Εἰρήνη Σουργιαδάκη
Τὸ σπάνιο δωμάτιο
ΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΜΝΗΜΕΣ ποὺ δὲν τὶς ἀνακαλῶ ποτέ. Ὡστόσο φροντίζουν νὰ ἔρχονται μόνες τους ἀπρόσκλητες γιὰ ἐπίσκεψη, στολισμένες σὰν κυρίες, μὲ τὸ πηγούνι ψηλὰ καὶ νὰ κάθονται μὲ τὶς ὧρες, ἀρμένικη βίζιτα. Ἔχουν κλειδί, ἀνοίγουν καὶ μπαίνουν ὁποιαδήποτε στιγμή. Μέρα, νύχτα, μεσημέρι, μεσάνυχτα, δὲν ἔχουν ἴχνος σεβασμοῦ καὶ καλῶν τρόπων. Κάθονται ὅπου βροῦν κι ἀρχίζουν νὰ σκαλίζουν τὰ πάντα. Συρτάρια, ντουλάπες, ντουλάπια, σημειωματάρια, κουτάκια, σηκώνουν τὰ χαλιὰ καὶ μιλᾶνε γιὰ ὥρα μὲ μιὰ τρίχα ἢ ἕνα σπασμένο κουμπὶ ποὺ βρίσκουν ἀπὸ κάτω. Λατρεύουν τὴ σκόνη. Μπορεῖ νὰ κάθονται καὶ νὰ τὴν ἀνακατεύουν μὲ τὶς ὧρες. Φταίω κι ἐγὼ βέβαια ποὺ δὲν ξεσκονίζω ποτὲ ἐκεῖ μέσα. Δὲ μ’ ἐνοχλεῖ ἡ σκόνη ὅμως. Ἔχει δημιουργήσει ἕνα παχὺ στρῶμα καὶ καλύπτει ὅ,τι βαρέθηκα καὶ δὲ θέλω πιὰ νὰ βλέπω. Ἴσα ἴσα δηλαδή, μὲ βολεύει κιόλας.
Μπορεῖ βέβαια νὰ μὲ ξεχάσουν γιὰ χρόνια καὶ νὰ ἐμφανιστοῦν ξαφνικά, πάνω ποὺ τὶς ἔχω ξεχάσει κι ἐγώ. Ἔτσι ἔγινε καὶ προχτές. Δὲν τὶς κατάλαβα, μπῆκαν ἀθόρυβα. Τὶς ἔνιωσα ὅμως μόλις ἔκατσαν βαριὲς καὶ ἄγαρμπες στὴν ἀριστερὴ πλευρὰ τοῦ κεφαλιοῦ μου. Πῆρα ἕνα παυσίπονο. Οἱ κυρίες ὅμως, φαίνεται πὼς δὲ βολεύονταν καλὰ κι ἄρχισαν νὰ μετατοπίζονται. Πέρασε κάμποση ὥρα μέχρι νὰ βολευτοῦν καὶ νὰ καθίσουν ἀντικριστά, ἀπ’ ὅ,τι καταλάβαινα, δεξιὰ κι ἀριστερά. Ἀφοῦ σερβιρίστηκαν τὸ τσάι τους καὶ τακτοποιήθηκαν, ἔπιασαν τὴ γνωστὴ δουλειά. Νὰ σκαλίζουν. Ἀνακάλυψαν ἕνα παλιὸ τραγούδι καὶ στήσανε χορό, κάποιες ἄλλες πιάσανε μιὰ ἔκθεσή μου τῆς τετάρτης δημοτικοῦ κι ἄρχισαν νὰ διαβάζουν δυνατὰ κοροϊδεύοντας καὶ χαχανίζοντας, ἕνα σπασμένο παιχνίδι μὲ κλάματα πολλά, μιὰ κλεμμένη τσίχλα ἄθικτη ποὺ εἶχε γίνει πιὰ σὰν πέτρα, ἕνα τόστ σὲ ἀλουμινόχαρτο πού, ἂν καὶ ἦταν ἐκεῖ πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, δὲν ἦταν καθόλου χαλασμένο, ἁπλὰ ἦταν πιὰ κρύο καὶ εἶχε μαλακώσει ἀπ’ τὴν ὑγρασία. Πιάσανε καὶ ξέθαψαν πολλά. Μιὰ παλιὰ κουβέρτα, ἕνα φορεματάκι γαλάζιο μάλλινο ποὺ σὲ τσιμπάει ἂν δὲ βάλεις φανελάκι ἀπὸ μέσα —τὸ ξέρω ἀπὸ πρῶτο χέρι— μιὰ κούκλα χωρὶς κεφάλι, σκισμένες σελίδες ἀπὸ περιοδικά, κάτι παραμύθια ποὺ οἱ σελίδες τους εἶχαν κολλήσει καὶ πιὰ δὲ διαβάζονταν (εἴπαμε, ἔχει ὑγρασία ἐκεῖ μέσα), ἕνα σπασμένο χέρι, κι ἄλλα κλάματα, ὥσπου κάποια στιγμὴ σταμάτησαν. Καλὸ αὐτὸ τὸ παυσίπονο, σκέφτηκα καὶ ἔκανα νὰ σηκωθῶ ἀπ’ τὴν καρέκλα, μὰ πρὶν προλάβω νὰ ἰσιώσω τὴν πλάτη μου, ἀναγκάστηκα νὰ ξανακαθίσω. Ὁ πόνος τώρα ἦταν ἀπερίγραπτος, μὰ πῶς γίνεται, εἶπα, τὸ παυσίπονο, πῆρα ἄλλο ἕνα χωρὶς νὰ τὸ πολυσκεφτῶ. Τί στὸ διάολο κάνουν ἐκεῖ μέσα; Νευρίασα πολὺ ἀλλὰ δὲν μποροῦσα νὰ ἀντιδράσω, ὁ πόνος μὲ εἶχε μουδιάσει. Κι ἐξάλλου τί μποροῦσα νὰ κάνω, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ νὰ χτυπήσω τὸ κεφάλι μου στὸν τοῖχο; Πῆρα δυὸ τρεῖς βαθιὲς ἀναπνοὲς καὶ περίμενα. Ἄργησα νὰ καταλάβω τί μπορεῖ νὰ ἔκαναν, ἕνας θόρυβος ἐκκωφαντικὸς μοῦ ἕσφιγγε στὴν ἀρχὴ τὰ μηνίγγια, ὕστερα μετατράπηκε σὲ διαπεραστικὸ σφύριγμα, ΤΙ ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ;;; Ὥσπου συνειδητοποίησα μὲ ἔκπληξη πὼς εἶχαν πιάσει κι ἔσερναν κάτι. Μετακινοῦσαν συνεχῶς πράγματα, καὶ μάλιστα πολὺ βαριὰ γιατὶ ἔνιωθα τὸ ἐσωτερικό τοῦ κεφαλιοῦ μου νὰ ματώνει ἀπ’ τὸ γδάρσιμο. Πῆρα κι ἄλλο παυσίπονο. Ἔτρεμα, κοιτοῦσα τὰ χέρια μου, τὰ πόδια μου κι ἔνιωθα πὼς δὲν εἶμαι ἐγὼ αὐτὴ ποὺ τὰ κοιτάζει. Δὲν ξέρω ἂν τό ‘χετε νιώσει ποτέ, πάντως πρόκειται γιὰ ἕνα πολὺ βασανιστικὸ συναίσθημα, δὲν σᾶς τὸ εὔχομαι. Κοιτοῦσα γύρω γύρω τὸ σπίτι καὶ σκεφτόμουν πὼς ἴσως αὐτὸ νὰ μὴν εἶναι κὰν τὸ σπίτι μου, κι αὐτὸ νὰ μὴν εἶναι κὰν τὸ σῶμα μου, πῶς ἔχω παγιδευτεῖ ἔτσι;.. Ἔκλεισα γιὰ λίγο τὰ μάτια μου στὴν προσπάθεια νὰ ἠρεμήσω κι ἐπικεντρώθηκα ξανὰ στὶς ἀναπνοές. Δὲν ὑπάρχει κάποιος τρόπος νὰ σταματήσει αὐτὸ τὸ μαρτύριο; Νὰ ὑπῆρχε ἕνας διακόπτης νὰ κάνω στὸ μυαλό μου