.

.
Περικλῆς Σφυρίδης
.
Στὴ μνήμη τοῦ Ἀλμπέρτου Νὰρ καὶ τοῦ ἄλλου Ἀλμπέρτου
.
ΤΑΝ ΤΟ 1994 βγῆκα στὴ σύνταξη ἦταν σὰ νὰ πῆρα διαζύγιο ἀπὸ τὴν ἰατρική. Ἔχω πεῖ κι ἄλλες φορὲς πὼς εἶχα διπλὴ ζωή. Παντρεύτηκα τὴν ἰατρικὴ ἐνῶ παράλληλα διατηροῦσα μακροχρόνιο δεσμὸ μὲ τὴν ἐρωμένη μου λογοτεχνία. Τὸ 1994, λοιπόν, εἶναι ἡ χρονιὰ ποὺ ἐγκατέλειψα τὸ συζυγικὸ ρετιρὲ καὶ μετακόμισα στὴν γκαρσονιέρα τῆς ἐρωμένης μου, χωρὶς βέβαια νὰ διακόψω ἀπότομα καὶ ὁριστικά τους δεσμούς μου μὲ τὴ σύζυγο. Στὸ κάτω κάτω της γραφῆς καὶ πολιτισμένοι ἄνθρωποι εἴμαστε κι οὔτε σφαχτήκαμε γιὰ τὴ γκόμενα. Ὑπῆρχαν ἄλλωστε καὶ οἱ ὑποχρεώσεις. Μισὸ καὶ παραπάνω χρόνο ποὺ διαμένω στὸ νησὶ ποὺ δὲν διαθέτει καρδιολόγο εἶναι δυνατόν, ὅταν μὲ καλοῦν σὲ κάποιο σοβαρὸ καρδιολογικὸ περιστατικό, νὰ ἐπικαλεσθῶ τὸ διαζύγιο; Βέβαια οἱ ἐπισκέψεις μου στὴν συζυγικὴ ἑστία ἀραίωσαν μὲ τὰ χρόνια —δὲν παρακολουθῶ πιὰ οὔτε ἰατρικὰ συνέδρια κι οὔτε διαβάζω ἰατρικὰ συγγράμματα— ἀλλὰ κάτι συνάδελφοι ἐξακολουθοῦν νὰ μὲ θυμοῦνται καὶ νὰ μοῦ στέλνουν τὸ περιοδικὸ «Ἰατρικὰ θέματα» τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου ποὺ κάποτε εἶχα διατελέσει πρόεδρος. Τὸ περιοδικὸ αὐτὸ —ὅπως κι ἄλλα παρόμοια— δὲν τὸ διαβάζω· ἁπλῶς τὸ ξεφυλλίζω ξαπλωμένος συνήθως στὸ κρεβάτι μου λίγο πρὶν μὲ πάρει ὁ ὕπνος. Στὸ τελευταῖο μάλιστα τεῦχος του, Σεπτέμβρης τοῦ 2005, ἀνάμεσά σε ἐπιστημονικὲς ἐργασίες καὶ συνδικαλιστικὰ αἰτήματα, εἶδα νὰ ἀναδύεται τὸ διήγημα «Σαλονικάι, δηλαδὴ Σαλονικιός» τοῦ φίλου μου Ἀλμπέρτου Νάρ, ποὺ λίγους μῆνες πρὶν ἔφυγε ἀπὸ τὴ γενέθλια πόλη. Ἤμουν στὸ νησὶ ὅταν πληροφορήθηκα τὴν ἀποδημία ἀπὸ τὴν τηλεόραση. Ἀναλύθηκα σὲ λυγμοὺς γιατὶ δὲν ἤμουν ἐκεῖ, δὲν μπόρεσα οὔτε μ’ ἕνα λουλούδι καὶ λίγο χῶμα νὰ τὸν ἀποχαιρετήσω, μόνο ἀργότερα τηλεφώνησα στὴ σύζυγό του Ἐλβίρα καὶ τὴ συλλυπήθηκα. Ὅπως δὲν ἤμουν ἐκεῖ γιὰ νὰ ἀποχαιρετήσω τὸν ἄλλον Ἀλμπέρτο παρὰ ἔμαθα καὶ τὴ δική του ἀναχώρηση ἀπὸ τὸ γενέθλιο τόπο του, μιὰ κωμόπολη τῆς κεντρικῆς Γερμανίας, μὲ ἕνα σύντομο σὰν τηλεγράφημα γράμμα τῆς γυναίκας του Μάγδας. Ψυχρὸ πράγμα καὶ τὸ γυαλὶ καὶ τὸ χαρτί, σκέφτηκα, ὅταν γνωστοποιοῦν τὴν ἀποδημία προσφιλῶν προσώπων.
