Νίκη Τρουλλινοῦ: Ὁ γάμος της


Νί­κη Τρουλ­λι­νοῦ


Ὁ γάμος της


Ι ΑΝ Ο ΚΑΘΕΔΡΙΚΟΣ τοῦ Μονρεάλε ἔ­χει ἕ­ξι χι­λιά­δες τε­τρα­γω­νι­κὰ μέ­τρα ψη­φι­δω­τά, ἐ­σὺ στὸ πε­ρι­στύ­λιο ἀ­νά­σα­νες. Τὸ πε­ρι­στύ­λιο τῆς με­γά­λης αὐ­λῆς, κά­τω ἀ­πὸ τὶς ἀ­ρα­βι­κὲς ἁ­ψί­δες μὲ τὰ γε­ω­με­τρι­κὰ μο­τί­βα καὶ τὶς σκη­νὲς τῆς Γρα­φῆς χα­ραγ­μέ­νες στὰ κι­ο­νό­κρα­να τῶν ὑ­πό­λευ­κων μαρ­μά­ρι­νων δί­δυ­μων κι­ό­νων, φαν­τά­ζε­σαι τοὺς κρα­τοῦν­τες τοῦ να­οῦ βυ­θι­σμέ­νους στὶς συ­νο­μω­σί­ες· ἀ­πὸ και­ρὸ οἱ αὐ­στη­ρὲς συμ­βου­λὲς καὶ οἱ πι­ε­στι­κὲς πα­ραι­νέ­σεις τοῦ Πά­πα στὴ Ρώ­μη εἶ­ναι λα­λί­στα­τες, και­ρὸς νὰ τὰ μα­ζεύ­ουν οἱ ἄ­πι­στοί τοῦ Ἰσ­λὰμ ἀ­πὸ τὴν Σι­κι­λί­για. Μπρο­στά σου δυ­ὸ γυ­ναῖ­κες περ­πα­τοῦν, χά­νον­ται στὶς κο­λῶ­νες καὶ φα­νε­ρώ­νον­ται στὶς εἰ­σό­δους τοῦ Να­οῦ, μή­πως καὶ ἐ­σύ, τώ­ρα εἶ­σαι ἕ­τοι­μη νὰ ἀν­τέ­ξεις τό­ση ὀ­μορ­φιά;

