α. Φοί­τη­σε στὸ Ποι­η­τι­κὸ Ἐρ­γα­στή­ρι τοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Τά­κης Σι­νό­που­λος. Συ­νεκ­δί­δει τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Τε­φλόν. Ποι­ή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα, ἄρ­θρα καὶ με­τα­φρά­σεις της ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ σὲ ἔν­τυ­πα καὶ ἠ­λε­κτρο­νι­κὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ (Τε­φλόν, Ποι­η­τι­κή, T­he A­t­h­e­ns R­e­v­i­ew of B­o­o­ks, Τὰ Τε­τρά­δια τοῦ Ἐλ­πή­νο­ρα κ.ἄ.)