Στέφανος Σταμάτης: Διάλεξη

 

 

 

Στέ­φα­νος Στα­μά­της

 

Δι­ά­λε­ξη

 

ΥΡΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΟΙ, θὰ σᾶς μι­λή­σω ἀ­πό­ψε γιὰ τὸ με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νέ. Πα­ρα­ξε­νευ­τή­κα­τε, ἕν’ ἄ­γνω­στο ὄ­νο­μα ἔ­ρι­ξ’ ἀ­νά­με­σά σας καὶ γιὰ λί­γο αὐ­τὸ τὸ ξάφ­νια­σμά σας θά ‘­ναι ἡ νί­κη μου. Καὶ κά­τι ἀ­κό­μα: ὅ­λοι θ’ ἀ­να­κα­τέ­ψε­τε τὴ θύ­μη­σή σας, μή­πως τὸ βρεῖ­τε κά­που θαμ­μέ­νο ἀ­πὸ τὰ χρό­νια, λη­σμο­νη­μέ­νο. Καὶ κα­θέ­νας ἀ­νά­λο­γα μὲ τὶς ἰ­δι­αί­τε­ρες ἀ­σχο­λί­ες του, καὶ μὲ τὸν «πνευ­μα­τι­κόν του ὁ­ρί­ζον­τα» ποὺ λέ­νε, ἄλ­λος μὲ τὴν πυ­ρη­νι­κὴ φυ­σι­κή, ἄλ­λος μὲ τὴν οἰ­κο­νο­μο­λο­γί­α, ἄλ­λοι μὲ τὴ χη­μεί­α, τὶς τέ­χνες ἢ τὸ ἐμ­πό­ριο, θ’ ἀ­να­ρω­τι­οῦν­ται μή­πως συ­νάν­τη­σαν κά­που αὐ­τὸ τὸ βα­ρύ­η­χο ὄ­νο­μα. Ὅ­σο θὰ κρα­τά­ει τὸ ψά­ξι­μο, τὸ ξέ­ρω, ἐ­γὼ ποὺ βρί­σκου­μαι ψη­λό­τε­ρ’ ἀ­πὸ σᾶς, σὲ φω­τει­νό­τε­ρο ση­μεῖ­ο ἀ­πὸ σᾶς, θά ‘­μαι ὁ πρῶ­τος, ὁ ἄρ­χον­τας τῆς πο­ρεί­ας, θὰ τρα­βά­ω τὶς σκέ­ψεις καὶ τὰ μά­τια σας. Μὰ τὸ ψά­ξι­μο δὲ γί­νε­ται νὰ κρα­τή­σει πο­λύ. Γρή­γο­ρα θὰ ἐ­ξαν­τλη­θοῦν οἱ ἐλ­πί­δες σας νὰ βρεῖ­τε, ἂν συ­ναν­τή­σα­τε πο­τὲ τὸν με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νέ. Αὐ­τὸ ὅ­μως, μὴν ἀ­νη­συ­χεῖ­τε, δὲ ση­μαί­νει πὼς μπο­ρῶ νὰ σᾶς κα­τη­γο­ρή­σω γιὰ ἔλ­λει­ψη γνώ­σε­ων, ἂς ποῦ­με γιὰ κα­κὴ «ἐγ­κυ­κλο­παι­δι­κὴ κα­τάρ­τι­ση». Για­τί, τὸ ξέ­ρω, εἶ­ναι πο­λὺ δύ­σκο­λο νὰ τὸν συ­ναν­τή­σα­τε. Δὲν ἦ­ταν μή­τε πυ­ρη­νι­κὸς φυ­σι­κός, μή­τε οἰ­κο­νο­μο­λό­γος, μή­τε «δι­ε­κρί­θη» στὸ ἐμ­πό­ριο ἢ στὶς τέ­χνες. Ἦ­ταν βέ­βαι­α κά­τι, ὅ­λοι μας κά­τι εἴ­μα­στε, δὲ μπο­ροῦ­σε ὁ με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νὲ νὰ ἦ­ταν.­.. τί­πο­τα. Ὄ­χι κά­τι τὸ ξε­χω­ρι­στό, ὅ­λοι μας θὰ ἔ­χου­με ζή­σει πλά­ι σε πρό­σω­πα σὰν κι αὐ­τόν. Μ’ αὐ­τὰ ποὺ σᾶς εἶ­πα, σᾶς φα­νέ­ρω­σα, κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, κά­τι, ὅ­μως τὸ σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ,τι ξέ­ρω ἐ­γὼ γιὰ τὸν με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νέ, τὸ κρα­τά­ω ἀ­κό­μα κρυ­φό. Γιὰ τὴν ὥ­ρα τὸ πο­λὺ πο­λὺ νὰ σᾶς φα­νέ­ρω­σα, τί δὲν ἦ­ταν. Ἀ­πο­μέ­νει νὰ μά­θε­τε ἐ­κεῖ­νο ποὺ ἦ­ταν. Αὐ­τὸ ὅ­μως μπο­ρεῖ καὶ νὰ μὴ σᾶς τὸ πῶ. Ὅ­σο γιὰ νά ‘­τυ­χε νὰ τὸν ξέ­ρε­τε, νὰ τὸν ἔ­χε­τε κά­που στὴ θύ­μη­σή σας, πο­λὺ δύ­σκο­λο, τὸ λέ­ω πά­λι. Θὰ πρέ­πει, κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, ν’ ἀ­νοί­ξα­τε ἕ­να κα­λο­και­ρι­ά­τι­κο με­ση­μέ­ρι, στὰ χρό­νια τῆς πρώ­της νι­ό­της σας, ἕ­να χον­τρὸ βι­βλί­ο ζη­τών­τας κά­τι σ’ αὐ­τό.­.. Τί; Ἐ­κεῖ­να τὰ πολ­λὰ καὶ θο­λὰ ποὺ γυ­ρί­ζουν μέ­σα μας, τὸν και­ρὸ ποὺ σπαρ­τα­ρά­ει ἀ­πὸ τὴ βι­α­σύ­νη της νὰ χορ­τά­σει τὸν κό­σμο ποὺ ἁ­πλώ­νε­ται γύ­ρω μας, ἡ ψυ­χή μας. Ἐ­κεῖ­να ποὺ πρό­στα­ζαν οἱ φω­νὲς τῆς νι­ό­της καὶ τοῦ κα­λο­και­ριοῦ. Τό­τε θὰ μεί­νει μέ­σα μας ὅ,τι βρε­θεῖ μπρο­στά μας, ἀ­κό­μα κι ἕ­νας κά­ποι­ος με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νέ. Βλέ­πω, κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, κε­φά­λια ποὺ ἀ­στρά­φτουν ἀ­πὸ πε­ρι­ποί­η­ση, νὰ σκύ­βουν τὸ ἕ­να στ’ ἄλ­λο, βλέ­πω κρα­νί­α ὁ­λό­γυ­μνα σὰν κορ­μιὰ κο­λα­σμέ­νων νὰ χα­μη­λώ­νουν καὶ ν’ ἀ­να­ζη­τᾶ­νε στὸν ὦ­μο ἢ στὸ στῆ­θος ἕ­να στή­ριγ­μα γι’ ἀ­νά­παυ­ση.­.. Ἐ­γὼ ὅ­μως δὲν ἀλ­λά­ζω γνώ­μη, δὲ θὰ στα­μα­τή­σω. Θὰ πῶ ὅ,τι ἀ­πο­φά­σι­σα πρὶν πα­ρου­σια­στῶ μπρο­στά σας, κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, ὅ,τι κρί­νω ἄ­ξιο νὰ μνη­μο­νέ­ψω σὲ σᾶς ἀ­πὸ τὸν με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νέ. Μπο­ρεῖ πιὰ λί­γοι ἀ­πὸ σᾶς, μπο­ρεῖ καὶ κα­νέ­νας νὰ μὴ γυ­ρί­ζει σὲ μέ­να. Για­τί, τὸ ξέ­ρω αὐ­τὸ κα­λά, ἔ­τσι γί­νε­ται κι ἄλ­λες φο­ρὲς ἀ­κό­μα κι ὅ­ταν ὁ λό­γος δὲν εἶ­ναι μο­νά­χα γιὰ κά­ποι­ον με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νέ. Ὅ­μως ὅ­ποι­ος ἀ­νε­βαί­νει στὸ ψη­λό­τε­ρο καὶ φω­τει­νό­τε­ρο ση­μεῖ­ο, ἔ­χει μέ­σα του μιὰ μι­κρὴ φλό­γα κι αὐ­τὴ προ­σπα­θεῖ νὰ σκορ­πί­σει κά­τω, στὴ μι­σο­σκό­τει­νη σά­λα. Νὰ τὴν κά­νει ν’ ἀγ­γί­ξει πολ­λοὺς ἢ λί­γους ἢ ἀ­κό­μα κι ἕ­ναν μο­νά­χα. Ἂν βέ­βαι­α βρί­σκε­ται ἀ­νά­με­σα σ’ ἐ­κεί­νους ποὺ τὸν ἀ­κοῦ­νε κι αὐ­τὸς ὁ ἕ­νας.