        Κι ἂν ἔ­λει­ψες λί­γα ἑ­πτά, τὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κὸ ὄρ­γα­νο τὰ ἔ­χει ὅ­λα ἀλ­λά­ξει. Ἴ­σως ὁ μα­γευ­τι­κός του ἦ­χος κα­θὼς ὑ­ψώ­νον­ταν πρὸς τὴν ξυ­λό­γλυ­πτη χρω­μα­τι­στὴ ἀ­ρα­βι­κὴ στέ­γη ἢ ἀ­νη­φό­ρι­ζε νὰ συ­ναν­τή­σει τὸν αὐ­στη­ρὸ Παν­το­κρά­το­ρα τοῦ κεν­τρι­κοῦ ση­κοῦ, ἔ­σπρω­ξε τοὺς ἐ­πι­σκέ­πτες νὰ στα­θοῦν ξαφ­νι­α­σμέ­νοι στὴν ἀρ­χὴ καὶ ἀ­μέ­σως με­τὰ νὰ στη­θοῦν στὸ κεν­τρι­κὸ δι­ά­δρο­μό τοῦ να­οῦ. Μα­ζὶ κι ἐ­σύ. Τώ­ρα, με­ση­μέ­ρι Σαβ­βά­του, μπο­ροῦ­σαν ὅ­λοι ν’ ἀν­τι­κρί­σουν τὰ κά­νι­στρα σὲ δυ­ὸ πα­ράλ­λη­λες γραμ­μές, δε­ξιὰ καὶ ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ δι­α­δρό­μου, κά­νι­στρα φορ­τω­μέ­να ἡ­λι­ο­τρό­πια, τρι­αν­τά­φυλ­λα, κρί­νους καὶ ζέρ­μπε­ρες. Τοὺς συγ­γε­νεῖς νὰ κα­τα­φθά­νουν φο­ρών­τας τ’ ἀ­κρι­βά τους ροῦ­χα, τὶς κυ­ρί­ες νὰ ἰ­σορ­ρο­ποῦν πά­νω στὶς λου­στρι­νέ­νι­ες γό­βες καὶ τὰ μι­κρὰ νὰ θέ­λουν νὰ ξε­φύ­γουν ἀ­πὸ τὰ σφι­χτὰ πι­α­σί­μα­τα τῶν χε­ρι­ῶν τοῦ παπ­ποῦ καὶ τῆς για­γιᾶς. Ἀ­κο­λού­θη­σε μὲ τὴν ἐν­δε­δειγ­μέ­νη κα­θυ­στέ­ρη­ση τὸ ζεῦ­γος τῶν μελ­λο­νύμ­φων. Τού­λια, μου­σε­λί­νες, οὐ­ρές, πα­ρά­νυμ­φοι, κο­στού­μι καὶ πα­πι­γιόν, ἀ­μη­χα­νί­α, ἀ­γω­νί­α, χα­μό­γε­λα, οἱ γνω­στὲς κι­νή­σεις τῆς μα­μᾶς ποὺ αὐ­το­ε­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται στρώ­νον­τας τὸ βέ­λο τῆς νύ­φης καὶ ἡ ἄλ­λη ἰ­σι­ώ­νον­τας τὸ πέ­το τοῦ γαμ­βροῦ, καὶ ἄλ­λα τι­νά, προ­ϊ­όν­τα ὅ­λα τῆς μυ­θο­λο­γί­ας ποὺ κα­λεῖ­ται τε­λε­τὴ γά­μου. Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας ἀ­να­γι­γνώ­σκει μὲ βα­θιὰ κα­θα­ρὴ φω­νὴ στὴν λα­τι­νι­κὴ γλώσ­σα. Προ­σκα­λε­σμέ­νοι, καὶ ἀ­πρό­σκλη­τοι ἐ­σεῖς, οἱ τυ­χαῖ­οι του Να­οῦ ἐ­πι­σκέ­πτες, σὲ ρό­λο ἀ­κρο­α­τη­ρί­ου. Τὸ ἁρ­μό­νιο πά­λι. Ἡ μου­σι­κὴ ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια ἑ­νὸς νέ­ου ἀ­γο­ριοῦ, πλη­σι­ά­ζον­τας ἀ­πὸ τὸ πλά­ι βλέ­πεις πὼς δὲν εἶ­ναι πά­νω ἀ­πὸ εἴ­κο­σι χρό­νων, χα­ϊ­δεύ­ει τὰ πλῆ­κτρα, ὀ­νει­ρεύ­ε­ται ἄ­ρα­γε τὴν κα­λή του; Ἡ ἀ­κου­στι­κή τοῦ χώ­ρου συν­τε­λεῖ τὸ ὑ­πό­λοι­πό τοῦ θαύ­μα­τος.