ἐπανεκκίνηση, γιατὶ δὲν φρόντισε κανεὶς γι’ αὐτό; Συνέχισα νὰ σκέφτομαι μὲ κλειστὰ μάτια, ὥσπου διέκρινα μὲς στὸ σκοτάδι τῶν βλεφάρων κάτι ἀδύνατες μορφὲς λευκοντυμένες σὰν νύφες. Αὐτὲς ἦταν! Ἐπιτέλους, τὶς ἔβλεπα! Νὰ μποροῦσα καὶ νὰ τὶς πιάσω κιόλας, νὰ τὶς πιάσω καὶ νὰ τὶς στραγγαλίσω! Σέρνουν κάτι μεγάλα ἄσπρα πράγματα, ἡ μία ἀπ’ αὐτὲς τὰ βάζει τὸ ἕνα δίπλα στὸ ἄλλο στὴ σειρά, σὰν βιβλία. Εἶναι κάτι βαριὲς ταφόπλακες, μὰ ποῦ βρέθηκαν ἐκεῖ μέσα; Ὁ πόνος ἄρχισε νὰ ὑποχωρεῖ, ἴσως νὰ ἦταν ποὺ κατάλαβα τί γίνεται. Οἱ πλάκες ἦταν πάρα πολλές, ὅλο ἔφερναν κι ἔφερναν κι ἐκείνη ἡ μόνη της, τὶς τακτοποιοῦσε ἐπιμελῶς. Κάποια στιγμὴ γύρισε καὶ κοίταξε τὰ μάτια μου. Εἶχε ἕνα ὕφος σὰ νὰ μοῦ ἔλεγε «χάλια τά ‘χεις κάνει πάλι ἐδῶ πέρα». Τρόμαξα. Ἄνοιξα τὰ μάτια, ἔπιασα τὸ κουτὶ μὲ τὰ παυσίπονα καὶ τὰ ἔβγαλα ἕνα ἕνα ἀπ’ τὸ πλαστικό. Τὰ κατάπια ὅλα μαζὶ μὲ δυὸ γουλιὲς νερὸ κι ἔπεσα γιὰ ὕπνο. Νὰ μὲ ξεχάσετε τώρα.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. Ἀπὸ ὅσα προκρίθηκαν γιὰ τὸ τεῦχος ἑλληνικοῦ μπονζάι τοῦ περ. Πλανόδιον. Βλ. ἐδῶ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος», ἐγγραφή 01-08-2010.
Εἰρήνη Σουργιαδάκη (1981). Φοίτησε στὸ τμῆμα Κοινωνιολογίας τοῦ Παντείου Πανεπιστημίου, στὸ Πρόγραμμα μεταπτυχιακῶν σπουδῶν Πολιτιστικῆς Διαχείρισης τοῦ τμήματος Ἐπικοινωνίας, Μέσων καὶ Πολιτισμοῦ, καθὼς καὶ στὸ Ποιητικὸ Ἐργαστήρι τοῦ ἱδρύματος ‘Τάκης Σινόπουλος’. Ποιήματά της ἔχουν δημοσιευτεῖ κατὰ καιροὺς στὰ ἠλεκτρονικὰ περιοδικὰ (.poema..) καὶ Ποιεῖν, καθὼς καὶ στὴν Ἀνθολογία 48 βραβευμένων ποιητῶν (ἐκδ. Μαίανδρος) καὶ στὸ Ἀλμανὰκ Ποιεῖν 2009 (ἐκδ. Ποιεῖν). Διατηρεῖ μαζὶ μὲ τὴν Ἀθανασία Κρατημένου τὸ ἰστολόγιο Poetry In Motion (http://logopaigniasedueto.blogspot.com).
Filed under: Ελληνικά,Μονόλογος,Νοσήματα,Σουργιαδάκη Ειρήνη,Φανταστικό | Tagged: Διήγημα,Ειρήνη Σουργιαδάκη,Λογοτεχνία | Τὰ σχόλια στὸ Εἰρήνη Σουργιαδάκη: Τὸ σπάνιο δωμάτιο ἔχουν κλείσει