
Φίλιππος Φιλίππου
Ἡ κάψα
Ο ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ἦταν ἕνα μικρὸ δυάρι. Τὸ μπαλκόνι ἔβλεπε στὸν δρόμο ἀπ’ ὅπου περνοῦσαν συνεχῶς αὐτοκίνητα καὶ μηχανάκια. Ἡ τέντα ἦταν κατεβασμένη μέχρι τὰ κιγκλιδώματα. Ὁ ἥλιος ἔκαιγε, ἂν καὶ σουρούπωνε. Ἡ μπαλκονόπορτα ἦταν ἀνοιχτή. Στὰ ἀπέναντι μπαλκόνια λόγω τῆς ἰουλιάτικης κάψας οἱ ἔνοικοι ἀπολάμβαναν τὴ δροσιά, καθισμένοι σὲ ἄσπρες πλαστικὲς καρέκλες. Οἱ ἄνδρες ἔπιναν καφέδες καὶ μπίρες. Ἄλλοι συζητοῦσαν γιὰ ποδόσφαιρο κι ἄλλοι παίζανε τάβλι. Φοροῦσαν σορτσάκια καὶ ἀθλητικὰ φανελάκια καὶ σκούπιζαν μ’ ἕνα μαντήλι τὸν ἱδρώτα ποὺ ἔτρεχε στὸ μέτωπό τους. Ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ ἀναστέναζαν καὶ ξεφυσοῦσαν, ἐνῶ κάποιοι βλαστημοῦσαν τὴ ζέστη. Οἱ γυναῖκες ποὺ πηγαινοέρχονταν κουβαλώντας ποτήρια καὶ μπουκάλια μὲ ἀναψυκτικὰ ἦταν ἐπίσης ἱδρωμένες.
«Θὰ βγεῖς ἀπόψε;» ρώτησε ὁ ἄντρας.
Ἡ κοπέλα τὸν κοίταξε.
«Καὶ ποῦ νὰ πάω;»
«Ἐμένα ρωτᾶς; Νὰ πᾶς νὰ βρεῖς τὴν παρέα σου, ὅπως ὅλος ὁ κόσμος.»
«Δὲν ἔχω διάθεση.»
«Κι ὁ λόγος;»
«Δὲν ὑπάρχει εἰδικὸς λόγος. Ἁπλῶς δὲν ἔχω ὄρεξη γιὰ ἔξοδο.»
Ὁ ἄντρας κρατοῦσε μιὰ μαύρη κάλτσα στὰ χέρια του κι ἀναζητοῦσε βελόνι στὸ συρτάρι τοῦ κομοδίνου. Ἡ κοπέλα τὸν κοίταξε ἐπιτιμητικά.
«Ἄσε, θὰ τὴν μπαλώσω ἐγώ».
«Δὲν χρειάζεται,» τῆς εἶπε, «στὴ φυλακὴ ἔμαθα νὰ κάνω ἕνα σωρὸ δουλειές.»
«Ναί, ἀλλὰ ὁρισμένες δουλειὲς τὶς κάνουμε καλύτερα ἐμεῖς οἱ γυναῖκες.»
Τὸ ὕφος της ἦταν τόσο ἀποφασιστικὸ ποὺ τὴν ἄφησε νὰ τοῦ πάρει τὴν ξηλωμένη κάλτσα ἀπὸ τὸ χέρι. Ἐκείνη μπάλωνε κι αὐτὸς ἄρχισε ν’ ἀδειάζει τὴ βαλίτσα του καὶ νὰ τακτοποιεῖ τὰ προσωπικά του ἀντικείμενα στὰ συρτάρια τοῦ σύνθετου μὲ τὰ ποτήρια καὶ τὰ ποτά. Ὅταν τελείωσε, ξάπλωσε στὸν καναπὲ στὸν ὁποῖο θὰ κοιμόταν τὸ βράδυ, ἔβαλε ἕνα μαξιλάρι κάτω ἀπὸ τὸ κεφάλι του κι ἔκλεισε τὰ μάτια. Εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ ἠρεμία, ἔπρεπε νὰ δεῖ τί θά ’κανε ἀπὸ δῶ καὶ πέρα. Πέρασαν κάμποσα λεπτὰ κι ὕστερα ἄνοιξε τὰ μάτια του. Ἡ κοπέλα στεκόταν ὄρθια, ἀκουμπισμένη στὸ ἔπιπλο, καὶ τὸν παρατηροῦσε ἐξεταστικά. Ἦταν ξυπόλητη καὶ φοροῦσε μόνο ἕνα ἄσπρο σουτιὲν κι ἕνα ἄσπρο κιλοτάκι.
«Τί κάνεις ἐκεῖ;» τὴ ρώτησε.
«Σὲ κοιτάζω.»
«Ἐννοῶ γιατὶ φορᾶς αὐτὰ τὰ πράγματα.»
«Τί νὰ φορέσω, δηλαδή;»
«Νὰ πᾶς νὰ ντυθεῖς», τῆς εἶπε αὐστηρά.
«Γιατί; Στὸ σπίτι μου εἶμαι.»
«Σοῦ εἶπα νὰ ντυθεῖς.»
«Δὲν θέλω νὰ ντυθῶ. Κάνει ζέστη.»
«Ἄντε ντύσου, εἶπα.»
«Ἄσε με ἥσυχη.»
«Μὴ μὲ ἀναγκάζεις νὰ σηκωθῶ.»
«Τί θὰ μοῦ κάνεις;» ἔκανε ἡ κοπέλα ἀπότομα, σχεδὸν προκλητικά, καὶ προχώρησε πρὸς τὴν μπαλκονόπορτα.
