Μάριος Χάκκας: Ἕνας ἀγνοημένος φιλέλληνας

chakkasmarios-enasagnoimenosfilellinas-eikona-01


Μά­ριος Χάκ­κας


Ἕ­νας ἀ­γνο­η­μέ­νος φι­λέλ­λη­νας


01-thita ΜΕΓΑΣ ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΗΣ, ἦ­ταν ἕ­νας ἁ­πλὸς ταγ­μα­τάρ­χη». Πε­ρι­ο­δεύ­ον­τας ἀ­πὸ τάγ­μα σὲ τάγ­μα, τὸν πα­ρα­στέ­κα­νε δυ­ὸ νε­α­ροὶ λο­χα­γοί, πλαι­σι­ω­μέ­νοι κι αὐ­τοί, δε­ξιὰ ἀ­πὸ τὸν κά­θε φο­ρὰ ἀλ­φα­δύ­ο ἀ­ξι­ω­μα­τι­κὸ τῆς μο­νά­δας, ἀ­ρι­στε­ρὰ ἀπό τὸν βο­η­θὸ ὑ­πα­ξι­ω­μα­τι­κὸ τοῦ ἴδιου γρα­φεί­ου. Καὶ οἱ πέν­τε μα­ζὶ ἀπο­τε­λοῦ­σαν τὴν ἐ­πι­τρο­πὴ ἠ­θι­κῆς ἀ­γω­γῆς, ἕ­να ἀ­νώ­τε­ρο δι­κα­στή­ριο ψυ­χῶν, πεν­τα­με­λὲς ἐ­φε­τεῖ­ο μὲ κα­τα­στα­λαγ­μέ­νες ἀ­πό­ψεις, τε­λε­σί­δι­κες σκέ­ψεις γιὰ τὸ τί εἶ­ναι ἐ­θνι­κῶς ἐ­πι­ζή­μιο.

          Γιὰ αἴ­θου­σα δι­κα­στη­ρί­ου χρη­σί­μευ­ε τὸ κα­ψι­μί, ἕ­να λα­μα­ρι­νι­έ­νιο τοῦν­νελ ποὺ ἀ­νεμ­πό­δι­στα τὸ δι­α­περ­νοῦ­σε ὁ Βαρ­δά­ρης ἀ­π’ ὅ­λες τὶς μπάν­τες, συμ­βά­λον­τας σ’ ἐ­κεί­νη τὴν πα­γω­μέ­νη ἀ­τμό­σφαι­ρα ποὺ ται­ριά­ζει σὲ τέ­τοι­ους ἐ­πί­ση­μους χώ­ρους. Στὴν ἀ­παι­τού­με­νη ἐ­πι­ση­μό­τη­τα συ­νέ­τει­νε καὶ ἡ γύ­μνια τοῦ κα­ψι­μί. Ὅ­λοι τὰ ψυ­χα­γω­γι­κὰ ὄρ­γα­να, τρά­που­λες, ξε­μερ­ντι­σμέ­να πο­δο­σφαι­ρά­κια καὶ τά­βλι, εἶ­χαν ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ μα­ζὶ μὲ τὰ λι­γο­στὰ τρα­πε­ζά­κια καὶ τὶς σα­ρα­βα­λι­α­σμέ­νες κα­ρέ­κλες, ἀ­φή­νον­τας ἐ­λεύ­θε­ρο χῶ­ρο γιὰ μιὰ δι­μοι­ρί­α ἐφ’ ἑ­νὸς ζυ­γοῦ. — «Κλεί­νατ—ἐπί—δε­ξι­ά­ά­ά» — πρό­σω­πο πρὸς τὸ πι­τσι­κα­ρι­σμέ­νο πὶγκ πὸγκ ὅ­που ἦ­ταν ἡ ἕ­δρα τῆς ἐ­πι­τρο­πῆς ἠ­θι­κῆς ἀ­γω­γῆς μ’ ἁ­πλω­μέ­να ὅ­λα τὰ σχε­τι­κὰ ἔγ­γρα­φά της. —«Ἡμι-ἀ­νά­παυ­ση», κι οἱ φαν­τά­ροι βλέ­πον­τας κα­τ’ εὐ­θεί­αν ἐμ­πρὸς πά­νω στὰ τσίγ­κια, ἀ­κρι­βῶς πί­σω ἀ­πὸ τοῦ ταγ­μα­τάρ­χη τὴν πλά­τη, ξε­χώ­ρι­ζαν κρε­μα­σμέ­νη μιὰ ζω­γρα­φιά, κά­τι σὰν εἰ­κό­νι­σμα τοῦ Ἅ­η Γι­ώρ­γη, ἕ­να πα­ρά­ξε­νο κα­τα­κόκ­κι­νο τέ­ρας μὲ πολ­λὲς κε­φα­λές, κι ἄλ­λους τό­σους πλο­κά­μους, ἀ­νά­με­σα χτα­πό­δι καὶ φί­δι. Ἕ­νας στρα­τι­ώ­της μὲ ἐ­πί­ση­μη σι­δε­ρω­μέ­νη στο­λή, στρογ­γυ­λὰ ρο­δο­κόκ­κι­να μά­γου­λα καὶ τρι­σευ­τυ­χι­σμέ­νο γε­λά­κι, λόγ­χι­ζε τὸ ἀ­παί­σιο τέ­ρας. Κι ἀ­πὸ κά­τω ἕ­να σύν­θη­μα: «Χτυ­πᾶ­τε τὸν κομ­μου­νι­σμό, ὅ­που τὸν βρεῖ­τε.»

          Ἡ ἐ­πι­τρο­πὴ εἶ­χε κά­νει συ­στη­μα­τι­κὰ τὴν δου­λειά της. Ἔγ­και­ρα εἶ­χε στεί­λει τὶς ἐ­ρω­το­α­πο­κρί­σεις γιὰ νὰ γί­νει δι­δα­σκα­λί­α μὲς στὶς μο­νά­δες. Τὸ ἐ­ρω­τη­μα­το­λό­γιο ἦ­ταν ἁ­πλὸ καὶ οἱ ἀ­παν­τή­σεις ἁ­πλού­στε­ρες, τὶς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρὲς μό­νο μιὰ λέ­ξη. Πα­ρα­δείγ­μα­τος χά­ριν: Κε­φά­λαι­ο πρῶ­το: Ἀρ­χαί­α Ἑλ­λη­νι­κὴ Ἱ­στο­ρί­α. Ἐ­ρώ­τη­ση πρώ­τη: Ἦ­ταν Ἕλ­λη­νας ἢ Βούλ­γα­ρος ὁ Μέ­γας Ἀ­λέ­ξαν­δρος; Καὶ δί­πλα ἡ ἀ­πάν­τη­ση: Ἕλ­λη­νας.

          Ἕ­να μῆ­να πιὸ πρὶν ὅ­λα τὰ θε­ω­ρη­τι­κὰ μα­θή­μα­τα (τί εἶ­ναι στρα­τός, τί πει­θαρ­χί­α, ἐκ­μά­θη­ση προ­σευ­χῆς, ἐκ­μά­θη­ση ὅρ­κου) στα­μά­τη­σαν καὶ στὴν θέ­ση τους μπῆ­κε τὸ ἐ­ρω­τη­μα­το­λό­γιο ἠ­θι­κῆς ἀ­γω­γῆς, ἔ­τσι ποὺ νὰ ξε­σκο­νι­στεῖ καὶ νὰ μπο­ρεῖ ὁ κά­θε στρα­τι­ώ­της ν’ ἀ­παν­τή­σει σω­στά.