Τὴ συγκίνηση διαδέχτηκε ἡ ἔκπληξη καθὼς δὲν εἶχα ποτὲ διαβάσει διήγημα σὲ ἰατρικὸ περιοδικό, κι ὁ Ἀλμπέρτος τὴ μόνη σχέση ποὺ εἶχε μὲ τὴν ἰατρικὴ ἦταν πὼς ὑπῆρξε συχνὰ ἀσθενής της. Τὸν θυμᾶμαι νὰ ταλαιπωρεῖται νέος ἀκόμα ἀπὸ σάκχαρο καὶ βουλωμένες ἀρτηρίες κι ἀργότερα ἀπὸ πέτρες στὴ χολὴ κι ὅποτε τὸν ἐπισκέφτηκα σὲ κλινικὲς καὶ νοσοκομεῖα δὲν ἄκουσα ποτὲ παράπονα γιὰ ὅσα τὸν εἶχαν βρεῖ κι ὑπέφερε. Εἶχε ἀκμαῖο ἠθικὸ καὶ λαχτάρα γιὰ ζωὴ ἀκόμα καὶ στὴ τελευταία περιπέτεια τῆς ὑγείας του, μιὰ μορφὴ καρκίνου τοῦ αἵματος. Δὲν ξέρω ἂν αὐτή του ἡ αἰσιοδοξία ἦταν ἕνας τοῖχος πίσω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἤθελε νὰ κρύψει τὸ πρόσωπό του, ἂν κρίνω ἀπὸ τὸ διήγημά του «Καλὴ ἀνάρρωση», ποὺ ἀφορᾶ μιὰ μόνο ὀδυνηρὴ ἐμπειρία ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ ἔζησε. Σηκώθηκα κι ἀναζήτησα τὸ βιβλίο ποὺ δημοσίευσε τὸ διήγημα κι ἄρχισα νὰ τὸ διαβάζω ξανὰ ὑπογραμμίζοντας μὲ φωσφοροῦχο μαρκαδόρο τὸ τέλος του.
.
Ντύνομαι καὶ τὰ μαζεύω. Ρίχνω μιὰ τελευταία ματιὰ μήπως καὶ ξέχασα τίποτα. Τελικὰ δὲν ἦταν καὶ τόσο τραγικό. Ἀπὸ τὸ μεγάλο παράθυρο παρατηρῶ τὴν πόλη μας ποὺ ἀναδύεται σιγὰ σιγὰ ἀποτινάζοντας τὸ γκρίζο τῆς ὁμίχλης. Μᾶλλον θὰ ματαιωθοῦν σήμερα οἱ πτήσεις. Αὔριο μεθαύριο, ἀπὸ ἕνα ἄλλο παράθυρο μὲ θέα τὴν κεντρικὴ λεωφόρο θὰ παρακολουθῶ ξανὰ τὰ μποτιλιαρίσματα, τὶς παρελάσεις, τὶς διαδηλώσεις. Θὰ ἀξιολογῶ τὴ διαρκῆ φθορά μου, θὰ συνεχίζω νὰ περιφέρω τὴν κατὰ τὰ ἄλλα ἀνώδυνη παρουσία μου, θὰ ὑποχωρῶ προθυμότατα στὰ κελεύσματα, θὰ ἀναγνωρίζω αὐθεντίες, θὰ παραμένω ἀκίνητος στόχος. Καὶ γέρας γιὰ τὶς ὁποιεσδήποτε ἐπιδόσεις μου μόνο το ξεζούμισμα.
Τὸ ἐξιτήριο εἶναι ἕτοιμο καὶ μπορῶ νὰ πάω στὸ καλό. Μοῦ εὔχονται καλὴ ἀνάρρωση. Κι ἐγὼ τοὺς εὐχαριστῶ ἀπὸ καρδιᾶς καὶ προετοιμάζομαι. Νὰ ἀναρρώσω βέβαια, ὅμως ἀπὸ τί καὶ ἀπὸ ποιόν;
.
Τὰ ἴδια μου εἶχε πεῖ καὶ ὁ ἄλλος Ἀλμπέρτος ὅταν, ὡς γιατρός, τὸν συμβούλεψα νὰ κόψει τὸ πιοτό, ποὺ τοῦ κατέτρωγε τὸ συκώτι γιὰ νὰ ἀναρρώσει. «Ἀπὸ τί καὶ γιὰ ποιόν;» ἀναρωτήθηκε τὸ καλοκαίρι ἐκεῖνο τοῦ 1964 στὸ ταβερνάκι τῆς Νέας Φώκιας στὴ Χαλκιδική, ὅπου τὸν φιλοξένησα γιὰ ἕνα περίπου μήνα. Τὸν θυμᾶμαι νὰ σηκώνεται κάθε μέρα πρωί, νὰ κάνει τὸ μπάνιο του στὴ θάλασσα κι ὕστερα νὰ τὴν ἀράζει στὸ καφενεῖο τοῦ χωριοῦ, παρέα μὲ κάτι ψαράδες ποὺ δὲν καταλάβαινε τὴ γλώσσα τους καὶ νὰ πίνει συνεχῶς οὖζο μὲ ἐλάχιστους μεζέδες —σχεδὸν ξεροσφύρι— κι ἀργὰ τὸ σούρουπο νὰ ἐπιστρέφει τρεκλίζοντας στὸ σπίτι, νὰ τρώει κάτι ἀνόρεχτα κι ὕστερα νὰ συζητάει μὲ τὸν πατέρα μου —λίγα γερμανικὰ ὁ γέρος μου, λίγα ἑλληνικὰ ὁ Ἀλμπέρτος— γιὰ τὰ περασμένα, τὴν Κατοχή, θαρρεῖς μυστικὰ δικά τους πράγματα, ποὺ οἱ ἄλλοι δὲν ἔπρεπε νὰ μάθουν. Γιὰ σκοτωμοὺς δικῶν του στὸ μέτωπο ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἐγκλήματα ποὺ εἶδε νὰ διαπράττουν ἐδῶ οἱ φανατικοὶ τῶν Ἒς Ἒς συμπατριῶτες του, κι ἀκόμα γιὰ βασανιστήρια ποὺ σακάτεψαν τὸ σῶμα του —περισσότερο τὴν ψυχὴ του— ὅταν πολεμώντας μὲ τὸν Ρόμελ στὴν Ἀφρικὴ πιάστηκε αἰχμάλωτος. Ὅπως ἀκριβῶς κι οἱ λίγοι Ἑβραῖοι ποὺ ἐπιβίωσαν ἀπὸ τὰ κολαστήρια τοῦ Ἄουσβιτς-Μπιργκενάου καὶ Μπέργκεν Μπέλσεν καὶ ἐπέστρεφαν ἕνας ἕνας, ἐρείπια ὅλοι, μὲ πρῶτο μετὰ τὴν ἐπάνοδό τους ἐνδιαίτημα τὸ παλιὸ καὶ μισορημαγμένο τρελοκομεῖο τῆς Κοινότητας, κοντὰ στὸ σταθμό, καὶ δὲ μιλοῦσαν σὲ κανένα γιὰ τὰ ὅσα εἴχανε συμβεῖ καὶ ὑπέφεραν γιατὶ κανεὶς δὲν θὰ τοὺς πίστευε. Καὶ θυμήθηκα πάλι τὰ ὅσα μοῦ εἶχε πεῖ καὶ γράψει ὁ Ἀλμπέρτος γιὰ «Τὸ παλιὸ τρελοκομεῖο»:
.
Κι ἔτσι ἄρχισαν νὰ καταφεύγουν ἐκεῖ οἱ λίγοι ποὺ σώθηκαν, σὰν ἀπὸ θαῦμα, καὶ γυρίζοντας πίσω δὲν εἴχανε πιὰ ποῦ τὴν κεφαλὴν κλῖναι. Καὶ καθὼς ἡ νέα ἄνοιξη φάνταζε νὰ τοὺς προκαλεῖ, βιάζονταν ὅλοι τους νὰ ξανακερδίσουν τὰ σπασμένα μιᾶς νιότης σπαταλημένης τόσο ἄδικα. […]
Κι ἔτρεξαν νὰ γιουχάρουνε κάτι δικούς τους προδότες, ποὺ τοὺς δικάζανε τότε, μέχρι ποὺ τὴν ἅρπαξε ὁ πρόεδρος καὶ βρόντηξε τὴν κουδούνα καὶ φοβέρισε πὼς θὰ προστάξει ν’ ἀδειάσουν τὴν αἴθουσα. Καὶ στήσανε καὶ τοὺς πρώτους ψιλοκαυγάδες καί, τὸ κυριότερο, μπλέχτηκαν καὶ τὰ πρῶτα εἰδύλλια. Ἔτσι, κάποια Κυριακὴ ὁ ραβίνος εὐλόγησε μονομιᾶς δεκάξι καινούργια ζευγάρια κι ἀκολούθησε πανηγύρι τρικούβερτο! Μέχρι ποὺ βάλανε στοίχημα ποιοὶ θὰ πρωτοπιάσουνε παιδί! Ὅμως τὸ στοίχημα κανεὶς δὲν τὸ κέρδισε, μιὰ καὶ τὰ πρῶτα γεννητούρια τὰ γιόρτασαν ὄχι οἱ νιόπαντροι ἀλλὰ οἱ ἄλλοι, τὸ ζευγάρι τὸ μοναδικὸ ποὺ γλίτωσε, ἄντρας μαζὶ καὶ γυναίκα. Κι εἶπαν πὼς ἤτανε θέλημα Θεοῦ νὰ καρπίσει πρώτη ἡ μήτρα ἐκείνης πού, καθὼς ὅλοι τους ξέρανε, οἱ τρισκατάρατοι τὴ μεταχειρίστηκαν γιὰ πειραματόζωο κι ἤτανε σίγουρο πιὰ πὼς ἀπόμεινε στείρα.
.
Ἦταν θέλημα Θεοῦ ψιθυρίζω καὶ ἀναλογίζομαι τὸ ἔτος 1947 τότε ποὺ γεννήθηκε ὁ Ἀλμπέρτος κι δικοί του μὲ τὸν ἐρχομὸ τοῦ πολυπόθητου γιοῦ προσπαθοῦσαν νὰ μαζέψουν τὰ κομμάτια τους καὶ νὰ στήσουν ξανὰ σπιτικὸ μὲ στερήσεις καὶ νέα βάσανα, ἐνῶ οἱ δικοί μας, πρὶν ἀκόμα ἀνασάνουν καὶ χορτάσουν ἀπὸ τὴν πείνα τῆς Κατοχῆς, ἄρχισαν πάλι νὰ τσακώνονται καὶ νὰ σκοτώνονται ποιοὶ θὰ κουμαντάρουνε τὸν τόπο, ἢ γιὰ τὴν ἀκρίβεια, ποιῶν ξένων τα συμφέροντα θὰ ὑπηρετήσουν. Ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ γεννηθεῖ ὁ Ἀλμπέρτος μὲ τὶς περγαμηνές του, γιὰ νὰ «ἀναβιώσει» χρόνια ἀργότερα τὴν ἱστορία αἰώνων τῶν Ἑβραίων τῆς Θεσσαλονίκης, ποὺ κυνηγημένοι ἀπὸ παντοῦ ἔφτασαν στὴν πόλη αὐτὴ γιὰ νὰ χτίσουν πάλι συναγωγὲς μὲ ὀνόματα ποὺ τοὺς θύμιζαν τὶς ἄλλοτε πατρίδες τους, πρὶν ὁ παραλογισμός, ἡ ὑπέρτατη «Ὕβρις» σκορπίσει ἀκόμα κι ὅτι μποροῦσε νὰ θυμίσει τὴν παρουσία τους.