­.. Καὶ γι’ αὐ­τὸν τὸν ἕ­ναν, ἂν ὑ­πάρ­χει, ἔ­χω ὑ­πο­χρέ­ω­ση νὰ ξε­χά­σω τὰ κα­λο­χτε­νι­σμέ­να κε­φά­λια, ποὺ σα­λεύ­ουν, τὰ κόκ­κι­να χεί­λια ποὺ ἀ­να­ζη­τᾶ­νε τὸ δι­πλα­νὸ αὐ­τὶ γιὰ νὰ ξε­φύ­γουν, τὰ γυ­μνὰ κρα­νί­α ποὺ ἔ­γει­ραν κι ἀ­να­παύ­ουν­ται λα­φριὰ κι εὐ­τυ­χι­σμέ­να. Πρέ­πει, κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, νὰ τὰ ξε­χά­σω ὅ­λ’ αὐ­τὰ καὶ μὲ τὴν κα­λύ­τε­ρη φω­νή μου, τὶς κομ­ψό­τε­ρες χει­ρο­νο­μί­ες μου, νὰ φέρ­νω συ­νέ­χεια σὲ τού­τη τὴ σά­λα κά­τι ἀ­πὸ τὸν με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νέ.­.. Μὰ εἶ­ναι πιὰ ὥ­ρα νὰ μι­λή­σω ἀ­λη­θι­νὰ γι’ αὐ­τόν. Κι ἀρ­χί­ζον­τας σᾶς λέ­ω πὼς ἦ­ταν ἀ­πὸ κεί­νους ποὺ πρό­σε­ξαν πο­λὺ τὸν ἑ­αυ­τό τους, τὸν κοί­τα­ξε μέ­σα σὲ κα­θρέ­φτη-φα­κό, σὲ φα­κὸ ποὺ με­γα­λώ­νει καὶ τὴ ζω­ὴ γύ­ρω του σ’ ἄλ­λον κα­θρέ­φτη-φα­κό, ἀ­πὸ κεί­νους ποὺ μι­κραί­νουν ὅ,τι στέ­κε­ται ἀν­τί­κρυ τους. Αὐ­τὸ βέ­βαι­α θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νέ­νας νὰ πεῖ, ὅ­λοι μας τὸ κά­νου­με, ἂς μὴν κρυ­βό­μα­στε. Λο­γα­ρι­ά­ζου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο τ’ ἄγ­γιγ­μα μιᾶς καρ­φί­τσας στὸ κορ­μί μας, ἀ­πὸ μιὰ λε­πί­δα ποὺ μπαί­νει βα­θιὰ στὴ σάρ­κα τοῦ δι­πλα­νοῦ. Ὅ­μως μὴ βι­α­στεῖ­τε, κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, νὰ πεῖ­τε πὼς ἔ­τσι ἔ­νι­ω­θε κι ὁ με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νέ. Δὲ λο­γά­ρια­σε, αὐ­τὸς ποὺ κρά­τη­σε σπα­θιὰ στὰ χέ­ρια του, τὶς λε­πί­δες, δὲν κρύ­φτη­κε ἀ­πὸ φό­βο μὴ σκί­σει κα­μιὰ τὸ κορ­μί του. Ναί, ὁ με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νὲ κρά­τη­σε ἄ­φο­βος τὸ σπα­θί, πρό­στα­ξε κα­νό­νια νὰ βρον­τή­σουν κι ἄ­γριους πο­λε­μι­στὲς νὰ χι­μή­ξουν γιὰ σφα­γὴ καὶ χα­λα­σμό.­.. Μὴ δι­α­μαρ­τυ­ρη­θεῖ­τε, κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, μὴ φω­νά­ξε­τε. Μὴν πεῖ­τε πὼς δὲν ὑ­πῆρ­χε λό­γος νὰ τρα­βή­ξω ἀ­πὸ τὰ «ψι­λὰ» τῆς ἱ­στο­ρί­ας ἕ­ναν ἀ­πὸ τοὺς μυ­ριά­δες πα­λιοὺς πο­λε­μι­στὲς θέ­λον­τας ἴ­σως νὰ σᾶς δι­η­γη­θῶ κά­ποι­α ρο­μαν­τι­κὴ πε­ρι­πέ­τειά του ἢ κά­ποι­ο πο­λε­μι­κό του κα­τόρ­θω­μα. Δὲ θά ‘­κα­να πο­τὲ τέ­τοι­ο πρά­μα, κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, μπρο­στὰ σὲ τό­σο φω­τι­σμέ­νο ἀ­κρο­α­τή­ριο, ὅ­σο κι ἂν τὰ φῶ­τα τῆς σά­λας εἶ­ναι ὅ­λα σβη­στά.