          — Προ­σέξ­τε, ἔ­λε­γε ὁ δό­κι­μος τῆς δι­μοι­ρί­ας ἡ­μι­ο­νη­γῶν. Ἔ­χει ση­μα­σί­α. Ὅ­ποι­ος ἐ­ρω­τη­θῆ ν’ ἀ­παν­τή­σει μὲ μιὰ μό­νο λέ­ξη. «Ἕλ­λη­νας ἢ Βούλ­γα­ρος;», ἡ ἀ­πάν­τη­ση «Ἕλ­λη­νας», ἔ­χει ση­μα­σί­α. Ἂν πά­λι ἡ ἐ­ρώ­τη­ση γί­νει ἀ­νά­πο­δα, πράγ­μα κά­πως ἀ­δύ­να­τον, «Βούλ­γα­ρος ἢ Ἕλ­λη­νας;», ἐ­σεῖς δὲν θὰ πεῖ­τε τὸ πρῶ­το. Ἔ­χει ση­μα­σί­α. Θὰ πεῖ­τε τὸ δεύ­τε­ρο: «Ἕλ­λη­νας”. Προ­σέξ­τε, ἂν κά­νε­τε λά­θος, τό­τε Θὰ κακο­βαθ­μο­λο­γή­σουν τὸ τάγ­μα, ὁ δι­οι­κη­τὴς θὰ κα­τσα­διά­σει τὸν λο­χα­γὸ καὶ κεῖ­νος πά­λι θὰ ξε­σπά­σει ἐ­πά­νω σας. Ἔ­χει σημα­σί­α. Θὰ σᾶς κό­ψει τὶς ἄ­δει­ες. Ξέ­ρε­τε πό­σο κα­λὸς εἶ­ναι ὁ λο­χα­γός. Ἄλ­λα ἂν κά­ποι­ος ἡ­μι­ο­νη­γός τὸν ἐκ­θέ­σει μὲ μιὰ λα­θε­μέ­νη ἀ­πάν­τη­ση, τό­τε ὅ­λα στὴν δι­μοι­ρί­α θ’ ἀλ­λά­ξου­νε. Θὰ σᾶς φλο­μώ­σει στὸ πει­θαρ­χεῖ­ο, κα­κό­μοι­ρα.

          — Προ­σέξ­τε. Κε­φά­λαι­ο τέ­ταρ­το. Θε­ω­ρη­τι­κὸς το­μέ­ας. Ἐ­ρώ­τη­ση πρώ­τη: «Ποι­οί εἶ­ναι οἱ σύμ­μα­χοι τῶν Βουλ­γά­ρων;» Ἀ­πάν­τη­ση: «Οἱ κομ­μου­νι­σταί». Ἐ­δῶ, ἂν κά­ποι­ος κομ­πιά­σει ἢ ξε­χά­σει, νὰ πε­τα­χτεῖ κά­ποι­ος ἄλ­λος ἀ­μέ­σως. Κι ἐ­κεῖ­νος πού θὰ κομ­πιά­σει, ἀ­κού­γον­τάς το ἀ­πὸ τὸν ἄλ­λο, νὰ τὸ ἐ­πα­να­λά­βει ἀ­μέ­σως. Ἔ­χει ση­μα­σί­α. Ἐ­ξη­γού­με­θα, γιὰ νὰ μὴν πα­ρε­ξη­γού­με­θα· ἔ­τσι;

          Ὅ­σο κι ἂν γιὰ τὸν δό­κι­μο τὸ «εἶ­χε ση­μα­σί­α» ἦ­ταν ἕ­να εἶ­δος λά­ιτ μο­τὶβ γιὰ νὰ γλυ­στρά­ει ἡ κου­βέν­τα του, γιὰ τὸν Πο­λυχρό­νη εἶ­χε τὴν ἐν­νοι­ο­λο­γι­κὴ ση­μα­σί­α του. Κα­τα­λά­βαι­νε πὼς ἀ­φοῦ ἐ­δῶ κι ἕ­να μή­να δί­νον­ταν συ­νε­χῶς ἐ­ξη­γή­σεις, δὲν θὰ ἦ­ταν εὔ­κο­λο νὰ γλυ­τώ­σει τὶς πα­ρα­ξη­γή­σεις ὅ­ταν θἄρ­χον­ταν ἡ κρί­σι­μη ὥ­ρα, αὐ­τὸς ὁ Πο­λυ­χρό­νης ποὺ ἦ­ταν τρί­της κα­τη­γο­ρί­ας στρα­τι­ώ­της, μου­λα­ρᾶς λό­γω πο­λι­τι­κῶν φρο­νη­μά­των κι ὄ­χι λό­γω πο­λι­τι­κοῦ ἐ­παγ­γέλ­μα­τος.

          Τὸ πρω­ὶ τῆς κρί­σι­μης μέ­ρας πά­σχι­σε νὰ μπεῖ σταυ­λο­φύ­λα­κας, ἀλ­λὰ ἐ­κεῖ­νος ποὺ φύ­λα­γε νού­με­ρο οὔ­τε μὲ μιὰ κού­τα τσι­γά­ρα δὲν ἄλ­λα­ζε τὴν κο­πριὰ μὲ τὸ κα­ψὸ τῆς μο­νά­δας.

          — Δὲν τρέ­χει τί­πο­τα, μάγ­γα, τοῦ εἶ­πε κι ἔ­κλει­σε μὲ ση­μα­σί­α τὸ μά­τι.

          Πῆ­γε γιὰ θαλα­μοφύ­λα­κας. Κι ἐ­κεῖ συ­νάν­τη­σε ἄρ­νη­ση. Εἶ­πε νὰ πλύ­νει τ’ ἀπο­χω­ρη­τή­ρια. Πρό­λα­βαν ἄλ­λοι. Συ­νερ­γεῖ­ο ἀ­πὸ πέν­τε φαν­τά­ρους ἀ­σβέ­στω­νε μέ­σα κι ἔ­ξω τὰ πάν­τα.

          — Στρί­βε, κά­ποι­ος τοῦ εἶ­πε· εἴ­μα­στε πολ­λοὶ ἐ­δῶ.

          Ἔ­πρε­πε τὸ πρω­ὶ νὰ βγεῖ στὸ για­τρό. Ἴ­σως νὰ τὴν σκα­πού­λερ­νε. Ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νος μπῆ­κε στὴν γραμ­μὴ καὶ ξε­κί­νη­σε.

          — «Τὰ ρό­δα», πρό­στα­ξε ὁ δό­κι­μος. Ἄρ­χι­σαν πα­ρά­φω­να ὅ­λοι μα­ζί:

          Τὰ ρό­δα τὰ τρι­αν­τά­φυλ­λα

          τῆς ἄ­νοι­ξης κα­μά­ρι

          χά­νουν τὴν ὀ­μορ­φά­δα τους

          στὴν σκλα­βω­μέ­νη γῆ.

          Κι ἔ­τσι γραμ­μὴ μπῆ­καν στὸ κα­ψι­μὶ κά­νον­τας ἕ­να ἡ­μι­κύκλιο φά­τσα στὴν ἐ­πι­τρο­πὴ μπρο­στὰ στὸ πὶγκ πόγκ.

          Προ­αι­σθάν­θη­κε ὅ­τι αὐ­τὴ τὴν φο­ρὰ δὲν τὴν γλύ­τω­νε. Κι ἦ­ταν ἡ σει­ρά του στὴν δι­μοι­ρί­α νὰ πά­ρει τὴν ἄ­δεια. Μό­λις γύ­ρι­ζαν οἱ ἄλ­λοι, θὰ ἔ­βγαι­νε στὴν ἀ­να­φο­ρὰ νὰ ζη­τή­σει κα­νο­νι­κὴ εἰ­κο­σα­ή­με­ρη ἄ­δει­α, αὐ­τὴ τὴν ἄ­δεια ποὺ σκε­φτό­τα­νε μό­λις πά­τη­σε στὸν στρα­τώ­να τὸ πό­δι του, αὐ­τὴν ποὺ ὀ­νει­ρευ­ό­ταν στὸ κρε­βά­τι τὸ βρά­δυ, στὴν σκο­πιὰ καὶ στὸν σταῦ­λο 2-4 νού­με­ρο.

          «Τώ­ρα βρῆ­καν νὰ ρθοῦ­νε; Θὰ μὲ κου­ρε­λιά­σουν, οἱ πού­στη­δες», σκέ­φτη­κε. Ἔ­πει­τα τοὖρ­θε θαμ­πὰ ἡ φι­γού­ρα τοῦ ἀ­δερ­φοῦ του πί­σω ἀ­π’ τὰ σί­δε­ρα, ὅ­πως τὸν εἶ­δε τὴν τε­λευ­ταί­α φο­ρὰ στὸ ἐ­πι­σκε­πτή­ριο πρὶν φύ­γει φαν­τά­ρος, «θὰ μὲ κά­νουν ρε­ζί­λι, οἱ κε­ρα­τά­δες», ξα­να­σκέ­φτη­κε ἔν­το­να. «Δὲν πρέ­πει νὰ πῶ ὅ,­τι δι­α­τά­ζουν αὐ­τοί. Ἀλ­λὰ πά­λι θὰ χά­σω τὴν ἄ­δεια. Εἴ­κο­σι μέ­ρες μα­κριὰ ἀ­πὸ τὴν κο­πριὰ καὶ τὸν σταῦ­λο.»

          Ἔ­νοι­ω­σε στὰ πό­δια του μιὰ τρε­μού­λα ἀ­στα­μά­τη­τη κα­θὼς ξε­χώ­ρι­σε τὸ χέ­ρι τοῦ ταγ­μα­τάρ­χη νὰ δεί­χνει πρὸς τὴν δι­κή του κα­τεύ­θυν­ση.

          — Ἐσύ, εἶ­πε κι ἔ­δει­χνε τὸν δι­πλα­νό του. Ποι­οί εἶ­ναι οἱ σύμ­μα­χοι τῶν Βουλ­γά­ρων;

          — «Τί στὸ δι­ά­βο­λο τρέ­μουν τὰ πό­δια μου; Μὲ λυ­μέ­να τὰ γό­να­τα πῶς νὰ στα­θῶ; Πρέ­πει νὰ στα­μα­τή­σει αὐ­τὴ ἡ τρε­μού­λα. Θὰ τὸ κα­τα­λά­βουν καὶ θὰ πέ­σουν ἐ­πά­νω μου σὰν τὰ κο­ρά­κια. ΙΙῶς νὰ δεί­χνει ἡ ὄ­ψη μου;»

          — Ἕλ­λη­νας ἢ Βούλ­γα­ρος; Ἀ­πὸ πο­λὺ μα­κρυ­ὰ ἄ­κου­σε τὴν φω­νή. Ἀ­πὸ βα­θιά, σὰν μέ­σα στὸν ὕ­πνο του, ἦρ­θε ἡ ἀ­πό­κρι­ση:

          — Ἕλ­λη­νας!

          Ἕ­να κύ­μα τρε­μού­λας ἀ­νέ­βαι­νε πόν­το πόν­το τὸ στῆ­θος του. Γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἔ­νοι­ω­σε νὰ φουν­τώ­νει ὣς τὸν λαι­μό του. Ἀ­στρα­πια­ῖα μυρ­μήγ­κια­σε ἡ πλά­τη του.

          — Ἕλληνας, μό­λις σὰν ψί­θυ­ρος ἄ­κου­σε νἄρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸ βά­θος τῆς αἴ­θου­σας πά­λι.

          — «Νὰ μὴν πέ­σω, νὰ μὴν σω­ρια­στῶ του­λά­χι­στον μπρὸς στὰ πό­δια τους πρὶν κἄν μοῦ ὑ­πο­βά­λουν ἐ­ρώ­τη­ση.»

          Τὸ καψι­μὶ ἔ­φερ­νε βόλ­τα μπρο­στά του. Ὁ ἴ­διος ἕ­να σκου­πί­δι ποὺ τὸ σή­κω­νε ξαφ­νι­κὰ ὁ Βαρ­δά­ρης καὶ τὸ πη­γαι­νό­φερ­νε σ’ ὅ­λο τὸ τώλ. Ἕ­να μπα­λά­κι πὶγκ πὸγκ ποὺ τὸ χτυ­πᾶ­νε ἀπὸ τὴν μιὰ μπάν­τα στὴν ἄλ­λη, ποὺ τὸ σφεν­το­νί­ζουν στέλ­νον­τας πάσ­σα πρὶν προ­λά­βει νὰ πέ­σει.

          Εἶ­πε νὰ στη­λώ­σει κά­που τὸ βλέμ­μα, νὰ κρα­τη­θεῖ ἀ­πό κά­που, κά­τι στέ­ρε­ο, τὶς λα­μα­ρί­νες, τὰ τσίγ­κια, κι ἔ­πε­σε ἡ μα­τιά του στὴν εἰ­κό­να ἀ­πέ­ναν­τι, στὸν φαν­τά­ρο ποὺ λόγ­χι­ζε στὸν φαν­τά­ρο ποὺ θέ­ρι­ευ­ε μὲ προ­τε­τα­μέ­νη τὴν λόγ­χη κα­τ’ εὐ­θεί­αν ἐ­πά­νω του, ποὺ ση­μά­δευ­ε κα­τ’ εὐ­θεί­αν τὸ στῆ­θος του, μ’ ἐ­κεῖ­νο τὸ μι­κρὸ ὕ­που­λο γέ­λιο του, ποὺ φάρ­δαι­νε ὁ­λο­έ­να σὲ ἀ­κρά­τη­το σαρ­δό­νιο γέ­λιο κι ἀ­κού­γον­ταν τώ­ρα νὰ σέρ­νε­ται πνι­χτὰ μέ­σα στὸ τώλ.

          — Λέ­γε, λοι­πόν, ἄκουσε κα­θα­ρὰ τὴν φω­νὴ τοῦ ταγ­μα­τάρ­χη κι εἶ­δε τὸ χέ­ρι του στραμ­μέ­νο ἐ­πά­νω του νὰ τὸν δεί­χνει ἐ­κεῖ πε­ρί­που στὸ στῆ­θος.    Ἕ­να χά­χα­νο ξε­κι­νοῦ­σε μέ­σα στὸ τώλ.

          — Ἐσύ, ἐ­σύ, δὲν ἀ­κοῦς τό­σην ὥ­ρα; Μαρ­μά­ρω­σες;

          — Ἕλ­λη­νας, εἶ­πε μὲ κό­πο, χω­ρὶς νὰ σκε­φθεῖ.

          Τὰ χά­χα­να ἀ­ξι­ω­μα­τι­κῶν καὶ φαν­τά­ρων ξε­σπά­σα­νε σ’ ἐ­πί­μο­νο γέ­λιο.

          — Μή­πως θέ­λεις νὰ πεῖς φι­λέλ­λη­νας, παι­δί μου; ρώ­τη­σε κα­λο­συ­νά­τα ὁ ταγ­μα­τάρ­χης.

          — Ἕλ­λη­νας, Ἕλ­λη­νας, ἐ­πέ­με­νε ὁ Πο­λυ­χρό­νης στὴν τύ­χη.

          — Μὰ ὁ Χί­τλερ δὲν ἦ­ταν Ἕλ­λη­νας, εἶ­πε δι­δα­κτι­κὰ ὁ ταγ­μα­τάρ­χης. Ἐ­τίμη­σε βέ­βαι­α τὸν Ἑλ­λη­νι­κὸ στρα­τὸ στὸ πρό­σω­πο τῶν ἀ­ξι­ω­μα­τι­κῶν του, ἀ­φή­νον­τάς τους νὰ κα­τέ­βουν ἀ­πό τὸ μέ­τω­πο στὰ σπί­τια τους μὲ τὸν ἀ­το­μι­κὸ ὁ­πλι­σμό τους. Ἀλ­λὰ αὐ­τὸ δὲν ση­μαί­νει πῶς ἤ­τα­νε Ἕλ­λη­νας· ἴ­σως φι­λέλ­λη­νας.

