Τάκης Σιδέρης
Τὸ Ζεϊμπέκικο
ΠΑΠΠΟΥΣ ΣΟΥ, ἀγόρι μου, ἦταν σπουδαῖος ἄνθρωπος. Ἕνας γνήσιος καὶ αὐθεντικὸς λαϊκὸς ἀγωνιστής, χρόνια ἀντάρτης στὰ βουνά, στὶς φυλακὲς καὶ στὶς ἐξορίες, μάρτυρας τῶν ἰδεῶν ποὺ πίστευε τόσο ἀκράδαντα. Πραγματικὰ εἶχα ἕναν πατέρα ποὺ νιώθω ὑπερήφανος γι’ αὐτόν. Δὲν θὰ ξεχάσω ποτὲ ἐκείνη τὴ μέρα πού μᾶς τὸν φέρανε στὸ σπίτι σὲ κακὰ χάλια κι ἔπεσε στὸ κρεβάτι ποὺ ἐπάνω σ’ αὐτὸ ἔσβησε σιγὰ-σιγὰ ὕστερα ἀπὸ τόσο δύσκολες καὶ τραγικὲς καταστάσεις. Βέβαια θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ σοῦ πῶ, ὅτι δὲν ἦταν ἡμέρα ὅταν μᾶς τὸν φέρανε, ἀλλὰ βράδυ, ἄγρια μεσάνυχτα, καὶ μάλιστα ἔξω ὁ βαρυχειμωνιάτικος καιρὸς ἔριχνε τὶς ἀστραπὲς καὶ τὶς βροντές του. Ὅπως ἀκόμη, ὅτι δὲν ἔπεσε ἁπλὰ στὸ κρεβάτι, ἀλλὰ ὅτι οἱ δύο αὐτοὶ ἄνθρωποι, οἱ συναγωνιστές του, ποὺ τὸν μετέφεραν σὲ μᾶς, τὸν ἐναπόθεσαν ἁπαλὰ καὶ πολὺ προσεκτικὰ ἐπάνω στὸ στρῶμα. Εἶσαι τώρα πιὰ μεγάλο παιδὶ καὶ θὰ πρέπει ἀπὸ τὸν πατέρα του νὰ μάθεις ὅλα τὰ περιστατικὰ ποὺ ἔγιναν τότε, στὸ διάστημα δηλαδὴ ἐκείνων τῶν ἡμερῶν ποὺ ὁ παππούς σου ἦταν στὰ τελευταῖα του. Σὰν αὐτόπτης λοιπὸν μάρτυρας αὐτῶν ποὺ θὰ σοῦ ἀποκαλύψω τώρα, θέλω νὰ πῶ ὅτι ἕνα πρωινό, ἐκεῖνο τὸ πρωινό, ἔγινε ἀναπάντεχα μιὰ πρόσκαιρη διακοπὴ τῆς κατάκλισής του. Καὶ νὰ πῶς ἔγινε αὐτὴ ἡ διακοπή: Ἔτυχε νὰ εἶμαι μόνος στὸ σπίτι ἐκεῖνες τὶς ὧρες ποὺ εἶχα καὶ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ κατάκοιτου, ὁ ὁποῖος κάποια στιγμή μοῦ ζήτησε, ψελλίζοντας, ἀσθενικὰ νὰ τοῦ βάλω ν’ ἀκούσει κάτι ἀπὸ τὸ κασετόφωνο. Δὲν εἶχε ξεκινήσει καλὰ-καλὰ ἡ ὀργανικὴ μουσικὴ ἀπὸ τὸ Ζεϊμπέκικο ποὺ ἀκούστηκε ὅταν ἐκεῖνος ἄνετα ἀνασηκώθηκε, δίνοντας τὴν ἐντύπωση ἑνὸς ὑγιοῦς ἀνθρώπου ποὺ ἀνακλαδίζεται ὕστερα ἀπὸ τὸν ὕπνο του. Τὰ εἶχα χαμένα, ἀνατριχιάζω σύγκορμα καὶ τώρα ἀκόμη καὶ μόνο ὅταν ἀναλογίζομαι τὸ τί ἐπακολούθησε μετὰ ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἐκείνη κίνηση τῆς ἔγερσής του. Ποῦ βρῆκε τὶς δυνάμεις, τὸ κουράγιο, αὐτὸς ὁ πολύπαθος ἄνθρωπος στὰ χάλια ποὺ βρίσκονταν ἔτσι μὲ τὸ μουσικὸ κάλεσμα τοῦ Ζεϊμπέκικου, νὰ σαλτάρει ἐπάνω καὶ νὰ στήσει τὸ χορό. Χόρευε σεβνταλίδικα μὲ τὸν μερακλωμένο καημὸ ἑνὸς πρωτόγνωρου λαϊκοῦ μεγαλείου.