        Οἱ δυ­ὸ γυ­ναῖ­κες, ξα­νὰ μπρο­στά σου. Πά­νω κά­τω γύ­ρω στὰ ἑ­ξῆν­τα.  Ἄ­γνω­στες, κα­λο­στε­κού­με­νες, εὐ­πρε­πῶς ἐν­δε­δυ­μέ­νες. Ἀ­κοῦς τ’ ἀγ­γλι­κά τους, δὲν δί­νεις ση­μα­σί­α, μό­νο νά, ἡ πε­ρι­γρα­φὴ τῆς τε­λε­τῆς τρα­βᾶ σὲ μά­κρος, ἡ μί­α ἀ­φη­γεῖ­ται στὴν ἄλ­λη μὲ κά­θε λε­πτο­μέ­ρεια, πράγ­μα­τα ποὺ ἤ­δη εἶ­δες, κι ἄλ­λα ποὺ δὲν θυ­μᾶ­σαι νὰ πρό­σε­ξες, τό­ση σα­φή­νεια, τέ­τοι­α λε­πτο­με­ρὴ πε­ρι­γρα­φή, τό­ση φλυ­α­ρί­α, Θε­έ μου, ἕ­να βῆ­μα μπρο­στὰ καὶ στρέ­φε­σαι πρὸς τὸ μέ­ρος τους, λί­γη ἡ­συ­χί­α κα­λές μου κυ­ρί­ες, θέ­λεις νὰ πεῖς ἀ­νά­με­σα στὴν αὐ­στη­ρό­τη­τα καὶ τὴν εἰ­ρω­νεί­α, ἢ ἔ­στω ἕ­να ἐ­πι­τι­μη­τι­κὸ βλέμ­μα, τί­πο­τα ἀ­πὸ τὰ δύ­ο δὲν ἔ­λα­βε χώ­ρα, τώ­ρα ἤ­θε­λες νὰ γί­νεις μι­κρή, τό­ση δά, νὰ χα­θεῖς, νὰ λι­ώ­σεις μπρο­στά τους, τώ­ρα ἀν­τί­κρι­ζες δυ­ὸ γυ­ναῖ­κες, ἡ μιὰ μὲ τὰ σπιν­θη­ρο­βό­λα μά­τια της νὰ ἀ­φη­γεῖ­ται τὰ τε­κται­νό­με­να ἐ­νώ­πιόν σας, ἡ ἄλ­λη, ἡ τυ­φλή, ν’ ἀ­κού­ει προ­σε­κτι­κά. Τυ­φλή. Ἀ­κού­ει προ­σε­κτι­κά, χα­μο­γε­λᾶ μό­νο ἀ­πὸ στιγ­μὴ σὲ στιγ­μή, σο­βα­ρεύ­ε­ται, χα­μό­γε­λο καὶ πά­λι, ἔ­χει ἕ­να πρό­σω­πο ποὺ λάμ­πει. Καὶ τὸ βλέμ­μα, ναί, τὸ βλέμ­μα, τῆς τυ­φλῆς ποὺ τα­ξι­δεύ­ει σὲ εἰ­κό­νες, καὶ οἱ ἦ­χοι γρά­φουν μέ­σα της τὴν ἱ­στο­ρί­α.

        Κι ἐ­σὺ θὰ χα­θεῖς στὴν ἔ­ξο­δο. Σὲ ὑ­πο­δέ­χε­ται ἡ πόρ­τα αὐ­τὴ ἡ ἴ­δια ποὺ δὲν εἶ­χες πρὶν προ­σέ­ξει. Τε­ρά­στια, βα­ριά, μὲ σα­ράν­τα δύ­ο ἐ­λά­σμα­τα νὰ ἱ­στο­ροῦν τὴν Ἁ­γί­α Γρα­φή, τώ­ρα πά­νω στὸ χαλ­κό, χυ­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν Ἰ­τα­λὸ μά­στο­ρα Μπο­νά­νο Πι­ζά­νο. Εἶ­ναι ἐ­δῶ ποὺ μπο­ρεῖς νὰ χα­ϊ­δέ­ψεις στὸ μέ­ταλ­λο τὶς φι­γοῦ­ρες τοῦ Ἀ­δὰμ καὶ τῆς Εὕ­ας, τὰ ἕ­ξι πρό­βα­τα ποὺ χώ­ρι­σαν καὶ μά­τω­σαν τὸν Ἄ­βελ καὶ τὸν Κά­ιν. Εἶ­ναι ἐ­δῶ ποὺ θέ­λεις νὰ ἐ­πι­στρέ­ψεις στὸ να­ὸ καὶ μὲ τὸ βλέμ­μα νὰ ψά­ξεις, ὄ­χι τὰ πε­ρί­φη­μα ψη­φι­δω­τὰ πιά, μὰ τὶς δύ­ο γυ­ναῖ­κες. Ὅ­μως φεύ­γεις. Δὲν θέ­λεις νὰ δεῖ κα­νεὶς τὴ βρο­χὴ στὰ μά­τια σου.



Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση.

