Στρατῆς Χαβιαρᾶς
Ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει ἡ μουσική
Ο ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ στὸ κρεβάτι βογκάει, Σιγὰ πῶς μὲ ἀνοίγεις, παιδί μου, χθὲς βράδυ παραλίγο νὰ μοῦ σπάσεις τὴ ράχη.
Παράξενες, χειρόγραφες κόλλες χαρτιοῦ, λερωμένες ἀπὸ ἔρωτα, ἱδρώτα, κρασὶ καὶ ἄκρατη γλώσσα, καὶ στὶς ἀράδες ἀνάμεσα, ὁ λόγος γιὰ ροδάκινα, σύκα καὶ σταφύλια κλεμμένα στὸν ὕπνο τους ἀργὰ τὸ βράδυ ἢ νωρὶς τὸ πρωί. Παράξενα τσαμπιά, φραγκοστάφυλα εἶναι; βατόμουρα; νωπὰ στὴ βροχή, ἡ γῆ νὰ δίνει καὶ νὰ ξαναδίνει, ἀνακαλώντας τὸ πλεόνασμα πρὶν τὴν καινούργια σοδειά: Ρόδια, κυδώνια, λωτοί… Σκεπάζεις μὲ ἄλλη μιὰ σελίδα τὰ λείψανα, ὅμως οἱ μύγες τρυπώνουν μέσα κι ἐντοπίζουν τὴ λεία, τὴ γεύονται μὲ τόσο ζῆλο ποὺ ἡ ἐπάνω κόλλα, ἀδιάβαστη, τρέμει σὰν νὰ βγάζει φτερά. Μιὰ παράγραφο πιὸ κάτω, Ἰούνιος, ξυπόλυτα παιδιὰ σκαρφαλώνουν στὸ δέντρο, γεμίζουν καλαθάκια μὲ μοῦρα, τὰ πουλιὰ μὲ λεκιασμένα ράμφη καθαρίζουν τὰ ὥριμα ποὺ πέφτουν στὸ ἔδαφος, τὰ μυρμήγκια σέρνουν στὶς ἀποθῆκες τους ὅ,τι ἀφήνουν πίσω τὰ πουλιά, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς σπόρους θὰ φυτρώσουν στὰ λαγούμια τους πρὶν μπεῖ Ὀκτώβρης.
Γυρίζοντας στὸ σπίτι ἀργὰ τὴ νύχτα, ἡ μουριὰ ξεστρατίζει ἀπὸ τὸ πεζοδρόμιο σὲ μιὰ χορταριασμένη αὐλή. Ἂν ἤσουν δέντρο θὰ ξεστράτιζες κι ἐσύ, τόσο ἐπίφοβος ὁ δρόμος τοῦ σπιτιοῦ σου τὴ νύχτα. Ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, συλλογίζεσαι, τὸ ἀλλοῦ τῆς δουλειᾶς, ἀκόμα καὶ τὸ ἀλλοῦ τοῦ ἔρωτα, τοῦ κοριτσιοῦ στὸν ξεχασμένο αὐλόγυρο, ποὺ σὰν κόσμος λειψὸς κλίνει ἐπικίνδυνα πάνω ἀπ’ τὸ πάντα.
Γυρίζεις νὰ κοιτάξεις, ἄλλο δέντρο προσπαθεῖ νὰ κρυφτεῖ, οἱ προθέσεις του ὕποπτες. Κυδωνιά. Μακριὰ ἀπὸ τὰ κυδώνια μὲ τὴν αἰχμηρή τους σάρκα, τὰ στυφά τους δόντια, τὰ οὖλα τους τὰ ἀντισηπτικά. Σὲ κρίση ἀπελπισίας μπορεῖ νὰ μοιραστοῦν τὸ σαρκίο τοῦ ἔρωτα, ἂν ὄχι τὸ δικό σου σαρκίο. Θὰ σὲ προφτάσουν, θὰ σὲ βροῦν σὲ τρία μήκη καὶ πλάτη, ἀπ’ ὅπου πέρασες καὶ τὰ πόδια σου ρίξανε ρίζες. Θὰ μοιραστοῦν ἐσένα ποὺ μοιράζεις, θὰ σὲ γευτοῦν ποὺ γεύεσαι ἀλλὰ δὲν τρῶς νὰ χορτάσεις, ἡ γλώσσα τους ἄλαλη ἀπ’ τὸν πηχτό σου χυμό.
Ὥσπου νὰ φτάσεις στὸν προορισμό σου, ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει ἀπὸ τὰ μέλη σου θὰ ἀρχίσει ν’ ἀλλάζει, νὰ ἀναδίνει γλυκερὴ μυρωδιὰ ἀποσύνθεσης. Ἀναρωτιέσαι ἂν ὁ σπόρος σου θὰ ἐπιζήσει. Ἂν ρίξει ρίζες στὸ βράχο. Γίνει δέντρο. Δέσει καρπό.
