Στέφανος Σταμάτης
Διάλεξη
ΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ, θὰ σᾶς μιλήσω ἀπόψε γιὰ τὸ μεσιὲ Λαμπουρντονέ. Παραξενευτήκατε, ἕν’ ἄγνωστο ὄνομα ἔριξ’ ἀνάμεσά σας καὶ γιὰ λίγο αὐτὸ τὸ ξάφνιασμά σας θά ‘ναι ἡ νίκη μου. Καὶ κάτι ἀκόμα: ὅλοι θ’ ἀνακατέψετε τὴ θύμησή σας, μήπως τὸ βρεῖτε κάπου θαμμένο ἀπὸ τὰ χρόνια, λησμονημένο. Καὶ καθένας ἀνάλογα μὲ τὶς ἰδιαίτερες ἀσχολίες του, καὶ μὲ τὸν «πνευματικόν του ὁρίζοντα» ποὺ λένε, ἄλλος μὲ τὴν πυρηνικὴ φυσική, ἄλλος μὲ τὴν οἰκονομολογία, ἄλλοι μὲ τὴ χημεία, τὶς τέχνες ἢ τὸ ἐμπόριο, θ’ ἀναρωτιοῦνται μήπως συνάντησαν κάπου αὐτὸ τὸ βαρύηχο ὄνομα. Ὅσο θὰ κρατάει τὸ ψάξιμο, τὸ ξέρω, ἐγὼ ποὺ βρίσκουμαι ψηλότερ’ ἀπὸ σᾶς, σὲ φωτεινότερο σημεῖο ἀπὸ σᾶς, θά ‘μαι ὁ πρῶτος, ὁ ἄρχοντας τῆς πορείας, θὰ τραβάω τὶς σκέψεις καὶ τὰ μάτια σας. Μὰ τὸ ψάξιμο δὲ γίνεται νὰ κρατήσει πολύ. Γρήγορα θὰ ἐξαντληθοῦν οἱ ἐλπίδες σας νὰ βρεῖτε, ἂν συναντήσατε ποτὲ τὸν μεσιὲ Λαμπουρντονέ. Αὐτὸ ὅμως, μὴν ἀνησυχεῖτε, δὲ σημαίνει πὼς μπορῶ νὰ σᾶς κατηγορήσω γιὰ ἔλλειψη γνώσεων, ἂς ποῦμε γιὰ κακὴ «ἐγκυκλοπαιδικὴ κατάρτιση». Γιατί, τὸ ξέρω, εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ τὸν συναντήσατε. Δὲν ἦταν μήτε πυρηνικὸς φυσικός, μήτε οἰκονομολόγος, μήτε «διεκρίθη» στὸ ἐμπόριο ἢ στὶς τέχνες. Ἦταν βέβαια κάτι, ὅλοι μας κάτι εἴμαστε, δὲ μποροῦσε ὁ μεσιὲ Λαμπουρντονὲ νὰ ἦταν... τίποτα. Ὄχι κάτι τὸ ξεχωριστό, ὅλοι μας θὰ ἔχουμε ζήσει πλάι σε πρόσωπα σὰν κι αὐτόν. Μ’ αὐτὰ ποὺ σᾶς εἶπα, σᾶς φανέρωσα, κυρίες καὶ κύριοι, κάτι, ὅμως τὸ σπουδαιότερο ἀπ’ ὅ,τι ξέρω ἐγὼ γιὰ τὸν μεσιὲ Λαμπουρντονέ, τὸ κρατάω ἀκόμα κρυφό. Γιὰ τὴν ὥρα τὸ πολὺ πολὺ νὰ σᾶς φανέρωσα, τί δὲν ἦταν. Ἀπομένει νὰ μάθετε ἐκεῖνο ποὺ ἦταν. Αὐτὸ ὅμως μπορεῖ καὶ νὰ μὴ σᾶς τὸ πῶ. Ὅσο γιὰ νά ‘τυχε νὰ τὸν ξέρετε, νὰ τὸν ἔχετε κάπου στὴ θύμησή σας, πολὺ δύσκολο, τὸ λέω πάλι. Θὰ πρέπει, κυρίες καὶ κύριοι, ν’ ἀνοίξατε ἕνα καλοκαιριάτικο μεσημέρι, στὰ χρόνια τῆς πρώτης νιότης σας, ἕνα χοντρὸ βιβλίο ζητώντας κάτι σ’ αὐτό... Τί; Ἐκεῖνα τὰ πολλὰ καὶ θολὰ ποὺ γυρίζουν μέσα μας, τὸν καιρὸ ποὺ σπαρταράει ἀπὸ τὴ βιασύνη της νὰ χορτάσει τὸν κόσμο ποὺ ἁπλώνεται γύρω μας, ἡ ψυχή μας. Ἐκεῖνα ποὺ πρόσταζαν οἱ φωνὲς τῆς νιότης καὶ τοῦ καλοκαιριοῦ. Τότε θὰ μείνει μέσα μας ὅ,τι βρεθεῖ μπροστά μας, ἀκόμα κι ἕνας κάποιος μεσιὲ Λαμπουρντονέ. Βλέπω, κυρίες καὶ κύριοι, κεφάλια ποὺ ἀστράφτουν ἀπὸ περιποίηση, νὰ σκύβουν τὸ ἕνα στ’ ἄλλο, βλέπω κρανία ὁλόγυμνα σὰν κορμιὰ κολασμένων νὰ χαμηλώνουν καὶ ν’ ἀναζητᾶνε στὸν ὦμο ἢ στὸ στῆθος ἕνα στήριγμα γι’ ἀνάπαυση... Ἐγὼ ὅμως δὲν ἀλλάζω γνώμη, δὲ θὰ σταματήσω. Θὰ πῶ ὅ,τι ἀποφάσισα πρὶν παρουσιαστῶ μπροστά σας, κυρίες καὶ κύριοι, ὅ,τι κρίνω ἄξιο νὰ μνημονέψω σὲ σᾶς ἀπὸ τὸν μεσιὲ Λαμπουρντονέ. Μπορεῖ πιὰ λίγοι ἀπὸ σᾶς, μπορεῖ καὶ κανένας νὰ μὴ γυρίζει σὲ μένα. Γιατί, τὸ ξέρω αὐτὸ καλά, ἔτσι γίνεται κι ἄλλες φορὲς ἀκόμα κι ὅταν ὁ λόγος δὲν εἶναι μονάχα γιὰ κάποιον μεσιὲ Λαμπουρντονέ. Ὅμως ὅποιος ἀνεβαίνει στὸ ψηλότερο καὶ φωτεινότερο σημεῖο, ἔχει μέσα του μιὰ μικρὴ φλόγα κι αὐτὴ προσπαθεῖ νὰ σκορπίσει κάτω, στὴ μισοσκότεινη σάλα. Νὰ τὴν κάνει ν’ ἀγγίξει πολλοὺς ἢ λίγους ἢ ἀκόμα κι ἕναν μονάχα. Ἂν βέβαια βρίσκεται ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν ἀκοῦνε κι αὐτὸς ὁ ἕνας... Καὶ γι’ αὐτὸν τὸν ἕναν, ἂν ὑπάρχει, ἔχω ὑποχρέωση νὰ ξεχάσω τὰ καλοχτενισμένα κεφάλια, ποὺ σαλεύουν, τὰ κόκκινα χείλια ποὺ ἀναζητᾶνε τὸ διπλανὸ αὐτὶ γιὰ νὰ ξεφύγουν, τὰ γυμνὰ κρανία ποὺ ἔγειραν κι ἀναπαύουνται λαφριὰ κι εὐτυχισμένα. Πρέπει, κυρίες καὶ κύριοι, νὰ τὰ ξεχάσω ὅλ’ αὐτὰ καὶ μὲ τὴν καλύτερη φωνή μου, τὶς κομψότερες χειρονομίες μου, νὰ φέρνω συνέχεια σὲ τούτη τὴ σάλα κάτι ἀπὸ τὸν μεσιὲ Λαμπουρντονέ... Μὰ εἶναι πιὰ ὥρα νὰ μιλήσω ἀληθινὰ γι’ αὐτόν. Κι ἀρχίζοντας σᾶς λέω πὼς ἦταν ἀπὸ κείνους ποὺ πρόσεξαν πολὺ τὸν ἑαυτό τους, τὸν κοίταξε μέσα σὲ καθρέφτη-φακό, σὲ φακὸ ποὺ μεγαλώνει καὶ τὴ ζωὴ γύρω του σ’ ἄλλον καθρέφτη-φακό, ἀπὸ κείνους ποὺ μικραίνουν ὅ,τι στέκεται ἀντίκρυ τους. Αὐτὸ βέβαια θὰ μποροῦσε κανένας νὰ πεῖ, ὅλοι μας τὸ κάνουμε, ἂς μὴν κρυβόμαστε. Λογαριάζουμε περισσότερο τ’ ἄγγιγμα μιᾶς καρφίτσας στὸ κορμί μας, ἀπὸ μιὰ λεπίδα ποὺ μπαίνει βαθιὰ στὴ σάρκα τοῦ διπλανοῦ. Ὅμως μὴ βιαστεῖτε, κυρίες καὶ κύριοι, νὰ πεῖτε πὼς ἔτσι ἔνιωθε κι ὁ μεσιὲ Λαμπουρντονέ. Δὲ λογάριασε, αὐτὸς ποὺ κράτησε σπαθιὰ στὰ χέρια του, τὶς λεπίδες, δὲν κρύφτηκε ἀπὸ φόβο μὴ σκίσει καμιὰ τὸ κορμί του. Ναί, ὁ μεσιὲ Λαμπουρντονὲ κράτησε ἄφοβος τὸ σπαθί, πρόσταξε κανόνια νὰ βροντήσουν κι ἄγριους πολεμιστὲς νὰ χιμήξουν γιὰ σφαγὴ καὶ χαλασμό... Μὴ διαμαρτυρηθεῖτε, κυρίες καὶ κύριοι, μὴ φωνάξετε. Μὴν πεῖτε πὼς δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ τραβήξω ἀπὸ τὰ «ψιλὰ» τῆς ἱστορίας ἕναν ἀπὸ τοὺς μυριάδες παλιοὺς πολεμιστὲς θέλοντας ἴσως νὰ σᾶς διηγηθῶ κάποια ρομαντικὴ περιπέτειά του ἢ κάποιο πολεμικό του κατόρθωμα. Δὲ θά ‘κανα ποτὲ τέτοιο πράμα, κυρίες καὶ κύριοι, μπροστὰ σὲ τόσο φωτισμένο ἀκροατήριο, ὅσο κι ἂν τὰ φῶτα τῆς σάλας εἶναι ὅλα σβηστά... Δὲν ἀνέβηκα ἐδῶ γιὰ κάτι τέτοιο. Θὰ σᾶς πῶ τὸ σκοπό μου τελειώνοντας. Μόνο ποὺ μπορεῖ νὰ μὴν τὰ καταφέρω, μπορεῖ νὰ μὴν τὸν ξεκαθαρίσω ὁλότελα, ὄχι γιὰ νὰ μὴ μάθετε κι ἐσεῖς, ὄχι γιὰ νὰ σᾶς παιδέψω, μονάχα ἀπὸ ἀδυναμία μου. Αὐτό, κυρίες καὶ κύριοι, σᾶς παρακαλῶ ἀπὸ τώρα νὰ μοῦ τὸ συγχωρήσετε. Εἶπα λοιπὸν πὼς ὁ μεσιὲ Λαμπουρντονὲ κοίταξε πολὺ τὸν ἑαυτό του. Δὲ μίλησα μ’ ἀκρίβεια, τώρα κατάλαβα τί ἔπρεπε νὰ πῶ: ἔδωσε πολὺ σημασία στὸν ἑαυτό του, βρῆκε κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς του πὼς ἔπρεπε κάθε πράξη του νὰ ἐξηγήσει, νὰ δικαιολογήσει. Δὲ μπόρεσε νὰ βαστάξει ἕνα βάρος ποὺ κατὰ τὴ γνώμη του ἄδικα τοῦ φόρτωσαν, θαρρώντας πὼς ὅλοι τὸν ἔβλεπαν μ’ αὐτὸ τὸ βάρος στοὺς ὤμους καὶ γελοῦσαν μαζί του ἢ τὸν κακολογοῦσαν. Καὶ σίγουρα κάποια στιγμὴ θά ‘γινε ἡ ἔκρηξη, θὰ σηκώθηκε νὰ φωνάξει γύρω του, νὰ φωνάξει σ’ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, ἂν μποροῦσε, πὼς ἄδικα τὸν φόρτωσαν, δὲν ἔφταιγε σὲ τίποτε, ἂς γύριζαν ν’ ἀκούσουν τὴ φωνή του καὶ θὰ μάθαιναν τὴν ἀλήθεια... Δύστυχε μεσιὲ Λαμπουρντονέ! Δύστυχοι ἀμέτρητοι ἄλλοι ἄνθρωποι, ποὺ πιστεύετε πὼς οἱ φωνές σας μποροῦν νὰ νικήσουν τὸ βουητὸ ἀπὸ τὶς ἄπειρες τριβὲς τῆς ζωῆς... Ποιός δαίμονας, ποιό τελώνιο, ποὺ θέλει νὰ περιπαίξει τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, πηγαίνει καὶ τοὺς ψιθυρίζει στ’ αὐτὶ νὰ φωνάξουν καὶ στήνει μπροστά τους ἕνα σκοπὸ πολὺ ψηλότερον ἀπὸ τὸ μπόι τους; Καὶ τοὺς κάνει, προσέξτε το αὐτό, κυρίες καὶ κύριοι, νὰ ξεχνᾶνε τὸ φόρο κοινῆς συμπεριφορᾶς ποὺ εἶναι ὑποχρεωτικὸς σὲ κάθε ἀνθρώπινο