Φί­λιπ­πος Φι­λίπ­που: Τί ἔ­γι­νε στὸν πύρ­γο ὅ­που ἔ­με­ναν ὁ Δὸν Κι­χώ­της μὲ τὸν ἱπ­πο­κό­μο του


11-Filippou,Filippos-TiEgineStonPyrgo...-Eikona-02


Φί­λιπ­πος Φι­λίπ­που


Τί ἔ­γι­νε στὸν πύρ­γο ὅ­που ἔ­με­ναν

ὁ Δὸν Κι­χώ­της μὲ τὸν ἱπ­πο­κό­μο του

H-Itta-SomataΑΛΤΙΣΙΔΟΡΑ βγῆ­κε ἀ­πὸ τὸ δω­μά­τιο, κά­νον­τας πὼς σκου­πί­ζει τὰ δά­κρυ­ά της μ’ ἕ­να μαν­τί­λι. Ἔ­νι­ω­θε τα­πει­νω­μέ­νη ποὺ ὁ Δὸν Κι­χώ­της δὲν δέ­χτη­κε τὸν ἔ­ρω­τά της. Ὡ­στό­σο, δὲν ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κε. Πῆ­γε στὸ τέρ­μα τοῦ δι­α­δρό­μου καὶ πα­ρα­φύ­λα­ξε μέ­χρι νὰ φύ­γουν οἱ δοῦ­κες. Θέ­λον­τας νὰ τι­μω­ρή­σει τὸν ἱπ­πό­τη ἐ­λε­ει­νῆς μορ­φῆς ποὺ τὴν ἀ­πέ­κρου­σε, σκαρ­φί­στη­κε μιὰ πα­ρά­ξε­νη ἰ­δέ­α.

       Μό­λις εἶ­δε τὸν Δὸν Κι­χώ­τη νὰ πη­γαί­νει πρὸς νε­ροῦ του, μπῆ­κε στὸ δω­μά­τιο καὶ ξε­γύ­μνω­σε τὸ στῆ­θος της. Ὁ Σάν­τσος σά­στι­σε. Ἡ Ἀλ­τι­σι­δό­ρα τὸν πλη­σί­α­σε καὶ τὸν ἀγ­κά­λια­σε. Τὸ στό­μα της κόλ­λη­σε στὸ δι­κό του, τὸ χέ­ρι της ψα­χού­λε­ψε ἀ­νά­με­σα στὰ πό­δια του. Ἐ­κεῖ­νος, ἐν­τε­λῶς ἀ­προ­ε­τοί­μα­στος, τρά­βη­ξε τὸ κε­φά­λι του, λέ­γον­τας:

       «Ἀ­γα­πά­ω τὴ γυ­ναί­κα μου, δὲν μπο­ρῶ νὰ τὴν ἀ­πα­τή­σω.»

       «Εἶ­σαι ἀ­νό­η­τος.»

       «Τὸ κο­κό­ρι μου δὲν μπο­ρεῖ νὰ τρα­γου­δή­σει.»

       «Εἶ­στε κι οἱ δύ­ο τρε­λοὶ γιὰ δέ­σι­μο», τοῦ εἶ­πε θυ­μω­μέ­νη ἡ Ἀλ­τι­σι­δό­ρα.


Bonsai-03c-GiaIstologio-04


Πηγή: ἐπιθεώρηση The Books’ Journal, ἀρ. 63, Φεβρουάριος 2016.

Φί­λιπ­πος Φι­λίπ­που (Κέρκυρα, 1948). Σπού­δα­σε μη­χα­νι­κὸς σὲ σχο­λὴ Ἐμ­πο­ρι­κοῦ Ναυ­τι­κοῦ καὶ ἔ­χει τα­ξι­δέ­ψει σὲ πον­το­πό­ρα πλοῖ­α. Ἔ­χει γρά­ψει μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, δι­η­γή­μα­τα καὶ με­λέ­τες. Τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Οἱ τε­λευ­ταῖ­ες ἡ­μέ­ρες τοῦ Κων­σταν­τί­νου Κα­βά­φη κυ­κλο­φο­ρεῖ στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ καὶ στὰ ρου­μα­νι­κά. Πρό­σφα­τα ἐ­ξέ­δω­σε τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ἡ γυ­ναί­κα ὡς ἔρ­γο τέ­χνης.

Εἰκόνα: Χαρακτικὸ τοῦ Gustave Doré (1888).