Νί­κη (Κου­κου­νά­κη) Τρουλ­λι­νοῦ (Χανιά, 1953). Ἔ­κα­νε νο­μι­κὲς σπου­δὲς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν στὰ χρό­νια τῆς δι­κτα­το­ρί­ας. Ἀ­πὸ τὸ 1979 ζεῖ στὸ Ἡ­ρά­κλει­ο. Ἄ­σκη­σε τὴ μά­χι­μη δι­κη­γο­ρί­α καὶ δί­δα­ξε (ΤΕΙ Ἡ­ρα­κλεί­ου) γιὰ χρό­νια. Πέ­ρα­σε βι­α­στι­κὰ ἀ­πὸ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο, τὸ θέ­α­τρο, τὴν ποί­η­ση (Ἀν­θο­λο­γί­α Παν/μί­ου Πα­τρῶν). Σή­με­ρα ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὸν ἀ­γρο­του­ρι­σμό. Πρώ­τη της συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των, τὸ 1995, τὸ Ἕ­να μο­λύ­βι στὸ κο­μο­δί­νο. Ἀ­κο­λού­θη­σαν οἱ συλ­λο­γὲς Μα­ρὰλ ὅ­πως Μα­ρί­α καὶ Καὶ φύ­ση­ξε νο­τιάς… (ἐκ­δό­σεις Ρο­δα­κιό). To 2009 ἐκ­δό­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Κέ­δρο τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά της Μ’ ἕ­να κα­φά­σι μπύ­ρες. Τὸ ἔρ­γο της πε­ρι­λαμ­βά­νει ἀ­κό­μη τὸ βι­βλί­ο Crete, No man is an island (κεί­με­να στὶς φω­το­γρα­φί­ες τῆς Π. Μα­σού­ρη).


			

Νίκη Τρουλλινοῦ: Πολιτεία χωμένη στὴν ἄμμο

 

 

Νί­κη Τρουλ­λι­νοῦ

 

Πο­λι­τεί­α χω­μέ­νη στὴν ἄμ­μο

 

στὴ Νί­κη Μα­ραγ­κοῦ

 

Ε ΠΗΡΕ ἀ­πὸ τὸ χέ­ρι νὰ μοῦ δεί­ξει τὰ πα­τρο­γο­νι­κά. Καὶ τὰ χρό­νια τὰ παι­δι­κά, κι αὐ­τὰ τῆς ἐ­φη­βεί­ας. Καὶ μὲ πῆ­γε τα­ξί­δι ὁ­λά­κε­ρο στὸ χρό­νο καὶ τοὺς δρό­μους καὶ στὸν πα­λια­τζὴ τοῦ στε­νοῦ δρό­μου πρὶν ἀ­πὸ τὴν πλα­τεί­α τοῦ Ἄι Νι­κό­λα. Καὶ εἶ­πε ἔ­τσι, ἤ, πε­ρί­που ἔ­τσι:

 