πλάσμα; Θά ‘στε ἕτοιμοι νὰ συμφωνήσετε μαζί μου, πὼς οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, γίνουνται πιὰ ἄχρηστοι γιὰ τὸ σύνολο, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἐπιζήμιοι, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἐμπόδια στὸ ρεῦμα ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα κοινὰ ζητήματα, ποὺ σκορπάει ἀνερώτητα ἀνάμεσα μας ἡ ζωή. Κυρίες καὶ κύριοι, καταλαβαίνετε, ὁ μεσιὲ Λαμπουρντονὲ ἦταν ἕνας ἀπ’ αὐτούς. Σὲ κάτι τέτοιους, κατὰ τὴ γνώμη μου σ’ αὐτοὺς μονάχα, θὰ ταίριαζε κεῖνο ποὺ εἶπαν γενικὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο οἱ ὁμόεθνοί του: ἕνα «μάταιο πάθος». Μά, ποιός λίγο, ποιός πολύ, δὲν εἶναι κάτι τέτοιο... Ὅλοι – μὲ κάτι μικρὸ ἢ μεγάλο μέσα μας, σωστὸ ἢ λαθεμένο ἂν γίνεται νὰ ζυγιστοῦν εὔκολα ὅλ’ αὐτά... Μήπως, κυρίες καὶ κύριοι, ὅποιος ἀνεβαίνει στὸ ψηλότερο καὶ φωτεινότερο σημεῖο, πάνω ἀπὸ καλοχτενισμένα μαλλιὰ ἢ γυμνὰ κρανία —συγνώμην, κυρίες καὶ κύριοι, ὅλα ἔχουν πολλὴ λάμψη— δὲ φλέγεται ἀπὸ κάποιο πάθος, ἕνα μάταιο στ’ ἀλήθεια πάθος ποὺ λιώνει καὶ χάνεται ἀπὸ τοὺς ἐξαεριστῆρες μαζὶ μὲ τὶς κουρασμένες ἢ ἀνυπόμονες ἀνάσες ἐκείνων ποὺ τὸν ἀκοῦν ἢ ποὺ ἦρθαν γι’ αὐτὸ μὰ δὲν μποροῦν νὰ τὸ κάνουν; Ἂς εἶναι λοιπόν, μιὰ κι ὅλοι μας γυρίζουμε σὰ μάταια πάθη, ἂς γέρνουμε καμιὰ φορὰ καὶ σὲ κανένα μεσιὲ Λαμπουρντονέ, γιατί ὅλοι μας στὴ θέση του μπορεῖ ν’ ἀκούγαμε μιὰ φωνὴ νὰ μᾶς προστάζει νὰ μὴν ἀφήσουμε πάνω μας μιὰν ἄδικη ντροπή. Νὰ μὴν πεθάνουμε «σὰν τὰ σκυλιά», ὅπως ὁ ἥρωας ἑνὸς μυθιστορήματος τοῦ καιροῦ μας ποὺ ὅλοι θὰ ξέρετε, ἔγινε καὶ ταινία καὶ παίζεται τοῦτες τὶς μέρες στὴν πόλη μας, νὰ μὴν ἀφήσουμε τὴν ντροπὴ νὰ ζήσει πίσω μας. Καὶ πόσο ὄμορφο ἀλήθεια θά ‘ναι γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ πάθος ὕστερ’ ἀπὸ χρόνια, αὐτὸς ὁ ἀγώνας μας γιὰ τὸ ξέπλυμα μιᾶς ἄδικης ντροπῆς, νὰ βγεῖ ἀπὸ ἕνα βιβλίο καὶ νὰ πηδήσει σὲ μιὰ φλεγόμενη νεανικὴ ψυχή... Ἂς σκύψουμε λοιπὸν μὲ κατανόηση στὸ πάθος καὶ στὶς φωνὲς τοῦ μεσιὲ Λαμπουρντονέ, ὅσο κι ἂν μᾶς φαίνεται λίγο ἀστεῖο, ἂς τὸν φέρουμε στὸ νοῦ μας μὲ συμπόνια, μιὰ καὶ βρεθήκαμε ὅλοι ἐδῶ ἀπόψε, ἐσεῖς στὸ μισοσκόταδο κι ἐγὼ στὸ ψηλότερο καὶ φωτεινότερο