			

Φίλιππος Φιλίππου: Ἡ κάψα

 

 

Φί­λιπ­πος Φι­λίπ­που

 

Ἡ κά­ψα

 

Ο ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ἦ­ταν ἕ­να μι­κρὸ δυά­ρι. Τὸ μπαλ­κό­νι ἔ­βλε­πε στὸν δρό­μο ἀ­π’ ὅ­που περ­νοῦ­σαν συ­νε­χῶς αὐ­το­κί­νη­τα καὶ μη­χα­νά­κια. Ἡ τέν­τα ἦ­ταν κα­τε­βα­σμέ­νη μέ­χρι τὰ κιγ­κλι­δώ­μα­τα. Ὁ ἥ­λιος ἔ­και­γε, ἂν καὶ σου­ρού­πω­νε. Ἡ μπαλ­κο­νό­πορ­τα ἦ­ταν ἀ­νοι­χτή. Στὰ ἀ­πέ­ναν­τι μπαλ­κό­νια λό­γω τῆς ἰ­ου­λι­ά­τι­κης κά­ψας οἱ ἔ­νοι­κοι ἀ­πο­λάμ­βα­ναν τὴ δρο­σιά, κα­θι­σμέ­νοι σὲ ἄ­σπρες πλα­στι­κὲς κα­ρέ­κλες. Οἱ ἄν­δρες ἔ­πι­ναν κα­φέ­δες καὶ μπί­ρες. Ἄλ­λοι συ­ζη­τοῦ­σαν γιὰ πο­δό­σφαι­ρο κι ἄλ­λοι παί­ζα­νε τά­βλι. Φο­ροῦ­σαν σορ­τσά­κια καὶ ἀ­θλη­τι­κὰ φα­νε­λά­κια καὶ σκού­πι­ζαν μ’ ἕ­να μαν­τή­λι τὸν ἱ­δρώ­τα ποὺ ἔ­τρε­χε στὸ μέ­τω­πό τους. Ἀ­πὸ και­ρὸ σὲ και­ρὸ ἀ­να­στέ­να­ζαν καὶ ξε­φυ­σοῦ­σαν, ἐ­νῶ κά­ποι­οι βλα­στη­μοῦ­σαν τὴ ζέ­στη. Οἱ γυ­ναῖ­κες ποὺ πη­γαι­νο­έρ­χον­ταν κου­βα­λών­τας πο­τή­ρια καὶ μπου­κά­λια μὲ ἀ­να­ψυ­κτι­κὰ ἦ­ταν ἐ­πί­σης ἱ­δρω­μέ­νες.

       «Θὰ βγεῖς ἀ­πό­ψε;» ρώ­τη­σε ὁ ἄν­τρας.

       Ἡ κο­πέ­λα τὸν κοί­τα­ξε.

      «Καὶ ποῦ νὰ πά­ω;»

      «Ἐ­μέ­να ρω­τᾶς; Νὰ πᾶς νὰ βρεῖς τὴν πα­ρέ­α σου, ὅ­πως ὅ­λος ὁ κό­σμος.»

      «Δὲν ἔ­χω δι­ά­θε­ση.»

      «Κι ὁ λό­γος;»

      «Δὲν ὑ­πάρ­χει εἰ­δι­κὸς λό­γος. Ἁ­πλῶς δὲν ἔ­χω ὄ­ρε­ξη γιὰ ἔ­ξο­δο.»

      Ὁ ἄν­τρας κρα­τοῦ­σε μιὰ μαύ­ρη κάλ­τσα στὰ χέ­ρια του κι ἀ­να­ζη­τοῦ­σε βε­λό­νι στὸ συρ­τά­ρι τοῦ κο­μο­δί­νου. Ἡ κο­πέ­λα τὸν κοί­τα­ξε ἐ­πι­τι­μη­τι­κά.

      «Ἄ­σε, θὰ τὴν μπα­λώ­σω ἐ­γώ».

      «Δὲν χρει­ά­ζε­ται,» τῆς εἶ­πε, «στὴ φυ­λα­κὴ ἔ­μα­θα νὰ κά­νω ἕ­να σω­ρὸ δου­λει­ές.»

      «Ναί, ἀλ­λὰ ὁ­ρι­σμέ­νες δου­λει­ὲς τὶς κά­νου­με κα­λύ­τε­ρα ἐ­μεῖς οἱ γυ­ναῖ­κες.»