          — Ἕλ­λη­νας, ξα­να­φώ­να­ξε ὁ Πο­λυ­χρό­νης μὲ πεῖ­σμα, ΕΛ­—ΛΗ­—ΝΑΣ, ξε­σπών­τας, μ’ ἕ­να γέ­λιο ἀ­κρά­τη­το, ἐ­νῶ στὸ τὼλ ἁ­πλω­νό­ταν τώ­ρα πα­γε­ρὴ σι­ω­πή. Ἕλ­λη­νας, βρον­το­φώ­να­ξε, χω­ρὶς νὰ νοι­ά­ζε­ται πὼς εἶ­ναι φαν­τά­ρος, οὔ­τε πὼς βρί­σκε­ται μπρο­στὰ στὴν ἐ­πι­τρο­πὴ ἠ­θι­κῆς ἀ­γω­γῆς, στὸν δι­οι­κη­τὴ ποὺ θὰ τοῦ ἔ­δι­νε ἄ­δει­α, στὸν λο­χα­γό του ποὺ ἔ­τρι­ζε δόν­τια, μπρο­στὰ στὸν ἀξι­ω­μα­τι­κὸ ἀλ­φα­δύ­ο, ποὺ ἔ­σφι­χνε νευ­ρι­κὰ τὶς γρο­θι­ές του.

          — Ἕλ­λη­νας, ξα­να­ούρ­λι­α­ξε! Ἤ­μου­να παι­δὶ τό­τε. Θυ­μᾶ­μαι τὸν ἀ­δερ­φό μου πρι­σμέ­νον.

          — Στα­μα­τεῖ­στε τον, δι­έ­τα­ξε ὁ ταγ­μα­τάρ­χης.

          — Τρώ­γα­με κά­θε βρά­δυ ἕ­να φλυ­τζά­νι στα­φί­δα καὶ κοι­μό­μα­σταν.

          — Στα­μα­τεῖστε τον, βγάλ­τε τον ἔ­ξω, βρυ­χή­θη­κε ὁ ταγ­μα­τάρ­χης.

          Δυ­ὸ ἀλ­φα­μῖτες χύ­θη­καν πά­νω του καὶ τὸν τρα­βού­σα­νε κα­ρο­τσά­κι στὴν ἔ­ξο­δο. Ὁ Πο­λυ­χρό­νης σέρ­νον­ταν πά­νω στὸ τσι­μέν­το καὶ φώ­να­ζε:

          — Τὴν μέ­ρα τρώ­γα­με ὅ,τι βρί­σκα­με. Κου­κου­τσά­λευ­ρο, χα­ρου­πά­λευ­ρο, θα­λασ­σο­βρε­μέ­νο. Τριά­ντα δρά­μια μπομ­πό­τα μέ­ρα πα­ρὰ μέ­ρα, μι­σὴ μέ­ρα οὐ­ρὰ κι ἕ­να τάγ­μα ψεῖ­ρες.

          Ἔ­φα­γε μιὰ γε­ρὴ στ’ ἀ­χα­μνά του καὶ τοῦρ­θε ζα­λά­δα. Ἔ­πει­τα μιὰ σπρω­ξιὰ καὶ βρέ­θη­κε ὁ μι­σὸς ἔ­ξω ἀ­π’ τὴν πόρ­τα. Ἔ­γυ­ρε τὸ κε­φά­λι καὶ θο­λὰ εἶ­δε τὸν ταγ­μα­τάρ­χη. Πρό­λα­βε καὶ τοῦ πέ­τα­ξε πρὶν κλεί­σει ἡ πόρ­τα:

          — Ἕλ­λη­νας σὰν καί σᾶς, ὄ­χι φι­λέλ­λη­νας.


bonsai-03c-giaistologio-04


Πη­γή: Τυ­φε­κι­ο­φό­ρος τοῦ ἐ­χθροῦ (Δι­η­γή­μα­τα, Ἀ­θή­να, 1966).

Μά­ριος Χάκ­κας (Μα­κρα­κώ­μη Φθι­ώ­τι­δας 1931-Ἀ­θή­να 1972). Ποι­η­τής, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος καὶ θε­α­τρι­κὸς συγ­γρα­φέ­ας. Βι­βλί­α του: Ὄ­μορ­φο κα­λο­καί­ρι (1965, ποί­η­ση), Ὁ τυ­φε­κι­ο­φό­ρος τοῦ ἐ­χθροῦ (1966, δι­η­γή­μα­τα) κ.ἄ., τώ­ρα συγ­κεν­τρω­μέ­να στὰ Ἅ­παν­τά του (Κέ­δρος, Ἀ­θή­να, 1986).


 

Μάριος Χάκκας: Γκορπισμός


Gkorpas,Thomas(Leptomereia-FotoD.Geros)


Μά­ριος Χάκ­κας


Γκορ­πι­σμός


ΓΚΟΡΠΙΣΜΟΣ κι ἐ­λα­φρὰ νευ­ρα­σθέ­νεια. Σκουν­του­φλῶ στὸ παρ­κό­με­τρο καὶ βρί­ζω τὸν ὅ­ποι­ο δι­α­βά­τη, «βλα­κόμου­τρο», αὐ­τὸν ποὺ γε­λά­ει, «βλα­κό­με­τρο», χα­χα­νί­ζει ἀ­πὸ πά­νω, «παρ­κό­μου­τρο», τά­χα εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ ἐ­λέγ­χει τὰ πάρ­κινγκ, μπά, δὲν εἶ­ναι αὐ­τὴ ἡ δου­λειά του, μᾶλ­λον εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ποὺ μπα­νί­ζει στὰ πάρ­κα, γι’ αὐ­τὸ καὶ γὼ τὸν φω­νά­ζω παρ­κό­μου­τρο. Ἔ, κά­πως βο­λεύ­τη­κε τώ­ρα, ἄλ­λα πέ­φτω πά­νω σ’ ἄλ­λο παρ­κό­με­τρο, κά­θε πέν­τε μέ­τρα κι ἀ­πὸ ἕ­να, ἕ­να πάρ­κο παρ­κό­μου­τρα κι ἄλ­λα τό­σα βλα­κό­μου­τρα γύ­ρω μου, ποὺ ἐ­λέγ­χουν τὴν κα­τά­στα­σή μου, μοῦ με­τρᾶ­νε τὴν πί­ε­ση, κα­τε­βαί­νει ἡ βε­λό­νη, προ­χω­ρεῖ στὸ μη­δὲν καὶ μοῦ ἔ­χουν ἀγ­κι­στρω­μέ­να τὰ χέ­ρια καὶ δὲ μπο­ρῶ νὰ ρί­ξω κέρ­μα πα­ρά­τα­σης. Θέ­λω νὰ μεί­νω, νὰ μεί­νω, νὰ μεί­νω, ρί­χνον­τας ἀ­δι­ά­κο­πα κέρ­μα, ἔ­τσι ποὺ νὰ φτά­σω στὸ τέρ­μα συμ­πλη­ρώ­νον­τας τὸ μέ­σο πο­σο­στὸ τῆς ζω­ῆς. «Ἕρ­μα», φω­νά­ζω, σα­βού­ρα, τὸ βά­ρος τῆς γῆς, καὶ σα­βου­ρώ­νω ὅ,τι βρί­σκω μπρο­στά μου, γε­μί­ζω τὶς τσέ­πες μου μ’ ἄ­δει­ες μπο­τί­λι­ες, με­τὰ τὶς ἀλ­λά­ζω μὲ μαν­τα­λά­κια, μιὰ ἀτ­ζέν­τα, μπρε­λὸκ μὲ κλει­διά, τσα­τσά­ρα, πέ­τρες ποὺ βγαί­νουν ἀλα­φρό­πε­τρες, ὅ,τι μοῦ λα­χαί­νει, ἀρ­κεῖ νὰ μεί­νω στὸ βά­ρος μου ὥ­σπου νὰ πιά­σω τὸ μέ­σο πο­σο­στὸ ἡ­λι­κί­ας, ἀ­π’ ὁ­που­δή­πο­τε μπο­ρῶ νὰ πια­στῶ, ἔ­στω ἀ­πὸ ἕ­να κά­ποι­ο μα­στό, τὸ σχῆ­μα τῆς γῆς στὸ μι­σό, ἀ­νω­φε­λές.

