Ἄννα Σιγανοῦ
Μὲ γέννησες γύφτο, δὲν μὲ γεννοῦσες μόνο Ἀλβανό!
Τῆς Μαίρης
ΑΝΕΞΥΠΝΟ ΜΟΥΤΡΑΚΙ, ἕντεκα χρονῶν καὶ θαρροῦσες πὼς ἦταν ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ μαγαζιοῦ. Ἕντεκα χρονῶν καὶ προσπαθοῦσε νὰ πουλήσει ἐμπορεύματα, νὰ τὰ προφυλάξει ἀπὸ τοὺς κλέφτες, νὰ εἶναι ἀγαπητὸς στὰ ἀφεντικά. Ἕντεκα χρονῶν, ἀγράμματο, μὲ δυὸ μάτια ποὺ λάμπουν. Ἀλβανόγυφτοι οἱ δικοί του φώλιασαν στὴν Εὐριπίδου προσπαθώντας νὰ ἐπιβιώσουν. Αὐτὸς βρῆκε παρηγοριὰ στὸ μαγαζὶ τῆς Κλαίρης.
Ἡ Κλαίρη! Ὄμορφη στὰ νιάτα της, ἐμπόρισσα, τὸ κόσμημα τῆς ἀγορᾶς. Περνοῦσε καὶ στέναζε ὁ τόπος. Δὲν ἦταν μόνο ὄμορφη, ἦταν καὶ ἔξυπνη καὶ μορφωμένη. Εἶχε μιὰ δύναμη αὐτὴ ἡ γυναίκα, ἕνα πάθος. Σὰν ἄντρας πάλευε. Ἔγνοιες πολλές, τὸ μαγαζί, τὸ σπίτι, τὰ παιδιά, οἱ γονεῖς, τὰ ἀδέλφια, οἱ φίλοι. Γιὰ ὅλους νοιαζόταν, γιὰ ὅλους «καθάριζε». Τὰ βράδια ὁ ἐφιάλτης στὸν ὕπνο της ἦταν ἕνα φορτηγὸ καραμέλες ποὺ ἔπρεπε νὰ ξεφορτώσει μία-μία. Κάθε καραμέλα καὶ μιὰ εὐθύνη.
Πέρασαν τὰ χρόνια. Φύγανε οἱ γονεῖς, τὰ ἀδέλφια. Τὰ παιδιὰ μεγάλωσαν. Ταξιδεύουν στὰ δικά τους μονοπάτια. Ἔμεινε μόνη αὐτὴ καὶ ὁ ἄντρας της στὸ μαγαζί. Μειώθηκαν οἱ εὐθύνες. Μειώθηκαν καὶ τὰ κουράγια. Χωρὶς εὐθύνες καὶ ἀντοχὲς ἡ Κλαίρη εἶχε μεγαλώσει καὶ αὐτὸ ἦταν βαρὺ φορτίο. Δὲν ἦταν γριά, γιατὶ ἄνθρωποι σὰν τὴν Κλαίρη δὲν γερνοῦν. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν γερνᾶ, τὸ σῶμα, ὁ οἶκος τῆς ψυχῆς, κατὰ ποὺ λένε, ἀλλάζει, φθείρεται, πεθαίνει. Ἀλλὰ ἦταν κουρασμένη, ἀποκαμωμένη, ἀπελπισμένη. Πάλευε μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια.
Τὸ ἀγοράκι μπῆκε στὸ μαγαζὶ γιὰ νὰ ζεσταθεῖ μιὰ μέρα τοῦ χειμώνα. Τὸ συμπόνεσε. Ἂς μείνει, εἶπε. Τὸ εἶδε ἔτσι ἄσχημο καὶ ταλαιπωρημένο καὶ τὸ πόνεσε ἡ ψυχή της. Τὸ ἔστειλε γιὰ τσιγάρα.
«Πάρε κάτι καὶ γιὰ σένα», τοῦ εἶπε.
