Ἄννα Σιγανοῦ: Μὲ γέννησες γύφτο, δὲν μὲ γεννοῦσες μόνο Ἀλβανό!

 

 

Ἄν­να Σι­γα­νοῦ

 

Μὲ γέν­νη­σες γύ­φτο, δὲν μὲ γεν­νοῦ­σες μό­νο Ἀλ­βα­νό!

 

                                                                                                                 Τῆς Μαί­ρης

 

ΑΝΕΞΥΠΝΟ ΜΟΥΤΡΑΚΙ, ἕν­τε­κα χρο­νῶν καὶ θαρ­ροῦ­σες πὼς ἦ­ταν ὁ ἰ­δι­ο­κτή­της τοῦ μα­γα­ζιοῦ. Ἕν­τε­κα χρο­νῶν καὶ προ­σπα­θοῦ­σε νὰ που­λή­σει ἐμ­πο­ρεύ­μα­τα, νὰ τὰ προ­φυ­λά­ξει ἀ­πὸ τοὺς κλέ­φτες, νὰ εἶ­ναι ἀ­γα­πη­τὸς στὰ ἀ­φεν­τι­κά. Ἕν­τε­κα χρο­νῶν, ἀ­γράμ­μα­το, μὲ δυ­ὸ μά­τια ποὺ λάμ­πουν. Ἀλ­βα­νό­γυ­φτοι οἱ δι­κοί του φώ­λια­σαν στὴν Εὐ­ρι­πί­δου προ­σπα­θών­τας νὰ ἐ­πι­βι­ώ­σουν. Αὐ­τὸς βρῆ­κε πα­ρη­γο­ριὰ στὸ μα­γα­ζὶ τῆς Κλαί­ρης.

         Ἡ Κλαί­ρη! Ὄ­μορ­φη στὰ νιά­τα της, ἐμ­πό­ρισ­σα, τὸ κό­σμη­μα τῆς ἀ­γο­ρᾶς. Περ­νοῦ­σε καὶ στέ­να­ζε ὁ τό­πος. Δὲν ἦ­ταν μό­νο ὄ­μορ­φη, ἦ­ταν καὶ ἔ­ξυ­πνη καὶ μορ­φω­μέ­νη. Εἶ­χε μιὰ δύ­να­μη αὐ­τὴ ἡ γυ­ναί­κα, ἕ­να πά­θος. Σὰν ἄν­τρας πά­λευ­ε. Ἔ­γνοι­ες πολ­λές, τὸ μα­γα­ζί, τὸ σπί­τι, τὰ παι­διά, οἱ γο­νεῖς, τὰ ἀ­δέλ­φια, οἱ φί­λοι. Γιὰ ὅ­λους νοι­α­ζό­ταν, γιὰ ὅ­λους «κα­θά­ρι­ζε». Τὰ βρά­δια ὁ ἐ­φι­άλ­της στὸν ὕ­πνο της ἦ­ταν ἕ­να φορ­τη­γὸ κα­ρα­μέ­λες ποὺ ἔ­πρε­πε νὰ ξε­φορ­τώ­σει μί­α-μί­α. Κά­θε κα­ρα­μέ­λα καὶ μιὰ εὐ­θύ­νη.

        Πέ­ρα­σαν τὰ χρό­νια. Φύ­γα­νε οἱ γο­νεῖς, τὰ ἀ­δέλ­φια. Τὰ παι­διὰ με­γά­λω­σαν. Τα­ξι­δεύ­ουν στὰ δι­κά τους μο­νο­πά­τια. Ἔ­μει­νε μό­νη αὐ­τὴ καὶ ὁ ἄν­τρας της στὸ μα­γα­ζί. Μει­ώ­θη­καν οἱ εὐ­θύ­νες. Μει­ώ­θη­καν καὶ τὰ κου­ρά­για. Χω­ρὶς εὐ­θύ­νες καὶ ἀν­το­χὲς ἡ Κλαί­ρη εἶ­χε με­γα­λώ­σει καὶ αὐ­τὸ ἦ­ταν βα­ρὺ φορ­τί­ο. Δὲν ἦ­ταν γριά, για­τὶ ἄν­θρω­ποι σὰν τὴν Κλαί­ρη δὲν γερ­νοῦν. Ἡ ψυ­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που δὲν γερ­νᾶ, τὸ σῶ­μα, ὁ οἶ­κος τῆς ψυ­χῆς, κα­τὰ ποὺ λέ­νε, ἀλ­λά­ζει, φθεί­ρε­ται, πε­θαί­νει. Ἀλ­λὰ ἦ­ταν κου­ρα­σμέ­νη, ἀ­πο­κα­μω­μέ­νη, ἀ­πελ­πι­σμέ­νη. Πά­λευ­ε μὲ νύ­χια καὶ μὲ δόν­τια.