      Τὸ ὕ­φος της ἦ­ταν τό­σο ἀ­πο­φα­σι­στι­κὸ ποὺ τὴν ἄ­φη­σε νὰ τοῦ πά­ρει τὴν ξη­λω­μέ­νη κάλ­τσα ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι. Ἐ­κεί­νη μπά­λω­νε κι αὐ­τὸς ἄρ­χι­σε ν’ ἀ­δειά­ζει τὴ βα­λί­τσα του καὶ νὰ τα­κτο­ποι­εῖ τὰ προ­σω­πι­κά του ἀν­τι­κεί­με­να στὰ συρ­τά­ρια τοῦ σύν­θε­του μὲ τὰ πο­τή­ρια καὶ τὰ πο­τά. Ὅ­ταν τε­λεί­ω­σε, ξά­πλω­σε στὸν κα­να­πὲ στὸν ὁ­ποῖ­ο θὰ κοι­μό­ταν τὸ βρά­δυ, ἔ­βα­λε ἕ­να μα­ξι­λά­ρι κά­τω ἀ­πὸ τὸ κε­φά­λι του κι ἔ­κλει­σε τὰ μά­τια. Εἶ­χε ἀ­νάγ­κη ἀ­πὸ ἠ­ρε­μία, ἔ­πρε­πε νὰ δεῖ τί θά ’­κα­νε ἀ­πὸ δῶ καὶ πέ­ρα. Πέ­ρα­σαν κάμ­πο­σα λε­πτὰ κι ὕ­στε­ρα ἄ­νοι­ξε τὰ μά­τια του. Ἡ κο­πέ­λα στε­κό­ταν ὄρ­θια, ἀ­κουμ­πι­σμέ­νη στὸ ἔ­πι­πλο, καὶ τὸν πα­ρα­τη­ροῦ­σε ἐ­ξε­τα­στι­κά. Ἦ­ταν ξυ­πό­λη­τη καὶ φο­ροῦ­σε μό­νο ἕ­να ἄ­σπρο σου­τι­ὲν κι ἕ­να ἄ­σπρο κι­λο­τά­κι.

      «Τί κά­νεις ἐ­κεῖ;» τὴ ρώ­τη­σε.

      «Σὲ κοι­τά­ζω.»

      «Ἐν­νο­ῶ για­τὶ φο­ρᾶς αὐ­τὰ τὰ πράγ­μα­τα.»

      «Τί νὰ φο­ρέ­σω, δη­λα­δή;»

      «Νὰ πᾶς νὰ ντυ­θεῖς», τῆς εἶ­πε αὐ­στη­ρά.

      «Για­τί; Στὸ σπί­τι μου εἶ­μαι.»

      «Σοῦ εἶ­πα νὰ ντυ­θεῖς.»

      «Δὲν θέ­λω νὰ ντυ­θῶ. Κά­νει ζέ­στη.»

      «Ἄν­τε ντύ­σου, εἶ­πα.»

      «Ἄ­σε με ἥ­συ­χη.»

      «Μὴ μὲ ἀ­ναγ­κά­ζεις νὰ ση­κω­θῶ.»

      «Τί θὰ μοῦ κά­νεις;» ἔ­κα­νε ἡ κο­πέ­λα ἀ­πό­το­μα, σχε­δὸν προ­κλη­τι­κά, καὶ προ­χώ­ρη­σε πρὸς τὴν μπαλ­κο­νό­πορ­τα.

      «Θὰ σὲ δεί­ρω ἄ­σχη­μα.»

      Ὁ ἄν­τρας ξα­νά­κλει­σε τὰ μά­τια καὶ τα­κτο­ποί­η­σε τὰ πό­δια του στὸν κα­να­πέ. Ἡ ἄ­πνοι­α δη­μι­ουρ­γοῦ­σε μιὰ πνι­γη­ρὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα στὸ δω­μά­τιο ποὺ δὲν ἦ­ταν ἐ­ξο­πλι­σμέ­νο μὲ συ­σκευ­ὴ κλι­μα­τι­σμοῦ. Τὸ παν­τε­λό­νι τὸν στέ­νευ­ε καὶ ἡ ναυ­τι­κὴ φα­νέ­λα του εἶ­χε ἐ­λα­φρῶς μου­σκέ­ψει ἀ­πὸ τὸν ἱ­δρώ­τα. Ὅ­ταν ἄ­νοι­ξε πά­λι τὰ μά­τια του, ἡ κο­πέ­λα στε­κό­ταν κον­τὰ στὴν μπαλ­κο­νό­πορ­τα μὲ τὸ βλέμ­μα στραμ­μέ­νο ἔ­ξω. Φαι­νό­ταν ἀ­φη­ρη­μέ­νη. Τὸ χρῶ­μα τῆς ἐ­πι­δερ­μί­δας της σὲ ὅ­λο τὸ μῆ­κος τῆς πλά­της κα­θὼς καὶ στοὺς γλου­τοὺς ἦ­ταν ἡ­λι­ο­ψη­μέ­νο. Εἶ­χε ἁρ­μο­νι­κὸ κορ­μί, μὲ σω­στὲς ἀ­να­λο­γί­ες, τὰ ἄ­σπρα ἐ­σώ­ρου­χα τό­νι­ζαν τὶς γραμ­μές της. Με­τὰ ἀ­πὸ ἕ­να λε­πτὸ γύ­ρι­σε καὶ τὸν κοί­τα­ξε:

      «Κα­λὰ εἴ­μα­στε ἐ­δῶ», εἶ­πε ἡ κο­πέ­λα.

      «Σκέ­τη πλή­ξη εἶ­ναι», εἶ­πε ὁ ἄν­τρας.