­.. Δὲν ἀ­νέ­βη­κα ἐ­δῶ γιὰ κά­τι τέ­τοι­ο. Θὰ σᾶς πῶ τὸ σκο­πό μου τε­λει­ώ­νον­τας. Μό­νο ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μὴν τὰ κα­τα­φέ­ρω, μπο­ρεῖ νὰ μὴν τὸν ξε­κα­θα­ρί­σω ὁ­λό­τε­λα, ὄ­χι γιὰ νὰ μὴ μά­θε­τε κι ἐ­σεῖς, ὄ­χι γιὰ νὰ σᾶς παι­δέ­ψω, μο­νά­χα ἀ­πὸ ἀ­δυ­να­μί­α μου. Αὐ­τό, κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, σᾶς πα­ρα­κα­λῶ ἀ­πὸ τώ­ρα νὰ μοῦ τὸ συγ­χω­ρή­σε­τε. Εἶ­πα λοι­πὸν πὼς ὁ με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νὲ κοί­τα­ξε πο­λὺ τὸν ἑ­αυ­τό του. Δὲ μί­λη­σα μ’ ἀ­κρί­βεια, τώ­ρα κα­τά­λα­βα τί ἔ­πρε­πε νὰ πῶ: ἔ­δω­σε πο­λὺ ση­μα­σία στὸν ἑ­αυ­τό του, βρῆ­κε κά­ποι­α στιγ­μὴ τῆς ζω­ῆς του πὼς ἔ­πρε­πε κά­θε πρά­ξη του νὰ ἐ­ξη­γή­σει, νὰ δι­και­ο­λο­γή­σει. Δὲ μπό­ρε­σε νὰ βα­στά­ξει ἕ­να βά­ρος ποὺ κα­τὰ τὴ γνώ­μη του ἄ­δι­κα τοῦ φόρ­τω­σαν, θαρ­ρών­τας πὼς ὅ­λοι τὸν ἔ­βλε­παν μ’ αὐ­τὸ τὸ βά­ρος στοὺς ὤ­μους καὶ γε­λοῦ­σαν μα­ζί του ἢ τὸν κα­κο­λο­γοῦ­σαν. Καὶ σί­γου­ρα κά­ποι­α στιγ­μὴ θά ‘­γι­νε ἡ ἔ­κρη­ξη, θὰ ση­κώ­θη­κε νὰ φω­νά­ξει γύ­ρω του, νὰ φω­νά­ξει σ’ ὅ­λη τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα, ἂν μπο­ροῦ­σε, πὼς ἄ­δι­κα τὸν φόρ­τω­σαν, δὲν ἔ­φται­γε σὲ τί­πο­τε, ἂς γύ­ρι­ζαν ν’ ἀ­κού­σουν τὴ φω­νή του καὶ θὰ μά­θαι­ναν τὴν ἀ­λή­θεια.­.. Δύ­στυ­χε με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νέ! Δύ­στυ­χοι ἀ­μέ­τρη­τοι ἄλ­λοι ἄν­θρω­ποι, ποὺ πι­στεύ­ε­τε πὼς οἱ φω­νές σας μπο­ροῦν νὰ νι­κή­σουν τὸ βου­η­τὸ ἀ­πὸ τὶς ἄ­πει­ρες τρι­βὲς τῆς ζω­ῆς.