.
Ὁ παππούς μου λοιπὸν ἦταν ψαράς, ὁ πατέρας μου μαραγκὸς κι μάνα μου καπνεργάτισσα. Αὐτοὶ οἱ τίτλοι μου, αὐτὲς οἱ περγαμηνές μου καὶ δὲν μπορῶ νὰ σταθῶ πουθενὰ χωρὶς νὰ τὶς μνημονεύσω. Μόνο ποὺ δὲν εἶμαι βέβαιος ἂν τὶς μνημονεύω σωστά, μιὰ ὁλόκληρη ζωή, σημειώνοντας τὰ ἀποτυπώματά μου πρῶτα στὴν πλάκα μὲ τὸ κοντύλι, ὕστερα στὸ χαρτί, μὲ μολύβι μαῦρο καὶ ξυλομπογιές, καὶ πιὸ ὕστερα μὲ ἀκριβὸ στυλὸ διαρκείας, ἐγὼ ποὺ τὶς συνεχίζω, ἐγώ, τέκνο τοῦ 115210 καὶ τῆς 40041, ἐγὼ ποὺ προσπαθῶ νὰ ἀρθρώσω τὸν ὅποιο λόγο μου ἀναζητώντας, μάταια ἴσως, τὸ ἀνάλογο ὕφος κι ἀκόμα τώρα, ποὺ χαράζω αὐτὲς τὶς γραμμές, δὲν ξέρω ἀλήθεια ἂν τὰ κατάφερα κι οὔτε ξέρω ἂν θὰ τὰ καταφέρω ἐπιτέλους ποτέ.
.
Τὸν ἀκούω νὰ μοῦ μιλάει ξανὰ γιὰ τὰ διαπιστευτήριά του κι οὔτε κατάλαβα πὼς βρέθηκε νὰ κάθεται στὴν ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ μου. Ἀνασηκώνομαι, τὸν ἀγκαλιάζω καὶ ξεσπῶ σὲ δάκρυα, «ἀδελφέ μου Ἀλμπέρτο», τοῦ λέω, «ξέρω ὅτι ἐσὺ ποτὲ δὲν ἔφυγες γιατί εἶσαι “Σαλονικάι, δηλαδὴ Σαλονικιός, ποὺ στὰ ἑβραϊκὰ πάει νὰ πεῖ ἄντρας ρωμαλέος κι εὔστροφος”, ὅπως μου εἶχες δώσει τὴν ἐξήγηση. Ἐσὺ ποτὲ δὲν θ’ ἄφηνες “τὴν πόλη σου, τὶς ρίζες σου”. Ἀλλὰ τί καμώματα εἶναι τώρα αὐτὰ νά ’χεις ἀμφιβολίες γιὰ τὸ ἔργο σου, τὴν ἀποστολή σου; Πές μου δὲν ἐμνημόνευσες σωστὰ ὅλους τοὺς ἀνώνυμους δικούς σου; Τὸν πατέρα σου Λεὸν τὸ μαραγκὸ καὶ τὸ φίλο του Δαβίκο τὸ ράπτη, ποὺ μέσα ἀπὸ παλιὲς φωτογραφίες ἀναβίωσες καὶ διαφύλαξες τὴ ζωή τους ὅλη καὶ τὰ πάθη τους στὰ στρατόπεδα τοῦ θανάτου; Τὸ ἴδιο δὲν ἔκανες καὶ γιὰ τὴ μάνα σου; Δὲν μοῦ εἶπες ὅτι τὴ γνώρισε ὁ πατέρας σου σὲ μιὰ δίκη γιὰ νὰ πιστοποιηθεῖ ὁ θάνατος στὰ κρεματόρια μιᾶς ἄλλης ἑβραίας παντρεμένης; Θυμᾶσαι πῶς σοῦ τὴν περιέγραψε ὁ Δαβίκος; “Ξεκληρισμένη κι αὐτὴ ὅπως ὅλοι μας. Καὶ σινάφι, φτωχολογιά, καπνεργάτισσα. Ἀπὸ μικρὴ στοῦ “Σπίρερ”, στὴν “Αὐστρο-Ἑλληνική”… Καὶ πεντάμορφη κούκλα…”. Ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς παλιούς, τὸν μακρινὸ ἐκεῖνο παππού σου ποῦ πετσόκοψε ἕναν ἕναν τους σαράντα γενίτσαρους γιὰ νὰ σώσει τὴ γειτονοπούλα του Ἐστρέα, ἐκείνη τὴ μακρινὴ γιαγιά σου ποὺ τὴν παντρεύτηκε, ἐσὺ δὲν τοὺς ἀνάστησες μέσα στὰ βιβλία σου; Γιὰ τοὺς ἀνώνυμους μιλῶ, γιατὶ τοὺς ἄλλους, τοὺς ἐπώνυμους, τὸν ἀρχιραβίνο Κόρετς καὶ τὴν παρέα του, θὰ τοὺς παραλάβει νὰ τοὺς δικάσει ἡ ἱστορία. Τί ἤξερα ἐγὼ μωρὲ γιὰ τὶς συναγωγές σας, τὰ τραγούδια καὶ τὶς παροιμίες σας πρὶν σὲ γνωρίσω; Πάψε λοιπὸν νὰ ἀμφιβάλεις. Ἐπιτέλεσες στὸ ἀκέραιο το καθῆκον σου μὲ μιὰ μνήμη καυτή, βασανιστική, ποὺ ζητοῦσε τὴ λογοτεχνικὴ ἀξιοποίησή της, γιὰ νὰ μὴν γίνουν τὰ περασμένα ξεχασμένα. Αὐτὴ τὴ μνήμη ποὺ ἐγὼ ἀποκαλῶ στὰ δικά μου γραφτὰ ”παλίνδρομο” καὶ κανεὶς δὲν μὲ καταλαβαίνει. Ἀλλὰ ξέρω ἐγὼ ποιοὶ καὶ γιατί ἔσπειραν μέσα σου τὸ κουκούτσι τῆς ἀμφιβολίας. Σὲ θυμᾶμαι στὴν αἴθουσα διαλέξεων τῆς Δημοτικῆς Βιβλιοθήκης Συκεῶν, τότε ποὺ ὁ δήμαρχος σὲ τίμησε μὲ πλακέτα —μαζὶ μὲ ἄλλους Σαλονικιοὺς πεζογράφους— γιὰ τὴ συνεισφορά σου στὰ γράμματα τῆς πόλης μας, νὰ δακρύζεις καὶ νὰ λὲς πὼς τέτοια τιμὴ δὲν ἀξιώθηκες ποτὲ ἀπὸ τοὺς δικούς σου. Εἶναι ἀνθρώπινο Ἀλμπέρτο, ὅταν περάσει ἡ λαίλαπα καὶ ξεχαστεῖ, νὰ μᾶς μαραγκιάζουν οἱ μικρότητες μιᾶς ἀσήμαντης καθημερινότητας.»
Καθὼς μιλῶ καὶ ἀγκαλιάζω τὸν Ἀλμπέρτο βλέπω ξαφνικὰ τὸν ἄλλο Ἀλμπέρτο νὰ κάθεται κι αὐτός, σκυφτὸς καὶ πάντα θλιμμένος, στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ κρεβατιοῦ μου καὶ νὰ πίνει γουλιὰ γουλιὰ οὖζο ἀπὸ ἕνα μπουκαλάκι ποὺ τὸ εἶχε πάντα μαζί του, ὅπως τότε στὴ Χαλκιδικὴ κι ἀργότερα στὴν πατρίδα του ποὺ πῆγα, τὸν βρῆκα καὶ μὲ φιλοξένησε, νὰ κάθεται σκυφτός, πρόσωπο σπασμένο —σχεδὸν γέρος— μὲ κεῖνα τὰ γαλάζια μάτια του, τὰ μόνα ποὺ ἔμειναν ἀναλλοίωτα ἀπὸ τὶς κακουχίες καὶ τὸ χρόνο, νὰ στάζουν παράπονο. Ἀφήνω τὸν ἕναν Ἀλμπέρτο κι ἀγκαλιάζω τὸν ἄλλο, «ἀδελφέ μου», τοῦ λέω, «τί σύμπτωση, πῶς ἀπὸ δῶ κι ἐσύ, τέτοια ὥρα, περασμένα μεσάνυχτα; Ποιὸς ἄνεμος σ’ ἔφερε ἀπὸ τὴ Γερμανία ἐδῶ;» Δίστασε λίγο ἀλλὰ τελικὰ ἀποφάσισε —ὕστερα ἀπὸ τόσα χρόνια— νὰ μιλήσει. «Δὲν μπορῶ νὰ ἡσυχάσω», μοῦ εἶπε, «καὶ περιφέρομαι ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ κουβαλώντας τὸ κρίμα τῆς ὑπέρτατης “Ὕβρεως” ἐνῶ εἶμαι κι ἐγὼ θύμα της. Τὸ Μάρτη τοῦ 1943 ὅταν ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη ἀναχωροῦσαν οἱ πρῶτοι συρμοὶ γιὰ τὸ Ἄουσβιτς, κάποιοι ἄλλοι ἀναχωροῦσαν μὲ προορισμοὺς τὸν καύσωνα τῆς Λιβύης ἢ τὸν παγετώνα τοῦ ρωσικοῦ χειμώνα. Δὲν τὰ ἔγραψες αὐτά, δὲν τὰ μνημόνευσες; Ἦρθα λοιπόν, μικρὲ ἀδελφέ μου, νὰ τὰ πεῖς ξανά, νὰ τὰ “ἀναβιώσεις”, τώρα ποὺ τὸ γραφτό σου αὐτὸ θὰ δημοσιευθεῖ στὴ Γερμανία, μπὰς καὶ ξαποστάσω λίγο ἀπὸ τὴν περιπλάνηση.»
