Νίκη Τρουλλινοῦ
Πολιτεία χωμένη στὴν ἄμμο
στὴ Νίκη Μαραγκοῦ
Ε ΠΗΡΕ ἀπὸ τὸ χέρι νὰ μοῦ δείξει τὰ πατρογονικά. Καὶ τὰ χρόνια τὰ παιδικά, κι αὐτὰ τῆς ἐφηβείας. Καὶ μὲ πῆγε ταξίδι ὁλάκερο στὸ χρόνο καὶ τοὺς δρόμους καὶ στὸν παλιατζὴ τοῦ στενοῦ δρόμου πρὶν ἀπὸ τὴν πλατεία τοῦ Ἄι Νικόλα. Καὶ εἶπε ἔτσι, ἤ, περίπου ἔτσι:
Ἀνοίξανε τὰ ὁδοφράγματα. Μέρες τοῦ Πάσχα τοῦ 2003. Οὐρὲς τὰ αὐτοκίνητα στὸν Ἅγιο Δομέτη. Περάσαμε τρίτοι. Πατήσαμε γκάζι μὲ τὸν Κωνσταντῆ. Νὰ περνᾶμε τὴ Μεσαωρία, νὰ καταπίνει τὸ ἁμάξι τὸν κάμπο καὶ νὰ λιώνω τὰ νύχια μέσα στὶς παλάμες. Γραμμὴ γιὰ τὴν Ἀμμόχωστο. Φαμαγκούστα. Μαγκούστα. Στὸ δρόμο μὲ τὰ περβόλια τὸ σπίτι τῆς θείας ἔρημο. Στὴν ἄμμο, εἶπα, στὴν ἄμμο. Ἔβγαλα τὰ παπούτσια καὶ πάτησα γυμνόποδη. Ἡ ἄμμος! Σιμὰ στὸ φυλάκιο ἀγνάντεψα τὸ σπίτι τοῦ παπποῦ. Ξυλέμπορας κάποτε. Πρῶτος ἦρθε κι ἔκτισε ἐδῶ πάνω στὸ κύμα. Δίπλα ἡ παράγκα, βλέπεις; Νά, ἐκεῖ, ἴδια ὅπως τότε, βένετη… θὰ πεῖ λουλακί. Τοῦ ζωγράφου τοῦ Πὸλ Γεωργίου. Θὰ σοῦ πῶ γι’ αὐτὸν καὶ τὶς ζωγραφιές του. Ὕστερα στὸ Ναυτικὸ ὅμιλο, ἐκεῖ σὲ πάω, καὶ τὸ στέκι τοῦ Λουίζου. Καὶ στὴν πλατεία τοῦ καθεδρικοῦ. Ἐδῶ ἡ ρήγαινα, τοῦ Παλαιολόγου τοῦ Μορέα θυγατέρα, ἐδῶ οἱ Λουζινιανοί, ἐδῶ οἱ Βενετσιάνοι. Κι ὁ πύργος τοῦ Ὀθέλου μιὰ δρασκελιά. Νὰ ἐπιθεωρεῖ τὸ στόλο, νὰ κατασκοπεύει τὴν Δεισδαιμόνα, νὰ πέφτει ὁ παθιασμένος στὶς παγίδες τοῦ Ἰάγου. Θέλεις ν’ ἀνεβοῦμε…Τὰ καράβια, ἔρχονταν μιλιούνια γιὰ αἰῶνες ἀπὸ τὴν ἀνατολή…Χωμένη στὴν ἄμμο ἡ πολιτεία μου. Ὁ πατέρας μου γιατρὸς σπουδαγμένος στὴ Βιέννη. Ὁ θεῖος στὰ ἐμπόρια. Ἄλλα λαχταροῦσε αὐτός. Τὰ βιβλία, αὐτὰ τὸν τραβοῦσαν. Τὰ ἀληθινά, ὄχι τὰ κατάστιχα μὲ τὰ νούμερα. Ξόδεψε περιουσίες στὰ βιβλία. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ-ἀρχὴ ποὺ ὁ Γουτεμβέργιος εὐλόγησε τὴν τυπογραφία. Μπαίνω μιὰ μέρα σ’ ἕναν παλιατζὴ στὴ Λευκωσία. Καὶ βρίσκω παλιὸ βιβλίο μὲ τὴ σφραγίδα του. Καὶ τὴν ὑπογραφή του. Καὶ γράμμα ἀπὸ τὸν πατέρα μου, σφηνωμένο μέσα στὶς σελίδες. Ρωτάω, ποῦ, τί. Τὸ ἄλαλο νερό, ἐκεῖνος. Ἀγόρασα ὅ,τι μποροῦσα. Ἄρχισα τὴν ἀναζήτηση. Στὸ ἠλεκτρονικὸ ἐμπόριο, στοὺς παλαιοπῶλες… Σπάνιες ἐκδόσεις, ἀπὸ τὸ 17ο αἰώνα ἀκόμα. Περιουσίες ὁλόκληρες σήμερα! Βρῆκα ἄκριες. Μέρος, λέει, τῆς περίφημης βιβλιοθήκης Μαραγκοῦ εἶναι στὴν Κερύνεια. Καὶ πέρασα στὰ κατεχόμενα. Ἔψαξα. Βρῆκα. Μέσῳ γνωριμιῶν φτάσαμε στὸν Ταλάτ. Νὰ σωθοῦν τὰ βιβλία. «Τί θὰ μάθετε ἀπὸ κλεμμένα βιβλία… ἂς ἔρθουν πίσω, τουλάχιστον αὐτά.» Ναί, εἶπε. Τίποτα δὲν ἔκανε… Ἐρχόμουνα συνεχῶς τὸν πρῶτο καιρό. Βρῆκα τὸν παλαιοπώλη, ἐδῶ στὴν Ἀμμόχωστο. Μπῆκα. Στοῖβες τὰ πορσελάνινα πιάτα, σεντούκια, κηροπήγια ἀπὸ ἀσήμι καὶ μπροῦτζο. Ἀπομεινάρια ἡμερῶν, κατάλοιπα ἀπὸ ζωὲς ἀνέμελες. Πόσο λίγο τὴν ξέρουμε τὴν Ἱστορία! Στὰ μέρη μας. Στὰ μέρη τῆς ἄμμου.
Στὴ γωνιὰ τὸ γραφεῖο του. Μικρό. Δὲ φαίνεται ἀπὸ τὸ δρόμο. Στὸν τοῖχο τῆς κόχης ἕνας πίνακας. Κέρωσα. Χλωμὴ κι ἀκίνητη. Αὐτό, τὸ πουλᾶτε, ρώτησα. Ὄχι, εἶπε. Δικός του, εἶπε, εἶναι. Ἔκοψε τὴν κουβέντα. Μὲ τὸν καιρὸ γίναμε φίλοι, τὰ ἑλληνικά του βεβαίως ἐξαιρετικά. Τὸν ρώτησα ποῦ βρῆκε τὸν πίνακα. Δὲν ἀπάντησε. Δὲν θὰ ἀπαντήσει ποτέ. Ξέρουμε κι οἱ δυὸ γιατί. Νὰ ξέρεις… ἤμουνα κοριτσάκι κι ἡ μάνα μας πῆρε, καὶ τὰ δυὸ κορίτσια, μαζί της στὸ Λονδίνο. Χαρὰ ἐμεῖς! Τέτοιοι δρόμοι, τέτοια μαγαζιὰ δὲν εἴχαμε στὴ Κύπρο. Στὴν Oxford street τὸ βλέπω. Κάτι ἀνάμεσα σὲ χαρτοπωλεῖο πολυτελείας καὶ γκαλερί. Στὴ βιτρίνα ἀντίγραφα ἀπὸ ἔργα μεγάλων ζωγράφων. Ποιός ὁ ζωγράφος ποὺ ἔκανε τοῦτα τὰ παράξενα πράματα βουτηγμένα στὰ χρώματα τῆς ἄμμου. Πικάσο, εἶπε ἡ μητέρα. Θὰ στὸ ἀγοράσω. Χοροπηδοῦσα, φοροῦσα τὸ καλό μου κασμιρένιο παλτό, παπούτσια λουστρίνι, σφιχτὰ μὲ μπαρέτα, χοροπηδοῦσα, κάτω ἀπὸ τὴν μικρή μου μασχάλη τὸ ἔργο. Προσεκτικὰ τυλιγμένο. Ρολό. Πίσω στὴν Κύπρο, τὸ βάλαμε σὲ τελάρο. Πάλι χοροπηδοῦσα. Τὸ κρέμασα, ἀνέβηκα μὲ τὰ παπούτσια στὸ κρεβάτι, τέτοιο ζόρι, πάνω ἀπὸ τὸ προσκεφάλι μου. Ὕστερα τὰ δύσκολα χρόνια τοῦ ἑξήντα, τὰ λάθη, ἡ εἰσβολή, πᾶνε χρόνια τόσα…