        Τὸ ἀ­γο­ρά­κι μπῆ­κε στὸ μα­γα­ζὶ γιὰ νὰ ζε­στα­θεῖ μιὰ μέ­ρα τοῦ χει­μώ­να. Τὸ συμ­πό­νε­σε. Ἂς μεί­νει, εἶ­πε. Τὸ εἶ­δε ἔ­τσι ἄ­σχη­μο καὶ τα­λαι­πω­ρη­μέ­νο καὶ τὸ πό­νε­σε ἡ ψυ­χή της. Τὸ ἔ­στει­λε γιὰ τσι­γά­ρα.

        «Πά­ρε κά­τι καὶ γιὰ σέ­να», τοῦ εἶ­πε.

        «Δὲν θέ­λω, εὐ­χα­ρι­στῶ. Δὲν ἔ­χω ἀ­νάγ­κη τί­πο­τε», εἶ­πε τὸ μι­κρά­κι καὶ τὴν ἄ­φη­σε ἄ­ναυ­δη.

        «Ἄ­σε τὴν τσάν­τα σου ἐ­δῶ. Μὴ πά­ρεις τὰ λε­φτὰ καὶ ἐ­ξα­φα­νι­στεῖς;», εἶ­πε ἕ­νας πε­λά­της ποὺ βρι­σκό­τα­νε στὸ μα­γα­ζί.

        Τὸ παι­δὶ τὸν κοί­τα­ξε μὲ πό­νο.

        «Πή­γαι­νε ἀ­γό­ρι μου νὰ φέ­ρεις τὰ τσι­γά­ρα», εἶ­πε ἡ Κλαί­ρη.

        Πῆ­γε καὶ ἦλ­θε στὴ στιγ­μὴ μὲ ὅ­λα τὰ ρέ­στα. Ἔ­φυ­γε ἀ­μέ­σως. Τὴν ἄλ­λη μέ­ρα φά­νη­κε ξα­νά. Ἀ­πὸ τό­τε ἔ­μει­νε στὸ μα­γα­ζί. Κόλ­λη­σε σὰν τσιμ­πού­ρι. Ἡ Κλαί­ρη χαι­ρό­ταν νὰ τὸ βλέ­πει. Τοῦ­το τὸ πλά­σμα εἶ­χε κά­τι. Εἶ­χε χα­ρα­κτή­ρα. Εἶ­χε δί­ψα γιὰ ζωή. Εἶ­χε μιὰ λάμ­ψη στὰ μά­τια, ἕ­να ὄ­νει­ρο. Τῆς ἔ­δι­νε κου­ρά­γιο. Ἄρ­ρω­στη καὶ ἀ­δύ­να­μη ἀν­τλοῦ­σε δύ­να­μη ἀ­πὸ τὰ παι­δι­κὰ τὰ μά­τια, τὸ μου­τρά­κι τὸ ἄ­σχη­μο. Ἡ ἀ­δυ­να­μί­α, θη­λιὰ στὸ λαι­μό της. Ὁ καρ­κί­νος κα­ρα­δο­κοῦ­σε νὰ ἐ­πα­νεμ­φα­νι­στεῖ.

        Ἦ­ταν ὡ­ραί­α ἡ Κλαί­ρη κά­πο­τε! Καὶ τώ­ρα εἶ­ναι. Στὰ μά­τια τοῦ μι­κροῦ παι­διοῦ μοιά­ζει μὲ μά­να, θεί­α ἢ για­γιά. Αὐ­τὴ εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πός του. Τοῦ ἀ­νοί­γει δρό­μους. Τοῦ μα­θαί­νει γράμ­μα­τα. Στὸ μα­γα­ζὶ μα­θαί­νει τὸ ἐμ­πό­ριο. Γνω­ρί­ζει ἀν­θρώ­πους.

        «Θὰ ἤ­θε­λα νὰ εἶ­μαι Ἕλ­λη­νας, νὰ εἶ­μαι παι­δί σου», τῆς εἶ­πε καὶ τῆς ἔ­σκα­σε ἕ­να φι­λὶ στὸ μά­γου­λο. Δὲν εἶ­πε τί­πο­τε ἐ­κεί­νη. Και­ρὸ εἶ­χαν νὰ τὴ φι­λή­σουν. Συγ­κι­νή­θη­κε.

        «Ἔ­λα, πο­λὺ ἀ­έ­ρα πῆ­ρες», εἶ­πε, σὲ λί­γο, χα­μο­γε­λα­στά.

        «Μὲ γέν­νη­σε ἡ μά­να γύ­φτο, δὲν μὲ γεν­νοῦ­σε μό­νο Ἀλ­βα­νό. Πιὸ εὔ­κο­λα θὰ ἄν­τε­χα», τῆς εἶ­πε.

        «Γιὰ μέ­να εἶ­σαι ὁ Κα­ρὶμ καὶ δὲν μὲ νοιά­ζει ἂν εἶ­σαι γύ­φτος ἢ Ἀλ­βα­νός», εἶ­πε ἐ­κεί­νη. Καὶ γέ­λα­σαν τὰ παι­δι­κὰ τὰ μά­τια. Γιὰ κεί­νη δὲν ὑ­πῆρ­χαν χρώ­μα­τα, φυ­λὲς ἢ ἐ­θνι­κό­τη­τες.