            Κι ὁ ἐ­κνευ­ρι­σμὸς συ­νε­χί­ζε­ται (ποι­ὸς ἐ­κνευ­ρι­σμός; κα­νο­νι­κὴ νευ­ρα­σθέ­νεια), κι ἀγ­κα­λιά­ζω ξα­νὰ καὶ ξα­νὰ μιὰ γυ­ναί­κα, κι ἀ­πὸ κεῖ προ­κύ­πτει μιὰ ἄλ­λη, κι ἀ­π’ τὴν ἄλ­λη μιὰ ἄλ­λη, ὅ­πως ἕ­νας ποι­η­τὴς προ­κύ­πτει ἀ­πὸ κά­ποι­ον ἄλ­λον, ὁ Ἐγ­γο­νό­που­λος ἀ­πὸ τὸν Ἐμ­πει­ρί­κο κι ὁ Γκόρ­πας ἀ­πὸ τὸν Γκόρ­πα. Εἶ­ναι βέ­βαι­α κι οἱ χει­ρουρ­γι­κοὶ κα­θρέ­φτες ποὺ ἐ­πι­τεί­νουν αὐ­τὴ τὴν κα­τά­στα­ση, ποὺ πλη­θαί­νουν ὄ­χι μό­νο τὸ φῶς ἀλ­λὰ καὶ τὰ εἴ­δω­λα καὶ κά­νουν τὴν ἀγ­κα­λιά μου τε­ρά­στια. Ἀ­πὸ κεῖ καὶ ἡ ἔ­παρ­σή μου ποὺ τό­σο σο­κά­ρει τοὺς ἄλ­λους, ὅ­ταν λέ­ω πὼς κα­νέ­νας δὲν εἶ­δε ὅ­πως ἐ­γὼ τὸ φεγ­γά­ρι, κι οὔ­τε ἐ­κεῖ­νον τὸ χει­μω­νι­ά­τι­κο δρό­μο μὲ τοὺς γλόμ­πους νὰ φρίτ­τουν.

            Για­τὶ ἂν τὴ ρο­ὴ αἵ­μα­τος τὴ με­τροῦν ἀ­π’ τ’ αὐ­τί μου, ὅ­πως καὶ στοὺς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους, ὅ­μως τὴ ρο­ὴ σπέρ­μα­τος τὴν κα­τα­γρά­φουν ἀ­πό τὴν ἁ­φή μου. Γι’ αὐ­τὸ ρί­χνο­μαι τό­σο συ­χνὰ πά­νω σὲ γυ­ναῖ­κες ἀ­νέ­τοι­μες (Μά, ποῦ πά­ει τὸ χέ­ρι σας; Μιὰ χει­ρα­ψί­α ἀ­θώ­α, κι ἐ­σεῖς τὸ φτά­σα­τε ὣς τὴ μα­σχά­λη), μοῦ ἀρ­νοῦν­ται ὅ­λες για­τί πα­ρου­σι­ά­ζο­μαι ἔ­τσι ἀ­βά­στα­χτος.

            Βι­ά­ζο­μαι, αὐ­τὸ εἶ­ναι ὅ­λο. Μὰ δὲ γί­νε­ται ἀλ­λι­ῶς, ὅ­σο θυ­μᾶ­μαι τὸν Φα­τε­μὶ ποὺ τὸν κά­να­νε φέ­τες, (Ἐ­κεί­νον τὸν ἄλ­λο­τε ὑ­πουρ­γὸ τῆς Περ­σί­ας), νέ­ον ἄν­θρω­πο, κι ὁ ἀ­νη­ψιός του νὰ εἰ­σπράτ­τει τὰ λύ­τρα, λέ­ω πὼς δὲν ὑ­πάρ­χει χῶ­ρος γιὰ μέ­να σὲ τοῦ­τον τὸν κό­σμο κι ὅ­που νά­ναι θὰ πρέ­πει νὰ φεύ­γω κι ἂς μὴν πιά­σω ἐ­πι­τέ­λους τὸ μέ­σο πο­σο­στὸ τῆς ζω­ῆς. Ὅ,τι εἶ­ναι ἀ­κό­μα νὰ ζή­σω, νὰ ζή­σω γρή­γο­ρα καὶ στὰ πε­τα­χτὰ κι ἀ­πὲ νὰ τοῦ δί­νω λέ­γον­τας ἀ­λὰ Σκα­ρίμ­πα «ἔ­κα­να πρὸς τὰ δῶ γιὰ ἕ­να πρά­μα», ἂν δὲ γί­νη­κε νὰ τὸ βρῶ μέ­χρι σή­με­ρα, τί πε­ρι­μέ­νω; Νὰ μεί­νω ἕ­να κου­βα­ρά­κι ποὺ θὰ μὲ ση­κώ­νουν οἱ δι­κοί μου στὰ χέ­ρια;

            «Κον­τεύ­εις;», τα­χτι­κὰ μὲ ρω­τᾶ­νε. «Ἔ, ὅ­που νά­ναι», τοὺς λέ­ω. «Δη­λα­δή, δη­λα­δή;» «Νά, πε­ρί­που», χρη­σι­μο­ποι­ῶ ἀ­ο­ρι­στί­ας ση­μαν­τι­κὰ κι ἀ­μέ­σως θυ­μᾶ­μαι τὰ νε­κρο­τα­φεί­α αὐ­το­κι­νή­των, ἄ­χρη­στα σί­δε­ρα, βου­λι­αγ­μέ­νες λα­μα­ρί­νες, ξε­κοι­λι­α­σμέ­νες τα­πε­τσα­ρί­ες καὶ λά­στι­χα σά­πια. Ποῦ τὸ κάλ­λος καὶ ποῦ ἢ λαμ­πρά­δα; Ποῦ οἱ γκό­με­νες ποὺ ξά­πλω­ναν μέ­σα γιὰ τσάρ­κα; Ποῦ ἡ ἄ­σφαλ­τος ποὺ ἔ­τρε­χε κά­τω τους μ’ ἑ­κα­τὸν πε­νήν­τα χι­λι­ό­με­τρα; Ἐ­ρη­μιὰ κι ἀ­κι­νη­σί­α.

            «Ἀ­νά­σκε­λα. Ἀ­κί­νη­τος.» Εἶ­ναι και­ρὸς τώ­ρα ποὺ οἱ ἄν­θρω­ποι μὲ βά­ζουν κά­τω ἀ­πὸ τὴν κε­φα­λὴ τοῦ κο­βαλ­τί­ου, δο­κι­μά­ζουν τὸ πε­δί­ο βο­λῆς, ση­μα­δεύ­ουν μὲ τὸ μαρ­κα­δό­ρο, κα­τε­βά­ζουν αὐ­τὸ τὸ τε­τρά­γω­νο μά­τι ποὺ ἐκ­πέμ­πει ἀ­ό­ρα­τες κά­μες, ὕ­που­λα χώ­νον­ται σὲ σά­πια κρέ­α­τα, κά­θε μέ­ρα μὲ ξε­κοι­λιά­ζουν, μὲ θέ­λουν ἀ­κί­νη­το, γιὰ πάν­τα ἀ­κί­νη­το, ἀ­νά­σκε­λα κι ἀ­κί­νη­το.

