
Ὄλγα Φουντέα
Dogfish
Ο ΑΙΜΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ εἶχε ξεραθεῖ στὸ πάτωμα. Τὸ εἴχαμε κλεισμένο στὸ σπίτι γιὰ νὰ μὴν ζευγαρώσει. Πέρυσι εἶχε γεννήσει 8 κουτάβια. Εἶχα βοηθήσει τὴν μαμὰ νὰ πᾶμε νὰ τὰ πετάξουμε στὸ βάλτο. Ἕνα ἕνα τὰ πετάγαμε κι αὐτὰ βούλιαζαν, μὲ κλειστὰ τὰ μάτια κάτω ἀπὸ τὴν σκούρα ἐπιφάνεια. Δὲν ἤξερα τί θὰ τοὺς συνέβαινε, μποροῦσα νὰ ὑποθέσω, ἀλλὰ ἡ ἀδιαφάνεια δὲν σὲ ἄφηνε νὰ δεῖς πῶς θὰ κατέληγαν.
Μπορεῖ νὰ γίνονταν ψάρια, μπορεῖ νὰ ἔβγαζαν λέπια καὶ πτερύγια καὶ νὰ κολυμποῦσαν, δὲν πειράζει ποὺ ἦταν τυφλά, ἔτσι κι ἀλλιῶς ἦταν σκοτεινὰ στὸ βάλτο, δὲν χρειαζόταν νὰ βλέπουν, μόνο νὰ μάθουν νὰ ἀναπνέουν μέσα στὸ νερό. Τὰ σκυλιά, βέβαια, ἦταν σκυλιὰ καὶ τὰ ψάρια ψάρια, ποτὲ δὲν εἶχα δεῖ ἕνα ψάρι νὰ ἀναδύεται καὶ νὰ γίνεται σκύλος, οὔτε τὸ ἀντίθετο, ἀλλὰ μπορεῖ, ἁπλῶς, νὰ μὴν εἶχαν ὑπάρξει οἱ ἀπαραίτητες συνθῆκες. Τίποτα δὲν ὑπάρχει μέχρι νὰ γίνει. «Ἀπὸ ποῦ ἔρχονται τὰ ψάρια, μαμά;»
Τὸ σκυλί μας δὲν παραπονιόταν ποὺ δὲν τὸ ἀφήναμε νὰ βγεῖ ἔξω. Ἦταν καλὸ σκυλὶ καὶ δὲν μᾶς κρατοῦσε κακία ποὺ τοῦ εἴχαμε πάρει τὰ παιδιά του. Τὸ λέγαμε «σκυλί», δὲν εἶχε ὄνομα, τῆς μαμᾶς δὲν τῆς ἄρεσαν τὰ ὀνόματα στὰ ζῶα, δὲν ἤθελε νὰ τὰ ἀνθρωποποιοῦμε, ἔτσι τὸ φωνάζαμε «σκυλί». «Σκυλί» κι ὄχι «σκύλα», γιατί «σκύλα» ἦταν κακὴ λέξη. Καθόταν στὸ χαλὶ στὸ δωμάτιό μου μὲ σακουλιασμένα βλέφαρα καὶ μὲ μάτια τόσο ὑγρὰ λὲς καὶ κολυμποῦσαν σὲ ἀμνιακὸ ὑγρό. Τὸ πάτωμα στὸ σπίτι ἦταν ἀπὸ σκοῦρο φτηνὸ ξύλο καὶ μὲ δυσκολία ἔβλεπες τοὺς λεκέδες ἀπὸ τὸ αἷμα τῆς περιόδου. Ἡ μαμὰ μοῦ εἶχε ἀπαγορέψει νὰ ξαπλώνω στὸ πάτωμα γιὰ νὰ μὴν λερώσω τὰ ροῦχα μου. Οὔτε κάλτσες μὲ ἄφηνε νὰ φοράω. Τὸ αἷμα θὰ ἔφευγε μόλις ἔπλενα τὰ πόδια μου χωρὶς νὰ χρειαστεῖ νὰ τὸ τρίψει, ἀντίθετα μὲ τὰ ροῦχα. «Σκυλί, ἔλα ἐδῶ.»