Πετάχτηκα ἀπ’ τὸ κρεβάτι κι ἅρπαξα ἀπ’ τὴ βιβλιοθήκη τὸ βιβλίο μου Ψυχὴ μπλὲ καὶ κόκκινη, ὅπου μνημονεύω κι ἐγὼ τὴ ζωὴ καὶ τὰ πάθη τῶν δικῶν μου προσφιλῶν κεκοιμημένων.
.
Ἡ μητέρα μου σηκώθηκε ὅπως πάντα νωρίς, ἄναψε φωτιὰ στὴ φουφοὺ μὲ πελεκούδια ποὺ μαζεύαμε ἀπὸ τὸ παραπλεύρως ξυλουργεῖο κι ἔβαλε τὸ μπρίκι τοῦ καφὲ – καφὲ τῆς Κατοχῆς, πιὸ πολὺ ρεβίθι καβουρντισμένο. Μπαίνει στὴν κουζίνα ὁ Ἀλμπέρτος, πρωινός, φρεσκοξυρισμένος κι ἀρωματισμένος, «Γκοὺτ μόργκεν», χαιρετάει, «Μόργκεν», λέει κι ἡ μάνα μου καὶ τὸν καλημερίζει. «Καφέ;» ρωτάει ὁ Ἀλμπέρτος καὶ μυρίζει τὴν ἀτμόσφαιρα σὰν σκύλος, «Γιαβόλ», ἀπαντάει ἡ μάνα μου, ποῦ εἶχε ἀρχίσει νὰ μαθαίνει κάποιες λέξεις γερμανικές, «Θέλεις;» Ὁ Ἀλμπέρτος κάθεται στὸ τραπέζι, ἡ μάνα τοῦ σερβίρει, ρουφάει ἀπ’ τὸ φλιτζάνι, ὁ καφὲς ζεστὸς ἀλλὰ ἄνοστος, ξινίζει ἀνεπαίσθητα τὰ μοῦτρα του, ὅμως ἀδειάζει τὸ φλιτζάνι ἀπὸ εὐγένεια. Τὴν ἄλλη μέρα φέρνει δῶρο ἕνα σακουλάκι κανονικὸ καφέ. Ἐγώ, πιτσιρικὰς ἐννέα χρόνων, ἀδύνατο καὶ μαυριδερὸ ἀγόρι ποὺ ἔδειχνα κατὰ πολὺ μικρότερος, ἔκοβα συχνὰ κίνηση, νὰ δῶ τί γίνεται, τί ὑπάρχει μέσα στὸ δωμάτιο τῶν δύο Γερμανῶν. Μιὰ μέρα μὲ φωνάζει ὁ Ἀλμπέρτος, «Κόμ, κόμ», μπαίνω στὸ δωμάτιο, πλησιάζω, μὲ βάζει νὰ καθίσω πάνω στὸ κρεβάτι κι ἀρχίζει νὰ μοῦ δείχνει φωτογραφίες, τὴ μάνα του, τὸν πατέρα του, τὸ σπίτι τους στὴ Γερμανία. Μοῦ βάζει κολόνια στὰ μαλλιὰ καὶ μὲ μαθαίνει νὰ μετρῶ γερμανικὰ ἀπὸ τὸ ἕνα ἕως τὸ δέκα. Τὸ ἴδιο βράδυ φέρνει στὴ μάνα δυὸ βαζάκια, ἕνα μὲ μέλι κι ἕνα μὲ βούτυρο, κρυφά, τυλιγμένα ἐπιμελῶς σὲ μιὰ ἐφημερίδα. «Μποῦτερ οὒντ χόνιγκ φὺρ Περικλῆς», λέει. Μέρες ἀργότερα κάθισε νὰ φάει μαζί μας μελιτζάνες γιαχνὶ —ἦταν καλοκαίρι κι ὁ πατέρας ὅλο κι ἐξοικονομοῦσε ζαρζαβατικά— καὶ μὲ πῆρε στὰ γόνατά του λέγοντας στοὺς γονεῖς μου «Περικλῆς ἲστ μάιν κλάινερ μπροῦντερ», ὅτι δηλαδὴ ἤμουν ὁ μικρὸς ἀδελφός, καὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσω ὅτι σὰν τέτοιο μὲ φρόντιζε. Θυμᾶμαι ὅτι ἔτρωγε μαζί μας ἀρκετὲς φορές, θεωρώντας τὴ μάνα μου ἐξαιρετικὴ μαγείρισσα. Στὸ σπίτι ἔφερνε πάντα μισὴ ἢ ὁλόκληρη κουραμάνα κι ὅ,τι ἄλλο κατόρθωνε νὰ ἐξοικονομήσει ἀπὸ τὴν καντίνα τους, πάντα κρυφὰ καὶ μὲ προσοχή, γιατί νομίζω ὅτι τοὺς ἀπαγόρευαν νὰ δημιουργοῦν φιλικὲς σχέσεις μὲ τὶς ἑλληνικὲς οἰκογένειες, ἀκόμα κι ὅταν ζοῦσαν κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη. Μερικὲς φορὲς στὴν κοινή μας