            Γκόρ­πα, Γκόρ­πα, (Ποι­ὸς εἶ­ναι; Νὰ πὰ νὰ τὸν μά­θε­τε.) μό­νο ἐ­μεῖς ψι­λι­α­στή­κα­με, μό­νο ἐ­μεῖς πή­ρα­με τό­σο σο­βα­ρὰ αὐ­τὴ τὴν ὑ­πό­θε­ση, γι’ αὐ­τὸ κι ὅ­λα τρι­γύ­ρω πολ­τός, φρε­νο­λο­γι­κὲς κλι­νι­κές, ἀ­πὸ δῶ προ­κύ­πτουν τ’ ἀ­ναρ­χού­με­να κεί­με­να, τὰ γρα­φτά μας χω­ρὶς κῶ­λο οὔ­τε μύ­τη. Δὲν ὑ­πάρ­χει γιὰ μᾶς κοι­νω­νι­κὸ ψευ­δὸς εἴ­τε για­τὶ ἤρ­θα­με πο­λὺ νω­ρίς, εἴ­τε πο­λὺ ἀρ­γά, δὲν ὑ­πάρ­χει συγ­γρα­φι­κὸ ψεῦ­δος για­τὶ δι­α­λυ­θή­κα­με μα­ζὶ μὲ τὰ πράγ­μα­τα καὶ ποῦ νὰ κά­θε­σαι τώ­ρα νὰ συν­θέ­τεις;

            Τὸ ξέ­ρω πιά, δὲ θὰ πιά­σω τὸ μέ­σο πο­σο­στὸ τῆς ζω­ῆς. Πο­λὺ ποὺ μὲ νοιά­ζει! Ἄλ­λω­στε, ἴ­σως νὰ μὴν εἶ­ναι καὶ ἄ­δι­κο. Ἄλ­λοι συ­νο­μή­λι­κοί μου φύ­γαν νω­ρί­τε­ρα. Ἐ­γὼ σὲ σχέ­ση μ’ αὐ­τοὺς ὀ­φε­λή­θη­κα, κά­πνι­σα κά­να – δυ­ὸ ἑ­κα­τον­τά­δες χι­λιά­δες τσι­γά­ρα, ἅ­πλω­σα τὰ μαλ­λιά μου στὴ νύ­χτα, τὸ σῶ­μα μου στὴν ἀ­κρο­θα­λασ­σιά. Ὅ­μως ὁ Κυ­λά­κος πέ­ρα­σε γιὰ πάν­τα στὴ νύ­χτα σπά­ζον­τας τὴ ρα­χο­κο­κα­λιά του μὲ μιὰ βου­τιὰ στὰ δε­κα­ο­χτώ του, ὅ,τι εἴ­χα­με τε­λει­ώ­σει τὸ γυ­μνά­σιο, κι ἀ­πὸ τό­τε πέ­ρα­σαν εἴ­κο­σι χρό­νια, ἔ­κα­να χι­λιά­δες βου­τι­ὲς καὶ δὲν τὸν θυ­μή­θη­κα οὔ­τε μιὰ φο­ρά.

            Κι ἔ­πει­τα, εἶ­ναι κι αὐ­τὴ ἡ μα­ται­ο­δο­ξί­α ποὺ συμ­πε­ρι­φέ­ρο­μαι γκορ­πι­κά, μιὰ τε­λευ­ταῖ­α προ­σπά­θεια νὰ ὑ­πάρ­ξω κα­τό­πι μὲ τ’ ἀ­ναι­μι­κά μου γρα­φτά. Μή­πως ὑ­πῆρ­ξα καὶ πρὶν νὰ θέ­λω νὰ ὑ­πάρ­ξω με­τά; Κι ἂν θὰ ὑ­πάρ­ξω, εἶ­μαι τώ­ρα πιὰ βέ­βαι­ος, δὲ θὰ ὀ­φεί­λε­ται στὰ γρα­φτά μου, ἀλ­λὰ στὶς πρά­ξεις μου, στὰ κο­ρί­τσια ποὺ χά­ι­δε­ψα, στοὺς φί­λους ποὺ φί­λε­ψα πα­ρη­γο­ριὰ κι ἐγ­καρ­τέ­ρη­ση, γιὰ ὅ­σο και­ρὸ φυ­σι­κὰ θὰ ὑ­πάρ­χουν κι αὐ­τοί.

            Κι ὅ­ταν θὰ βρί­σκον­ται μα­ζε­μέ­νοι πα­ρέ­α οἱ φί­λοι, θὰ μοῦ βγά­ζουν κι ἐ­μέ­να πο­τή­ρι, κι ὅ­πως κά­ποι­ος θὰ ρί­χνει μιὰ βόλ­τα στὸ ση­μεῖ­ο ποὺ ἡ πλά­κα θὰ λέ­ει:

«Τὸ κλαῖ­με ὅ­λοι μας μα­ζὶ

τὸ πιὸ λε­βέν­τι­κο κα­λὸ παι­δί»

ἕ­νας ἄλ­λος θὰ φω­νά­ζει τὸ γνω­στὸ «κα­λὰ στέ­φα­να», κι αὐ­τὸ ἂς εἶ­ναι γιὰ μέ­να ἕ­να εἶ­δος μνη­μό­συ­νο, ὄ­χι βέ­βαι­α φι­λο­λο­γι­κό, μᾶλ­λον μιὰ ζων­τα­νὴ πα­ρου­σί­α ποὺ λέ­νε, μιὰ δι­καί­ω­ση πὼς κά­νον­τας πρὸς τὰ δῶ «γιὰ κεῖ­νο τὸ πρά­μα», μπο­ρεῖ νὰ μὴν τὸ βρῆ­κα, ἀλ­λὰ πάν­τως κά­τι ἄ­φη­σα πί­σω μου.


 Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πη­γή: Ὁ μπιν­τὲς καὶ ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες (ἐκδ. Κέδρος, 1972)

Μά­ριος Χάκ­κας (Μα­κρα­κώ­μη Φθι­ώ­τι­δας 1931-Ἀ­θὴ­να 1972). Ποι­η­τής, δι­η­γη­μα­το­γρά­φος καὶ θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας. Βι­βλί­α του:  Ὄ­μορ­φο κα­λο­καί­ρι (1965, ποί­η­ση), Ὁ τυ­φε­κι­ο­φό­ρος τοῦ ἐ­χθροῦ (1966, δι­η­γή­μα­τα) κ.ἄ., τώ­ρα συγ­κεν­τρω­μέ­να στὰ Ἅ­παν­τά του (Κέ­δρος, Ἀ­θή­να, 1986).

 

Εἰκόνα: Θωμᾶς Γκόρπας (φωτογραφία Δημήτρης Γέρος, λεπτομέρεια).


Μάριος Χάκκας: Ἕνας χωρισμός

 

 

Μά­ριος Χάκ­κας

 

Ἕ­νας χω­ρι­σμός

 

ΒΑΛΕΣ ΤΗ ΓΑΤΑ στὴν κα­πε­λι­έ­ρα, με­τὰ τὴν κυ­λό­τα, ἐ­νῶ ἔ­ξω ὁ νέ­ος ἐ­ρα­στής σου κόρ­να­ρε. Βι­α­ζό­σου­να τό­σο ποὺ φό­ρε­σες πρῶ­τα τὶς γό­βες καὶ με­τὰ τὸ καλ­τσόν.

       Ἔ­φυ­γες καὶ μ’ ἄ­φη­σες μιὰ μουτ­ζού­ρα στὴ μύ­τη (ἀ­πὸ τὰ μά­τια σου ποὺ ξε­βά­ψα­νε κλαί­γον­τας), τὶς τρί­χες τῆς γά­τας σου, κα­θὼς καὶ μιὰ γεύ­ση ἀ­πο­σμη­τι­κοῦ στὰ χεί­λη.