         Ἀνοίξανε τὰ ὁ­δο­φράγ­μα­τα. Μέ­ρες τοῦ Πά­σχα τοῦ 2003. Οὐ­ρὲς τὰ αὐ­το­κί­νη­τα στὸν Ἅ­γιο Δο­μέ­τη. Πε­ρά­σα­με τρί­τοι. Πα­τή­σα­με γκά­ζι μὲ τὸν Κων­σταν­τῆ. Νὰ περ­νᾶ­με τὴ Με­σα­ω­ρί­α, νὰ κα­τα­πί­νει τὸ ἁ­μά­ξι τὸν κάμ­πο καὶ νὰ λι­ώ­νω τὰ νύ­χια μέ­σα στὶς πα­λά­μες. Γραμ­μὴ γιὰ τὴν Ἀμ­μό­χω­στο. Φα­μαγ­κού­στα. Μαγ­κού­στα. Στὸ δρό­μο μὲ τὰ περ­βό­λια τὸ σπί­τι τῆς θεί­ας ἔ­ρη­μο. Στὴν ἄμ­μο, εἶ­πα, στὴν ἄμ­μο. Ἔ­βγα­λα τὰ πα­πού­τσια καὶ πά­τη­σα γυ­μνό­πο­δη. Ἡ ἄμ­μος! Σι­μὰ στὸ φυ­λά­κιο ἀ­γνάν­τε­ψα τὸ σπί­τι τοῦ παπ­ποῦ. Ξυ­λέμ­πο­ρας κά­πο­τε. Πρῶ­τος ἦρ­θε κι ἔ­κτι­σε ἐ­δῶ πά­νω στὸ κύ­μα. Δί­πλα ἡ πα­ράγ­κα, βλέ­πεις; Νά, ἐ­κεῖ, ἴ­δια ὅ­πως τό­τε, βέ­νε­τη… θὰ πεῖ λου­λα­κί. Τοῦ ζω­γρά­φου τοῦ Πὸλ Γε­ωρ­γί­ου. Θὰ σοῦ πῶ γι’ αὐ­τὸν καὶ τὶς ζω­γρα­φι­ές του. Ὕ­στε­ρα στὸ Ναυ­τι­κὸ ὅ­μι­λο, ἐ­κεῖ σὲ πά­ω, καὶ τὸ στέ­κι τοῦ Λου­ί­ζου. Καὶ στὴν πλα­τεί­α τοῦ κα­θε­δρι­κοῦ. Ἐ­δῶ ἡ ρή­γαι­να, τοῦ Πα­λαι­ο­λό­γου τοῦ Μο­ρέ­α θυ­γα­τέ­ρα, ἐ­δῶ οἱ Λου­ζι­νια­νοί, ἐ­δῶ οἱ Βε­νε­τσιά­νοι. Κι ὁ πύρ­γος τοῦ Ὀ­θέ­λου μιὰ δρα­σκε­λιά. Νὰ ἐ­πι­θε­ω­ρεῖ τὸ στό­λο, νὰ κα­τα­σκο­πεύ­ει τὴν Δεισ­δαι­μό­να, νὰ πέ­φτει ὁ πα­θι­α­σμέ­νος στὶς πα­γί­δες τοῦ Ἰ­ά­γου. Θέ­λεις ν’ ἀ­νε­βοῦ­με…Τὰ κα­ρά­βια, ἔρ­χον­ταν μι­λι­ού­νια γιὰ αἰ­ῶ­νες ἀ­πὸ τὴν ἀ­να­το­λή…Χω­μέ­νη στὴν ἄμ­μο ἡ πο­λι­τεί­α μου. Ὁ πα­τέ­ρας μου για­τρὸς σπου­δαγ­μέ­νος στὴ Βι­έν­νη. Ὁ θεῖ­ος στὰ ἐμ­πό­ρια. Ἄλ­λα λα­χτα­ροῦ­σε αὐ­τός. Τὰ βι­βλί­α, αὐ­τὰ τὸν τρα­βοῦ­σαν. Τὰ ἀ­λη­θι­νά, ὄ­χι τὰ κα­τά­στι­χα μὲ τὰ νού­με­ρα. Ξό­δε­ψε πε­ρι­ου­σί­ες στὰ βι­βλί­α. Ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ-ἀρ­χὴ ποὺ ὁ Γου­τεμ­βέρ­γιος εὐ­λό­γη­σε τὴν τυ­πο­γρα­φί­α. Μπαί­νω μιὰ μέ­ρα σ’ ἕ­ναν πα­λια­τζὴ στὴ Λευ­κω­σί­α. Καὶ βρί­σκω πα­λιὸ βι­βλί­ο μὲ τὴ σφρα­γί­δα του. Καὶ τὴν ὑ­πο­γρα­φή του. Καὶ γράμ­μα ἀ­πὸ τὸν πα­τέ­ρα μου, σφη­νω­μέ­νο μέ­σα στὶς σε­λί­δες. Ρω­τά­ω, ποῦ, τί. Τὸ ἄ­λα­λο νε­ρό, ἐ­κεῖ­νος. Ἀ­γό­ρα­σα ὅ,τι μπο­ροῦ­σα. Ἄρ­χι­σα τὴν ἀ­να­ζή­τη­ση. Στὸ ἠ­λε­κτρο­νι­κὸ ἐμ­πό­ριο, στοὺς πα­λαι­ο­πῶ­λες… Σπά­νι­ες ἐκ­δό­σεις, ἀ­πὸ τὸ 17ο αἰ­ώ­να ἀ­κό­μα. Πε­ρι­ου­σί­ες ὁ­λό­κλη­ρες σή­με­ρα! Βρῆ­κα ἄ­κρι­ες. Μέ­ρος, λέ­ει, τῆς πε­ρί­φη­μης βι­βλι­ο­θή­κης Μα­ραγ­κοῦ εἶ­ναι στὴν Κε­ρύ­νεια. Καὶ πέ­ρα­σα στὰ κα­τε­χό­με­να. Ἔ­ψα­ξα. Βρῆ­κα. Μέ­σ γνω­ρι­μι­ῶν φτά­σα­με στὸν Τα­λάτ. Νὰ σω­θοῦν τὰ βι­βλί­α. «Τί θὰ μά­θε­τε ἀ­πὸ κλεμ­μέ­να βι­βλί­α… ἂς ἔρ­θουν πί­σω, του­λά­χι­στον αὐ­τά.» Ναί, εἶ­πε. Τί­πο­τα δὲν ἔ­κα­νε… Ἐρ­χό­μου­να συ­νε­χῶς τὸν πρῶ­το και­ρό. Βρῆ­κα τὸν πα­λαι­ο­πώ­λη, ἐ­δῶ στὴν Ἀμ­μό­χω­στο. Μπῆ­κα. Στοῖ­βες τὰ πορ­σε­λά­νι­να πιά­τα, σεν­τού­κια, κη­ρο­πή­για ἀ­πὸ ἀ­σή­μι καὶ μπροῦτ­ζο. Ἀ­πο­μει­νά­ρια ἡ­με­ρῶν, κα­τά­λοι­πα ἀ­πὸ ζω­ὲς ἀ­νέ­με­λες. Πό­σο λί­γο τὴν ξέ­ρου­με τὴν Ἱ­στο­ρί­α! Στὰ μέ­ρη μας. Στὰ μέ­ρη τῆς ἄμ­μου.