Νά την πάλι στὸν ξύπνο σου, ἡ πῶς-τὴ-λένε: Ἄχνα, Αὔρα, Ἀφρῶ, ὄχι ὅπως τὴ θυμᾶσαι ὄρθιος ἢ τὴν ἐξιστορεῖς ὀκλαδόν, ἀλλὰ ὅπως μὲ τὸ χρόνο καταλύει τὸ χρόνο καὶ σὲ στέλνει νὰ ἀρμενίζεις δυτικὰ ἢ νὰ φθίνεις στὸ σπίτι.
Ταξίδεψες ἀλλοῦ σὰν νὰ μὴν τὴν περίμενες, καὶ εἶναι σὰν νὰ τὴ γνώρισες μετά, ἀφοῦ πρῶτα τὴν ἔχασες. Μὲ τὸν καιρὸ τὴν ξαναβρίσκεις στὸ χαρτί, διαβάζοντάς την. Νήστης μοναχός, κιθαρωδός, ἁγιογράφος. Χαμένος ἀνάμεσα σὲ ἀβέβαια δέντρα, κερδισμένος ἀλλοῦ.
Πόσο ἐγωιστικὰ συμπεριφέρεται ὁ ἄνθρωπος μιᾶς καὶ πιστέψει στὸ θάνατο.
Περπατοῦσε ἀργὰ καὶ λίγο πάνω ἀπὸ τὸ ἔδαφος, ἔτσι ποὺ ἡ κόμη της, ἂν ὄχι ἡ κεφαλή της, νὰ μὴ στερεῖται σὲ ὕψος ἀπ’ ὅ,τι πλεονάζει σὲ φῶς, τὸ ὕψος τῶν συνθηκῶν της ποτὲ χαμηλότερο, ἡ γῆ στὰ πόδια σβαρνισμένη γιὰ σπορὰ ἢ γιὰ πότισμα, τὰ μάτια της μιὰ ἰδέα πιὸ ὑγρὰ κι ἀπ’ τὰ φεγγάρια τῆς θάλασσας. Προβλέπεις ἔκπληξη, θυμὸ καὶ μετὰ δυσπιστία στὴ ματιά της γιὰ τὸ πῶς κατακάθεται μέσα στὸν ἄνθρωπο ἡ νύχτα ποὺ δὲν ἔχει ἡμέρωμα.
Νύχτα, στὰ σκοτεινά, κοιτάζει κανεὶς μὲ τὰ ἀφτιά του. Στήνει τὰ μάτια του στὴ μουσική, περιμένει. Ἄχνα. Γιὰ νὰ σὲ βλέπει πιὸ καλά, σὲ προβλέπει. Θὰ ἔτρεχε κάποτε νὰ ρίξει τὰ μπράτσα της πάνω στοὺς ὤμους σου; Θὰ κολλοῦσε τὰ χείλη της στὰ δικά σου, πιέζοντας νὰ ἀρθρωθεῖ ὁ λόγος ὣς τὸ τέλος;
Τέλος οὐκ ἔστι.
Κλειδὶ τὸ μέτρο τῶν θεῶν ποὺ ἀκόμα καὶ μυρμήγκια κάτω ἀπ’ τὰ πόδια σου παραβιάζουν συνεχῶς στὰ λαγούμια τους.
Εἶναι στιγμὲς ποὺ ὁ λόγος συνεχίζεται σὰν νὰ μὴν κόπηκε στὰ δυό, στιγμὲς ποὺ δὲν τελειώνουν μὲ τίποτα. Θὰ ἔριχνε ποτὲ τὰ μπράτσα της νὰ ψιθυρίσει στὸ αὐτί σου, φίλησέ με ὣς τὴ συντέλεια τοῦ κακοῦ καὶ λίγο ἀκόμα; Ἔτσι τελειώνει τὸ τραγούδι ποὺ ἔχεις στὸ νοῦ σου: Φίλησέ με, δάγκωσέ με, ἀνάστησέ με. Κάπως ἔτσι τελειώνει. Κανεὶς μὰ κανεὶς δὲ θὰ μάθει πῶς ἄρχισε.
Ἄρχισε ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει ἡ μουσική. Καὶ λίγο ἀργότερα.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Στρατῆς Χαβιαρᾶς (1935, Νέα Κίος Ἀργολίδας). Ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα στὰ ἑλληνικὰ καὶ τὰ ἀγγλικά. Πρῶτο του βιβλίο «Ἡ κυρία μὲ τὴν πυξίδα» (ποίηση, 1963). Ἀπὸ τὸ 1985 διευθύνει τὸ ἐργαστήρι συγγραφικῆς τέχνης (μυθιστόρημα) στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Χάρβαρτ, ἀπὸ τὸ 2000 διδάσκει μυθιστόρημα στὸ ΕΚΕΜΕΛ, καί ἀπὸ τὸ 2006 συνεργάζεται μὲ τὸ ΕΚΕΒΙ. Τελευταῖο του βιβλίο «Πορφυρὸ καὶ μαῦρο νῆμα» (μυθιστόρημα, ἐκδ. Κέδρος, 2007, μετάφραση Ρένα Χατχούτ).
Filed under: Ερωτας,Ελληνικά,Μονόλογος,Φύση-Ζώα,Χαβιαράς Στρατής | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Στρατής Χαβιαράς | Τὰ σχόλια στὸ Στρατῆς Χαβιαρᾶς: Ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει ἡ μουσική ἔχουν κλείσει