­.. Ποι­ός δαί­μο­νας, ποι­ό τε­λώ­νιο, ποὺ θέ­λει νὰ πε­ρι­παί­ξει τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­δυ­να­μί­α, πη­γαί­νει καὶ τοὺς ψι­θυ­ρί­ζει στ’ αὐ­τὶ νὰ φω­νά­ξουν καὶ στή­νει μπρο­στά τους ἕ­να σκο­πὸ πο­λὺ ψη­λό­τε­ρον ἀ­πὸ τὸ μπό­ι τους; Καὶ τοὺς κά­νει, προ­σέξ­τε το αὐ­τό, κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, νὰ ξε­χνᾶ­νε τὸ φό­ρο κοι­νῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς ποὺ εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­τι­κὸς σὲ κά­θε ἀν­θρώ­πι­νο πλά­σμα; Θά ‘­στε ἕ­τοι­μοι νὰ συμ­φω­νή­σε­τε μα­ζί μου, πὼς οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί, γί­νουν­ται πιὰ ἄ­χρη­στοι γιὰ τὸ σύ­νο­λο, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἐ­πι­ζή­μιοι, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἐμ­πό­δια στὸ ρεῦ­μα ἀ­πὸ τ’ ἀ­μέ­τρη­τα κοι­νὰ ζη­τή­μα­τα, ποὺ σκορ­πά­ει ἀ­νε­ρώ­τη­τα ἀ­νά­με­σα μας ἡ ζω­ή. Κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, κα­τα­λα­βαί­νε­τε, ὁ με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νὲ ἦ­ταν ἕ­νας ἀ­π’ αὐ­τούς. Σὲ κά­τι τέ­τοι­ους, κα­τὰ τὴ γνώ­μη μου σ’ αὐ­τοὺς μο­νά­χα, θὰ ταί­ρια­ζε κεῖ­νο ποὺ εἶ­παν γε­νι­κὰ γιὰ τὸν ἄν­θρω­πο οἱ ὁ­μό­ε­θνοί του: ἕ­να «μά­ται­ο πά­θος». Μά, ποι­ός λί­γο, ποιός πο­λύ, δὲν εἶ­ναι κά­τι τέ­τοι­ο.­.. Ὅ­λοι – μὲ κά­τι μι­κρὸ ἢ με­γά­λο μέ­σα μας, σω­στὸ ἢ λα­θε­μέ­νο ἂν γί­νε­ται νὰ ζυ­γι­στοῦν εὔ­κο­λα ὅ­λ’ αὐ­τά.­.. Μή­πως, κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, ὅ­ποι­ος ἀ­νε­βαί­νει στὸ ψη­λό­τε­ρο καὶ φω­τει­νό­τε­ρο ση­μεῖ­ο, πά­νω ἀ­πὸ κα­λο­χτε­νι­σμέ­να μαλ­λιὰ ἢ γυ­μνὰ κρα­νί­α —συ­γνώ­μην, κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, ὅ­λα ἔ­χουν πολ­λὴ λάμ­ψη— δὲ φλέ­γε­ται ἀ­πὸ κά­ποι­ο πά­θος, ἕ­να μά­ται­ο στ’ ἀ­λή­θεια πά­θος ποὺ λι­ώ­νει καὶ χά­νε­ται ἀ­πὸ τοὺς ἐ­ξα­ε­ρι­στῆ­ρες μα­ζὶ μὲ τὶς κου­ρα­σμέ­νες ἢ ἀ­νυ­πό­μο­νες ἀ­νά­σες ἐ­κεί­νων ποὺ τὸν ἀ­κοῦν ἢ ποὺ ἦρ­θαν γι’ αὐ­τὸ μὰ δὲν μπο­ροῦν νὰ τὸ κά­νουν; Ἂς εἶ­ναι λοι­πόν, μιὰ κι ὅ­λοι μας γυ­ρί­ζου­με σὰ μά­ται­α πά­θη, ἂς γέρ­νου­με κα­μιὰ φο­ρὰ καὶ σὲ κα­νέ­να με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νέ, για­τί ὅ­λοι μας στὴ θέ­ση του μπο­ρεῖ ν’ ἀ­κού­γα­με μιὰ φω­νὴ νὰ μᾶς προ­στά­ζει νὰ μὴν ἀ­φή­σου­με πά­νω μας μιὰν ἄ­δι­κη ντρο­πή. Νὰ μὴν πε­θά­νου­με «σὰν τὰ σκυ­λιά», ὅ­πως ὁ ἥ­ρω­ας ἑ­νὸς μυ­θι­στο­ρή­μα­τος τοῦ και­ροῦ μας ποὺ ὅ­λοι θὰ ξέ­ρε­τε, ἔ­γι­νε καὶ ται­νί­α καὶ παί­ζε­ται τοῦ­τες τὶς μέ­ρες στὴν πό­λη μας, νὰ μὴν ἀ­φή­σου­με τὴν ντρο­πὴ νὰ ζή­σει πί­σω μας. Καὶ πό­σο ὄ­μορ­φο ἀ­λή­θεια θά ‘­ναι γιὰ μᾶς αὐ­τὸ τὸ πά­θος ὕ­στε­ρ’ ἀ­πὸ χρό­νια, αὐ­τὸς ὁ ἀ­γώ­νας μας γιὰ τὸ ξέ­πλυ­μα μιᾶς ἄ­δι­κης ντρο­πῆς, νὰ βγεῖ ἀ­πὸ ἕ­να βι­βλί­ο καὶ νὰ πη­δή­σει σὲ μιὰ φλε­γό­με­νη νε­α­νι­κὴ ψυ­χή.­.. Ἂς σκύ­ψου­με λοι­πὸν μὲ κα­τα­νό­η­ση στὸ πά­θος καὶ στὶς φω­νὲς τοῦ με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νέ, ὅ­σο κι ἂν μᾶς φαί­νε­ται λί­γο ἀ­στεῖ­ο, ἂς τὸν φέ­ρου­με στὸ νοῦ μας μὲ συμ­πό­νια, μιὰ καὶ βρε­θή­κα­με ὅ­λοι ἐ­δῶ ἀ­πό­ψε, ἐ­σεῖς στὸ μι­σο­σκό­τα­δο κι ἐ­γὼ στὸ ψη­λό­τε­ρο καὶ φω­τει­νό­τε­ρο ση­μεῖ­ο.­.. Δυ­ὸ λε­φτά, κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, μὴ ση­κώ­νε­στε ἀ­κό­μα, μὴν ἀρ­χί­ζε­τε νὰ μι­λᾶ­τε, λί­γη ὑ­πο­μο­νὴ σᾶς ζη­τά­ω.­.. Δυ­ὸ λε­φτὰ καὶ δυ­ὸ λό­για ἀ­κό­μα καὶ πιὰ θὰ σω­πά­σω, συγ­χω­ρεῖ­στε με, συγ­χω­ρεῖ­στε καὶ τὸ σε­βα­στὸ Ἵ­δρυ­μα ποὺ εἶ­χε τὴν κα­κή, ὅ­πως φαί­νε­ται, ἰ­δέ­α ν’ ἀ­νε­βά­σει ἐ­μέ­να ἀ­πό­ψε δῶ πά­νω, δυ­ὸ λε­φτὰ νὰ σᾶς πῶ, για­τί μί­λη­σα, γιὰ τὸν με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νέ.­.. Νά, προ­χτὲς ἄ­νοι­ξα ἕ­να βι­βλί­ο πα­ρό­μοι­ο μ’ ἐ­κεῖ­νο ποὺ τὸν εἶ­χα βρεῖ κά­ποι­ο κα­λο­καί­ρι τῆς νι­ό­της μου, πα­ρό­μοι­ο μὰ και­νού­ριο. Καὶ πιὰ δὲν τὸν βρῆ­κα, τὸν προ­σπέ­ρα­σε ὁ και­ρός, τὸν ἔ­ρι­ξε σὲ βα­θιὰ σκο­τά­δια, τὸν ξέ­χα­σε – καὶ μα­ζὶ σὰν νὰ προ­σπέ­ρα­σε καὶ μέ­να, νὰ προ­σπέ­ρα­σε τὴ νι­ό­τη μου.­.. Χά­θη­κε πιά, κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, ὁ με­σι­ὲ Λαμ­πουρ­ντο­νέ, χά­θη­κε γιὰ πάν­τα κι ἤ­μουν, κυ­ρί­ες καὶ κύ­ριοι, μάρ­τυ­ρας στὸ χα­μό του ἐ­γὼ ποὺ ἔ­νι­ω­σα τὸ πά­θος του ἕ­να κα­λο­καί­ρι τῆς νι­ό­της μου, αὐ­τὸ μο­νά­χα εἶ­χα νὰ σᾶς πῶ, αὐ­τὸ μο­νά­χα μπο­ρεῖ νά ‘­πρε­πε νὰ σᾶς πῶ, πρὶν ἀρ­χί­σε­τε νὰ ση­κώ­νε­στε, νὰ φωνάζετε καὶ νὰ ζητᾶτε ἐξηγήσεις, πρὶν πάψετε νὰ μπορεῖτε νὰ μὲ ἀκοῦτε, ἀξιότιμες κυρίες, ἀξιότιμοι κύριοι…