Πόσο κράτησε αὐτὸ τὸ πράγμα δὲν μπόρεσα ποτὲ νὰ τοῦ προσδώσω τὶς πραγματικὲς χρονικές του διαστάσεις. Τὸν παρακολουθοῦσα καθηλωμένος μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα πότε νὰ διευθύνει μὲ μαεστρία τὶς παλλόμενες κινήσεις τῶν χεριῶν ποὺ φτερούγιζαν τὸν γύρω χῶρο, πότε μὲ τὶς παλάμες του νὰ χαϊδεύει τρυφερὰ τὸ πλακόστρωτο ἢ νὰ καταφέρνει σ’ αὐτὸ βιαστικὰ καὶ νευρικὰ χτυπηματάκια. Τὸ μεταμορφωμένο σῶμα πάντοτε πρόθυμο καὶ ἄξιο νὰ δίνει ἀξία στὴ μορφὴ καὶ στὸ περιεχόμενο τῆς χορευτικῆς του ἔκφρασης. Ἀκόμη ἄκουγε κανεὶς ἐκεῖνες τὶς φοβερὲς στιγμὲς καὶ ἰαχὲς ἕνα δηλαδὴ ξεχείλισμα ἐσωτερικοῦ πάθους καὶ κεφιοῦ μαζί. Μιὰ ἐκ βαθέων ἐπίκληση, προτροπὴ ἢ κραυγὴ κάποιου θριαμβευτικοῦ ἐπιφωνήματος. Τὸ πρωινὸ ἐκεῖνο ὅλοι οἱ ἄλλοι τοῦ σπιτιοῦ ἔλειπαν, ἡ μητέρα σου μὲ τὴ γιαγιά σου καὶ οἱ δυὸ ἀδελφές σου. Ὅταν ὅμως τοὺς τὰ ἔλεγα μετὰ ποὺ ἤρθανε, καμιά τους δὲν μποροῦσε νὰ μὲ πιστέψει. Καὶ μάλιστα ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, μὲ τὸ δίκιο τους γιατὶ κι ἐγὼ νὰ ἤμουν στὴ θέση τους, ἴσως τὴν ἴδια στάση θὰ κρατοῦσα. Ἄσε ὅμως δυστυχῶς ποὺ ἄφηναν ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, αἰχμὲς καὶ ὑπονοούμενα γιὰ τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματική μου κατάσταση. Πέρασαν τόσα χρόνια ἀπὸ τότε καὶ κατὰ διαστήματα δίνω καὶ διάφορες ἄλλες ἐξηγήσεις γιὰ τὸ φαινόμενο αὐτὸ μὲ τὸν παππού σου. Ὅσο γιὰ σένα, νομίζω, ὕστερα ἀπὸ ὅσα σοῦ εἶπα, ὅτι θὰ σὲ ἔχω προβληματίσει, ἂν ὄχι νὰ σὲ ἔχω πείσει. Δὲν τὸν γνώρισες τὸν συνονόματό σου πρόγονο ποὺ τοῦ μοιάζεις ὅμως τόσο πολύ, ἀρκεῖ νὰ δεῖ κανεὶς τὶς φωτογραφίες του ποὺ ἔχουν τὴν ἴδια πάνω-κάτω, ἡλικία μὲ σένανε. Πάντως τελικὰ πιστεύω ὅτι ὁ πατέρας μου αὐτοθαυματούργησε ἐξ αἰτίας τῆς μεγάλης του πίστης γιὰ τὶς ἰδέες καὶ τὰ ἰδανικὰ ποὺ γι’ αὐτὰ μαρτύρησε θυσιαζόμενος. Κατόρθωσε ἔτσι δηλαδὴ νὰ βρεθεῖ σὲ κάποιες στιγμὲς τόσο ἀποφασιστικὰ κόντρα μὲ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο. Μὲ τὸ πάλεμα αὐτὸ μαζί του, ἔφερε αὐτὸν τὸν θεαματικὸ θρίαμβο, μιὰ νίκη ἔστω καὶ Πύρρεια στὸ στίβο -«Μαρμαρένια Ἁλώνια», μιᾶς ἄνισης ἀθλητικῆς ἀναμέτρησης.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Τάκης Σιδέρης (Ἀθήνα, 1929). Ζωγραφική, ποίηση, πεζογραφία. Μαθήτευσε κοντὰ στοὺς ζωγράφους Φάνη Γαλανὸ καὶ Γιῶργο Σικελιώτη καὶ ἔκανε πολλὲς ἀτομικὲς ἐκθέσεις. Πρῶτο του βιβλίο: Ἀτομικὴ Ἔκθεση (ποίηση, ἐκδ. Κέδρος, 1997) καὶ τελευταῖο Ὁ Αὔγουστος στὴν Αἰγείρα (διηγήματα, ἐκδ. Σοκόλης-Κουλεδάκης, 2003). Ἔχει συνεργαστεῖ μὲ τὰ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ Ἡ Λέξη, Πλανόδιον, Νέα Ἑστία, Ὁδὸς Πανός, Πανδώρα κ.ἄ.
Εἰκόνα: Σκίτσο τοῦ Κώστα Λαδόπουλου.
Filed under: Ελληνικά,Ηρωισμός,Ηλικίες,Θάνατος,Ιστορία,Περιγραφή,Σιδέρης Τάκης,Τέχνη,Φανταστικό | Tagged: Διήγημα,Λογοτεχνία,Τάκης Σιδέρης | Τὰ σχόλια στὸ Τάκης Σιδέρης: Τὸ ζεϊμπέκικο ἔχουν κλείσει