τραπεζαρία ἐρχόταν κι ὁ Ὄσβαλτ, ἀλλὰ ἦταν τύπος βαρύς, σχεδὸν ἀγέλαστος, καὶ δὲ θυμᾶμαι νὰ ἦταν ἀνοιχτοχέρης ὅπως ὁ Ἀλμπέρτος. Περνοῦν οἱ μῆνες, ὁ Ἀλμπέρτος νιώθει σὰν στὸ σπίτι του, ἀποκαλεῖ «μαμὰ» τὴ μάνα μου, ἔμαθε λίγα ἑλληνικά, ἐμεῖς λίγα γερμανικά, βοηθοῦσαν καὶ οἱ χειρονομίες, περισσότερο τὰ συναισθήματα, γιὰ νὰ καταλαβαίνουμε ἐμεῖς τοὺς οἰκόσιτους Γερμανοὺς κι ἐκεῖνοι τοὺς ὑποτελεῖς τους σπιτονοικοκύρηδες. Ὅλα αὐτὰ ὅμως κρυφά, μέσα πάντα στὸ σπίτι, ποτὲ ἔξω στὰ φανερά, οὔτε βόλτα μαζί τους ἢ μαζί μας. Μιὰ μέρα μπαίνω στὴ σάλα, ὅπου ἡ μοναδικὴ σόμπα ποὺ ἔκαιγε πριονίδι, ἡ μάνα δίπλα της στέγνωνε κάτι ροῦχα, ὁ πατέρας μὲ τὸν Ἀλμπέρτο μιλοῦσαν ἢ τουλάχιστον προσπαθοῦσαν νὰ συνομιλήσουν πιὸ πέρα, πάνω στὴ σόμπα λίγες φέτες κουραμάνας γίνονταν φρυγανιές, ποὺ μὲ τὸ λάδι τῆς Σκύρου —τέλειωνε ἤδη— ἦταν τὸ συνηθισμένο βραδινό μας γεῦμα. Μπαίνω λοιπὸν στὴ σάλα, στέκομαι προσοχή, χτυπάω τὰ πόδια μου ὅπως οἱ Γερμανοὶ στρατιῶτες, τεντώνω τὸ δεξί μου χέρι καὶ φωνάζω: «Χάι Χίτλερ!» Βλέπω τὸν πατέρα μου νὰ κερώνει, τὴ μάνα νὰ ξαφνιάζεται, ὁ Ἀλμπέρτος ἀντὶ νὰ χαρεῖ —γι’ αὐτὸν ἐξάλλου τὸ ἔκανα— ἐκδηλώνει φανερὰ τὴ δυσφορία του. Ξανασηκώνω τὸ χέρι καὶ πάλι χαιρετῶ, «Χάι Χίτλερ», καὶ τότε ὁ Ἀλμπέρτος κάνει μιὰ χειρονομία ἀποδοκιμασίας, «Σάιζερ», λέει, σκατὰ δηλαδή. Κι ἤξερε τί ἔλεγε, γιατὶ σὲ λίγο τοῦ ἦρθε μετάθεση γιὰ τὸ Ἄφρικα Κὸρπ τοῦ Ρόμελ, ἀλλὰ χειρότερη ἀκόμα ἡ μετάθεση τοῦ Ὄσβαλτ γιὰ τὸ ἀνατολικὸ μέτωπο. Ὁ ἕνας θὰ πολεμοῦσε τοὺς Ἄγγλους στὸν καύσωνα τῆς Λιβύης κι ἄλλος τοὺς Ρώσους στὸν παγετώνα τοῦ σοβιετικοῦ χειμώνα. Ἔπεσαν στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας μου κι ἔκλαιγαν σὰν παιδιά της. Καὶ καλά, ἀπὸ τὸν Ἀλμπέρτο τὸ περιμέναμε, ὄχι ὅμως κι ἀπὸ τὸν Ὄσβαλτ, ποὺ ἦταν ἀπαρηγόρητος κι ἔλεγε συνέχεια «Μαμά, Ὄσβαλτ Ρούσια καποὺτ» καὶ μὲ τὸ χέρι ἔδειχνε ὅτι θὰ τοῦ ἔκοβαν τὸ λαιμό. Ὅταν φιληθήκαμε κι ἔφυγαν μὲ τοὺς γυλιοὺς καὶ τὰ ὅπλα τους κι ἄδειασε τὸ δωμάτιο, νιώσαμε ν’ ἀδειάζει κάπως ἡ ψυχή μας. Πιστεύαμε ὅτι δὲ θὰ τοὺς ξαναβλέπαμε ποτέ, τὸ ἴδιο κι ἐκεῖνοι, ὅπως μὲ διαβεβαίωσε ὕστερα ἀπὸ χρόνια κι ὁ Ἀλμπέρτος. Στὸ μεταξὺ ἕσφιξε τὸ κρύο, τέλειωσε τὸ ζωογόνο σκυριανὸ λαδάκι, ἔλειψαν καὶ οἱ γερμανικὲς κουραμάνες. Ἡ μάνα μὲ κρύα καρδιὰ μὲ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μ’ ἔγραψε στὸ συσσίτιο τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ.