 

 

Πηγή: με­τα­πο­λε­μι­κὴ πε­ζο­γρα­φί­α. ­πὸ τὸν πό­λε­μο τοῦ ’40 ὣς τὴ δι­κτα­το­ρί­α τοῦ ’67, Τό­μος Ζ΄, Ἐκ­δό­σεις Σο­κό­λη, Ἀ­θή­να, 1988. Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Νυχτερινὴ ἐπαφή (Ἀ­θή­να, 1964).

 

Στέ­φα­νος Στα­μά­της (Φι­λιπ­πιά­δα, 1932-2007). Δι­ή­γη­μα, νου­βέ­λα, μυ­θι­στό­ρη­μα. Σπού­δα­σε Νο­μι­κὰ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν, Ναυ­τι­λια­κά καὶ Μου­σι­κή. Κα­πε­τά­νιος τοῦ ἐμ­πο­ρι­κοῦ ναυ­τι­κοῦ, ἱ­δρυ­τὴς ἀ­πὸ τὸ 1985 ναυ­τι­λια­κῆς ἑ­ται­ρεί­ας καὶ ἀ­πὸ τὸ 1993 γρα­φεί­ου ἐ­νοι­κι­ά­σε­ων σκα­φῶν στὴν Πρέ­βε­ζα. Πα­ρου­σι­ά­στη­κε στὰ γράμ­μα­τα τὸ 1958 ἀ­πὸ τὸ πε­ρι­ο­δι­κὸ Νέ­α Ἑ­στί­α μὲ τὸ δι­ή­γη­μα «Ἕ­να δει­λι­νό» ὑ­πὸ τὸ ψευ­δώ­νυ­μο Θέ­μος Δε­λή­νιος. Πρῶ­το του βι­βλί­ο ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Ὁ κάμ­πος μὲ τὰ ὄ­νει­ρα (Δί­φρος, Ἀ­θή­να, 1960). Τὴν χρο­νιὰ τοῦ θα­νά­του του κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ βι­βλί­ο του Ἡ στρο­φὴ τῆς Κλε­ο­πά­τρας (Δι­η­γή­μα­τα, Αἰ­γό­κε­ρως, Ἀ­θή­να, 2007).