Καλησπερίσαμε τὸν παλαιοπώλη. Ἐκείνη καὶ αὐτὸς μιλοῦσαν κυπραίϊκα. Δύσκολα νὰ τοὺς παρακολουθήσω. Μόνο ὁ ἦχος. Ψιθύρισα πόσο ἀγαπῶ νὰ ἀκούω νὰ μιλοῦν τὰ κυπριακά. Τοῦ ζήτησε νὰ τῆς βρεῖ μιὰ παλιὰ τούρκικη κανάτα. Ἔχει, εἶπε αὐτὸς καὶ χάθηκε στὴ σκαλίτσα γιὰ τὸ πατάρι. Μὲ τράβηξε πρὸς τὸ γραφεῖο του. Κι ἦταν ἐκεῖ, στὸν τοῖχο τῆς κόχης, τὰ παιδικά της χρόνια κι ὁ ἥλιος ποὺ «σὰν πάει νὰ κοιμηθεῖ καίει τὰ σεντόνια του» κι ἡ φωνὴ τοῦ πατέρα-γιατροῦ, κι ὁ θεῖος μὲ τὰ παλιὰ βιβλία κι ὁ Λουίζος καὶ ὁ Πὸλ στὴ βένετη παράγκα, ὅλα, ἦταν ἐκεῖ, σ’ ἕνα κλεμμένο ἀντίγραφο τοῦ Πάμπλο Πικάσο.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. Ἀπὸ ὅσα προκρίθηκαν γιὰ τὸ τεῦχος ἑλληνικοῦ μπονζάι τοῦ περ. Πλανόδιον. Βλ. ἐδῶ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος», ἐγγραφή 01-08-2010.
Νίκη (Κουκουνάκη) Τρουλλινοῦ (Χανιά, 1953). Ἔκανε νομικὲς σπουδὲς στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν στὰ χρόνια της δικτατορίας. Ἀπὸ τὸ 1979 ζεῖ στὸ Ἡράκλειο. Ἄσκησε τὴ μάχιμη δικηγορία καὶ δίδαξε (ΤΕΙ Ἡρακλείου) γιὰ χρόνια. Πέρασε βιαστικὰ ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο, τὸ θέατρο, τὴν ποίηση (Ἀνθολογία Παν/μίου Πατρῶν). Σήμερα ἀσχολεῖται ἐπαγγελματικὰ μὲ τὸν ἀγροτουρισμό. Πρώτη της συλλογὴ διηγημάτων, τὸ 1995, τὸ Ἕνα μολύβι στὸ κομοδίνο. Ἀκολούθησαν οἱ συλλογὲς Μαρὰλ ὅπως Μαρία καὶ Καὶ φύσηξε νοτιάς… (ἐκδόσεις Ροδακιό). To 2009 ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Κέδρο τὸ μυθιστόρημά της Μ’ ἕνα καφάσι μπύρες. Τὸ ἔργο της περιλαμβάνει ἀκόμη τὸ βιβλίο Crete, No man is an island (κείμενα στὶς φωτογραφίες τῆς Π. Μασούρη).
Filed under: Αυτοβιογραφία,Ελληνικά,Ιστορία,Μονόλογος,Ρεαλισμός,Τρουλλινού Νίκη | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Νίκη Τρουλλινού | Τὰ σχόλια στὸ Νίκη Τρουλλινοῦ: Πολιτεία χωμένη στὴν ἄμμο ἔχουν κλείσει