.
Καθὼς τέλειωσα ἐγὼ μὲ τὰ δικά μου, βλέπω τὸν Ἀλμπέρτο Νὰρ νὰ σηκώνεται καὶ ν’ ἀγκαλιάζει τὸν ἄλλον Ἀλμπέρτο ποὺ λέγεται στὸ ἐπώνυμο Στὸκ καὶ νὰ γίνονται οἱ δυό τους ἕνα σύμπλεγμα καημοῦ καὶ πίκρας. Ἀνοίγω κι ἐγὼ τὰ χέρια μου καὶ τοὺς περικλείω ἐντός μου καὶ τοὺς ρωτῶ, «Πέστε μου ἀδέλφια, γιατί δὲν θέλω νὰ φύγω κι ἐγὼ μὲ τὴν ἀπορία, ἐσεῖς ποὺ τώρα πετᾶτε πάνω ἀπὸ τὸ παρελθόν, παρόν, ἴσως καὶ μέλλον, καθὼς ἐπιβιώνετε ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ποιὸς ὁ λόγος, γιατί καὶ γιὰ ποιοὺς ἔγινε αὐτὸς ὁ πόλεμος, αὐτὴ ἡ συμφορά, τώρα ποὺ τὸ Νταχάου, τὸ Ἄουσβιτς καὶ Μπέργκεν Μπέλσεν ἔγιναν τουριστικὰ ἀξιοθέατα μιᾶς φρίκης ἀνομολόγητης;» Δὲν ἀπαντοῦν κι ἐγὼ πετιέμαι κάθιδρος ἀπ’ τὸ κρεβάτι· τὸ κεφάλι μου βαρὺ ἀλλὰ στὸ βίντεο τοῦ μυαλοῦ μου χαμογελᾶνε οἱ εἰκόνες τους. Δίπλα μου πεταμένα στὸ πάτωμα τὸ περιοδικὸ τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου, τὰ βιβλία τοῦ Νὰρ καὶ τὸ ἄλλο, τὸ δικό μου, ποὺ ἐσωκλείει τὰ οἰκογενειακά μου πάθη τριῶν γενιῶν. Τὰ παίρνω καὶ τὰ τοποθετῶ μ’ εὐλάβεια στὴ βιβλιοθήκη κι ἀμέσως ἀνοίγω συρτάρια καὶ βρίσκω τὸ κουτὶ μὲ τὶς παλιὲς κι ἐγὼ φωτογραφίες, ψάχνοντας γιὰ τὴ φωτογραφία ἐκείνη τοῦ ἄλλου Ἀλμπέρτου τῆς Κατοχῆς. Τὴ βρίσκω καὶ τὴν τοποθετῶ κι αὐτὴ στὴ βιβλιοθήκη καθὼς τὸν ἀναβιώνω μέσα στὴ στρατιωτικὴ στολή του «λεπτό, ξανθό, μὲ γραμμένο πρόσωπο καὶ καλλίγραμμη μύτη, μάτια γαλάζια, πρότυπο ἰδανικό της ἀρείας φυλῆς». Πάω στὴν κουζίνα καὶ ψήνω καφέ· κοντεύει νὰ ξημερώσει. Παρηγοριέμαι μὲ τὴ σκέψη ὅτι τὰ ἀδέλφια μου θὰ ξανάρθουν, γιατί οἱ νεκροὶ δὲν πεθαίνουν ποτὲ ὅσο τοὺς ἀγαποῦμε καὶ τοὺς μνημονεύουμε.
.
Θεσσαλονίκη, Γενάρης 2006.
.

.
Πηγή: περ. Μπιλιέτο, 2006.
.
Περικλῆς Σφυρίδης (Θεσσαλονίκη, 1933). Ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, ἀνθολογία. Σπούδασε Ἰατρικὴ στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης καὶ ἐργάστηκε ὡς καρδιολόγος ἕως τὸ 1994. Διατέλεσε πρόεδρος τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου Θεσσαλονίκης ἀπὸ τὸ 1975 μέχρι τὸ 1981. Συνεργάστηκε στενὰ μὲ τὸ περιοδικὸ Διαγώνιος. Πρῶτο του βιβλίο: Περιστάσεις (Ποιήματα, Θεσσαλονίκη, 1974). Συγκεντρωτικὴ ἔκδοση διηγημάτων του: Διηγήματα. 1977-2002. Ἐπιλογὴ-εἰσαγωγή: Ἀλέξης Ζήρας (ἐκδ. Καστανιώτης, Ἀθήνα, 2005).
.
Filed under: Αυτοβιογραφία,ΑΝΑΦΟΡΕΣ,Ελληνικά,Ιστορία,Ναρ Αλμπέρτος,Σφυρίδης Περικλής,Τέχνη | Tagged: Αλμπέρτος Ναρ,Αναφορές,Διήγημα,Περικλής Σφυρίδης | Τὰ σχόλια στὸ Περικλῆς Σφυρίδης: Στὴ μνήμη τοῦ Ἀλμπέρτου Νὰρ καὶ τοῦ ἄλλου Ἀλμπέρτου ἔχουν κλείσει