«Δὲν θέλω, εὐχαριστῶ. Δὲν ἔχω ἀνάγκη τίποτε», εἶπε τὸ μικράκι καὶ τὴν ἄφησε ἄναυδη.
«Ἄσε τὴν τσάντα σου ἐδῶ. Μὴ πάρεις τὰ λεφτὰ καὶ ἐξαφανιστεῖς;», εἶπε ἕνας πελάτης ποὺ βρισκότανε στὸ μαγαζί.
Τὸ παιδὶ τὸν κοίταξε μὲ πόνο.
«Πήγαινε ἀγόρι μου νὰ φέρεις τὰ τσιγάρα», εἶπε ἡ Κλαίρη.
Πῆγε καὶ ἦλθε στὴ στιγμὴ μὲ ὅλα τὰ ρέστα. Ἔφυγε ἀμέσως. Τὴν ἄλλη μέρα φάνηκε ξανά. Ἀπὸ τότε ἔμεινε στὸ μαγαζί. Κόλλησε σὰν τσιμπούρι. Ἡ Κλαίρη χαιρόταν νὰ τὸ βλέπει. Τοῦτο τὸ πλάσμα εἶχε κάτι. Εἶχε χαρακτήρα. Εἶχε δίψα γιὰ ζωή. Εἶχε μιὰ λάμψη στὰ μάτια, ἕνα ὄνειρο. Τῆς ἔδινε κουράγιο. Ἄρρωστη καὶ ἀδύναμη ἀντλοῦσε δύναμη ἀπὸ τὰ παιδικὰ τὰ μάτια, τὸ μουτράκι τὸ ἄσχημο. Ἡ ἀδυναμία, θηλιὰ στὸ λαιμό της. Ὁ καρκίνος καραδοκοῦσε νὰ ἐπανεμφανιστεῖ.
Ἦταν ὡραία ἡ Κλαίρη κάποτε! Καὶ τώρα εἶναι. Στὰ μάτια τοῦ μικροῦ παιδιοῦ μοιάζει μὲ μάνα, θεία ἢ γιαγιά. Αὐτὴ εἶναι ὁ ἄνθρωπός του. Τοῦ ἀνοίγει δρόμους. Τοῦ μαθαίνει γράμματα. Στὸ μαγαζὶ μαθαίνει τὸ ἐμπόριο. Γνωρίζει ἀνθρώπους.
«Θὰ ἤθελα νὰ εἶμαι Ἕλληνας, νὰ εἶμαι παιδί σου», τῆς εἶπε καὶ τῆς ἔσκασε ἕνα φιλὶ στὸ μάγουλο. Δὲν εἶπε τίποτε ἐκείνη. Καιρὸ εἶχαν νὰ τὴ φιλήσουν. Συγκινήθηκε.
«Ἔλα, πολὺ ἀέρα πῆρες», εἶπε, σὲ λίγο, χαμογελαστά.
«Μὲ γέννησε ἡ μάνα γύφτο, δὲν μὲ γεννοῦσε μόνο Ἀλβανό. Πιὸ εὔκολα θὰ ἄντεχα», τῆς εἶπε.
«Γιὰ μένα εἶσαι ὁ Καρὶμ καὶ δὲν μὲ νοιάζει ἂν εἶσαι γύφτος ἢ Ἀλβανός», εἶπε ἐκείνη. Καὶ γέλασαν τὰ παιδικὰ τὰ μάτια. Γιὰ κείνη δὲν ὑπῆρχαν χρώματα, φυλὲς ἢ ἐθνικότητες.
«Πρέπει νὰ μάθεις γράμματα. Σοῦ πῆρα ἕνα ἀλφαβητάριο. Ἀπὸ αὔριο τὸ μαγαζὶ θὰ γίνει καὶ σχολεῖο», τοῦ εἶπε. «Θὰ ἀρχίσεις νὰ διαβάζεις τὶς ταμπέλες μὲ τὰ ὀνόματα τῶν δρόμων».
Ἔψαχνε νὰ βρεῖ τρόπους νὰ τὸν διδάξει πιὸ καλά. Ἄντλησε ἀπὸ τὶς παιδικές της μνῆμες, διάβασε βιβλία, συμβουλεύθηκε φίλους ἐκπαιδευτικούς. Ἔγινε καλὴ δασκάλα ἡ Κλαίρη στὰ ἑβδομῆντα. Ἀπέκτησε σκοπὸ καὶ νόημα ζωῆς. Τὴν εἶδα μιὰ μέρα στὸ μαγαζὶ νὰ τὸν διαβάζει καὶ θαύμασα τὴν ὑπομονὴ καὶ τὸ μεράκι.
Ἡ σχέση ποὺ ἔχτισαν ἦταν μοναδική. Ἔδινε στὸ ἀγοράκι μόρφωση, ἀγάπη, ἀσφάλεια καὶ λίγα χρήματα νὰ ἐπιβιώνει. Τῆς ἔδινε κουράγιο, ἀφοσίωση, ἐλπίδα. Τὴ λάτρευε σὰν ἐραστής, σὰν γιός, σὰν ἄντρας. Ἂν τὴν ἔβλεπε θλιμμένη, μηχανευόταν χίλιους τρόπους γιὰ νὰ τὴ κάνει νὰ ξεχάσει. Τὴν προστάτευε ἀπὸ τοὺς ἐνοχλητικοὺς πελάτες. Μάντευε τὶς ἀνάγκες της καὶ ἀγωνιοῦσε νὰ τὶς ἱκανοποιήσει.
Καὶ ἀνέβαινε ἡ Κλαίρη στὰ οὐράνια. Τὰ παιδικὰ τὰ μάτια ἔδιωχναν τὸν φόβο τοῦ θανάτου. Γινότανε καθρέφτης. Σὲ αὐτὸν ἔβλεπε τὸν ἑαυτὸ της ὅπως ὑπῆρξε κάποτε. Ἦταν ξανὰ νέα, ὄμορφη καὶ δυνατή. Γινόταν πάλι ἡ Κλαίρη ποὺ ἦταν, καὶ ὅπως φαίνεται, δὲν εἶχε ὁριστικὰ χαθεῖ.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. Ἀπὸ ὅσα προκρίθηκαν γιὰ τὸ τεῦχος ἑλληνικοῦ μπονζάι τοῦ περ. Πλανόδιον. Βλ. ἐδῶ «Ἡμερολόγιο Καταστρώματος», ἐγγραφή 01-08-2010.
Ἄννα Σιγανοῦ (Ἀθήνα, 1961). Καθηγήτρια Ἀγγλικῶν στὴ Μέση Ἐκπαίδευση. Μεταπτυχιακὰ στὴν Κοινωνικὴ Ἀνθρωπολογία μὲ εἰδίκευση στὴν Ἀνθρωπολογία τῆς Εὐρώπης (Sussex European Institute, Sussex University). Ὑποψήφια διδάκτωρ τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Άθηνῶν μὲ θέμα «Ἡ κοινωνικὴ κατασκευὴ τῆς ταυτότητας τοῦ ἀλλοδαποῦ μαθητῆ στὸ κοινωνικὸ πλαίσιο τοῦ σχολείου».
Filed under: Ελληνικά,Ηλικίες,Ξένοι-Ξενιτειά,Ρεαλισμός,Σιγανού Άννα,Ταυτότητες-Αποκλεισμοί | Tagged: Άννα Σιγανού,Διήγημα,Λογοτεχνία,Μετανάστες | Τὰ σχόλια στὸ Ἄννα Σιγανοῦ: Μὲ γέννησες γύφτο, δὲν μὲ γεννοῦσες μόνο Ἀλβανό! ἔχουν κλείσει