      Τὴν πα­ρα­τη­ροῦ­σε στο­χα­στι­κά, τὸ βλέμ­μα του δι­έ­τρε­ξε ξα­νὰ ὅ­λο της τὸ κορ­μί.

      «Δὲν σοῦ εἶ­πα νὰ ντυ­θεῖς;» τὴ ρώ­τη­σε μα­λα­κά, ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ λί­γο.

      «Ζε­σταί­νο­μαι», τοῦ ἀ­πάν­τη­σε να­ζι­ά­ρι­κα.

      «Πό­σο θὰ μεί­νεις ἔ­τσι;»

      «Ὅ­λη τὴ νύ­χτα. Μέ­χρι νὰ ὑ­πο­χω­ρή­σει αὐ­τὴ ἡ κά­ψα.»

      Κοι­τά­ζον­ταν στὰ μά­τια, ἀ­να­με­τρι­όν­ταν βου­βοί. Πρώ­τη ἡ κο­πέ­λα κι­νή­θη­κε πρὸς τὸ μέ­ρος του. Ἐ­κεῖ­νος πε­ρί­με­νε, σχε­δὸν ἀ­πα­θής. Ὕ­στε­ρα ἀ­να­σή­κω­σε τὸ κε­φά­λι, τέν­τω­σε τὸ κορ­μί του καὶ στή­ρι­ξε τὰ γυ­μνά του πό­δια στὸ πά­τω­μα. Ὅ­ταν στά­θη­κε ὄρ­θιος, ἐ­κεί­νη εἶ­χε πλη­σιά­σει πο­λύ. Τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἅ­πλω­σε τὸ χέ­ρι της καὶ ἄγ­γι­ξε δι­στα­κτι­κὰ τὸ στῆ­θος του, τὸ δι­κό του τι­νά­χτη­κε πρὸς τὸ πρό­σω­πό της, τῆς ἄ­στρα­ψε ἕ­να χα­στού­κι στὸ δε­ξὶ μά­γου­λο κι ἕ­να στὸ ἀ­ρι­στε­ρό. Ἔ­πει­τα κι ἄλ­λο κι ἄλ­λο κι ἄλ­λο. Τὴ χτύ­πα­γε μὲ λύσ­σα, μὲ ὁρ­μή, μὲ σπα­ραγ­μό, θά ’­λε­γε κα­νείς. Ὅ­ση ὥ­ρα τὰ χα­στού­κια δι­α­δέ­χον­ταν τὸ ἕ­να τὸ ἄλ­λο δὲν ἀν­τάλ­λα­ξαν λέ­ξη. Με­τά, ἐ­κεί­νη πα­ρα­πά­τη­σε καὶ σω­ρι­ά­στη­κε στὸ πά­τω­μα. Με­ρι­κὲς στα­γό­νες αἷ­μα κύ­λι­σαν ἀ­πὸ τὴ μύ­τη πρὸς τὸ μι­σά­νοι­χτο στό­μα της.

      Ὁ ἄν­τρας πῆ­γε στὸ μπά­νιο καὶ γύ­ρι­σε μὲ μιὰ βρεγ­μέ­νη πε­τσέ­τα. Σκού­πι­σε τὸ πρό­σω­πο τῆς κο­πέ­λας ἀ­πὸ τὰ αἵ­μα­τα καὶ με­τὰ τὴν δί­πλω­σε καὶ τὴν ἀ­κούμ­πη­σε στὸ μέ­τω­πό της.

      «Νι­ώ­θεις κα­λύ­τε­ρα;» τὴ ρώ­τη­σε.

      «Εἶ­μαι μιὰ χα­ρά.»

      «Σοῦ τό ’­πα πὼς θὰ σὲ δεί­ρω», τῆς εἶ­πε.

      Πέ­ρα­σαν με­ρι­κὰ δευ­τε­ρό­λε­πτα σι­ω­πῆς. Ἀ­κού­γον­ταν οἱ ἀ­να­πνο­ές τους.

      «Ἡ μά­να θὰ ἔρ­θει σὲ κα­μιὰ ὥ­ρα», τοῦ εἶ­πε.

      «Ποῦ εἶ­ναι;»

      «Στὴ θεί­α. Θὰ τη­λε­φω­νή­σει, μό­λις ξε­κι­νή­σει».

 

 

Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.

 

Φιλίππου Φίλιππος (Κέρκυρα, 1948). Πεζογράφος, συγγραφέας ἀ­στυ­νο­μι­κῶν μυ­θι­στο­ρη­μά­των, ἀρθρογράφος. Πρῶτο του βιβλίο: Οἱ Κνίτες, τέκνα τῆς ἀνάγκης ἢ ὥριμα τέκνα τῆς ὀργῆς;, (Μαρτυρία), Πυξίδα, Aθήνα, 1983.