σημεῖο... Δυὸ λεφτά, κυρίες καὶ κύριοι, μὴ σηκώνεστε ἀκόμα, μὴν ἀρχίζετε νὰ μιλᾶτε, λίγη ὑπομονὴ σᾶς ζητάω... Δυὸ λεφτὰ καὶ δυὸ λόγια ἀκόμα καὶ πιὰ θὰ σωπάσω, συγχωρεῖστε με, συγχωρεῖστε καὶ τὸ σεβαστὸ Ἵδρυμα ποὺ εἶχε τὴν κακή, ὅπως φαίνεται, ἰδέα ν’ ἀνεβάσει ἐμένα ἀπόψε δῶ πάνω, δυὸ λεφτὰ νὰ σᾶς πῶ, γιατί μίλησα, γιὰ τὸν μεσιὲ Λαμπουρντονέ... Νά, προχτὲς ἄνοιξα ἕνα βιβλίο παρόμοιο μ’ ἐκεῖνο ποὺ τὸν εἶχα βρεῖ κάποιο καλοκαίρι τῆς νιότης μου, παρόμοιο μὰ καινούριο. Καὶ πιὰ δὲν τὸν βρῆκα, τὸν προσπέρασε ὁ καιρός, τὸν ἔριξε σὲ βαθιὰ σκοτάδια, τὸν ξέχασε – καὶ μαζὶ σὰν νὰ προσπέρασε καὶ μένα, νὰ προσπέρασε τὴ νιότη μου... Χάθηκε πιά, κυρίες καὶ κύριοι, ὁ μεσιὲ Λαμπουρντονέ, χάθηκε γιὰ πάντα κι ἤμουν, κυρίες καὶ κύριοι, μάρτυρας στὸ χαμό του ἐγὼ ποὺ ἔνιωσα τὸ πάθος του ἕνα καλοκαίρι τῆς νιότης μου, αὐτὸ μονάχα εἶχα νὰ σᾶς πῶ, αὐτὸ μονάχα μπορεῖ νά ‘πρεπε νὰ σᾶς πῶ, πρὶν ἀρχίσετε νὰ σηκώνεστε, νὰ φωνάζετε καὶ νὰ ζητᾶτε ἐξηγήσεις, πρὶν πάψετε νὰ μπορεῖτε νὰ μὲ ἀκοῦτε, ἀξιότιμες κυρίες, ἀξιότιμοι κύριοι…
Πηγή: Ἡ μεταπολεμικὴ πεζογραφία. Ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ’40 ὣς τὴ δικτατορία τοῦ ’67, Τόμος Ζ΄, Ἐκδόσεις Σοκόλη, Ἀθήνα, 1988. Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Νυχτερινὴ ἐπαφή (Ἀθήνα, 1964).
Στέφανος Σταμάτης (Φιλιππιάδα, 1932-2007). Διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα. Σπούδασε Νομικὰ στὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, Ναυτιλιακά καὶ Μουσική. Καπετάνιος τοῦ ἐμπορικοῦ ναυτικοῦ, ἱδρυτὴς ἀπὸ τὸ 1985 ναυτιλιακῆς ἑταιρείας καὶ ἀπὸ τὸ 1993 γραφείου ἐνοικιάσεων σκαφῶν στὴν Πρέβεζα. Παρουσιάστηκε στὰ γράμματα τὸ 1958 ἀπὸ τὸ περιοδικὸ Νέα Ἑστία μὲ τὸ διήγημα «Ἕνα δειλινό» ὑπὸ τὸ ψευδώνυμο Θέμος Δελήνιος. Πρῶτο του βιβλίο ἡ συλλογὴ διηγημάτων Ὁ κάμπος μὲ τὰ ὄνειρα (Δίφρος, Ἀθήνα, 1960). Τὴν χρονιὰ τοῦ θανάτου του κυκλοφόρησε τὸ βιβλίο του Ἡ στροφὴ τῆς Κλεοπάτρας (Διηγήματα, Αἰγόκερως, Ἀθήνα, 2007).
Filed under: Ελληνικά,Κωμικό,Κοινωνικοί κώδικες,Μονόλογος,Παράλογο,Σταμάτης Στέφανος | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Στέφανος Σταμάτης | Τὰ σχόλια στὸ Στέφανος Σταμάτης: Διάλεξη ἔχουν κλείσει