«Θὰ σὲ δείρω ἄσχημα.»
Ὁ ἄντρας ξανάκλεισε τὰ μάτια καὶ τακτοποίησε τὰ πόδια του στὸν καναπέ. Ἡ ἄπνοια δημιουργοῦσε μιὰ πνιγηρὴ ἀτμόσφαιρα στὸ δωμάτιο ποὺ δὲν ἦταν ἐξοπλισμένο μὲ συσκευὴ κλιματισμοῦ. Τὸ παντελόνι τὸν στένευε καὶ ἡ ναυτικὴ φανέλα του εἶχε ἐλαφρῶς μουσκέψει ἀπὸ τὸν ἱδρώτα. Ὅταν ἄνοιξε πάλι τὰ μάτια του, ἡ κοπέλα στεκόταν κοντὰ στὴν μπαλκονόπορτα μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο ἔξω. Φαινόταν ἀφηρημένη. Τὸ χρῶμα τῆς ἐπιδερμίδας της σὲ ὅλο τὸ μῆκος τῆς πλάτης καθὼς καὶ στοὺς γλουτοὺς ἦταν ἡλιοψημένο. Εἶχε ἁρμονικὸ κορμί, μὲ σωστὲς ἀναλογίες, τὰ ἄσπρα ἐσώρουχα τόνιζαν τὶς γραμμές της. Μετὰ ἀπὸ ἕνα λεπτὸ γύρισε καὶ τὸν κοίταξε:
«Καλὰ εἴμαστε ἐδῶ», εἶπε ἡ κοπέλα.
«Σκέτη πλήξη εἶναι», εἶπε ὁ ἄντρας.
Τὴν παρατηροῦσε στοχαστικά, τὸ βλέμμα του διέτρεξε ξανὰ ὅλο της τὸ κορμί.
«Δὲν σοῦ εἶπα νὰ ντυθεῖς;» τὴ ρώτησε μαλακά, ὕστερα ἀπὸ λίγο.
«Ζεσταίνομαι», τοῦ ἀπάντησε ναζιάρικα.
«Πόσο θὰ μείνεις ἔτσι;»
«Ὅλη τὴ νύχτα. Μέχρι νὰ ὑποχωρήσει αὐτὴ ἡ κάψα.»
Κοιτάζονταν στὰ μάτια, ἀναμετριόνταν βουβοί. Πρώτη ἡ κοπέλα κινήθηκε πρὸς τὸ μέρος του. Ἐκεῖνος περίμενε, σχεδὸν ἀπαθής. Ὕστερα ἀνασήκωσε τὸ κεφάλι, τέντωσε τὸ κορμί του καὶ στήριξε τὰ γυμνά του πόδια στὸ πάτωμα. Ὅταν στάθηκε ὄρθιος, ἐκείνη εἶχε πλησιάσει πολύ. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἅπλωσε τὸ χέρι της καὶ ἄγγιξε διστακτικὰ τὸ στῆθος του, τὸ δικό του τινάχτηκε πρὸς τὸ πρόσωπό της, τῆς ἄστραψε ἕνα χαστούκι στὸ δεξὶ μάγουλο κι ἕνα στὸ ἀριστερό. Ἔπειτα κι ἄλλο κι ἄλλο κι ἄλλο. Τὴ χτύπαγε μὲ λύσσα, μὲ ὁρμή, μὲ σπαραγμό, θά ’λεγε κανείς. Ὅση ὥρα τὰ χαστούκια διαδέχονταν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο δὲν ἀντάλλαξαν λέξη. Μετά, ἐκείνη παραπάτησε καὶ σωριάστηκε στὸ πάτωμα. Μερικὲς σταγόνες αἷμα κύλισαν ἀπὸ τὴ μύτη πρὸς τὸ μισάνοιχτο στόμα της.
Ὁ ἄντρας πῆγε στὸ μπάνιο καὶ γύρισε μὲ μιὰ βρεγμένη πετσέτα. Σκούπισε τὸ πρόσωπο τῆς κοπέλας ἀπὸ τὰ αἵματα καὶ μετὰ τὴν δίπλωσε καὶ τὴν ἀκούμπησε στὸ μέτωπό της.
«Νιώθεις καλύτερα;» τὴ ρώτησε.
«Εἶμαι μιὰ χαρά.»
«Σοῦ τό ’πα πὼς θὰ σὲ δείρω», τῆς εἶπε.
Πέρασαν μερικὰ δευτερόλεπτα σιωπῆς. Ἀκούγονταν οἱ ἀναπνοές τους.
«Ἡ μάνα θὰ ἔρθει σὲ καμιὰ ὥρα», τοῦ εἶπε.
«Ποῦ εἶναι;»
«Στὴ θεία. Θὰ τηλεφωνήσει, μόλις ξεκινήσει».

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Φιλίππου Φίλιππος (Κέρκυρα, 1948). Πεζογράφος, συγγραφέας ἀστυνομικῶν μυθιστορημάτων, ἀρθρογράφος. Πρῶτο του βιβλίο: Οἱ Κνίτες, τέκνα τῆς ἀνάγκης ἢ ὥριμα τέκνα τῆς ὀργῆς;, (Μαρτυρία), Πυξίδα, Aθήνα, 1983.
Filed under: Ερωτας,Ελληνικά,Νατουραλισμός,Οικογένεια,Φύση-Ζώα,Φιλίππου Φίλιππος | Tagged: Έρωτας,Διήγημα,Λογοτεχνία,Φίλιππος Φιλίππου | Leave a comment »