         Στὴ γω­νιὰ τὸ γρα­φεῖ­ο του. Μι­κρό. Δὲ φαί­νε­ται ἀ­πὸ τὸ δρό­μο. Στὸν τοῖ­χο τῆς κό­χης ἕ­νας πί­να­κας. Κέ­ρω­σα. Χλω­μὴ κι ἀ­κί­νη­τη. Αὐ­τό, τὸ που­λᾶ­τε, ρώ­τη­σα. Ὄ­χι, εἶ­πε. Δι­κός του, εἶ­πε, εἶ­ναι. Ἔ­κο­ψε τὴν κου­βέν­τα. Μὲ τὸν και­ρὸ γί­να­με φί­λοι, τὰ ἑλ­λη­νι­κά του βε­βαί­ως ἐ­ξαι­ρε­τι­κά. Τὸν ρώ­τη­σα ποῦ βρῆ­κε τὸν πί­να­κα. Δὲν ἀ­πάν­τη­σε. Δὲν θὰ ἀ­παν­τή­σει πο­τέ. Ξέ­ρου­με κι οἱ δυ­ὸ για­τί. Νὰ ξέ­ρεις… ἤ­μου­να κο­ρι­τσά­κι κι ἡ μά­να μας πῆ­ρε, καὶ τὰ δυ­ὸ κο­ρί­τσια, μα­ζί της στὸ Λον­δί­νο. Χα­ρὰ ἐ­μεῖς! Τέ­τοι­οι δρό­μοι, τέ­τοι­α μα­γα­ζιὰ δὲν εἴ­χα­με στὴ Κύ­προ. Στὴν Oxford street τὸ βλέ­πω. Κά­τι ἀ­νά­με­σα σὲ χαρ­το­πω­λεῖ­ο πο­λυ­τε­λεί­ας καὶ γκα­λε­ρί. Στὴ βι­τρί­να ἀν­τί­γρα­φα ἀ­πὸ ἔρ­γα με­γά­λων ζω­γρά­φων. Ποι­ός ὁ ζω­γρά­φος ποὺ ἔ­κα­νε τοῦ­τα τὰ πα­ρά­ξε­να πρά­μα­τα βου­τηγ­μέ­να στὰ χρώ­μα­τα τῆς ἄμ­μου. Πι­κά­σο, εἶ­πε ἡ μη­τέ­ρα. Θὰ στὸ ἀ­γο­ρά­σω. Χο­ρο­πη­δοῦ­σα, φο­ροῦ­σα τὸ κα­λό μου κα­σμι­ρέ­νιο παλ­τό, πα­πού­τσια λου­στρί­νι, σφι­χτὰ μὲ μπα­ρέ­τα, χο­ρο­πη­δοῦ­σα, κά­τω ἀ­πὸ τὴν μι­κρή μου μα­σχά­λη τὸ ἔρ­γο. Προ­σε­κτι­κὰ τυ­λιγ­μέ­νο. Ρο­λό. Πί­σω στὴν Κύ­προ, τὸ βά­λα­με σὲ τε­λά­ρο. Πά­λι χο­ρο­πη­δοῦ­σα. Τὸ κρέ­μα­σα, ἀ­νέ­βη­κα μὲ τὰ πα­πού­τσια στὸ κρε­βά­τι, τέ­τοι­ο ζό­ρι, πά­νω ἀ­πὸ τὸ προ­σκε­φά­λι μου. Ὕ­στε­ρα τὰ δύ­σκο­λα χρό­νια τοῦ ἑ­ξήν­τα, τὰ λά­θη, ἡ εἰ­σβο­λή, πᾶ­νε χρό­νια τό­σα…