      Ἀ­πό­μει­να ἕ­νας γερο-πα­λιά­τσος ζη­τών­τας βούρ­τσα καὶ κα­θρε­φτά­κι στ’ ἀ­να­στα­τω­μέ­νο δω­μά­τιο, προ­σπα­θών­τας νὰ βγά­λω ἀ­πὸ πά­νω μου τὰ τε­λευ­ταῖ­α ἀ­πο­μει­νά­ρια σου.

      Εἶ­πα νὰ γλι­τώ­σω ἀ­πὸ σέ­να, ὅ­μως νι­ώ­θω τὴ γά­τα σου νὰ μπή­γει τὰ νύ­χια στὶς σάρ­κες μου, κι ἡ μουτ­ζού­ρα νὰ κου­λου­ρι­ά­ζε­ται δί­πλα μου στὶς νύ­χτες, πολ­λὲς φο­ρὲς νὰ πα­ρα­μέ­νει ἐ­κεῖ ἀ­νε­ξί­τη­λο στίγ­μα, – τσα­κά­ρι­σμα γιὰ νὰ δη­λώ­νει ἕ­ναν ἀ­πὸ τοὺς χί­λιους χω­ρι­σμούς σου.

     Τὴν τε­λευ­ταί­α στιγ­μὴ θυ­μή­θη­κες τὴ γλά­στρα κι ἔ­ξω κόρ­να­ρε ἀ­στα­μά­τη­τα ὁ μαν­τρά­χα­λος. Χαί­νου­σα πλη­γὴ ἡ κά­μα­ρα, ξε­κοι­λι­α­σμέ­να τὰ συρ­τά­ρια, ὅ­λ’ ἀ­να­κα­τω­μέ­να καὶ ρη­μά­δια.

     Ξέ­χα­σες κι ἕ­να στη­θό­δε­σμο μα­ζὶ μὲ τρί­α κυ­λο­τά­κια, νὰ μου­λιά­ζουν στὸν μπιν­τέ. Πάν­τα σοῦ ἔ­λε­γα νὰ πά­ρεις βρα­κιὰ ποὺ νὰ φτά­νουν ὣς τὴ μέ­ση σου, ὄ­χι αὐ­τά, τέσ­σε­ρα δά­χτυ­λα ὕ­ψος. Θὰ μοῦ κρυ­ώ­σεις καὶ θὰ τρέ­χεις στοὺς για­τρούς. Ἀλ­λὰ τί μὲ νοιά­ζει τώ­ρα; Τώ­ρα γιὰ μέ­να μιὰ κουκ­κί­δα, στὴν ἀ­πό­στα­ση εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος ποὺ φεύ­γει, ὁ παν­σὲς παν­σές, κι ἡ πε­τα­λού­δα πε­τα­λού­δα.

     Ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ἱ­στο­ρί­α βγῆ­κες πιὸ κερ­δι­σμέ­νη. Κρά­τη­σες τὸν Κε­ρα­μει­κὸ κι ἐ­μέ­να τὸ νε­κρὸ ἐ­σὺ ἡ νε­κρή στὴν ἀγ­κα­λιά σου, μιὰ μι­κρὴ πευ­κό­φυ­τη πλα­γιὰ μὲ κά­τω τὶς ἀ­να­σκα­φές, πιὸ πέ­ρα μπα­λω­μέ­να μάρ­μα­ρα ἀ­π’ τὶς ἀ­να­στη­λώ­σεις. Πῆ­ρες καὶ τὸ κου­λὸ ἄ­γαλ­μα ποὺ στε­κό­ταν στὴ βρο­χὴ κά­νον­τας ντούς, φέρ­νον­τας τὰ χέ­ρια σὲ στή­θη καὶ γο­φοὺς (στὴν πλά­τη πάν­τα δύ­σκο­λα). Τί κα­τά­λα­βες; Ἔ­φυ­γες καὶ μ’ ἄ­φη­σες χω­ρὶς χέ­ρια, νὰ μὴ μπο­ρῶ πιὰ νὰ τὸ συν­τρο­φέ­ψω, νὰ περ­πα­τή­σω στὴ βρο­χὴ ἢ νὰ στε­γνώ­σω ἀ­χνί­ζον­τας μα­ζί του στὴ λι­α­κά­δα, ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας μιὰ κά­ποι­α ἐ­λευ­θε­ρί­α.

     Τὸ κυ­ρι­ό­τε­ρο: Πῆ­ρες τὴ γλά­στρα μὲ τὶς πε­τα­λοῦ­δες ποὔ­μοια­ζαν παν­σέ­δες.

     Λέ­ω νὰ φύ­γω. Μά, νά, εἶ­μαι σὰ γε­ρα­σμέ­νο χε­λι­δό­νι, καὶ ποῦ ἀ­κμῆς φτε­ρὰ πά­νω ἀ­π’ τὸ πέ­λα­γο, καὶ ποῦ κου­ρά­γιο; Μᾶλ­λον θὰ μεί­νω γιὰ ξε­χει­μώ­νια­σμα σὲ τοῦ­το τὸ δω­μά­τιο. Ὄ­χι πὼς μὲ νοιά­ζει καὶ πο­λὺ ἡ ἀ­που­σί­α σου. Μὴ νο­μί­σεις πὼς εἶ­ναι ἀ­βά­στα­χτες οἱ συν­θῆ­κες. Κά­πως νὰ ξε­χά­σω, μιὰ μι­κρὴ προ­σαρ­μο­γὴ καὶ θὰ πε­ρά­σει ὁ δύ­σκο­λος και­ρός. Ἄλ­λω­στε, μπο­ρεῖ ὁ χει­μώ­νας νἄ­ναι ἤ­πιος μὲ σι­γα­νὲς βρο­χὲς καὶ λί­γες λά­σπες κι ὅ­λα στε­γνώ­νου­νε στὸν ἐ­πι­σκέ­πτη ἥ­λιο, ψυ­χή, φτε­ρά, καὶ μά­τια.

     Γέ­μι­σαν τὰ στα­χτο­δο­χεῖ­α ἀ­πο­τσί­γα­ρα, κλει­σμέ­να τὰ πα­ρά­θυ­ρα κι ἡ τσιγα­ρί­λα δὲ λέ­ει νὰ σκε­πά­σει τ’ ἄ­ρω­μά σου.

     Λέ­ω νὰ φέρ­νω κα­μιὰ γυ­ναί­κα νὰ μοῦ συ­γυ­ρί­ζει. Με­τὰ θὰ τ’ ἀ­να­κα­τώ­νω σὰ νἄ­σου­να ἐ­σύ, ἄ­στα­τη κι ἀ­κα­τά­στα­τη, ὄ­χι γιὰ νὰ θυ­μᾶ­μαι τὴν πα­ρου­σί­α σου, ἀλ­λὰ ἔ­τσι, γιὰ νἄ­χει καὶ κά­ποια δου­λειὰ ἡ γυ­ναί­κα ποὺ θὰ συ­γυ­ρί­ζει.

     Ἔ­χει καὶ κά­ποι­ο ὄ­φε­λος αὐ­τὸς ὁ χω­ρι­σμός. Βλέ­πω πιὰ τὴν ἀ­να­το­λὴ τοῦ ἥ­λιου, κά­τι ποὺ τὄ­χα στε­ρη­θεῖ μα­ζί σου, ἄ­σχε­τα βέ­βαι­α ἂν πε­ρι­μέ­νω ἀ­π’ τὰ με­σά­νυ­χτα. Ὅ­μως στὸ λέ­ω, κον­τά σου εἶ­χε χον­τρή­νει τὸ κε­φά­λι μου ἀ­π’ τὸν ὕ­πνο, κι ἂν ξα­γρυ­πνά­ω τώ­ρα εἶ­ναι ποὺ πε­ρι­μέ­νω τὴν ἀ­να­το­λὴ καὶ τί­πο­τε ἄλ­λο.