Ἔτρωγε ὅ,τι τρώγαμε κι ἐμεῖς. Ἐγὼ πολὺ συχνὰ δὲν τελείωνα τὸ φαγητό μου, ὄχι ἐπειδὴ δὲν μοῦ ἄρεσε, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν ἄντεχα αὐτὸ τὸ συναίσθημα τοῦ κορεσμοῦ στὸ στομάχι μου. Ἔβαζα τὸ πιάτο στὸ πάτωμα καὶ ἔτρωγε τὰ ὑπολείμματα, πολλὰ ἢ λίγα. Μιὰ μέρα ἡ μαμὰ μαγείρεψε ψάρια, ὀκτὼ ψάρια μετρίου μεγέθους, τὰ τηγάνισε μὲ τὰ μάτια ἀνοιχτά. Ἤμουν σίγουρη ὅτι τὰ εἶχε ψαρέψει ἀπὸ τὸ βάλτο, ὅταν γύρισε τὰ παπούτσια της ἦταν λασπωμένα καὶ ἡ ἄκρη τοῦ φουστανιοῦ της λεκιασμένη λὲς καὶ εἶχε πέσει σὲ βρωμόνερα. Τὴν φανταζόμουν μέσα στὸν βάλτο νὰ κρατάει ἕνα δίχτυ γιὰ πεταλοῦδες καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ πιάσει τὰ σκυλόψαρα. Ἴσως τὰ βατράχια τῆς μαρτύρησαν ποῦ βρίσκονταν. Ἦταν ἐπιδέξια ἡ μαμά μου, ἔπιαναν τὰ χέρια της, ὅταν σὲ χτυποῦσε δὲν ἤθελες νὰ σταματήσει ποτέ. «Μαμά, πεινάω.»
Μοῦ σέρβιρε δυὸ σκυλόψαρα στὸ πιάτο κι ἐγὼ μὲ δυσκολία ἔφαγα μερικὲς μπουκιές. Ἦταν νόστιμα, ἀλλὰ τὸ στόμα μου ἦταν στεγνὸ καὶ πονοῦσαν οἱ ρίζες τῶν δοντιῶν μου. Μόλις τελείωσαν ὅλοι, πῆρα ὅ,τι περίσσεψε ἀπὸ τὰ πιάτα τους, τὸ καθάρισα ἀπὸ τὰ κόκαλα καὶ τὸ ἔδωσα στὸ σκυλί. Δὲν ἤθελε νὰ τὰ φάει. Κάθισα μαζί του ὥρα πολλὴ καὶ τὸ κοιτοῦσα στὰ μάτια, ἀλλὰ ἦταν ἀνένδοτο. Δὲν ἤθελε νὰ τὰ φάει. Τὸ θεώρησα προσβλητικό. Γιατί δὲν ἤθελε τὰ παιδιά του; Ἂν δὲν τὰ ἔτρωγε, θὰ τὰ πετάγαμε στὰ σκουπίδια, τί εἴδους μητέρα ἦταν αὐτὸ τὸ σκυλὶ ποὺ τοῦ ἐπιστρέψαμε τὰ παιδιά του κι αὐτὸ τὰ ἀγνοοῦσε; «Μαμά, νὰ βγάλω τὸ σκυλὶ γιὰ κατούρημα;»
Τὸ πῆρα ἀπὸ τὸ λουρὶ καὶ προχώρησα πρὸς τὸ βάλτο. Σταματήσαμε ἀκριβῶς μπροστὰ καὶ πρὶν προλάβει κὰν νὰ κατουρήσει, πῆρα μία πέτρα στὸ χέρι μου καὶ τὸ χτύπησα στὸ κεφάλι. Ἔτσι ζαλισμένο ὅπως ἦταν δὲν δυσκολεύτηκα νὰ τὸ σύρω μέσα στὸ νερό. Τώρα θὰ γινόταν κι αὐτὸ σκυλόψαρο. Γύρισα σπίτι νιώθοντας μεγάλη κούραση. Μάζεψα μαξιλάρια ἀπὸ ὅλες τὶς γωνιὲς τοῦ σπιτιοῦ, ὀκτὼ στὸν ἀριθμό, τὰ τοποθέτησα κυκλικὰ στὸ κρεβάτι μου κι ἐγὼ κοιμήθηκα στὸ κέντρο. «Τί κάνουν στὰ παιδιὰ ποὺ βρέχουν τὸ κρεβάτι τους;»

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. Ἀπὸ ὅσα προκρίθηκαν γιὰ τὸ τεῦχος ἑλληνικοῦ μπονζάι τοῦ περ. Πλανόδιον. Βλ. ἐδῶ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος», ἐγγραφή 01-08-2010.
Ὄλγα Αἰκατερίνη Φουντέα (Ἀθήνα 1978). Σπούδασε Χρηματιστηριακὰ καὶ Ἐπικοινωνία στὸ Ἀμερικάνικο Κολλέγιο. Μετεῖχε στὸ ἐργαστήριο δημιουργικῆς γραφῆς τῆς Χριστιάνας Λαμπρινίδη ἀπὸ τὸ 2006 μέχρι τὸ 2009.
Είκόνα: Francisco Goya, Σκύλος ποὺ πνίγεται σὲ κινούμενη ἄμμο (1820)
Filed under: Ελληνικά,Μονόλογος,Οικογένεια,Φουντέα Όλγα,Ψυχογραφία | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Φουντέα Όλγα | Τὰ σχόλια στὸ Ὄλγα Φουντέα: Dogfish ἔχουν κλείσει