 

Κα­λη­σπε­ρί­σα­με τὸν πα­λαι­ο­πώ­λη. Ἐ­κεί­νη καὶ αὐ­τὸς μι­λοῦ­σαν κυ­πραί­ϊ­κα. Δύ­σκο­λα νὰ τοὺς πα­ρα­κο­λου­θή­σω. Μό­νο ὁ ἦ­χος. Ψι­θύ­ρι­σα πό­σο ἀ­γα­πῶ νὰ ἀ­κού­ω νὰ μι­λοῦν τὰ κυ­πρια­κά. Τοῦ ζή­τη­σε νὰ τῆς βρεῖ μιὰ πα­λιὰ τούρ­κι­κη κα­νά­τα. Ἔ­χει, εἶ­πε αὐ­τὸς καὶ χά­θη­κε στὴ σκα­λί­τσα γιὰ τὸ πα­τά­ρι. Μὲ τρά­βη­ξε πρὸς τὸ γρα­φεῖ­ο του. Κι ἦ­ταν ἐ­κεῖ, στὸν τοῖ­χο τῆς κό­χης, τὰ παι­δι­κά της χρό­νια κι ὁ ἥ­λιος ποὺ «σὰν πά­ει νὰ κοι­μη­θεῖ καί­ει τὰ σεν­τό­νια του» κι ἡ φω­νὴ τοῦ πα­τέ­ρα-για­τροῦ, κι ὁ θεῖ­ος μὲ τὰ πα­λιὰ βι­βλί­α κι ὁ Λου­ί­ζος καὶ ὁ Πὸλ στὴ βέ­νε­τη πα­ράγ­κα, ὅ­λα, ἦ­ταν ἐ­κεῖ, σ’ ἕ­να κλεμ­μέ­νο ἀν­τί­γρα­φο τοῦ Πάμ­πλο Πι­κά­σο.

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Ἀ­πὸ ὅ­σα προ­κρί­θη­καν γιὰ τὸ τεῦ­χος ἑλ­λη­νι­κοῦ μπον­ζά­ι τοῦ περ. Πλα­νό­διον. Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 01-08-2010.

 

 

Νί­κη (Κου­κου­νά­κη) Τρουλ­λι­νοῦ (Χανιά, 1953). Ἔ­κα­νε νο­μι­κὲς σπου­δὲς στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν στὰ χρό­νια της δι­κτα­το­ρί­ας. Ἀ­πὸ τὸ 1979 ζεῖ στὸ Ἡ­ρά­κλει­ο. Ἄ­σκη­σε τὴ μά­χι­μη δι­κη­γο­ρί­α καὶ δί­δα­ξε (ΤΕΙ Ἡ­ρα­κλεί­ου) γιὰ χρό­νια. Πέ­ρα­σε βι­α­στι­κὰ ἀ­πὸ τὸ ρα­δι­ό­φω­νο, τὸ θέ­α­τρο, τὴν ποί­η­ση (Ἀν­θο­λο­γί­α Παν/μί­ου Πα­τρῶν). Σή­με­ρα ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὸν ἀ­γρο­του­ρι­σμό. Πρώ­τη της συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των, τὸ 1995, τὸ Ἕ­να μο­λύ­βι στὸ κο­μο­δί­νο. Ἀ­κο­λού­θη­σαν οἱ συλ­λο­γὲς Μα­ρὰλ ὅ­πως Μα­ρί­α καὶ Καὶ φύ­ση­ξε νο­τιάς… (ἐκ­δό­σεις Ρο­δα­κιό). To 2009 ἐκ­δό­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Κέ­δρο τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά της Μ’ ἕ­να κα­φά­σι μπύ­ρες. Τὸ ἔρ­γο της πε­ρι­λαμ­βά­νει ἀ­κό­μη τὸ βι­βλί­ο Crete, No man is an island (κεί­με­να στὶς φω­το­γρα­φί­ες τῆς Π. Μα­σού­ρη).