        «Πρέ­πει νὰ μά­θεις γράμ­μα­τα. Σοῦ πῆ­ρα ἕ­να ἀλ­φα­βη­τά­ριο. Ἀ­πὸ αὔ­ριο τὸ μα­γα­ζὶ θὰ γί­νει καὶ σχο­λεῖ­ο», τοῦ εἶ­πε. «Θὰ ἀρ­χί­σεις νὰ δι­α­βά­ζεις τὶς ταμ­πέ­λες μὲ τὰ ὀ­νό­μα­τα τῶν δρό­μων».

        Ἔ­ψα­χνε νὰ βρεῖ τρό­πους νὰ τὸν δι­δά­ξει πιὸ κα­λά. Ἄν­τλη­σε ἀ­πὸ τὶς παι­δι­κές της μνῆ­μες, δι­ά­βα­σε βι­βλί­α, συμ­βου­λεύ­θη­κε φί­λους ἐκ­παι­δευ­τι­κούς. Ἔ­γι­νε κα­λὴ δα­σκά­λα ἡ Κλαί­ρη στὰ ἑ­βδο­μῆν­τα. Ἀ­πέ­κτη­σε σκο­πὸ καὶ νό­η­μα ζω­ῆς. Τὴν εἶ­δα μιὰ μέ­ρα στὸ μα­γα­ζὶ νὰ τὸν δι­α­βά­ζει καὶ θαύ­μα­σα τὴν ὑ­πο­μο­νὴ καὶ τὸ με­ρά­κι.

        Ἡ σχέ­ση ποὺ ἔ­χτι­σαν ἦ­ταν μο­να­δι­κή. Ἔ­δι­νε στὸ ἀ­γο­ρά­κι μόρ­φω­ση, ἀ­γά­πη, ἀ­σφά­λεια καὶ λί­γα χρή­μα­τα νὰ ἐ­πι­βι­ώ­νει. Τῆς ἔ­δι­νε κου­ρά­γιο, ἀ­φο­σί­ω­ση, ἐλ­πί­δα. Τὴ λά­τρευ­ε σὰν ἐ­ρα­στής, σὰν γιός, σὰν ἄν­τρας. Ἂν τὴν ἔ­βλε­πε θλιμ­μέ­νη, μη­χα­νευ­ό­ταν χί­λιους τρό­πους γιὰ νὰ τὴ κά­νει νὰ ξε­χά­σει. Τὴν προ­στά­τευ­ε ἀ­πὸ τοὺς ἐ­νο­χλη­τι­κοὺς πε­λά­τες. Μάν­τευ­ε τὶς ἀ­νάγ­κες της καὶ ἀ­γω­νι­οῦ­σε νὰ τὶς ἱ­κα­νο­ποι­ή­σει.

        Καὶ ἀ­νέ­βαι­νε ἡ Κλαί­ρη στὰ οὐ­ρά­νια. Τὰ παι­δι­κὰ τὰ μά­τια ἔ­δι­ω­χναν τὸν φό­βο τοῦ θα­νά­του. Γι­νό­τα­νε κα­θρέ­φτης. Σὲ αὐ­τὸν ἔ­βλε­πε τὸν ἑ­αυ­τὸ της ὅ­πως ὑ­πῆρ­ξε κά­πο­τε. Ἦ­ταν ξα­νὰ νέ­α, ὄ­μορ­φη καὶ δυ­να­τή. Γι­νό­ταν πά­λι ἡ Κλαί­ρη ποὺ ἦ­ταν, καὶ ὅ­πως φαί­νε­ται, δὲν εἶ­χε ὁ­ρι­στι­κὰ χα­θεῖ.

 

 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Ἀ­πὸ ὅ­σα προ­κρί­θη­καν γιὰ τὸ τεῦ­χος ἑλ­λη­νι­κοῦ μπον­ζά­ι τοῦ περ. Πλα­νό­διον. Βλ. ἐ­δῶ «Ἡ­με­ρο­λό­γιο Κα­τα­στρώ­μα­τος», ἐγ­γρα­φή 01-08-2010.

 

Ἄν­να Σι­γα­νοῦ (Ἀ­θή­να, 1961). Κα­θη­γή­τρια Ἀγ­γλι­κῶν στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Με­τα­πτυ­χια­κὰ στὴν Κοι­νω­νι­κὴ Ἀν­θρω­πο­λο­γί­α μὲ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Ἀν­θρω­πο­λο­γί­α τῆς Εὐ­ρώ­πης (S­u­s­s­ex E­u­r­o­p­e­an I­n­s­t­i­t­u­te, S­u­s­s­ex U­n­i­v­e­r­s­i­ty). Ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ τῆς Φι­λο­σο­φι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ά­θη­νῶν μὲ θέ­μα «Ἡ κοι­νω­νι­κὴ κα­τα­σκευ­ὴ τῆς ταυ­τό­τη­τας τοῦ ἀλ­λο­δα­ποῦ μα­θη­τῆ στὸ κοι­νω­νι­κὸ πλαί­σιο τοῦ σχο­λεί­ου».