     Ὅ­λοι οἱ σε­λι­δο­δεῖ­χτες στὶς πορ­νι­κὲς σκη­νὲς τοῦ Χέν­ρυ Μίλ­λερ. Ὅ­λα σου τὰ βι­βλί­α φτη­νὰ σέ­ξυ ρο­μάν­τζα, «ἡ ὡ­ραί­α τῆς ἡ­μέ­ρας», «ἡ μα­τω­μέ­νη κομ­πι­νε­ζόν». Τὸ προ­σφι­λές σου βι­βλί­ο Κά­μα Σού­τρα, δι­α­λυ­μέ­νο, φύλ­λα καὶ φτε­ρά, ρού­φη­ξες μέ­χρι τὰ ἐ­ξώ­φυλ­λα. Ὅ­μως ὁ Θου­κυ­δί­δης ποὺ σοῦ χά­ρι­σα, ἄ­κο­πος. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ τὸ πα­ρα­τη­ροῦ­σα μοὔ­λε­γες πὼς εἶ­χε χα­θεῖ ὁ χαρ­τοκό­πτης. Τώ­ρα ψά­χνω καὶ βρί­σκω κά­τω ἀ­π’ τὸ κρε­βά­τι τρυ­πω­μέ­νους πέν­τε χαρ­το­κό­πτες.

     Δὲν ἤ­σουν ἄν­θρω­πος ἐ­σύ, δὲν ἤ­σουν. Καὶ στὰ μου­σεῖ­α ποὺ σὲ πή­γαι­να, μό­νο γιὰ σά­τυ­ρους νοι­α­ζό­σου­να καὶ γιὰ φαλ­λούς. Κι ἂν στά­θη­κες γιὰ ὥ­ρα μπρὸς στὸ κου­λὸ ἄ­γαλ­μα, ἦ­ταν τὰ γεν­νη­τι­κά του ὄρ­γα­να ποὺ σὲ κα­θή­λω­σαν, ἐγ­κυ­μο­νού­σα στιγ­μὴ πρὶν ἀ­π’ τὴ στύ­ση.

     Δὲ μὲ χω­ρά­ει τὸ κρε­βά­τι, ὁ χῶ­ρος σου κι ἡ δύ­να­μή σου, ὁ­μο­λο­γῶ, ἐ­κεῖ πά­νω πα­ρα­δί­νο­μαι. Ἂν ἑ­ξαι­ρέ­σου­με καὶ τὶς κα­ρέ­κλες ποὺ φο­βᾶ­μαι ὅ­τι μπο­ρεῖ νὰ κά­θε­ται ἡ γά­τα σου, δὲ μέ­νει πα­ρὰ νὰ βη­μα­τί­ζω ὥ­σπου νὰ φέ­ξει.

     Τὸ πρό­σω­πό σου ἡ νύ­χτα· ἡ μέ­ρα, τὰ μαλ­λιά σου. Ἂν ξα­ναμ­πλέ­ξω μὲ γυ­ναί­κα θἄ­ναι νύ­χτα τὰ μαλ­λιά της, τὸ πρό­σω­πό της μέ­ρα. Θὰ βε­βαι­ω­θῶ ὅ­τι μπο­ρεῖ νὰ δι­α­βά­σει Θου­κυ­δί­δη κι ὅ­τι κοι­τά­ει τ’ ἀ­γάλ­μα­τα στὸ πρό­σω­πο. Ὅ­ταν βγαί­νου­με, θ’ ἀ­κουμ­πά­ει στὰ γό­να­τα τὴν τσάν­τα. Δὲν εἶ­μαι ζη­λιά­ρης καὶ σε­μνό­τυ­φος, ἀλ­λὰ θέ­λω ἡ­συ­χί­α κι ἠ­ρε­μί­α, ἔ­στω ἂς εἶ­ναι καὶ νε­κρο­τα­φεί­ου.

     Κα­τὰ τὰ ἄλ­λα, πί­νω τὸ γά­λα μου, πη­γαί­νω στὴ δου­λειά, τ’ ἀ­πο­γεύ­μα­τα κά­νω κι ἕ­ναν πε­ρί­πα­το πρὸς τὸν Κε­ρα­μει­κό, ἀ­να­ζη­τών­τας και­νού­ργια μο­νο­πά­τια. Σκέ­φτο­μαι, ἐ­δῶ δὲν πά­τη­σε αὐ­τὴ τὴν πέ­τρα, ἐ­κεῖ­νο τὸ χορ­τά­ρι δὲν τὸ εἶ­δε, ἂν καὶ δὲν εἶ­μαι βέ­βαι­ος ἀ­πό­λυ­τα, ξέ­ρω γὼ ποῦ ἔ­πε­φτε τὸ μά­τι σου; Ὅ­σο γιὰ τὸ πό­δι σου, ἀ­φοῦ πά­τη­σε πά­νω στὴν καρ­διά μου, σ’ ὅ­λο τὸ χῶ­ρο πά­τη­σε καὶ τὸν ἐ­κα­τα­πά­τη­σε.

     Πα­ρα­τη­ρῶ τὶς φλέ­βες τῶν μαρ­μά­ρων κι ἀ­γάλ­λο­μαι στὴ σκέ­ψη πὼς κά­ποι­α μέ­ρα θὰ γε­μί­σου­νε τὰ πό­δια σου μι­κρὲς φλε­βί­τσες. Τό­τε ἔρ­χε­σαι καὶ σβή­νεις ἀ­π’ τὴ μύ­τη μου αὐ­τὴ τὴ μό­νι­μη μουτ­ζού­ρα, ἀ­π’ τὸ μυα­λό μου αὐ­τὴ τὴ μό­νι­μη θο­λού­ρα. Περ­πα­τᾶς ἀ­νά­με­σα στ’ ἀρ­χαῖ­α μνή­μα­τα ἐ­να­πο­θέ­τον­τας τὴν ψό­φια γά­τα σου σὲ κάποια σαρκοφάγο, αὐτὴν τὴ γάτα ποὺ ἔμ­πη­ξε τὰ νύ­χια της σὲ χί­λιους ἐ­ρα­στές, ποὺ σὲ εἶ­δε ξα­πλω­μέ­νη σὲ χί­λια δι­α­φο­ρε­τι­κὰ κρε­βά­τια κι ἔ­παι­ξε μὲ χί­λι­ες κυ­λό­τες σου ποὺ μπερ­δεύ­τη­καν μὲ τὰ σεν­τό­νια καὶ τὶς ἐγ­κα­τά­λει­ψες. Ἐ­πι­στρέ­φεις κρα­τών­τας ἀγ­κα­λιὰ τὴ γλά­στρα κι ἐ­γὼ λέ­ω στὸν ἑ­αυ­τό μου, μιὰ κουκ­κί­δα στὴν ἀ­πό­στα­ση εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος ποὺ ἔρ­χε­ται κι αὐ­τοὶ οἱ παν­σέ­δες μοι­ά­ζου­νε πο­λὺ μὲ πε­τα­λού­δες.

 

 

Πη­γή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Ὁ μπιντές καὶ ἄλλες ἱ­στορίες, Β΄ ἔκ­δοση, Κέδρος, Ἀ­θή­να, 1972. Πρώτη ἔκδοση: Κέδρος, 1970.

 

Χάκκας Μάριος (Μακρακώμη Φθιώτιδας 1931-Ἀθὴνα 1972). Ποιητής, διηγηματογράφος καὶ θεατρικός συγγραφέας. Βιβλία του:  Ὄμορφο καλοκαίρι (1965, ποίηση), Ὁ τυφεκιοφόρος τοῦ ἐχθροῦ (1966, διηγήματα) κ.ἄ., τώρα συγκεντρωμένα στὰ Ἅπαντά του (Κέδρος, Ἀθήνα, 1986).